demie
Member
- Μηνύματα
- 411
- Likes
- 804
Περιεχόμενα
2η μέρα: 19 Μαΐου 2016
Ξύπνησα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι: κάτι η ανυπομονησία μου, κάτι το φως που έμπαινε από ένα παραθυράκι οροφής… δεν ήθελε και πολύ! Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κοιτάξω από το παράθυρο τον καιρό μιας και τα sites είχαν προβλέψει βροχή εκείνη τη μέρα. Δυστυχώς βγήκαν αληθινά, αλλά τίποτα δε μάς πτοούσε. Ήμασταν στη Βενετίαααααααα!!!
Κατεβήκαμε στο σαλονάκι για να πάρουμε το πρωινό μας. Είχαμε “συνεννοηθεί” με την κυριούλα που θα μάς το ετοίμαζε, και όταν λέω συνεννοηθεί, εννοώ πως δε γνώριζε αγγλικά, ούτε εμείς ιταλικά... οπότε βρήκαμε στον οδηγό μας πως το πρωινό λέγεται “κολατσιόνε”, ξέραμε τους αριθμούς οπότε της πετάξαμε και ένα “νόβε” και έτσι στις 9 που πήγαμε, το πρωινό μάς περίμενε.
Δε θα πω πως ήταν πλούσιο: 1 κρουασάν, 1 γιαούρτι, 2 φρυγανιές, μέλι, κρεμώδες τυράκι, βούτυρο, μαρμελάδα για τον καθένα μας και ήπιαμε ζεστή σοκολάτα.
Ευτυχώς, η βροχή είχε σταματήσει, κρυάκι είχε πάντως.
Την πρώτη στάση μας την κάναμε στο στενότερο δρομάκι της Βενετίας, Calletta Varisco, 53 εκατοστά.
Στη συνέχεια, κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία Αγ. Μάρκου και είδαμε αυτές τις υπέροχες εικόνες! Σαν ψεύτικα σκηνικά ήταν…
Παρατηρήσαμε πως σκουπιδοτενεκέδες δεν υπήρχαν και οι κάτοικοι άφηναν τα σκουπίδια τους κάτω. Την τελευταία μέρα, είδαμε και πως τα μάζευαν...
Ζόρικο αν σκεφτούμε πως κουβαλάνε τόσο βάρος έτσι για ώρα και πως οι γεφυρούλες αποτελούνται από μικρά μικρά σκαλοπατάκια. Τους κούριερ, μεταφορείς, ακόμα και τους γονείς με τα καρότσια τους λυπήθηκε η ψυχή μου, αγκομαχούσαν κάποιες φορές.
Φτάσαμε στην πλατεία Αγ.Μάρκου, κόοοοσμος! Η ώρα κόντευε 11 και γινόταν χαμός από γκρουπς.
Κατευθυνθήκαμε προς το παλάτι του Δόγη για το οποίο είχαμε κλείσει εισιτήρια για “Secret itineraries”. Ψάχνοντας για κάτι άσχετο στο “Le routard” (γαλλικό forum), έπεσα σε μια συζήτηση σχετική και όλοι έλεγαν πως είναι “must”. 2 βδομάδες πριν πήγα να κλείσω αλλά δεν υπήρχε διαθεσιμότητα στις αγγλικές ξεναγήσεις για καμία από τις μέρες που θα ήμασταν εκεί. Τελικά κλείσαμε στη γαλλική ξενάγηση των 12:00, παρόλο που ο άντρας μου δεν ξέρει γρι γαλλικά. Του έκανα τη μετάφραση όποτε μπορούσα. Καλύτερα από το να μην πηγαίναμε καθόλου. Εκτός από αγγλικά και γαλλικά, είχε και στα ιταλικά για όποιον ενδιαφέρεται. Το κάθε εισιτήριο κόστιζε 20,50 ευρώ και τα κλείσαμε από το vivaticket. Εκτός από τους χώρους που βλέπεις έτσι και αλλιώς, περιλαμβάνει και ξενάγηση η οποία διαρκεί 1:20’ και μαθαίνεις πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες, και πηγαίνεις και σε μέρη τα οποία δεν μπορείς να δεις μόνος σου..
Έξω από το παλάτι υπήρχαν, θεωρητικά, 3 ουρές. Η αριστερή για ν’ αγοράσεις εισιτήριο, η μεσαία για όσους είχαν προπληρώσει και η δεξιά για τις “μυστικές διαδρομές”. Και όταν λέω θεωρητικά, εννοώ πως στην πράξη ο καθένας στεκόταν όπου ήθελε, παρόλο που υπήρχαν ταμπελίτσες στην αρχή κάθε ουράς. Για τις 2 πρώτες, δεν το συζητώ καν ήταν ένα μπουλούκι δηλ. και να ήθελες να καθίσεις στη σωστή ουρά, απλά δε γινόταν. Εμείς καθίσαμε στη σωστή και ενώ ήμασταν οι μόνοι τη δεδομένη στιγμή για τις “μυστικές διαδρομές”, περιμέναμε τόση ώρα επειδή οι άλλοι ήταν σε λάθος σειρά και όταν έφταναν στον υπεύθυνο δεν τους άφηνε να περάσουν. Τέλος πάντων, είχαμε εκτυπώσει την κράτηση (έπρεπε να είμαστε 1 ώρα πριν), μας έδωσαν τα εισιτήρια, περάσαμε και τον έλεγχο και βρεθήκαμε στην εσωτερική αυλή του παλατιού…
Ευτυχώς που προλάβαμε και τη θαυμάσαμε, βγάλαμε και φωτογραφίες γιατί ξαναξεκίνησε να βρέχει.
Δε μας εμπόδισε σε κάτι όμως γιατί θα μπαίναμε μέσα. Μέχρι να ξεκινήσει η ξενάγηση είχαμε λίγο χρόνο να χαζέψουμε κάτω.
Ωραία γόνδολα...
και μετά ανεβήκαμε.
Είδαμε την πανέμορφη χρυσή σκάλα…
Την αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου και της Συγκλήτου...
Κόντευε η ώρα 12 και έτσι κατευθυνθήκαμε προς το σημείο συνάντησης.
Όσοι δεν ενδιαφέρεστε για το περιεχόμενο της ξενάγησης, μπορείτε να σταματήσετε να διαβάζετε εδώ, τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο!
Από αυτήν την πορτούλα (απέναντι από τις τουαλέτες) μπήκαμε και ξεκίνησε η ξενάγηση της ανοδικής διαδρομής που ακολουθήσαμε...
Αρχικά μάς μίλησε και μάς εξήγησε μερικά πράγματα για το αξίωμα του Δόγη, ο οποίος εκλεγόταν από τους ευγενείς και έπρεπε να είναι περίπου από 60 έως 80 χρονών για να έχει περισσότερη ωριμότητα και εμπειρία.
Τα κελιά που βρισκόντουσαν στο ισόγειο, τα λεγόμενα “πηγάδια”, ήταν τα χειρότερα, 6 μήνες το πολύ άντεχε κάποιος εκεί καθώς πλημμύριζαν, είχε πολλή ζέστη το καλοκαίρι, πολύ κρύο το χειμώνα και υγρασία και εκτός αυτού, υπήρχαν αρουραίοι οι οποίοι μετέδιδαν αρρώστιες. Σε κάθε κελί χωρούσε 1 ή 2 κρατούμενοι και οι φυλακές αυτές προορίζονταν για τους πολιτικούς οι οποίοι πρόδιδαν τηΒενετία.
Στη συνέχεια είδαμε κελιά με ξύλινα κρεβάτια (κάποτε υπήρχε και ένα ραφάκι καθώς και ένα δοχείο για την ανάγκη τους).
Όσο λιγότερο σοβαρό ήταν το αδίκημα, τόσο πιο ψηλά ήταν το κελί.
Ανεβήκαμε μια στενή σκαλίτσα και βρεθήκαμε στο κελί που λεγόταν “φούρνος” καθώς έφτανε τους 35-40 βαθμούς Κελσίου και ήταν σαν απομόνωση έτσι ώστε να σκεφτούν το παράπτωμά που είχαν διαπράξει και κατ’ επέκταση να ομολογήσουν. Όλοι οι κρατούμενοι είχαν δικαίωμα σε γιατρό και δικηγόρο και το κράτος τούς έδινε κάποια χρήματα ώστε να καλυτερέψει λίγο η ζωή τους μέσα στη φυλακή.
Συνεχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε την στενή σκαλίτσα και βρεθήκαμε στο γραφείο της γραμματέως, όπου υπήρχε ένα μικρό παραθυράκι και ένα μικρό καθρέφτη ώστε να διαχέεται το φως. Όσοι δούλευαν κοντά στον Δόγη πληρωνόντουσαν πολύ καλά για να μην αποκαλύπτουν τα μυστικά του. Ο κάτω από τον Δόγη έπαιρνε σε αναλογία περίπου 500.000 ευρώ το χρόνο (ύστερα από έναν πρόχειρο υπολογισμό της ξεναγού!).
Στη συνέχεια πήγαμε στην αίθουσα των αρχείων όπου φυλασσόντουσαν γύρω στα 15.000.000 έγγραφα (υπήρχαν και αντίγραφα σε περίπτωση πυρκαγιάς).
Κάθε ντουλαπάκι ανήκε σε έναν Δόγη που έφερε το οικόσημό του και περιείχε τα έγγραφά του. 2 ντουλαπάκια είχαν το ίδιο οικόσημο γιατί ο πατέρας σκοτώθηκε στην Κωνσταντινούπολη και προς τιμήν του, τη θέση του την πήρε ο γιος του. Αυτό έγινε κατ’ εξαίρεση καθώς όπως προείπαμε το αξίωμα του Δόγη δεν ήταν κληρονομικό. Τα τελευταία ντουλαπάκια δεν είχαν οικόσημο καθώς προορίζονταν για τους μελλοντικούς Δόγηδες.
Τα έγγραφα εκτός από την πυρκαγιά, απειλούνταν και από τους αρουραίους. Οι Βενετοί μεγάλοι έμποροι, δε θα μπορούσαν να σκεφτούν τίποτ’ άλλο παρά να φέρουν… γάτες από την Αίγυπτο και Συρία (νομίζω) τις οποίες άφησαν να κυκλοφορούν ελεύθερες στην αίθουσα των εγγράφων. Στην αίθουσα αυτή παρατηρήσαμε και το πάτωμα το οποίο είναι φτιαγμένο από ανθεκτικό υλικό ώστε να μη “φουσκώνει”. Εκτός αυτού η πόρτα είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να κλείνει εύκολα όταν η γραμματέας ήταν φορτωμένη με έγγραφα.
Η διπλανή αίθουσα είναι η αίθουσα των βασανιστηρίων. Τους έδεναν τα χέρια με το σκοινί και όσο δεν ομολογούσαν τόσο τραβούσαν το σκοινί και έσπαγαν τα κόκαλα της ωμοπλάτης. Στο βασανιστήριο, το οποίο μπορούσε να κρατήσει το πολύ μια ώρα, παρευρισκόταν και γιατρός ο οποίος μπορούσε να παρέμβει όταν έκρινε πως απειλούταν η ζωή του βασανιζόμενου, καθώς σκοπός δεν ήταν να πεθάνει. Από το μπαλκονάκι παρακολουθούσαν οι μελλοντικοί βασανιζόμενοι.
Συνέχεια είχε το κελί του Καζανόβα, του μεγάλου αυτού μυθιστοριογράφου που έχει μείνει στην ιστορία σαν φοβερός καρδιοκατακτητής...
Βρισκόταν στα Piombi δηλ. στα κελιά τα οποία βρισκόντουσαν στον τελευταίο όροφο και κάτω από μολύβδινη οροφή (οι συνθήκες ήταν καλύτερες από τα κελιά “πηγάδια”) και ήταν αρκετά μεγάλο.
Τον συνέλαβαν για ύβρη προς τα θεία το 1757. Η δίκη κράτησε μόλις μισή ώρα και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 χρόνων, αλλά τελικά κάθισε έναν: μπήκε καλοκαίρι, οπότε στην ουσία πέρασε δύο καλοκαίρια στο ζεστό αυτό κελί, το οποίο ήταν όλο ξύλινο.
Ο Καζανόβα άρχισε να οργανώνει την απόδρασή του. Το κελί του ήταν απομονωμένο και μόνο ο φύλακας που τον πρόσεχε ερχόταν σε επαφή μαζί του. Μετακινούσε το κρεβάτι, σκάλιζε το ξύλινο πάτωμα με ένα κομμάτι σίδερο και όταν ερχόταν ο φύλακας να του δώσει φαγητό το έβαζε στη θέση του. Σκάλιζε, σκάλιζε και όταν έβλεπε φως να έρχεται από το πάτωμα που σήμαινε πως κάποιος δούλευε στον από κάτω όροφο σταματούσε. Το πλάνο του, προφανώς, δεν το είχε σκεφτεί και πολύ καλά, καθώς από κάτω του ακριβώς, βρισκόταν η αίθουσα κάποιου συμβουλίου, αλλά τί να έκανε; Μια μέρα, λοιπόν, πριν αποδράσει, έρχεται ο φύλακας και του ανακοινώνει τα “ευχάριστα” νέα πως “παίρνει προαγωγή” και αλλάζει κελί!!!
Προχωρήσαμε και μεις και αφού περάσαμε από μια αίθουσα με λόγχες, όπλα, ασπίδες, κτλ και τη σοφίτα, φτάσαμε στο καινούργιο κελί του Καζανόβα, το οποίο ήταν λιγότερο ζεστό. Του μετέφεραν και τα έπιπλα και καθώς τράβηξε το κρεβάτι ο φύλακας, είδε την τρύπα που είχε σκάψει ο Καζανόβα. Ο φύλακας δεν μπορούσε να τον καταδώσει γιατί ο Καζανόβα είχε ελεγχθεί πριν μπει φυλακή και δε βρέθηκε το σίδερο πουθενά, επίσης ο φύλακας ήταν ο μόνος που ερχόταν σ’ επαφή μαζί του, οπότε θα φαινόταν πως τον βοήθησε δίνοντας του εκείνος το σίδερο. Οι κρατούμενοι είχαν μόνο ένα κοκάλινο κουτάλι το οποίο δεν ήταν ικανό να σκαλίσει το ξύλο. Ο Καζανόβα έκρυψε το σίδερο μέσα στην πολυθρόνα οπότε, εφόσον μεταφέρθηκαν όλα του τα πράγματα, το είχε μαζί του και στο νέο κελί. Όμως ο φύλακας τον παρακολουθούσε και έτσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Στο πιο πέρα κελί ήταν κρατούμενος ένας ιερέας και καθώς δεν μπορούσαν να έχουν συνομιλίες μεταξύ τους, άρχισαν να ανταλλάσσουν βιβλία στα οποία έκρυβαν γράμματα στα οποία ο Καζανόβα τού εξηγούσε την προηγούμενη του απόπειρα και τον ρώτησε αν θέλει να αποδράσει μαζί του. Ο ιερέας απήντησε θετικά και έτσι ξεκίνησε το σχέδιο. Ο Καζανόβα, εφόσον παρακολουθείτο έπρεπε με κάποιο τρόπο να περάσει το σίδερο στον ιερέα για να κάνει αυτός όλη τη δουλειά Έτσι, ζητάει από τον φύλακα να του αγοράσει την πιο όμορφη και μεγάλη Βίβλο που μπορούσε να βρει. Πράγματι ο φύλακας τη βρήκε και έτσι ο Καζανόβα έκρυψε μέσα το κομμάτι σίδερο. Ο ιερέας άνοιξε τρύπα στο ταβάνι του και βρέθηκε στα δοκάρια, περπάτησε και έφτασε πάνω από το κελί του Καζανόβα και άρχισε να σκαλίζει το ταβάνι του.
Μετά από κάποιους μήνες που τελείωσε το “έργο” του ήταν έτοιμοι για τη μεγάλη απόδραση. Όντως, έγινε έτσι όπως τα είχαν σχεδιάσει, κατάφεραν να περπατήσουν στα δοκάρια και να περάσουν πάνω από τα κελιά και εν τέλει βρήκαν τρόπο και κατέβηκαν, πήραν τη διαδρομή που κάναμε και μεις (με αντίθετη όμως κατεύθυνση) και βρέθηκαν σε μια μεγάλη κλειδωμένη πόρτα, αλλά να γυρίσουν πίσω δε γινόταν. Σε κάποια φάση είδε ο φύλακας δύο κυρίους να περιμένουν πίσω από την κλειδωμένη πόρτα και σήμανε συναγερμό. Νομίζοντας όμως πως οι τύποι αυτοί ανήκουν στο συμβούλιο του Δόγη και τούς κλείδωσε μέσα κατά λάθος, σήμανε λάθος συναγερμό και οι πόρτες άνοιξαν! Έφυγαν, λοιπόν, έφτασαν στο Μέστρε και χωρίστηκαν. Από εκεί πήραν άλογα και τελικά ο Καζανόβα κατέληξε στη Γαλλία όπου έμεινε 18 χρόνια.
Αυτή ήταν η ιστορία του Καζανόβα. Η ξεναγός μάς πρότεινε να διαβάσουμε τα "απομνημονεύματα του Καζανόβα" για περισσότερες λεπτομέρειες. Ήδη τα ανακάλυψα και περιμένουν να τα διαβάσω!
Ξεκινήσαμε την καθοδική μας πορεία, περάσαμε από την αίθουσα των Ιεροεξεταστών και των Δικαστών. Είδαμε και το “Στόμα της αλήθειας” και η ξεναγός μάς εξήγησε πως υπήρχαν στην πόλη διάσπαρτα και έριχνες στο στόμα το χαρτάκι και “κάρφωνες” τον “διπλανό σου” όταν ήξερες πως παρανομεί.
Η ξενάγηση τελείωσε και ενώ είχα διαβάσει πως ένα μυστικό πέρασμα θα μάς οδηγούσε σε κάποια αίθουσα του παλατιού, μυστικό πέρασμα δεν είδα ούτε και η ξεναγός μάς είπε κάτι.
Ξύπνησα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι: κάτι η ανυπομονησία μου, κάτι το φως που έμπαινε από ένα παραθυράκι οροφής… δεν ήθελε και πολύ! Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κοιτάξω από το παράθυρο τον καιρό μιας και τα sites είχαν προβλέψει βροχή εκείνη τη μέρα. Δυστυχώς βγήκαν αληθινά, αλλά τίποτα δε μάς πτοούσε. Ήμασταν στη Βενετίαααααααα!!!

Κατεβήκαμε στο σαλονάκι για να πάρουμε το πρωινό μας. Είχαμε “συνεννοηθεί” με την κυριούλα που θα μάς το ετοίμαζε, και όταν λέω συνεννοηθεί, εννοώ πως δε γνώριζε αγγλικά, ούτε εμείς ιταλικά... οπότε βρήκαμε στον οδηγό μας πως το πρωινό λέγεται “κολατσιόνε”, ξέραμε τους αριθμούς οπότε της πετάξαμε και ένα “νόβε” και έτσι στις 9 που πήγαμε, το πρωινό μάς περίμενε.

Ευτυχώς, η βροχή είχε σταματήσει, κρυάκι είχε πάντως.
Την πρώτη στάση μας την κάναμε στο στενότερο δρομάκι της Βενετίας, Calletta Varisco, 53 εκατοστά.
Στη συνέχεια, κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία Αγ. Μάρκου και είδαμε αυτές τις υπέροχες εικόνες! Σαν ψεύτικα σκηνικά ήταν…
Παρατηρήσαμε πως σκουπιδοτενεκέδες δεν υπήρχαν και οι κάτοικοι άφηναν τα σκουπίδια τους κάτω. Την τελευταία μέρα, είδαμε και πως τα μάζευαν...
Ζόρικο αν σκεφτούμε πως κουβαλάνε τόσο βάρος έτσι για ώρα και πως οι γεφυρούλες αποτελούνται από μικρά μικρά σκαλοπατάκια. Τους κούριερ, μεταφορείς, ακόμα και τους γονείς με τα καρότσια τους λυπήθηκε η ψυχή μου, αγκομαχούσαν κάποιες φορές.
Φτάσαμε στην πλατεία Αγ.Μάρκου, κόοοοσμος! Η ώρα κόντευε 11 και γινόταν χαμός από γκρουπς.

Κατευθυνθήκαμε προς το παλάτι του Δόγη για το οποίο είχαμε κλείσει εισιτήρια για “Secret itineraries”. Ψάχνοντας για κάτι άσχετο στο “Le routard” (γαλλικό forum), έπεσα σε μια συζήτηση σχετική και όλοι έλεγαν πως είναι “must”. 2 βδομάδες πριν πήγα να κλείσω αλλά δεν υπήρχε διαθεσιμότητα στις αγγλικές ξεναγήσεις για καμία από τις μέρες που θα ήμασταν εκεί. Τελικά κλείσαμε στη γαλλική ξενάγηση των 12:00, παρόλο που ο άντρας μου δεν ξέρει γρι γαλλικά. Του έκανα τη μετάφραση όποτε μπορούσα. Καλύτερα από το να μην πηγαίναμε καθόλου. Εκτός από αγγλικά και γαλλικά, είχε και στα ιταλικά για όποιον ενδιαφέρεται. Το κάθε εισιτήριο κόστιζε 20,50 ευρώ και τα κλείσαμε από το vivaticket. Εκτός από τους χώρους που βλέπεις έτσι και αλλιώς, περιλαμβάνει και ξενάγηση η οποία διαρκεί 1:20’ και μαθαίνεις πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες, και πηγαίνεις και σε μέρη τα οποία δεν μπορείς να δεις μόνος σου..
Έξω από το παλάτι υπήρχαν, θεωρητικά, 3 ουρές. Η αριστερή για ν’ αγοράσεις εισιτήριο, η μεσαία για όσους είχαν προπληρώσει και η δεξιά για τις “μυστικές διαδρομές”. Και όταν λέω θεωρητικά, εννοώ πως στην πράξη ο καθένας στεκόταν όπου ήθελε, παρόλο που υπήρχαν ταμπελίτσες στην αρχή κάθε ουράς. Για τις 2 πρώτες, δεν το συζητώ καν ήταν ένα μπουλούκι δηλ. και να ήθελες να καθίσεις στη σωστή ουρά, απλά δε γινόταν. Εμείς καθίσαμε στη σωστή και ενώ ήμασταν οι μόνοι τη δεδομένη στιγμή για τις “μυστικές διαδρομές”, περιμέναμε τόση ώρα επειδή οι άλλοι ήταν σε λάθος σειρά και όταν έφταναν στον υπεύθυνο δεν τους άφηνε να περάσουν. Τέλος πάντων, είχαμε εκτυπώσει την κράτηση (έπρεπε να είμαστε 1 ώρα πριν), μας έδωσαν τα εισιτήρια, περάσαμε και τον έλεγχο και βρεθήκαμε στην εσωτερική αυλή του παλατιού…
Ευτυχώς που προλάβαμε και τη θαυμάσαμε, βγάλαμε και φωτογραφίες γιατί ξαναξεκίνησε να βρέχει.

Ωραία γόνδολα...
και μετά ανεβήκαμε.
Είδαμε την πανέμορφη χρυσή σκάλα…
Την αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου και της Συγκλήτου...

Κόντευε η ώρα 12 και έτσι κατευθυνθήκαμε προς το σημείο συνάντησης.
Όσοι δεν ενδιαφέρεστε για το περιεχόμενο της ξενάγησης, μπορείτε να σταματήσετε να διαβάζετε εδώ, τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο!
Από αυτήν την πορτούλα (απέναντι από τις τουαλέτες) μπήκαμε και ξεκίνησε η ξενάγηση της ανοδικής διαδρομής που ακολουθήσαμε...
Αρχικά μάς μίλησε και μάς εξήγησε μερικά πράγματα για το αξίωμα του Δόγη, ο οποίος εκλεγόταν από τους ευγενείς και έπρεπε να είναι περίπου από 60 έως 80 χρονών για να έχει περισσότερη ωριμότητα και εμπειρία.
Τα κελιά που βρισκόντουσαν στο ισόγειο, τα λεγόμενα “πηγάδια”, ήταν τα χειρότερα, 6 μήνες το πολύ άντεχε κάποιος εκεί καθώς πλημμύριζαν, είχε πολλή ζέστη το καλοκαίρι, πολύ κρύο το χειμώνα και υγρασία και εκτός αυτού, υπήρχαν αρουραίοι οι οποίοι μετέδιδαν αρρώστιες. Σε κάθε κελί χωρούσε 1 ή 2 κρατούμενοι και οι φυλακές αυτές προορίζονταν για τους πολιτικούς οι οποίοι πρόδιδαν τηΒενετία.
Στη συνέχεια είδαμε κελιά με ξύλινα κρεβάτια (κάποτε υπήρχε και ένα ραφάκι καθώς και ένα δοχείο για την ανάγκη τους).
Όσο λιγότερο σοβαρό ήταν το αδίκημα, τόσο πιο ψηλά ήταν το κελί.
Ανεβήκαμε μια στενή σκαλίτσα και βρεθήκαμε στο κελί που λεγόταν “φούρνος” καθώς έφτανε τους 35-40 βαθμούς Κελσίου και ήταν σαν απομόνωση έτσι ώστε να σκεφτούν το παράπτωμά που είχαν διαπράξει και κατ’ επέκταση να ομολογήσουν. Όλοι οι κρατούμενοι είχαν δικαίωμα σε γιατρό και δικηγόρο και το κράτος τούς έδινε κάποια χρήματα ώστε να καλυτερέψει λίγο η ζωή τους μέσα στη φυλακή.
Συνεχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε την στενή σκαλίτσα και βρεθήκαμε στο γραφείο της γραμματέως, όπου υπήρχε ένα μικρό παραθυράκι και ένα μικρό καθρέφτη ώστε να διαχέεται το φως. Όσοι δούλευαν κοντά στον Δόγη πληρωνόντουσαν πολύ καλά για να μην αποκαλύπτουν τα μυστικά του. Ο κάτω από τον Δόγη έπαιρνε σε αναλογία περίπου 500.000 ευρώ το χρόνο (ύστερα από έναν πρόχειρο υπολογισμό της ξεναγού!).
Στη συνέχεια πήγαμε στην αίθουσα των αρχείων όπου φυλασσόντουσαν γύρω στα 15.000.000 έγγραφα (υπήρχαν και αντίγραφα σε περίπτωση πυρκαγιάς).
Κάθε ντουλαπάκι ανήκε σε έναν Δόγη που έφερε το οικόσημό του και περιείχε τα έγγραφά του. 2 ντουλαπάκια είχαν το ίδιο οικόσημο γιατί ο πατέρας σκοτώθηκε στην Κωνσταντινούπολη και προς τιμήν του, τη θέση του την πήρε ο γιος του. Αυτό έγινε κατ’ εξαίρεση καθώς όπως προείπαμε το αξίωμα του Δόγη δεν ήταν κληρονομικό. Τα τελευταία ντουλαπάκια δεν είχαν οικόσημο καθώς προορίζονταν για τους μελλοντικούς Δόγηδες.
Τα έγγραφα εκτός από την πυρκαγιά, απειλούνταν και από τους αρουραίους. Οι Βενετοί μεγάλοι έμποροι, δε θα μπορούσαν να σκεφτούν τίποτ’ άλλο παρά να φέρουν… γάτες από την Αίγυπτο και Συρία (νομίζω) τις οποίες άφησαν να κυκλοφορούν ελεύθερες στην αίθουσα των εγγράφων. Στην αίθουσα αυτή παρατηρήσαμε και το πάτωμα το οποίο είναι φτιαγμένο από ανθεκτικό υλικό ώστε να μη “φουσκώνει”. Εκτός αυτού η πόρτα είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να κλείνει εύκολα όταν η γραμματέας ήταν φορτωμένη με έγγραφα.
Η διπλανή αίθουσα είναι η αίθουσα των βασανιστηρίων. Τους έδεναν τα χέρια με το σκοινί και όσο δεν ομολογούσαν τόσο τραβούσαν το σκοινί και έσπαγαν τα κόκαλα της ωμοπλάτης. Στο βασανιστήριο, το οποίο μπορούσε να κρατήσει το πολύ μια ώρα, παρευρισκόταν και γιατρός ο οποίος μπορούσε να παρέμβει όταν έκρινε πως απειλούταν η ζωή του βασανιζόμενου, καθώς σκοπός δεν ήταν να πεθάνει. Από το μπαλκονάκι παρακολουθούσαν οι μελλοντικοί βασανιζόμενοι.
Συνέχεια είχε το κελί του Καζανόβα, του μεγάλου αυτού μυθιστοριογράφου που έχει μείνει στην ιστορία σαν φοβερός καρδιοκατακτητής...
Βρισκόταν στα Piombi δηλ. στα κελιά τα οποία βρισκόντουσαν στον τελευταίο όροφο και κάτω από μολύβδινη οροφή (οι συνθήκες ήταν καλύτερες από τα κελιά “πηγάδια”) και ήταν αρκετά μεγάλο.
Τον συνέλαβαν για ύβρη προς τα θεία το 1757. Η δίκη κράτησε μόλις μισή ώρα και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 χρόνων, αλλά τελικά κάθισε έναν: μπήκε καλοκαίρι, οπότε στην ουσία πέρασε δύο καλοκαίρια στο ζεστό αυτό κελί, το οποίο ήταν όλο ξύλινο.
Ο Καζανόβα άρχισε να οργανώνει την απόδρασή του. Το κελί του ήταν απομονωμένο και μόνο ο φύλακας που τον πρόσεχε ερχόταν σε επαφή μαζί του. Μετακινούσε το κρεβάτι, σκάλιζε το ξύλινο πάτωμα με ένα κομμάτι σίδερο και όταν ερχόταν ο φύλακας να του δώσει φαγητό το έβαζε στη θέση του. Σκάλιζε, σκάλιζε και όταν έβλεπε φως να έρχεται από το πάτωμα που σήμαινε πως κάποιος δούλευε στον από κάτω όροφο σταματούσε. Το πλάνο του, προφανώς, δεν το είχε σκεφτεί και πολύ καλά, καθώς από κάτω του ακριβώς, βρισκόταν η αίθουσα κάποιου συμβουλίου, αλλά τί να έκανε; Μια μέρα, λοιπόν, πριν αποδράσει, έρχεται ο φύλακας και του ανακοινώνει τα “ευχάριστα” νέα πως “παίρνει προαγωγή” και αλλάζει κελί!!!
Προχωρήσαμε και μεις και αφού περάσαμε από μια αίθουσα με λόγχες, όπλα, ασπίδες, κτλ και τη σοφίτα, φτάσαμε στο καινούργιο κελί του Καζανόβα, το οποίο ήταν λιγότερο ζεστό. Του μετέφεραν και τα έπιπλα και καθώς τράβηξε το κρεβάτι ο φύλακας, είδε την τρύπα που είχε σκάψει ο Καζανόβα. Ο φύλακας δεν μπορούσε να τον καταδώσει γιατί ο Καζανόβα είχε ελεγχθεί πριν μπει φυλακή και δε βρέθηκε το σίδερο πουθενά, επίσης ο φύλακας ήταν ο μόνος που ερχόταν σ’ επαφή μαζί του, οπότε θα φαινόταν πως τον βοήθησε δίνοντας του εκείνος το σίδερο. Οι κρατούμενοι είχαν μόνο ένα κοκάλινο κουτάλι το οποίο δεν ήταν ικανό να σκαλίσει το ξύλο. Ο Καζανόβα έκρυψε το σίδερο μέσα στην πολυθρόνα οπότε, εφόσον μεταφέρθηκαν όλα του τα πράγματα, το είχε μαζί του και στο νέο κελί. Όμως ο φύλακας τον παρακολουθούσε και έτσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Στο πιο πέρα κελί ήταν κρατούμενος ένας ιερέας και καθώς δεν μπορούσαν να έχουν συνομιλίες μεταξύ τους, άρχισαν να ανταλλάσσουν βιβλία στα οποία έκρυβαν γράμματα στα οποία ο Καζανόβα τού εξηγούσε την προηγούμενη του απόπειρα και τον ρώτησε αν θέλει να αποδράσει μαζί του. Ο ιερέας απήντησε θετικά και έτσι ξεκίνησε το σχέδιο. Ο Καζανόβα, εφόσον παρακολουθείτο έπρεπε με κάποιο τρόπο να περάσει το σίδερο στον ιερέα για να κάνει αυτός όλη τη δουλειά Έτσι, ζητάει από τον φύλακα να του αγοράσει την πιο όμορφη και μεγάλη Βίβλο που μπορούσε να βρει. Πράγματι ο φύλακας τη βρήκε και έτσι ο Καζανόβα έκρυψε μέσα το κομμάτι σίδερο. Ο ιερέας άνοιξε τρύπα στο ταβάνι του και βρέθηκε στα δοκάρια, περπάτησε και έφτασε πάνω από το κελί του Καζανόβα και άρχισε να σκαλίζει το ταβάνι του.
Μετά από κάποιους μήνες που τελείωσε το “έργο” του ήταν έτοιμοι για τη μεγάλη απόδραση. Όντως, έγινε έτσι όπως τα είχαν σχεδιάσει, κατάφεραν να περπατήσουν στα δοκάρια και να περάσουν πάνω από τα κελιά και εν τέλει βρήκαν τρόπο και κατέβηκαν, πήραν τη διαδρομή που κάναμε και μεις (με αντίθετη όμως κατεύθυνση) και βρέθηκαν σε μια μεγάλη κλειδωμένη πόρτα, αλλά να γυρίσουν πίσω δε γινόταν. Σε κάποια φάση είδε ο φύλακας δύο κυρίους να περιμένουν πίσω από την κλειδωμένη πόρτα και σήμανε συναγερμό. Νομίζοντας όμως πως οι τύποι αυτοί ανήκουν στο συμβούλιο του Δόγη και τούς κλείδωσε μέσα κατά λάθος, σήμανε λάθος συναγερμό και οι πόρτες άνοιξαν! Έφυγαν, λοιπόν, έφτασαν στο Μέστρε και χωρίστηκαν. Από εκεί πήραν άλογα και τελικά ο Καζανόβα κατέληξε στη Γαλλία όπου έμεινε 18 χρόνια.
Αυτή ήταν η ιστορία του Καζανόβα. Η ξεναγός μάς πρότεινε να διαβάσουμε τα "απομνημονεύματα του Καζανόβα" για περισσότερες λεπτομέρειες. Ήδη τα ανακάλυψα και περιμένουν να τα διαβάσω!
Ξεκινήσαμε την καθοδική μας πορεία, περάσαμε από την αίθουσα των Ιεροεξεταστών και των Δικαστών. Είδαμε και το “Στόμα της αλήθειας” και η ξεναγός μάς εξήγησε πως υπήρχαν στην πόλη διάσπαρτα και έριχνες στο στόμα το χαρτάκι και “κάρφωνες” τον “διπλανό σου” όταν ήξερες πως παρανομεί.
Η ξενάγηση τελείωσε και ενώ είχα διαβάσει πως ένα μυστικό πέρασμα θα μάς οδηγούσε σε κάποια αίθουσα του παλατιού, μυστικό πέρασμα δεν είδα ούτε και η ξεναγός μάς είπε κάτι.

Attachments
-
183,3 KB Προβολές: 0