Περιεχόμενα
Την επόμενη ημέρα το πρόγραμμα είχε Σιδώνα και Τύρο, δύο πόλεις νότια της Βηρυτού. Μια και το γραφείο δεν αναλάμβανε εκδρομή σε αυτές τις πόλεις, φορτωθήκαμε αξημέρωτα τα σακίδια μας και περιμέναμε υπομονετικά στη στάση να πάρουμε το λεωφορείο που μας υποδείξανε και θα μας οδηγούσε στο σταθμό λεωφορείων Κόλα. Η μέρα ήταν Κυριακή και οι δρόμοι ήταν έρημοι. Στην στάση μόνοι εμείς οι τρεις και μετά από αρκετή ώρα εμφανίστηκε μία κυρία, η οποία στην ερώτησή μας, αν περιμένουμε στην σωστή στάση για να πάμε στο σταθμό λεωφορείων, όχι μόνο συναίνεσε, αλλά μόλις ήρθε το λεωφορείο, το οποίο ήταν άδειο, έπιασε τον οδηγό, του εξήγησε πού θέλουμε να πάμε και μετά από ένα τέταρτο περίπου, το λεωφορείο έκανε μία μικρή παράκαμψη για να μας αφήσει ακριβώς μπροστά στο επόμενο λεωφορείο που θα παίρναμε. Εκεί κατεβήκανε μαζί μας η ευγενική κυριούλα και οδηγός, βρήκανε το σωστό λεωφορείο, μας παραδώσανε και μετά φύγανε. Αισθανθήκαμε φοβερά άβολα και υποχρεωμένοι, αλλά στην πορεία είδαμε, πως όλοι οι άνθρωποι ήταν το ίδιο εξυπηρετικοί…
Αφού βολευτήκαμε στο μίνι λεωφορείο ( αυτό με δύο σειρές καθισμάτων στη μία πλευρά και μία σειρά στην άλλη και με έναν διάδρομο, όπου ανοίγανε πτυσσόμενα καθίσματα και κλείνανε τον διάδρομο) δεκαετίας του 50 τουλάχιστον, με καθίσματα στα οποία είχαν μείνει μόνο σούστες, μας επιβεβαιώνουν πως σε 5 minutes αναχωρούμε. Μετά από 10 λεπτά και αφού είμαστε μόνοι στο λεωφορείο κατεβαίνουμε να κάνουμε ένα τσιγάρο…Πανικόβλητος ο κράχτης που φώναζε κάτι στα αραβικά δείχνοντας το λεωφορείο, μας έμπασε πάλι μέσα δείχνοντας συνεχώς το ρολόι του. Που να τολμήσουμε να ξανακουνηθούμε. Στην πορεία καταλάβαμε, πως το λεωφορείο έπρεπε να γεμίσει για να ξεκινήσουμε και όποιος ανέβαινε δεν ξανακατέβαινε… Μετά από μισή ώρα και αφού σχεδόν γέμισε, ξεκινήσαμε. Πολλοί από τους επιβάτες ήταν οικογένειες με παιδιά, εξοπλισμένοι με τα απαραίτητα για μία Κυριακάτικη εξόρμηση στη θάλασσα… Καλάθια με κάθε λογής λιχουδιές, οι οποίες μας έσπασαν τις μύτες και πιτσιρίκια με τα μπρατσάκια ήδη φορεμένα, πανέτοιμα για τις πρώτες βουτιές. Στάσεις προγραμματισμένες δεν υπάρχουν, αλλά όπου στη διαδρομή συναντούσαμε κάποιον να κάνει νόημα, σταματούσαμε και τον παίρναμε. Ανοίξανε και τα πτυσσόμενα καθίσματα, στριμωχτήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, κάποιοι όρθιοι, η μουσική στο διαπασών με αραβικούς αμανέδες, τα παράθυρα ορθάνοιχτα με τις ξεφτισμένες κουρτίνες να ανεμίζουν και κάποια στιγμή με ένα γρήγορο μέτρημα αντιλαμβανόμαστε, πως είμαστε γύρω στα 40 τουλάχιστον άτομα σε λεωφορείο