Περιεχόμενα
H προτελευταία μέρα μας ήταν αφιερωμένη στα βόρεια της Βηρυτού.
Το γραφείο μας πρόσφερε εκδρομή στη Βύβλο και ξενάγηση στη Βηρυτό.
Το ανταλλάξαμε με μεταφορά στην Τρίπολη και απλά μία στάση στη Βύβλο.
Η διαδρομή προς τη Βύβλο (περίπου 40 χλμ. από Βηρυτό) μου φάνηκε σαν μία προέκταση της Βηρυτού. Η ανοικοδόμηση είναι τόσο μεγάλη, που έχεις την εντύπωση, πως εξακολουθείς να είσαι σε προάστια της Βηρυτού. Ο αυτοκινητόδρομος είναι υπερσύχρονος και η οδήγηση δεν μου φάνηκε καθόλου επικίνδυνη, αν την συγκρίνω με Αίγυπτο και Ινδία. Μια χαρά οδηγούνε οι άνθρωποι.
Στη Βύβλο φτάσαμε αφού κάναμε μία σχετική παράκαμψη από τα παράλια, μια και η Πωλίν ήθελε να μας δείξει την περιοχή με το καζίνο.
Σε σχέση με τα παράλια προς το νότο, εδώ συναντά κανείς μοντέρνα ξενοδοχειακά συγκροτήματα και οι πλάζ είναι σχεδόν όλες περιφραγμένες με κάποιο μπιτς μπαρ στη μέση και ενοικιαζόμενες ξαπλώστρες. Ακόμη και η θάλασα είναι κάπως πιο υποφερτή, βέβαια δεν συγκρίνετε με την Χαλικιδική!!!!
Στη Βύβλο επισκεφτήκαμε το μουσείο και το κάστρο των Σταυροφόρων. Για πρώτη φορά συναντήσαμε και άλλους επισκέπτες, ένα σχολείο, το οποίο έκανε εκεί προφανώς την εκδρομή του.
Περπατήσαμε μέσα στα σοκάκια της παλιάς πόλης, στα οποία υπάρχουν μαγαζάκια με σουβενίρ, κυρίως απολιθωμένα ψάρια πάνω σε πετρώματα, τα οποία υποτίθεται, πως βρέθηκαν σε ανασκαφές και πωλούνται μαζί με πιστοποιητικό γνησιότητας σε πολύ καλές τιμές για τους λάτρεις του είδους. Τα περισσότερα πάντως μαγαζιά ήταν κλειστά.
Τα σπίτια όλα καλοδιατηρημένα με σκιερούς κήπους και ανθισμένες βουκαμβίλιες θύμιζαν περισσότερο ισπανικά παράλια.
Από το κάστρο αγναντέψαμε τα ρωμαϊκά ερείπια κατά μήκος της ακτής, αλλά δεν κατεβήκαμε να τα δούμε από κοντά. Επίσης απ’ έξω είδαμε και μία χριστιανική εκκλησία, αν θυμάμαι καλά του αγίου Ιωάννη.
Η Πωλίν επέμεινε να καθήσουμε σε ένα μαγαζί, όπου είχε γνωστούς, να δροσιστούμε και ο Π. βρήκε την ευκαιρία να καυχηθεί για τις ικανότητές του στο τάβλι και έτσι είχε πάλι την ευκαιρία να συντριβεί από έναν Λιβανέζο παππούλη, άσχετα αν επέμεινε, πως σεβάστηκε την ηλικία και τη φιλοξενία του και τον άφησε να κερδίσει.
Ο Θ. βγήκε για φωτογραφικό σαφάρι και εγώ ακολούθησα τους πυροβολισμούς που ακούγονταν από το κέντρο της πόλης, αφού μου είπε η Πωλίν πως επρόκειτο για κηδεία.
