psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.055
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Ημέρα πρώτη – Άφιξη & πρώτη γνωριμία
Αυτό που σίγουρα δεν υπολόγιζα ήταν ότι θα πετάξω με hangover. Βλέπετε όταν είσαι καλεσμένος σε καζάνι την ώρα που βράζουν τα τσίπουρα παραμονή Αγ. Δημητρίου, δε γίνεται να πεις όχι, ακόμα κι αν είναι σχεδόν ημέρα ταξιδιού.
Έτσι με πολύ βαρύ κεφάλι αλλά μεγάλη συνάμα όρεξη έφτασα στο αεροδρόμιο Μακεδονία και πέρασα τον έλεγχο για πτήσεις εκτός Σέγκεν.
Η χαρά μου για πτήση εξωτερικού μεταβλήθηκε σύντομα σε απορία μόλις είδα το μικρό ελικοφόρο. Καλά μ’ αυτό πηγαίνουμε στα νησιά σκέφτηκα, μ’ αυτό θα πάω Βουκουρέστι; Αν και κοντινή η πτήση δε μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα με το γεγονός αυτό, κάτι που βέβαια δεν ήταν ικανό να επηρεάσει το ταξίδι μου:
Ευτυχώς η πτήση ήταν πολύ ήσυχη, δίνοντας μου την ευκαιρία να μελετήσω λίγο από το υλικό του ωδείου που πρόσφατα είχα ξεκινήσει. Μιάμιση ώρα μετά το αεροπλάνο είχε προσγειωθεί στο διεθνές αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου ‘’Henri Coandă’’ ή αλλιώς Otopeni (OTP).
Αφού πέρασα το κλασσικό φαινόμενο στον έλεγχο εισόδου, με τους αστυνομικούς δηλαδή να ξινίζουν βλέποντας Ελληνική ταυτότητα, περνώντας με μάλιστα «χαριστικά» όπως είπαν, λέγοντας μου και την ατάκα ‘’Next time passport’’, απαντώντας ειρωνικά ''οπωσδήποτε'', ξεκίνησα το περπάτημα προς την έξοδο για τη στάση των λεωφορείων. Μακρύ περπάτημα, γύρω στο 15λεπτο, καθώς το terminal ήταν μακριά από εκεί όπως φάνηκε.
Έβγαλα εισιτήριο για το λεωφορείο ‘’783 Express line’’ με το οποίο και θα διένυα την απόσταση των 19 χιλιομέτρων ως τη Piața Romană όπου και είχα ραντεβού με το Νίκο. Βέβαια δεν υπολόγισα την απίστευτη κίνηση που θα επικρατούσε στο κέντρο του Βουκουρεστίου Πέμπτη απόγευμα καθώς ήταν σχεδόν η ώρα που επέστρεφαν όλοι από τις δουλειές τους, ούτε όμως την απίστευτη λογοδιάρροια στο τηλέφωνο που έπιασε τη Ρουμάνα στη μπροστινή θέση επί 45 λεπτά, με αποτέλεσμα το hangover να ενταθεί περισσότερο.
Ευτυχώς ο Νίκος είχε φροντίσει γι’ αυτό εξοπλίζοντας το διαμέρισμα με τις απαραίτητες δίλιτρες συσκευασίες μπύρας (ωραία πατέντα, μπράβο στους Ρουμάνους) προκειμένου να γίνει το απαραίτητο καλωσόρισμα. Καθίσαμε παρέα με τα παιδιά εξιστορώντας μου την εμπειρία τους τις προηγούμενες μέρες στο Brasov, τα χιόνια που δυστυχώς δεν είδαν, τους Ρουμάνους ταρίφες και τις απατεωνιές τους κτλ., κάνοντας παράλληλα σχέδια για ένα καλό βραδινό φαγοπότι.
Οι συστάσεις από τον τρίτο φίλο που ανέφερα, ο οποίος έχρισε (και χρήζει) ερωτικός μετανάστης στο Βουκουρέστι για μερικές μέρες το μήνα, ήταν για το Excalibur Restaurant, ένα ατμοσφαιρικό εστιατόριο κρεατοφαγίας όνομα και πράγμα, οπότε και αποφασίσαμε να το δοκιμάσουμε.
Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε στο τσουχτερό βραδινό κρύο της πόλης. Κατεβήκαμε στη στάση του metro όπου και ο βλάχος θεσσαλονικιός που γράφει την ιστορία πλήρωσε διπλό αντίτιμο εισόδου στο μετρό, μη κατανοώντας τη χρήση των τουρνικέ σε συνδυασμό με το εισιτήριο…
Λίγες μόλις στάσεις μετά φτάσαμε στη στάση ‘’Universitate’’ όπου και κατεβήκαμε, προκειμένου να προχωρήσουμε ως την οδό ‘’Academiei’’ για να βρούμε το restaurant. Η εικόνα στο τέλος της κατηφορικής στοάς με το σπαθί μπηγμένο στον βράχο, και τον ιππότη που μας καλωσόριζε ήταν χαρακτηριστική γι’ αυτό που θα συναντούσαμε.
Ουσιαστικά πρόκειται για «θεματικό» εστιατόριο στο οποίο όλα ήταν στημένα σ’ αυτό το σχέδιο. Σερβιτόροι ντυμένοι με στολές εποχής, μεγάλα ξύλινα τραπέζια ιπποτών, ποτήρια και πιάτα, κρεατικά καρφωμένα με σπαθιά, πυρσοί και αράχνες στους τοίχους, λεκάνη με νερό και λεμόνι στο τραπέζι για πλύσιμο, παραδοσιακές μπύρες και πολλά άλλα, σε ένα σχεδόν υπόγειο χώρο χωρίς φυσικό φωτισμό. Οπωσδήποτε κάτι διαφορετικό και παράλληλα ωραίο, χωρίς να ξεφεύγει προς το κιτς κατά την άποψη μου.
Είχαμε φροντίσει να κλείσουμε ιντερνετικά ένα τραπέζι, αν και νομίζω ότι δεν ήταν απαραίτητο, παραγγέλνοντας τις μπύρες μας στα υπέροχα ποτήρια (τα οποία διατίθενται και προς πώληση) μαζί με ένα μενού ποικιλίας τριών ατόμων -αν και ήμασταν πέντε- μαζί με ορεκτικά.
Λίγη ώρα μετά κατέφτασε μια τάβλα γεμάτη μέχρι επάνω, δημιουργώντας μας ενθουσιασμό:
Πληρώσαμε σε πολύ νορμάλ επίπεδα τιμών και λίγο πριν τις δώδεκα ξαναβγήκαμε στο δρόμο, για να γνωρίσουμε και τη νυχτερινή όψη του Βουκουρεστίου. Προχωρήσαμε περίπου ενάμισι χιλιόμετρο μέχρι να φτάσουμε στη παλιά πόλη, και στα πολύ «γνώριμα» στενάκια της.
Γνώριμα γιατί μου θύμιζαν από τη πρώτη στιγμή τα λαδάδικα της Θεσσαλονίκης, χωρίς να ισχύει απαραίτητα βέβαια κάτι τέτοιο πέρα απ’ τη φαντασία μου, με αποτέλεσμα να αισθάνομαι οικεία:
Κάναμε στάση στο St.Patrick, τη κλασσική Ιρλανδική μπυραρία που μπορεί κανείς να βρεί σε κάθε πόλη σχεδόν αυτού του κόσμου, πίνοντας τις μπύρες μας και βολτάροντας κατόπιν στα στενά της παλιάς πόλης
καταλήγοντας στο Metal Jack για να πιούμε τις τελευταίες ακούγοντας σκληρές μουσικές. Μου έκανε εντύπωση η πειθαρχεία των Ρουμάνων στον αντικαπνιστικό νόμο, κάτι που για χρόνια ολόκληρα είναι θέμα συζήτησης στη χώρα μας.
Λίγο πριν τις τρεις άρχισε να ερημώνει η κατάσταση οπότε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Εντάξει, πήραμε και μια μπύρα στο χέρι για το δρόμο, μας άξιζε…
Αυτό που σίγουρα δεν υπολόγιζα ήταν ότι θα πετάξω με hangover. Βλέπετε όταν είσαι καλεσμένος σε καζάνι την ώρα που βράζουν τα τσίπουρα παραμονή Αγ. Δημητρίου, δε γίνεται να πεις όχι, ακόμα κι αν είναι σχεδόν ημέρα ταξιδιού.
Έτσι με πολύ βαρύ κεφάλι αλλά μεγάλη συνάμα όρεξη έφτασα στο αεροδρόμιο Μακεδονία και πέρασα τον έλεγχο για πτήσεις εκτός Σέγκεν.
Η χαρά μου για πτήση εξωτερικού μεταβλήθηκε σύντομα σε απορία μόλις είδα το μικρό ελικοφόρο. Καλά μ’ αυτό πηγαίνουμε στα νησιά σκέφτηκα, μ’ αυτό θα πάω Βουκουρέστι; Αν και κοντινή η πτήση δε μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα με το γεγονός αυτό, κάτι που βέβαια δεν ήταν ικανό να επηρεάσει το ταξίδι μου:

Ευτυχώς η πτήση ήταν πολύ ήσυχη, δίνοντας μου την ευκαιρία να μελετήσω λίγο από το υλικό του ωδείου που πρόσφατα είχα ξεκινήσει. Μιάμιση ώρα μετά το αεροπλάνο είχε προσγειωθεί στο διεθνές αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου ‘’Henri Coandă’’ ή αλλιώς Otopeni (OTP).
Αφού πέρασα το κλασσικό φαινόμενο στον έλεγχο εισόδου, με τους αστυνομικούς δηλαδή να ξινίζουν βλέποντας Ελληνική ταυτότητα, περνώντας με μάλιστα «χαριστικά» όπως είπαν, λέγοντας μου και την ατάκα ‘’Next time passport’’, απαντώντας ειρωνικά ''οπωσδήποτε'', ξεκίνησα το περπάτημα προς την έξοδο για τη στάση των λεωφορείων. Μακρύ περπάτημα, γύρω στο 15λεπτο, καθώς το terminal ήταν μακριά από εκεί όπως φάνηκε.

Έβγαλα εισιτήριο για το λεωφορείο ‘’783 Express line’’ με το οποίο και θα διένυα την απόσταση των 19 χιλιομέτρων ως τη Piața Romană όπου και είχα ραντεβού με το Νίκο. Βέβαια δεν υπολόγισα την απίστευτη κίνηση που θα επικρατούσε στο κέντρο του Βουκουρεστίου Πέμπτη απόγευμα καθώς ήταν σχεδόν η ώρα που επέστρεφαν όλοι από τις δουλειές τους, ούτε όμως την απίστευτη λογοδιάρροια στο τηλέφωνο που έπιασε τη Ρουμάνα στη μπροστινή θέση επί 45 λεπτά, με αποτέλεσμα το hangover να ενταθεί περισσότερο.
Ευτυχώς ο Νίκος είχε φροντίσει γι’ αυτό εξοπλίζοντας το διαμέρισμα με τις απαραίτητες δίλιτρες συσκευασίες μπύρας (ωραία πατέντα, μπράβο στους Ρουμάνους) προκειμένου να γίνει το απαραίτητο καλωσόρισμα. Καθίσαμε παρέα με τα παιδιά εξιστορώντας μου την εμπειρία τους τις προηγούμενες μέρες στο Brasov, τα χιόνια που δυστυχώς δεν είδαν, τους Ρουμάνους ταρίφες και τις απατεωνιές τους κτλ., κάνοντας παράλληλα σχέδια για ένα καλό βραδινό φαγοπότι.
Οι συστάσεις από τον τρίτο φίλο που ανέφερα, ο οποίος έχρισε (και χρήζει) ερωτικός μετανάστης στο Βουκουρέστι για μερικές μέρες το μήνα, ήταν για το Excalibur Restaurant, ένα ατμοσφαιρικό εστιατόριο κρεατοφαγίας όνομα και πράγμα, οπότε και αποφασίσαμε να το δοκιμάσουμε.
Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε στο τσουχτερό βραδινό κρύο της πόλης. Κατεβήκαμε στη στάση του metro όπου και ο βλάχος θεσσαλονικιός που γράφει την ιστορία πλήρωσε διπλό αντίτιμο εισόδου στο μετρό, μη κατανοώντας τη χρήση των τουρνικέ σε συνδυασμό με το εισιτήριο…

