fenia42
Member
- Μηνύματα
- 4.024
- Likes
- 16.565
- Επόμενο Ταξίδι
- Азербайджан
- Ταξίδι-Όνειρο
- Γροιλανδία,Σβάλμπαρντ
ίγο έξω από τη Σάντα Μάρτα ξεκινά η οροσειρά της Σιέρα Νεβάδα κι εγώ είχα κλείσει για τη μέρα αυτή trekking στη ζούγκλα,στο πάρκο της Ταϋρόνα και μπάνιο στις εξωτικές παραλίες.
Την προηγούμενη μέρα όμως, κατά το απογευματάκι έπιασε μια τρελή βροχή που μου στέρησε την απογευματινή μου έξοδο και έκανε τους δρόμους να πλημμυρίσουν. Στις έξι το πρωί ήμουν στο πόδι και περίμενα είτε το λεωφορείο να περάσει απ' το ξενοδοχείο να με πάρει, είτε ένα τηλεφώνημα που θα ακύρωνε την εκδρομή λόγω βροχής. Συνέβη ευτυχώς το πρώτο. Ήμουν η τελευταία που έμπαινα στο βαν, μαζί με άλλους 20-25, όλοι για τον ίδιο σκοπό. Μόνο που εγώ ήμουν η μοναδική μη ισπανόφωνη και μόνη, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να έχω τις κεραίες μου τεντωμένες για να καταλάβω καλά τις οδηγίες του leader και να μη χαθώ μέσα στις ζούγκλες.
Φτάσαμε μετά από μισή ώρα στο δρόμο και ξεκινήσαμε όλοι να φοράμε τα αντιηλιακά και τα αντικουνουπικά μας. Μια καλή εμπειρία από ζούγκλες την έχω πλέον με τα ταξίδια που έχω κάνει, την τελευταία όμως φορά, κάπου στο Λάος, ενώ είμασταν δυο άτομα και πορευόμασταν κανονικά σε άγνωστα μονοπάτια, εγώ γλίστρησα, έπεσα σε ένα ρυάκι σπάζοντας τη σαγιονάρα μου και παρά τις φωνές, δεν ακουγόμουν ούτε στα δύο μέτρα λόγω της πυκνής βλάστησης. Όταν είσαι μόνος αυτή η σκέψη είναι λίγο τρομαχτική όμως ένιωθα μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου.
Ξεκίνησε το trekking που θα διαρκούσε δυο ώρες μέχρι την παραλία και μετά άλλες δύο στην επιστροφή. Η διαδρομή ήταν όμορφη. Ο οδηγός φρόντιζε να βαδίζει τελευταίος για να προσέξει τα παραστρατήματά μας, βέβαια, ενώ στην αρχή ξεκινήσαμε σαν μια ομάδα, στη συνέχεια χωριστήκαμε φυσικά ακολουθώντας ο καθένας το ρυθμό του. Είχα στο νου μου να είμαι πάντα κοντα σε κόσμο και το κατάφερνα αρκετά καλά. Το άγχος μου έφυγε σιγά σιγά και κατάφερα να ηρεμήσω και να απολαύσω τη διαδρομή. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε μια παραλία όπου περνούσαν από απέναντι πανέμορφα άλογα. Στην παραλία εκείνη υπήρχε μια ταμπέλα που ενημέρωνε τους επίδοξους κατασκηνωτές να μη βουτήξουν στα νερά γιατί είναι ιδιαίτερα ορμητικά και έχουν χαθεί πάνω από εκατό τουρίστες τα τελευταία χρόνια. Κάπου εκεί είχαμε ήδη διανύσει μια ώρα περπάτημα και η διαδρομή έφτανε στο πιο δύσκολο σημείο. Μετά από ένα δάσος με φοίνικες μπήκαμε βαθιά μέσα στη ζούγκλα. Στη ζούγκλα αυτή ζουν εδώ και 2000 χρόνια ολιγομελείς φυλές γηγενών της Κολομβίας που θεωρούν χρέος τους να προστατεύσουν τη γη των προγόνων τους. Αν ήμουν τυχερή ίσως και να έπεφτα πάνω τους.