με 32 καθίσματα μαζί με τα πτυσσόμενα. Ευτυχώς μετά από ένα μισάωρο άρχισαν οι στάσεις καθόδου, όπου άρχισε και το θέατρο του παραλόγου, γιατί αν ήθελε να κατέβει ένας από το τελευταίο κάθισμα, κλείνανε όλα τα πτυσσόμενα, κατεβαίνανε όλοι για να απελευθερωθεί ο διάδρομος, δηλ. άνθρωποι, καλαθάκια, ταπεράκια, μπρατσάκια, και μετά ξανά ανεβαίνανε όλοι μαζί, για να επαναληφθεί αυτή σκηνή δύο χιλιόμετρα παραπέρα ξανά και ξανά…
Η διαδρομή προς την Σιδώνα όσο αναφορά το τοπίο ήταν πολύ όμορφη, μια και το συγκεκριμένο λεωφορείο δεν ακολουθεί τον αυτοκινητόδρομο, αλλά μία επαρχιακή οδό και έτσι περνάει μέσα από όμορφους παραθαλάσσιους οικισμούς… η θάλασσα όμως τι να πω??? Μόνο μπλε δεν ήταν, αφού κατά μήκος των ακτών κάθε είδους εργοστάσιο αφήνει τα απόβλητα του μέσα στη θάλασσα με αποτέλεσμα, να έχει πάρει σε πολλά σημεία ένα κεραμιδί χρώμα, που θυμίζει περισσότερο λασπότοπο.
Μετά από μιάμιση ώρα φτάσαμε στη Σιδώνα ( υπάρχει και λεωφορείο εξπρές που κάνει τη διαδρομή σε 40 λεπτά, αλλά το ανακαλύψαμε εκ των υστέρων).
Η Σιδώνα είναι ένα μικρό λιμάνι στην ουσία, αλλά η ίδρυσή της χρονολογείται 6000 χρόνια πριν και υπήρξε κάποτε πρωτεύουσα και εξέχουσα πόλη των Φοινίκων.
Στην πορεία κατακτήθηκε από τους Πέρσες, τους Έλληνες, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Άραβες, Σταυροφόρους και Μαμελούκους και όλοι άφησαν και κάτι πίσω τους.
Δικός μας στόχος ήταν να επισκεφτούμε την παλιά πόλη και το θαλάσσιο κάστρο, αφού δεν είχαμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας.
Ήταν πρωί και αφού είμαστε ξάγρυπνοι και με ένα ελαφρύ hangover από την προηγούμενη νύχτα, αναζητήσαμε κάτι να τσιμπολογήσουμε. Μια και η πόλη κατοικείται κατ’ εξοχήν από Σιίτες, δεν ήταν αργία και έτσι όλα τα καταστήματα ήταν ανοιχτά. Ο Π. αν και πρωί χτύπησε κάτι βρώμικο, εγώ και ο Θ. προτιμήσαμε ζαχαροπλαστείο με κάτι απροσδιόριστο.
Η παλιά πόλη και το θαλάσσιο κάστρο δεν είναι μακριά από το σταθμό των λεωφορείων. Μετά από περίπου 20 λεπτά αντικρίσαμε το κάστρο στην κυριολεξία μέσα στη θάλασσα, στο οποίο φτάνεις μέσω μιας πέτρινης γέφυρας. Είναι χτισμένο πάνω σε ένα μικρό νησί από την εποχή των Σταυροφόρων και χρονολογείται από τον 13ο αιώνα.
Στο γκισέ των εισιτηρίων ένστολοι μας ρωτάνε τι θέλουμε. Απορούμε με την απορία τους. Τους ακούγεται ξένο και παράδοξο, πως είμαστε τουρίστες και μετά τον απαραίτητο έλεγχο, μας εκδίδουν τα εισιτήρια και εισερχόμαστε στο χώρο του κάστρου. Η άμμος έχει σχεδόν καλύψει τον προαύλιο χώρο. Είμαστε και εδώ μόνοι…Ρεύμα δεν υπάρχει και κάποιοι χώροι είναι αρκετά σκοτεινοί.