Σέβομαι τον πόνο των ανθρώπων, αλλά μου έκανε τόσο εντύπωση αυτό που είδα, οπότε θα το καταγράψω. Οι δρόμοι ήταν στολισμένοι με λαμπερές, αστραφτερές κορδέλες, η μπάντα έπαιζε χαρούμενη μουσική και νεαροί, οι οποίοι πίνανε και χόρευαν, κουβαλούσανε το φέρετρο με το νεκρό και το περνούσανε από χέρι σε χέρι. Ενδιάμεσα πυροβολούσανε στον αέρα και τραγουδούσανε. Όλα αυτά κρυμμένη πίσω από ένα παγκάκι, αφού φοβήθηκα μην φάω καμία ξόφαλτση (αν και πρέπει λογικά να ήταν άσφαιρα)
Η Πωλίν μας εξήγησε, πως είχε πεθάνει ένας ανύπαντρος νεαρός, οπότε την ημέρα της κηδείας του γιορτάζουν και το γάμο του και εγώ είχα πέσει πάνω στο γλέντι του γάμου. Βέβαια όλα αυτά τα κάνουν όσοι τους το επιτρέπει η τσέπη τους.
Συνεχίσαμε για Τρίπολη με πιο συντηρητικά τοπία…Πλησιάζαμε σε περιοχή κατ’ εξοχήν Σουνιτών και η εντύπωση που μας σχηματίστηκε από την αρχή, πως όσο απομακρυνόμαστε από την εμβέλεια των χριστιανών Μαρωνιτών υπάρχει μια κάποια παραίτηση και ανέχεια, επιβεβαιώθηκε και εδώ. Μία πυκνοκατοικημένη πόλη με κτίρια, που θυμίζουν πολυώροφες εργατικές κατοικίες. Οι κεντρικοί δρόμοι μεγάλοι, προσπαθούν να ομορφύνουν κάπως την κατάσταση με τους φοίνικες που έχουν φυτευτεί κατά μήκος τους. Αφού επισκεφτήκαμε το Μεγάλο τζαμί, ανηφορίσαμε προς το κάστρο της Τρίπολης το φρούριο Raymond de Saint-Gilles. Η Πωλίν μας άφησε εδώ και θα επιστρέφαμε με το λεωφορείο στη Βηρυτό.
Το φρούριο αυτό είναι το ωραιότερο που έχω επισκεφτεί, αν και παραμελημένο. Να μην επαναλαμβάνομαι, αλλά πάλι είμαστε μόνοι. Αυτό που μας έκανε εντύπωση είναι πως χώροι του φρουρίου είχαν καταληφθεί από φαντάρους, οι οποίοι είχαν απλώσει τα ράντζα τους και ξεκουράζονταν στη σκιά, ακούγοντας ραδιόφωνο.
Μια και έχω διαβάσει πολλά για τους Ναϊτες ιππότες και συγκεκριμένα για τον Raymont de Saint, για μένα ήταν εμπειρία να δω από κοντά και να περπατήσω σε όλους αυτούς τους χώρους, τους οποίους έπλαθα στη φαντασία μου.
Το φρούριο προσφέρει επίσης πάρα πολύ ωραία θέα από ψηλά, σε όλη την πόλη της Τρίπολης.
Απέναντι ακριβώς από το φρούριο, αν διασχίσετε το δρόμο και κατηφορίσετε, εισέρχεστε στην παλιά πόλη. Διασχίζετε τα σοκάκια και αφήνετε να σας οδηγήσουν οι μυρωδιές και οι φωνές στην τεράστια περιοχή των souq, που θεωρείται και η καλύτερη του Λιβάνου. Χρώματα, αρώματα και άνθρωποι δημιουργούν έναν ξεχωριστό κόσμο, μέσα στην καρδιά μιας κατά τα άλλα άσχημης και πολύβουης πόλης. Δεν χορταίνανε και οι πέντε αισθήσεις μας όλα αυτά που συνεβαίνανε γύρω μας. Έχω βρεθεί πολλές φορές σε αγορές της Ανατολής, αλλά αυτό που είδα στην Τρίπολη ήταν μοναδικό. Οι άνθρωποι δεν βρίσκονται εκεί για να τσιμπήσουν κάποιον τουρίστα, ούτε προσπαθούν να γίνουν ευγενικοί γι’ αυτούς. Διαλαλούνε την πραμάτεια τους, παζαρεύουνε, φωνάζουν, θυμώνουν, γελάνε…Μαγαζιά κάθε λογής, το ένα δίπλα στο άλλο. Μπουτίκ με ρούχα, δίπλα σε πατσάδες, αργυροχόοι δίπλα σε μανάβηδες και σαπούνια, πολλά σαπούνια, δίπλα σε παντοπωλείο.