Η διαδρομή εκεί έμπαινε στα δύσκολα. Το έδαφος γινόταν υπερβολικά λασπώδες. Είδα καποιους να φορούν σαγιονάρες για να μη λερώσουν τα παπούτσια τους. Όμως η λάσπη πλήθαινε και πλήθαινε. Τα παπούτσια μου είχαν αρχίσει να λερώνονται αρκετά. «Δε πειράζει, χαλάλι» έλεγα μέσα μου και σκεφτόμουν ότι πραγματικά ελάχιστες γυναίκες θα ήθελαν να βάλουν τον εαυτό τους σε αυτή τη διαδικασία.
Κάποια στιγμή έφτασα σε ψηλά βράχια,από κάτω το χάος. Το σκέφτηκα λίγο πώς θα περάσω. Οι κοπέλες πριν από μένα βοηθήθηκαν από τα αγόρια τους. Εγώ ήμουν εκεί μόνη μου κι έπρεπε να το αντιμετωπίσω με τις δυνάμεις μου. Το έδαφος όμως ήταν κάπως ολισθηρό και εγώ, αρκετά ψηλή γαρ, δεν είχα την πολυτέλεια για αιλουροειδείς κινήσεις. Βρέθηκα να είμαι κάπως κοκαλωμένη και σκεπτική για το πώς ακριβώς έπρεπε να κινηθώ για να μη γλιστρήσω και τότε συνέβη κάτι όμορφο. Ένας άντρας που είχε περάσει πριν από μένα γύρισε να κοιτάξει αν τα κατάφερνα, ήρθε, μου άπλωσε το χέρι του και με βοήθησε να περάσω. Είναι όμορφο να δέχεσαι βοήθεια.
Η λάσπη πλέον έχει εξελιχθεί σε ρουτίνα. Τα παπούτσια μου έχουν γίνει μαύρα και καθώς περπατώ με γοργό βήμα η λάσπη τινάζεται και στα ρούχα μου. Όμως δε με ενοχλεί. Το απολαμβάνω. Τα αντανακλαστικά μου είναι γρήγορα, έτσι όπως κινούμαι με γοργό ρυθμό, ελέγχοντας κάθε μου βήμα, να είναι σε σταθερό έδαφος. Ώσπου… μπλουμ! Και το πόδι μου βρέθηκε σε κινούμενη λάσπη, όλο μου το παπούτσι βυθίστηκε, ένιωσα την κάλτσα μου να γίνεται μούσκεμα από τη γλοιώδη παχύρρευστη ουσία. Κοίταξα τα πόδια μου, αισθάνθηκα σα γουρουνάκι που κυλιέται στο βάλτο και το ευχαριστιέται. Σκέφτηκα εκείνη την ώρα πόσο αρέσει στα παιδιά να λερώνονται, πόσο το απολαμβάνουν, έτσι αποφάσισα να το απολαύσω κι εγώ, σα να είμαι παιδί και πάλι και να παίζω στα λασπόνερα. Δε με ένοιαζε για τα παπούτσια μου, αρκεί που μπορούσα να πάρω άλλα.
Έτσι κατάκοπη και λασπωμένη συνέχισα και η δεύτερη ώρα του trekking πέρασε γρήγορα, όταν βρεθήκαμε στην παραλία. Ελάχιστος κόσμος έφτανε μέχρι εκεί, η θερμοκρασία ήταν ιδανική, ο ήλιος έλαμπε πάνω από τα κεφάλια μας, το τοπίο ήταν ειδυλλιακό και παρθένο κι εγώ είχα κοπιάσει αρκετά, οπότε άξιζα μια βουτίτσα.
Έβγαλα τα βρωμόρουχα μου και βούτηξα μόνη μου, αφού βρήκα μια γωνίτσα να αφήσω το σακίδιό μου. Μπήκα στη θάλασσα και αισθάνθηκα την απόλαυση που μου πρόσφερε το δροσερό νερό. Τα ρεύματα ήταν όντως δυνατά. Κολυμπούσα στη βαθιά θάλασσα και άγγιζα πάλι την απόλυτη ελευθερία. Ξάφνου τρία μικρά κοριτσάκια με προσέγγισαν και άρχισαν να με ρωτάνε από που είμαι και να με διορθώνουν όταν έλεγα λάθος καμιά λέξη. Μου κράτησαν συντροφιά, ερχόντουσαν στην αγκαλιά μου να παίξουμε και μου πείραζαν τα μαλλιά. Αισθάνθηκα κι εγώ παιδί μαζί τους.Με παιδί στην εφηβεία,νοσταλγώ που και που τέτοια παιχνίδια. Μου έδειξαν ένα «μυστικό» μέρος που έχει κροκόδειλους και αποφάσισα να τις αφήσω και να πάω για εξερεύνηση του χώρου. Θαύμασα τα σπάνια λουλούδια, κυλίστηκα λίγο στην άμμο, πήγα στη λιμνούλα να βρω τον κροκόδειλο ώσπου πέρασε η ώρα και πήγα για το μεσημεριανό μου.
Γύρω στις τρεις ξεκινούσε η ώρα της επιστροφής.
Ο οδηγός μας μάζεψε για να μας πει τη διαδικασία αλλά αποφάσισε να αλλάξει σε ένα σημείο τη διαδρομή κι εγώ δεν ήμουν σίγουρη ότι κατάλαβα. Ήλπιζα ότι θα είμαι όμως δίπλα σε κόσμο για να μη χαθώ. Για κακή μου τύχη όμως ξεκινήσαμε δυο ομάδες, η δική μου και μια άλλη, γύρω στα 45 άτομα σύνολο. Εγώ φυσικά δε γνώριζα κανέναν και δεν ήξερα ποιους να ακολουθήσω. Επίσης ο οδηγός μας πρότεινε σε όποιον ήθελε να πάει τρέχοντας. Εγώ λόγω γρήγορων ρυθμών επέλεξα να κάνω συνδιασμό. Ξεκινήσαμε λοιπόν αλλά εξ αρχής είμασταν διασκορπισμένοι. Και να μην ήθελα να το πάρω τρέχοντας, είχα αγχωθεί γιατί δεν ήθελα να μείνω από τους τελευταίους. Εκτός αυτού ο ουρανός συννέφιαζε προμηνώντας βροχή και ούτως ή άλλως στους τροπικούς 5-6 η ώρα νυχτώνει.
Όταν ήμουν μικρή τρελαινόμουν να βλέπω ντοκιμαντέρ.Ηταν προφανως το ταξιδιωτικό μικρόβιο που εκδηλωνόταν κάπως ετσι.Τα αγαπημένα μου ντοκιμαντέρ ηταν εκείνα που έδειχναν φυλές του Αμαζονίου•πόσο κοντά στη φύση ηταν,πόσο αργά κυλούσε η ζωή τους,πώς ζούσαν με τους νόμους και κανόνες. Στον αντίποδα ,αμέσως έφερνα στη σκέψη μου τους χρηματιστές της Νέας Υόρκης,
πώς ζουν,τι άγχη κουβαλάνε,πόσο στενά είναι τα όρια της ύπαρξής τους όπως την έχουν δομήσει μέσα σε ένα ανθρώπινο οικοδόμημα,τόσο μακριά από την αληθινή μας φύση.
Εκεί λοιπόν που περπατούσα στα λασπωμένα μονοπάτια του πάρκου Tayrona κάτω από τεράστια δέντρα που κρύβουν τον ήλιο,την είδα. : μια σκηνή σα να βγήκε από το national geographic,ένα κορίτσι απροσδιορίστου ηλικίας της ιθαγενούς φυλής Kogi να κόβει αδιάφορα καρύδες και να με κοιτάζει εχθρικά χωρις να λέει λέξη. Οι Kogi ζουν στη Sierra Nevada σε πλήρη αρμονία με τη φύση,πλέκουν τσάντες απο γκρι μαλλί και τις φορούν πάντα με λευκά ενδύματα.Είναι περήφανοι που ζουν με πλήρη σεβασμό στη μάνα γη και δε θέλουν μεγάλη επαφή με ανθρώπους που εκμεταλλεύονται τη γη προς όφελός τους,σε βαθμό που να την καταστρέφουν. Και όλα αυτά όταν την ίδια ώρα στην Ελλάδα πέθαινε κόσμος από πλυμμήρες….
Συνεχίζω το trekking μετά από αυτό το μικρό διάλλειμα που όμως με είχε αποσυντονίσει. Κοίταξα γύρω μου, βρισκόμουν σε ένα ξέφωτο, είχα μπει από νότια αλλά δε θυμόμουν από πού έπρεπε να φύγω. Γύρω γύρω κανένας, μόνο εγώ και η μικρή ιθαγενής. Ζαλίστηκα. Πήρα το πρώτο μονοπάτι που βρήκα μπροστά μου, ξαφνικά όμως ένιωσα όλα να σκοτεινιάζουν, την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, το άγχος να με καταβάλει και ένιωσα ένα παλιό γνώριμο συναίσθημα που είχα ξεπεράσει εδώ και χρόνια: η κρίση πανικού ερχόταν. Χιλιάδες αρνητικές κυρίως σκέψεις περνούν από το μυαλό μου. Χάθηκα, ξεχάστηκα, μπερδεύτηκα, όλοι φύγαν, θα φύγουν χωρίς εμένα, είμαι μόνη μου, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, ολομόναχη. Μες την ταραχή μου προσπαθώ να ανακτήσω τη διαύγεια μου και να σκεφτώ λογικά, να διώξω τις αρνητικές σκέψεις. Θυμήθηκα το 2011 όταν άρχισα να ταξιδεύω μόνη μου, ο μοναδικός μου φόβος ήταν να μη με πιάσει κρίση πανικού. Τα έχω καταφέρει πολύ καλά από τότε όμως,στηριζόμενη στις δυνάμεις μου. Τώρα τί με έπιασε; Όμως αυτό το σκοτείνιασμα ήταν απλά μια προειδοποίηση, το ένστικτο ίσως; Αποφασίζω να μη περπατήσω άλλο, γυρνάω 180 μοίρες και βλέπω ένα ζευγάρι να μπαίνει τρέχοντας σε ένα άλλο μονοπάτι.
«Από κει!» σκέφτηκα, και άρχισα να τρέχω. Τους έφτασα, τσαλαβουτούσα μες τη λάσπη, ανέβαινα τρέχοντας ακόμα και τις ανηφόρες. Συναπαντήθηκα με πολλά άτομα στο δρόμο, τα προσπέρασα, δεν ήθελα να σταματήσω μέχρι να βρω τον οδηγό μου. Δεν ήμουν σίγουρη αν αυτοί που προσπερνώ είναι στη δική μου ομάδα. «Δε θα σταματήσω να τρέχω αν δε βρω τον οδηγό μου» αυτή ήταν η εσωτερική μου συμφωνία, ούτε για νερό θα σταματούσα.
Είχα ιδρώσει, είχα ζοριστεί πολύ, η ανάσα έβγαινε με το ζόρι, το σακίδιο στην πλάτη βάραινε, ήθελα νερό απεγνωσμένα, όμως έτρεχα, έτρεχα, ολομόναχη στη ζούγκλα, προσπερνούσα κόσμο, έβαζα τα πόδια μου μες τη λάσπη χωρίς να με νοιάζει, είχε φτάσει η λάσπη μέχρι το γόνατο. Βρήκα ένα ποτάμι, το διέσχισα. Το παγωμένο νερό με ανακουφίζει ενώ πλένει τα παπούτσια μου. Συνεχίζω να τρέχω. Το μονοπάτι πλέον μου φαίνεται οικείο, ναι είμαι σίγουρη γαμώτο, είμαι στο σωστό δρόμο. Χαλαρώνω λίγο, ηρεμώ, βγάζω από το σακίδιο λίγο νερό, πίνω. Ακούω θόρυβο στα φυλλώματα και πετάγεται ένα ζωάκι άγνωστο σε μένα, κάτι μεταξύ ινδικού χοιριδίου και κουνελιού. Συνεχίζω όμως το τρέξιμο. Με πιάνει η βροχή αλλά δεν είναι ικανή να με σταματήσει, δε θέλω να μείνω τελευταία, άλλωστε σε τόσο πυκνή ζούγκλα δε βρέχομαι ιδιαίτερα. Έχει περάσει σχεδόν μια ώρα και κάτι όταν βρίσκω ακόμα ένα ποταμάκι που μου δροσίζει τις γάμπες οι οποίες καίγονται. Από μακριά όμως βλέπω το πάρκινγκ. Αυτό ήταν, τα κατάφερα, έφτασα. Βλέπω το λεωφορείο μου, πού είναι όμως ο κόσμος, πού είναι ο οδηγός.
“Oh, congratulations, you arrived 3rd” μου λέει ένας Αμερικανός. Γουρλώνω τα μάτια μου. Ώστε λοιπόν, από τα 45 άτομα, τόσο πολύ έτρεξα και από τη λύσσα μου και το φόβο δε κατάλαβα πως τους προσπέρασα σχεδόν όλους.
Μετά από σχεδόν μία ώρα μαζευτήκαμε όλοι και φύγαμε.
Κατάκοπη μα ικανοποιημένη, μπήκα στο δωμάτιο, κατευθείαν έκανα ένα μπάνιο να φύγει η λάσπη κι έπλυνα τα παπούτσια μου ευχόμενη μες το ανήλιαγο υγρό δωμάτιο να προλάβουν να στεγνώσουν πριν αφήσω τη Σάντα Μάρτα.
Την προηγούμενη μέρα όμως, κατά το απογευματάκι έπιασε μια τρελή βροχή που μου στέρησε την απογευματινή μου έξοδο και έκανε τους δρόμους να πλημμυρίσουν. Στις έξι το πρωί ήμουν στο πόδι και περίμενα είτε το λεωφορείο να περάσει απ' το ξενοδοχείο να με πάρει, είτε ένα τηλεφώνημα που θα ακύρωνε την εκδρομή λόγω βροχής. Συνέβη ευτυχώς το πρώτο. Ήμουν η τελευταία που έμπαινα στο βαν, μαζί με άλλους 20-25, όλοι για τον ίδιο σκοπό. Μόνο που εγώ ήμουν η μοναδική μη ισπανόφωνη και μόνη, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να έχω τις κεραίες μου τεντωμένες για να καταλάβω καλά τις οδηγίες του leader και να μη χαθώ μέσα στις ζούγκλες.
Φτάσαμε μετά από μισή ώρα στο δρόμο και ξεκινήσαμε όλοι να φοράμε τα αντιηλιακά και τα αντικουνουπικά μας. Μια καλή εμπειρία από ζούγκλες την έχω πλέον με τα ταξίδια που έχω κάνει, την τελευταία όμως φορά, κάπου στο Λάος, ενώ είμασταν δυο άτομα και πορευόμασταν κανονικά σε άγνωστα μονοπάτια, εγώ γλίστρησα, έπεσα σε ένα ρυάκι σπάζοντας τη σαγιονάρα μου και παρά τις φωνές, δεν ακουγόμουν ούτε στα δύο μέτρα λόγω της πυκνής βλάστησης. Όταν είσαι μόνος αυτή η σκέψη είναι λίγο τρομαχτική όμως ένιωθα μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου.
Ξεκίνησε το trekking που θα διαρκούσε δυο ώρες μέχρι την παραλία και μετά άλλες δύο στην επιστροφή. Η διαδρομή ήταν όμορφη. Ο οδηγός φρόντιζε να βαδίζει τελευταίος για να προσέξει τα παραστρατήματά μας, βέβαια, ενώ στην αρχή ξεκινήσαμε σαν μια ομάδα, στη συνέχεια χωριστήκαμε φυσικά ακολουθώντας ο καθένας το ρυθμό του. Είχα στο νου μου να είμαι πάντα κοντα σε κόσμο και το κατάφερνα αρκετά καλά. Το άγχος μου έφυγε σιγά σιγά και κατάφερα να ηρεμήσω και να απολαύσω τη διαδρομή. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε μια παραλία όπου περνούσαν από απέναντι πανέμορφα άλογα. Στην παραλία εκείνη υπήρχε μια ταμπέλα που ενημέρωνε τους επίδοξους κατασκηνωτές να μη βουτήξουν στα νερά γιατί είναι ιδιαίτερα ορμητικά και έχουν χαθεί πάνω από εκατό τουρίστες τα τελευταία χρόνια. Κάπου εκεί είχαμε ήδη διανύσει μια ώρα περπάτημα και η διαδρομή έφτανε στο πιο δύσκολο σημείο. Μετά από ένα δάσος με φοίνικες μπήκαμε βαθιά μέσα στη ζούγκλα. Στη ζούγκλα αυτή ζουν εδώ και 2000 χρόνια ολιγομελείς φυλές γηγενών της Κολομβίας που θεωρούν χρέος τους να προστατεύσουν τη γη των προγόνων τους. Αν ήμουν τυχερή ίσως και να έπεφτα πάνω τους.

Η διαδρομή εκεί έμπαινε στα δύσκολα. Το έδαφος γινόταν υπερβολικά λασπώδες. Είδα καποιους να φορούν σαγιονάρες για να μη λερώσουν τα παπούτσια τους. Όμως η λάσπη πλήθαινε και πλήθαινε. Τα παπούτσια μου είχαν αρχίσει να λερώνονται αρκετά. «Δε πειράζει, χαλάλι» έλεγα μέσα μου και σκεφτόμουν ότι πραγματικά ελάχιστες γυναίκες θα ήθελαν να βάλουν τον εαυτό τους σε αυτή τη διαδικασία.
Κάποια στιγμή έφτασα σε ψηλά βράχια,από κάτω το χάος. Το σκέφτηκα λίγο πώς θα περάσω. Οι κοπέλες πριν από μένα βοηθήθηκαν από τα αγόρια τους. Εγώ ήμουν εκεί μόνη μου κι έπρεπε να το αντιμετωπίσω με τις δυνάμεις μου. Το έδαφος όμως ήταν κάπως ολισθηρό και εγώ, αρκετά ψηλή γαρ, δεν είχα την πολυτέλεια για αιλουροειδείς κινήσεις. Βρέθηκα να είμαι κάπως κοκαλωμένη και σκεπτική για το πώς ακριβώς έπρεπε να κινηθώ για να μη γλιστρήσω και τότε συνέβη κάτι όμορφο. Ένας άντρας που είχε περάσει πριν από μένα γύρισε να κοιτάξει αν τα κατάφερνα, ήρθε, μου άπλωσε το χέρι του και με βοήθησε να περάσω. Είναι όμορφο να δέχεσαι βοήθεια.
Η λάσπη πλέον έχει εξελιχθεί σε ρουτίνα. Τα παπούτσια μου έχουν γίνει μαύρα και καθώς περπατώ με γοργό βήμα η λάσπη τινάζεται και στα ρούχα μου. Όμως δε με ενοχλεί. Το απολαμβάνω. Τα αντανακλαστικά μου είναι γρήγορα, έτσι όπως κινούμαι με γοργό ρυθμό, ελέγχοντας κάθε μου βήμα, να είναι σε σταθερό έδαφος. Ώσπου… μπλουμ! Και το πόδι μου βρέθηκε σε κινούμενη λάσπη, όλο μου το παπούτσι βυθίστηκε, ένιωσα την κάλτσα μου να γίνεται μούσκεμα από τη γλοιώδη παχύρρευστη ουσία. Κοίταξα τα πόδια μου, αισθάνθηκα σα γουρουνάκι που κυλιέται στο βάλτο και το ευχαριστιέται. Σκέφτηκα εκείνη την ώρα πόσο αρέσει στα παιδιά να λερώνονται, πόσο το απολαμβάνουν, έτσι αποφάσισα να το απολαύσω κι εγώ, σα να είμαι παιδί και πάλι και να παίζω στα λασπόνερα. Δε με ένοιαζε για τα παπούτσια μου, αρκεί που μπορούσα να πάρω άλλα.
Έτσι κατάκοπη και λασπωμένη συνέχισα και η δεύτερη ώρα του trekking πέρασε γρήγορα, όταν βρεθήκαμε στην παραλία. Ελάχιστος κόσμος έφτανε μέχρι εκεί, η θερμοκρασία ήταν ιδανική, ο ήλιος έλαμπε πάνω από τα κεφάλια μας, το τοπίο ήταν ειδυλλιακό και παρθένο κι εγώ είχα κοπιάσει αρκετά, οπότε άξιζα μια βουτίτσα.

Έβγαλα τα βρωμόρουχα μου και βούτηξα μόνη μου, αφού βρήκα μια γωνίτσα να αφήσω το σακίδιό μου. Μπήκα στη θάλασσα και αισθάνθηκα την απόλαυση που μου πρόσφερε το δροσερό νερό. Τα ρεύματα ήταν όντως δυνατά. Κολυμπούσα στη βαθιά θάλασσα και άγγιζα πάλι την απόλυτη ελευθερία. Ξάφνου τρία μικρά κοριτσάκια με προσέγγισαν και άρχισαν να με ρωτάνε από που είμαι και να με διορθώνουν όταν έλεγα λάθος καμιά λέξη. Μου κράτησαν συντροφιά, ερχόντουσαν στην αγκαλιά μου να παίξουμε και μου πείραζαν τα μαλλιά. Αισθάνθηκα κι εγώ παιδί μαζί τους.Με παιδί στην εφηβεία,νοσταλγώ που και που τέτοια παιχνίδια. Μου έδειξαν ένα «μυστικό» μέρος που έχει κροκόδειλους και αποφάσισα να τις αφήσω και να πάω για εξερεύνηση του χώρου. Θαύμασα τα σπάνια λουλούδια, κυλίστηκα λίγο στην άμμο, πήγα στη λιμνούλα να βρω τον κροκόδειλο ώσπου πέρασε η ώρα και πήγα για το μεσημεριανό μου.

Γύρω στις τρεις ξεκινούσε η ώρα της επιστροφής.
Ο οδηγός μας μάζεψε για να μας πει τη διαδικασία αλλά αποφάσισε να αλλάξει σε ένα σημείο τη διαδρομή κι εγώ δεν ήμουν σίγουρη ότι κατάλαβα. Ήλπιζα ότι θα είμαι όμως δίπλα σε κόσμο για να μη χαθώ. Για κακή μου τύχη όμως ξεκινήσαμε δυο ομάδες, η δική μου και μια άλλη, γύρω στα 45 άτομα σύνολο. Εγώ φυσικά δε γνώριζα κανέναν και δεν ήξερα ποιους να ακολουθήσω. Επίσης ο οδηγός μας πρότεινε σε όποιον ήθελε να πάει τρέχοντας. Εγώ λόγω γρήγορων ρυθμών επέλεξα να κάνω συνδιασμό. Ξεκινήσαμε λοιπόν αλλά εξ αρχής είμασταν διασκορπισμένοι. Και να μην ήθελα να το πάρω τρέχοντας, είχα αγχωθεί γιατί δεν ήθελα να μείνω από τους τελευταίους. Εκτός αυτού ο ουρανός συννέφιαζε προμηνώντας βροχή και ούτως ή άλλως στους τροπικούς 5-6 η ώρα νυχτώνει.
Όταν ήμουν μικρή τρελαινόμουν να βλέπω ντοκιμαντέρ.Ηταν προφανως το ταξιδιωτικό μικρόβιο που εκδηλωνόταν κάπως ετσι.Τα αγαπημένα μου ντοκιμαντέρ ηταν εκείνα που έδειχναν φυλές του Αμαζονίου•πόσο κοντά στη φύση ηταν,πόσο αργά κυλούσε η ζωή τους,πώς ζούσαν με τους νόμους και κανόνες. Στον αντίποδα ,αμέσως έφερνα στη σκέψη μου τους χρηματιστές της Νέας Υόρκης,
πώς ζουν,τι άγχη κουβαλάνε,πόσο στενά είναι τα όρια της ύπαρξής τους όπως την έχουν δομήσει μέσα σε ένα ανθρώπινο οικοδόμημα,τόσο μακριά από την αληθινή μας φύση.
Εκεί λοιπόν που περπατούσα στα λασπωμένα μονοπάτια του πάρκου Tayrona κάτω από τεράστια δέντρα που κρύβουν τον ήλιο,την είδα. : μια σκηνή σα να βγήκε από το national geographic,ένα κορίτσι απροσδιορίστου ηλικίας της ιθαγενούς φυλής Kogi να κόβει αδιάφορα καρύδες και να με κοιτάζει εχθρικά χωρις να λέει λέξη. Οι Kogi ζουν στη Sierra Nevada σε πλήρη αρμονία με τη φύση,πλέκουν τσάντες απο γκρι μαλλί και τις φορούν πάντα με λευκά ενδύματα.Είναι περήφανοι που ζουν με πλήρη σεβασμό στη μάνα γη και δε θέλουν μεγάλη επαφή με ανθρώπους που εκμεταλλεύονται τη γη προς όφελός τους,σε βαθμό που να την καταστρέφουν. Και όλα αυτά όταν την ίδια ώρα στην Ελλάδα πέθαινε κόσμος από πλυμμήρες….

Συνεχίζω το trekking μετά από αυτό το μικρό διάλλειμα που όμως με είχε αποσυντονίσει. Κοίταξα γύρω μου, βρισκόμουν σε ένα ξέφωτο, είχα μπει από νότια αλλά δε θυμόμουν από πού έπρεπε να φύγω. Γύρω γύρω κανένας, μόνο εγώ και η μικρή ιθαγενής. Ζαλίστηκα. Πήρα το πρώτο μονοπάτι που βρήκα μπροστά μου, ξαφνικά όμως ένιωσα όλα να σκοτεινιάζουν, την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, το άγχος να με καταβάλει και ένιωσα ένα παλιό γνώριμο συναίσθημα που είχα ξεπεράσει εδώ και χρόνια: η κρίση πανικού ερχόταν. Χιλιάδες αρνητικές κυρίως σκέψεις περνούν από το μυαλό μου. Χάθηκα, ξεχάστηκα, μπερδεύτηκα, όλοι φύγαν, θα φύγουν χωρίς εμένα, είμαι μόνη μου, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, ολομόναχη. Μες την ταραχή μου προσπαθώ να ανακτήσω τη διαύγεια μου και να σκεφτώ λογικά, να διώξω τις αρνητικές σκέψεις. Θυμήθηκα το 2011 όταν άρχισα να ταξιδεύω μόνη μου, ο μοναδικός μου φόβος ήταν να μη με πιάσει κρίση πανικού. Τα έχω καταφέρει πολύ καλά από τότε όμως,στηριζόμενη στις δυνάμεις μου. Τώρα τί με έπιασε; Όμως αυτό το σκοτείνιασμα ήταν απλά μια προειδοποίηση, το ένστικτο ίσως; Αποφασίζω να μη περπατήσω άλλο, γυρνάω 180 μοίρες και βλέπω ένα ζευγάρι να μπαίνει τρέχοντας σε ένα άλλο μονοπάτι.
«Από κει!» σκέφτηκα, και άρχισα να τρέχω. Τους έφτασα, τσαλαβουτούσα μες τη λάσπη, ανέβαινα τρέχοντας ακόμα και τις ανηφόρες. Συναπαντήθηκα με πολλά άτομα στο δρόμο, τα προσπέρασα, δεν ήθελα να σταματήσω μέχρι να βρω τον οδηγό μου. Δεν ήμουν σίγουρη αν αυτοί που προσπερνώ είναι στη δική μου ομάδα. «Δε θα σταματήσω να τρέχω αν δε βρω τον οδηγό μου» αυτή ήταν η εσωτερική μου συμφωνία, ούτε για νερό θα σταματούσα.
Είχα ιδρώσει, είχα ζοριστεί πολύ, η ανάσα έβγαινε με το ζόρι, το σακίδιο στην πλάτη βάραινε, ήθελα νερό απεγνωσμένα, όμως έτρεχα, έτρεχα, ολομόναχη στη ζούγκλα, προσπερνούσα κόσμο, έβαζα τα πόδια μου μες τη λάσπη χωρίς να με νοιάζει, είχε φτάσει η λάσπη μέχρι το γόνατο. Βρήκα ένα ποτάμι, το διέσχισα. Το παγωμένο νερό με ανακουφίζει ενώ πλένει τα παπούτσια μου. Συνεχίζω να τρέχω. Το μονοπάτι πλέον μου φαίνεται οικείο, ναι είμαι σίγουρη γαμώτο, είμαι στο σωστό δρόμο. Χαλαρώνω λίγο, ηρεμώ, βγάζω από το σακίδιο λίγο νερό, πίνω. Ακούω θόρυβο στα φυλλώματα και πετάγεται ένα ζωάκι άγνωστο σε μένα, κάτι μεταξύ ινδικού χοιριδίου και κουνελιού. Συνεχίζω όμως το τρέξιμο. Με πιάνει η βροχή αλλά δεν είναι ικανή να με σταματήσει, δε θέλω να μείνω τελευταία, άλλωστε σε τόσο πυκνή ζούγκλα δε βρέχομαι ιδιαίτερα. Έχει περάσει σχεδόν μια ώρα και κάτι όταν βρίσκω ακόμα ένα ποταμάκι που μου δροσίζει τις γάμπες οι οποίες καίγονται. Από μακριά όμως βλέπω το πάρκινγκ. Αυτό ήταν, τα κατάφερα, έφτασα. Βλέπω το λεωφορείο μου, πού είναι όμως ο κόσμος, πού είναι ο οδηγός.
“Oh, congratulations, you arrived 3rd” μου λέει ένας Αμερικανός. Γουρλώνω τα μάτια μου. Ώστε λοιπόν, από τα 45 άτομα, τόσο πολύ έτρεξα και από τη λύσσα μου και το φόβο δε κατάλαβα πως τους προσπέρασα σχεδόν όλους.
Μετά από σχεδόν μία ώρα μαζευτήκαμε όλοι και φύγαμε.
Κατάκοπη μα ικανοποιημένη, μπήκα στο δωμάτιο, κατευθείαν έκανα ένα μπάνιο να φύγει η λάσπη κι έπλυνα τα παπούτσια μου ευχόμενη μες το ανήλιαγο υγρό δωμάτιο να προλάβουν να στεγνώσουν πριν αφήσω τη Σάντα Μάρτα.