Παρ’ όλα αυτά ανεβαίνουμε μέχρι τον τελευταίο πυργίσκο, μέσα από σκοτεινούς διαδρόμους και σκοτεινές σκάλες με μοναδικό φως, αυτό που εισέρχεται μέσα από τα στενά παρατηρητήρια για να απολαύσουμε την μοναδική θέα που προσφέρει, προς την πόλη της Σιδώνας. Κάποιος από τους ένστολους, διακριτικά μας ακολουθεί κατά πόδας. Τον αγνοούμε και αφού βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες, κινηθήκαμε προς την παλιά πόλη, της οποίας μία από τις εισόδους βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το κάστρο.
Στην είσοδο βρίσκεται το Khan al-Franj (Πανδοχείο των Ξένων), ένα χάνι χτισμένο από τον Φαχρεντίν τον ΙΙ τον 17ο αιώνα, πανέμορφο με στεγασμένες στοές, που περιβάλουν μια μεγάλη αυλή με ένα σιντριβάνι. Είχαμε την τύχη να πέσουμε πάνω σε μία έκθεση με τοπικά προϊόντα, η οποία φιλοξενούταν στο χώρο αυτό και έτσι δοκιμάσαμε και αγοράσαμε τοπικό μέλι και διάφορα χειροτεχνήματα κυρίως από το σύλλογο γυναικών Παλαιστινίων προσφύγων.
Στη συνέχεια χαθήκαμε μέσα στα ατελείωτα souq της παλιάς πόλης. Μαγαζάκια κάθε λογής και πραγματευτάδες, τεχνίτες και πλανόδιοι, τα πάντα χωρούσανε μέσα στα στενά σοκάκια. Μας κοιτούσανε λίγο σαν αξιοθέατα και ρωτούσανε από πού είμαστε και τι κάνουμε, αλλά κανένας δεν μας τραβολόγησε να μας πουλήσει κάτι και ακόμη και όταν δείχναμε ενδιαφέρον, αυτοί μας συμπεριφέρονταν με κάποια διακριτικότητα.
Επισκεφτήκαμε το τζαμί Βab as – Saray, αφού ένας ευγενικός κύριος, μας ζήτησε να περιμένουμε να τελειώσει η ώρα της προσευχής και μετά μας ξενάγησε στους χώρους του.
Μέσα σε ένα σοκάκι ανακαλύψαμε ένα καφέ σκαμμένο μέσα στο βράχο. Χωρούσανε ίσαμε τρία τραπεζάκια μέσα. Καθίσαμε σε ένα από αυτά και παραγγείλαμε δροσερή λεμονάδα. Ο Θ. ζήτησε να πάει τουαλέτα και του δείξανε μία συρταρωτή αυτοσχέδια πόρτα μέσα στο βράχο. Μπήκε και βγήκε, ρωτώντας που είναι το φως. Ο υπεύθυνος χαμογέλασε πλατιά, πήρε ένα κηροπήγιο, άναψε το κερί και του το έδωσε. Έτσι ρομαντικά κάναμε ο ένας μετά τον άλλον την ανάγκη μας.
Ήταν περίπου μία η ώρα, όταν πήραμε το δρόμο για το σταθμό των λεωφορείων αφού θέλαμε να κάνουμε και μία μικρή εξόρμηση στην Τύρο.
Αργήσαμε λίγο να καταλάβουμε ποιο λεωφορείο έπρεπε να πάρουμε, μια και ο κράχτης του λεωφορείου ήξερε το όνομα της πόλης μόνο στα αραβικά, εμείς μόνο στα ελληνικά και όταν του λέγαμε Τίροους με αγγλική προφορά και του δείχναμε τον χάρτη, αυτός κουνούσε καταφατικά το κεφάλι και μας έβαζε στο λεωφορείο, που όπως φώναζε πάει στην Σούρ-Σούρ-Σούρ-Σούούούούρ (αν και μου ακουγόταν σαν Ανζούρ). Ανεβοκατεβήκαμε αρκετές φορές μέχρι να πειστούμε, πως είναι το σωστό λεωφορείο και μπορώ να πω, πως λίγο αγανακτήσαμε τους επιβάτες που περίμεναν υπομονετικά να πάρουμε την απόφασή μας.
Οι επιβάτες εδώ και όσο κατεβαίναμε νότια ήταν πιο συντηρητικοί. Γυναίκες πλέον βλέπαμε καλυμμένες μόνο με μαντίλες και μακριά πανοφώρια. Και το τοπίο, όσο κατηφορίζαμε άλλαζε. Παραμελημένη περιοχή σου έδινε μία αίσθηση δυσαρέσκειας, παραίτησης και θλίψης. Η περιοχή νότια έχει πληγεί περισσότερο από τους τελευταίους πολέμους και μια και κατοικείται από Σιίτες, το κατεστημένο των Μαρωνιτών την έχει αφήσει στο έλεος της.
Την ίδια αίσθηση σου αφήνει και η Τύρος, την οποία ομολογώ πως την είδαμε κάνοντας αγώνα δρόμου. Όταν φτάσαμε κόντευε 3 και το τελευταίο λεωφορείο από Σιδώνα για Βηρυτό έφευγε στις 6, οπότε είχαμε μόλις μιάμιση ώρα στη διάθεση μας.
Σε αυτήν την μιάμιση ώρα είδαμε επί τροχάδην ένα μέρος από τα ρωμαϊκά μνημεία και πήραμε μία μικρή, αλλά πικρή γεύση από έναν καταυλισμό προσφύγων Παλαιστινίων, που κατά λάθος έτυχε στο δρόμο μας, όταν κατά την επιστροφή μας καταφέραμε για άλλη μία φορά να χαθούμε. Χρωστάω σε αυτήν την πόλη, γι’ αυτό υποσχέθηκα στον εαυτό μου, πως την επόμενη φορά θα της αφιερώσω μία τουλάχιστον μέρα.
Η επιστροφή με αλλαγή λεωφορείων στη Σιδώνα ήταν το ίδιο πανηγύρι με το πρωινό, αλλά πλέον εξοικειωμένοι με την όλη κατάσταση πέσαμε σε βαθύ ύπνο, για να κρατήσουμε δυνάμεις για βραδινή έξοδο.
Φτάσαμε πτώματα στη Βηρυτό…Παρ’ όλα αυτά η ντόλτσε βίτα μας περίμενε, οπότε ακολούθησε άλλο ένα βράδυ με πολύ φαγητό και στη συνέχεια μπύρες στο οικείο πλέον περιβάλλον του καφέ μπαρ the prag στη Χάμρα.
Αφού βολευτήκαμε στο μίνι λεωφορείο ( αυτό με δύο σειρές καθισμάτων στη μία πλευρά και μία σειρά στην άλλη και με έναν διάδρομο, όπου ανοίγανε πτυσσόμενα καθίσματα και κλείνανε τον διάδρομο) δεκαετίας του 50 τουλάχιστον, με καθίσματα στα οποία είχαν μείνει μόνο σούστες, μας επιβεβαιώνουν πως σε 5 minutes αναχωρούμε. Μετά από 10 λεπτά και αφού είμαστε μόνοι στο λεωφορείο κατεβαίνουμε να κάνουμε ένα τσιγάρο…Πανικόβλητος ο κράχτης που φώναζε κάτι στα αραβικά δείχνοντας το λεωφορείο, μας έμπασε πάλι μέσα δείχνοντας συνεχώς το ρολόι του. Που να τολμήσουμε να ξανακουνηθούμε. Στην πορεία καταλάβαμε, πως το λεωφορείο έπρεπε να γεμίσει για να ξεκινήσουμε και όποιος ανέβαινε δεν ξανακατέβαινε… Μετά από μισή ώρα και αφού σχεδόν γέμισε, ξεκινήσαμε. Πολλοί από τους επιβάτες ήταν οικογένειες με παιδιά, εξοπλισμένοι με τα απαραίτητα για μία Κυριακάτικη εξόρμηση στη θάλασσα… Καλάθια με κάθε λογής λιχουδιές, οι οποίες μας έσπασαν τις μύτες και πιτσιρίκια με τα μπρατσάκια ήδη φορεμένα, πανέτοιμα για τις πρώτες βουτιές. Στάσεις προγραμματισμένες δεν υπάρχουν, αλλά όπου στη διαδρομή συναντούσαμε κάποιον να κάνει νόημα, σταματούσαμε και τον παίρναμε. Ανοίξανε και τα πτυσσόμενα καθίσματα, στριμωχτήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, κάποιοι όρθιοι, η μουσική στο διαπασών με αραβικούς αμανέδες, τα παράθυρα ορθάνοιχτα με τις ξεφτισμένες κουρτίνες να ανεμίζουν και κάποια στιγμή με ένα γρήγορο μέτρημα αντιλαμβανόμαστε, πως είμαστε γύρω στα 40 τουλάχιστον άτομα σε λεωφορείο με 32 καθίσματα μαζί με τα πτυσσόμενα. Ευτυχώς μετά από ένα μισάωρο άρχισαν οι στάσεις καθόδου, όπου άρχισε και το θέατρο του παραλόγου, γιατί αν ήθελε να κατέβει ένας από το τελευταίο κάθισμα, κλείνανε όλα τα πτυσσόμενα, κατεβαίνανε όλοι για να απελευθερωθεί ο διάδρομος, δηλ. άνθρωποι, καλαθάκια, ταπεράκια, μπρατσάκια, και μετά ξανά ανεβαίνανε όλοι μαζί, για να επαναληφθεί αυτή σκηνή δύο χιλιόμετρα παραπέρα ξανά και ξανά…
Η διαδρομή προς την Σιδώνα όσο αναφορά το τοπίο ήταν πολύ όμορφη, μια και το συγκεκριμένο λεωφορείο δεν ακολουθεί τον αυτοκινητόδρομο, αλλά μία επαρχιακή οδό και έτσι περνάει μέσα από όμορφους παραθαλάσσιους οικισμούς… η θάλασσα όμως τι να πω??? Μόνο μπλε δεν ήταν, αφού κατά μήκος των ακτών κάθε είδους εργοστάσιο αφήνει τα απόβλητα του μέσα στη θάλασσα με αποτέλεσμα, να έχει πάρει σε πολλά σημεία ένα κεραμιδί χρώμα, που θυμίζει περισσότερο λασπότοπο.
Μετά από μιάμιση ώρα φτάσαμε στη Σιδώνα ( υπάρχει και λεωφορείο εξπρές που κάνει τη διαδρομή σε 40 λεπτά, αλλά το ανακαλύψαμε εκ των υστέρων).
Η Σιδώνα είναι ένα μικρό λιμάνι στην ουσία, αλλά η ίδρυσή της χρονολογείται 6000 χρόνια πριν και υπήρξε κάποτε πρωτεύουσα και εξέχουσα πόλη των Φοινίκων.
Στην πορεία κατακτήθηκε από τους Πέρσες, τους Έλληνες, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Άραβες, Σταυροφόρους και Μαμελούκους και όλοι άφησαν και κάτι πίσω τους.
Δικός μας στόχος ήταν να επισκεφτούμε την παλιά πόλη και το θαλάσσιο κάστρο, αφού δεν είχαμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας.
Ήταν πρωί και αφού είμαστε ξάγρυπνοι και με ένα ελαφρύ hangover από την προηγούμενη νύχτα, αναζητήσαμε κάτι να τσιμπολογήσουμε. Μια και η πόλη κατοικείται κατ’ εξοχήν από Σιίτες, δεν ήταν αργία και έτσι όλα τα καταστήματα ήταν ανοιχτά. Ο Π. αν και πρωί χτύπησε κάτι βρώμικο, εγώ και ο Θ. προτιμήσαμε ζαχαροπλαστείο με κάτι απροσδιόριστο.
Η παλιά πόλη και το θαλάσσιο κάστρο δεν είναι μακριά από το σταθμό των λεωφορείων. Μετά από περίπου 20 λεπτά αντικρίσαμε το κάστρο στην κυριολεξία μέσα στη θάλασσα, στο οποίο φτάνεις μέσω μιας πέτρινης γέφυρας. Είναι χτισμένο πάνω σε ένα μικρό νησί από την εποχή των Σταυροφόρων και χρονολογείται από τον 13ο αιώνα.
Στο γκισέ των εισιτηρίων ένστολοι μας ρωτάνε τι θέλουμε. Απορούμε με την απορία τους. Τους ακούγεται ξένο και παράδοξο, πως είμαστε τουρίστες και μετά τον απαραίτητο έλεγχο, μας εκδίδουν τα εισιτήρια και εισερχόμαστε στο χώρο του κάστρου. Η άμμος έχει σχεδόν καλύψει τον προαύλιο χώρο. Είμαστε και εδώ μόνοι…Ρεύμα δεν υπάρχει και κάποιοι χώροι είναι αρκετά σκοτεινοί.
Παρ’ όλα αυτά ανεβαίνουμε μέχρι τον τελευταίο πυργίσκο, μέσα από σκοτεινούς διαδρόμους και σκοτεινές σκάλες με μοναδικό φως, αυτό που εισέρχεται μέσα από τα στενά παρατηρητήρια για να απολαύσουμε την μοναδική θέα που προσφέρει, προς την πόλη της Σιδώνας. Κάποιος από τους ένστολους, διακριτικά μας ακολουθεί κατά πόδας. Τον αγνοούμε και αφού βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες, κινηθήκαμε προς την παλιά πόλη, της οποίας μία από τις εισόδους βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το κάστρο.
Στην είσοδο βρίσκεται το Khan al-Franj (Πανδοχείο των Ξένων), ένα χάνι χτισμένο από τον Φαχρεντίν τον ΙΙ τον 17ο αιώνα, πανέμορφο με στεγασμένες στοές, που περιβάλουν μια μεγάλη αυλή με ένα σιντριβάνι. Είχαμε την τύχη να πέσουμε πάνω σε μία έκθεση με τοπικά προϊόντα, η οποία φιλοξενούταν στο χώρο αυτό και έτσι δοκιμάσαμε και αγοράσαμε τοπικό μέλι και διάφορα χειροτεχνήματα κυρίως από το σύλλογο γυναικών Παλαιστινίων προσφύγων.
Στη συνέχεια χαθήκαμε μέσα στα ατελείωτα souq της παλιάς πόλης. Μαγαζάκια κάθε λογής και πραγματευτάδες, τεχνίτες και πλανόδιοι, τα πάντα χωρούσανε μέσα στα στενά σοκάκια. Μας κοιτούσανε λίγο σαν αξιοθέατα και ρωτούσανε από πού είμαστε και τι κάνουμε, αλλά κανένας δεν μας τραβολόγησε να μας πουλήσει κάτι και ακόμη και όταν δείχναμε ενδιαφέρον, αυτοί μας συμπεριφέρονταν με κάποια διακριτικότητα.
Επισκεφτήκαμε το τζαμί Βab as – Saray, αφού ένας ευγενικός κύριος, μας ζήτησε να περιμένουμε να τελειώσει η ώρα της προσευχής και μετά μας ξενάγησε στους χώρους του.
Μέσα σε ένα σοκάκι ανακαλύψαμε ένα καφέ σκαμμένο μέσα στο βράχο. Χωρούσανε ίσαμε τρία τραπεζάκια μέσα. Καθίσαμε σε ένα από αυτά και παραγγείλαμε δροσερή λεμονάδα. Ο Θ. ζήτησε να πάει τουαλέτα και του δείξανε μία συρταρωτή αυτοσχέδια πόρτα μέσα στο βράχο. Μπήκε και βγήκε, ρωτώντας που είναι το φως. Ο υπεύθυνος χαμογέλασε πλατιά, πήρε ένα κηροπήγιο, άναψε το κερί και του το έδωσε. Έτσι ρομαντικά κάναμε ο ένας μετά τον άλλον την ανάγκη μας.
Ήταν περίπου μία η ώρα, όταν πήραμε το δρόμο για το σταθμό των λεωφορείων αφού θέλαμε να κάνουμε και μία μικρή εξόρμηση στην Τύρο.
Αργήσαμε λίγο να καταλάβουμε ποιο λεωφορείο έπρεπε να πάρουμε, μια και ο κράχτης του λεωφορείου ήξερε το όνομα της πόλης μόνο στα αραβικά, εμείς μόνο στα ελληνικά και όταν του λέγαμε Τίροους με αγγλική προφορά και του δείχναμε τον χάρτη, αυτός κουνούσε καταφατικά το κεφάλι και μας έβαζε στο λεωφορείο, που όπως φώναζε πάει στην Σούρ-Σούρ-Σούρ-Σούούούούρ (αν και μου ακουγόταν σαν Ανζούρ). Ανεβοκατεβήκαμε αρκετές φορές μέχρι να πειστούμε, πως είναι το σωστό λεωφορείο και μπορώ να πω, πως λίγο αγανακτήσαμε τους επιβάτες που περίμεναν υπομονετικά να πάρουμε την απόφασή μας.
Οι επιβάτες εδώ και όσο κατεβαίναμε νότια ήταν πιο συντηρητικοί. Γυναίκες πλέον βλέπαμε καλυμμένες μόνο με μαντίλες και μακριά πανοφώρια. Και το τοπίο, όσο κατηφορίζαμε άλλαζε. Παραμελημένη περιοχή σου έδινε μία αίσθηση δυσαρέσκειας, παραίτησης και θλίψης. Η περιοχή νότια έχει πληγεί περισσότερο από τους τελευταίους πολέμους και μια και κατοικείται από Σιίτες, το κατεστημένο των Μαρωνιτών την έχει αφήσει στο έλεος της.
Την ίδια αίσθηση σου αφήνει και η Τύρος, την οποία ομολογώ πως την είδαμε κάνοντας αγώνα δρόμου. Όταν φτάσαμε κόντευε 3 και το τελευταίο λεωφορείο από Σιδώνα για Βηρυτό έφευγε στις 6, οπότε είχαμε μόλις μιάμιση ώρα στη διάθεση μας.
Σε αυτήν την μιάμιση ώρα είδαμε επί τροχάδην ένα μέρος από τα ρωμαϊκά μνημεία και πήραμε μία μικρή, αλλά πικρή γεύση από έναν καταυλισμό προσφύγων Παλαιστινίων, που κατά λάθος έτυχε στο δρόμο μας, όταν κατά την επιστροφή μας καταφέραμε για άλλη μία φορά να χαθούμε. Χρωστάω σε αυτήν την πόλη, γι’ αυτό υποσχέθηκα στον εαυτό μου, πως την επόμενη φορά θα της αφιερώσω μία τουλάχιστον μέρα.
Η επιστροφή με αλλαγή λεωφορείων στη Σιδώνα ήταν το ίδιο πανηγύρι με το πρωινό, αλλά πλέον εξοικειωμένοι με την όλη κατάσταση πέσαμε σε βαθύ ύπνο, για να κρατήσουμε δυνάμεις για βραδινή έξοδο.
Φτάσαμε πτώματα στη Βηρυτό…Παρ’ όλα αυτά η ντόλτσε βίτα μας περίμενε, οπότε ακολούθησε άλλο ένα βράδυ με πολύ φαγητό και στη συνέχεια μπύρες στο οικείο πλέον περιβάλλον του καφέ μπαρ the prag στη Χάμρα.
Attachments
-
57,3 KB Προβολές: 133