fenia42
Member
- Μηνύματα
- 4.024
- Likes
- 16.565
- Επόμενο Ταξίδι
- Азербайджан
- Ταξίδι-Όνειρο
- Γροιλανδία,Σβάλμπαρντ







Κάπως έτσι ήταν και ο μικρός Γκάμπο που μεγάλωσε σε ένα χωριό στις εκβολές του ποταμού Μαγκνταλένα με τη γιαγιά του η οποία του αφηγούνταν υπέροχες ιστορίες διεγείροντας το παιδικό του μυαλουδάκι που όταν μεγάλωσε έγραψε το πιο όμορφο μυθιστόρημα όλων των εποχών. Υπέροχο ακριβώς επειδή μας αφορά όλους, όπως και η μοναξιά.
Στα εκατό χρόνια μοναξιάς χωράει η ιστορία επτά γενεών αλλά και η μοναξιά της Αρακατάκα, της Κολομβίας, της Λατινικής Αμερικής, του κόσμου ολάκερου, συλλογικά, μα και η δική μου, η δική σου, και όλων μας, ατομικά. Μια μοναξιά που είναι πανταχού παρούσα.
Μια φορά κι έναν καιρό, διακόσια περίπου χρόνια πριν,η Ούρσουλα και ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία αποφασίζουν να αναζητήσουν την τύχη τους παίρνοντας τη ζωή στα χέρια τους. Με περισσή τόλμη περιπλανιούνται ψάχνοντας διέξοδο προς τη θάλασσα αλλά κυρίως διέξοδο από διεφθαρμένα καθεστώτα, μακριά από νόρμες και κανόνες. Οι περιπλανήσεις τους, τους έφεραν στο χωριό αυτό όπου αποφάσισαν να στεγάσουν τη ζωή τους μέχρι να μπορέσουν κι εκείνοι να πεθάνουν. Διότι κανείς πεθαίνει όταν μπορεί και όχι όταν πρέπει. Το χωριό αυτό δεν είναι άλλο από το μυθικό Μακόντο που πήρε το όνομά του από μια φυτεία μπανάνας από κάποια τυχαία ταμπέλα που είδε ο συγγραφέας.
Ο Μάρκες είναι ένας ρεαλιστής μάγος που αναλαμβάνει να δημιουργήσει μια νέα βίβλο, με αρχή και τέλος ,που καταλήγει στο ίδιο σημείο και να εξηγήσει το ενδιάμεσο διάστημα της ζωής. Τολμά να μιλήσει για το φόβο του θανάτου, εκεί όπου κανείς πηγαίνει πραγματικά ολομόναχος.
Το Μακόντο όμως είναι και κάθε χωριό της Κολομβίας που παλεύει με τη φτώχεια και την αδικία , να κρατηθεί στη ζωή, σε μια αέναη μάχη καλού και κακού, σε έναν αγώνα που μπορεί να υποκινείται είτε από ιδανικά είτε και από προσωπική περηφάνια, είτε από καπρίτσιο, είτε για να ξεχάσει κανείς τη μοναξιά του. Πώς να την ξεχάσει όμως όταν αυτή υπάρχει παντού;
Κι εμένα πάντως ένα καπρίτσιο με έφερνε ως εκεί κι ένα διαολεμένο πείσμα που μου πρόσταζε πάντα να κάνω του κεφαλιού μου, και ειδικά να κάνω όσα οι υπόλοιποι άνθρωποι φοβούνται, να πηγαίνω εκεί που τρέμουν τα πόδια μου, γιατί εκεί είναι η πραγματική ζωή. Ο φόβος σε κάνει να νιώθεις ζωντανός όμως αν βρεις το θάρρος να τον κοιτάξεις κατάματα, τον έχεις ήδη λιώσει, είσαι για μια στιγμή αθάνατος.
Το λεωφορείο της γραμμής, όπου είμαι η μόνη μη Κολομβιανή, με μεταφέρει στην Αρακατάκα, γενέτειρα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και με αφήνει πάνω στον κεντρικό δρόμο. Μια ντόπια απλώνει το χέρι της και μου δείχνει προς τα πού να κατευθυνθώ ,μιας και εδώ που είμαι δεν έχει τίποτα άλλο πέρα από το σπίτι όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας.
Μέσα στα πάμφτωχα καλυβάκια αυτό ξεχωρίζει ως το μόνο φρεσκοβαμμένο. Στην είσοδο μια μόνο υπάλληλος με καλωσορίζει. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω. Η καρδιά μου προς στιγμή πετάρισε. Στέκομαι αποσβολωμένη στο πρώτο δωμάτιο. Η συγκίνηση είναι τεράστια. Ο χώρος είναι μεν διαμορφωμένος έτσι ώστε να θυμίζει το σπίτι του αλλά τα αντικείμενα είναι όλα ψεύτικα, μουσειακά εκθέματα. Αυτό βοηθάει όμως τη φαντασία μου να λειτουργήσει. Βλέπω το μικρό Γκάμπο στα πόδια της γιαγιάς του να του λέει ιστορίες, τον βλέπω με την καφετιά τσαντούλα του να γυρίζει από το σχολείο, ύστερα τον είδα έφηβο να τρώει στη μεγάλη τραπεζαρία και μια ιθαγενής υπηρέτρια να του σερβίρει το φαγητό του. Περιπλανήθηκα στα υπόλοιπα δωμάτια ώσπου έφτασα σε εκείνο, και απευθείας έσβησε ο Γκάμπο από τα μάτια μου και είδα τοτε το συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία να κάθεται μόνος μες τη μοναξιά του και να φτιάχνει τα ψαράκια του. Είδα την Ούρσουλα σκυφτή, το Μελκίαδες να φέρνει τον πάγο και την ωραία Ρεμέδιος να περνά με το λευκό της φόρεμα ανάμεσα από τα δωμάτια.
Δε θέλω να φύγω από εδώ. Έπρεπε όμως. Κι όταν τελικά έφυγα ένιωσα ένα κομμάτι της καρδιάς μου να αποκολλάται και να μένει για πάντα εκεί, δίπλα στα ψαράκια του Αουρελιάνο.
Στο δρόμο το μυαλό μου τρέχει με χίλια, σκέφτομαι μήπως κάτσω να φάω εκεί, νιώθω όμως να μη με χωράει ο τόπος. Μια γριούλα με προσπερνάει, «ζει στο χωριό του Μάρκες, μπορεί να τον ήξερε και προσωπικά » έκανα μια ανόητη σκέψη που όμως με διασκέδασε. Ακολουθώ τις γραμμές του τραίνου, ξέρω πού θα με βγάλουν. Στο σταθμό υπάρχει το άγαλμα της ωραίας Ρεμέδιος που ήταν τόσο όμορφη που δε πέθανε αλλά αναλήφθηκε στους ουρανούς, όπως αρμόζει σε ένα τέτοιο θεικο πλάσμα.
Στο σταθμό είναι μαζεμένοι 3-4 αστυνομικοί και με κοιτάζουν με περιέργεια. Μου λένε πως δε περνάνε επιβατικά τρένα πλέον από εκεί και χωρίς να το ζητήσω ένας από αυτούς προσφέρεται να με πάει στο τέρμα των λεωφορείων. Οι αστυνομικοί της Κολομβίας είναι πράοι ευγενέστατοι κι εξυπηρετικοί. Καβαλάω τη μηχανή και φευγουμε. Σουρεάλ σκηνικό, πολύ μαγικό για να ναι ρεαλιστικό! Κι έτσι, με αυτή τη συνδιαλλαγή με τους Αρακατιανούς αποχαιρετώ το Μακόντο και τη ράτσα αυτή που είναι καταδικασμένη σε εκατό χρόνια μοναξιά.
Έπρεπε να επιστρέψω στη δική μου μοναξιά, στο ξενοδοχείο της Σάντα Μάρτα που βλέπει στο φωταγωγό,που δε το χτυπάει ο ήλιος ποτέ και όπου ο καφές είναι νερόπλυμα. Γλυκό μαρτύριο, όπως και το αίσθημα της μοναξιάς.