ipanag
Member
- Μηνύματα
- 316
- Likes
- 153
- Ταξίδι-Όνειρο
- Γύρος του κόσμου
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο]Το πρωί αναχωρώ από το σταθμό της Τασκένδης. Επόμενη στάση, η ξακουστή [B]Σαμαρκάνδη[/B
- Κεφάλαιο 3ο]Στο τρένο δίπλα μου κάθεται μια Αγγλίδα, η Φιόνα. Ταξίδευε μόνη της χωρίς να γνωρίζει καθόλου τη γλώσσα. Η αλήθεια είναι ότι με εξαίρεση τη Σαμαρκάνδη και τη Μπουχάρα, είναι σχεδόν απίθανο να βρεις άνθρωπο να μιλάει έστω και λίγα αγγλικά. Το έβρισκε όμως ενδιαφέρον να προσπαθεί να συνεννοηθεί με νοήματα και συνήθως τα κατάφερνε. Θα ήταν οδηγός για ένα γκρουπ Άγγλων και έκανε το ταξίδι μόνη της για να δει τα ξενοδοχεία και τους ντόπιους ξεναγούς και να βεβαιωθεί ότι όλα είναι εντάξει πριν πραγματοποιηθεί το ταξίδι του πρακτορείου της. Το τοπίο από το παράθυρο του τρένου ήταν όπως το αφήσαμε κοντά στη Σαμαρκάνδη. [B]Στέπες [/B
. Μέγας Αλέξανδρος, δρόμος του μεταξιού, Ταμερλάνος, πόλη γεμάτη ιστορία. Στο δρόμο από το τρένο βλέπω κυρίως έρημο και στο βάθος χιονισμένες βουνοκορφές προς την πλευρά του Κυργυστάν. Είναι ακόμη Απρίλιος και τα ψηλά βουνά δυσπρόσιτα. Το ερημικό τοπίο και οι στέπες από την πλευρά του Ουζμπεκιστάν όμως ετοιμάζονται για το ζεστό καλοκαίρι. Φθάνοντας στη Σαμαρκάνδη νομίζεις ότι βρίσκεις μια όαση. Καταπράσινη και μια λεωφόρος που ο ήλιος δε τη βλέπει από τα πολλά πλατάνια. Σα βγαλμένη από πέρσικο παραμύθι να πω; Δε ξέρω γιατί, αλλά μια τέτοια αίσθηση μου έδωσε. Και ταυτόχρονα ζωντανεύουν οι περιγραφές από τις ιστορίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Σογδιανά.
Από το σταθμό πηγαίνω στο κέντρο της μικρής πόλης με τα κλασσικά πλέον στην πρώην Σοβιετική Ένωση λεωφοριάκια (μινι-βαν) που στα ρώσικα λέγονται μαρσρούτκα. Φθηνό το εισιτήριο, αλλά είμαστε πολύ στριμωγμένοι καθώς έχω και τα πράγματά μου εγώ. Δε θα ήθελα να ήμουν εκεί το καλοκαίρι! Αναζητώ ένα ξενοδοχείο/ξενώνα (Β&Β) για το οποίο είχα διαβάσει καλά λόγια στο internet. Μέσα στα σοκάκια και ανάμεσα σε άλλα σπίτια και αυλές, βρίσκω τη σχετική ταμπέλα. Μια συμπαθητική γυναίκα στην αυλή κοιτάζει αν υπάρχει διαθέσιμο δωμάτιο. Ευτυχώς βρίσκω και τακτοποιούμαι σε ένα πολύ όμορφα διακοσμημένο δωμάτιο. Η υπεύθυνη χαίρεται όταν ακούει ότι έρχομαι από την Ελλάδα και μου λέει ότι τελευταία φορά είχε Έλληνες, πριν 1 χρόνο περίπου. Εδώ στο νότο της χώρας έχουν αλλάξει πολλά. Τα ρώσικα δεν είναι πια κυρίαρχη γλώσσα. Εδώ μιλούν Τατζίκικα, που είναι γλώσσα παρόμοια με τα φαρσί των Περσών. Υπάρχει αρκετός τουρισμός και αρκετοί μιλούν αγγλικά, κάτι που στην Τασκένδη ήταν πολύ σπάνιο.
Γρήγορα βγαίνω έξω για να δω την πόλη. Αρχίζοντας φυσικά από το πολύ γνωστό Registan, το πιο σημαντικό ίσως αξιοθέατο σε όλη την περιοχή. Πρόκειται για να ένα σύμπλεγμα με 3 μαντράσες. Η μαντράσα είναι ισλαμικό σχολείο, κάτι σαν το δικό μας κατηχητικό, όπου τα παιδιά αποκτούν ευρύτερη μόρφωση, γυμνάζοντας σώμα και πνεύμα πέρα από τη διδασκαλία του κορανίου. Αθλήματα, επιστήμες, τέχνες. Τουλάχιστον αυτό γινόταν όταν ήταν σε λειτουργία, γιατί τώρα αποτελούν μόνο τουριστικά αξιοθέατα, χάρη στη μοναδική αρχιτεκτονική των κτηρίων. Ωστόσο αν και Παρασκευή, δεν ακούω κανέναν ιμάμη να διαβάζει το κοράνι, ενώ παζάρια και καταστήματα είναι ανοιχτά. Καμία σχέση με το γνωστό μουσουλμανικό κόσμο. Εδώ δυστυχώς ο τουρισμός έχει φέρει και τα πρώτα ανεπιθύμητα αποτελέσματα σε συνδυασμό με τη διαφθορά. Οι υπάλληλοι που κόβουν τα εισιτήρια, ζητούν πολύ μεγαλύτερο ποσό από το πραγματικό, βάζοντας μια πρόχειρη σφραγίδα στο εισιτήριο και χωρίς να έχουν κάποιο κατάλογο για τη τιμή. Δε μπορείς να κάνεις και πολλά. Όπως και να' χει το Registan, ήταν αρκετά εντυπωσιακό.
Λίγο πιο πέρα ένα ακόμη παζάρι της ανατολής. Μια στοίβα με τα γνωστά πλέον στρογγυλά ψωμιά (λεπιόσκα). Ο μικροπωλητής τα "ξεσκονίζει" με ένα πρόχειρο πανί. Δε θα με εμποδίζει να πάρω ένα για το δρόμο. Θέλω να δω λίγα ακόμη αξιοθέατα πριν κάτσω κάπου για φαγητό. Η Σαμαρκάνδη ήταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του Ταμερλάνου. Πολλά μνημεία σχετικά με αυτόν τον κατακτητή. Μοιάζει σε πολλά με τον Τζένγκις Χαν, αλλά έμεινε λιγότερο γνωστός στην ιστορία. Στη κεντρική πλατεία της πόλης υπάρχει ένα μεγαλοπρεπές άγαλμά του, ενώ το μαυσωλείο είναι από τα πιο εντυπωσιακά κατασκευάσματα στη πόλη.
Το βραδάκι η πόλη ησυχάζει αρκετά. Επιστρέφω και γω νωρίς για ύπνο. Το πρωί αναζητώ το χώρο του πρωινού. Με οδηγούν μέσα από τα σοκάκια σε μια άλλη αυλή ενός γειτονικού κτίσματος. Έξω από ένα δωμάτιο αραδιασμένα τα παπούτσια άλλων συγκατοίκων ταξιδιωτών. Μπαίνω και γω στο δωμάτιο και αντικρίζω ένα πλούσια διακοσμημένο χώρο με φλοκάτες στο πάτωμα και μια μεγάλη ξύλινη σκαλιστή τραπεζαρία όπου κάθονταν όλοι για το πρωϊνό. Μια παρέα Γερμανών, λίγο πιο πέρα ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Γάλλων και άλλος ένας νεαρός συμπατριώτης τους. Κάθομαι και εγώ μαζί τους και εν τω μεταξύ οι γειτόνισσες της αυλής καταφθάνουν με τα χέρια γεμάτα κάθε φορά με διάφορα πιάτα γεμάτα κάθε λογής τοπικές νοστιμιές. Χυλούς, αβγά, κάτι σαν μαρμελάδα και τόσα πολλά ακόμα που ούτε αναγνώριζα περί τίνος πρόκειται. Δοκιμάζαμε όλοι με περιέργεια και τις περισσότερες φορές μέναμε εντυπωσιασμένοι! Ταυτόχρονα πιάσαμε τη κουβέντα με του Γάλλους ταξιδιώτες. Είχαν τόσες πολλές όμορφες ιστορίες να διηγηθούν. Κυρίως από την Περσία. Γι' αυτούς ήταν και το έναυσμα να επισκεφθούν το Ουζμπεκιστάν. Παρά την ηλικία τους είχαν τόση ζωντάνια και όρεξη για ζωή, ταξίδια, αναζήτηση, περιπέτεια. Αλλά και οι υπόλοιποι ταξιδιώτες έδιναν τη δική τους νότα στη συζήτηση. Υπήρχε μια καταπληκτική ηρεμία σ' αυτό το δωμάτιο και στην αυλή. Μοναδικό πρωϊνό!
Αφού χαιρετηθήκαμε, βγήκα λίγο στην πόλη για μερικές βόλτες ακόμη. Το μεσημέρι παίρνω το τρένο για τον επόμενο προορισμό μου. Μπουχάρα.
Από το σταθμό πηγαίνω στο κέντρο της μικρής πόλης με τα κλασσικά πλέον στην πρώην Σοβιετική Ένωση λεωφοριάκια (μινι-βαν) που στα ρώσικα λέγονται μαρσρούτκα. Φθηνό το εισιτήριο, αλλά είμαστε πολύ στριμωγμένοι καθώς έχω και τα πράγματά μου εγώ. Δε θα ήθελα να ήμουν εκεί το καλοκαίρι! Αναζητώ ένα ξενοδοχείο/ξενώνα (Β&Β) για το οποίο είχα διαβάσει καλά λόγια στο internet. Μέσα στα σοκάκια και ανάμεσα σε άλλα σπίτια και αυλές, βρίσκω τη σχετική ταμπέλα. Μια συμπαθητική γυναίκα στην αυλή κοιτάζει αν υπάρχει διαθέσιμο δωμάτιο. Ευτυχώς βρίσκω και τακτοποιούμαι σε ένα πολύ όμορφα διακοσμημένο δωμάτιο. Η υπεύθυνη χαίρεται όταν ακούει ότι έρχομαι από την Ελλάδα και μου λέει ότι τελευταία φορά είχε Έλληνες, πριν 1 χρόνο περίπου. Εδώ στο νότο της χώρας έχουν αλλάξει πολλά. Τα ρώσικα δεν είναι πια κυρίαρχη γλώσσα. Εδώ μιλούν Τατζίκικα, που είναι γλώσσα παρόμοια με τα φαρσί των Περσών. Υπάρχει αρκετός τουρισμός και αρκετοί μιλούν αγγλικά, κάτι που στην Τασκένδη ήταν πολύ σπάνιο.
Γρήγορα βγαίνω έξω για να δω την πόλη. Αρχίζοντας φυσικά από το πολύ γνωστό Registan, το πιο σημαντικό ίσως αξιοθέατο σε όλη την περιοχή. Πρόκειται για να ένα σύμπλεγμα με 3 μαντράσες. Η μαντράσα είναι ισλαμικό σχολείο, κάτι σαν το δικό μας κατηχητικό, όπου τα παιδιά αποκτούν ευρύτερη μόρφωση, γυμνάζοντας σώμα και πνεύμα πέρα από τη διδασκαλία του κορανίου. Αθλήματα, επιστήμες, τέχνες. Τουλάχιστον αυτό γινόταν όταν ήταν σε λειτουργία, γιατί τώρα αποτελούν μόνο τουριστικά αξιοθέατα, χάρη στη μοναδική αρχιτεκτονική των κτηρίων. Ωστόσο αν και Παρασκευή, δεν ακούω κανέναν ιμάμη να διαβάζει το κοράνι, ενώ παζάρια και καταστήματα είναι ανοιχτά. Καμία σχέση με το γνωστό μουσουλμανικό κόσμο. Εδώ δυστυχώς ο τουρισμός έχει φέρει και τα πρώτα ανεπιθύμητα αποτελέσματα σε συνδυασμό με τη διαφθορά. Οι υπάλληλοι που κόβουν τα εισιτήρια, ζητούν πολύ μεγαλύτερο ποσό από το πραγματικό, βάζοντας μια πρόχειρη σφραγίδα στο εισιτήριο και χωρίς να έχουν κάποιο κατάλογο για τη τιμή. Δε μπορείς να κάνεις και πολλά. Όπως και να' χει το Registan, ήταν αρκετά εντυπωσιακό.
Λίγο πιο πέρα ένα ακόμη παζάρι της ανατολής. Μια στοίβα με τα γνωστά πλέον στρογγυλά ψωμιά (λεπιόσκα). Ο μικροπωλητής τα "ξεσκονίζει" με ένα πρόχειρο πανί. Δε θα με εμποδίζει να πάρω ένα για το δρόμο. Θέλω να δω λίγα ακόμη αξιοθέατα πριν κάτσω κάπου για φαγητό. Η Σαμαρκάνδη ήταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του Ταμερλάνου. Πολλά μνημεία σχετικά με αυτόν τον κατακτητή. Μοιάζει σε πολλά με τον Τζένγκις Χαν, αλλά έμεινε λιγότερο γνωστός στην ιστορία. Στη κεντρική πλατεία της πόλης υπάρχει ένα μεγαλοπρεπές άγαλμά του, ενώ το μαυσωλείο είναι από τα πιο εντυπωσιακά κατασκευάσματα στη πόλη.
Το βραδάκι η πόλη ησυχάζει αρκετά. Επιστρέφω και γω νωρίς για ύπνο. Το πρωί αναζητώ το χώρο του πρωινού. Με οδηγούν μέσα από τα σοκάκια σε μια άλλη αυλή ενός γειτονικού κτίσματος. Έξω από ένα δωμάτιο αραδιασμένα τα παπούτσια άλλων συγκατοίκων ταξιδιωτών. Μπαίνω και γω στο δωμάτιο και αντικρίζω ένα πλούσια διακοσμημένο χώρο με φλοκάτες στο πάτωμα και μια μεγάλη ξύλινη σκαλιστή τραπεζαρία όπου κάθονταν όλοι για το πρωϊνό. Μια παρέα Γερμανών, λίγο πιο πέρα ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Γάλλων και άλλος ένας νεαρός συμπατριώτης τους. Κάθομαι και εγώ μαζί τους και εν τω μεταξύ οι γειτόνισσες της αυλής καταφθάνουν με τα χέρια γεμάτα κάθε φορά με διάφορα πιάτα γεμάτα κάθε λογής τοπικές νοστιμιές. Χυλούς, αβγά, κάτι σαν μαρμελάδα και τόσα πολλά ακόμα που ούτε αναγνώριζα περί τίνος πρόκειται. Δοκιμάζαμε όλοι με περιέργεια και τις περισσότερες φορές μέναμε εντυπωσιασμένοι! Ταυτόχρονα πιάσαμε τη κουβέντα με του Γάλλους ταξιδιώτες. Είχαν τόσες πολλές όμορφες ιστορίες να διηγηθούν. Κυρίως από την Περσία. Γι' αυτούς ήταν και το έναυσμα να επισκεφθούν το Ουζμπεκιστάν. Παρά την ηλικία τους είχαν τόση ζωντάνια και όρεξη για ζωή, ταξίδια, αναζήτηση, περιπέτεια. Αλλά και οι υπόλοιποι ταξιδιώτες έδιναν τη δική τους νότα στη συζήτηση. Υπήρχε μια καταπληκτική ηρεμία σ' αυτό το δωμάτιο και στην αυλή. Μοναδικό πρωϊνό!
Αφού χαιρετηθήκαμε, βγήκα λίγο στην πόλη για μερικές βόλτες ακόμη. Το μεσημέρι παίρνω το τρένο για τον επόμενο προορισμό μου. Μπουχάρα.




Attachments
-
79,2 KB Προβολές: 3.577