Περιεχόμενα
Ημέρα 4η (23/5)
Η Τιμισοάρα πρόεκυψε κάπως ξαφνικά, λίγες μέρες πριν φύγουμε από Αθήνα. Ψάχνοντας πληροφορίες για το Νόβι Σαντ, διαπίστωσα ότι αυτό ήταν πολύ κοντά στην Τιμισοάρα. Τη Ρουμανία την είχα επισκεφθεί με τον ίδιο φίλο, πέντε χρόνια πριν και καημός μας είχε μείνει που δεν προλάβαμε να πάμε στην Τιμισοάρα. Ε, δε, το σκεφτήκαμε και πολύ, ψάξαμε να δούμε πώς πάμε εκεί, από το Βελιγράδι, όμως, που ήταν η έδρα μας.
Λοιπόν, παρόλο που το Βελιγράδι αποτελεί την κοντινότερη πόλη από την Τιμισοάρα, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η σύνδεση με αυτό μέσω συγκοινωνίας είναι προβληματική. Πρέπει να κλείσει κανείς εισιτήριο τρένου για την παραμεθόριο πόλη της Σερβίας, Vrsac και από εκεί να πάρει το τρένο για Τιμισοάρα. Υπάρχουν δύο τρένα, ένα πρωινό κι ένα απογευματινό αλλά εμείς θέλαμε να πάμε ημερήσια εκδρομή και δε βόλευαν καθόλου τα ωράρια καθώς πρακτικά μόλις φτάναμε θα έπρεπε σε 1-2 ώρες να γυρνούσαμε πίσω!
Ο μόνος άλλος τρόπος για να πάει κανείς εκεί (εκτός φυσικά από το να νοικιάσει αυτοκίνητο) είναι μέσω του ταξιδιωτικού πρακτορείου Gea Tours, το μόνο που κάνει τακτικά δρομολόγια από/προς Τιμισοάρα (και προς πολλές άλλες πόλεις του εξωτερικού, συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης) με μίνι μπας. Για να κλείσει κανείς, πρέπει να πάρει τηλέφωνο δυο μέρες ακριβώς πριν (ναι, όχι τρεις, ούτε μία!) να αφήσει τα στοιχεία των ταξιδιωτών και ένα τηλέφωνο επικοινωνίας και να σε πάρουν την επόμενη μέρα το απόγευμα να τους πεις από πού ακριβώς να σε παραλάβουν, και πού ακριβώς να σε αφήσουν. Η τιμή, με επιστροφή ήταν 40 ευρώ, αλλά τώρα που γράφω τις γραμμές αυτές είδα ότι τα εισιτήρια φθήνυναν(!!) πήγαν στα 30!!
Αξημέρωτα δώσαμε ραντεβού στην εκκλησία του Alexander Nievsky, 4.30 το πρωί. Ο οδηγός τελικά ήρθε στις 5, πάνω δηλαδή που είχαμε αρχίσει να κρυώνουμε και να ανησυχούμε. Μαζί με εμάς ήταν και 4-5 άλλα άτομα και κινήσαμε για τον μεθοριακό σταθμό του Vrsac με μια σύντομη στάση λίγο πριν τα σύνορα. Στην Τιμισοάρα ήμασταν στις 9.00 το πρωί (8 η ώρα Βελιγραδίου μια και η Ρουμανία έχει την ίδια ώρα με τη δική μας, ενώ η Σερβία πάει μια ώρα πίσω). Είπαμε, λοιπόν, του οδηγού να μας αφήσει στην πλατεία Unirii, τον ρώτησα τι ώρα θα μας έπαιρνε και μας είπε ότι θα μας καλέσει, του επισήμανα ότι επειδή είχαμε δώσει και σερβικό κινητό, λόγω roaming μπορεί να μη λειτουργεί και αν είναι έτσι ας στείλει sms και θα τον πάρω εγώ από το ελληνικό κινητό μου. Πάντως, γύρω στις πέντε μας είπε… Το επισημαίνω αυτό για αργότερα…




Τέλος πάντων, φθάσαμε στην πλατεία Unirii. Μια μεγάλη πλατεία με δυο ναούς να δεσπόζουν αντικρυστά, σε κάθε δηλαδή πλευρά της πλατείας, από τη μία ο καθεδρικός καθολικός ναός και από την άλλη ο σέρβικος ορθόδοξος ναός. Γύρω γύρω από την πλατεία υπάρχουν διάφορα πολύ ωραία κτίρια, ενώ λίγο πιο κάτω ενώνεται με πεζόδρομο με την πλατεία Victorei (Νίκης) μια εκπληκτική πλατεία με μαγαζιά για να κάτσει ή να ψωνίσει κανείς, με την όπερα της πόλης και στην κάτω πλευρά της οποίας δεσπόζει ο μητροπολιτικός ναός της πόλης. Ο ναός είναι επιβλητικός και σε στυλ όχι συνηθισμένο για ορθόδοξους ναούς.




Μια βόλτα στην πόλη μας αποκάλυψε πολλά μικρά σημεία, όπως για παράδειγμα ένα πολύ όμορφο ρολόι από λουλούδια.



Επισκεφθήκαμε, ακόμα, το μουσείο της επανάστασης του 1989. Η είσοδος στο μουσείο είναι δωρεάν και το κτίριο χρήζει ανακαίνισης, αλλά μέσα στις αίθουσες του μπορεί κανείς να δει όλο το ιστορικό της επανάστασης του 1989 που ξεκίνησε από την Τιμισοάρα για να επεκταθεί σε όλη την Ρουμανία και που οδήγησε στην ανατροπή και εκτέλεση του Ν. Τσαουσέσκου και της συζύγου του, Έλενας.




Κάτι βόλτες από εδώ, κάτι βόλτες από εκεί, μια στάση για φαγητό, μερικές φωτογραφίες και σουβενίρ, η ώρα είχε πάει πέντε! Μια και δε μας είχε πάρει τηλέφωνο ο οδηγός από το πρακτορείο, τον παίρνω εγώ στο κινητό που με είχε πάρει το πρωί, το σηκώνει και μας λέει «α, εγώ επιστρέφω από Βουδαπέστη τώρα, άλλος οδηγός θα σας παραλάβει, καλέστε το πρακτορείο». Καλούμε το πρακτορείο, μας δίνουν ένα τηλέφωνο του οδηγού το οποίο ήταν λάθος, ξανακαλούμε το πρακτορείο τους δίνουμε το ελληνικό κινητό για να μας καλέσει εκείνος, περιμένουμε, περιμένουμε τίποτα! Μας έπιασε κρύος ιδρώτας, εκ φύσεως αγχώδης τύπος εγώ, φοβήθηκα μήπως μας άφηνε εκεί ο οδηγός, ξανά τηλέφωνα προς το πρακτορείο, μας δίνουν επιτέλους το σωστό κινητό του οδηγού. Τον καλούμε, δε μας άκουγε καλά, του στέλνουμε sms με το πού είμαστε, τελικά στις επτά επιτέλους ήρθε να μας πάρει. Ε, λέμε, επιτέλους θα επιστρέψουμε Βελιγράδι. Πριτς! Περάσαμε από ένα σημείο κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό να παραλάβουμε κάτι άλλους επιβάτες, και μετά να μην κάνουμε μια παράκαμψη μερικών χιλιομέτρων να παραλάβουμε και άλλη μια κοπέλα από το αεροδρόμιο, της οποίας η πτήση είχε καθυστερήσει; Ε, μετά από αυτά σα να μας φάνηκε ότι ξεκινήσαμε για Βελιγράδι. Προχωρούσαμε, προχωρούσαμε, προχωρούσαμε, σα να μου φάνηκε ότι ο δρόμος ήταν διαφορετικός από αυτόν που πήραμε το πρωί, ρωτάω τον διπλανό μου, ο οποίος μου συστήθηκε ότι είναι από τη «Μακεδονία» αλλά είπα να το προσπεράσω, και μου λέει, α, ναι, θα περάσουμε από άλλη συνοριακή διάβαση, να κάνουμε μια παράκαμψη να αφήσουμε την κοπέλα που πήραμε από το αεροδρόμιο. Δηλαδή την κοπέλα που κάναμε παράκαμψη να πάρουμε από το αεροδρόμιο, κάναμε παράκαμψη καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα, για να την αφήσουμε μερικά χιλιόμετρα μετά τα σύνορα σε ένα χωριό! Η αλήθεια είναι ότι με αυτή την παράκαμψη είχαμε την ευκαιρία να δούμε κάθε μικρό και μεγάλο ρουμάνικο και σέρβικο χωριό που υπήρχε στη διαδρομή. Σε ένα σέρβικο χωριό είδαμε και άγαλμα του Ρόκι Μπαλμπόα (!), ναι του γνωστού, δεν κατάλαβα ακριβώς γιατί του έστησαν άγαλμα!
Ε, τελικά, φθάσαμε επιτέλους στο Βελιγράδι. Αποφασίσαμε να φάμε στο Walters, έναν κεμπαπτζίδικο που μας είχε συστήσει ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος μας, στο δρόμο είδαμε και το νεοκλασικό κτίριο της ελληνικής πρεσβείας. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτό το κεμπαμπτζίδικο νοιώσαμε ότι τρώμε και λίγο αυθεντικά, καθώς δεν ήταν ιδιαίτερα τουριστικό και είχε αρκετούς σέρβους που έτρωγαν είτε pleskavica, το παραδοσιακό μπιφτέκι το οποίο γενικά τίμησα δεόντος, είτε μικρά κεμπάπ μέσα σε σκεπαστή πίτα.
Άλλη, μια μέρα είχε φθάσει στο τέλος της. Η επόμενη ήταν η τελευταία μας μέρα στο Βελιγράδι και η ημέρα της επιστροφής.
Η Τιμισοάρα πρόεκυψε κάπως ξαφνικά, λίγες μέρες πριν φύγουμε από Αθήνα. Ψάχνοντας πληροφορίες για το Νόβι Σαντ, διαπίστωσα ότι αυτό ήταν πολύ κοντά στην Τιμισοάρα. Τη Ρουμανία την είχα επισκεφθεί με τον ίδιο φίλο, πέντε χρόνια πριν και καημός μας είχε μείνει που δεν προλάβαμε να πάμε στην Τιμισοάρα. Ε, δε, το σκεφτήκαμε και πολύ, ψάξαμε να δούμε πώς πάμε εκεί, από το Βελιγράδι, όμως, που ήταν η έδρα μας.
Λοιπόν, παρόλο που το Βελιγράδι αποτελεί την κοντινότερη πόλη από την Τιμισοάρα, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η σύνδεση με αυτό μέσω συγκοινωνίας είναι προβληματική. Πρέπει να κλείσει κανείς εισιτήριο τρένου για την παραμεθόριο πόλη της Σερβίας, Vrsac και από εκεί να πάρει το τρένο για Τιμισοάρα. Υπάρχουν δύο τρένα, ένα πρωινό κι ένα απογευματινό αλλά εμείς θέλαμε να πάμε ημερήσια εκδρομή και δε βόλευαν καθόλου τα ωράρια καθώς πρακτικά μόλις φτάναμε θα έπρεπε σε 1-2 ώρες να γυρνούσαμε πίσω!
Ο μόνος άλλος τρόπος για να πάει κανείς εκεί (εκτός φυσικά από το να νοικιάσει αυτοκίνητο) είναι μέσω του ταξιδιωτικού πρακτορείου Gea Tours, το μόνο που κάνει τακτικά δρομολόγια από/προς Τιμισοάρα (και προς πολλές άλλες πόλεις του εξωτερικού, συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης) με μίνι μπας. Για να κλείσει κανείς, πρέπει να πάρει τηλέφωνο δυο μέρες ακριβώς πριν (ναι, όχι τρεις, ούτε μία!) να αφήσει τα στοιχεία των ταξιδιωτών και ένα τηλέφωνο επικοινωνίας και να σε πάρουν την επόμενη μέρα το απόγευμα να τους πεις από πού ακριβώς να σε παραλάβουν, και πού ακριβώς να σε αφήσουν. Η τιμή, με επιστροφή ήταν 40 ευρώ, αλλά τώρα που γράφω τις γραμμές αυτές είδα ότι τα εισιτήρια φθήνυναν(!!) πήγαν στα 30!!
Αξημέρωτα δώσαμε ραντεβού στην εκκλησία του Alexander Nievsky, 4.30 το πρωί. Ο οδηγός τελικά ήρθε στις 5, πάνω δηλαδή που είχαμε αρχίσει να κρυώνουμε και να ανησυχούμε. Μαζί με εμάς ήταν και 4-5 άλλα άτομα και κινήσαμε για τον μεθοριακό σταθμό του Vrsac με μια σύντομη στάση λίγο πριν τα σύνορα. Στην Τιμισοάρα ήμασταν στις 9.00 το πρωί (8 η ώρα Βελιγραδίου μια και η Ρουμανία έχει την ίδια ώρα με τη δική μας, ενώ η Σερβία πάει μια ώρα πίσω). Είπαμε, λοιπόν, του οδηγού να μας αφήσει στην πλατεία Unirii, τον ρώτησα τι ώρα θα μας έπαιρνε και μας είπε ότι θα μας καλέσει, του επισήμανα ότι επειδή είχαμε δώσει και σερβικό κινητό, λόγω roaming μπορεί να μη λειτουργεί και αν είναι έτσι ας στείλει sms και θα τον πάρω εγώ από το ελληνικό κινητό μου. Πάντως, γύρω στις πέντε μας είπε… Το επισημαίνω αυτό για αργότερα…




Τέλος πάντων, φθάσαμε στην πλατεία Unirii. Μια μεγάλη πλατεία με δυο ναούς να δεσπόζουν αντικρυστά, σε κάθε δηλαδή πλευρά της πλατείας, από τη μία ο καθεδρικός καθολικός ναός και από την άλλη ο σέρβικος ορθόδοξος ναός. Γύρω γύρω από την πλατεία υπάρχουν διάφορα πολύ ωραία κτίρια, ενώ λίγο πιο κάτω ενώνεται με πεζόδρομο με την πλατεία Victorei (Νίκης) μια εκπληκτική πλατεία με μαγαζιά για να κάτσει ή να ψωνίσει κανείς, με την όπερα της πόλης και στην κάτω πλευρά της οποίας δεσπόζει ο μητροπολιτικός ναός της πόλης. Ο ναός είναι επιβλητικός και σε στυλ όχι συνηθισμένο για ορθόδοξους ναούς.




Μια βόλτα στην πόλη μας αποκάλυψε πολλά μικρά σημεία, όπως για παράδειγμα ένα πολύ όμορφο ρολόι από λουλούδια.



Επισκεφθήκαμε, ακόμα, το μουσείο της επανάστασης του 1989. Η είσοδος στο μουσείο είναι δωρεάν και το κτίριο χρήζει ανακαίνισης, αλλά μέσα στις αίθουσες του μπορεί κανείς να δει όλο το ιστορικό της επανάστασης του 1989 που ξεκίνησε από την Τιμισοάρα για να επεκταθεί σε όλη την Ρουμανία και που οδήγησε στην ανατροπή και εκτέλεση του Ν. Τσαουσέσκου και της συζύγου του, Έλενας.




Κάτι βόλτες από εδώ, κάτι βόλτες από εκεί, μια στάση για φαγητό, μερικές φωτογραφίες και σουβενίρ, η ώρα είχε πάει πέντε! Μια και δε μας είχε πάρει τηλέφωνο ο οδηγός από το πρακτορείο, τον παίρνω εγώ στο κινητό που με είχε πάρει το πρωί, το σηκώνει και μας λέει «α, εγώ επιστρέφω από Βουδαπέστη τώρα, άλλος οδηγός θα σας παραλάβει, καλέστε το πρακτορείο». Καλούμε το πρακτορείο, μας δίνουν ένα τηλέφωνο του οδηγού το οποίο ήταν λάθος, ξανακαλούμε το πρακτορείο τους δίνουμε το ελληνικό κινητό για να μας καλέσει εκείνος, περιμένουμε, περιμένουμε τίποτα! Μας έπιασε κρύος ιδρώτας, εκ φύσεως αγχώδης τύπος εγώ, φοβήθηκα μήπως μας άφηνε εκεί ο οδηγός, ξανά τηλέφωνα προς το πρακτορείο, μας δίνουν επιτέλους το σωστό κινητό του οδηγού. Τον καλούμε, δε μας άκουγε καλά, του στέλνουμε sms με το πού είμαστε, τελικά στις επτά επιτέλους ήρθε να μας πάρει. Ε, λέμε, επιτέλους θα επιστρέψουμε Βελιγράδι. Πριτς! Περάσαμε από ένα σημείο κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό να παραλάβουμε κάτι άλλους επιβάτες, και μετά να μην κάνουμε μια παράκαμψη μερικών χιλιομέτρων να παραλάβουμε και άλλη μια κοπέλα από το αεροδρόμιο, της οποίας η πτήση είχε καθυστερήσει; Ε, μετά από αυτά σα να μας φάνηκε ότι ξεκινήσαμε για Βελιγράδι. Προχωρούσαμε, προχωρούσαμε, προχωρούσαμε, σα να μου φάνηκε ότι ο δρόμος ήταν διαφορετικός από αυτόν που πήραμε το πρωί, ρωτάω τον διπλανό μου, ο οποίος μου συστήθηκε ότι είναι από τη «Μακεδονία» αλλά είπα να το προσπεράσω, και μου λέει, α, ναι, θα περάσουμε από άλλη συνοριακή διάβαση, να κάνουμε μια παράκαμψη να αφήσουμε την κοπέλα που πήραμε από το αεροδρόμιο. Δηλαδή την κοπέλα που κάναμε παράκαμψη να πάρουμε από το αεροδρόμιο, κάναμε παράκαμψη καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα, για να την αφήσουμε μερικά χιλιόμετρα μετά τα σύνορα σε ένα χωριό! Η αλήθεια είναι ότι με αυτή την παράκαμψη είχαμε την ευκαιρία να δούμε κάθε μικρό και μεγάλο ρουμάνικο και σέρβικο χωριό που υπήρχε στη διαδρομή. Σε ένα σέρβικο χωριό είδαμε και άγαλμα του Ρόκι Μπαλμπόα (!), ναι του γνωστού, δεν κατάλαβα ακριβώς γιατί του έστησαν άγαλμα!
Ε, τελικά, φθάσαμε επιτέλους στο Βελιγράδι. Αποφασίσαμε να φάμε στο Walters, έναν κεμπαπτζίδικο που μας είχε συστήσει ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος μας, στο δρόμο είδαμε και το νεοκλασικό κτίριο της ελληνικής πρεσβείας. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτό το κεμπαμπτζίδικο νοιώσαμε ότι τρώμε και λίγο αυθεντικά, καθώς δεν ήταν ιδιαίτερα τουριστικό και είχε αρκετούς σέρβους που έτρωγαν είτε pleskavica, το παραδοσιακό μπιφτέκι το οποίο γενικά τίμησα δεόντος, είτε μικρά κεμπάπ μέσα σε σκεπαστή πίτα.
Άλλη, μια μέρα είχε φθάσει στο τέλος της. Η επόμενη ήταν η τελευταία μας μέρα στο Βελιγράδι και η ημέρα της επιστροφής.
Last edited by a moderator: