_antonis_
Member
- Μηνύματα
- 3.357
- Likes
- 1.237
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Το ταξίδι – Η αρχή (ημέρα 1η)
- Χωρίς καθυστερήσεις (ημέρα 2η)
- Μετάβαση στο Matopos (ημέρα 3η)
- Το πρώτο μας σαφάρι (ημέρα 4η)
- Προορισμός Hwange National Park (ημέρα 5η)
- Σαφάρι στο Hwange National Park (ημέρα 6η)
- Επιστροφή στη βάση (ημέρα 7η)
- Μονοήμερη στο Chobe National Park of Botswana (ημέρα 8η)
- Στις γειτονιές των ντόπιων (ημέρα 9η)
- Η βουτιά Ι [βουτιά με τους διαβόλους ή βουτιά στον Παράδεισο;] (ημέρα 10η)
- Οι καταρράκτες ‘‘Victoria Falls’’ (ημέρα 11η)
- Τέλος πρώτου μέρους του ταξιδιού – αρχή δευτέρου [Cape Town] (ημέρα 12η)
- Η Βουτιά ΙΙ [Βουτιά με τους λευκούς] (ημέρα 13η)
- Cape Point Day Tour (ημέρα 14η)
- Λίγο πριν το τέλος (ημέρα 15η)
- Η επιστροφή (ημέρα 16η)
- Το ‘‘τέλος’’ και επίλογος (ημέρα 17η)
Ντυθήκαμε πολύ απλά, πήραμε μαζί μας όσα λιγότερα μπορούσαμε εκτός των απαραιτήτων, όπως βιντεοκάμερα και φωτογραφική μηχανή, ελάχιστα δολάρια και φύγαμε αμέσως για πρωινό. Νωρίτερα από την ώρα που περίμενα, χτύπησε το κινητό μου, ήταν ο Elijahστην άλλη γραμμή και μας είπε ότι είναι ήδη στην είσοδο. Ίσως η ανυπομονησία του για την βόλτα αυτή ήταν μεγαλύτερη απ’ τη δικιά μας.
Πέντε λεπτά αργότερα συναντηθήκαμε και φτιάξαμε ένα πλάνο για το τι θα κάνουμε. Ήταν Σάββατο και οι υπαίθριες αγορές τους βρίσκονταν στο φόρτε τους, αφού είναι η πρώτη μη-εργάσιμη της εβδομάδας και όλοι βγαίνουν για ψώνια και δουλειές.
Οι γειτονιές αυτές από τις αναβαθμισμένες, χωρίζονται νοητά. Στη μία πλευρά του δρόμου βρισκόμαστε στην αναβαθμισμένη περιοχή και αν τον διασχίσουμε, βρισκόμαστε στην υποβαθμισμένη. Αυτή η άποψη περί υποβαθμισμένων και αναβαθμισμένων περιοχών, δε με καλύπτει καθόλου, κάθε άλλο, αυτές είναι που μ’ αρέσουν περισσότερο, τουλάχιστον όταν ταξιδεύω. Να τονίσω ότι όταν γράφω υποβαθμισμένες περιοχές, αναφέρομαι αποκλειστικά στις περιοχές ως τόποι ή κτίρια και καθόλου για τους ανθρώπους. Σε καμία περίπτωση δε συνδέω τη φτώχια με το αν κάποιος είναι πολιτισμένος ή όχι ως άτομο.
Από την αρχή της βόλτας αυτής, προσπάθησα να κρατάω όσες περισσότερες εικόνες μπορούσα. Μέσα στην δικιά μου μνήμη, αλλά και στην μνήμη της φωτογραφικής μου. Όσο περισσότερες εικόνες γίνεται από τον τρόπο που ζουν αυτοί οι άνθρωποι, τόσο απλά και ήρεμα, παρά τα πολλά προβλήματα που καθημερινά βιώνουν και τους περικυκλώνουν.
Ξεκινήσαμε από τους πιο κεντρικούς δρόμους και περάσαμε από την υπαίθρια αγορά με διάφορα προϊόντα, μπαταρίες, βαλίτσες, ρούχα, εσώρουχα και ότι άλλο μπορεί κανείς να σκεφτεί. Οι αντιδράσεις των κατοίκων ήταν οι αναμενόμενες. Άλλοι χαμογελούσαν, ήταν φιλικοί ή ενθουσιασμένοι και άλλοι φαίνονταν πιο απόμακροι και καχύποπτοι, κάνοντάς μας να νιώσουμε όπως προφανώς νιώθουν κι εκείνοι πολλές φορές.
Στο SUPER market των ντόπιων
Επόμενη στάση ήταν η φρουταγορά, πριν όμως περάσαμε από το μπαρ της γειτονιάς, που είναι ανοιχτό από το πρωί ως αργά το βράδυ. Δεν θυμίζει μπαρ αυτό το μέρος, αλλά παρατημένο ΚΨΜ του στρατού. Πηγαίνοντας στη φρουταγορά, συναντήσαμε πολλά παιδιά να παίζουν παντού, με διάφορα αντικείμενα που μετέτρεπαν σε παιχνίδια με λίγη φαντασία. Όπως ένα πλαστικό μπουκάλι αντί για μπάλα, ελαστικά αυτοκινήτων αντί για ποδήλατο και πολλά άλλα.
Στην τοπική φρουταγορά
Αυτοσχέδια παιχνίδια με τα λάστιχα
Γκόλ με το ...μπουκάλι!
Η φρουταγορά είχε τα συνηθισμένα φρούτα ή λαχανικά, είχε όμως και κάποια άγνωστά μας. Δοκιμάσαμε ένα από αυτό, το πορτοκάλι της μαϊμούς, και ήταν πραγματικά δροσιστικό. Πέντε πορτοκάλια για ένα μόλις δολάριο (τιμή ντόπιων). Στη συνέχεια περάσαμε από την αγορά με τους ξηρούς καρπούς και μετά χωθήκαμε πιο βαθιά στις γειτονιές.
Περισσότερα φρούτα
Και λίγοι ξηροί καρποί
Κατευθυνθήκαμε στα στενά δρομάκια, περνώντας απ’ τα σπίτια των κατοίκων. Εκεί, καθένας, γύρω από το σπίτι, έχει τον δικό του κήπο. Οι χρωματιστές μπουγάδες ήταν απλωμένες στα σχοινιά, οι νοικοκυρές κουβαλούσαν κουβάδες με νερό, μωρά, ψώνια ή απλά κάθονταν στην αυλή με φίλες. Τα παιδιά παντού έπαιζαν, ξυπόλυτα. Στις χωμάτινες πάντα αυλές τους, σε παλιά αυτοκίνητα, σε αυτοσχέδιες κούνιες. Ένα άλλο έκανε ντουζ σε μια υπαίθρια ντουζιέρα, άλλο ένα μας κοιτάζει όλο περιέργεια και μόλις σταθήκαμε να του χαμογελάσουμε, σπάραξε στο κλάμα. Ένας μικρός όλο χαρά μας χαιρετάει και μας χαμογελάει με το μεγαλύτερό του χαμόγελο, ενώ κάποια άλλα φωνάζουν: ‘‘λευκοί, λευκοί!’’.
Παιχνίδια κάθε είδους
Με το μεγαλύτερο χαμόγελο!
Κουβαλώντας...μια ζωή
Η βόλτα μας στις φτωχικές αυτές γειτονιές τελείωνε. Ο Elajah, μας είπε ότι έχει δικό του μαγαζί, υπαίθριο και του ζητήσαμε να μας πάει. Φτιάχνει κοσμήματα από ξύλο και δέρμα. Να λοιπόν γιατί και αυτός είναι έτσι στολισμένος. Επίσης, κατά τη διάρκεια που ήμασταν μαζί και στις συζητήσεις που κάναμε, μας είπε ότι έχει έναν γιό 9 ετών, δε ζει με τη γυναίκα του και ο γιός του ζει μαζί της σε άλλη πόλη. Το παιδί πηγαίνει στο σχολείο. Μας είπε ότι ένας μέσος μισθός στη Ζιμπάμπουε είναι γύρω στα 250 δολάρια. Ο ίδιος ο Elajah, προσέχει και τη μητέρα του και τη γιαγιά του, γι’ αυτό δεν του μένουν χρήματα για τον εαυτό του. Τουλάχιστον έχει κανονικό ηλεκτρικό και νερό στο σπίτι του.
Στο μαγαζάκι του έχει αφήσει τον ετεροθαλή αδερφό του ‘‘στο πόδι του’’, όσο εκείνος μας ξεναγούσε. Ο αδερφός του είναι ακόμη πιο χρωματιστός, φοράει ρούχα με όσα περισσότερα χρώματα μπορεί. Μπορεί, στην προκειμένη, σημαίνει πέντε, όσα τα χρώματα της σημαίας της χώρας δηλαδή και λίγο λιγότερα από αυτά της ίριδας. Το άσπρο, μαύρο, κόκκινο, πράσινο και κίτρινο είναι αυτά που τον καλύπτουν από πάνω μέχρι κάτω, φορώντας επιπλέον ένα στους ίδιους χρωματικούς τόνους σκούφο, παρά τον καύσωνα που επικρατούσε.
Στη χαρά της πολυχρωμίας
Κάναμε τον απαραίτητο σεφτέ στο μαγαζάκι του φίλου μας και προθυμοποιήθηκε να μας πάει και σε κάποιες άλλες υπαίθριες αγορές εάν θέλαμε. Πήγαμε και από εκεί, γνωρίσαμε και άλλους γνωστούς του, δεν βρήκαμε κάτι άξιο σπατάλης χρημάτων και πλησιάζοντας στην ώρα για το επόμενό μας σαφάρι, αποφασίσαμε να τον χαιρετήσουμε. Δώσαμε ένα μικρό χρηματικό ποσό στον φίλο μας, που ποτέ δε μας ζητήθηκε, αλλά έτσι αισθανόμασταν. Χωριστήκαμε, αφού μας πρότεινε να τον πάρουμε τηλέφωνο όποτε το θελήσουμε, για οποιονδήποτε λόγο. Να πάμε για ποτό, για άλλη βόλτα, για ότι μπορεί να χρειαζόμασταν.
Πήγαμε στο ξενοδοχείο να ετοιμαστούμε για το horsebacksafari, που σημαίνει σαφάρι ιππεύοντας άλογο. Αυτό θα είχε πολύ γέλιο. Ούτε εγώ, ούτε η Τ είχαμε κάνει ιππασία ποτέ πριν. Όχι πως πίστευα ότι είναι κάτι δύσκολο, αλλά σκεφτόμουν καμιά τούμπα από το άλογο, όπως αυτές που έχω δει στην τηλεόραση. Το horse back safari, τοεπιλέξαμεαντίτο elephant back safari. Είχα διαβάσει πως το δεύτερο ήταν πολύ τουριστικό και πείστηκα πως δεν άξιζε τα διπλάσια χρήματα. Ντυθήκαμε λοιπόν με τα ωραία μας ρουχαλάκια, φορέσαμε τα φρεσκοαγορασμένα ξύλινα αφρικάνικα κολιέ και βραχιόλια, πιάσαμε και το δερμάτινο καπέλο για τα σαφάρι και βγήκαμε στην είσοδο.
Ένα σαραβαλάκι έφτασε, κόκκινο, παλιό φορτηγάκι, με μια κατασκευή που παρίστανε το ξύλινο παγκάκι στην καρότσα του, πάνω στο οποίο υπήρχε ένα βρώμικο παλιό αφρολέξ για να κάθονται οι επιβάτες πιο άνετα. Ο οδηγός βγήκε και μας ρώτησε αν ήμασταν εμείς για το σαφάρι. Καταλαβαίνω γιατί είχε τη μισή τιμή σε σχέση με τον ελέφαντα. Αλλά όταν θυμάμαι το βανάκι που πήγαινε στο elephantbacksafari, με τους Κινέζους φορτωμένο, δε το μετανιώνω καθόλου.
Ανεβήκαμε στην καρότσα και πήραμε θέση στο παγκάκι. Δεν ήταν πρωτόγνωρη αίσθηση για μας αυτή. Παιδιά, συνέχεια ανεβαίναμε στην καρότσα που είχε ο παππούς μου, όλα του τα εγγόνια και μας πήγαινε βόλτες, εκδρομές ή απλά μέχρι το καΐκι του. Αυτές οι βόλτες στην καρότσα, βρίσκονται στις σημαντικές αναμνήσεις απ’ την παιδική μου ηλικία.
Διανύσαμε λίγα χιλιόμετρα, φορώντας το καπέλο και φτάσαμε στο Εθνικό Πάρκο Ζαμβέζη. Αντικρίσαμε κάποια κράνη ιππασίας στοιβαγμένα σε ένα τραπέζι, όταν πίναμε λίγο χυμό που μας κέρασαν. Τέτοια θα φορέσετε, μας ενημέρωσε ο οδηγός. Χαμένος δηλαδή όλος ο κόπος που κουβαλούσαμε και φορούσαμε μες τον άνεμο τα δερμάτινά μας καπέλα; Και τι φωτογραφίες θα βγάλουμε, με κράνη; Κανένα οίκτος.
Σε λίγο, εμφανίστηκε μια γυναίκα, η εκπαιδεύτρια. Φορούσα μια μπλε μπλούζα και μου είπε πως είναι πολύ έντονη (η μπλε) για τα ζώα. Έτσι, δεν έφτανε που δεν θα φορούσαμε τα ακριβοπληρωμένα μας καπέλα από δέρμα αγελάδας και κροκόδειλου, μου έδωσε και ένα καφεγκρί παλιό, βρώμικο, φαρδύ πουκάμισο να με αποτελειώσει. Ρίξαμε τόσο γέλιο, που μας κοίταζαν οι άνθρωποι καλά καλά. Που να φανταστούν ότι στο ξενοδοχείο φάγαμε μισή ώρα να σκεφτούμε τι θα βάλουμε για να βγούμε καλές φωτογραφίες και μας κατούρησαν το όνειρο μέσα σε ένα λεπτό…
Ρώτησε αν είχαμε ιππεύσει άλογο άλλη φορά και μετά την αρνητική μας απάντηση, άρχισε να μας δίνει οδηγίες για το πώς ιππεύουμε, αφού ανεβήκαμε στα άλογα. Όταν κλωτσήσεις από δω λέει, θα πάει έτσι, όταν κλωτσήσεις εκεί, θα πάει αλλιώς, όταν κάνεις μπροστά τα πόδια θα σταματήσει, όταν τα κάνεις πίσω, θα τρέξει. Όταν, όταν, όταν…. αλλά όσο είστε πάνω στο άλογο, είστε ασφαλής. Εντάξει, θυμάμαι το τελευταίο. Όλα αυτά, έπρεπε εν τάχει να τα μεταφράσω στην Τ, να σιγουρευτώ πως τα κατάλαβε, μην βρεθούμε προ εκπλήξεως.
Ξεκινήσαμε, αλλά χωρίς την εκπαιδεύτρια. Βέβαια, υπήρχαν άλλοι τρείς που ήταν μπροστά και πίσω μας. Και να σας πω την αλήθεια, καλύτερα. Την αντιπάθησα την υπεύθυνη, ήταν πολύ κρύα για να ασχολείται με κόσμο.
Τα άλογα ακολουθούσαν το ένα το άλλο. Ο κώλος μου άρχισε να πονάει. Το δικό μου άλογο που ήταν δεύτερο, ακολουθούσε το μπροστινό. Της αδερφής μου, ακολουθούσε το δικό μου, στο τέλος υπήρχε άλλο ένα άλογο και ένα έξτρα κοντά μας. Καμιά φορά που πήγαινε προς κλαδιά το άλογο και μπορεί να μας χτυπούσαν, έπρεπε να τραβήξουμε δεξιά ή αριστερά το καμουτσίκι, για να στρίψει το άλογο και να αποφύγουμε τα κλαδιά. Εμένα πάλι δε μ’ ένοιαζε καθόλου να με χτυπήσει κανένα κλαδί, το πολύ πολύ να σκιζόταν το άθλιο πουκάμισο που μου έδωσαν.
Ο οδηγός μας (που καβαλούσε το μπροστινό άλογο και δε θυμάμαι το όνομά του) ήταν πολύ κοινωνικός, πολύ αστείος και μας έκανε να νιώθουμε άνετα και ασφαλείς. Όταν ήμασταν πάνω στα άλογα, είδαμε ότι τα ζώα δε φοβούνται. Κοιτάζουν ποιος έρχεται βέβαια όταν κάτι πιάνει το μάτι τους, σταματάνε να τρώνε ή να περπατάνε για λίγο, ελέγχουν ποιος είναι, βλέπουν τα άλογα και συνεχίζουν. Αυτό δίνει την δυνατότητα να βρεθούμε πολύ κοντά σε ζώα που δεν είχαμε βρεθεί ως τώρα. Τα είχαμε ξαναδεί βέβαια, αλλά όχι από τόσο κοντά. Ο κώλος μου πονούσε περισσότερο.
Αντιλόπη
Μετά από καμιά ώρα (που μου φαινόταν ατελείωτη), σταθήκαμε στην όχθη του ποταμού Ζαμβέζη. Η θέα ήταν καταπληκτική. Το τοπίο καταπράσινο, το σπρέι των καταρρακτών φαινόταν από μακριά και βοηθούσε στον σχηματισμό ενός ουράνιου τόξου στο πλάνο. Κάναμε κάποιες μανούβρες στα άλογά μας και τα φέραμε στην κατάλληλη θέση για φωτογράφιση στο παραπάνω φόντο.
Όταν ήμασταν έτοιμοι, συνεχίσαμε. Το μέρος εκεί, αφού βρισκόμασταν στις όχθες του ποταμού, ήταν πια εντελώς πράσινο, πυκνό δάσος, με φοίνικες και άλλα δέντρα, μικροί κολπίσκοι δημιουργούνταν από το νερό του ποταμού, μέσα από τους οποίους περνούσαμε με τα άλογα. (Καλά, ο Μέγα Αλέξανδρος, δεν πονούσε τον κώλο του όταν έκανε τόσες εκατοντάδες χιλιόμετρα; )
Ο ήλιος άρχισε να δύει. Αυτομάτως, είναι σημάδι ότι η επιστροφή μας ξεκινάει. Περάσαμε από το Μεγάλο Δέντρο πρώτα. Το δέντρο είναι Baobab, περιμέτρου 18 μέτρων και ύψους 25. Υπολογίζεται 1000-1300 ετών και ανθίζει ακόμη (δεν είναι νεκρό).
The Big Tree
Φτάσαμε στο σημείο από όπου είχαμε ξεκινήσει. Μετά από τρείς ώρες που διήρκησε η βόλτα αυτή, πάνω σε μια σέλα χωρίς μαξιλάρι (θα έπρεπε να έχουν για τους άπειρους), για πρώτη φορά κατεβήκαμε από τα άλογα. Βγάλαμε τα κράνη, ξεφορτώθηκα το παλιό πουκάμισο και ανεβήκαμε πάλι στην καρότσα. Η εμπειρία με τα άλογα, παρά το θέμα της πονεμένης ιστορίας με τη σέλα, ήταν φοβερή. Ειδικά αν γυμνάστηκαν οι γλουτοί μετά από αυτό.
Χαιρετήσαμε τον οδηγό μας και πήγαμε για ντουζ. Δεν είχαμε φάει κανονικό γεύμα μετά το πρωινό και λιμοκτονούσαμε. Ευτυχώς αυτός ο μπουφές στο ξενοδοχείο, μας είχε σώσει πολλές φορές. Αφού δειπνήσαμε, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας για την επόμενη ημέρα. Για την πρώτη βουτιά…
Ας κλείσουμε με ένα ακόμη αφρικάνικο ηλιοβασίλεμα απο αυτό το σούρουπο
Πέντε λεπτά αργότερα συναντηθήκαμε και φτιάξαμε ένα πλάνο για το τι θα κάνουμε. Ήταν Σάββατο και οι υπαίθριες αγορές τους βρίσκονταν στο φόρτε τους, αφού είναι η πρώτη μη-εργάσιμη της εβδομάδας και όλοι βγαίνουν για ψώνια και δουλειές.
Οι γειτονιές αυτές από τις αναβαθμισμένες, χωρίζονται νοητά. Στη μία πλευρά του δρόμου βρισκόμαστε στην αναβαθμισμένη περιοχή και αν τον διασχίσουμε, βρισκόμαστε στην υποβαθμισμένη. Αυτή η άποψη περί υποβαθμισμένων και αναβαθμισμένων περιοχών, δε με καλύπτει καθόλου, κάθε άλλο, αυτές είναι που μ’ αρέσουν περισσότερο, τουλάχιστον όταν ταξιδεύω. Να τονίσω ότι όταν γράφω υποβαθμισμένες περιοχές, αναφέρομαι αποκλειστικά στις περιοχές ως τόποι ή κτίρια και καθόλου για τους ανθρώπους. Σε καμία περίπτωση δε συνδέω τη φτώχια με το αν κάποιος είναι πολιτισμένος ή όχι ως άτομο.
Από την αρχή της βόλτας αυτής, προσπάθησα να κρατάω όσες περισσότερες εικόνες μπορούσα. Μέσα στην δικιά μου μνήμη, αλλά και στην μνήμη της φωτογραφικής μου. Όσο περισσότερες εικόνες γίνεται από τον τρόπο που ζουν αυτοί οι άνθρωποι, τόσο απλά και ήρεμα, παρά τα πολλά προβλήματα που καθημερινά βιώνουν και τους περικυκλώνουν.
Ξεκινήσαμε από τους πιο κεντρικούς δρόμους και περάσαμε από την υπαίθρια αγορά με διάφορα προϊόντα, μπαταρίες, βαλίτσες, ρούχα, εσώρουχα και ότι άλλο μπορεί κανείς να σκεφτεί. Οι αντιδράσεις των κατοίκων ήταν οι αναμενόμενες. Άλλοι χαμογελούσαν, ήταν φιλικοί ή ενθουσιασμένοι και άλλοι φαίνονταν πιο απόμακροι και καχύποπτοι, κάνοντάς μας να νιώσουμε όπως προφανώς νιώθουν κι εκείνοι πολλές φορές.
Στο SUPER market των ντόπιων
Επόμενη στάση ήταν η φρουταγορά, πριν όμως περάσαμε από το μπαρ της γειτονιάς, που είναι ανοιχτό από το πρωί ως αργά το βράδυ. Δεν θυμίζει μπαρ αυτό το μέρος, αλλά παρατημένο ΚΨΜ του στρατού. Πηγαίνοντας στη φρουταγορά, συναντήσαμε πολλά παιδιά να παίζουν παντού, με διάφορα αντικείμενα που μετέτρεπαν σε παιχνίδια με λίγη φαντασία. Όπως ένα πλαστικό μπουκάλι αντί για μπάλα, ελαστικά αυτοκινήτων αντί για ποδήλατο και πολλά άλλα.
Στην τοπική φρουταγορά
Αυτοσχέδια παιχνίδια με τα λάστιχα
Γκόλ με το ...μπουκάλι!
Η φρουταγορά είχε τα συνηθισμένα φρούτα ή λαχανικά, είχε όμως και κάποια άγνωστά μας. Δοκιμάσαμε ένα από αυτό, το πορτοκάλι της μαϊμούς, και ήταν πραγματικά δροσιστικό. Πέντε πορτοκάλια για ένα μόλις δολάριο (τιμή ντόπιων). Στη συνέχεια περάσαμε από την αγορά με τους ξηρούς καρπούς και μετά χωθήκαμε πιο βαθιά στις γειτονιές.
Περισσότερα φρούτα
Και λίγοι ξηροί καρποί
Κατευθυνθήκαμε στα στενά δρομάκια, περνώντας απ’ τα σπίτια των κατοίκων. Εκεί, καθένας, γύρω από το σπίτι, έχει τον δικό του κήπο. Οι χρωματιστές μπουγάδες ήταν απλωμένες στα σχοινιά, οι νοικοκυρές κουβαλούσαν κουβάδες με νερό, μωρά, ψώνια ή απλά κάθονταν στην αυλή με φίλες. Τα παιδιά παντού έπαιζαν, ξυπόλυτα. Στις χωμάτινες πάντα αυλές τους, σε παλιά αυτοκίνητα, σε αυτοσχέδιες κούνιες. Ένα άλλο έκανε ντουζ σε μια υπαίθρια ντουζιέρα, άλλο ένα μας κοιτάζει όλο περιέργεια και μόλις σταθήκαμε να του χαμογελάσουμε, σπάραξε στο κλάμα. Ένας μικρός όλο χαρά μας χαιρετάει και μας χαμογελάει με το μεγαλύτερό του χαμόγελο, ενώ κάποια άλλα φωνάζουν: ‘‘λευκοί, λευκοί!’’.
Παιχνίδια κάθε είδους
Με το μεγαλύτερο χαμόγελο!
Κουβαλώντας...μια ζωή
Η βόλτα μας στις φτωχικές αυτές γειτονιές τελείωνε. Ο Elajah, μας είπε ότι έχει δικό του μαγαζί, υπαίθριο και του ζητήσαμε να μας πάει. Φτιάχνει κοσμήματα από ξύλο και δέρμα. Να λοιπόν γιατί και αυτός είναι έτσι στολισμένος. Επίσης, κατά τη διάρκεια που ήμασταν μαζί και στις συζητήσεις που κάναμε, μας είπε ότι έχει έναν γιό 9 ετών, δε ζει με τη γυναίκα του και ο γιός του ζει μαζί της σε άλλη πόλη. Το παιδί πηγαίνει στο σχολείο. Μας είπε ότι ένας μέσος μισθός στη Ζιμπάμπουε είναι γύρω στα 250 δολάρια. Ο ίδιος ο Elajah, προσέχει και τη μητέρα του και τη γιαγιά του, γι’ αυτό δεν του μένουν χρήματα για τον εαυτό του. Τουλάχιστον έχει κανονικό ηλεκτρικό και νερό στο σπίτι του.
Στο μαγαζάκι του έχει αφήσει τον ετεροθαλή αδερφό του ‘‘στο πόδι του’’, όσο εκείνος μας ξεναγούσε. Ο αδερφός του είναι ακόμη πιο χρωματιστός, φοράει ρούχα με όσα περισσότερα χρώματα μπορεί. Μπορεί, στην προκειμένη, σημαίνει πέντε, όσα τα χρώματα της σημαίας της χώρας δηλαδή και λίγο λιγότερα από αυτά της ίριδας. Το άσπρο, μαύρο, κόκκινο, πράσινο και κίτρινο είναι αυτά που τον καλύπτουν από πάνω μέχρι κάτω, φορώντας επιπλέον ένα στους ίδιους χρωματικούς τόνους σκούφο, παρά τον καύσωνα που επικρατούσε.
Στη χαρά της πολυχρωμίας
Κάναμε τον απαραίτητο σεφτέ στο μαγαζάκι του φίλου μας και προθυμοποιήθηκε να μας πάει και σε κάποιες άλλες υπαίθριες αγορές εάν θέλαμε. Πήγαμε και από εκεί, γνωρίσαμε και άλλους γνωστούς του, δεν βρήκαμε κάτι άξιο σπατάλης χρημάτων και πλησιάζοντας στην ώρα για το επόμενό μας σαφάρι, αποφασίσαμε να τον χαιρετήσουμε. Δώσαμε ένα μικρό χρηματικό ποσό στον φίλο μας, που ποτέ δε μας ζητήθηκε, αλλά έτσι αισθανόμασταν. Χωριστήκαμε, αφού μας πρότεινε να τον πάρουμε τηλέφωνο όποτε το θελήσουμε, για οποιονδήποτε λόγο. Να πάμε για ποτό, για άλλη βόλτα, για ότι μπορεί να χρειαζόμασταν.
Πήγαμε στο ξενοδοχείο να ετοιμαστούμε για το horsebacksafari, που σημαίνει σαφάρι ιππεύοντας άλογο. Αυτό θα είχε πολύ γέλιο. Ούτε εγώ, ούτε η Τ είχαμε κάνει ιππασία ποτέ πριν. Όχι πως πίστευα ότι είναι κάτι δύσκολο, αλλά σκεφτόμουν καμιά τούμπα από το άλογο, όπως αυτές που έχω δει στην τηλεόραση. Το horse back safari, τοεπιλέξαμεαντίτο elephant back safari. Είχα διαβάσει πως το δεύτερο ήταν πολύ τουριστικό και πείστηκα πως δεν άξιζε τα διπλάσια χρήματα. Ντυθήκαμε λοιπόν με τα ωραία μας ρουχαλάκια, φορέσαμε τα φρεσκοαγορασμένα ξύλινα αφρικάνικα κολιέ και βραχιόλια, πιάσαμε και το δερμάτινο καπέλο για τα σαφάρι και βγήκαμε στην είσοδο.
Ένα σαραβαλάκι έφτασε, κόκκινο, παλιό φορτηγάκι, με μια κατασκευή που παρίστανε το ξύλινο παγκάκι στην καρότσα του, πάνω στο οποίο υπήρχε ένα βρώμικο παλιό αφρολέξ για να κάθονται οι επιβάτες πιο άνετα. Ο οδηγός βγήκε και μας ρώτησε αν ήμασταν εμείς για το σαφάρι. Καταλαβαίνω γιατί είχε τη μισή τιμή σε σχέση με τον ελέφαντα. Αλλά όταν θυμάμαι το βανάκι που πήγαινε στο elephantbacksafari, με τους Κινέζους φορτωμένο, δε το μετανιώνω καθόλου.
Ανεβήκαμε στην καρότσα και πήραμε θέση στο παγκάκι. Δεν ήταν πρωτόγνωρη αίσθηση για μας αυτή. Παιδιά, συνέχεια ανεβαίναμε στην καρότσα που είχε ο παππούς μου, όλα του τα εγγόνια και μας πήγαινε βόλτες, εκδρομές ή απλά μέχρι το καΐκι του. Αυτές οι βόλτες στην καρότσα, βρίσκονται στις σημαντικές αναμνήσεις απ’ την παιδική μου ηλικία.
Διανύσαμε λίγα χιλιόμετρα, φορώντας το καπέλο και φτάσαμε στο Εθνικό Πάρκο Ζαμβέζη. Αντικρίσαμε κάποια κράνη ιππασίας στοιβαγμένα σε ένα τραπέζι, όταν πίναμε λίγο χυμό που μας κέρασαν. Τέτοια θα φορέσετε, μας ενημέρωσε ο οδηγός. Χαμένος δηλαδή όλος ο κόπος που κουβαλούσαμε και φορούσαμε μες τον άνεμο τα δερμάτινά μας καπέλα; Και τι φωτογραφίες θα βγάλουμε, με κράνη; Κανένα οίκτος.
Σε λίγο, εμφανίστηκε μια γυναίκα, η εκπαιδεύτρια. Φορούσα μια μπλε μπλούζα και μου είπε πως είναι πολύ έντονη (η μπλε) για τα ζώα. Έτσι, δεν έφτανε που δεν θα φορούσαμε τα ακριβοπληρωμένα μας καπέλα από δέρμα αγελάδας και κροκόδειλου, μου έδωσε και ένα καφεγκρί παλιό, βρώμικο, φαρδύ πουκάμισο να με αποτελειώσει. Ρίξαμε τόσο γέλιο, που μας κοίταζαν οι άνθρωποι καλά καλά. Που να φανταστούν ότι στο ξενοδοχείο φάγαμε μισή ώρα να σκεφτούμε τι θα βάλουμε για να βγούμε καλές φωτογραφίες και μας κατούρησαν το όνειρο μέσα σε ένα λεπτό…
Ρώτησε αν είχαμε ιππεύσει άλογο άλλη φορά και μετά την αρνητική μας απάντηση, άρχισε να μας δίνει οδηγίες για το πώς ιππεύουμε, αφού ανεβήκαμε στα άλογα. Όταν κλωτσήσεις από δω λέει, θα πάει έτσι, όταν κλωτσήσεις εκεί, θα πάει αλλιώς, όταν κάνεις μπροστά τα πόδια θα σταματήσει, όταν τα κάνεις πίσω, θα τρέξει. Όταν, όταν, όταν…. αλλά όσο είστε πάνω στο άλογο, είστε ασφαλής. Εντάξει, θυμάμαι το τελευταίο. Όλα αυτά, έπρεπε εν τάχει να τα μεταφράσω στην Τ, να σιγουρευτώ πως τα κατάλαβε, μην βρεθούμε προ εκπλήξεως.
Ξεκινήσαμε, αλλά χωρίς την εκπαιδεύτρια. Βέβαια, υπήρχαν άλλοι τρείς που ήταν μπροστά και πίσω μας. Και να σας πω την αλήθεια, καλύτερα. Την αντιπάθησα την υπεύθυνη, ήταν πολύ κρύα για να ασχολείται με κόσμο.
Τα άλογα ακολουθούσαν το ένα το άλλο. Ο κώλος μου άρχισε να πονάει. Το δικό μου άλογο που ήταν δεύτερο, ακολουθούσε το μπροστινό. Της αδερφής μου, ακολουθούσε το δικό μου, στο τέλος υπήρχε άλλο ένα άλογο και ένα έξτρα κοντά μας. Καμιά φορά που πήγαινε προς κλαδιά το άλογο και μπορεί να μας χτυπούσαν, έπρεπε να τραβήξουμε δεξιά ή αριστερά το καμουτσίκι, για να στρίψει το άλογο και να αποφύγουμε τα κλαδιά. Εμένα πάλι δε μ’ ένοιαζε καθόλου να με χτυπήσει κανένα κλαδί, το πολύ πολύ να σκιζόταν το άθλιο πουκάμισο που μου έδωσαν.
Ο οδηγός μας (που καβαλούσε το μπροστινό άλογο και δε θυμάμαι το όνομά του) ήταν πολύ κοινωνικός, πολύ αστείος και μας έκανε να νιώθουμε άνετα και ασφαλείς. Όταν ήμασταν πάνω στα άλογα, είδαμε ότι τα ζώα δε φοβούνται. Κοιτάζουν ποιος έρχεται βέβαια όταν κάτι πιάνει το μάτι τους, σταματάνε να τρώνε ή να περπατάνε για λίγο, ελέγχουν ποιος είναι, βλέπουν τα άλογα και συνεχίζουν. Αυτό δίνει την δυνατότητα να βρεθούμε πολύ κοντά σε ζώα που δεν είχαμε βρεθεί ως τώρα. Τα είχαμε ξαναδεί βέβαια, αλλά όχι από τόσο κοντά. Ο κώλος μου πονούσε περισσότερο.
Αντιλόπη
Μετά από καμιά ώρα (που μου φαινόταν ατελείωτη), σταθήκαμε στην όχθη του ποταμού Ζαμβέζη. Η θέα ήταν καταπληκτική. Το τοπίο καταπράσινο, το σπρέι των καταρρακτών φαινόταν από μακριά και βοηθούσε στον σχηματισμό ενός ουράνιου τόξου στο πλάνο. Κάναμε κάποιες μανούβρες στα άλογά μας και τα φέραμε στην κατάλληλη θέση για φωτογράφιση στο παραπάνω φόντο.
Στις όχθες του ποταμού Ζεμβέζη, με φόντο το ουράνιο τόξο
Όταν ήμασταν έτοιμοι, συνεχίσαμε. Το μέρος εκεί, αφού βρισκόμασταν στις όχθες του ποταμού, ήταν πια εντελώς πράσινο, πυκνό δάσος, με φοίνικες και άλλα δέντρα, μικροί κολπίσκοι δημιουργούνταν από το νερό του ποταμού, μέσα από τους οποίους περνούσαμε με τα άλογα. (Καλά, ο Μέγα Αλέξανδρος, δεν πονούσε τον κώλο του όταν έκανε τόσες εκατοντάδες χιλιόμετρα; )
Ο ήλιος άρχισε να δύει. Αυτομάτως, είναι σημάδι ότι η επιστροφή μας ξεκινάει. Περάσαμε από το Μεγάλο Δέντρο πρώτα. Το δέντρο είναι Baobab, περιμέτρου 18 μέτρων και ύψους 25. Υπολογίζεται 1000-1300 ετών και ανθίζει ακόμη (δεν είναι νεκρό).
The Big Tree
Φτάσαμε στο σημείο από όπου είχαμε ξεκινήσει. Μετά από τρείς ώρες που διήρκησε η βόλτα αυτή, πάνω σε μια σέλα χωρίς μαξιλάρι (θα έπρεπε να έχουν για τους άπειρους), για πρώτη φορά κατεβήκαμε από τα άλογα. Βγάλαμε τα κράνη, ξεφορτώθηκα το παλιό πουκάμισο και ανεβήκαμε πάλι στην καρότσα. Η εμπειρία με τα άλογα, παρά το θέμα της πονεμένης ιστορίας με τη σέλα, ήταν φοβερή. Ειδικά αν γυμνάστηκαν οι γλουτοί μετά από αυτό.
Χαιρετήσαμε τον οδηγό μας και πήγαμε για ντουζ. Δεν είχαμε φάει κανονικό γεύμα μετά το πρωινό και λιμοκτονούσαμε. Ευτυχώς αυτός ο μπουφές στο ξενοδοχείο, μας είχε σώσει πολλές φορές. Αφού δειπνήσαμε, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας για την επόμενη ημέρα. Για την πρώτη βουτιά…
Ας κλείσουμε με ένα ακόμη αφρικάνικο ηλιοβασίλεμα απο αυτό το σούρουπο
Attachments
-
139,3 KB Προβολές: 149
-
37,7 KB Προβολές: 199
Last edited by a moderator: