Alexis K
Member
- Μηνύματα
- 28
- Likes
- 31
Το επόμενο πρωί, Δευτέρα (6/10), κατά τις 09.00 ήλθαν στο ξενοδοχείο τα τρία λευκά, τετρακίνητα Toyota Land Cruiser, με τα οποία θα ταξιδεύαμε. Τα αυτοκίνητα ήσαν πολύ καλά, πενταθέσια, με μεγάλους χώρους και με θηριώδη μηχανή 4.500 κυβικών. Αφού βολέψαμε τα πράγματά μας χωριστήκαμε σε τετράδες και ξεκινήσαμε. Είχαμε να κάνουμε ένα μακρύ ταξίδι μέχρι τη Κατμαντού στο Νεπάλ τις επόμενες ημέρες.
Είχαμε όλοι συνεννοηθεί να εναλλασσόμαστε στις θέσεις, για να μην ευνοηθούν ή κουραστούν κάποιοι. Πάντως στο δικό μας όχημα, οι Χρήστος Γ, ο Νίκος και ο Γρηγόρης μου παραχώρησαν τη θέση του συνοδηγού για όλες τις ημέρες και χάρη σε αυτή τους τη κίνηση, μπόρεσα να έχω τη δυνατότητα να βγάζω φωτογραφίες.
Η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε μέχρι το Νεπάλ, είναι ο γνωστός Αυτοκινητόδρομος της Φιλίας. Είναι ένας δρόμος μήκους 700 χιλιομέτρων, που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι τα ψηλά διάσελα που περνά και η θέα που έχει από ένα από αυτά προς το Έβερστ. Αποτελεί και την ευκολότερη διαδρομή προς τη κατασκήνωση βάσης της Στέγης του Κόσμου, και φυσικά δεν θα αφήναμε αυτή τη παράκαμψη, έξω από το πρόγραμμά μας. Στο μεγαλύτερο μέρος του ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος αλλά έχει αρκετά χιλιόμετρα με χώμα και κάποια από αυτά ίσως με μικρές (ή μεγάλες) δυσκολίες.
Στην αρχή της διαδρομής μας ήμασταν δίπλα από το ποταμό Lhasa, στη συνέχεια περάσαμε πάνω από το ποταμό Βραχμαπούτρα και πήραμε μια απότομη ανηφόρα όλο στροφές και πατήσαμε το πρώτο διάσελο, το Kamba-la (4700μ). Το αξιοθέατο εδώ είναι η λίμνη Yamdrok-tso, χαμηλότερα από εμάς σε ύψος 4440μ. Η λίμνη όταν έχει καλό καιρό, σαν τη σημερινή ημέρα, παίρνει ένα βαθύ τυρκουάζ χρώμα και προσφέρει μοναδικό θέαμα. Στο βάθος ο χιονισμένος όγκος του όρους Nojin Kangtsang (7191μ). Η λίμνη έχει σχήμα σκορπιού και είναι μία από τις 4 ιερές λίμνες του Θιβέτ. (Oι άλλες λίμνες είναι: Lhamo La-tso, Namtso και Manasarovar). Οι πιστοί κάνουν το γύρω της λίμνης («κόρα») σε επτά ημέρες.
Λίγο πιο κάτω από το διάσελο κάναμε άλλη μια στάση σε ένα ακόμα σημείο με θέα και συνεχίσαμε κατηφορικά μέχρι που φτάσαμε δίπλα στη λίμνη. Η συνέχεια πάλι ανηφορική, ενώ αρχίζει να μας καλύπτει ένα βαρύ σύννεφο που μετά από λίγο έφερε βροχή. Ανεβαίνοντας κι άλλο άρχισε να χιονίζει και έτσι φτάσαμε στο διάσελο Karo-la (4960μ). Μετά από λίγο ο καιρός μας έκανε τη χάρη και άνοιξε για να μπορέσουμε να δούμε το εκπληκτικό θέαμα, ενός παγετώνα, που κατέβαινε από τη κορυφή Nojin Kangstang (7191μ) σχεδόν κάθετα προς το διάσελο.
Η υπόλοιπη διαδρομή ήταν σχεδόν κατηφορική και περνώντας από άλλο ένα χαμηλότερο διάσελο το Simu-la (4280μ), προχωρήσαμε για τη κοιλάδα Nyang-tsu. Καθ’ οδόν σταματήσαμε για φωτογράφηση σε κάποιο χωριό που αλώνιζαν σιτάρι με παραδοσιακό τρόπο (με άλογα κλπ) και στις 17.00 φτάσαμε στη πόλη Gyantse που βρίσκεται σε ύψος 3980μ. Έχοντας καλύψει οδικώς περί τα 160 χλμ, εδώ θα διανυκτερεύαμε. Σήμα κατατεθέν, της μικρής αυτής πόλης των 15.000 κατοίκων, είναι το κάστρο της που δεσπόζει σε ένα απότομο λόφο.
Γρήγορα τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτια μας στο Gyantse Hotel και άλλοι ξεκουράστηκαν, ενώ κάποιοι άλλοι κάναμε μια βόλτα. Δεν πήγαμε στη παλιά Θιβετιανή συνοικία, γιατί ήδη έπεφτε ο ήλιος και απλά περιφερόμασταν στην αγορά της σύγχρονης συνοικίας. Φτάσαμε μέχρι μια πλατεία κάτω από το κάστρο, αλλά ο ερχομός της νύχτας μας μάζεψε όλους στο ξενοδοχείο. Εκεί μάθαμε ότι έγινε ισχυρός σεισμός στη Λάσα και όλοι επικοινωνήσαμε με τα σπίτια μας για να τους καθησυχάσουμε.
Το επόμενο πρωί, Τρίτη (7/10), λίγο μετά τις 09.00 επισκεφθήκαμε το μοναστήρι Pelkor Chöde στο βόρειο άκρο της πόλης, που αποτελεί το κύριο αξιοθέατο της. Πρόκειται για ένα συγκρότημα κτιρίων, που χτίστηκαν το 1418 και περιβάλλονται από ένα καλοδιατηρημένο τείχος. Στη μονή δεσπόζει η 35 μέτρων ύψους, λευκή «στούπα» (= κυκλικό πυραμιδοειδές κτίριο) που είναι και η μεγαλύτερη του Θιβέτ. Είναι εξαόροφη και γεμάτη σε όλους τους ορόφους με ναΐσκους με αγάλματα θεοτήτων.
Στη συνέχεια, περπατήσαμε λίγο στη παλιά συνοικία της πόλης και ανεβήκαμε σε ένα λοφίσκο απέναντι από το μοναστήρι όπου είχαμε εξαιρετική θέα προς αυτό, αλλά και προς την υπόλοιπη πόλη. Κατεβαίνοντας περιπλανηθήκαμε λίγο ανάμεσα στα παλιά σπίτια και περασμένες 12.00 πήραμε τα αυτοκίνητα και συνεχίσαμε το ταξίδι μας.
Είχαμε να καλύψουμε 90 χλμ ασφαλτόδρομου μέχρι τη πόλη Shigatse. Το ταξίδι γρήγορο, με δυο μικρές στάσεις, τη μία σε ένα υδρόμυλο που άλεθε σιτάρι και την άλλη σε ένα χωριό που αλώνιζαν με ζώα και έτσι σε ένα δίωρο φτάσαμε στη πόλη.
To Shigatse που βρίσκεται σε υψόμετρο 3850 μέτρων, έχει 80.000 κατοίκους και είναι η δεύτερη πόλη σε πληθυσμό του Θιβέτ. Εμπορικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής, έχει και αυτή μια παλιά, μικρή Θιβετιανή συνοικία και μια μοντέρνα Κινέζικη συνοικία ταχύτατα εξαπλούμενη.
Αφού τακτοποιηθήκαμε στο κεντρικό ξενοδοχείο Manasarovar, βγήκαμε στη πόλη άλλοι για ένα γρήγορο γεύμα, και άλλη για βόλτα και στις 16.30 επισκεφθήκαμε ένα από τα σημαντικότερο μνημεία της όχι μόνο της πόλης αλλά και της χώρας, το μοναστήρι Tashilhunpo.
Έχει έκταση 70.000 τετρ. μέτρων και περικλείεται από τείχη. Πρόκειται στην ουσία για μια μικρή πολιτεία. Κατάφερε να «επιζήσει» κατά την «πολιτιστική επανάσταση» του 1959 και είναι έδρα του Panchen Lama, δεύτερου στην ιεραρχία πνευματικού ηγέτη, μετά τον Δαλάι Λάμα και αναγνωρισμένου από τις Κινεζικές αρχές. Η ομορφιά του χώρου είναι δεδομένη. Ήδη από της είσοδο της μονής έχεις σχεδόν πανοραμική θέα στο χώρο. Τα κτίρια είναι καλοδιατηρημένα και περάσαμε ευχάριστα την ώρα μας περπατώντας όχι μόνο τριγύρω αλλά και μέσα στους διάφορους ναούς.
Από τον Tenpa μάθαμε ότι κατά τις 18.00 θα γινόταν στο κεντρικό ναό μια λειτουργία και μπορούσαμε να τη παρακολουθήσουμε. Θα είχε διάρκεια σχεδόν 11/2 ώρα. Φυσικά τέτοια ευκαιρία δεν την αφήσαμε να πάει χαμένη και μάλιστα με ένα μικρό αντίτιμο μπορούσαμε να τη φωτογραφίσουμε. Δεν μπορώ με λόγια να περιγράψω τη τελετή, αλλά και μόνο η διαφορετικότητα του πράγματος την έκανε μοναδική εμπειρία. Φυσικά τράβηξα αρκετές φωτογραφίες. Νύχτα σχεδόν φύγαμε από τη μονή και μαζευτήκαμε σε ένα καλό παραδοσιακό εστιατόριο για το δείπνο.
Μετά το δείπνο αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο περπατώντας. Άλλωστε δεν ήμασταν μακρυά. Καθ’ οδόν ο Χρήστος Γ. μας έβαλε την ιδέα να πάμε κάπου για ένα ποτό. Τελικά οι περισσότεροι πήγαν για ύπνο και μείναμε ο Χρήστος, η Νίκη, η Μάρθα, οTenpa κι εγώ. Ρωτώντας βρήκαμε ένα music hall και λίγο μετά τις 22.00 μπήκαμε στο μαγαζί, την ώρα που ξεκινούσε το πρόγραμμα.
Ο χώρος δεν διέφερε και πολύ από τα δικά μας επαρχιακά ξενυχτάδικα. Πολλά τραπέζια, μεγάλο μπάρ και μια μεγάλη πίστα με ντεκόρ μια τεράστια φωτογραφία της Ποτάλα. Όργανα δεν υπήρχαν, η μουσική ήταν από καραόκε, αλλά οι τραγουδιστές ήσαν καλοί. Το πρόγραμμα περιλάμβανε μια ποικιλία τραγουδιών, από παραδοσιακά θιβετιανά, μέχρι κινέζικο ροκ. Υπήρχε και ένα καλό μπαλέτο που συνόδευε μερικά από τα τραγούδια, ενώ σε αρκετά από αυτά χόρευε και το ακροατήριο. Η Μάρθα με τον Χρήστο δοκίμασαν τη τύχη τους σε δυο-τρεις Θιβετιανούς χορούς και δεν τα πήγαν άσχημα. Τελικά μετά τις 00.30 φύγαμε και πήγαμε για ύπνο.
Τετάρτη (8/10). Ως συνήθως στις 09.00 αναχωρήσαμε και πάλι. Πάλι περνώντας από ένα στεπώδες και σε μερικά σημεία σχεδόν ερημικό τοπίο, συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Αφού περάσαμε το ομαλό διάσελο Tra-la (3970μ), κάναμε μια στάση σε ένα μικρό οικισμό με ένα μεγάλο ορόσημο που δείχνει τη θέση «5.000». Στο σημείο αυτό βρισκόμασταν 5.000 χλμ από τη Σαγκάη που είναι η βάση των χιλιομετρικών αποστάσεων στη Κίνα. Φυσικά έγιναν οι σχετικές φωτογραφίσεις και συνεχίσαμε το ταξίδι μας.
Ο δρόμος έγινε ανηφορικός και σύντομα μας έφερε στο διάσελο Tropu-la ή Tsuo-la (4500μ). Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω φτάσαμε σε μία διασταύρωση. Περίπου 130χλμ από το Shigatse. Εδώ στρίψαμε νότια σε ένα καλό χωματόδρομο, που μπαίνει στη κοιλάδα του μικρού ποταμού Trum-chu και μετά από 25 χλμ μας έφερε στο χωριό Sakya.
Εδώ βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι και από τα σημαντικά αξιοθέατα της χώρας. Χτίστηκε το 1268 και ήταν πριν την έλευση των Κινέζων από τις πιο μεγάλες μοναστικές κοινότητες του Θιβέτ. Εντυπωσιακά τα ψηλά τείχη που το περιβάλλουν με μεγάλους πύργους στις τέσσερες γωνίες. Πραγματικό φρούριο στην όψη. Στον εσωτερικό δεσπόζει ο μεγάλος κύριος ναός, με ύψος 16 μέτρα και τοίχους πλάτους 3,5 μέτρων. Μέσα στο ναό όλα είναι εξ’ ίσου εντυπωσιακά και κατά γενική ομολογία ήταν ίσως ο καλύτερος που είχαμε δει στο Θιβέτ.
Στο μοναστήρι γίνονταν εκτεταμένα έργα συντήρησης και έτσι ένα μεγάλο τμήμα του δεν είναι επισκέψιμο. Πάντως μετά από υπόδειξη του Tenpa, ανεβήκαμε, ο Χρήστος Λ., η Ελένη κι εγώ, στα τείχη και μπορέσαμε να κάνουμε το γύρω του συγκροτήματος από ψηλά. Η θέα προς τα μέσα πανοραμικά, αλλά και προς τα έξω δεν πήγαινε πίσω. Η μικρή πόλη, το ποτάμι, τα χωράφια στη κοιλάδα, οι γυμνές πλαγιές, όλα απλώνονταν μπροστά μας. Εντύπωση μας έκαναν τα πολλά ερείπια στη πλαγιά απέναντι από το μοναστήρι, που απ’ ότι μας πληροφόρησαν, πρόκειται για τα ερείπια 100 διαφόρων μικρών ναών, που κατέστρεψαν οι Κινέζοι το 1959. Πάντως τώρα έχουν αρχίσει να αναστηλώνουν κάποιους από αυτούς.
Όταν κατεβήκαμε από τα τείχη, οι υπόλοιπη παρέα είχε πάει για φαγητό σε ένα τοπικό εστιατόριο, αλλά προτίμησα να μην τους ακολουθήσω και έκανα μια βόλτα μέχρι το ποτάμι που διαρρέει τη πόλη. Παρατήρησα και φωτογράφισα λίγη από τη καθημερινότητα των κατοίκων της και στις 15.00 συνάντησα τη παρέα μας για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας.
Επιστροφή στoν Αυτοκινητόδρομο της Φιλίας, με στόχο τη κωμόπολη Baber, που βρίσκεται 100 χλμ δυτικότερα. Αφού περάσαμε ένα σταθμό ελέγχου, που ήλεγξαν διαβατήρια, βίζες και άδειες, αρχίσαμε πάλι να ανεβαίνουμε για να φτάσουμε στο διάσελο Gyatso-la (5160μ). Λίγο πιο κάτω φάνηκε και αυτό που περιμέναμε όλοι να δούμε. Η στέγη του κόσμου, το Έβερεστ. Αρκετά μακριά αλλά άξιζε μια σύντομη στάση για να απολαύσουμε το θέαμα.
Στη συνέχεια φτάσαμε στη κωμόπολη Baber(4250μ). Στάση για ανεφοδιασμό καυσίμων και ενώ το αρχικό πλάνο προέβλεπε διανυκτέρευση εδώ, εμείς είχαμε ήδη αποφασίσει να συνεχίσουμε για το Old Tingri, 60 χλμ πιο κάτω. Εκεί φτάσαμε στις 19.30, λίγο πριν νυχτώσει, αλλά μπορέσαμε να δούμε στο βάθος τις κορυφές Έβερεστ(8848μ) και Cho Oyu(8201μ) που οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου έλουζαν με κόκκινο χρώμα. Βρισκόμασταν σε ύψος 4250 μέτρων.
Εδώ δεν υπάρχουν ξενοδοχεία με τη γνωστή μας έννοια, αλλά πανδοχεία, λίγο καλύτερα από τα αντίστοιχα που είχαμε μείνει στη περιοχή της Αναπούρνα στο Νεπάλ. Πάντως το Snow Leopard Guest House που μείναμε, λίγες εκατοντάδες μέτρα έξω από το χωριό, είχε τουλάχιστον ζεστό μπάνιο, ρεύμα και καλή κουζίνα Το ζητούμενο πλέον ήταν ένας καλός ύπνος που δεν άργησε να έλθει με τη κούραση που είχαμε από το μακρύ ταξίδι.
Πέμπτη (9/10). Πριν χαράξει είχαμε εγερτήριο και στις 07.00 με εξαιρετικό καιρό, ξεκινήσαμε για τη κατασκήνωση βάσης του ‘Εβερεστ, 70 χλμ περίπου νοτιο-ανατολικά. Ο δρόμος που θα ακολουθούσαμε δεν είναι η κύρια οδός προς εκεί, αλλά ένας σύντομος χιλιομετρικά, μα δύσκολος χωματόδρομος, μέσω της κοιλάδας Ra-chu. Στην αρχή και περίπου για 10 χλμ ο δρόμος ήταν υποφερτός γιατί αποτελεί τη πρόσβαση προς το χωριό Lungchang. Από εκεί και πέρα ο δρόμος έγινε πιο δύσκολος και μάλιστα σε ένα σημείο ακολουθήσαμε ροδιές στη πλαγιά μιας και ο δρόμος χανόταν. Το τοπίο εντυπωσιακό με γυμνά και ξερά εδάφη, με κάποιους χείμαρρους να τα διαρρέουν αραιά και φυσικά ψηλές κορφές τριγύρω μας.
Στα 2/3 της απόστασης περάσαμε από το διάσελο Nam-la (5250μ) που αποτελούσε το ψηλότερο σημείο που φτάσαμε σε όλο το Θιβέτ. Στη συνέχεια, κατηφορίζοντας από το διάσελο, είχαμε τη τύχη να δούμε και να φωτογραφίσουμε ένα λύκο δίπλα στο δρόμο. Στις 09.30 βγήκαμε στο κύριο χωματόδρομο που ανεβαίνει από το χωριό Baber στη Κ.Β. του Έβερεστ. Μετά από λίγα χιλιόμετρα σταματήσαμε για έλεγχο αδειών εισόδου στο μοναστήρι Rongbuk (που θα επισκεπτόμασταν στην επιστροφή) και συνεχίσαμε λίγο παραπάνω.
Δύο χιλιόμετρα πριν τη Κ.Β., σε ένα καταυλισμό με μεγάλα αντίσκηνα-καταστήματα, σταματούν τα οχήματα υποχρεωτικά και με ένα μικρό λεωφορείο συνεχίσαμε μέχρι τη Κ.Β. του Έβερεστ σε ύψος 5200μ. Η ώρα ήταν 10.00. Από εδώ περπατήσαμε λίγο παραπάνω και ανεβήκαμε σε ένα λοφάκι για αναμνηστικές φωτογραφίες. Πιο πάνω απαγορεύεται να πάει κανείς παρά μόνο στις αποστολές που ανεβαίνουν στη κορυφή. Η θέα προς το βουνό σου κόβει την ανάσα και πραγματικά σε πιάνει δέος από το φοβερό όγκο που βλέπουμε μπροστά μας.
Το κακό ήταν όμως ότι είχε πολύ δυνατό αέρα και θερμοκρασία -50 C. Έτσι σχετικά σύντομα επιστρέψαμε στα αυτοκίνητά μας στον καταυλισμό. Η θέα από εδώ είναι επίσης εξαιρετική και σε αντίσκηνο-πανδοχείο ήπιαμε ένα ζεστό τσάι. Εδώ πήραμε την απόφαση αν και το είχαμε συζητήσει από το προηγούμενο βράδυ, να κάνουμε μία αλλαγή στο πρόγραμμά μας. Ενώ είχαμε σχεδιάσει να διανυκτερεύαμε πάλι στο Old Tingri, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε πιο νότια και να πλησιάσουμε προς τα σύνορα με το Νεπάλ. Σκοπός μας να κερδίσουμε μια μέρα που θα τη διαθέταμε στη Κατμαντού.
Έτσι στις 12.00 πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πάλι κάναμε τα πρωινά 70 χλμ αντίστροφα προς το Old Tingri και φτάσαμε εκεί στις 14.30. Στη διαδρομή μας, σε μια πλαγιά, είδαμε από μακριά ένα κοπάδι από άγρια πρόβατα . Στο χωριό κάναμε μια καλή στάση για φαγητό. Πρόκειται για έναν αγροτικό και εμπορικό οικισμό χτισμένο κατά μήκος του Αυτοκινητοδρόμου της Φιλίας, που από εδώ και μέχρι τα σύνορα είναι χωματόδρομος υπό κατασκευή. Στις 16.00 συνεχίσαμε το ταξίδι μας.
Το υπόλοιπο της ημέρας ήταν μια περιπέτεια. Ο χωματόδρομος με νότια κατεύθυνση πλέον, ήταν γενικά σε καλή κατάσταση, αλλά κάναμε μερικές παρακάμψεις σε σημεία που γίνονταν έργα. Περάσαμε δυο διάσελα, το La Lung-la(4845μ) και το Tong-la (4950μ) από το οποίο είχαμε και τις τελευταίες απόψεις του Έβερεστ και του Cho Oyu. Κατόπιν ακολούθησε ένα μικρό κομμάτι οδήγησης εκτός δρόμου(2-3 χλμ), που το συνηθίζουν οι οδηγοί για να συντομεύουν τη κατάβαση από το διάσελο.
Ο ερχομός της νύχτας όμως συνοδευόταν και από μια δυσκολία. Σε ένα σημείο φτιαχνόταν μία γέφυρα και έτσι έπρεπε να κάνουμε παράκαμψη από ένα πρόχειρο παράδρομο μέσα σε ένα ποταμάκι. Εκεί όμως μέσα στη λάσπη και τα νερά, είχε ξεμείνει ένα φορτηγό με σπασμένο τον άξονα μετάδοσης. Μάθαμε ότι είχε ειδοποιηθεί ένα άλλο βαρύ όχημα για να το τραβήξει, αλλά αυτό θα έπαιρνε αρκετή ώρα. Πριν από εμάς είχε φτάσει μια ομάδα Γάλλων με Land Cruiser, οι οποίοι μέσα στο μισοσκόταδο έψαχναν να βρουν πέρασμα λίγο πιο κάτω στο μικρό ποτάμι. Τελικά μέσα στη νύχτα κατάφεραν, με λίγη χειρονακτική εργασία και με λίγη δυσκολία καταφέραμε όλοι να περάσουμε από εκεί, αλλά με περισσότερη από μία ώρα καθυστέρηση. Στόχος μας ήταν το μεγάλο χωριό Nyalam (3750μ), στο οποίο φτάσαμε στις 21.00, καλύπτοντας συνολικά 160 χλμ από το Old Tingri. Σύνολο χιλιομέτρων ημέρας 300, όλα σε χωματόδρομους και τα μισά από αυτά με δυσκολίες.
Οι δυσκολίες συνεχίστηκαν όμως για λίγο ακόμα και στο Nyalam μέχρι να βρούμε ένα αξιοπρεπές πανδοχείο για διανυκτέρευση, γιατί τα πιο πολλά ήσαν γεμάτα κόσμο. Τελικά τα καταφέραμε και βρήκαμε κάτι καλό, παρότι είχε κοινόχρηστες τουαλέτες και δεν πλυθήκαμε, αλλά με τη κούραση που είχαμε, φάγαμε κάτι στα γρήγορα και πέσαμε «ξεροί» για ύπνο.
Την επόμενη ημέρα, Παρασκευή (10/10), σηκωθήκαμε πάλι τα χαράματα, γιατί από το βράδυ μας είχαν ειδοποιήσει ότι λόγω έργων υπήρχε περίπτωση να κλείσει μερικές ώρες ο δρόμος. Έτσι στις 07.30 πήραμε το δρόμο προς τα σύνορα. Το τοπίο αλλάζει πλέον δραματικά. Ο δρόμος αφήνει το ξηρό και άνυνδρο οροπέδιο του Θιβέτ και κατηφορίζει απότομα σε ένα μεγάλο φαράγγι, με ένα αφρισμένο ποτάμι να κυλά στο βάθος του, με καταπράσινα δάση και ψηλούς καταρράκτες. Εντυπωσιακός ένας μεγάλος καταρράκτης που για να μη πέφτει στο δρόμο, έχουν φτιάξει μια ξύλινη κατασκευή-σκέπαστρο και τον εκτρέπουν στο πλάι.
Στις 09.30 και μετά από 30 χλμ χωματόδρομου, φτάσαμε στη τελευταία πόλη του Θιβέτ, πριν τα σύνορα, το Zhangmu (2250μ). Είναι χτισμένο σε μια απότομη πλαγιά, με το στενό δρόμο να τη διασχίζει με συνεχείς στροφές. Χωρίς να υπάρχει κάτι το παραδοσιακό στη μικρή αυτή πόλη, σε εντυπωσιάζει με το πώς «κρέμονται» τα κτίρια, που μερικά είναι πολυώροφα, πάνω στην απότομη πλαγιά. Υπάρχουν πολλά μαγαζιά με διάφορα είδη, εστιατόρια και ξενοδοχεία. Απορία μας προξένησαν οι πολλοί μαυραγορίτες που κυκλοφορούσαν, για ανταλλαγή χρημάτων, πράγμα που ξέραμε ότι απαγορεύεται αυστηρά στη χώρα.
Στο κάτω μέρος της πόλης είναι το τελωνείο. Αφού περιμέναμε να πάει 10.00 για να ανοίξει, περάσαμε τον έλεγχο διαβατηρίων και αποσκευών, επιβιβαστήκαμε στα οχήματα και συνεχίσαμε τη κάθοδο για άλλα 7 χλμ, μέχρι το βάθος του φαραγγιού, όπου και η γέφυρα των συνόρων. Ο δρόμος άσφαλτος πλέον αλλά με πολλά σημεία κατεστραμμένα, και όσο πλησιάζαμε στη γέφυρα αυξάνονταν και τα φορτηγά αυτοκίνητα που ήσαν σταματημένα στην άκρη του δρόμου.
Δίπλα στη Γέφυρα της Φιλίας, υπάρχει άλλο τελωνείο που έπρεπε να ξαναπεράσουμε έλεγχο. Εδώ σταμάτησαν τα αυτοκίνητά μας, αποχαιρετήσαμε τον Tenpa και τους οδηγούς μας και ξεκινήσαμε για το τελωνείο. Ο έλεγχος εδώ είναι αυστηρός και υπάρχει μεγάλη αστυνομική παρουσία, κάμερες κλπ. Η διακίνηση των αποσκευών, γίνεται με αχθοφόρους, που με ένα μικρό αντίτιμο μας μετέφεραν τους σάκους μας, στην απέναντι όχθη, στο Νεπάλ, στο χωριό Kodari (1700μ).
Η ώρα ήταν 11.45 (09.30 ώρα Νεπάλ) που περάσαμε τη γέφυρα και ήταν λες και βρεθήκαμε σε άλλο κόσμο. Πολύς κόσμος, φασαρία, αυτοκίνητα να κορνάρουν και γενικά μια πολύβουη πολυχρωμία. Από την «ησυχία-τάξη και ασφάλεια» της βόρειας όχθης, στο γενικό χαμό της νότιας όχθης. Ευτυχώς εκεί μας περίμενε κάποιος από τον ατζέντη της εταιρείας Asian Trekking και μας οδήγησε στο Νεπαλέζικο τελωνείο για τις διατυπώσεις. Τι τελωνείο δηλαδή, ένα μικρό παλιό κτίριο χαμένο ανάμεσα σε άλλα όμοια. Μπορούσαμε κάλλιστα να το προσπεράσουμε μιας και κανείς δεν μας ήλεγξε στην είσοδο μας στη χώρα.
Σε ένα πλάτωμα στο κάτω μέρος του χωριού περιμέναμε το λεωφορείο που ήλθε μετά από μία ώρα, επιβιβαστήκαμε και ξεκίνησε το ταξίδι των 100 χλμ προς τη Κατμαντού. Ο δρόμος άσφαλτος μεν, αλλά στενός, όλο στροφές και με μερικές κατολισθήσεις στο διάβα του, μας ταλαιπώρησε για αρκετή ώρα. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τον άναρχο τρόπο οδήγησης των ντόπιων οδηγών τότε καταλαβαίνει κανείς τι τραβήξαμε στο ταξίδι αυτό.
Το «ωραιότερο» μας συνέβη κάπου στη μέση της διαδρομής, όταν σε ένα χωριό που υπήρχε μια κομβική διασταύρωση, βρεθήκαμε σε ένα τρομερό μποτιλιάρισμα και κάναμε πάνω από μία ώρα να μπορέσουμε να περάσουμε 200-300 μέτρα και να συνεχίσουμε τη διαδρομή μας. Το κυκλοφοριακό αυτό κομφούζιο δικαιολογείτο εν μέρει, γιατί η μέρα αυτή ήταν αργία, λόγω μιας μεγάλης θρησκευτικής γιορτής και όλος ο κόσμος ήταν στους δρόμους.
Τελικά για να μη πολυλογώ περασμένες 16.00 φτάσαμε στη Κατμαντού και τακτοποιηθήκαμε στο ίδιο ξενοδοχείο, το Norbulinga, που είχαμε μείνει τις πρώτες ημέρες στο Νεπάλ. Το υπόλοιπο της ημέρας το περάσαμε τακτοποιώντας τις απόσκευές μας και με αρκετή ξεκούραση στα δωμάτιά μας, αν και μόλις βράδιασε με το Χρήστο Γ., το Κώστα και την Ελένη ήπιαμε ένα ποτό σε ένα κοντινό μπάρ, που έπαιζε ένα ντόπιο συγκρότημα πολύ καλή ροκ μουσική.
Σάββατο (11/10). Η τελευταία μέρα του ταξιδιού μας. Το πρωί, χωρίς βιασύνη, επισκεφθήκαμε το λόφο Σουαγιαπουνάρθ. Είναι ένα ύψωμα με πανύψηλα δένδρα και πανοραμική θέα σε όλη τη πόλη. Στη κορυφή του δεσπόζει μια μεγάλη λευκή στούπα και αποτελεί σημαντικό σημείο προσευχής των πιστών. Έχοντας άφθονο χρόνο στη διάθεσή μας, πρέπει να δαπανήσαμε πάνω από δύο ώρες εκεί και στη συνέχεια κατεβήκαμε τη μεγάλη και απότομη σκάλα μέχρι τη βάση του λόφου και τα σπίτια της συνοικίας. Από εκεί με ταξί γυρίσαμε πάλι στη κεντρική συνοικία το γνωστό Thamel.
Το υπόλοιπο της ημέρας το περάσαμε εκεί με ατελείωτες βόλτες και κάνοντας τα τελευταία ψώνια σε διάφορα αναμνηστικά είδη και δώρα. Το βράδυ μαζευτήκαμε όλοι στο πολυτελές ξενοδοχείο Yak and Yeti για το αποχαιρετιστήριο δείπνο και έτσι έκλεισε η τελευταία ημέρα του ταξιδιού μας.
Τη Κυριακή (12/10), χωρίσαμε πάλι σε δυο ομάδες όπως ήλθαμε στη χώρα και η πρώτη εξάδα λίγο μετά τις 07.00 ήμασταν στο αεροδρόμιο. Είχαμε όλοι, πλην του Χρήστου Λ., πρόβλημα με το βάρος των αποσκευών μας, που ήταν μεγαλύτερο του επιτρεπομένου, αλλά τελικά με μια μικρή δωροδοκία, «μειώθηκε» το υπέρβαρο και γλυτώσαμε μερικές δεκάδες ευρώ ο καθένας μας.
Το ταξίδι αντίστροφο αυτού της έλευσής μας, έγινε πάλι μέσω Κατάρ και τελικά στις 17.30 το απόγευμα πατήσαμε τα πάτρια εδάφη. Από εκεί και κάτω όλοι είχαμε κανονίσει διαφορετικό τρόπο επιστροφής στη Πάτρα, πάντως ο Χρήστος Γ. κι’ εγώ πήγαμε με το προαστιακό σιδηρόδρομο μέχρι το Ξυλόκαστρο και από εκεί ο γιος του Χρήστου μας έφερε στα σπίτια μας με το αυτοκίνητό του.
Αυτό λοιπόν ήταν το ταξίδι μας, στο Νεπάλ και το Θιβέτ. Ένα ταξίδι σε δυο χώρες και δυο λαούς τόσο ίδιους αλλά και τόσο διαφορετικούς! Ένα ταξίδι στο σύγχρονο και στο παραδοσιακό. Ένα ταξίδι που βλέπεις όλα τα είδη εδαφών και καιρού. Ένα ταξίδι σε δύο λαούς με μεγάλους πολιτισμούς. Τελικά ένα ταξίδι διαφορετικό…
Τ έ λ ο ς !
Υ.Γ. 1 Έχω βάλει μερικές φωτό στις φωτογραφίες του site στις αντίστοιχες θέσεις για Νεπάλ και Θιβέτ. Η επιλογή έγινε λίγο βιαστικά ( ήθελα χρόνο να διαλέξω από τις 3500 φωτό που τράβηξα στο ταξίδι.
Υ.Γ. 2 Το κόστος του ταξιδιού έφτασε τα 3000 ευρώ. Πληρωμένα τα πάντα. Θα μπορούσε να ήταν φτηνότερα αν κλείναμε εισητήρια από νωρίς, αλλά είχαμε το πρόβλημα με τις Κινεζικές αρχές, που περιγράφω στην αρχή, και αυτό μας στοίχισε!!!
Ευχαριστώ για το χρόνο σας...
Είχαμε όλοι συνεννοηθεί να εναλλασσόμαστε στις θέσεις, για να μην ευνοηθούν ή κουραστούν κάποιοι. Πάντως στο δικό μας όχημα, οι Χρήστος Γ, ο Νίκος και ο Γρηγόρης μου παραχώρησαν τη θέση του συνοδηγού για όλες τις ημέρες και χάρη σε αυτή τους τη κίνηση, μπόρεσα να έχω τη δυνατότητα να βγάζω φωτογραφίες.
Η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε μέχρι το Νεπάλ, είναι ο γνωστός Αυτοκινητόδρομος της Φιλίας. Είναι ένας δρόμος μήκους 700 χιλιομέτρων, που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι τα ψηλά διάσελα που περνά και η θέα που έχει από ένα από αυτά προς το Έβερστ. Αποτελεί και την ευκολότερη διαδρομή προς τη κατασκήνωση βάσης της Στέγης του Κόσμου, και φυσικά δεν θα αφήναμε αυτή τη παράκαμψη, έξω από το πρόγραμμά μας. Στο μεγαλύτερο μέρος του ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος αλλά έχει αρκετά χιλιόμετρα με χώμα και κάποια από αυτά ίσως με μικρές (ή μεγάλες) δυσκολίες.
Στην αρχή της διαδρομής μας ήμασταν δίπλα από το ποταμό Lhasa, στη συνέχεια περάσαμε πάνω από το ποταμό Βραχμαπούτρα και πήραμε μια απότομη ανηφόρα όλο στροφές και πατήσαμε το πρώτο διάσελο, το Kamba-la (4700μ). Το αξιοθέατο εδώ είναι η λίμνη Yamdrok-tso, χαμηλότερα από εμάς σε ύψος 4440μ. Η λίμνη όταν έχει καλό καιρό, σαν τη σημερινή ημέρα, παίρνει ένα βαθύ τυρκουάζ χρώμα και προσφέρει μοναδικό θέαμα. Στο βάθος ο χιονισμένος όγκος του όρους Nojin Kangtsang (7191μ). Η λίμνη έχει σχήμα σκορπιού και είναι μία από τις 4 ιερές λίμνες του Θιβέτ. (Oι άλλες λίμνες είναι: Lhamo La-tso, Namtso και Manasarovar). Οι πιστοί κάνουν το γύρω της λίμνης («κόρα») σε επτά ημέρες.
Λίγο πιο κάτω από το διάσελο κάναμε άλλη μια στάση σε ένα ακόμα σημείο με θέα και συνεχίσαμε κατηφορικά μέχρι που φτάσαμε δίπλα στη λίμνη. Η συνέχεια πάλι ανηφορική, ενώ αρχίζει να μας καλύπτει ένα βαρύ σύννεφο που μετά από λίγο έφερε βροχή. Ανεβαίνοντας κι άλλο άρχισε να χιονίζει και έτσι φτάσαμε στο διάσελο Karo-la (4960μ). Μετά από λίγο ο καιρός μας έκανε τη χάρη και άνοιξε για να μπορέσουμε να δούμε το εκπληκτικό θέαμα, ενός παγετώνα, που κατέβαινε από τη κορυφή Nojin Kangstang (7191μ) σχεδόν κάθετα προς το διάσελο.
Η υπόλοιπη διαδρομή ήταν σχεδόν κατηφορική και περνώντας από άλλο ένα χαμηλότερο διάσελο το Simu-la (4280μ), προχωρήσαμε για τη κοιλάδα Nyang-tsu. Καθ’ οδόν σταματήσαμε για φωτογράφηση σε κάποιο χωριό που αλώνιζαν σιτάρι με παραδοσιακό τρόπο (με άλογα κλπ) και στις 17.00 φτάσαμε στη πόλη Gyantse που βρίσκεται σε ύψος 3980μ. Έχοντας καλύψει οδικώς περί τα 160 χλμ, εδώ θα διανυκτερεύαμε. Σήμα κατατεθέν, της μικρής αυτής πόλης των 15.000 κατοίκων, είναι το κάστρο της που δεσπόζει σε ένα απότομο λόφο.
Γρήγορα τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτια μας στο Gyantse Hotel και άλλοι ξεκουράστηκαν, ενώ κάποιοι άλλοι κάναμε μια βόλτα. Δεν πήγαμε στη παλιά Θιβετιανή συνοικία, γιατί ήδη έπεφτε ο ήλιος και απλά περιφερόμασταν στην αγορά της σύγχρονης συνοικίας. Φτάσαμε μέχρι μια πλατεία κάτω από το κάστρο, αλλά ο ερχομός της νύχτας μας μάζεψε όλους στο ξενοδοχείο. Εκεί μάθαμε ότι έγινε ισχυρός σεισμός στη Λάσα και όλοι επικοινωνήσαμε με τα σπίτια μας για να τους καθησυχάσουμε.
Το επόμενο πρωί, Τρίτη (7/10), λίγο μετά τις 09.00 επισκεφθήκαμε το μοναστήρι Pelkor Chöde στο βόρειο άκρο της πόλης, που αποτελεί το κύριο αξιοθέατο της. Πρόκειται για ένα συγκρότημα κτιρίων, που χτίστηκαν το 1418 και περιβάλλονται από ένα καλοδιατηρημένο τείχος. Στη μονή δεσπόζει η 35 μέτρων ύψους, λευκή «στούπα» (= κυκλικό πυραμιδοειδές κτίριο) που είναι και η μεγαλύτερη του Θιβέτ. Είναι εξαόροφη και γεμάτη σε όλους τους ορόφους με ναΐσκους με αγάλματα θεοτήτων.
Στη συνέχεια, περπατήσαμε λίγο στη παλιά συνοικία της πόλης και ανεβήκαμε σε ένα λοφίσκο απέναντι από το μοναστήρι όπου είχαμε εξαιρετική θέα προς αυτό, αλλά και προς την υπόλοιπη πόλη. Κατεβαίνοντας περιπλανηθήκαμε λίγο ανάμεσα στα παλιά σπίτια και περασμένες 12.00 πήραμε τα αυτοκίνητα και συνεχίσαμε το ταξίδι μας.
Είχαμε να καλύψουμε 90 χλμ ασφαλτόδρομου μέχρι τη πόλη Shigatse. Το ταξίδι γρήγορο, με δυο μικρές στάσεις, τη μία σε ένα υδρόμυλο που άλεθε σιτάρι και την άλλη σε ένα χωριό που αλώνιζαν με ζώα και έτσι σε ένα δίωρο φτάσαμε στη πόλη.
To Shigatse που βρίσκεται σε υψόμετρο 3850 μέτρων, έχει 80.000 κατοίκους και είναι η δεύτερη πόλη σε πληθυσμό του Θιβέτ. Εμπορικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής, έχει και αυτή μια παλιά, μικρή Θιβετιανή συνοικία και μια μοντέρνα Κινέζικη συνοικία ταχύτατα εξαπλούμενη.
Αφού τακτοποιηθήκαμε στο κεντρικό ξενοδοχείο Manasarovar, βγήκαμε στη πόλη άλλοι για ένα γρήγορο γεύμα, και άλλη για βόλτα και στις 16.30 επισκεφθήκαμε ένα από τα σημαντικότερο μνημεία της όχι μόνο της πόλης αλλά και της χώρας, το μοναστήρι Tashilhunpo.
Έχει έκταση 70.000 τετρ. μέτρων και περικλείεται από τείχη. Πρόκειται στην ουσία για μια μικρή πολιτεία. Κατάφερε να «επιζήσει» κατά την «πολιτιστική επανάσταση» του 1959 και είναι έδρα του Panchen Lama, δεύτερου στην ιεραρχία πνευματικού ηγέτη, μετά τον Δαλάι Λάμα και αναγνωρισμένου από τις Κινεζικές αρχές. Η ομορφιά του χώρου είναι δεδομένη. Ήδη από της είσοδο της μονής έχεις σχεδόν πανοραμική θέα στο χώρο. Τα κτίρια είναι καλοδιατηρημένα και περάσαμε ευχάριστα την ώρα μας περπατώντας όχι μόνο τριγύρω αλλά και μέσα στους διάφορους ναούς.
Από τον Tenpa μάθαμε ότι κατά τις 18.00 θα γινόταν στο κεντρικό ναό μια λειτουργία και μπορούσαμε να τη παρακολουθήσουμε. Θα είχε διάρκεια σχεδόν 11/2 ώρα. Φυσικά τέτοια ευκαιρία δεν την αφήσαμε να πάει χαμένη και μάλιστα με ένα μικρό αντίτιμο μπορούσαμε να τη φωτογραφίσουμε. Δεν μπορώ με λόγια να περιγράψω τη τελετή, αλλά και μόνο η διαφορετικότητα του πράγματος την έκανε μοναδική εμπειρία. Φυσικά τράβηξα αρκετές φωτογραφίες. Νύχτα σχεδόν φύγαμε από τη μονή και μαζευτήκαμε σε ένα καλό παραδοσιακό εστιατόριο για το δείπνο.
Μετά το δείπνο αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο περπατώντας. Άλλωστε δεν ήμασταν μακρυά. Καθ’ οδόν ο Χρήστος Γ. μας έβαλε την ιδέα να πάμε κάπου για ένα ποτό. Τελικά οι περισσότεροι πήγαν για ύπνο και μείναμε ο Χρήστος, η Νίκη, η Μάρθα, οTenpa κι εγώ. Ρωτώντας βρήκαμε ένα music hall και λίγο μετά τις 22.00 μπήκαμε στο μαγαζί, την ώρα που ξεκινούσε το πρόγραμμα.
Ο χώρος δεν διέφερε και πολύ από τα δικά μας επαρχιακά ξενυχτάδικα. Πολλά τραπέζια, μεγάλο μπάρ και μια μεγάλη πίστα με ντεκόρ μια τεράστια φωτογραφία της Ποτάλα. Όργανα δεν υπήρχαν, η μουσική ήταν από καραόκε, αλλά οι τραγουδιστές ήσαν καλοί. Το πρόγραμμα περιλάμβανε μια ποικιλία τραγουδιών, από παραδοσιακά θιβετιανά, μέχρι κινέζικο ροκ. Υπήρχε και ένα καλό μπαλέτο που συνόδευε μερικά από τα τραγούδια, ενώ σε αρκετά από αυτά χόρευε και το ακροατήριο. Η Μάρθα με τον Χρήστο δοκίμασαν τη τύχη τους σε δυο-τρεις Θιβετιανούς χορούς και δεν τα πήγαν άσχημα. Τελικά μετά τις 00.30 φύγαμε και πήγαμε για ύπνο.
Τετάρτη (8/10). Ως συνήθως στις 09.00 αναχωρήσαμε και πάλι. Πάλι περνώντας από ένα στεπώδες και σε μερικά σημεία σχεδόν ερημικό τοπίο, συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Αφού περάσαμε το ομαλό διάσελο Tra-la (3970μ), κάναμε μια στάση σε ένα μικρό οικισμό με ένα μεγάλο ορόσημο που δείχνει τη θέση «5.000». Στο σημείο αυτό βρισκόμασταν 5.000 χλμ από τη Σαγκάη που είναι η βάση των χιλιομετρικών αποστάσεων στη Κίνα. Φυσικά έγιναν οι σχετικές φωτογραφίσεις και συνεχίσαμε το ταξίδι μας.
Ο δρόμος έγινε ανηφορικός και σύντομα μας έφερε στο διάσελο Tropu-la ή Tsuo-la (4500μ). Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω φτάσαμε σε μία διασταύρωση. Περίπου 130χλμ από το Shigatse. Εδώ στρίψαμε νότια σε ένα καλό χωματόδρομο, που μπαίνει στη κοιλάδα του μικρού ποταμού Trum-chu και μετά από 25 χλμ μας έφερε στο χωριό Sakya.
Εδώ βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι και από τα σημαντικά αξιοθέατα της χώρας. Χτίστηκε το 1268 και ήταν πριν την έλευση των Κινέζων από τις πιο μεγάλες μοναστικές κοινότητες του Θιβέτ. Εντυπωσιακά τα ψηλά τείχη που το περιβάλλουν με μεγάλους πύργους στις τέσσερες γωνίες. Πραγματικό φρούριο στην όψη. Στον εσωτερικό δεσπόζει ο μεγάλος κύριος ναός, με ύψος 16 μέτρα και τοίχους πλάτους 3,5 μέτρων. Μέσα στο ναό όλα είναι εξ’ ίσου εντυπωσιακά και κατά γενική ομολογία ήταν ίσως ο καλύτερος που είχαμε δει στο Θιβέτ.
Στο μοναστήρι γίνονταν εκτεταμένα έργα συντήρησης και έτσι ένα μεγάλο τμήμα του δεν είναι επισκέψιμο. Πάντως μετά από υπόδειξη του Tenpa, ανεβήκαμε, ο Χρήστος Λ., η Ελένη κι εγώ, στα τείχη και μπορέσαμε να κάνουμε το γύρω του συγκροτήματος από ψηλά. Η θέα προς τα μέσα πανοραμικά, αλλά και προς τα έξω δεν πήγαινε πίσω. Η μικρή πόλη, το ποτάμι, τα χωράφια στη κοιλάδα, οι γυμνές πλαγιές, όλα απλώνονταν μπροστά μας. Εντύπωση μας έκαναν τα πολλά ερείπια στη πλαγιά απέναντι από το μοναστήρι, που απ’ ότι μας πληροφόρησαν, πρόκειται για τα ερείπια 100 διαφόρων μικρών ναών, που κατέστρεψαν οι Κινέζοι το 1959. Πάντως τώρα έχουν αρχίσει να αναστηλώνουν κάποιους από αυτούς.
Όταν κατεβήκαμε από τα τείχη, οι υπόλοιπη παρέα είχε πάει για φαγητό σε ένα τοπικό εστιατόριο, αλλά προτίμησα να μην τους ακολουθήσω και έκανα μια βόλτα μέχρι το ποτάμι που διαρρέει τη πόλη. Παρατήρησα και φωτογράφισα λίγη από τη καθημερινότητα των κατοίκων της και στις 15.00 συνάντησα τη παρέα μας για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας.
Επιστροφή στoν Αυτοκινητόδρομο της Φιλίας, με στόχο τη κωμόπολη Baber, που βρίσκεται 100 χλμ δυτικότερα. Αφού περάσαμε ένα σταθμό ελέγχου, που ήλεγξαν διαβατήρια, βίζες και άδειες, αρχίσαμε πάλι να ανεβαίνουμε για να φτάσουμε στο διάσελο Gyatso-la (5160μ). Λίγο πιο κάτω φάνηκε και αυτό που περιμέναμε όλοι να δούμε. Η στέγη του κόσμου, το Έβερεστ. Αρκετά μακριά αλλά άξιζε μια σύντομη στάση για να απολαύσουμε το θέαμα.
Στη συνέχεια φτάσαμε στη κωμόπολη Baber(4250μ). Στάση για ανεφοδιασμό καυσίμων και ενώ το αρχικό πλάνο προέβλεπε διανυκτέρευση εδώ, εμείς είχαμε ήδη αποφασίσει να συνεχίσουμε για το Old Tingri, 60 χλμ πιο κάτω. Εκεί φτάσαμε στις 19.30, λίγο πριν νυχτώσει, αλλά μπορέσαμε να δούμε στο βάθος τις κορυφές Έβερεστ(8848μ) και Cho Oyu(8201μ) που οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου έλουζαν με κόκκινο χρώμα. Βρισκόμασταν σε ύψος 4250 μέτρων.
Εδώ δεν υπάρχουν ξενοδοχεία με τη γνωστή μας έννοια, αλλά πανδοχεία, λίγο καλύτερα από τα αντίστοιχα που είχαμε μείνει στη περιοχή της Αναπούρνα στο Νεπάλ. Πάντως το Snow Leopard Guest House που μείναμε, λίγες εκατοντάδες μέτρα έξω από το χωριό, είχε τουλάχιστον ζεστό μπάνιο, ρεύμα και καλή κουζίνα Το ζητούμενο πλέον ήταν ένας καλός ύπνος που δεν άργησε να έλθει με τη κούραση που είχαμε από το μακρύ ταξίδι.
Πέμπτη (9/10). Πριν χαράξει είχαμε εγερτήριο και στις 07.00 με εξαιρετικό καιρό, ξεκινήσαμε για τη κατασκήνωση βάσης του ‘Εβερεστ, 70 χλμ περίπου νοτιο-ανατολικά. Ο δρόμος που θα ακολουθούσαμε δεν είναι η κύρια οδός προς εκεί, αλλά ένας σύντομος χιλιομετρικά, μα δύσκολος χωματόδρομος, μέσω της κοιλάδας Ra-chu. Στην αρχή και περίπου για 10 χλμ ο δρόμος ήταν υποφερτός γιατί αποτελεί τη πρόσβαση προς το χωριό Lungchang. Από εκεί και πέρα ο δρόμος έγινε πιο δύσκολος και μάλιστα σε ένα σημείο ακολουθήσαμε ροδιές στη πλαγιά μιας και ο δρόμος χανόταν. Το τοπίο εντυπωσιακό με γυμνά και ξερά εδάφη, με κάποιους χείμαρρους να τα διαρρέουν αραιά και φυσικά ψηλές κορφές τριγύρω μας.
Στα 2/3 της απόστασης περάσαμε από το διάσελο Nam-la (5250μ) που αποτελούσε το ψηλότερο σημείο που φτάσαμε σε όλο το Θιβέτ. Στη συνέχεια, κατηφορίζοντας από το διάσελο, είχαμε τη τύχη να δούμε και να φωτογραφίσουμε ένα λύκο δίπλα στο δρόμο. Στις 09.30 βγήκαμε στο κύριο χωματόδρομο που ανεβαίνει από το χωριό Baber στη Κ.Β. του Έβερεστ. Μετά από λίγα χιλιόμετρα σταματήσαμε για έλεγχο αδειών εισόδου στο μοναστήρι Rongbuk (που θα επισκεπτόμασταν στην επιστροφή) και συνεχίσαμε λίγο παραπάνω.
Δύο χιλιόμετρα πριν τη Κ.Β., σε ένα καταυλισμό με μεγάλα αντίσκηνα-καταστήματα, σταματούν τα οχήματα υποχρεωτικά και με ένα μικρό λεωφορείο συνεχίσαμε μέχρι τη Κ.Β. του Έβερεστ σε ύψος 5200μ. Η ώρα ήταν 10.00. Από εδώ περπατήσαμε λίγο παραπάνω και ανεβήκαμε σε ένα λοφάκι για αναμνηστικές φωτογραφίες. Πιο πάνω απαγορεύεται να πάει κανείς παρά μόνο στις αποστολές που ανεβαίνουν στη κορυφή. Η θέα προς το βουνό σου κόβει την ανάσα και πραγματικά σε πιάνει δέος από το φοβερό όγκο που βλέπουμε μπροστά μας.
Το κακό ήταν όμως ότι είχε πολύ δυνατό αέρα και θερμοκρασία -50 C. Έτσι σχετικά σύντομα επιστρέψαμε στα αυτοκίνητά μας στον καταυλισμό. Η θέα από εδώ είναι επίσης εξαιρετική και σε αντίσκηνο-πανδοχείο ήπιαμε ένα ζεστό τσάι. Εδώ πήραμε την απόφαση αν και το είχαμε συζητήσει από το προηγούμενο βράδυ, να κάνουμε μία αλλαγή στο πρόγραμμά μας. Ενώ είχαμε σχεδιάσει να διανυκτερεύαμε πάλι στο Old Tingri, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε πιο νότια και να πλησιάσουμε προς τα σύνορα με το Νεπάλ. Σκοπός μας να κερδίσουμε μια μέρα που θα τη διαθέταμε στη Κατμαντού.
Έτσι στις 12.00 πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πάλι κάναμε τα πρωινά 70 χλμ αντίστροφα προς το Old Tingri και φτάσαμε εκεί στις 14.30. Στη διαδρομή μας, σε μια πλαγιά, είδαμε από μακριά ένα κοπάδι από άγρια πρόβατα . Στο χωριό κάναμε μια καλή στάση για φαγητό. Πρόκειται για έναν αγροτικό και εμπορικό οικισμό χτισμένο κατά μήκος του Αυτοκινητοδρόμου της Φιλίας, που από εδώ και μέχρι τα σύνορα είναι χωματόδρομος υπό κατασκευή. Στις 16.00 συνεχίσαμε το ταξίδι μας.
Το υπόλοιπο της ημέρας ήταν μια περιπέτεια. Ο χωματόδρομος με νότια κατεύθυνση πλέον, ήταν γενικά σε καλή κατάσταση, αλλά κάναμε μερικές παρακάμψεις σε σημεία που γίνονταν έργα. Περάσαμε δυο διάσελα, το La Lung-la(4845μ) και το Tong-la (4950μ) από το οποίο είχαμε και τις τελευταίες απόψεις του Έβερεστ και του Cho Oyu. Κατόπιν ακολούθησε ένα μικρό κομμάτι οδήγησης εκτός δρόμου(2-3 χλμ), που το συνηθίζουν οι οδηγοί για να συντομεύουν τη κατάβαση από το διάσελο.
Ο ερχομός της νύχτας όμως συνοδευόταν και από μια δυσκολία. Σε ένα σημείο φτιαχνόταν μία γέφυρα και έτσι έπρεπε να κάνουμε παράκαμψη από ένα πρόχειρο παράδρομο μέσα σε ένα ποταμάκι. Εκεί όμως μέσα στη λάσπη και τα νερά, είχε ξεμείνει ένα φορτηγό με σπασμένο τον άξονα μετάδοσης. Μάθαμε ότι είχε ειδοποιηθεί ένα άλλο βαρύ όχημα για να το τραβήξει, αλλά αυτό θα έπαιρνε αρκετή ώρα. Πριν από εμάς είχε φτάσει μια ομάδα Γάλλων με Land Cruiser, οι οποίοι μέσα στο μισοσκόταδο έψαχναν να βρουν πέρασμα λίγο πιο κάτω στο μικρό ποτάμι. Τελικά μέσα στη νύχτα κατάφεραν, με λίγη χειρονακτική εργασία και με λίγη δυσκολία καταφέραμε όλοι να περάσουμε από εκεί, αλλά με περισσότερη από μία ώρα καθυστέρηση. Στόχος μας ήταν το μεγάλο χωριό Nyalam (3750μ), στο οποίο φτάσαμε στις 21.00, καλύπτοντας συνολικά 160 χλμ από το Old Tingri. Σύνολο χιλιομέτρων ημέρας 300, όλα σε χωματόδρομους και τα μισά από αυτά με δυσκολίες.
Οι δυσκολίες συνεχίστηκαν όμως για λίγο ακόμα και στο Nyalam μέχρι να βρούμε ένα αξιοπρεπές πανδοχείο για διανυκτέρευση, γιατί τα πιο πολλά ήσαν γεμάτα κόσμο. Τελικά τα καταφέραμε και βρήκαμε κάτι καλό, παρότι είχε κοινόχρηστες τουαλέτες και δεν πλυθήκαμε, αλλά με τη κούραση που είχαμε, φάγαμε κάτι στα γρήγορα και πέσαμε «ξεροί» για ύπνο.
Την επόμενη ημέρα, Παρασκευή (10/10), σηκωθήκαμε πάλι τα χαράματα, γιατί από το βράδυ μας είχαν ειδοποιήσει ότι λόγω έργων υπήρχε περίπτωση να κλείσει μερικές ώρες ο δρόμος. Έτσι στις 07.30 πήραμε το δρόμο προς τα σύνορα. Το τοπίο αλλάζει πλέον δραματικά. Ο δρόμος αφήνει το ξηρό και άνυνδρο οροπέδιο του Θιβέτ και κατηφορίζει απότομα σε ένα μεγάλο φαράγγι, με ένα αφρισμένο ποτάμι να κυλά στο βάθος του, με καταπράσινα δάση και ψηλούς καταρράκτες. Εντυπωσιακός ένας μεγάλος καταρράκτης που για να μη πέφτει στο δρόμο, έχουν φτιάξει μια ξύλινη κατασκευή-σκέπαστρο και τον εκτρέπουν στο πλάι.
Στις 09.30 και μετά από 30 χλμ χωματόδρομου, φτάσαμε στη τελευταία πόλη του Θιβέτ, πριν τα σύνορα, το Zhangmu (2250μ). Είναι χτισμένο σε μια απότομη πλαγιά, με το στενό δρόμο να τη διασχίζει με συνεχείς στροφές. Χωρίς να υπάρχει κάτι το παραδοσιακό στη μικρή αυτή πόλη, σε εντυπωσιάζει με το πώς «κρέμονται» τα κτίρια, που μερικά είναι πολυώροφα, πάνω στην απότομη πλαγιά. Υπάρχουν πολλά μαγαζιά με διάφορα είδη, εστιατόρια και ξενοδοχεία. Απορία μας προξένησαν οι πολλοί μαυραγορίτες που κυκλοφορούσαν, για ανταλλαγή χρημάτων, πράγμα που ξέραμε ότι απαγορεύεται αυστηρά στη χώρα.
Στο κάτω μέρος της πόλης είναι το τελωνείο. Αφού περιμέναμε να πάει 10.00 για να ανοίξει, περάσαμε τον έλεγχο διαβατηρίων και αποσκευών, επιβιβαστήκαμε στα οχήματα και συνεχίσαμε τη κάθοδο για άλλα 7 χλμ, μέχρι το βάθος του φαραγγιού, όπου και η γέφυρα των συνόρων. Ο δρόμος άσφαλτος πλέον αλλά με πολλά σημεία κατεστραμμένα, και όσο πλησιάζαμε στη γέφυρα αυξάνονταν και τα φορτηγά αυτοκίνητα που ήσαν σταματημένα στην άκρη του δρόμου.
Δίπλα στη Γέφυρα της Φιλίας, υπάρχει άλλο τελωνείο που έπρεπε να ξαναπεράσουμε έλεγχο. Εδώ σταμάτησαν τα αυτοκίνητά μας, αποχαιρετήσαμε τον Tenpa και τους οδηγούς μας και ξεκινήσαμε για το τελωνείο. Ο έλεγχος εδώ είναι αυστηρός και υπάρχει μεγάλη αστυνομική παρουσία, κάμερες κλπ. Η διακίνηση των αποσκευών, γίνεται με αχθοφόρους, που με ένα μικρό αντίτιμο μας μετέφεραν τους σάκους μας, στην απέναντι όχθη, στο Νεπάλ, στο χωριό Kodari (1700μ).
Η ώρα ήταν 11.45 (09.30 ώρα Νεπάλ) που περάσαμε τη γέφυρα και ήταν λες και βρεθήκαμε σε άλλο κόσμο. Πολύς κόσμος, φασαρία, αυτοκίνητα να κορνάρουν και γενικά μια πολύβουη πολυχρωμία. Από την «ησυχία-τάξη και ασφάλεια» της βόρειας όχθης, στο γενικό χαμό της νότιας όχθης. Ευτυχώς εκεί μας περίμενε κάποιος από τον ατζέντη της εταιρείας Asian Trekking και μας οδήγησε στο Νεπαλέζικο τελωνείο για τις διατυπώσεις. Τι τελωνείο δηλαδή, ένα μικρό παλιό κτίριο χαμένο ανάμεσα σε άλλα όμοια. Μπορούσαμε κάλλιστα να το προσπεράσουμε μιας και κανείς δεν μας ήλεγξε στην είσοδο μας στη χώρα.
Σε ένα πλάτωμα στο κάτω μέρος του χωριού περιμέναμε το λεωφορείο που ήλθε μετά από μία ώρα, επιβιβαστήκαμε και ξεκίνησε το ταξίδι των 100 χλμ προς τη Κατμαντού. Ο δρόμος άσφαλτος μεν, αλλά στενός, όλο στροφές και με μερικές κατολισθήσεις στο διάβα του, μας ταλαιπώρησε για αρκετή ώρα. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τον άναρχο τρόπο οδήγησης των ντόπιων οδηγών τότε καταλαβαίνει κανείς τι τραβήξαμε στο ταξίδι αυτό.
Το «ωραιότερο» μας συνέβη κάπου στη μέση της διαδρομής, όταν σε ένα χωριό που υπήρχε μια κομβική διασταύρωση, βρεθήκαμε σε ένα τρομερό μποτιλιάρισμα και κάναμε πάνω από μία ώρα να μπορέσουμε να περάσουμε 200-300 μέτρα και να συνεχίσουμε τη διαδρομή μας. Το κυκλοφοριακό αυτό κομφούζιο δικαιολογείτο εν μέρει, γιατί η μέρα αυτή ήταν αργία, λόγω μιας μεγάλης θρησκευτικής γιορτής και όλος ο κόσμος ήταν στους δρόμους.
Τελικά για να μη πολυλογώ περασμένες 16.00 φτάσαμε στη Κατμαντού και τακτοποιηθήκαμε στο ίδιο ξενοδοχείο, το Norbulinga, που είχαμε μείνει τις πρώτες ημέρες στο Νεπάλ. Το υπόλοιπο της ημέρας το περάσαμε τακτοποιώντας τις απόσκευές μας και με αρκετή ξεκούραση στα δωμάτιά μας, αν και μόλις βράδιασε με το Χρήστο Γ., το Κώστα και την Ελένη ήπιαμε ένα ποτό σε ένα κοντινό μπάρ, που έπαιζε ένα ντόπιο συγκρότημα πολύ καλή ροκ μουσική.
Σάββατο (11/10). Η τελευταία μέρα του ταξιδιού μας. Το πρωί, χωρίς βιασύνη, επισκεφθήκαμε το λόφο Σουαγιαπουνάρθ. Είναι ένα ύψωμα με πανύψηλα δένδρα και πανοραμική θέα σε όλη τη πόλη. Στη κορυφή του δεσπόζει μια μεγάλη λευκή στούπα και αποτελεί σημαντικό σημείο προσευχής των πιστών. Έχοντας άφθονο χρόνο στη διάθεσή μας, πρέπει να δαπανήσαμε πάνω από δύο ώρες εκεί και στη συνέχεια κατεβήκαμε τη μεγάλη και απότομη σκάλα μέχρι τη βάση του λόφου και τα σπίτια της συνοικίας. Από εκεί με ταξί γυρίσαμε πάλι στη κεντρική συνοικία το γνωστό Thamel.
Το υπόλοιπο της ημέρας το περάσαμε εκεί με ατελείωτες βόλτες και κάνοντας τα τελευταία ψώνια σε διάφορα αναμνηστικά είδη και δώρα. Το βράδυ μαζευτήκαμε όλοι στο πολυτελές ξενοδοχείο Yak and Yeti για το αποχαιρετιστήριο δείπνο και έτσι έκλεισε η τελευταία ημέρα του ταξιδιού μας.
Τη Κυριακή (12/10), χωρίσαμε πάλι σε δυο ομάδες όπως ήλθαμε στη χώρα και η πρώτη εξάδα λίγο μετά τις 07.00 ήμασταν στο αεροδρόμιο. Είχαμε όλοι, πλην του Χρήστου Λ., πρόβλημα με το βάρος των αποσκευών μας, που ήταν μεγαλύτερο του επιτρεπομένου, αλλά τελικά με μια μικρή δωροδοκία, «μειώθηκε» το υπέρβαρο και γλυτώσαμε μερικές δεκάδες ευρώ ο καθένας μας.
Το ταξίδι αντίστροφο αυτού της έλευσής μας, έγινε πάλι μέσω Κατάρ και τελικά στις 17.30 το απόγευμα πατήσαμε τα πάτρια εδάφη. Από εκεί και κάτω όλοι είχαμε κανονίσει διαφορετικό τρόπο επιστροφής στη Πάτρα, πάντως ο Χρήστος Γ. κι’ εγώ πήγαμε με το προαστιακό σιδηρόδρομο μέχρι το Ξυλόκαστρο και από εκεί ο γιος του Χρήστου μας έφερε στα σπίτια μας με το αυτοκίνητό του.
Αυτό λοιπόν ήταν το ταξίδι μας, στο Νεπάλ και το Θιβέτ. Ένα ταξίδι σε δυο χώρες και δυο λαούς τόσο ίδιους αλλά και τόσο διαφορετικούς! Ένα ταξίδι στο σύγχρονο και στο παραδοσιακό. Ένα ταξίδι που βλέπεις όλα τα είδη εδαφών και καιρού. Ένα ταξίδι σε δύο λαούς με μεγάλους πολιτισμούς. Τελικά ένα ταξίδι διαφορετικό…
Τ έ λ ο ς !
Υ.Γ. 1 Έχω βάλει μερικές φωτό στις φωτογραφίες του site στις αντίστοιχες θέσεις για Νεπάλ και Θιβέτ. Η επιλογή έγινε λίγο βιαστικά ( ήθελα χρόνο να διαλέξω από τις 3500 φωτό που τράβηξα στο ταξίδι.
Υ.Γ. 2 Το κόστος του ταξιδιού έφτασε τα 3000 ευρώ. Πληρωμένα τα πάντα. Θα μπορούσε να ήταν φτηνότερα αν κλείναμε εισητήρια από νωρίς, αλλά είχαμε το πρόβλημα με τις Κινεζικές αρχές, που περιγράφω στην αρχή, και αυτό μας στοίχισε!!!
Ευχαριστώ για το χρόνο σας...
Attachments
-
18,5 KB Προβολές: 407
Last edited by a moderator: