Amanda Pinkman
Member
- Μηνύματα
- 41
- Likes
- 404
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ρωσία, Καναδάς, Μογγολία
ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ
Το πρωινό στο ξενοδοχείο ήταν αρκετά κακό, μερικές φορές σχεδόν αδιευκρίνιστο, κάποια στιγμή ο Διονύσης με ρώτησε «τι είναι αυτό που τρως;», κι η -απόλυτα ειλικρινής- απάντησή μου ήταν: «δεν ξέρω.»
Αναχωρήσαμε για το ανάκτορο Ντολμά Μπαχτσέ, που στα τούρκικα σημαίνει γεμιστός κήπος. Επιβλητικό το κτίριο, ακριβώς μπροστά του ο Βόσπορος. Το καλύτερο σημείο, μία λευκή πύλη που οδηγεί απλώς στη θάλασσα.
Στο εσωτερικό, η Μούμια μας είχε μοιράσει ακουστικά για να απολαύσουμε την υπέροχη ξενάγησή της, ωστόσο επί πολλά συνεχόμενα λεπτά την ακούγαμε όλοι να φυσάει τη μύτη της και να παραπονιέται για κάτι χάπια της πίεσης, ακριβώς μέσα στα αυτιά μας. Έβγαλα τα ακουστικά και περιηγήθηκα μόνη στα διάφορα δωμάτια. Τη μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε ο τεράστιος πολυέλαιος από μποέμικο κρύσταλλο, που βρισκόταν στην αίθουσα τελετών. Αποδείχθηκε, τελικά, πως πρόκειται για τον μεγαλύτερο πολυέλαιο του πλανήτη, ζυγίζοντας 4,5 τόνους. Νομίζω πως πρώτη φορά είδα οτιδήποτε βρίσκεται στην κορυφή κάποιας λίστας, το αίσθημα ήταν ενδιαφέρον.
Αφού βγάλαμε φωτογραφίες στον κήπο με τη λίμνη και τα αγάλματα σε σχήμα ζώων, πήραμε το πλοίο που θα μας πήγαινε κρουαζιέρα στο Βόσπορο. Ευτυχώς προλάβαμε την τελευταία μέρα της καλοκαιρίας και μπορέσαμε να κάτσουμε στο ακάλυπτο πάνω μέρος του πλοίου, απ’ όπου είχαμε πανοραμική θέα. Όμορφα κτίρια, σπίτια κυρίως από ό, τι κατάλαβα, με την εξαίρεση της αιγυπτιακής ( ?) πρεσβείας, όλα μία ανάσα από τη θάλασσα -τα παρατηρούσαμε με ηχητική υπόκρουση τη Μούμια, που περιέγραφε σχεδόν βροντόφωνα σκηνές από τουρκικά σίριαλ. «Σε εκείνο το σπίτι, στο -τάδε- σίριαλ, έμενε η μαμά του Ονούρ.» Παρατήρησα επίσης πως η θάλασσα ήταν τίγκα στις μέδουσες, οι οποίες παρεμπιπτόντως είναι χαριτωμένες όταν τις κοιτάς από ασφαλή απόσταση.
Ύστερα, το σχέδιο ήταν να επισκεφτούμε δύο από τα Πριγκηπονήσια, τη Χάλκη και την Πρίγκηπο, ωστόσο προλάβαμε να πάμε μόνο στη δεύτερη. Ίσως είχε τσακωθεί η Μούμια με κάποιον στη Χάλκη και είπε να μη ρισκάρει να εμφανιστεί, δε θα μου έκανε εντύπωση.
Το νησάκι μου άρεσε πάρα πολύ, ήταν ήσυχο, γραφικό, πράσινο, γεμάτο γάτες: ένα από τα μέρη στα οποία θα ήθελε κανείς να αποσυρθεί για να βρει τη γαλήνη. Πληρώσαμε βόλτα με άμαξα για να γυρίσουμε το νησί, και ο αμαξάς μας υπερχρέωσε με τη δικαιολογία ότι «είστε τρεις ενώ συνήθως παίρνω τέσσερις». Τέλεια διαπραγμάτευση έκανε ο Νικόλας με τα τούρκικά του. Στενόχωρη η εικόνα του αλόγου που μας μετέφερε, το ζώο ήταν καταπονημένο και με κάποιο εμφανές πρόβλημα στο δέρμα του ποδιού του. Μην το γενικεύω ωστόσο, τα υπόλοιπα άλογα που είδαμε έδειχναν υγιή.
Στο εστιατόριο όπου φάγαμε, -κάτι αδιάφορο που ούτε καν το θυμάμαι- υπήρχαν είκοσι πέντε αδικαιολόγητες επιπλέον λίρες στο λογαριασμό μας. Τα μετρήσαμε όλα, ξανά και ξανά για να μη γίνουμε ρεζίλι, ο λογαριασμός έπρεπε να βγαίνει λιγότερος. Όταν ζητήσαμε εξηγήσεις, μας είπαν «twenty five lira for the service.» Κάπως μας χαλάστηκε η διάθεση από αυτό, δεν μπορούσαμε να αποβάλουμε το αίσθημα ότι μας είχαν κλέψει, ενδεχομένως επειδή έδειχναν αφελείς οι φάτσες μας.
Δεδομένου ότι καμμία από τις εισόδους δεν περιλαμβανόταν στην τιμή του ταξιδιού, -δεν έχω βέβαια κανένα απολύτως παράπονο, ήταν πολύ φθηνή εκδρομή- εκείνη την ημέρα δώσαμε του κόσμου τα χρήματα, βλέπαμε νοερά τα χαρτονομίσματα να πετάνε μακριά μας. Υπενθυμίζω και πάλι το αρχικό ποσό των ογδόντα ευρώ έκαστος- ποιος να το έλεγε ότι θα εξαφανίζονταν τόσο γρήγορα. Με τέτοιο μπάτζετ, ακόμη και το σαλέπι που ήπιαμε στο πλοίο της επιστροφής έβαλε το λιθαράκι του στην επερχόμενη οικονομική κατακρεούργηση.
Παρ’ όλα αυτά, δεν επιτρέπαμε στο ηθικό μας να πέσει- ήμασταν διακοπές, στο πρώτο μας φοιτητικό ταξίδι, στην πανέμορφη Πόλη, και περνούσαμε υπέροχα. Εκείνο το βράδυ, αφού επιστρέψαμε, φορέσαμε ό, τι καλύτερο είχαμε -τα αγόρια έφεραν ακόμη και γραβάτες, ενώ εγώ είμαι σεσημασμένα χύμα στο κύμα και το πιο κομψό ρούχο που είχα ήταν ένα ζιβάγκο- και πήγαμε στο Intercontinental. Νιώθεις σαν βασιλιάς εκεί μέσα, πραγματικά: όλοι σου μιλάνε πολύ ευγενικά, ο χώρος είναι μεγάλος, η διακόσμηση ακριβή, η πολυτέλεια στον αέρα. Ανεβήκαμε στο roof garden με την απίστευτη θέα, και ψάξαμε προσεκτικά στον κατάλογο για το πιο φθηνό προϊόν, ήμασταν βασιλιάδες με σαράντα ευρώ περιουσία. Δε μιλούσαμε πολύ, κυρίως απολαμβάναμε τη θέα.
Ακολούθησε το καθιερωμένο σαλέπι στου Μεχμέτ -ή όπως αλλιώς-, και ένα μικρό αλλά πολύ διασκεδαστικό κατ’ εμέ απρόοπτο στο ξενοδοχείο: ο Νικόλας πάτησε το κουμπί του ασανσέρ, κι αυτό ξεκόλλησε και έπεσε στο πάτωμα. Ήταν ένα πάμφθηνο πλαστικό περίβλημα, μα το παλικάρι είχε πανικοβληθεί, φοβόταν ότι θα τον επιπλήξουν/διώξουν/συλλάβουν, ήταν βέβαιος ότι οι κάμερες τον είχαν καταγράψει να «καταστρέφει» το κουμπί κι ότι δε θα αργούσε η ώρα της κρίσεως. Η παράνοιά του είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε όταν την επόμενη μέρα το πρωί η ρεσεψιόν τηλεφώνησε στο δωμάτιό μας για να ξυπνήσουμε -ρητή εντολή της Μούμιας προφανώς- ο Νικόλας ήταν βέβαιος ότι είχαν δει τελικά το βίντεο και τηλεφώνησαν για να τον προειδοποιήσουν πως η αστυνομία ήταν καθ’ οδόν και για να του απαριθμήσουν τα δικαιώματά του.
Το πρωινό στο ξενοδοχείο ήταν αρκετά κακό, μερικές φορές σχεδόν αδιευκρίνιστο, κάποια στιγμή ο Διονύσης με ρώτησε «τι είναι αυτό που τρως;», κι η -απόλυτα ειλικρινής- απάντησή μου ήταν: «δεν ξέρω.»
Αναχωρήσαμε για το ανάκτορο Ντολμά Μπαχτσέ, που στα τούρκικα σημαίνει γεμιστός κήπος. Επιβλητικό το κτίριο, ακριβώς μπροστά του ο Βόσπορος. Το καλύτερο σημείο, μία λευκή πύλη που οδηγεί απλώς στη θάλασσα.
Στο εσωτερικό, η Μούμια μας είχε μοιράσει ακουστικά για να απολαύσουμε την υπέροχη ξενάγησή της, ωστόσο επί πολλά συνεχόμενα λεπτά την ακούγαμε όλοι να φυσάει τη μύτη της και να παραπονιέται για κάτι χάπια της πίεσης, ακριβώς μέσα στα αυτιά μας. Έβγαλα τα ακουστικά και περιηγήθηκα μόνη στα διάφορα δωμάτια. Τη μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε ο τεράστιος πολυέλαιος από μποέμικο κρύσταλλο, που βρισκόταν στην αίθουσα τελετών. Αποδείχθηκε, τελικά, πως πρόκειται για τον μεγαλύτερο πολυέλαιο του πλανήτη, ζυγίζοντας 4,5 τόνους. Νομίζω πως πρώτη φορά είδα οτιδήποτε βρίσκεται στην κορυφή κάποιας λίστας, το αίσθημα ήταν ενδιαφέρον.
Αφού βγάλαμε φωτογραφίες στον κήπο με τη λίμνη και τα αγάλματα σε σχήμα ζώων, πήραμε το πλοίο που θα μας πήγαινε κρουαζιέρα στο Βόσπορο. Ευτυχώς προλάβαμε την τελευταία μέρα της καλοκαιρίας και μπορέσαμε να κάτσουμε στο ακάλυπτο πάνω μέρος του πλοίου, απ’ όπου είχαμε πανοραμική θέα. Όμορφα κτίρια, σπίτια κυρίως από ό, τι κατάλαβα, με την εξαίρεση της αιγυπτιακής ( ?) πρεσβείας, όλα μία ανάσα από τη θάλασσα -τα παρατηρούσαμε με ηχητική υπόκρουση τη Μούμια, που περιέγραφε σχεδόν βροντόφωνα σκηνές από τουρκικά σίριαλ. «Σε εκείνο το σπίτι, στο -τάδε- σίριαλ, έμενε η μαμά του Ονούρ.» Παρατήρησα επίσης πως η θάλασσα ήταν τίγκα στις μέδουσες, οι οποίες παρεμπιπτόντως είναι χαριτωμένες όταν τις κοιτάς από ασφαλή απόσταση.
Ύστερα, το σχέδιο ήταν να επισκεφτούμε δύο από τα Πριγκηπονήσια, τη Χάλκη και την Πρίγκηπο, ωστόσο προλάβαμε να πάμε μόνο στη δεύτερη. Ίσως είχε τσακωθεί η Μούμια με κάποιον στη Χάλκη και είπε να μη ρισκάρει να εμφανιστεί, δε θα μου έκανε εντύπωση.
Το νησάκι μου άρεσε πάρα πολύ, ήταν ήσυχο, γραφικό, πράσινο, γεμάτο γάτες: ένα από τα μέρη στα οποία θα ήθελε κανείς να αποσυρθεί για να βρει τη γαλήνη. Πληρώσαμε βόλτα με άμαξα για να γυρίσουμε το νησί, και ο αμαξάς μας υπερχρέωσε με τη δικαιολογία ότι «είστε τρεις ενώ συνήθως παίρνω τέσσερις». Τέλεια διαπραγμάτευση έκανε ο Νικόλας με τα τούρκικά του. Στενόχωρη η εικόνα του αλόγου που μας μετέφερε, το ζώο ήταν καταπονημένο και με κάποιο εμφανές πρόβλημα στο δέρμα του ποδιού του. Μην το γενικεύω ωστόσο, τα υπόλοιπα άλογα που είδαμε έδειχναν υγιή.
Στο εστιατόριο όπου φάγαμε, -κάτι αδιάφορο που ούτε καν το θυμάμαι- υπήρχαν είκοσι πέντε αδικαιολόγητες επιπλέον λίρες στο λογαριασμό μας. Τα μετρήσαμε όλα, ξανά και ξανά για να μη γίνουμε ρεζίλι, ο λογαριασμός έπρεπε να βγαίνει λιγότερος. Όταν ζητήσαμε εξηγήσεις, μας είπαν «twenty five lira for the service.» Κάπως μας χαλάστηκε η διάθεση από αυτό, δεν μπορούσαμε να αποβάλουμε το αίσθημα ότι μας είχαν κλέψει, ενδεχομένως επειδή έδειχναν αφελείς οι φάτσες μας.
Δεδομένου ότι καμμία από τις εισόδους δεν περιλαμβανόταν στην τιμή του ταξιδιού, -δεν έχω βέβαια κανένα απολύτως παράπονο, ήταν πολύ φθηνή εκδρομή- εκείνη την ημέρα δώσαμε του κόσμου τα χρήματα, βλέπαμε νοερά τα χαρτονομίσματα να πετάνε μακριά μας. Υπενθυμίζω και πάλι το αρχικό ποσό των ογδόντα ευρώ έκαστος- ποιος να το έλεγε ότι θα εξαφανίζονταν τόσο γρήγορα. Με τέτοιο μπάτζετ, ακόμη και το σαλέπι που ήπιαμε στο πλοίο της επιστροφής έβαλε το λιθαράκι του στην επερχόμενη οικονομική κατακρεούργηση.
Παρ’ όλα αυτά, δεν επιτρέπαμε στο ηθικό μας να πέσει- ήμασταν διακοπές, στο πρώτο μας φοιτητικό ταξίδι, στην πανέμορφη Πόλη, και περνούσαμε υπέροχα. Εκείνο το βράδυ, αφού επιστρέψαμε, φορέσαμε ό, τι καλύτερο είχαμε -τα αγόρια έφεραν ακόμη και γραβάτες, ενώ εγώ είμαι σεσημασμένα χύμα στο κύμα και το πιο κομψό ρούχο που είχα ήταν ένα ζιβάγκο- και πήγαμε στο Intercontinental. Νιώθεις σαν βασιλιάς εκεί μέσα, πραγματικά: όλοι σου μιλάνε πολύ ευγενικά, ο χώρος είναι μεγάλος, η διακόσμηση ακριβή, η πολυτέλεια στον αέρα. Ανεβήκαμε στο roof garden με την απίστευτη θέα, και ψάξαμε προσεκτικά στον κατάλογο για το πιο φθηνό προϊόν, ήμασταν βασιλιάδες με σαράντα ευρώ περιουσία. Δε μιλούσαμε πολύ, κυρίως απολαμβάναμε τη θέα.
Ακολούθησε το καθιερωμένο σαλέπι στου Μεχμέτ -ή όπως αλλιώς-, και ένα μικρό αλλά πολύ διασκεδαστικό κατ’ εμέ απρόοπτο στο ξενοδοχείο: ο Νικόλας πάτησε το κουμπί του ασανσέρ, κι αυτό ξεκόλλησε και έπεσε στο πάτωμα. Ήταν ένα πάμφθηνο πλαστικό περίβλημα, μα το παλικάρι είχε πανικοβληθεί, φοβόταν ότι θα τον επιπλήξουν/διώξουν/συλλάβουν, ήταν βέβαιος ότι οι κάμερες τον είχαν καταγράψει να «καταστρέφει» το κουμπί κι ότι δε θα αργούσε η ώρα της κρίσεως. Η παράνοιά του είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε όταν την επόμενη μέρα το πρωί η ρεσεψιόν τηλεφώνησε στο δωμάτιό μας για να ξυπνήσουμε -ρητή εντολή της Μούμιας προφανώς- ο Νικόλας ήταν βέβαιος ότι είχαν δει τελικά το βίντεο και τηλεφώνησαν για να τον προειδοποιήσουν πως η αστυνομία ήταν καθ’ οδόν και για να του απαριθμήσουν τα δικαιώματά του.
Last edited: