Fanie
Member
Περιεχόμενα
Στις 11 το άλλο πρωί αφήσαμε τη Στεμνίστα με προορισμό τις Βάσσες της Φιγαλείας και το ναό του Επικούρειου Απόλλωνα. Ο καιρός ήταν σχεδόν καλοκαιρινός, η θερμοκρασία σχετικά υψηλή, ο ουρανός ασυννέφιαστος και η διαδρομή απροσδόκητα ήσυχη• λες κι ήμασταν οι μοναδικοί ταξιδιώτες σ' αυτή τη μεριά της Πελοποννήσου.
Περάσαμε από το φροντισμένο χωριό του Ελληνικού χωρίς να σταματήσουμε και φτάνοντας στον κόμβο της Μεγαλόπολης στρίψαμε με κατεύθυνση την Καρύταινα.
Σε λίγο είδαμε από μακριά το κάστρο της.

Το μεσαιωνικό κάστρο της Καρύταινας χτίστηκε τον 13ο αιώνα, όταν η Πελοπόννησος ήταν φράγκικο κρατίδιο με το όνομα “Πριγκιπάτο της Αχαΐας” και η Καρύταινα έδρα της βαρονίας των Σκορτών, με 22 φέουδα υπό τον έλεγχό της.
Επειδή σαν λαός δεν τα πηγαίναμε καλά με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του πολιτισμικού μας παρελθόντος και επειδή, όταν εκείνα έχαναν τη λειτουργικότητά τους, τα αντιμετωπίζαμε μονάχα ως έτοιμο οικοδομικό υλικό, σήμερα σώζεται μόνο το εξωτερικό μέρος του κάστρου.
Κάποια στιγμή λέγεται ότι θα ξεκινήσουν προσπάθειες συντήρησης κι ανάδειξής του.

Η στάση μας στην Καρύταινα ήταν σύντομη. Αποφασίσαμε να μην ανέβουμε στο κάστρο και περιοριστήκαμε να θαυμάσουμε την θέα από την πλατεία του χωριού. Τραβήξαμε μερικές αποχαιρετιστήριες φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Λίγα χιλιόμετρα μετά την Καρύταινα πετύχαμε μια πινακίδα που μας ενημέρωνε πως εάν ακολουθούσαμε τον δρόμο προς τα δεξιά, θα φτάναμε στον Καταρράκτη του Βρόντου και στο Γεφύρι του Κούκου. Πρόκειται για δύο ξεχωριστές τοποθεσίες στο φαράγγι του Αλφειού που αξίζει να επισκεφτεί κανείς, αλλά που το άλλο μισό της παρέας (μονίμως ασυγκίνητο από τις γλαφυρές περιγραφές των ταξιδιωτικών οδηγών) επέμενε να αφήσουμε για το επόμενο ταξίδι μας, οπότε και τις προσπεράσαμε με ελαφρά την καρδία.

Πετύχαμε την Ανδρίτσαινα παραδομένη σε μια ζηλεμένη μετά-το-φαγητό σιέστα, μισονανουρισμένη από το θρόισμα των πλατανιών της.

Σταματήσαμε να ξεδιψάσουμε σε μια πηγή και ελέγξαμε τους χάρτες μας. Βρισκόμασταν δεκατρία χιλιόμετρα μακριά από τον προορισμό μας. Αφήσαμε την Ανδρίτσαινα έτσι όπως την βρήκαμε και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.
Σε απόσταση αναπνοής από τις Βάσσες πέσαμε επιτέλους σε κίνηση!

Το “μποτιλιάρισμα” δεν κράτησε πολύ και γρήγορα βρεθήκαμε να παρκάρουμε μπροστά στον τεντοσκέπαστο ιερό ναό του πάλαι ποτέ θεού του Ήλιου, (εδώ και κάμποσες δεκαετίες, από το φθινόπωρο του 1987, ένας ολόλευκος συνθετικός πέπλος απομονώνει το ναό από το φυσικό του περιβάλλον).

Ο ναός είναι δωρικός, κατασκευασμένος από τοπικό ασβεστόλιθο, είναι έργο του Ικτίνου και η ίδρυσή του ανάγεται στον 5ο π.Χ. αιώνα. Οι υπάρχουσες πινακίδες μάς ενημερώνουν ότι έχει “την ίδια κάτοψη, την ίδια διάταξη χώρων, τον ίδιο προσανατολισμό, από Βορρά προς Νότο, και ενδεχομένως το ίδιο υλικό δομής” με τον αρχαϊκό ναό του 7ου π.Χ. αιώνα, μέτρα πιο πέρα.

Στο εσωτερικό του σηκού του υπήρχε ιωνική ζωφόρος με θέματα από την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία και στο κέντρο του άξονα συμμετρίας του βρίσκονταν ένας μεμονωμένος κίονας ο οποίος έφερε το αρχαιότερο στην ιστορία της αρχιτεκτονικής κορινθιακό κιονόκρανο. Στην εγγύτερη περιοχή βρέθηκαν επίσης θραύσματα από κολοσσιαία αγάλματα.
Το 1814 η ζωφόρος κι άλλα ευρήματα πουλήθηκαν στην Βρετανική κυβέρνηση και έκτοτε κοσμούν την αίθουσα 16 στο ισόγειο του Βρετανικού Μουσείου.
Ένα καλογραμμένο και περιεκτικό άρθρο για τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα μπορείτε να βρείτε εδώ:
Απόλλωνας, Ναός, Βάσσες, Φιγάλεια
Πληρώσαμε εισιτήριο 3? το άτομο και μπήκαμε στην τέντα μαζί με μια μικρή ομάδα τουριστών που εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά.
Ο ναός υψώνονταν τώρα ακριβώς μπροστά μας. Μπορούσαμε θαρρείς ν' απλώσουμε το χέρι και ν' αγγίξουμε την χιλιόχρονη πέτρα.
Μελετήσαμε τις επεξηγηματικές πληροφορίες που υπήρχαν μαζεμένες σε μια πλευρά της εγκατάστασης και έπειτα βαλθήκαμε να περιεργαζόμαστε τον ίδιο τον ναό.
Οι έντονες αντανακλάσεις απουσίαζαν. Το δυνατό φως του ήλιου φιλτράρονταν από το λευκό κάλυμμα και διαχέονταν ασθενικό επάνω στους αρχαίους κίονες, σε πορτοκαλένιες και γαλατερές αποχρώσεις.
Υπήρχε και μια συμπυκνωμένη ησυχία μέσα σ' εκείνο το υπερμέγεθες κουκούλι που όξυνε τις αισθήσεις. Μιλούσαμε χαμηλόφωνα για να μην ταράξουμε τη σιωπή, λες και κάτι αόρατο κοιμόταν πίσω από το σηκό και δεν θέλαμε να το ξυπνήσουμε.
[FONT=Times New Roman, serif]

Κάναμε δυο-τρεις γύρους κι έπειτα βγήκαμε έξω για μια βόλτα στον υπόλοιπο αρχαιολογικό χώρο όπου υπάρχουν σειρές από τρίγλυφα, μετόπες και διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού.

Η όλη βόλτα μας στις Βάσσες ήταν διάρκεια μισής ώρας. Πεινασμένοι πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Φάγαμε στο Ελληνικό, σε μια ταβερνούλα πλάι στη διασταύρωση του κεντρικού δρόμου, υπέροχο παστό με αυγά και γυρίσαμε κουρασμένοι, αλλά χορτασμένοι στη Στεμνίτσα.
Περάσαμε από το φροντισμένο χωριό του Ελληνικού χωρίς να σταματήσουμε και φτάνοντας στον κόμβο της Μεγαλόπολης στρίψαμε με κατεύθυνση την Καρύταινα.
Σε λίγο είδαμε από μακριά το κάστρο της.

Το μεσαιωνικό κάστρο της Καρύταινας χτίστηκε τον 13ο αιώνα, όταν η Πελοπόννησος ήταν φράγκικο κρατίδιο με το όνομα “Πριγκιπάτο της Αχαΐας” και η Καρύταινα έδρα της βαρονίας των Σκορτών, με 22 φέουδα υπό τον έλεγχό της.
Επειδή σαν λαός δεν τα πηγαίναμε καλά με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του πολιτισμικού μας παρελθόντος και επειδή, όταν εκείνα έχαναν τη λειτουργικότητά τους, τα αντιμετωπίζαμε μονάχα ως έτοιμο οικοδομικό υλικό, σήμερα σώζεται μόνο το εξωτερικό μέρος του κάστρου.
Κάποια στιγμή λέγεται ότι θα ξεκινήσουν προσπάθειες συντήρησης κι ανάδειξής του.

Η στάση μας στην Καρύταινα ήταν σύντομη. Αποφασίσαμε να μην ανέβουμε στο κάστρο και περιοριστήκαμε να θαυμάσουμε την θέα από την πλατεία του χωριού. Τραβήξαμε μερικές αποχαιρετιστήριες φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Λίγα χιλιόμετρα μετά την Καρύταινα πετύχαμε μια πινακίδα που μας ενημέρωνε πως εάν ακολουθούσαμε τον δρόμο προς τα δεξιά, θα φτάναμε στον Καταρράκτη του Βρόντου και στο Γεφύρι του Κούκου. Πρόκειται για δύο ξεχωριστές τοποθεσίες στο φαράγγι του Αλφειού που αξίζει να επισκεφτεί κανείς, αλλά που το άλλο μισό της παρέας (μονίμως ασυγκίνητο από τις γλαφυρές περιγραφές των ταξιδιωτικών οδηγών) επέμενε να αφήσουμε για το επόμενο ταξίδι μας, οπότε και τις προσπεράσαμε με ελαφρά την καρδία.

Πετύχαμε την Ανδρίτσαινα παραδομένη σε μια ζηλεμένη μετά-το-φαγητό σιέστα, μισονανουρισμένη από το θρόισμα των πλατανιών της.

Σταματήσαμε να ξεδιψάσουμε σε μια πηγή και ελέγξαμε τους χάρτες μας. Βρισκόμασταν δεκατρία χιλιόμετρα μακριά από τον προορισμό μας. Αφήσαμε την Ανδρίτσαινα έτσι όπως την βρήκαμε και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.
Σε απόσταση αναπνοής από τις Βάσσες πέσαμε επιτέλους σε κίνηση!

Το “μποτιλιάρισμα” δεν κράτησε πολύ και γρήγορα βρεθήκαμε να παρκάρουμε μπροστά στον τεντοσκέπαστο ιερό ναό του πάλαι ποτέ θεού του Ήλιου, (εδώ και κάμποσες δεκαετίες, από το φθινόπωρο του 1987, ένας ολόλευκος συνθετικός πέπλος απομονώνει το ναό από το φυσικό του περιβάλλον).

Ο ναός είναι δωρικός, κατασκευασμένος από τοπικό ασβεστόλιθο, είναι έργο του Ικτίνου και η ίδρυσή του ανάγεται στον 5ο π.Χ. αιώνα. Οι υπάρχουσες πινακίδες μάς ενημερώνουν ότι έχει “την ίδια κάτοψη, την ίδια διάταξη χώρων, τον ίδιο προσανατολισμό, από Βορρά προς Νότο, και ενδεχομένως το ίδιο υλικό δομής” με τον αρχαϊκό ναό του 7ου π.Χ. αιώνα, μέτρα πιο πέρα.

Στο εσωτερικό του σηκού του υπήρχε ιωνική ζωφόρος με θέματα από την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία και στο κέντρο του άξονα συμμετρίας του βρίσκονταν ένας μεμονωμένος κίονας ο οποίος έφερε το αρχαιότερο στην ιστορία της αρχιτεκτονικής κορινθιακό κιονόκρανο. Στην εγγύτερη περιοχή βρέθηκαν επίσης θραύσματα από κολοσσιαία αγάλματα.
Το 1814 η ζωφόρος κι άλλα ευρήματα πουλήθηκαν στην Βρετανική κυβέρνηση και έκτοτε κοσμούν την αίθουσα 16 στο ισόγειο του Βρετανικού Μουσείου.
Ένα καλογραμμένο και περιεκτικό άρθρο για τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα μπορείτε να βρείτε εδώ:
Απόλλωνας, Ναός, Βάσσες, Φιγάλεια
Πληρώσαμε εισιτήριο 3? το άτομο και μπήκαμε στην τέντα μαζί με μια μικρή ομάδα τουριστών που εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά.
Ο ναός υψώνονταν τώρα ακριβώς μπροστά μας. Μπορούσαμε θαρρείς ν' απλώσουμε το χέρι και ν' αγγίξουμε την χιλιόχρονη πέτρα.
Μελετήσαμε τις επεξηγηματικές πληροφορίες που υπήρχαν μαζεμένες σε μια πλευρά της εγκατάστασης και έπειτα βαλθήκαμε να περιεργαζόμαστε τον ίδιο τον ναό.
Οι έντονες αντανακλάσεις απουσίαζαν. Το δυνατό φως του ήλιου φιλτράρονταν από το λευκό κάλυμμα και διαχέονταν ασθενικό επάνω στους αρχαίους κίονες, σε πορτοκαλένιες και γαλατερές αποχρώσεις.
Υπήρχε και μια συμπυκνωμένη ησυχία μέσα σ' εκείνο το υπερμέγεθες κουκούλι που όξυνε τις αισθήσεις. Μιλούσαμε χαμηλόφωνα για να μην ταράξουμε τη σιωπή, λες και κάτι αόρατο κοιμόταν πίσω από το σηκό και δεν θέλαμε να το ξυπνήσουμε.
[FONT=Times New Roman, serif]


Κάναμε δυο-τρεις γύρους κι έπειτα βγήκαμε έξω για μια βόλτα στον υπόλοιπο αρχαιολογικό χώρο όπου υπάρχουν σειρές από τρίγλυφα, μετόπες και διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού.

Η όλη βόλτα μας στις Βάσσες ήταν διάρκεια μισής ώρας. Πεινασμένοι πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Φάγαμε στο Ελληνικό, σε μια ταβερνούλα πλάι στη διασταύρωση του κεντρικού δρόμου, υπέροχο παστό με αυγά και γυρίσαμε κουρασμένοι, αλλά χορτασμένοι στη Στεμνίτσα.