Λίγες μόλις στάσεις μετά φτάσαμε στη στάση ‘’Universitate’’ όπου και κατεβήκαμε, προκειμένου να προχωρήσουμε ως την οδό ‘’Academiei’’ για να βρούμε το restaurant. Η εικόνα στο τέλος της κατηφορικής στοάς με το σπαθί μπηγμένο στον βράχο, και τον ιππότη που μας καλωσόριζε ήταν χαρακτηριστική γι’ αυτό που θα συναντούσαμε.

Ουσιαστικά πρόκειται για «θεματικό» εστιατόριο στο οποίο όλα ήταν στημένα σ’ αυτό το σχέδιο. Σερβιτόροι ντυμένοι με στολές εποχής, μεγάλα ξύλινα τραπέζια ιπποτών, ποτήρια και πιάτα, κρεατικά καρφωμένα με σπαθιά, πυρσοί και αράχνες στους τοίχους, λεκάνη με νερό και λεμόνι στο τραπέζι για πλύσιμο, παραδοσιακές μπύρες και πολλά άλλα, σε ένα σχεδόν υπόγειο χώρο χωρίς φυσικό φωτισμό. Οπωσδήποτε κάτι διαφορετικό και παράλληλα ωραίο, χωρίς να ξεφεύγει προς το κιτς κατά την άποψη μου.

Είχαμε φροντίσει να κλείσουμε ιντερνετικά ένα τραπέζι, αν και νομίζω ότι δεν ήταν απαραίτητο, παραγγέλνοντας τις μπύρες μας στα υπέροχα ποτήρια (τα οποία διατίθενται και προς πώληση) μαζί με ένα μενού ποικιλίας τριών ατόμων -αν και ήμασταν πέντε- μαζί με ορεκτικά.

Λίγη ώρα μετά κατέφτασε μια τάβλα γεμάτη μέχρι επάνω, δημιουργώντας μας ενθουσιασμό:

Πληρώσαμε σε πολύ νορμάλ επίπεδα τιμών και λίγο πριν τις δώδεκα ξαναβγήκαμε στο δρόμο, για να γνωρίσουμε και τη νυχτερινή όψη του Βουκουρεστίου. Προχωρήσαμε περίπου ενάμισι χιλιόμετρο μέχρι να φτάσουμε στη παλιά πόλη, και στα πολύ «γνώριμα» στενάκια της.
Γνώριμα γιατί μου θύμιζαν από τη πρώτη στιγμή τα λαδάδικα της Θεσσαλονίκης, χωρίς να ισχύει απαραίτητα βέβαια κάτι τέτοιο πέρα απ’ τη φαντασία μου, με αποτέλεσμα να αισθάνομαι οικεία:

Κάναμε στάση στο St.Patrick, τη κλασσική Ιρλανδική μπυραρία που μπορεί κανείς να βρεί σε κάθε πόλη σχεδόν αυτού του κόσμου, πίνοντας τις μπύρες μας και βολτάροντας κατόπιν στα στενά της παλιάς πόλης

καταλήγοντας στο Metal Jack για να πιούμε τις τελευταίες ακούγοντας σκληρές μουσικές. Μου έκανε εντύπωση η πειθαρχεία των Ρουμάνων στον αντικαπνιστικό νόμο, κάτι που για χρόνια ολόκληρα είναι θέμα συζήτησης στη χώρα μας.
Λίγο πριν τις τρεις άρχισε να ερημώνει η κατάσταση οπότε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Εντάξει, πήραμε και μια μπύρα στο χέρι για το δρόμο, μας άξιζε…

Last edited: