fenia42
Member
- Μηνύματα
- 4.024
- Likes
- 16.565
- Επόμενο Ταξίδι
- Азербайджан
- Ταξίδι-Όνειρο
- Γροιλανδία,Σβάλμπαρντ
Για τους λάτρεις της μουντάδας, η Καραϊβική μπορεί να αποτελέσει προορισμό για ατελείωτη ραστώνη και ονειροπόλημα και κάπως έτσι, σε χαλαρό τέμπο, ήθελα να περάσω την τρίτη μου μέρα στην Καρταχένα. Με σύμμαχο λοιπόν ένα γκρι ουρανό βγήκα να κάνω μια βόλτα, αφού απόλαυσα τα αυγά κρεόλ και το πρώτο καφεδάκι της ημέρας στο ξενοδοχείο μου.
Περπατώντας για άλλη μια φορά τα γραφικά σοκάκια, σταματούσα κάθε τόσο να κάνω μια ατασθαλία στις panaderie που συναντούσα στο δρόμο. Το ψωμί της Κολομβίας είναι γλυκό και γευστικό, και συνοδεία τυριού η γεύση του με συναρπάζει. Αφιέρωσα σχεδόν όλο μου το πρωινό αναζητώντας δώρα για την κόρη μου.
Ως Ελληνίδα μάνα με δέρνουν κι εμένα συχνά οι τύψεις και προσπαθώ με υλικά αγαθά να τις ξορκίσω. Τα παιδιά όμως δε χαμπαριάζουν από τέτοια, γι’αυτό της έταξα της κόρης Μπαλί το καλοκαίρι. Χαμογελώ στην ιδέα της μελλοντικής εξόρμησης αλλά στην πραγματικότητα δε μου λείπει το παιδί μου. Δικαιούμαι να αγγίζω μόνη μου την απόλυτη ελευθερία.
Μετά τα ψώνια αποφάσισα να πιω το δεύτερο καφέ της ημέρας κι επιτέλους πετυχαίνω διάνα: καλός καφές σε ευρωπαϊκού τύπου καφετέρια, δυσεύρετο προϊόν στις ακτές της καραϊβικής.
Διαβάζω το βιβλίο μου, απολαμβάνω τον καφέ μου κι ονειροπολώ. Ξάφνου παρατηρώ κάποιον να με κοιτάζει. Κάθεται κι εκείνος μόνος όπως εγώ. Όμως δε με ενδιαφέρει, δεν έχω έρθει εδώ για καμιά γνωριμία κι έτσι ξαναγυρίζω στο βιβλίο μου. Πολλές φορές έχει τύχει στα ταξίδια μου να γνωρίσω ταξιδιώτες που ξεκίνησαν μόνοι αλλά στην πορεία δημιούργησαν παρέες και συνέχισαν μαζί. Είμαι όμως σε τέτοια φάση της ζωής μου που θέλω να βιώσω την πραγματική μοναχικότητα, μακριά από κάθε δεκανίκι.Να δω που θα με βγάλει. Οι περισσότεροι όμως ταξιδιώτες που πορεύονται σόλο, ξέρουν. Όπως η Σίντυ που γνώρισα πάνω από τον τάφο του Εσκομπάρ στο Μεντεγίν και συνταξιδέψαμε τυχαία την επομένη. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα –για παν ενδεχόμενο- αλλά ξέραμε καλά και οι δυο πως είχαμε έρθει για ένα σκοπό και πως για κανένα λόγο δε θα χάναμε την αυτοκυριαρχία μας για να ζητήσουμε λίγο χρόνο η μια από την άλλη, να μοιραστούμε δυο κοινές στιγμές, να πιούμε ένα καφέ.
Οι αγγλόφωνοι δε λένε ταξιδεύω alone αλλά by myself, διαχωρίζοντας με λεπτό τρόπο τη μοναξιά από τη μοναχικότητα και συνυφαίνοντας τη δεύτερη με την ανεξαρτησία.
Στο μοναχικό ταξίδι λοιπόν οι κεραίες είναι τεντωμένες, τα συναισθήματα λειτουργούν στο έπακρο, οι παραστάσεις αλλάζουν κινηματογραφικά και η απόλυτη εσωτερίκευση οδηγεί τον ταξιδιώτη σε μονοπάτια που δε θα έμπαινε αν πήγαινε με παρέα. Εν ολίγοις, ζεις το ταξίδι, το βιώνεις μέσα σε μια σιωπή που ηρεμεί το νου και οξύνει την παρατήρηση.
Για το μεσημεριανό μου διάλεξα να φάω το κλασικό πλέον ψάρι σε μια εντελώς λαϊκή ταβέρνα που απευθύνεται σε ντόπιους, και αποζημιώθηκα γευστικά για την επιλογή μου. Όταν βράδιασε πια για τα καλά ήπια ένα τελευταίο καφεδάκι, επίσης καλό, συνοδεία ενός πεντανόστιμου κέικ καλαμποκιού.
Η κούρασή μου ήταν μεγάλη και κατευθύνθηκα προς το ξενοδοχείο μου. Στην τελική στροφή όμως έκανα μεταβολή και κοντοστάθηκα να κοιτάξω από μακριά τα πανέμορφα αποικιακά κτήρια. Ήθελα να μείνω λίγο ακόμα να τα κοιτάξω για τελευταία φορά, μήπως και τα χορτάσω, έτσι υπέροχα φωτισμένα που ήταν. Αποφασίζω να κάνω ένα τσιγάρο στην ερημική πλατεία όταν με προσέγγισαν δυο περίεργες φάτσες. Μου ζητούν τσιγάρο και τους δίνω. Πίνουν αγουρδιέντε και είναι μεθυσμένοι. Φαίνονται σχεδόν ανήλικοι. Με ρωτούν αν θέλω κόκα. Μου χαλούν τις τελευταίες στιγμές με την πόλη γι’ αυτό φεύγω κοιτώντας τους με μερική απαξίωση. Δε φοβήθηκα, δε τρόμαξα, απλά είδα καθαρά πως ήταν εκείνη η λεπτή γραμμή της αυτοπροστασίας, που κάθε μοναχικός ταξιδιώτης οφείλει να μη προσπερνάει.
Η δασκάλα της γιόγκα μου με ξέρει πολύ καλά και όταν δε με κατσαδιάζει έχει να πει για μένα ένα στοιχείο που με χαρακτηρίζει έντονα και αυτό είναι ότι ξέρω να προστατεύω τον εαυτό μου. Η αλήθεια είναι ότι δε το είχα αντιληφθεί πριν να μου το επισημάνει. Ή μπορεί απλά να είναι ένα φυσικό επακόλουθο, φυσική άμυνα για όλα αυτά τα δύσκολα που έχουν συμβεί στη ζωή μου. Κάθε άνθρωπος πάντως που πορεύεται μόνος του οφείλει να ξέρει πώς να προστατέψει τον εαυτό του.
Είμαι εγώ λοιπόν μόνη σε ένα λεωφορείο ανάμεσα σε ζευγάρια, όμως δε με ενοχλεί. Πηγαίνουμε προς Σάντα Μάρτα. Διαβάζω το βιβλίο μου, η διαδρομή είναι λίγο βαρετή και το τοπίο μονοπωλούν απέραντες εκτάσεις με κάκτους και πυκνή βλάστηση είτε κάποιο πάμφτωχο χωριουδάκι. Πού και πού ρίχνω κάποια κλεφτή ματιά στους γύρω μου, θαυμάζω όμως την ηρεμία όλων : δε χρειάζεται να φωνάζουν, και ψιθυριστά ακούγονται, κάποιοι επικοινωνούν ακόμα και με τα μάτια, άλλοι απολαμβάνουν σιωπηλοί την εκδρομή, πιασμένοι χέρι χέρι, και άλλοι γέρνουν στο ταίρι τους και αποκοιμούνται..
