psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.269
- Likes
- 57.586
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Τι γίνεται, πάλι πετάμε;
Πάλι. Τόσο σύντομα όσο ήρθαμε, πριν προλάβουμε καλά – καλά να καταλάβουμε τι παίζει, σε μια πόλη που αγαπήσαμε αμέσως και περάσαμε πάρα πολύ καλά, έτσι όμως πάει με αυτού του τύπου τις εκδρομές όμως είναι κάτι που γνωρίζαμε εκ των προτέρων.
Με τόσα πράγματα βέβαια που είχαμε ψωνίσει το πακετάρισμα ήταν ένα ζήτημα δύσκολο, με το μόνο που μας άγχωνε ήταν απλά το να χωρέσουν όλα μιας κι ο ναύλος έτσι κι αλλιώς έκανε την αποσκευή μας παραδοτέα. Αφού τα καταφέραμε με τα χίλια ζόρια, μετά το πρωινό βγήκα μια πολύ σύντομη βόλτα όχι μακριά από το hostel, καθώς στο μαγαζί με τις υπέροχες –ποδοσφαιρικές και μη- εμφανίσεις είχα εκκρεμότητες κι έπρεπε ν’ αφήσω μερικά δολάρια, έτσι για να γεμίσω λίγο παραπάνω την ασφυκτικά γεμάτη βαλίτσα μου!
Ο οδηγός ήταν και πάλι στην ώρα του και μάλιστα πολύ ομιλητικός, κι έδειχνε ενδιαφέρον για να μάθει πως περάσαμε εξασκώντας τα λιγοστά Αγγλικά του, κράζοντας παράλληλα τους κινέζους τουρίστες. Η διαδρομή έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ σύντομη ως το ιδιαίτερο αυτό αεροδρόμιο:
Αυτό που δε ξέραμε μια φορά είναι ότι έπρεπε να ξανακάνουμε συνάλλαγμα, μιας και δεν υπήρχε άλλος τρόπος τουλάχιστον πριν τον έλεγχο προκειμένου να προμηθευτούμε τις κλασσικές αποχαιρετιστήριες, αφήνοντας το Λάος με τον τρόπο που έπρεπε:
Οι διαδικασίες αποχώρησης από τη χώρα κράτησαν ευτυχώς ελάχιστα, όπου μαζί με μια μικρή καθυστέρηση μας έδωσαν περισσότερο χρόνο για μερικά ακόμη ψώνια, μερικές ακόμη μπυρίτσες και χάζι στο καυτό και δίχως κλιματισμό αεροδρόμιο. Δείτε business Lounge, δείτε και το σύστημα με τις ομπρελίτσες για τον ήλιο που μπορούσες να προμηθευτείς εφόσον ήθελες, επιστρέφοντας την πριν την επιβίβαση στο αεροσκάφος:
Τελικώς μάθαμε ότι η πτήση μας θα διεξαγόταν με συνεργαζόμενη εταιρεία και όχι με την Bangkok Airways που ήταν κανονικά, η οποία έφερε το όνομα Amelia. Τι Amelia ρε φίλε, σιγά μην είναι και Apelia, «άνοιξε ένα Apelia» που έλεγε και η διαφήμιση (οι 40+ θα με καταλάβετε, οι άλλοι προσπεράστε), είπαμε γελώντας με το Νίκο την ώρα που ξεκινούσαμε χωρίς άλλες χρονοτριβές:
Να και η ένωση των ποταμών μπροστά στη Luang Prabang, που λίγες ώρες πριν τη βλέπαμε από ξηράς και σας περιέγραφα στο προηγούμενο κεφάλαιο:
Τελικά η Amelia ήταν μια από τις καλύτερες εταιρείες που είχαμε πετάξει στη ζωή μας, σερβίροντας μας (στην υπέρ-άνετη οικονομική θέση παρακαλώ) ένα εξαιρετικό ρύζι με μπαχαρικά και χοιρινό, γλυκάκι κέικ φυστικιού, μπύρα παγωμένη και νεράκι. Έξοχα:
Λάος, ψηλά πάνω απ’ τα σύννεφα:
Μιάμιση ώρα μετά είχαμε αρχίσει ήδη να κατεβαίνουμε πάνω από τη χαοτική Μπανγκόκ, προς το ακόμα πιο χαοτικό αεροδρόμιο Suvarnabhumi.
Παρόλο που γινόταν μεγάλος χαμός κυρίως από Ιάπωνες που είχαν φτάσει κατά χιλιάδες παράλληλα με μας, δεν αργήσαμε καθόλου να πάρουμε τη σφραγίδα στο διαβατήριο μιας και δεν απαιτείται βίζα για Έλληνες πολίτες, να παραλάβουμε αποσκευές και να ψαχτούμε για sim και συνάλλαγμα. Σε καμία περίπτωση μη κάνετε το λάθος κι αγοράσετε πριν βγείτε από τον χώρο παραλαβής μιας και οι απατεώνες εκεί έχουν στήσει συντεχνία, ζητώντας αποκλειστικά μετρητά με τις τιμές στα ανταλλακτήρια να είναι ληστρικές, βγάζοντας προφανώς και οι δύο από τους αφελείς τουρίστες.
Με το που βγήκαμε στον κοινό χώρο εξυπηρετηθήκαμε άμεσα, πληρώνοντας 9$ κατ’ άτομο λαμβάνοντας και απεριόριστα δεδομένα κινητής. Δυσκολευτήκαμε όμως να βρούμε τον οδηγό μας, μιας και το σύστημα εκεί με τις μεταφορές ήταν λίγο περίπλοκο, περιμένοντας άνω του αναμενομένου, ωστόσο μικρό το κακό. Εξάλλου που να πάει κάποιος, όσο και να βιάζεσαι, με την κίνηση στους δρόμους της Μπανγκόκ είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θ’ αργήσεις:
Ευτυχώς που ήμασταν εντός προγράμματος, παραλαμβάνοντας τελικά το πολύ ωραίο δωμάτιο στις έξι το απόγευμα. Κάτι έπρεπε να τραβήξει την εξάντληση που ήδη νιώθαμε, όμως μη περιμένετε να σας πω πως κατεβήκαμε για βουτιά και μπύρες στην πισίνα καθώς ξέρετε τις απόψεις μας, μη τα ξαναλέω:
Χωρίς να αφήσουμε τη ζέστη και την υπνηλία να μας καταβάλλει, κατηφορίσαμε γύρω στις εννιά για την πρώτη γνωριμία με την πόλη. Η περιοχή με το όνομα «Ban Phan Thom» που είχαμε διαλέξει για διαμονή ήταν μια καλή επιλογή απ’ ότι φαινόταν, κεντρικά μεν, ήσυχα δε:
Φυσικά αυτό το ήσυχα δε θα κρατούσε παρά λίγα μόνο λεπτά καθώς όσο πιο πολύ κατεβαίναμε προς τον διάσημο πεζόδρομο, τόσο άλλαζαν τα δεδομένα με κόσμο, βαβούρα και συνωστισμό να λαμβάνουν τα σκήπτρα της νύχτας.
Ο «Khao San» για τον οποίο κάνω λόγο, είναι βέβαια το σημείο αναφοράς του κέντρου της Μπανγκόκ και πεζοδρομείται από το απόγευμα και μετά. Εκεί μπορεί να βρει κανείς τα πάντα, όπως καταστήματα, θορυβώδη μπαρ, κράχτες, πάγκους με φαγητό, πολλή φασαρία και κυρίως αμέτρητους τουρίστες. Πάρτε μια γεύση:
Το ανάλογο ντύσιμο ήταν απαραίτητο σε Ταϊλανδικό έδαφος βάσει νόμου:
Πόσο ν’ αντέξουμε σε όλο αυτό το χάος; Ήταν αδύνατο, έτσι αφού βρήκαμε ένα ανταλλακτήριο ώστε να αποκτήσουμε τα πρώτα μας τοπικά χρήματα, στρίψαμε γρήγορα σ’ ένα στενάκι που βρήκαμε μπροστά μας, ανακαλύπτοντας με χαρά το «Happy Bar» όπου δε χρειάστηκε πολλή σκέψη προκειμένου να κάνουμε στάση. Νομίζαμε ότι είναι ιδέα μας πως μυρίζουμε συνεχώς χόρτο, μέχρι που ήρθε οπίτα στη μαστούρα φτιαγμένος ημίγυμνος όπως όλοι σερβιτόρος με το μπαφίδι στο χέρι να μας το επιβεβαιώσει και να μας φέρει πιούμε τις πρώτες LEO, καλωσορίζοντας τους εαυτούς μας στην πόλη. Καταπληκτικό μπαρ, κι ακόμα καλύτερες μουσικές:
Η πείνα όμως που ξαφνικά ήρθε δε μας έδωσε πολλά περιθώρια κινήσεων. Έπρεπε να εξαφανιστεί, για το λόγο αυτό κατεβήκαμε ένα δυο στενά κάτω απ’ τον πεζόδρομο όπου ήταν σα να βρισκόσουν άλλη πόλη, ανακαλύπτοντας ένα πολύ ωραίο υπαίθριο μαγαζάκι – καντίνα, που σέρβιρε σε εξευτελιστικές τιμές τύπου 2€ τοπικά πιάτα. Ήταν ώρα να δοκιμάσουμε το φημισμένο στα πέρατα της υφηλίου «Pad Thai» ,εκεί μάλιστα που έπρεπε:
Το κέντρο της Bangkok ήταν πάρα πολύ ζωντανό οφείλω να πω, όχι πως περιμέναμε κάτι διαφορετικό φυσικά, με την πρώτη αίσθηση στην πόλη να είναι αυτή της γοητευτικής παρακμής, Ασιατικά γοητευτικής, όπως ακριβώς θέλαμε:
Δεν ήμασταν φυσικά για πεζόδρομο που γινόταν ακόμα μεγαλύτερος χαμός όπως βλέπετε, προτιμώντας τον λιγότερο φασαριόζικο δρόμο «ram buttri» ακριβώς από πάνω, κι ένα μαγαζί με σχεδόν αποκλειστικά ντόπιους, ζωντανή μουσική και ωραίο σύστημα με παγωνιέρα για τις μπύρες:
Ήταν η βραδιά του Live όπως αποδείχτηκε, συνεχίζοντας μετά τις 12 λίγο πιο κάτω με ωραιότατες Blues & Rock εκτελέσεις σ’ ένα μαγαζί που θύμιζε κάτι από αγγλική παμπ:
Καθίσαμε αρκετά πίνοντας τις μπύρες μας και αναχωρήσαμε με την κίνηση να έχει σπάσει αρκετά όπως είναι λογικό προς την περιοχή του ξενοδοχείου μας.
Την επόμενη είχαμε αρκετά και σημαντικά να δούμε…
Πάλι. Τόσο σύντομα όσο ήρθαμε, πριν προλάβουμε καλά – καλά να καταλάβουμε τι παίζει, σε μια πόλη που αγαπήσαμε αμέσως και περάσαμε πάρα πολύ καλά, έτσι όμως πάει με αυτού του τύπου τις εκδρομές όμως είναι κάτι που γνωρίζαμε εκ των προτέρων.
Με τόσα πράγματα βέβαια που είχαμε ψωνίσει το πακετάρισμα ήταν ένα ζήτημα δύσκολο, με το μόνο που μας άγχωνε ήταν απλά το να χωρέσουν όλα μιας κι ο ναύλος έτσι κι αλλιώς έκανε την αποσκευή μας παραδοτέα. Αφού τα καταφέραμε με τα χίλια ζόρια, μετά το πρωινό βγήκα μια πολύ σύντομη βόλτα όχι μακριά από το hostel, καθώς στο μαγαζί με τις υπέροχες –ποδοσφαιρικές και μη- εμφανίσεις είχα εκκρεμότητες κι έπρεπε ν’ αφήσω μερικά δολάρια, έτσι για να γεμίσω λίγο παραπάνω την ασφυκτικά γεμάτη βαλίτσα μου!


Ο οδηγός ήταν και πάλι στην ώρα του και μάλιστα πολύ ομιλητικός, κι έδειχνε ενδιαφέρον για να μάθει πως περάσαμε εξασκώντας τα λιγοστά Αγγλικά του, κράζοντας παράλληλα τους κινέζους τουρίστες. Η διαδρομή έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ σύντομη ως το ιδιαίτερο αυτό αεροδρόμιο:

Αυτό που δε ξέραμε μια φορά είναι ότι έπρεπε να ξανακάνουμε συνάλλαγμα, μιας και δεν υπήρχε άλλος τρόπος τουλάχιστον πριν τον έλεγχο προκειμένου να προμηθευτούμε τις κλασσικές αποχαιρετιστήριες, αφήνοντας το Λάος με τον τρόπο που έπρεπε:

Οι διαδικασίες αποχώρησης από τη χώρα κράτησαν ευτυχώς ελάχιστα, όπου μαζί με μια μικρή καθυστέρηση μας έδωσαν περισσότερο χρόνο για μερικά ακόμη ψώνια, μερικές ακόμη μπυρίτσες και χάζι στο καυτό και δίχως κλιματισμό αεροδρόμιο. Δείτε business Lounge, δείτε και το σύστημα με τις ομπρελίτσες για τον ήλιο που μπορούσες να προμηθευτείς εφόσον ήθελες, επιστρέφοντας την πριν την επιβίβαση στο αεροσκάφος:


Τελικώς μάθαμε ότι η πτήση μας θα διεξαγόταν με συνεργαζόμενη εταιρεία και όχι με την Bangkok Airways που ήταν κανονικά, η οποία έφερε το όνομα Amelia. Τι Amelia ρε φίλε, σιγά μην είναι και Apelia, «άνοιξε ένα Apelia» που έλεγε και η διαφήμιση (οι 40+ θα με καταλάβετε, οι άλλοι προσπεράστε), είπαμε γελώντας με το Νίκο την ώρα που ξεκινούσαμε χωρίς άλλες χρονοτριβές:

Να και η ένωση των ποταμών μπροστά στη Luang Prabang, που λίγες ώρες πριν τη βλέπαμε από ξηράς και σας περιέγραφα στο προηγούμενο κεφάλαιο:

Τελικά η Amelia ήταν μια από τις καλύτερες εταιρείες που είχαμε πετάξει στη ζωή μας, σερβίροντας μας (στην υπέρ-άνετη οικονομική θέση παρακαλώ) ένα εξαιρετικό ρύζι με μπαχαρικά και χοιρινό, γλυκάκι κέικ φυστικιού, μπύρα παγωμένη και νεράκι. Έξοχα:

Λάος, ψηλά πάνω απ’ τα σύννεφα:

Μιάμιση ώρα μετά είχαμε αρχίσει ήδη να κατεβαίνουμε πάνω από τη χαοτική Μπανγκόκ, προς το ακόμα πιο χαοτικό αεροδρόμιο Suvarnabhumi.

Παρόλο που γινόταν μεγάλος χαμός κυρίως από Ιάπωνες που είχαν φτάσει κατά χιλιάδες παράλληλα με μας, δεν αργήσαμε καθόλου να πάρουμε τη σφραγίδα στο διαβατήριο μιας και δεν απαιτείται βίζα για Έλληνες πολίτες, να παραλάβουμε αποσκευές και να ψαχτούμε για sim και συνάλλαγμα. Σε καμία περίπτωση μη κάνετε το λάθος κι αγοράσετε πριν βγείτε από τον χώρο παραλαβής μιας και οι απατεώνες εκεί έχουν στήσει συντεχνία, ζητώντας αποκλειστικά μετρητά με τις τιμές στα ανταλλακτήρια να είναι ληστρικές, βγάζοντας προφανώς και οι δύο από τους αφελείς τουρίστες.

Με το που βγήκαμε στον κοινό χώρο εξυπηρετηθήκαμε άμεσα, πληρώνοντας 9$ κατ’ άτομο λαμβάνοντας και απεριόριστα δεδομένα κινητής. Δυσκολευτήκαμε όμως να βρούμε τον οδηγό μας, μιας και το σύστημα εκεί με τις μεταφορές ήταν λίγο περίπλοκο, περιμένοντας άνω του αναμενομένου, ωστόσο μικρό το κακό. Εξάλλου που να πάει κάποιος, όσο και να βιάζεσαι, με την κίνηση στους δρόμους της Μπανγκόκ είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θ’ αργήσεις:

Ευτυχώς που ήμασταν εντός προγράμματος, παραλαμβάνοντας τελικά το πολύ ωραίο δωμάτιο στις έξι το απόγευμα. Κάτι έπρεπε να τραβήξει την εξάντληση που ήδη νιώθαμε, όμως μη περιμένετε να σας πω πως κατεβήκαμε για βουτιά και μπύρες στην πισίνα καθώς ξέρετε τις απόψεις μας, μη τα ξαναλέω:

Χωρίς να αφήσουμε τη ζέστη και την υπνηλία να μας καταβάλλει, κατηφορίσαμε γύρω στις εννιά για την πρώτη γνωριμία με την πόλη. Η περιοχή με το όνομα «Ban Phan Thom» που είχαμε διαλέξει για διαμονή ήταν μια καλή επιλογή απ’ ότι φαινόταν, κεντρικά μεν, ήσυχα δε:


Φυσικά αυτό το ήσυχα δε θα κρατούσε παρά λίγα μόνο λεπτά καθώς όσο πιο πολύ κατεβαίναμε προς τον διάσημο πεζόδρομο, τόσο άλλαζαν τα δεδομένα με κόσμο, βαβούρα και συνωστισμό να λαμβάνουν τα σκήπτρα της νύχτας.

Ο «Khao San» για τον οποίο κάνω λόγο, είναι βέβαια το σημείο αναφοράς του κέντρου της Μπανγκόκ και πεζοδρομείται από το απόγευμα και μετά. Εκεί μπορεί να βρει κανείς τα πάντα, όπως καταστήματα, θορυβώδη μπαρ, κράχτες, πάγκους με φαγητό, πολλή φασαρία και κυρίως αμέτρητους τουρίστες. Πάρτε μια γεύση:


Το ανάλογο ντύσιμο ήταν απαραίτητο σε Ταϊλανδικό έδαφος βάσει νόμου:

Πόσο ν’ αντέξουμε σε όλο αυτό το χάος; Ήταν αδύνατο, έτσι αφού βρήκαμε ένα ανταλλακτήριο ώστε να αποκτήσουμε τα πρώτα μας τοπικά χρήματα, στρίψαμε γρήγορα σ’ ένα στενάκι που βρήκαμε μπροστά μας, ανακαλύπτοντας με χαρά το «Happy Bar» όπου δε χρειάστηκε πολλή σκέψη προκειμένου να κάνουμε στάση. Νομίζαμε ότι είναι ιδέα μας πως μυρίζουμε συνεχώς χόρτο, μέχρι που ήρθε ο

Η πείνα όμως που ξαφνικά ήρθε δε μας έδωσε πολλά περιθώρια κινήσεων. Έπρεπε να εξαφανιστεί, για το λόγο αυτό κατεβήκαμε ένα δυο στενά κάτω απ’ τον πεζόδρομο όπου ήταν σα να βρισκόσουν άλλη πόλη, ανακαλύπτοντας ένα πολύ ωραίο υπαίθριο μαγαζάκι – καντίνα, που σέρβιρε σε εξευτελιστικές τιμές τύπου 2€ τοπικά πιάτα. Ήταν ώρα να δοκιμάσουμε το φημισμένο στα πέρατα της υφηλίου «Pad Thai» ,εκεί μάλιστα που έπρεπε:


Το κέντρο της Bangkok ήταν πάρα πολύ ζωντανό οφείλω να πω, όχι πως περιμέναμε κάτι διαφορετικό φυσικά, με την πρώτη αίσθηση στην πόλη να είναι αυτή της γοητευτικής παρακμής, Ασιατικά γοητευτικής, όπως ακριβώς θέλαμε:


Δεν ήμασταν φυσικά για πεζόδρομο που γινόταν ακόμα μεγαλύτερος χαμός όπως βλέπετε, προτιμώντας τον λιγότερο φασαριόζικο δρόμο «ram buttri» ακριβώς από πάνω, κι ένα μαγαζί με σχεδόν αποκλειστικά ντόπιους, ζωντανή μουσική και ωραίο σύστημα με παγωνιέρα για τις μπύρες:


Ήταν η βραδιά του Live όπως αποδείχτηκε, συνεχίζοντας μετά τις 12 λίγο πιο κάτω με ωραιότατες Blues & Rock εκτελέσεις σ’ ένα μαγαζί που θύμιζε κάτι από αγγλική παμπ:


Καθίσαμε αρκετά πίνοντας τις μπύρες μας και αναχωρήσαμε με την κίνηση να έχει σπάσει αρκετά όπως είναι λογικό προς την περιοχή του ξενοδοχείου μας.


Την επόμενη είχαμε αρκετά και σημαντικά να δούμε…