Καθώς μου άρεσε ένα μακρύ καφτάνι, μπήκα σε ένα μικροσκοπικό μαγαζάκι να το αγοράσω. Μια και η τιμή ήταν εξευτελιστική για τα δικά μας δεδομένα δεν έκανα παζάρια. Φεύγοντας ρώτησα τον ιδιοκτήτη, αν ήξερε να μας πει που βρίσκεται το χρυσό souq. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, έκλεισε το μαγαζί του και μπροστά αυτός, πίσω εμείς διασχίσαμε ένα μεγάλο μέρος της αγοράς τρέχοντας για να μας πάει εκεί.
Δεν είναι κάτι αξιόλογο, απλά κάπως πιο εξευγενισμένο και βαμμένο με χρυσή μπογιά. Εκεί όμως θα συναντήσετε ένα σταντ με σαπούνια. Ρωτήστε και θα σας οδηγήσουν σε ένα σπίτι – εργαστήριο σαπουνιών. Είδαμε από κοντά πως κάνουνε τα σαπούνια και αγοράσαμε κάποια με εξαίσια αρώματα και όμορφα σχήματα.
Στο δρόμο για το σταθμό λεωφορείων, που βρίσκεται στη Saahat et – Tall, σταματήσαμε σε ένα γνωστό ζαχαροπλαστείο (βρίσκεται πάνω στην πλατεία, απέναντι από το σταθμό λεωφορείων), για να φάμε το περίφημο halawat al-jibn, το διάσημο γλυκό της Τρίπολης. Προσωπικά δεν μου άρεσε ούτε αυτό, ούτε κανένα άλλο… μου φάνηκαν λίγο παχιά και είχαν γεύση πολύ γαλατίλας, κάτι που απεχθάνομαι… περί ορέξεως…
Αυτήν την φορά επιστρέψαμε με λεωφορεία Κόνεξ εξπρές, σε περίπου μιάμιση ώρα. Σε όλη τη διαδρομή κοιμόμαστε και καθώς μπαίναμε στη Βηρυτό μας ξύπνησαν κάποιοι. Κατεβήκαμε στην πρώτη στάση αναζητώντας κάποιο λεωφορείο για να φτάσουμε στο κέντρο ή την Κορνίς… μετά ξέραμε.
Σε μία διασταύρωση ρωτάμε έναν τροχονόμο, ο οποίος δεν καταλαβαίνει γρι, αλλά κατάλαβε μία κυρία πιο πέρα, η οποία ως δια μαγείας ξεφύτρωσε από κάπου ένα ταξί και προσπαθούσε να μας βάλει μέσα. Ίσως παίρναμε ταξί, αλλά δεν μας άρεσε ο τρόπος της και έτσι προτιμήσαμε να κινηθούμε προς το μέρος, που μας έδειχνε ο τροχονόμος…
Αφού περπατήσαμε μισή ώρα με εμένα να γκρινιάζω για ταξί και τα αγόρια, όπως πάντα να μην θέλουν να παραδεχτούν, πως δεν ξέρουν που είμαστε, βρεθήκαμε σε μία άλλη διασταύρωση, όπου ένας που έμοιαζε σαν να βγήκε από τον στρατό της Χεσμπολλάχ ξεκουραζότανε μέσα σε ένα υπηρεσιακό ταξί. Του εξηγούμε με νοήματα πού θέλουμε να πάμε, αφού αποδείχτηκε, πως ο χάρτης δεν του έλεγε κάτι… Συζητά κάτι με κάποιους σε μία στάση λεωφορείων και χωρίς να το καταλάβουμε ξαφνικά βρεθήκαμε μέσα στο λεωφορείο, το οποίο μόλις είχε κάνει στάση. Αυτοί που ανεβήκανε μαζί μας, εξηγούν και στους υπόλοιπους, που θέλουμε προφανώς να πάμε και όλοι μαζί μας χαμογελάνε και νιώθουμε ένα πέπλο προστασίας γύρω μας, για το ποιος θα μας πρωτοεξυπηρετήσει. Έτσι χαμογελώντας ο ένας στον άλλο μετά από λίγο φτάνουμε πάλι σε διασταύρωση και όλοι μαζί σαν να ήταν συννενοημένοι μας λένε κάτι και μας βγάζουν από το λεωφορείο. Φαντάζεστε το σοκ, όταν αντιληφθήκαμε, πως βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο, απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει πριν μισή ώρα και τη ντροπή, όταν αντικρίσαμε τον ίδιο τροχονόμο να μας κοιτάζει με απορία για το από πού ξεφυτρώσαμε και κυρίως την κυρία, η οποία βγήκε στο δρόμο να μας τραβολογήσει προς τον δικό της ταξιτζή…
Κατεβάσαμε τα κεφάλια και απλά πήραμε μία ανηφόρα, μην ξέροντας που πάμε. Μετά από αρκετή ώρα, σταματήσαμε ένα υπηρεσιακό ταξί και μπήκαμε μέσα, λέγοντας απλά Χάμρα… δεν μας ενδιέφερε αν τον βόλευε, ας γυρίζαμε όλη τη Βηρυτό, ας φτάναμε μετά από ώρες…
Νομίζω, πως όση ώρα κάναμε από την Τρίπολη για Βηρυτό, χρειάστηκε για να φτάσουμε στο ξενοδοχείο…Και όλα αυτά για να μην παραδεχτούμε, πως δεν ξέρουμε πού είμαστε…
Το βράδυ το περάσαμε στη γειτονιά μας σε ένα συμπαθητικό οικογενειακό εστιατόριο με κήπο, το Walimah με εκπληκτικό σπιτικό φαγητό.
Η επόμενη και τελευταία ημέρα ήταν αφιερωμένη ολόκληρη στη Βηρυτό…
Το γραφείο μας πρόσφερε εκδρομή στη Βύβλο και ξενάγηση στη Βηρυτό.
Το ανταλλάξαμε με μεταφορά στην Τρίπολη και απλά μία στάση στη Βύβλο.
Η διαδρομή προς τη Βύβλο (περίπου 40 χλμ. από Βηρυτό) μου φάνηκε σαν μία προέκταση της Βηρυτού. Η ανοικοδόμηση είναι τόσο μεγάλη, που έχεις την εντύπωση, πως εξακολουθείς να είσαι σε προάστια της Βηρυτού. Ο αυτοκινητόδρομος είναι υπερσύχρονος και η οδήγηση δεν μου φάνηκε καθόλου επικίνδυνη, αν την συγκρίνω με Αίγυπτο και Ινδία. Μια χαρά οδηγούνε οι άνθρωποι.
Στη Βύβλο φτάσαμε αφού κάναμε μία σχετική παράκαμψη από τα παράλια, μια και η Πωλίν ήθελε να μας δείξει την περιοχή με το καζίνο.
Σε σχέση με τα παράλια προς το νότο, εδώ συναντά κανείς μοντέρνα ξενοδοχειακά συγκροτήματα και οι πλάζ είναι σχεδόν όλες περιφραγμένες με κάποιο μπιτς μπαρ στη μέση και ενοικιαζόμενες ξαπλώστρες. Ακόμη και η θάλασα είναι κάπως πιο υποφερτή, βέβαια δεν συγκρίνετε με την Χαλικιδική!!!!
Στη Βύβλο επισκεφτήκαμε το μουσείο και το κάστρο των Σταυροφόρων. Για πρώτη φορά συναντήσαμε και άλλους επισκέπτες, ένα σχολείο, το οποίο έκανε εκεί προφανώς την εκδρομή του.
Περπατήσαμε μέσα στα σοκάκια της παλιάς πόλης, στα οποία υπάρχουν μαγαζάκια με σουβενίρ, κυρίως απολιθωμένα ψάρια πάνω σε πετρώματα, τα οποία υποτίθεται, πως βρέθηκαν σε ανασκαφές και πωλούνται μαζί με πιστοποιητικό γνησιότητας σε πολύ καλές τιμές για τους λάτρεις του είδους. Τα περισσότερα πάντως μαγαζιά ήταν κλειστά.
Τα σπίτια όλα καλοδιατηρημένα με σκιερούς κήπους και ανθισμένες βουκαμβίλιες θύμιζαν περισσότερο ισπανικά παράλια.
Από το κάστρο αγναντέψαμε τα ρωμαϊκά ερείπια κατά μήκος της ακτής, αλλά δεν κατεβήκαμε να τα δούμε από κοντά. Επίσης απ’ έξω είδαμε και μία χριστιανική εκκλησία, αν θυμάμαι καλά του αγίου Ιωάννη.
Η Πωλίν επέμεινε να καθήσουμε σε ένα μαγαζί, όπου είχε γνωστούς, να δροσιστούμε και ο Π. βρήκε την ευκαιρία να καυχηθεί για τις ικανότητές του στο τάβλι και έτσι είχε πάλι την ευκαιρία να συντριβεί από έναν Λιβανέζο παππούλη, άσχετα αν επέμεινε, πως σεβάστηκε την ηλικία και τη φιλοξενία του και τον άφησε να κερδίσει.
Ο Θ. βγήκε για φωτογραφικό σαφάρι και εγώ ακολούθησα τους πυροβολισμούς που ακούγονταν από το κέντρο της πόλης, αφού μου είπε η Πωλίν πως επρόκειτο για κηδεία.
Σέβομαι τον πόνο των ανθρώπων, αλλά μου έκανε τόσο εντύπωση αυτό που είδα, οπότε θα το καταγράψω. Οι δρόμοι ήταν στολισμένοι με λαμπερές, αστραφτερές κορδέλες, η μπάντα έπαιζε χαρούμενη μουσική και νεαροί, οι οποίοι πίνανε και χόρευαν, κουβαλούσανε το φέρετρο με το νεκρό και το περνούσανε από χέρι σε χέρι. Ενδιάμεσα πυροβολούσανε στον αέρα και τραγουδούσανε. Όλα αυτά κρυμμένη πίσω από ένα παγκάκι, αφού φοβήθηκα μην φάω καμία ξόφαλτση (αν και πρέπει λογικά να ήταν άσφαιρα)
Η Πωλίν μας εξήγησε, πως είχε πεθάνει ένας ανύπαντρος νεαρός, οπότε την ημέρα της κηδείας του γιορτάζουν και το γάμο του και εγώ είχα πέσει πάνω στο γλέντι του γάμου. Βέβαια όλα αυτά τα κάνουν όσοι τους το επιτρέπει η τσέπη τους.
Συνεχίσαμε για Τρίπολη με πιο συντηρητικά τοπία…Πλησιάζαμε σε περιοχή κατ’ εξοχήν Σουνιτών και η εντύπωση που μας σχηματίστηκε από την αρχή, πως όσο απομακρυνόμαστε από την εμβέλεια των χριστιανών Μαρωνιτών υπάρχει μια κάποια παραίτηση και ανέχεια, επιβεβαιώθηκε και εδώ. Μία πυκνοκατοικημένη πόλη με κτίρια, που θυμίζουν πολυώροφες εργατικές κατοικίες. Οι κεντρικοί δρόμοι μεγάλοι, προσπαθούν να ομορφύνουν κάπως την κατάσταση με τους φοίνικες που έχουν φυτευτεί κατά μήκος τους. Αφού επισκεφτήκαμε το Μεγάλο τζαμί, ανηφορίσαμε προς το κάστρο της Τρίπολης το φρούριο Raymond de Saint-Gilles. Η Πωλίν μας άφησε εδώ και θα επιστρέφαμε με το λεωφορείο στη Βηρυτό.
Το φρούριο αυτό είναι το ωραιότερο που έχω επισκεφτεί, αν και παραμελημένο. Να μην επαναλαμβάνομαι, αλλά πάλι είμαστε μόνοι. Αυτό που μας έκανε εντύπωση είναι πως χώροι του φρουρίου είχαν καταληφθεί από φαντάρους, οι οποίοι είχαν απλώσει τα ράντζα τους και ξεκουράζονταν στη σκιά, ακούγοντας ραδιόφωνο.
Μια και έχω διαβάσει πολλά για τους Ναϊτες ιππότες και συγκεκριμένα για τον Raymont de Saint, για μένα ήταν εμπειρία να δω από κοντά και να περπατήσω σε όλους αυτούς τους χώρους, τους οποίους έπλαθα στη φαντασία μου.
Το φρούριο προσφέρει επίσης πάρα πολύ ωραία θέα από ψηλά, σε όλη την πόλη της Τρίπολης.
Απέναντι ακριβώς από το φρούριο, αν διασχίσετε το δρόμο και κατηφορίσετε, εισέρχεστε στην παλιά πόλη. Διασχίζετε τα σοκάκια και αφήνετε να σας οδηγήσουν οι μυρωδιές και οι φωνές στην τεράστια περιοχή των souq, που θεωρείται και η καλύτερη του Λιβάνου. Χρώματα, αρώματα και άνθρωποι δημιουργούν έναν ξεχωριστό κόσμο, μέσα στην καρδιά μιας κατά τα άλλα άσχημης και πολύβουης πόλης. Δεν χορταίνανε και οι πέντε αισθήσεις μας όλα αυτά που συνεβαίνανε γύρω μας. Έχω βρεθεί πολλές φορές σε αγορές της Ανατολής, αλλά αυτό που είδα στην Τρίπολη ήταν μοναδικό. Οι άνθρωποι δεν βρίσκονται εκεί για να τσιμπήσουν κάποιον τουρίστα, ούτε προσπαθούν να γίνουν ευγενικοί γι’ αυτούς. Διαλαλούνε την πραμάτεια τους, παζαρεύουνε, φωνάζουν, θυμώνουν, γελάνε…Μαγαζιά κάθε λογής, το ένα δίπλα στο άλλο. Μπουτίκ με ρούχα, δίπλα σε πατσάδες, αργυροχόοι δίπλα σε μανάβηδες και σαπούνια, πολλά σαπούνια, δίπλα σε παντοπωλείο.
Καθώς μου άρεσε ένα μακρύ καφτάνι, μπήκα σε ένα μικροσκοπικό μαγαζάκι να το αγοράσω. Μια και η τιμή ήταν εξευτελιστική για τα δικά μας δεδομένα δεν έκανα παζάρια. Φεύγοντας ρώτησα τον ιδιοκτήτη, αν ήξερε να μας πει που βρίσκεται το χρυσό souq. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, έκλεισε το μαγαζί του και μπροστά αυτός, πίσω εμείς διασχίσαμε ένα μεγάλο μέρος της αγοράς τρέχοντας για να μας πάει εκεί.
Δεν είναι κάτι αξιόλογο, απλά κάπως πιο εξευγενισμένο και βαμμένο με χρυσή μπογιά. Εκεί όμως θα συναντήσετε ένα σταντ με σαπούνια. Ρωτήστε και θα σας οδηγήσουν σε ένα σπίτι – εργαστήριο σαπουνιών. Είδαμε από κοντά πως κάνουνε τα σαπούνια και αγοράσαμε κάποια με εξαίσια αρώματα και όμορφα σχήματα.
Στο δρόμο για το σταθμό λεωφορείων, που βρίσκεται στη Saahat et – Tall, σταματήσαμε σε ένα γνωστό ζαχαροπλαστείο (βρίσκεται πάνω στην πλατεία, απέναντι από το σταθμό λεωφορείων), για να φάμε το περίφημο halawat al-jibn, το διάσημο γλυκό της Τρίπολης. Προσωπικά δεν μου άρεσε ούτε αυτό, ούτε κανένα άλλο… μου φάνηκαν λίγο παχιά και είχαν γεύση πολύ γαλατίλας, κάτι που απεχθάνομαι… περί ορέξεως…
Αυτήν την φορά επιστρέψαμε με λεωφορεία Κόνεξ εξπρές, σε περίπου μιάμιση ώρα. Σε όλη τη διαδρομή κοιμόμαστε και καθώς μπαίναμε στη Βηρυτό μας ξύπνησαν κάποιοι. Κατεβήκαμε στην πρώτη στάση αναζητώντας κάποιο λεωφορείο για να φτάσουμε στο κέντρο ή την Κορνίς… μετά ξέραμε.
Σε μία διασταύρωση ρωτάμε έναν τροχονόμο, ο οποίος δεν καταλαβαίνει γρι, αλλά κατάλαβε μία κυρία πιο πέρα, η οποία ως δια μαγείας ξεφύτρωσε από κάπου ένα ταξί και προσπαθούσε να μας βάλει μέσα. Ίσως παίρναμε ταξί, αλλά δεν μας άρεσε ο τρόπος της και έτσι προτιμήσαμε να κινηθούμε προς το μέρος, που μας έδειχνε ο τροχονόμος…
Αφού περπατήσαμε μισή ώρα με εμένα να γκρινιάζω για ταξί και τα αγόρια, όπως πάντα να μην θέλουν να παραδεχτούν, πως δεν ξέρουν που είμαστε, βρεθήκαμε σε μία άλλη διασταύρωση, όπου ένας που έμοιαζε σαν να βγήκε από τον στρατό της Χεσμπολλάχ ξεκουραζότανε μέσα σε ένα υπηρεσιακό ταξί. Του εξηγούμε με νοήματα πού θέλουμε να πάμε, αφού αποδείχτηκε, πως ο χάρτης δεν του έλεγε κάτι… Συζητά κάτι με κάποιους σε μία στάση λεωφορείων και χωρίς να το καταλάβουμε ξαφνικά βρεθήκαμε μέσα στο λεωφορείο, το οποίο μόλις είχε κάνει στάση. Αυτοί που ανεβήκανε μαζί μας, εξηγούν και στους υπόλοιπους, που θέλουμε προφανώς να πάμε και όλοι μαζί μας χαμογελάνε και νιώθουμε ένα πέπλο προστασίας γύρω μας, για το ποιος θα μας πρωτοεξυπηρετήσει. Έτσι χαμογελώντας ο ένας στον άλλο μετά από λίγο φτάνουμε πάλι σε διασταύρωση και όλοι μαζί σαν να ήταν συννενοημένοι μας λένε κάτι και μας βγάζουν από το λεωφορείο. Φαντάζεστε το σοκ, όταν αντιληφθήκαμε, πως βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο, απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει πριν μισή ώρα και τη ντροπή, όταν αντικρίσαμε τον ίδιο τροχονόμο να μας κοιτάζει με απορία για το από πού ξεφυτρώσαμε και κυρίως την κυρία, η οποία βγήκε στο δρόμο να μας τραβολογήσει προς τον δικό της ταξιτζή…
Κατεβάσαμε τα κεφάλια και απλά πήραμε μία ανηφόρα, μην ξέροντας που πάμε. Μετά από αρκετή ώρα, σταματήσαμε ένα υπηρεσιακό ταξί και μπήκαμε μέσα, λέγοντας απλά Χάμρα… δεν μας ενδιέφερε αν τον βόλευε, ας γυρίζαμε όλη τη Βηρυτό, ας φτάναμε μετά από ώρες…
Νομίζω, πως όση ώρα κάναμε από την Τρίπολη για Βηρυτό, χρειάστηκε για να φτάσουμε στο ξενοδοχείο…Και όλα αυτά για να μην παραδεχτούμε, πως δεν ξέρουμε πού είμαστε…
Το βράδυ το περάσαμε στη γειτονιά μας σε ένα συμπαθητικό οικογενειακό εστιατόριο με κήπο, το Walimah με εκπληκτικό σπιτικό φαγητό.
Η επόμενη και τελευταία ημέρα ήταν αφιερωμένη ολόκληρη στη Βηρυτό…
Attachments
-
57,3 KB Προβολές: 133