vasiliss
Member
- Μηνύματα
- 986
- Likes
- 9.127
- Επόμενο Ταξίδι
- ;;;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ρωσία -Ισλανδία - Περού
Flash back
Απρίλιος του 2004: Ανθηρό – Βραγκιανά – Μονή Σπηλιάς – Κουμπουριανά – Βλάσι
Το ταξίδι μας αυτό μου έφερε στο νου ένα ανάλογο ταξίδι που είχαμε κάνει πριν από 14 χρόνια και κυρίως τη συγκεκριμένη ημέρα όπου είχαμε βάλει στόχο να περιτριγυρίσουμε τα χωριά της Αργιθέας.
Τα χρόνια εκείνα ήταν τελείως διαφορετικά ταξιδιωτικά για εμάς. Ταξιδεύαμε χωρίς –ακόμη- παιδιά, δεν είχαμε GPS, αλλά χρησιμοποιούσαμε έντυπους χάρτες, δεν συμβουλευόμαστε ακόμη το διαδίκτυο για ανεύρεση πληροφοριών και κλείσιμο δωματίων, βγάζαμε ακόμη φωτογραφίες σε φιλμ, με μέτρο, χωρίς να «πυροβολούμε» συνεχώς με την φωτογραφική, όπως την σημερινή εποχή της ψηφιακής φωτογραφίας κτλ κτλ.
Μία εποχή που πολύ την έχω νοσταλγήσει, κυρίως για την έλλειψη πληροφοριών. Ναι – ναι μην παραξενεύεστε, αυτή η υπερπληθώρα πληροφοριών – εικόνων, έχει αφαιρέσει, για εμένα, την μαγεία της ανακάλυψης, την έκπληξη και έτσι μερικές φορές νιώθω ότι χάνω το μισό ταξίδι.
Έχει βέβαια πλήθος θετικών στοιχείων, γι’ αυτό και ψάχνω πλέον με κάθε λεπτομέρεια το κάθε μου ταξίδι. Πάντα με την τεχνολογία, κάτι κερδίζεις αλλά και κάτι χάνεις.
Αυτή λοιπόν την έκπληξη, την περιπέτεια ζήσαμε εκείνη την ημέρα και γι’ αυτό την θυμήθηκα και σας την διηγούμαι.
Με την συνήθη ταξιδιωτική παρέα μας, (βλέπε κουμπάρα), βρισκόμαστε για πρώτη φορά στη λίμνη Πλαστήρα λίγες μέρες μετά το Πάσχα και μία από τις ημέρες αποφασίζουμε να την αφιερώσουμε στα χωριά της Αργιθέας.
Με έναν χάρτη λοιπόν της σειράς «Η Ελλάδα σε 40+1 χάρτες» ξεκινάμε με δύο απλά αυτοκίνητα, να εξερευνήσουμε τα ορεινά χωριά της Αργιθέας.
Ο δρόμος όπως ήταν φυσικό ήταν στενός και γεμάτος στροφές. Τα πρώτα χωριά που επισκεφτήκαμε ήταν το Θερινό και το Ανθηρό, όπου και καθίσαμε σε ένα καφενείο χωρίς πελάτες να πιούμε καφέ. Το Ανθηρό σύμφωνα με τον χάρτη μας, είναι ένα μεγάλο χωριό, όμως εμείς εκτός από τον καφετζή δεν πρέπει να είδαμε άλλον άνθρωπο.
Είπαμε να ανηφορίσουμε προς την πηγή της Γκούρας, όμως από τις πρώτες εκατοντάδες μέτρων καταλάβαμε ότι αυτό ήταν αδύνατο για τα αυτοκίνητά μας, οπότε στο πεστροφείο κάναμε αναστροφή και πήραμε τον δρόμο για τα Βραγκιανά.
Όλα κυλούν ομαλά μέχρι που φτάνουμε στη μεταλλική γέφυρα με το ξύλινο πάτωμα που περνά πάνω από το Λεσκοβίτικο ρέμα. Τα ξύλα της γέφυρας δεν μας εμπνέουν καμία εμπιστοσύνη και γι’ αυτό κατεβαίνουμε για να βγάλουμε καμιά φωτογραφία και να κάνουμε σύσκεψη για το τι θα κάνουμε.
Κάποια μέτρα πιο πέρα στο ποτάμι, φαίνεται ένα πέτρινο γεφύρι ( μάλλον του Πετρωτού), όμως δεν ξεκινάμε για εκεί γιατί η κουμπάρα κουβαλά και δύο μικρά μαζί της 1 και 3 ετών.
Περιμένουμε για κανένα δεκάλεπτο να δούμε εάν θα περάσει κάποιο άλλο αυτοκίνητο πάνω από την γέφυρα, ώσπου περνά ένα φορτηγό!!!
οπότε το παίρνουμε απόφαση κι εμείς ότι τα ξύλα αντέχουν το βάρος μας, και περνάμε.
Λίγο παρακάτω περνάμε από τρία θεοσκότεινα τούνελ, που στάζουν νερά και είναι λες και τα έσκαψε κάποιος με το χέρι και έτσι φτάνουμε ωραία και καλά στον Αχελώο ποταμό. Και τι αντικρίζουμε; Ο δρόμος που κινείται παράλληλα με το ποτάμι, από εδώ και στο εξής δεν είναι ασφαλτοστρωμένος. Είναι πια μεσημέρι και βγαίνουν οι χάρτες.
- Β: Λες να είναι συνεχώς έτσι ο δρόμος ή μετά ξαναγίνεται άσφαλτος;
- Κ: Και δεν παίρνουμε το δρόμο να το διαπιστώσουμε. Κοντά είναι τα Βραγκιανά. Να καθίσουμε και για φαγητό, να ταΐσω και τα μικρά.
- Β: οκ πάμε και βλέπουμε.
Ξεκινάμε λοιπόν και πηγαίνουμε με την ελπίδα «έλα μωρέ τώρα όπου να ‘ναι θα βρούμε άσφαλτο» και η άσφαλτος να μην εμφανίζεται πουθενά.
Με τα πολλά, μετά από αδιευκρίνιστο χρόνο, φτάνουμε κατά τις τρεις στα Βραγκιανά.
Βραγκιανά από το διαδίκτυο
Στο χωριό δεν υπάρχει ψυχή πετούσα. Εντοπίζουμε λοιπόν έναν ξενώνα – εστιατόριο, όπου κι εκεί δεν βρίσκουμε κανένα. Οι ελάχιστοι κάτοικοι του χωριού παίρνουν τον μεσημεριανό υπνάκο τους. Ευτυχώς οι ιδιοκτήτες μας άκουσαν, ξύπνησαν και προσφέρθηκαν να μας ετοιμάσουν μεσημεριανό.
- Κ: Τι λες να κάνουμε τώρα; Από πού θα γυρίσουμε πίσω;
- Β: (Βγαίνουν πάλι οι χάρτες) Εγώ από τον ίδιο δρόμο δεν γυρίζω πίσω, πολλές στροφές και πολύς χωματόδρομος. (που να ήξερα ο δύστυχος) Να εδώ βλέπω έναν δρόμο που περνάει κοντά από την μονή Σπηλιάς και την Στεφανιάδα, ευκαιρία να τα δούμε κι αυτά γυρίζοντας.
- Κ: Από εμένα οκ, ας το δοκιμάσουμε. Ξέρεις κάτι ακόμη, δεν έχω βενζίνη, είμαι στα τελειώματα.
Εκεί επικράτησε ένας μικρός πανικός, αλλά ευτυχώς υπήρχε κοντά βενζινάδικο, τον οποίο ιδιοκτήτη του επίσης ξυπνήσαμε για να μας βάλει καύσιμα.
Και κάπου εκεί ξεχάσαμε τον σημαντικότερο κανόνα, «ρωτώντας πας στην πόλη» και ότι τις καλύτερες πληροφορίες μπορεί να στις δώσει ένας ντόπιος καλύτερα από έναν χάρτη. Σημαντικό λάθος που από τότε προσπαθούμε να μην το επαναλάβουμε.