Μετά από κανα τρίωρο φτάνουμε στη Σάντα Μάρτα και το λεωφορείο με αφήνει λίγο πιο έξω από το νέο μου ξενοδοχείο. Ο ρεσέψιονιστ που κι αυτός όπως όλοι δε μιλάει γρι αγγλικά ,με ρωτάει αν είμαι μόνη μου. Λέω ναι και με κοιτάει παράξενα. Μου λέει πως δεν υπάρχουν μονόκλινα αλλά είναι οκ να μείνω σε δίκλινο. Αφού πήρα το κλειδί μου και πήγα να εξερευνήσω το νέο μου δωμάτιο, τον άκουσα να με σχολιάζει με κάποιον υπάλληλο. Ώστε λοιπόν είχα έρθει σε «ζευγαρο-μέρος».
Το δωμάτιο δε μου αρέσει. Βλέπει σε φωταγωγό, δεν έχει ήλιο. Το αποδέχομαι πάραυτα αδιαμαρτύρητα, αμέσως στο μυαλό μου όμως έρχονται στίχοι από το ποίημα της Κικής Δημουλά «μονοκλινο σύμπτωμα» :
Aπορούν κάθε φορά οι ξενοδόχοι
που ζητώ μονόκλινο δωμάτιο στην πρόσοψη.
Mε κοιτάζουν σαν ν' απαιτώ θάνατο με θέα.
Πολλές φορές ένιωσα ότι ο κόσμος αυτός υπάρχει μόνο για τους ζευγαρωμένους. Οτιδήποτε διαφορετικό δεν είναι αποδεκτό. Από τη γιαγιά που θα σε πρήξει πότε θα παντρευτείς, από το χ άσχετο που θα ρωτήσει αν έχεις παιδιά, αδιάκριτα , από τη συμπεριφορά μιας μεγάλης πλειοψηφίας που αφήνεται μόλις πετύχει κοινωνικά το σκοπό της,από όλους όσους σου εύχονται διαρκώς να "ξαναφτιάξεις τη ζωή σου" . Οτιδήποτε διαφορετικό θεωρείται μη συμβατικό, έξω από τις νόρμες, περιθωριακό . Πάσει θυσία μια ανάγκη να κρατήσουμε παραδόσεις και κοινωνικά πρέπει, γιατί τυχόν παρέκκλιση μας πάει σε μονοπάτια άγνωστα, και το άγνωστο οι περισσότεροι το φοβούνται, γι’αυτό και μένουν στη βεβαιότητα μιας μετριότητας. Όποιος όμως θυσιάζει την ελευθερία του για να του παρέχουν ασφάλεια δεν είναι άξιος ούτε της ελευθερίας ούτε της ασφάλειας,.
Μεσημέριασε και βγήκα μια βόλτα να γνωρίσω το νέο προορισμό που θα με φιλοξενούσε για τις επόμενες 4 ημέρες. Εκ πρώτης όψης δε μου άρεσε. Μου φαινόταν σαν εγκαταλελειμμένο κακόγουστο χωριό της Χαλκιδικής, Σεπτέμβρη μήνα. Μια κλασική κεντρική πλατεία με το όνομα του Μπολίβαρ, ένας παλιός ναός –ο παλιότερος της Κολομβίας, η εκκλησία όπου παντρεύτηκαν οι γονείς του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ένα αδιάφορο πάρκο με λίγο πράσινο, μαγαζιά, ταβέρνες,σουβενίρ.
γενικά μια αδιάφορη αρχιτεκτονική και μια παραλία σα της Βάρκιζας. Ίσως αισθανόμουν έτσι γιατί μπροστά στη Καρταχένα, το θέαμα ήταν πτωχό. Θα του έδινα το χρόνο του όμως.
Έκατσα κάπου για φαγητό. Οι σερβιτόρες είναι αφοσιωμένες σε μια σαπουνόπερα, μερικοί άντρες πιο πέρα συζητούν για ποδόσφαιρο, η κοινωνία της πόλης φαίνεται αρκετά περιορισμένη και συντηρητική στη σκέψη της, το είχα αισθανθεί ήδη από το ξενοδοχείο.
Τρώω λίγο ανόρεκτα και με κακή διάθεση αποφασίζω να ξεκουραστώ στο ξενοδοχείο και να βγω αργότερα για καφέ. Στο δρόμο ανοίγουν οι ουρανοί και τα ρούχα μου βρέχονται από πάνω μέχρι κάτω, οι δρόμοι πλημμυρίζουν εν ριπή οφθαλμού, δεν έχω ούτε ομπρέλα ούτε άλλη επιλογή, γυρνάω στο ξενοδοχείο κυριολεκτικά σα βρεγμένη γάτα. Δεν έχω που να απλώσω τα ρούχα μου, κάνω ένα μπάνιο και πιάνω το βιβλίο μου.
Το απόγευμα βγαίνω να πιω έναν καφέ. Μπαίνω σε ένα παγωτατζίδικο. Εισπράττω βλέμματα απορίας και περιέργειας. Μετά δέκα λεπτά μου φέρνουν ένα νερόπλυμα αντί καφέ, το λεγόμενο τίντο. Καφές σε εκείνα τα μέρη δεν υπάρχει. Κι εγώ που πίνω ένα λίτρο τη μέρα αναγκάζομαι να συμβιβαστώ. Γυρνώ στο ξενοδοχείο το βράδυ με λίγο κακή διάθεση. Στο δρόμο πιτσιρικάδες μέχρι και αρκετά μεγαλύτεροι με παρενοχλούν με χυδαιότητες. Τους ρίχνω άγριες ματιές και προχωρώ με σταθερό βήμα.
Μα τι στο καλό; Αυτό ήταν; Τόσο μπορώ να αντέξω; Σκέφτομαι μήπως να φύγω, μήπως να βρω κανένα χόστελ, μήπως να πάω σε κανένα χωριουδάκι, να αλλάξω τελείως το πρόγραμμά μου.
Η αμφιβολία ακόμα υπάρχει μέσα μου, όμως μια φωνή μου λέει να κάνω υπομονή και να μου δείξω εμπιστοσύνη. Έχω οργανώσει τόσα ταξίδια, έχω πάει και άλλα μοναχικά, δε μπορεί να έχω πέσει έξω.
Αύριο θα ήταν μια διαφορετική ημέρα άλλωστε . Για την αυριανή μέρα που θα ζούσα είχα έρθει μέχρι την Κολομβία. Ήταν η μέρα που θα αντίκριζα το μυθικό Μακόντο.
Περπατώντας για άλλη μια φορά τα γραφικά σοκάκια, σταματούσα κάθε τόσο να κάνω μια ατασθαλία στις panaderie που συναντούσα στο δρόμο. Το ψωμί της Κολομβίας είναι γλυκό και γευστικό, και συνοδεία τυριού η γεύση του με συναρπάζει. Αφιέρωσα σχεδόν όλο μου το πρωινό αναζητώντας δώρα για την κόρη μου.
Ως Ελληνίδα μάνα με δέρνουν κι εμένα συχνά οι τύψεις και προσπαθώ με υλικά αγαθά να τις ξορκίσω. Τα παιδιά όμως δε χαμπαριάζουν από τέτοια, γι’αυτό της έταξα της κόρης Μπαλί το καλοκαίρι. Χαμογελώ στην ιδέα της μελλοντικής εξόρμησης αλλά στην πραγματικότητα δε μου λείπει το παιδί μου. Δικαιούμαι να αγγίζω μόνη μου την απόλυτη ελευθερία.
Μετά τα ψώνια αποφάσισα να πιω το δεύτερο καφέ της ημέρας κι επιτέλους πετυχαίνω διάνα: καλός καφές σε ευρωπαϊκού τύπου καφετέρια, δυσεύρετο προϊόν στις ακτές της καραϊβικής.
Διαβάζω το βιβλίο μου, απολαμβάνω τον καφέ μου κι ονειροπολώ. Ξάφνου παρατηρώ κάποιον να με κοιτάζει. Κάθεται κι εκείνος μόνος όπως εγώ. Όμως δε με ενδιαφέρει, δεν έχω έρθει εδώ για καμιά γνωριμία κι έτσι ξαναγυρίζω στο βιβλίο μου. Πολλές φορές έχει τύχει στα ταξίδια μου να γνωρίσω ταξιδιώτες που ξεκίνησαν μόνοι αλλά στην πορεία δημιούργησαν παρέες και συνέχισαν μαζί. Είμαι όμως σε τέτοια φάση της ζωής μου που θέλω να βιώσω την πραγματική μοναχικότητα, μακριά από κάθε δεκανίκι.Να δω που θα με βγάλει. Οι περισσότεροι όμως ταξιδιώτες που πορεύονται σόλο, ξέρουν. Όπως η Σίντυ που γνώρισα πάνω από τον τάφο του Εσκομπάρ στο Μεντεγίν και συνταξιδέψαμε τυχαία την επομένη. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα –για παν ενδεχόμενο- αλλά ξέραμε καλά και οι δυο πως είχαμε έρθει για ένα σκοπό και πως για κανένα λόγο δε θα χάναμε την αυτοκυριαρχία μας για να ζητήσουμε λίγο χρόνο η μια από την άλλη, να μοιραστούμε δυο κοινές στιγμές, να πιούμε ένα καφέ.
Οι αγγλόφωνοι δε λένε ταξιδεύω alone αλλά by myself, διαχωρίζοντας με λεπτό τρόπο τη μοναξιά από τη μοναχικότητα και συνυφαίνοντας τη δεύτερη με την ανεξαρτησία.
Στο μοναχικό ταξίδι λοιπόν οι κεραίες είναι τεντωμένες, τα συναισθήματα λειτουργούν στο έπακρο, οι παραστάσεις αλλάζουν κινηματογραφικά και η απόλυτη εσωτερίκευση οδηγεί τον ταξιδιώτη σε μονοπάτια που δε θα έμπαινε αν πήγαινε με παρέα. Εν ολίγοις, ζεις το ταξίδι, το βιώνεις μέσα σε μια σιωπή που ηρεμεί το νου και οξύνει την παρατήρηση.
Για το μεσημεριανό μου διάλεξα να φάω το κλασικό πλέον ψάρι σε μια εντελώς λαϊκή ταβέρνα που απευθύνεται σε ντόπιους, και αποζημιώθηκα γευστικά για την επιλογή μου. Όταν βράδιασε πια για τα καλά ήπια ένα τελευταίο καφεδάκι, επίσης καλό, συνοδεία ενός πεντανόστιμου κέικ καλαμποκιού.
Η κούρασή μου ήταν μεγάλη και κατευθύνθηκα προς το ξενοδοχείο μου. Στην τελική στροφή όμως έκανα μεταβολή και κοντοστάθηκα να κοιτάξω από μακριά τα πανέμορφα αποικιακά κτήρια. Ήθελα να μείνω λίγο ακόμα να τα κοιτάξω για τελευταία φορά, μήπως και τα χορτάσω, έτσι υπέροχα φωτισμένα που ήταν. Αποφασίζω να κάνω ένα τσιγάρο στην ερημική πλατεία όταν με προσέγγισαν δυο περίεργες φάτσες. Μου ζητούν τσιγάρο και τους δίνω. Πίνουν αγουρδιέντε και είναι μεθυσμένοι. Φαίνονται σχεδόν ανήλικοι. Με ρωτούν αν θέλω κόκα. Μου χαλούν τις τελευταίες στιγμές με την πόλη γι’ αυτό φεύγω κοιτώντας τους με μερική απαξίωση. Δε φοβήθηκα, δε τρόμαξα, απλά είδα καθαρά πως ήταν εκείνη η λεπτή γραμμή της αυτοπροστασίας, που κάθε μοναχικός ταξιδιώτης οφείλει να μη προσπερνάει.
Η δασκάλα της γιόγκα μου με ξέρει πολύ καλά και όταν δε με κατσαδιάζει έχει να πει για μένα ένα στοιχείο που με χαρακτηρίζει έντονα και αυτό είναι ότι ξέρω να προστατεύω τον εαυτό μου. Η αλήθεια είναι ότι δε το είχα αντιληφθεί πριν να μου το επισημάνει. Ή μπορεί απλά να είναι ένα φυσικό επακόλουθο, φυσική άμυνα για όλα αυτά τα δύσκολα που έχουν συμβεί στη ζωή μου. Κάθε άνθρωπος πάντως που πορεύεται μόνος του οφείλει να ξέρει πώς να προστατέψει τον εαυτό του.
Είμαι εγώ λοιπόν μόνη σε ένα λεωφορείο ανάμεσα σε ζευγάρια, όμως δε με ενοχλεί. Πηγαίνουμε προς Σάντα Μάρτα. Διαβάζω το βιβλίο μου, η διαδρομή είναι λίγο βαρετή και το τοπίο μονοπωλούν απέραντες εκτάσεις με κάκτους και πυκνή βλάστηση είτε κάποιο πάμφτωχο χωριουδάκι. Πού και πού ρίχνω κάποια κλεφτή ματιά στους γύρω μου, θαυμάζω όμως την ηρεμία όλων : δε χρειάζεται να φωνάζουν, και ψιθυριστά ακούγονται, κάποιοι επικοινωνούν ακόμα και με τα μάτια, άλλοι απολαμβάνουν σιωπηλοί την εκδρομή, πιασμένοι χέρι χέρι, και άλλοι γέρνουν στο ταίρι τους και αποκοιμούνται..
Μετά από κανα τρίωρο φτάνουμε στη Σάντα Μάρτα και το λεωφορείο με αφήνει λίγο πιο έξω από το νέο μου ξενοδοχείο. Ο ρεσέψιονιστ που κι αυτός όπως όλοι δε μιλάει γρι αγγλικά ,με ρωτάει αν είμαι μόνη μου. Λέω ναι και με κοιτάει παράξενα. Μου λέει πως δεν υπάρχουν μονόκλινα αλλά είναι οκ να μείνω σε δίκλινο. Αφού πήρα το κλειδί μου και πήγα να εξερευνήσω το νέο μου δωμάτιο, τον άκουσα να με σχολιάζει με κάποιον υπάλληλο. Ώστε λοιπόν είχα έρθει σε «ζευγαρο-μέρος».
Το δωμάτιο δε μου αρέσει. Βλέπει σε φωταγωγό, δεν έχει ήλιο. Το αποδέχομαι πάραυτα αδιαμαρτύρητα, αμέσως στο μυαλό μου όμως έρχονται στίχοι από το ποίημα της Κικής Δημουλά «μονοκλινο σύμπτωμα» :
Aπορούν κάθε φορά οι ξενοδόχοι
που ζητώ μονόκλινο δωμάτιο στην πρόσοψη.
Mε κοιτάζουν σαν ν' απαιτώ θάνατο με θέα.
Πολλές φορές ένιωσα ότι ο κόσμος αυτός υπάρχει μόνο για τους ζευγαρωμένους. Οτιδήποτε διαφορετικό δεν είναι αποδεκτό. Από τη γιαγιά που θα σε πρήξει πότε θα παντρευτείς, από το χ άσχετο που θα ρωτήσει αν έχεις παιδιά, αδιάκριτα , από τη συμπεριφορά μιας μεγάλης πλειοψηφίας που αφήνεται μόλις πετύχει κοινωνικά το σκοπό της,από όλους όσους σου εύχονται διαρκώς να "ξαναφτιάξεις τη ζωή σου" . Οτιδήποτε διαφορετικό θεωρείται μη συμβατικό, έξω από τις νόρμες, περιθωριακό . Πάσει θυσία μια ανάγκη να κρατήσουμε παραδόσεις και κοινωνικά πρέπει, γιατί τυχόν παρέκκλιση μας πάει σε μονοπάτια άγνωστα, και το άγνωστο οι περισσότεροι το φοβούνται, γι’αυτό και μένουν στη βεβαιότητα μιας μετριότητας. Όποιος όμως θυσιάζει την ελευθερία του για να του παρέχουν ασφάλεια δεν είναι άξιος ούτε της ελευθερίας ούτε της ασφάλειας,.
Μεσημέριασε και βγήκα μια βόλτα να γνωρίσω το νέο προορισμό που θα με φιλοξενούσε για τις επόμενες 4 ημέρες. Εκ πρώτης όψης δε μου άρεσε. Μου φαινόταν σαν εγκαταλελειμμένο κακόγουστο χωριό της Χαλκιδικής, Σεπτέμβρη μήνα. Μια κλασική κεντρική πλατεία με το όνομα του Μπολίβαρ, ένας παλιός ναός –ο παλιότερος της Κολομβίας, η εκκλησία όπου παντρεύτηκαν οι γονείς του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ένα αδιάφορο πάρκο με λίγο πράσινο, μαγαζιά, ταβέρνες,σουβενίρ.
γενικά μια αδιάφορη αρχιτεκτονική και μια παραλία σα της Βάρκιζας. Ίσως αισθανόμουν έτσι γιατί μπροστά στη Καρταχένα, το θέαμα ήταν πτωχό. Θα του έδινα το χρόνο του όμως.
Έκατσα κάπου για φαγητό. Οι σερβιτόρες είναι αφοσιωμένες σε μια σαπουνόπερα, μερικοί άντρες πιο πέρα συζητούν για ποδόσφαιρο, η κοινωνία της πόλης φαίνεται αρκετά περιορισμένη και συντηρητική στη σκέψη της, το είχα αισθανθεί ήδη από το ξενοδοχείο.
Τρώω λίγο ανόρεκτα και με κακή διάθεση αποφασίζω να ξεκουραστώ στο ξενοδοχείο και να βγω αργότερα για καφέ. Στο δρόμο ανοίγουν οι ουρανοί και τα ρούχα μου βρέχονται από πάνω μέχρι κάτω, οι δρόμοι πλημμυρίζουν εν ριπή οφθαλμού, δεν έχω ούτε ομπρέλα ούτε άλλη επιλογή, γυρνάω στο ξενοδοχείο κυριολεκτικά σα βρεγμένη γάτα. Δεν έχω που να απλώσω τα ρούχα μου, κάνω ένα μπάνιο και πιάνω το βιβλίο μου.
Το απόγευμα βγαίνω να πιω έναν καφέ. Μπαίνω σε ένα παγωτατζίδικο. Εισπράττω βλέμματα απορίας και περιέργειας. Μετά δέκα λεπτά μου φέρνουν ένα νερόπλυμα αντί καφέ, το λεγόμενο τίντο. Καφές σε εκείνα τα μέρη δεν υπάρχει. Κι εγώ που πίνω ένα λίτρο τη μέρα αναγκάζομαι να συμβιβαστώ. Γυρνώ στο ξενοδοχείο το βράδυ με λίγο κακή διάθεση. Στο δρόμο πιτσιρικάδες μέχρι και αρκετά μεγαλύτεροι με παρενοχλούν με χυδαιότητες. Τους ρίχνω άγριες ματιές και προχωρώ με σταθερό βήμα.
Μα τι στο καλό; Αυτό ήταν; Τόσο μπορώ να αντέξω; Σκέφτομαι μήπως να φύγω, μήπως να βρω κανένα χόστελ, μήπως να πάω σε κανένα χωριουδάκι, να αλλάξω τελείως το πρόγραμμά μου.
Η αμφιβολία ακόμα υπάρχει μέσα μου, όμως μια φωνή μου λέει να κάνω υπομονή και να μου δείξω εμπιστοσύνη. Έχω οργανώσει τόσα ταξίδια, έχω πάει και άλλα μοναχικά, δε μπορεί να έχω πέσει έξω.
Αύριο θα ήταν μια διαφορετική ημέρα άλλωστε . Για την αυριανή μέρα που θα ζούσα είχα έρθει μέχρι την Κολομβία. Ήταν η μέρα που θα αντίκριζα το μυθικό Μακόντο.
