kalspiros
Member
- Μηνύματα
- 2.554
- Likes
- 3.998
- Επόμενο Ταξίδι
- remaining UK
- Ταξίδι-Όνειρο
- yeah, whatever...
Περιεχόμενα
Η είσοδος την πόλης δεν είναι όμορφη. Όταν, όμως, δεις τις πινακίδες centu δεξιά, θα έχεις ήδη καταλάβει σε τι κατάσταση σε έβαλε με το ζόρι ο kalspiros. (έχω ξεθεωθεί να το ουρλιάζω από αυτό το forum, ΣΙΚΙΣΟΑΡΑ!!!) Όμορφα και καθαρά, παραδοσιακά Ρουμάνικα σπιτάκια. Πάνω από τις στέγες τους ορθώνεται ένας κατάφυτος λόφος για να δημιουργήσει την κατάλληλη αντίθεση με την παλιά πόλη, την citadel. Το παλιό ρολόι, η εκκλησία στον λόφο, το μουσείο πολέμου, το Dominican monastery. Όλα τα σημαντικά κτίρια της παλιάς πόλης με πύργους που ξεπηδούν από μέσα τους προς τον ουρανό. Εκκλησιές που προσπαθούν να πιάσουν την κορυφή μόνο και μόνο για να φαντάζουν τα γύρω σπίτια πιο χαμηλά. Πιο «μικρά». Δεν τα καταφέρνουν, όχι εδώ…
Για να βρεις από πού θα ανεβείς, που θα παρκάρεις και πως θα επισκεφτείς την πόλη, θα μπερδευτείς. Δεν πειράζει. Η πόλη είναι μικρή. Εμείς παρκάραμε στο παρκινγκ κάτω από την «οδική» είσοδο και με τα πόδια αρχίσαμε την ανάβαση στα λιθόστρωτα. Πρώτο καλωσόρισμα: η είσοδος περνάει κάτω από σπίτια διαμορφωμένα σαν πύλη. Υπάρχει και άλλη μία παρόμοια. Μεταξύ των δύο αρχίζουν τα στενά της πόλης και τα μεσαιωνικά σπίτια. Ακόμα δεν έχουμε μπει για τα καλά και όλα τα σπίτια γύρω μας, φορούν το σύμβολο της UNESCO περί κτιρίου ιδιαίτερου ιστορικού ενδιαφέροντος. Εδώ όμως έχουμε και κάτι ακόμα.. μουσική. Από την στιγμή που περάσαμε την πρώτη είσοδο. Επίσης, χτυπήματα ποδιών σε ξύλο με τον ρυθμό της μουσικής. Είναι δεκαπενταύγουστος και η πόλη γιορτάζει με ένα φεστιβάλ Ρουμάνικης παράδοσης. Περνάμε την δεύτερη είσοδο και πλέον ο κόσμος είναι αρκετός και διαφόρων φυλών, κυρίως Ιταλοί, Γερμανοί αλλά, κατά κόρων, βέβαια, Ρουμάνοι.
Πλέον είμαστε στην καρδιά της πόλης. Τα κατάφερα και ξεγέλασα τον εαυτό μου. Όλα είναι πρωτόγνωρα για μια ακόμα φορά. Όλη η αίσθηση την μοναδικότητας εδώ ξανά. Συνέβαλε και η πόλη. Δεδομένο.
Η κεντρική πλατεία μπροστά ασφυκτιά από την ύπαρξη την ευμεγέθους πίστας. Ξύλινοι πάγκοι και τραπέζια, ψησταριές με λογής εδέσματα (όχι μόνο κρέατα αλλά και το παραδοσιακό γλυκό της περιοχής colac se cuiesc, ένας κύλινδρος ζύμης με ζάχαρη, αμύγδαλα ή καρύδα) συμπληρώνουν την εικόνα. Όταν καταλαγιάσει αυτή η εικόνα, προσαρμόζεσαι στην πόλη. Γύρω από την μικρή πλατεία, μεσαιωνικά σπίτια. Από δεξιά, ένας μικρός δρόμος οδηγεί στις γειτονιές της πόλης. Ευθεία μπροστά, το ρολόι χτισμένο το 1360. Ένας πύργος 60 μέτρων με την μια εκ των δύο εισόδων της πόλης στην βάση της, μια σκάλα που περνάει ανάμεσα από παραδοσιακά σπίτια και στοές. Στα αριστερά και στην κορυφή του λόφου η εκκλησία και το κοιμητήριο. Πρόσβαση από την σκεπαστή σκάλα με ξύλινη οροφή που δίνει καταπληκτικές εικόνες όταν ο ήλιος εισέρχεται από τα διάκενα των ξύλινων σανίδων. Οι δρόμοι ακόμα όπως τους προτιμούσα. Χώμα, πέτρες σπασμένες, λάσπη. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όχι από την τελευταία φορά που βρέθηκα στην πόλη αλλά ακόμα κι από πιο παλιά.. βέβαια ο δήμος αποφάσισε να τους καλλωπίσει και άρχισε την λιθόστρωση σε κάποιους απʼ αυτούς. Η δουλειά έχει γίνει τόσο καλή που είναι ευπρόσδεκτη ακόμα κι ας αλλοιώνει κάπως την αρχική εικόνα της πόλης.
Για άλλη μια φορά, ξενοδοχείο sighisoara. Παλιό κτίριο, ξύλο, πέτρα, σοφίτες και δαιδαλώδη διάδρομοι, όμορφος κήπος από πίσω με πλειάδα από γάτες και γατάκια ανάμεσα στα πόδια σου. Προσπαθήστε να κλείσετε δωμάτια 400-404 στον τελευταίο όροφο (προσοχή ασανσέρ δεν υπάρχει) για να έχετε πανοραμική θέα από το δωμάτιό σας (στο 401, ξυριζόμουν και έβλεπα από τον καθρέφτη το ρολόι!) Αφήνουμε τα πράγματα, βλέπουμε αφʼ υψηλού τα δρώμενα στην κεντρική πλατεία και εξορμούμε. Όλη την παλιά πόλη την γυρνάς πολύ εύκολα. Είναι ένα φωτογραφικό άλμπουμ από μόνη της (δεν είναι τυχαίο που και τις δυο φορές που πήγα, περισσότεροι από τους μισούς επισκέπτες κρατούσαν μεγάλες ακριβές κάμερες με τρίποδα). Κατάληξη πάντα στην κεντρική πλατεία για παραδοσιακούς χορούς (οι οποίοι είναι ιδιαίτερα κεφάτοι και θεατρικοί καθώς ανάμεσα στις φιγούρες εξελίσσονται και μικρά σκετς μεταξύ αντρών και γυναικών) και μυρωδιές κάρβουνου και Μίτς (χαρακτηριστικά ρουμάνικα κεφτεδάκια και όχι ο Χάσελχοφ).
Στην συνέχεια, από την σκάλα του ρολογιού κατεβήκαμε στην καινούρια πόλη η οποία δεν προσβάλει την ιστορία της παλιάς. Καφέ σε νεανική καφετέρια και ξανά πάνω. Περνάμε δίπλα από το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε (έως τα 4 του) ο Δράκουλας το οποίο είναι εστιατόριο τώρα. Reservat. Φαγητό στο ξενοδοχείο υπό τους ήχους ρουμάνικων τραγουδιών.
Πάντα ήθελα να μαθαίνω τις μουσικές παραδώσεις άλλων χωρών. Το κίνητρο είναι το εξής: όταν ακούω το Πότε θα κάμει ξαστεριά, Βέμπο, Δυνατά της Αρβανιτάκη, ή ακόμα και την Συννεφούλα και άλλα τόσα, αναρωτιέμαι με τι μουσικές αισθάνονται οι άλλοι λαοί το ίδιο που αισθάνομαι εγώ... 13 ηλικιωμένες γυναίκες επάνω στην πίστα. Μία οδηγός, μαέστρος. Τραγουδούσαν αιθέριες μελωδίες. Ήταν βράδυ και η πόλη μπορούσε να χαρακτηριστεί σκοτεινή. Τα κεντρικά κτίρια ήταν φωτισμένα. Και η πλατεία. Τα ηχεία τραγουδούσαν χωρίς να γνωρίζουν τι προκαλούσαν σε όλους εμάς. Από την κορυφή του ξενοδοχείου, όρθιος στο παράθυρό μου.
Επίτηδες ήταν όλα τα σκίαστρα του δωματίου αφημένα ανοιχτά. Για εμένα αυτό είναι βλάσφημο διότι ακόμα και το σπάσιμο του απόλυτου μαύρου της νύχτας είναι αρκετό για να με σηκώσει. Μα αυτό όμως ήθελα. Σηκώθηκα, χάζεψα τις ομορφιές της ρουμάνικης φύσης μακριά, πέρα από την πόλη και ξανακοιμήθηκα.
Όλα ήταν τακτοποιημένα έτσι ώστε μόνο οι καλύτερες εντυπώσεις να είναι δυνατές από αυτό το ταξίδι. Έτσι, το πρωί, σκόρπια σύννεφα υγρασίας, σκίαζαν και φώτιζαν την πόλη δίνοντάς της άλλες όψεις. Από την μυστικιστική και βλοσυρή μεσαιωνική ιστορία της στα πολύχρωμα, λαμπερά και ευχάριστα σπίτια της, τους ανθισμένους κήπους στο παρόν της και τα συστήματα ήχου στην πλατεία της. Με κάθε τρόπο, όμως, ο θεατής αποφάσιζε τι θα εκλάβει και που θα ταξίδευε.
Πρωινό και φυγή. Η πλατεία μοναχική μετά την χθεσινοβραδινή βοή της. Ίσως και μελαγχολική, στα μάτια μου σίγουρα. Κάποιοι σκόρπιοι τουρίστες και φωτογράφοι για τις πρώτες, εκ των δύο, μαγικές αντιθέσεις που δίνει ο ήλιος. Όταν ανατέλλει και όταν δύει. Παρέες για καφέ και συζήτηση τριγύρω. Πέντε ή έξη φορές, κάποιες πάνω από δέκα δευτερόλεπτα, γύρισα προς τα πίσω μου μη μπορώντας να αποχωριστώ την εικόνα της. Γνωρίζω όμως ότι το τελευταίο σαββατοκύριακο του επόμενου Ιουλίου θα την επισκεφτώ για το μεσαιωνικό φεστιβάλ και ικανοποιούμαι… το ταξίδι όμως δεν έχει τελειώσει. Ακόμα δεν έχω σημειώσει ότι ο κύριος λόγος του ΣΚ δεν ήταν η Σικισοάρα. Εκείνη ήταν για την διαμονή. Η διαδρομή είναι άλλη…

Για να βρεις από πού θα ανεβείς, που θα παρκάρεις και πως θα επισκεφτείς την πόλη, θα μπερδευτείς. Δεν πειράζει. Η πόλη είναι μικρή. Εμείς παρκάραμε στο παρκινγκ κάτω από την «οδική» είσοδο και με τα πόδια αρχίσαμε την ανάβαση στα λιθόστρωτα. Πρώτο καλωσόρισμα: η είσοδος περνάει κάτω από σπίτια διαμορφωμένα σαν πύλη. Υπάρχει και άλλη μία παρόμοια. Μεταξύ των δύο αρχίζουν τα στενά της πόλης και τα μεσαιωνικά σπίτια. Ακόμα δεν έχουμε μπει για τα καλά και όλα τα σπίτια γύρω μας, φορούν το σύμβολο της UNESCO περί κτιρίου ιδιαίτερου ιστορικού ενδιαφέροντος. Εδώ όμως έχουμε και κάτι ακόμα.. μουσική. Από την στιγμή που περάσαμε την πρώτη είσοδο. Επίσης, χτυπήματα ποδιών σε ξύλο με τον ρυθμό της μουσικής. Είναι δεκαπενταύγουστος και η πόλη γιορτάζει με ένα φεστιβάλ Ρουμάνικης παράδοσης. Περνάμε την δεύτερη είσοδο και πλέον ο κόσμος είναι αρκετός και διαφόρων φυλών, κυρίως Ιταλοί, Γερμανοί αλλά, κατά κόρων, βέβαια, Ρουμάνοι.
Πλέον είμαστε στην καρδιά της πόλης. Τα κατάφερα και ξεγέλασα τον εαυτό μου. Όλα είναι πρωτόγνωρα για μια ακόμα φορά. Όλη η αίσθηση την μοναδικότητας εδώ ξανά. Συνέβαλε και η πόλη. Δεδομένο.
Η κεντρική πλατεία μπροστά ασφυκτιά από την ύπαρξη την ευμεγέθους πίστας. Ξύλινοι πάγκοι και τραπέζια, ψησταριές με λογής εδέσματα (όχι μόνο κρέατα αλλά και το παραδοσιακό γλυκό της περιοχής colac se cuiesc, ένας κύλινδρος ζύμης με ζάχαρη, αμύγδαλα ή καρύδα) συμπληρώνουν την εικόνα. Όταν καταλαγιάσει αυτή η εικόνα, προσαρμόζεσαι στην πόλη. Γύρω από την μικρή πλατεία, μεσαιωνικά σπίτια. Από δεξιά, ένας μικρός δρόμος οδηγεί στις γειτονιές της πόλης. Ευθεία μπροστά, το ρολόι χτισμένο το 1360. Ένας πύργος 60 μέτρων με την μια εκ των δύο εισόδων της πόλης στην βάση της, μια σκάλα που περνάει ανάμεσα από παραδοσιακά σπίτια και στοές. Στα αριστερά και στην κορυφή του λόφου η εκκλησία και το κοιμητήριο. Πρόσβαση από την σκεπαστή σκάλα με ξύλινη οροφή που δίνει καταπληκτικές εικόνες όταν ο ήλιος εισέρχεται από τα διάκενα των ξύλινων σανίδων. Οι δρόμοι ακόμα όπως τους προτιμούσα. Χώμα, πέτρες σπασμένες, λάσπη. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όχι από την τελευταία φορά που βρέθηκα στην πόλη αλλά ακόμα κι από πιο παλιά.. βέβαια ο δήμος αποφάσισε να τους καλλωπίσει και άρχισε την λιθόστρωση σε κάποιους απʼ αυτούς. Η δουλειά έχει γίνει τόσο καλή που είναι ευπρόσδεκτη ακόμα κι ας αλλοιώνει κάπως την αρχική εικόνα της πόλης.
Για άλλη μια φορά, ξενοδοχείο sighisoara. Παλιό κτίριο, ξύλο, πέτρα, σοφίτες και δαιδαλώδη διάδρομοι, όμορφος κήπος από πίσω με πλειάδα από γάτες και γατάκια ανάμεσα στα πόδια σου. Προσπαθήστε να κλείσετε δωμάτια 400-404 στον τελευταίο όροφο (προσοχή ασανσέρ δεν υπάρχει) για να έχετε πανοραμική θέα από το δωμάτιό σας (στο 401, ξυριζόμουν και έβλεπα από τον καθρέφτη το ρολόι!) Αφήνουμε τα πράγματα, βλέπουμε αφʼ υψηλού τα δρώμενα στην κεντρική πλατεία και εξορμούμε. Όλη την παλιά πόλη την γυρνάς πολύ εύκολα. Είναι ένα φωτογραφικό άλμπουμ από μόνη της (δεν είναι τυχαίο που και τις δυο φορές που πήγα, περισσότεροι από τους μισούς επισκέπτες κρατούσαν μεγάλες ακριβές κάμερες με τρίποδα). Κατάληξη πάντα στην κεντρική πλατεία για παραδοσιακούς χορούς (οι οποίοι είναι ιδιαίτερα κεφάτοι και θεατρικοί καθώς ανάμεσα στις φιγούρες εξελίσσονται και μικρά σκετς μεταξύ αντρών και γυναικών) και μυρωδιές κάρβουνου και Μίτς (χαρακτηριστικά ρουμάνικα κεφτεδάκια και όχι ο Χάσελχοφ).
Στην συνέχεια, από την σκάλα του ρολογιού κατεβήκαμε στην καινούρια πόλη η οποία δεν προσβάλει την ιστορία της παλιάς. Καφέ σε νεανική καφετέρια και ξανά πάνω. Περνάμε δίπλα από το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε (έως τα 4 του) ο Δράκουλας το οποίο είναι εστιατόριο τώρα. Reservat. Φαγητό στο ξενοδοχείο υπό τους ήχους ρουμάνικων τραγουδιών.
Πάντα ήθελα να μαθαίνω τις μουσικές παραδώσεις άλλων χωρών. Το κίνητρο είναι το εξής: όταν ακούω το Πότε θα κάμει ξαστεριά, Βέμπο, Δυνατά της Αρβανιτάκη, ή ακόμα και την Συννεφούλα και άλλα τόσα, αναρωτιέμαι με τι μουσικές αισθάνονται οι άλλοι λαοί το ίδιο που αισθάνομαι εγώ... 13 ηλικιωμένες γυναίκες επάνω στην πίστα. Μία οδηγός, μαέστρος. Τραγουδούσαν αιθέριες μελωδίες. Ήταν βράδυ και η πόλη μπορούσε να χαρακτηριστεί σκοτεινή. Τα κεντρικά κτίρια ήταν φωτισμένα. Και η πλατεία. Τα ηχεία τραγουδούσαν χωρίς να γνωρίζουν τι προκαλούσαν σε όλους εμάς. Από την κορυφή του ξενοδοχείου, όρθιος στο παράθυρό μου.
Επίτηδες ήταν όλα τα σκίαστρα του δωματίου αφημένα ανοιχτά. Για εμένα αυτό είναι βλάσφημο διότι ακόμα και το σπάσιμο του απόλυτου μαύρου της νύχτας είναι αρκετό για να με σηκώσει. Μα αυτό όμως ήθελα. Σηκώθηκα, χάζεψα τις ομορφιές της ρουμάνικης φύσης μακριά, πέρα από την πόλη και ξανακοιμήθηκα.
Όλα ήταν τακτοποιημένα έτσι ώστε μόνο οι καλύτερες εντυπώσεις να είναι δυνατές από αυτό το ταξίδι. Έτσι, το πρωί, σκόρπια σύννεφα υγρασίας, σκίαζαν και φώτιζαν την πόλη δίνοντάς της άλλες όψεις. Από την μυστικιστική και βλοσυρή μεσαιωνική ιστορία της στα πολύχρωμα, λαμπερά και ευχάριστα σπίτια της, τους ανθισμένους κήπους στο παρόν της και τα συστήματα ήχου στην πλατεία της. Με κάθε τρόπο, όμως, ο θεατής αποφάσιζε τι θα εκλάβει και που θα ταξίδευε.
Πρωινό και φυγή. Η πλατεία μοναχική μετά την χθεσινοβραδινή βοή της. Ίσως και μελαγχολική, στα μάτια μου σίγουρα. Κάποιοι σκόρπιοι τουρίστες και φωτογράφοι για τις πρώτες, εκ των δύο, μαγικές αντιθέσεις που δίνει ο ήλιος. Όταν ανατέλλει και όταν δύει. Παρέες για καφέ και συζήτηση τριγύρω. Πέντε ή έξη φορές, κάποιες πάνω από δέκα δευτερόλεπτα, γύρισα προς τα πίσω μου μη μπορώντας να αποχωριστώ την εικόνα της. Γνωρίζω όμως ότι το τελευταίο σαββατοκύριακο του επόμενου Ιουλίου θα την επισκεφτώ για το μεσαιωνικό φεστιβάλ και ικανοποιούμαι… το ταξίδι όμως δεν έχει τελειώσει. Ακόμα δεν έχω σημειώσει ότι ο κύριος λόγος του ΣΚ δεν ήταν η Σικισοάρα. Εκείνη ήταν για την διαμονή. Η διαδρομή είναι άλλη…
Attachments
-
186 KB Προβολές: 583