Κάπου στο αρχικό πλάνο που είχα στο μυαλό μου, ήταν να πάμε εκεί κοντά στα Νεοχώρια (περιοχή Νταλανέικα), για να δούμε την «περαταριά», το χειροκίνητο τελεφερίκ που σε περνούσε απέναντι στον ποταμό και γιατί όχι και να την χρησιμοποιήσουμε. Ευτυχώς, όπως φάνηκε από την συνέχεια της ημέρας, δεν το κάναμε.
Από το διαδίκτυο
Να ‘μαστε λοιπόν να αναζητούμε την διασταύρωση για τη Στεφανιάδα. Λίγο από διαίσθηση, λίγο από τύχη, παίρνουμε το σωστό δρόμο, ο οποίος βέβαια δεν είναι και ο καλύτερος για τα αυτοκίνητά μας.
Μία μικρή απελπισία μας πιάνει, η οποία μεγαλώνει όταν πρέπει να περάσουμε ένα ρέμα με νερό και χοντρές κροκάλες, φυσικά μέσα από το νερό αφού δεν υπάρχει γέφυρα. Στάση λοιπόν για βυθομέτρηση και συζήτηση για το αν το μικρό seicento μας θα καταφέρει να περάσει. Το σενάριο της επιστροφής έχει πλέον απομακρυνθεί πλήρως, κάνουμε τον σταυρό μας και ναι, ευτυχώς περνάμε.
Και να μετά από λίγο συναντάμε την λίμνη Στεφανιάδα, που δημιουργήθηκε ύστερα από κατολισθήσεις, που παρέσυραν ολόκληρο το χωριό την δεκαετία του ’60.
Μετά την Στεφανιάδα και την λίμνη της, συναντάμε την διασταύρωση για το μοναστήρι. Ο δρόμος είναι σαν βομβαρδισμένος, γεμάτος από βράχους και αδιαπέραστος από τα αυτοκίνητα. Εμείς ξεροκέφαλοι
όμως θέλουμε να φτάσουμε εκεί, (χωρίς τα μωρά βέβαια), έστω και με τα πόδια και αυτό κάνουμε. Το μοναστήρι όμως είναι κλειδωμένο και άδειο και μόνο εξωτερικά μπορούμε να το δούμε
Έχει ήδη αρχίσει να σουρουπώνει και πρέπει να ξεκινήσουμε πάλι.
Που ακριβώς συναντήσαμε ασφάλτινο δρόμο, δεν θυμάμαι, αλλά θυμάμαι πως πανηγυρίσαμε όλοι λες και είχαμε κερδίσει το λαχείο.
Οι πανηγυρισμοί όμως δεν κράτησαν για πολύ, καθώς σε κάποιο σημείο συναντήσαμε κατολίσθηση
και έπρεπε να αλλάξουμε δρόμο. Σε ποια χωριά κινηθήκαμε δεν θυμάμαι, (πολύ πιθανά είναι τα Κουμπουριανά και το Βλάσι), πάντως ήταν όλα ερημικά, εκτός από το τελευταίο στο οποίο είδαμε φώτα στο καφενείο ;;; και έναν παππού με μία γιαγιά μέσα.
Και αφού φτάσαμε στο τέλος του χωριού συναντήσαμε ένα σημείο όπου πρέπει να περάσουμε ένα στενό τσιμεντένιο γεφύρι, όπου ακουγόταν δυνατός θόρυβος νερού, σαν καταρράκτης, και μέρος των νερών του πέφτει πάνω στο γεφύρι. Πίσσα σκοτάδι γύρω, δεν έχουμε καλή οπτική του περάσματος και η απελπισία μεγαλώνει.
Ξανά συμβούλιο για το τι θα κάνουμε. Η απόφαση πάρθηκε, θα γυρίσουμε πίσω με την όπισθεν (ο δρόμος είναι στενός), μέχρι το καφενείο για να ρωτήσουμε εκεί.
Την αποστολή αυτή την ανέλαβαν οι δύο κουμπάρες.
Χτυπάνε, που λέτε το τζάμι της πόρτας για να τους ανοίξουν, αλλά η γιαγιά αντί να τους ανοίξει, πάει προς το τηλέφωνο.
- Μας πήραν για κλέφτες και παίρνουν την αστυνομία.
- Λες να φύγουμε;
- Όχι θα επιμείνουμε.
- Ο παππούς κάτι ψάχνει μες το ντουλάπι. Λες να βγάλει καμία καραμπίνα και να μας την μπουμπουνίσει;
- Αν δεις καμιά ύποπτη κίνηση, την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια.
Επέμειναν λοιπόν και τελικά ο παππούς άκουσε και τους άνοιξε χωρίς να κρατά καραμπίνα.
Η γιαγιά δεν έπαιρνε την αστυνομία, αλλά την κόρη της για να της πει ότι έφτασε στο χωριό μια και την είχε επισκεφτεί και επέστρεψε με το λεωφορείο. Αυτά και άλλα πολλά τους είπε καθώς είχε όρεξη για κουβέντα, αλλά το πιο σημαντικό – εκτός από τα οικογενειακά τους – που μάθαμε, ήταν ότι ο δρόμος είναι εντάξει και δεν πρέπει να φοβόμαστε να τον περάσουμε και ότι από εδώ και πέρα έχει συνεχώς άσφαλτο.
Ανακουφισμένοι επιστρέψαμε στο γεφύρι, το περάσαμε σκαρφαλώσαμε σε κάποια κορυφή βουνού, βρήκαμε και χιόνια και τελικά στις 12 το βράδυ φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας στο Μουζάκι.
Οι κουμπάροι με τα παιδιά πήγαν για ύπνο κι εμείς μια και η περιπέτεια μας άνοιξε την όρεξη,
επισκεφτήκαμε το εστιατόριο του ξενοδοχείου για να φάμε.
Η περιπέτειά μας είχε τελειώσει. Ή μήπως όχι;
Την επόμενη ημέρα το πρωί βρήκαμε το λάστιχο του seicento ξεφούσκωτο.
Φαντάζεστε να είχε χρειαστεί να το αλλάξουμε την προηγούμενη ημέρα; Είμαστε πολύ τυχεροί λοιπόν μες την ατυχία μας.
Όταν λοιπόν ακούμε ή μιλάμε για την Αργιθέα, αυτή η περιπέτεια μας έρχεται στο μυαλό και αυτή διηγούμαστε και γελάμε με φίλους και γνωστούς.
Τότε βέβαια δεν γελούσαμε καθόλου.
Ίσως βέβαια να θυμόμασταν ελάχιστα από την ημέρα αυτή, αν δεν μας συνέβαιναν όλες αυτές οι «αναποδιές».
Απρίλιος του 2004: Ανθηρό – Βραγκιανά – Μονή Σπηλιάς – Κουμπουριανά – Βλάσι
Το ταξίδι μας αυτό μου έφερε στο νου ένα ανάλογο ταξίδι που είχαμε κάνει πριν από 14 χρόνια και κυρίως τη συγκεκριμένη ημέρα όπου είχαμε βάλει στόχο να περιτριγυρίσουμε τα χωριά της Αργιθέας.
Τα χρόνια εκείνα ήταν τελείως διαφορετικά ταξιδιωτικά για εμάς. Ταξιδεύαμε χωρίς –ακόμη- παιδιά, δεν είχαμε GPS, αλλά χρησιμοποιούσαμε έντυπους χάρτες, δεν συμβουλευόμαστε ακόμη το διαδίκτυο για ανεύρεση πληροφοριών και κλείσιμο δωματίων, βγάζαμε ακόμη φωτογραφίες σε φιλμ, με μέτρο, χωρίς να «πυροβολούμε» συνεχώς με την φωτογραφική, όπως την σημερινή εποχή της ψηφιακής φωτογραφίας κτλ κτλ.
Μία εποχή που πολύ την έχω νοσταλγήσει, κυρίως για την έλλειψη πληροφοριών. Ναι – ναι μην παραξενεύεστε, αυτή η υπερπληθώρα πληροφοριών – εικόνων, έχει αφαιρέσει, για εμένα, την μαγεία της ανακάλυψης, την έκπληξη και έτσι μερικές φορές νιώθω ότι χάνω το μισό ταξίδι.
Έχει βέβαια πλήθος θετικών στοιχείων, γι’ αυτό και ψάχνω πλέον με κάθε λεπτομέρεια το κάθε μου ταξίδι. Πάντα με την τεχνολογία, κάτι κερδίζεις αλλά και κάτι χάνεις.
Αυτή λοιπόν την έκπληξη, την περιπέτεια ζήσαμε εκείνη την ημέρα και γι’ αυτό την θυμήθηκα και σας την διηγούμαι.
Με την συνήθη ταξιδιωτική παρέα μας, (βλέπε κουμπάρα), βρισκόμαστε για πρώτη φορά στη λίμνη Πλαστήρα λίγες μέρες μετά το Πάσχα και μία από τις ημέρες αποφασίζουμε να την αφιερώσουμε στα χωριά της Αργιθέας.
Με έναν χάρτη λοιπόν της σειράς «Η Ελλάδα σε 40+1 χάρτες» ξεκινάμε με δύο απλά αυτοκίνητα, να εξερευνήσουμε τα ορεινά χωριά της Αργιθέας.
Ο δρόμος όπως ήταν φυσικό ήταν στενός και γεμάτος στροφές. Τα πρώτα χωριά που επισκεφτήκαμε ήταν το Θερινό και το Ανθηρό, όπου και καθίσαμε σε ένα καφενείο χωρίς πελάτες να πιούμε καφέ. Το Ανθηρό σύμφωνα με τον χάρτη μας, είναι ένα μεγάλο χωριό, όμως εμείς εκτός από τον καφετζή δεν πρέπει να είδαμε άλλον άνθρωπο.
Είπαμε να ανηφορίσουμε προς την πηγή της Γκούρας, όμως από τις πρώτες εκατοντάδες μέτρων καταλάβαμε ότι αυτό ήταν αδύνατο για τα αυτοκίνητά μας, οπότε στο πεστροφείο κάναμε αναστροφή και πήραμε τον δρόμο για τα Βραγκιανά.
Όλα κυλούν ομαλά μέχρι που φτάνουμε στη μεταλλική γέφυρα με το ξύλινο πάτωμα που περνά πάνω από το Λεσκοβίτικο ρέμα. Τα ξύλα της γέφυρας δεν μας εμπνέουν καμία εμπιστοσύνη και γι’ αυτό κατεβαίνουμε για να βγάλουμε καμιά φωτογραφία και να κάνουμε σύσκεψη για το τι θα κάνουμε.

Κάποια μέτρα πιο πέρα στο ποτάμι, φαίνεται ένα πέτρινο γεφύρι ( μάλλον του Πετρωτού), όμως δεν ξεκινάμε για εκεί γιατί η κουμπάρα κουβαλά και δύο μικρά μαζί της 1 και 3 ετών.

Περιμένουμε για κανένα δεκάλεπτο να δούμε εάν θα περάσει κάποιο άλλο αυτοκίνητο πάνω από την γέφυρα, ώσπου περνά ένα φορτηγό!!!

Λίγο παρακάτω περνάμε από τρία θεοσκότεινα τούνελ, που στάζουν νερά και είναι λες και τα έσκαψε κάποιος με το χέρι και έτσι φτάνουμε ωραία και καλά στον Αχελώο ποταμό. Και τι αντικρίζουμε; Ο δρόμος που κινείται παράλληλα με το ποτάμι, από εδώ και στο εξής δεν είναι ασφαλτοστρωμένος. Είναι πια μεσημέρι και βγαίνουν οι χάρτες.
- Β: Λες να είναι συνεχώς έτσι ο δρόμος ή μετά ξαναγίνεται άσφαλτος;
- Κ: Και δεν παίρνουμε το δρόμο να το διαπιστώσουμε. Κοντά είναι τα Βραγκιανά. Να καθίσουμε και για φαγητό, να ταΐσω και τα μικρά.
- Β: οκ πάμε και βλέπουμε.
Ξεκινάμε λοιπόν και πηγαίνουμε με την ελπίδα «έλα μωρέ τώρα όπου να ‘ναι θα βρούμε άσφαλτο» και η άσφαλτος να μην εμφανίζεται πουθενά.
Με τα πολλά, μετά από αδιευκρίνιστο χρόνο, φτάνουμε κατά τις τρεις στα Βραγκιανά.
Βραγκιανά από το διαδίκτυο

Στο χωριό δεν υπάρχει ψυχή πετούσα. Εντοπίζουμε λοιπόν έναν ξενώνα – εστιατόριο, όπου κι εκεί δεν βρίσκουμε κανένα. Οι ελάχιστοι κάτοικοι του χωριού παίρνουν τον μεσημεριανό υπνάκο τους. Ευτυχώς οι ιδιοκτήτες μας άκουσαν, ξύπνησαν και προσφέρθηκαν να μας ετοιμάσουν μεσημεριανό.
- Κ: Τι λες να κάνουμε τώρα; Από πού θα γυρίσουμε πίσω;
- Β: (Βγαίνουν πάλι οι χάρτες) Εγώ από τον ίδιο δρόμο δεν γυρίζω πίσω, πολλές στροφές και πολύς χωματόδρομος. (που να ήξερα ο δύστυχος) Να εδώ βλέπω έναν δρόμο που περνάει κοντά από την μονή Σπηλιάς και την Στεφανιάδα, ευκαιρία να τα δούμε κι αυτά γυρίζοντας.

- Κ: Από εμένα οκ, ας το δοκιμάσουμε. Ξέρεις κάτι ακόμη, δεν έχω βενζίνη, είμαι στα τελειώματα.
Εκεί επικράτησε ένας μικρός πανικός, αλλά ευτυχώς υπήρχε κοντά βενζινάδικο, τον οποίο ιδιοκτήτη του επίσης ξυπνήσαμε για να μας βάλει καύσιμα.
Και κάπου εκεί ξεχάσαμε τον σημαντικότερο κανόνα, «ρωτώντας πας στην πόλη» και ότι τις καλύτερες πληροφορίες μπορεί να στις δώσει ένας ντόπιος καλύτερα από έναν χάρτη. Σημαντικό λάθος που από τότε προσπαθούμε να μην το επαναλάβουμε.
Κάπου στο αρχικό πλάνο που είχα στο μυαλό μου, ήταν να πάμε εκεί κοντά στα Νεοχώρια (περιοχή Νταλανέικα), για να δούμε την «περαταριά», το χειροκίνητο τελεφερίκ που σε περνούσε απέναντι στον ποταμό και γιατί όχι και να την χρησιμοποιήσουμε. Ευτυχώς, όπως φάνηκε από την συνέχεια της ημέρας, δεν το κάναμε.
Από το διαδίκτυο

Να ‘μαστε λοιπόν να αναζητούμε την διασταύρωση για τη Στεφανιάδα. Λίγο από διαίσθηση, λίγο από τύχη, παίρνουμε το σωστό δρόμο, ο οποίος βέβαια δεν είναι και ο καλύτερος για τα αυτοκίνητά μας.
Μία μικρή απελπισία μας πιάνει, η οποία μεγαλώνει όταν πρέπει να περάσουμε ένα ρέμα με νερό και χοντρές κροκάλες, φυσικά μέσα από το νερό αφού δεν υπάρχει γέφυρα. Στάση λοιπόν για βυθομέτρηση και συζήτηση για το αν το μικρό seicento μας θα καταφέρει να περάσει. Το σενάριο της επιστροφής έχει πλέον απομακρυνθεί πλήρως, κάνουμε τον σταυρό μας και ναι, ευτυχώς περνάμε.
Και να μετά από λίγο συναντάμε την λίμνη Στεφανιάδα, που δημιουργήθηκε ύστερα από κατολισθήσεις, που παρέσυραν ολόκληρο το χωριό την δεκαετία του ’60.

Μετά την Στεφανιάδα και την λίμνη της, συναντάμε την διασταύρωση για το μοναστήρι. Ο δρόμος είναι σαν βομβαρδισμένος, γεμάτος από βράχους και αδιαπέραστος από τα αυτοκίνητα. Εμείς ξεροκέφαλοι
Έχει ήδη αρχίσει να σουρουπώνει και πρέπει να ξεκινήσουμε πάλι.
Που ακριβώς συναντήσαμε ασφάλτινο δρόμο, δεν θυμάμαι, αλλά θυμάμαι πως πανηγυρίσαμε όλοι λες και είχαμε κερδίσει το λαχείο.
Οι πανηγυρισμοί όμως δεν κράτησαν για πολύ, καθώς σε κάποιο σημείο συναντήσαμε κατολίσθηση

Και αφού φτάσαμε στο τέλος του χωριού συναντήσαμε ένα σημείο όπου πρέπει να περάσουμε ένα στενό τσιμεντένιο γεφύρι, όπου ακουγόταν δυνατός θόρυβος νερού, σαν καταρράκτης, και μέρος των νερών του πέφτει πάνω στο γεφύρι. Πίσσα σκοτάδι γύρω, δεν έχουμε καλή οπτική του περάσματος και η απελπισία μεγαλώνει.
Ξανά συμβούλιο για το τι θα κάνουμε. Η απόφαση πάρθηκε, θα γυρίσουμε πίσω με την όπισθεν (ο δρόμος είναι στενός), μέχρι το καφενείο για να ρωτήσουμε εκεί.
Την αποστολή αυτή την ανέλαβαν οι δύο κουμπάρες.
Χτυπάνε, που λέτε το τζάμι της πόρτας για να τους ανοίξουν, αλλά η γιαγιά αντί να τους ανοίξει, πάει προς το τηλέφωνο.
- Μας πήραν για κλέφτες και παίρνουν την αστυνομία.
- Λες να φύγουμε;
- Όχι θα επιμείνουμε.
- Ο παππούς κάτι ψάχνει μες το ντουλάπι. Λες να βγάλει καμία καραμπίνα και να μας την μπουμπουνίσει;
- Αν δεις καμιά ύποπτη κίνηση, την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια.
Επέμειναν λοιπόν και τελικά ο παππούς άκουσε και τους άνοιξε χωρίς να κρατά καραμπίνα.
Ανακουφισμένοι επιστρέψαμε στο γεφύρι, το περάσαμε σκαρφαλώσαμε σε κάποια κορυφή βουνού, βρήκαμε και χιόνια και τελικά στις 12 το βράδυ φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας στο Μουζάκι.
Οι κουμπάροι με τα παιδιά πήγαν για ύπνο κι εμείς μια και η περιπέτεια μας άνοιξε την όρεξη,

Η περιπέτειά μας είχε τελειώσει. Ή μήπως όχι;
Την επόμενη ημέρα το πρωί βρήκαμε το λάστιχο του seicento ξεφούσκωτο.


Όταν λοιπόν ακούμε ή μιλάμε για την Αργιθέα, αυτή η περιπέτεια μας έρχεται στο μυαλό και αυτή διηγούμαστε και γελάμε με φίλους και γνωστούς.
Τότε βέβαια δεν γελούσαμε καθόλου.
Ίσως βέβαια να θυμόμασταν ελάχιστα από την ημέρα αυτή, αν δεν μας συνέβαιναν όλες αυτές οι «αναποδιές».
Attachments
-
177 KB Προβολές: 0
-
632,9 KB Προβολές: 0
Last edited: