Travelstoryteller
Member
- Μηνύματα
- 301
- Likes
- 1.823
- Επόμενο Ταξίδι
- Η.Π.Α.
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ωκεανία
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Η Αίγυπτος και άλλα επεισόδια
- Κεφάλαιο 3
- Κεφάλαιο 4
- Πετώντας με μια χρονομηχανή
- Karibu Zanzibar
- Μα είναι ωραία στον παράδεισο
- Γενέθλια στην Αφρική
- Μα πως χτίζεις ένα σχολείο;
- Μα είναι ωραία στον Παράδεισο 2
- Εκεί στο Nungwi
- Nungwi#2 - Ο θηλυκός Μπόμπ Μάρλει και η συνομωσία της πισίνας
- Nungwi#3 - The local party
- Dirty Dancing με τους Μασάι
- Μα είναι ωραία στον παράδεισο 3
- Αποστολή μέσα στην καρδιά της ζούγκλας
- Οι μαγικές νύχτες της Stone Town
- Με το ΚΤΕΛ στην Τανζανία
- Περικυκλωμένοι...
- Το σπίτι μεσα στη Ζούγκλα
- Στην πόλη των 50’s
- Η εισβολή μέσα στην νύχτα
- Η επέλαση των τρακτέρ
- Το ατυχές σαφάρι και μια μπύρα στο πουθενά
- Περίεργα πράγματα
- Η Απαγωγή!
Μα είναι ωραία στον παράδεισο
Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας κατέβηκα από το δωμάτιο μας, αποσυντονισμένη τελείως. Είχα αποκοιμηθεί με το που φτάσαμε και το σκοτάδι έξω όταν ξύπνησα έκανε αδύνατο να καταλάβω τι ώρα είναι. Εντόπισα τον σύντροφο στο μπαρ να μιλάει ακόμα με τον Γιάκομπ για δουλειές. Υπήρχε και άλλος κόσμος στο μπαρ, νέοι άνθρωποι, και ήταν η ομάδα εθελοντών όπως πληροφορήθηκα, η οποία μόλις είχε καταφθάσει από διάφορα μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών.

Δειπνίσαμε με τον σύντροφο και τον Γιάκομπ, απολαμβάνοντας την αίσθηση ενός τροπικού χόστελ, με τόσους νέους ανθρώπους γύρω μας, κατεβάζοντας υπέροχες δροσερές μπυρίτσες, και παρατηρώντας διακριτικά τους συνδαιτυμόνες μας. Όλοι οι νέο-αφιχθέντες βρισκόντουσαν σε μια ίδια κατάσταση αποσυντονισμού, με τις μπύρες τους στο χέρι ενώ τα βλέμματα τους χανόντουσαν στον ορίζοντα της θάλασσας. Μετά το φαγητό ο Γιάκομπ επιτέλους σταμάτησε να μιλάει για δουλειές και μοιράστηκε την ιστορία του μαζί μας. Ήταν μόλις 18 χρονών όταν ο πατέρας του, του έδωσε ένα σεβαστό ποσό και του είπε: "Φύγε, πήγαινε να γνωρίσεις τον κόσμο". Ξεκίνησε εκείνος για την Ταϊλάνδη και την πρώτη μέρα που έφτασε, την πρώτη, πρώτη μέρα, τον έκλεψαν. Του πήραν τα πάντα, ότι είχε πάνω του και κυρίως, όλα τα χρήματα που του είχε δώσει ο πατέρας του. Τότε ο Γιάκομπ πήρε μια απόφαση. Δεν κάλεσε τους γονείς του να τους ενημερώσει, δεν ζήτησε λεφτά για να γυρίσει πίσω, αλλά παρέμεινε εκεί, άφραγκος και μόνος. Γνώρισε ανθρώπους, φιλοξενήθηκε σε σπίτια, δανείστηκε χρήματα, μοιράστηκε φαγητό, έκανε δουλειές του ποδαριού και μέσα από μια απίστευτη διαδρομή από φιλία, αλληλεγγύη και ανθρωπιά επέστρεψε μετά από καιρό στην πατρίδα του έχοντας πραγματικά «γνωρίσει τον κόσμο». Όμορφη ιστορία.

Όπως επέστρεφα στο δωμάτιο μας νυσταγμένη άκουσα ένα ελληνικό "καληνύχτα" και είδα μια κοπέλα πίσω μου να μου χαμογελάει πλατιά. Της έγνεψα ευγενικά και σημείωσα με το μυαλό μου να μάθω περισσότερα για εκείνη την επόμενη μέρα.
Η επόμενη μέρα ξεκίνησε μία φαντασμαγορική ανατολή από το μπαλκόνι του δωματίου μας!

Οι εθελοντές κατέβηκαν πρώτοι για πρωινό. Μετά θα πήγαιναν να συνδράμουν στο χτίσιμο του σχολείου του χωριού Κάιρο, το χωριό στο οποίο βρισκόμασταν. Με την κάμερα ανά χείρας φωτογράφιζα ότι θα μπορούσε να φανεί στον Γιάκομπ χρήσιμο. Αφού πήραμε και εμείς το πρωινό μας βάλαμε τα μαγιό (επιτέλους!) και κατηφορίσαμε για την παραλία. Τα λόγια ωχριούν μπροστά σε αυτό που αντικρίσαμε...






Κάναμε τις βουτιές μας στον ινδικό ωκεανό και μετά και αράξαμε να παρατηρήσουμε τον κόσμο που πηγαινοερχότανε εκεί που σκάει το κύμα. Εκεί μας έσκασε το εξής παράδοξο. Όλοι οι δυτικοί που πέρασαν μπροστά μας είχανε και έναν ντόπιο μαζί τους. Μασάι, ψαρά ή ράσταμαν. Όλοι να κόβουν βόλτες μαζί αδερφωμένοι σαν παλιοσειρές του στρατού. Όταν σηκωθήκαμε από την πετσέτα μας καταλάβαμε το γιατί. Δεν προλάβαινες να κάνεις δυο βήματα, τσουπ σου ερχόταν το beach boy από κοντά. Σου έπιανε την κουβέντα ευγενικά, λέγατε 5 πράγματα και μετά σου έσκαγε το προϊόν του. Οι περισσότεροι είχαν κάτι ξύλινες επιγραφές ή ξύλινα μπρελόκ στα οποία χάραζαν πάνω τους το όνομα σου. Έτσι και έκανες το λάθος και τους έλεγες πως σε λένε την επομένη σε βρίσκανε με έτοιμη την επιγραφή σου, χωρίς την απαραίτητη συναίνεση. Άλλοι σε ψήνανε να πας να δεις το μαγαζί τους. Αν πήγαινες μετά θα έπρεπε να μπεις και στο μαγαζί του δίπλα. Και μετά στου παραδίπλα. Και μετά στου πάρα-πάρα δίπλα... και πάει λέγοντας...


Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας κατέβηκα από το δωμάτιο μας, αποσυντονισμένη τελείως. Είχα αποκοιμηθεί με το που φτάσαμε και το σκοτάδι έξω όταν ξύπνησα έκανε αδύνατο να καταλάβω τι ώρα είναι. Εντόπισα τον σύντροφο στο μπαρ να μιλάει ακόμα με τον Γιάκομπ για δουλειές. Υπήρχε και άλλος κόσμος στο μπαρ, νέοι άνθρωποι, και ήταν η ομάδα εθελοντών όπως πληροφορήθηκα, η οποία μόλις είχε καταφθάσει από διάφορα μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών.

Δειπνίσαμε με τον σύντροφο και τον Γιάκομπ, απολαμβάνοντας την αίσθηση ενός τροπικού χόστελ, με τόσους νέους ανθρώπους γύρω μας, κατεβάζοντας υπέροχες δροσερές μπυρίτσες, και παρατηρώντας διακριτικά τους συνδαιτυμόνες μας. Όλοι οι νέο-αφιχθέντες βρισκόντουσαν σε μια ίδια κατάσταση αποσυντονισμού, με τις μπύρες τους στο χέρι ενώ τα βλέμματα τους χανόντουσαν στον ορίζοντα της θάλασσας. Μετά το φαγητό ο Γιάκομπ επιτέλους σταμάτησε να μιλάει για δουλειές και μοιράστηκε την ιστορία του μαζί μας. Ήταν μόλις 18 χρονών όταν ο πατέρας του, του έδωσε ένα σεβαστό ποσό και του είπε: "Φύγε, πήγαινε να γνωρίσεις τον κόσμο". Ξεκίνησε εκείνος για την Ταϊλάνδη και την πρώτη μέρα που έφτασε, την πρώτη, πρώτη μέρα, τον έκλεψαν. Του πήραν τα πάντα, ότι είχε πάνω του και κυρίως, όλα τα χρήματα που του είχε δώσει ο πατέρας του. Τότε ο Γιάκομπ πήρε μια απόφαση. Δεν κάλεσε τους γονείς του να τους ενημερώσει, δεν ζήτησε λεφτά για να γυρίσει πίσω, αλλά παρέμεινε εκεί, άφραγκος και μόνος. Γνώρισε ανθρώπους, φιλοξενήθηκε σε σπίτια, δανείστηκε χρήματα, μοιράστηκε φαγητό, έκανε δουλειές του ποδαριού και μέσα από μια απίστευτη διαδρομή από φιλία, αλληλεγγύη και ανθρωπιά επέστρεψε μετά από καιρό στην πατρίδα του έχοντας πραγματικά «γνωρίσει τον κόσμο». Όμορφη ιστορία.

Όπως επέστρεφα στο δωμάτιο μας νυσταγμένη άκουσα ένα ελληνικό "καληνύχτα" και είδα μια κοπέλα πίσω μου να μου χαμογελάει πλατιά. Της έγνεψα ευγενικά και σημείωσα με το μυαλό μου να μάθω περισσότερα για εκείνη την επόμενη μέρα.
Η επόμενη μέρα ξεκίνησε μία φαντασμαγορική ανατολή από το μπαλκόνι του δωματίου μας!

Οι εθελοντές κατέβηκαν πρώτοι για πρωινό. Μετά θα πήγαιναν να συνδράμουν στο χτίσιμο του σχολείου του χωριού Κάιρο, το χωριό στο οποίο βρισκόμασταν. Με την κάμερα ανά χείρας φωτογράφιζα ότι θα μπορούσε να φανεί στον Γιάκομπ χρήσιμο. Αφού πήραμε και εμείς το πρωινό μας βάλαμε τα μαγιό (επιτέλους!) και κατηφορίσαμε για την παραλία. Τα λόγια ωχριούν μπροστά σε αυτό που αντικρίσαμε...






Κάναμε τις βουτιές μας στον ινδικό ωκεανό και μετά και αράξαμε να παρατηρήσουμε τον κόσμο που πηγαινοερχότανε εκεί που σκάει το κύμα. Εκεί μας έσκασε το εξής παράδοξο. Όλοι οι δυτικοί που πέρασαν μπροστά μας είχανε και έναν ντόπιο μαζί τους. Μασάι, ψαρά ή ράσταμαν. Όλοι να κόβουν βόλτες μαζί αδερφωμένοι σαν παλιοσειρές του στρατού. Όταν σηκωθήκαμε από την πετσέτα μας καταλάβαμε το γιατί. Δεν προλάβαινες να κάνεις δυο βήματα, τσουπ σου ερχόταν το beach boy από κοντά. Σου έπιανε την κουβέντα ευγενικά, λέγατε 5 πράγματα και μετά σου έσκαγε το προϊόν του. Οι περισσότεροι είχαν κάτι ξύλινες επιγραφές ή ξύλινα μπρελόκ στα οποία χάραζαν πάνω τους το όνομα σου. Έτσι και έκανες το λάθος και τους έλεγες πως σε λένε την επομένη σε βρίσκανε με έτοιμη την επιγραφή σου, χωρίς την απαραίτητη συναίνεση. Άλλοι σε ψήνανε να πας να δεις το μαγαζί τους. Αν πήγαινες μετά θα έπρεπε να μπεις και στο μαγαζί του δίπλα. Και μετά στου παραδίπλα. Και μετά στου πάρα-πάρα δίπλα... και πάει λέγοντας...

