Amanda Pinkman
Member
- Μηνύματα
- 41
- Likes
- 404
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ρωσία, Καναδάς, Μογγολία
ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ
Η τελευταία μας μέρα στην Κωνσταντινούπολη είχε θρησκευτικό περιεχόμενο. Αποχαιρετήσαμε το δωμάτιο του ξενοδοχείου μας, και ξεκινήσαμε για την εκκλησία όπου πρώτη φορά ακούστηκε ο Ακάθιστος Ύμνος (Υπερμάχω). Δεν είμαι της θρησκείας,- κάποια άλλη φορά θα σας αναλύσω την ιστορία της τσαγιέρας του Μπέρναρντ Ράσελ που γυρνάει γύρω από τον Κρόνο, πολύ σχετικό- ωστόσο ήξερα την προσευχή και ήμουν από τους ελάχιστους νέους που τραγούδησαν μαζί με τον παππά, ίσως και η μοναδική. Ωραίο αίσθημα, και ανεξάρτητα από κάθε πίστη ή «απιστία», αυτό ήταν το νόημα: η αναβίωση, έστω για λίγο, ενός θεσμού που σε εκείνον τον τόπο έχει πια σχεδόν εκλείψει.
Ύστερα επισκεφτήκαμε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρκάραμε ακριβώς απέξω και δεν είχαμε δυστυχώς την ευκαιρία να δούμε το Φανάρι. Το ίδιο το Πατριαρχείο, όπου η μούμια πολύ διακριτικά μας συμβούλεψε να «προσκυνήσουμε», ήταν ωραίο κτίριο, λευκό και κομψό, ενώ το εσωτερικό του αρκετά λιτό. Εκείνη την ώρα λάμβανε χώρα μία λειτουργία με αξιοπρεπή αριθμό κοινού, κι εμείς παρακολουθήσαμε για λίγη ώρα. Άκουσα κάποιον παραδίπλα να παραπονιέται, γιατί δεν έβλεπε πουθενά τον Πάπα, και αν δεν συναντούσε τον Πάπα αυτοπροσώπως, τότε γιατί στο καλό είχαμε πάει μέχρι εκεί;
Βγήκαμε νωρίτερα από τους περισσότερους, και περπατήσαμε στην αυλή του Πατριαρχείου, όπου γνωρίσαμε δύο καταπληκτικές -μεγαλόσωμες και μαλλιαρές- γάτες του Μέιν, τις οποίες ονομάσαμε «Γάτες του Πατριάρχη». Μας προσγείωσε όμως ένας υπάλληλος που μας πλησίασε, Τούρκος που μιλούσε προς τιμήν του λίγα ελληνικά, λέγοντάς μας πως και οι δύο λεγόντουσαν απλώς Γκάρφιλντ. Ύστερα ρώτησε αν θέλαμε να αγοράσουμε αναμνηστικά του Πατριαρχείου, ωστόσο, όπως έχουμε ήδη πει, ήμασταν πανί με πανί σχεδόν από την αρχή του ταξιδιού. Φεύγοντας αστειευόμασταν μεταξύ μας, πως παρόλο που δεν γνωρίσαμε τον Πατριάρχη, αναπτύξαμε ωστόσο φιλικούς δεσμούς με τις γάτες του.
Η συνέχεια ήταν αρκετά επεισοδιακή: είχαμε απομακρυνθεί αρκετά προς τη μεριά του Ενυδρείου, όταν συνειδητοποιήσαμε πως έλειπαν δύο άτομα της ομάδας. Επικράτησε πανικός, με κάποιους να προτείνουν να χωριστούμε, να τους ψάχνουμε στους δρόμους, και να συγκεντρωθούμε πάλι το επόμενο πρωί, αναφέροντας τα ευρήματά μας. Εμείς αναγκαστικά ήμασταν οι κακοί της υπόθεσης: «παιδιά», λέγαμε, «δεν μας φτάνουν τα χρήματα για παραπάνω διαμονή».
Η μούμια είχε φρικάρει, «μα γίνεται να μην ξέρει κανείς το κινητό τους;».
Κανείς δεν το ήξερε.
Ακολουθήσαμε την ίδια διαδρομή προς τα πίσω, και τελικά αποδείχθηκε πως η κάμερα ενός ζαχαροπλαστείου είχε καταγράψει τους αγνοούμενους να ψωνίζουν γλυκά, ύστερα να συνειδητοποιούν πως το λεωφορείο έφευγε, και να τρέχουν έξω για να το προλάβουν.
Τα βήματά τους από κει και ύστερα ήταν άγνωστα, ωστόσο η Μούμια, επιστρατεύοντας ντεντεκτιβιανές ικανότητες, σκέφτηκε πως θα περίμεναν στο ξενοδοχείο. Είχε δίκαιο, οι εξαφανισθέντες επιβιβάστηκαν εκ νέου στο λεωφορείο, και η Μούμια έλυσε ΚΑΙ αυτό το μυστήριο, μη χάσετε το επόμενο επεισόδιο, «Έγκλημα στο Βόσπορο.»
Πήγαμε στο ενυδρείο, θυμόμουν και από την προηγούμενη επίσκεψή μου πως με είχε αφήσει μάλλον αδιάφορη, η συλλογή δεν περιλαμβάνει κάτι ιδιαίτερο, ενώ το μόνο αρχιτεκτονικά αξιόλογο στοιχείο είναι ο διάδρομος- θόλος, όπου περνάνε από πάνω σου σαλάχια και κανένας καρχαρίας, αν είσαι τυχερός. Οι τελευταίες μας λίρες έγιναν αναμνηστικά του ενυδρείου: γούνινος καρχαρίας για τον Διονύση, γούνινο χταπόδι για τον Νικόλα, και ένας ταπεινός σελιδοδείκτης με ιππόκαμπο για εμένα.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής, από τον οποίο χρειάζεται να αναφέρω μόνο πως, στη στάση για φαγητό, χρειάστηκε να συγκεντρώσουμε και οι τρεις όλα τα ψιλά που είχαν μείνει, για να μοιραστούμε ένα μικρό πιάτο πιλάφι. Το φαγητό έχει τόσο ωραία γεύση, όταν ξέρεις πως δεν μπορείς να βρεις κι άλλο όταν τελειώσει.
Επίσης, η Μούμια τσακώθηκε με τον τελωνειακό υπάλληλο, ο οποίος για εκδίκηση μας άφησε να περιμένουμε αρκετή ώρα πριν μας αφήσει να περάσουμε. Δεν μπορώ να πω ότι τον αδικώ κιόλας τον άνθρωπο.
Τελικά φτάσαμε σώοι πίσω στην πόλη μας, όπου δεν χιόνιζε, μα είχε περισσότερο κρύο, τι έκπληξη.
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ
Η πόλη είναι πανέμορφη, ίσως από τις ωραιότερες που υπάρχουν, δε χρειάζεται κανείς εμένα για να το διαπιστώσει. Θα μείνω μόνο στο γεγονός ότι την πρώτη φορά που την επισκέφτηκα ήμουν χωρίς γκρουπ, κι έτσι μπόρεσα να την γνωρίσω πολύ καλύτερα. Γενικώς αντιπαθώ τα ομαδικά ταξίδια -έχω κάνει μόνο ένα ακόμη, και έμεινα με τις ίδιες σκέψεις-, διότι επικεντρώνονται στα τουριστικά hot spots, και ο ελεύθερος χρόνος που έχεις στη διάθεσή σου δεν επαρκεί για να εξερευνήσεις σε βάθος. Επίσης, το να βρίσκεσαι με Έλληνες -οι οποίοι δεν ανήκουν στην παρέα σου- εκτός Ελλάδας, στερεί πολύ από το «εξωτικό» της ταξιδιωτικής εμπειρίας.
Φυσικά οι άνθρωποι έκαναν πολύ καλή δουλειά, δε χρειάστηκε να ανησυχήσουμε για τίποτε, μην παρεξηγήσει κανείς τα λόγια μου. Φαντάζομαι πως είναι θέμα προσωπικών προτιμήσεων, ωστόσο πιστεύω πως δεν αποκτάς ταξιδιωτική εμπειρία αν δεν δυσκολευτείς, αν δεν χαθείς, αν δεν φτύσεις αίμα για να βρεις αυτό που ψάχνεις. Τώρα, αν ο σκοπός σου δεν είναι η ταξιδιωτική εμπειρία καθαυτή, αλλά απλώς το ταξίδι και οι νέες εικόνες, τότε σαφώς ένα καλό ταξιδιωτικό πρακτορείο συστήνεται ανεπιφύλακτα.
Η τελευταία μας μέρα στην Κωνσταντινούπολη είχε θρησκευτικό περιεχόμενο. Αποχαιρετήσαμε το δωμάτιο του ξενοδοχείου μας, και ξεκινήσαμε για την εκκλησία όπου πρώτη φορά ακούστηκε ο Ακάθιστος Ύμνος (Υπερμάχω). Δεν είμαι της θρησκείας,- κάποια άλλη φορά θα σας αναλύσω την ιστορία της τσαγιέρας του Μπέρναρντ Ράσελ που γυρνάει γύρω από τον Κρόνο, πολύ σχετικό- ωστόσο ήξερα την προσευχή και ήμουν από τους ελάχιστους νέους που τραγούδησαν μαζί με τον παππά, ίσως και η μοναδική. Ωραίο αίσθημα, και ανεξάρτητα από κάθε πίστη ή «απιστία», αυτό ήταν το νόημα: η αναβίωση, έστω για λίγο, ενός θεσμού που σε εκείνον τον τόπο έχει πια σχεδόν εκλείψει.
Ύστερα επισκεφτήκαμε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρκάραμε ακριβώς απέξω και δεν είχαμε δυστυχώς την ευκαιρία να δούμε το Φανάρι. Το ίδιο το Πατριαρχείο, όπου η μούμια πολύ διακριτικά μας συμβούλεψε να «προσκυνήσουμε», ήταν ωραίο κτίριο, λευκό και κομψό, ενώ το εσωτερικό του αρκετά λιτό. Εκείνη την ώρα λάμβανε χώρα μία λειτουργία με αξιοπρεπή αριθμό κοινού, κι εμείς παρακολουθήσαμε για λίγη ώρα. Άκουσα κάποιον παραδίπλα να παραπονιέται, γιατί δεν έβλεπε πουθενά τον Πάπα, και αν δεν συναντούσε τον Πάπα αυτοπροσώπως, τότε γιατί στο καλό είχαμε πάει μέχρι εκεί;
Βγήκαμε νωρίτερα από τους περισσότερους, και περπατήσαμε στην αυλή του Πατριαρχείου, όπου γνωρίσαμε δύο καταπληκτικές -μεγαλόσωμες και μαλλιαρές- γάτες του Μέιν, τις οποίες ονομάσαμε «Γάτες του Πατριάρχη». Μας προσγείωσε όμως ένας υπάλληλος που μας πλησίασε, Τούρκος που μιλούσε προς τιμήν του λίγα ελληνικά, λέγοντάς μας πως και οι δύο λεγόντουσαν απλώς Γκάρφιλντ. Ύστερα ρώτησε αν θέλαμε να αγοράσουμε αναμνηστικά του Πατριαρχείου, ωστόσο, όπως έχουμε ήδη πει, ήμασταν πανί με πανί σχεδόν από την αρχή του ταξιδιού. Φεύγοντας αστειευόμασταν μεταξύ μας, πως παρόλο που δεν γνωρίσαμε τον Πατριάρχη, αναπτύξαμε ωστόσο φιλικούς δεσμούς με τις γάτες του.
Η συνέχεια ήταν αρκετά επεισοδιακή: είχαμε απομακρυνθεί αρκετά προς τη μεριά του Ενυδρείου, όταν συνειδητοποιήσαμε πως έλειπαν δύο άτομα της ομάδας. Επικράτησε πανικός, με κάποιους να προτείνουν να χωριστούμε, να τους ψάχνουμε στους δρόμους, και να συγκεντρωθούμε πάλι το επόμενο πρωί, αναφέροντας τα ευρήματά μας. Εμείς αναγκαστικά ήμασταν οι κακοί της υπόθεσης: «παιδιά», λέγαμε, «δεν μας φτάνουν τα χρήματα για παραπάνω διαμονή».
Η μούμια είχε φρικάρει, «μα γίνεται να μην ξέρει κανείς το κινητό τους;».
Κανείς δεν το ήξερε.
Ακολουθήσαμε την ίδια διαδρομή προς τα πίσω, και τελικά αποδείχθηκε πως η κάμερα ενός ζαχαροπλαστείου είχε καταγράψει τους αγνοούμενους να ψωνίζουν γλυκά, ύστερα να συνειδητοποιούν πως το λεωφορείο έφευγε, και να τρέχουν έξω για να το προλάβουν.
Τα βήματά τους από κει και ύστερα ήταν άγνωστα, ωστόσο η Μούμια, επιστρατεύοντας ντεντεκτιβιανές ικανότητες, σκέφτηκε πως θα περίμεναν στο ξενοδοχείο. Είχε δίκαιο, οι εξαφανισθέντες επιβιβάστηκαν εκ νέου στο λεωφορείο, και η Μούμια έλυσε ΚΑΙ αυτό το μυστήριο, μη χάσετε το επόμενο επεισόδιο, «Έγκλημα στο Βόσπορο.»
Πήγαμε στο ενυδρείο, θυμόμουν και από την προηγούμενη επίσκεψή μου πως με είχε αφήσει μάλλον αδιάφορη, η συλλογή δεν περιλαμβάνει κάτι ιδιαίτερο, ενώ το μόνο αρχιτεκτονικά αξιόλογο στοιχείο είναι ο διάδρομος- θόλος, όπου περνάνε από πάνω σου σαλάχια και κανένας καρχαρίας, αν είσαι τυχερός. Οι τελευταίες μας λίρες έγιναν αναμνηστικά του ενυδρείου: γούνινος καρχαρίας για τον Διονύση, γούνινο χταπόδι για τον Νικόλα, και ένας ταπεινός σελιδοδείκτης με ιππόκαμπο για εμένα.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής, από τον οποίο χρειάζεται να αναφέρω μόνο πως, στη στάση για φαγητό, χρειάστηκε να συγκεντρώσουμε και οι τρεις όλα τα ψιλά που είχαν μείνει, για να μοιραστούμε ένα μικρό πιάτο πιλάφι. Το φαγητό έχει τόσο ωραία γεύση, όταν ξέρεις πως δεν μπορείς να βρεις κι άλλο όταν τελειώσει.
Επίσης, η Μούμια τσακώθηκε με τον τελωνειακό υπάλληλο, ο οποίος για εκδίκηση μας άφησε να περιμένουμε αρκετή ώρα πριν μας αφήσει να περάσουμε. Δεν μπορώ να πω ότι τον αδικώ κιόλας τον άνθρωπο.
Τελικά φτάσαμε σώοι πίσω στην πόλη μας, όπου δεν χιόνιζε, μα είχε περισσότερο κρύο, τι έκπληξη.
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ
Η πόλη είναι πανέμορφη, ίσως από τις ωραιότερες που υπάρχουν, δε χρειάζεται κανείς εμένα για να το διαπιστώσει. Θα μείνω μόνο στο γεγονός ότι την πρώτη φορά που την επισκέφτηκα ήμουν χωρίς γκρουπ, κι έτσι μπόρεσα να την γνωρίσω πολύ καλύτερα. Γενικώς αντιπαθώ τα ομαδικά ταξίδια -έχω κάνει μόνο ένα ακόμη, και έμεινα με τις ίδιες σκέψεις-, διότι επικεντρώνονται στα τουριστικά hot spots, και ο ελεύθερος χρόνος που έχεις στη διάθεσή σου δεν επαρκεί για να εξερευνήσεις σε βάθος. Επίσης, το να βρίσκεσαι με Έλληνες -οι οποίοι δεν ανήκουν στην παρέα σου- εκτός Ελλάδας, στερεί πολύ από το «εξωτικό» της ταξιδιωτικής εμπειρίας.
Φυσικά οι άνθρωποι έκαναν πολύ καλή δουλειά, δε χρειάστηκε να ανησυχήσουμε για τίποτε, μην παρεξηγήσει κανείς τα λόγια μου. Φαντάζομαι πως είναι θέμα προσωπικών προτιμήσεων, ωστόσο πιστεύω πως δεν αποκτάς ταξιδιωτική εμπειρία αν δεν δυσκολευτείς, αν δεν χαθείς, αν δεν φτύσεις αίμα για να βρεις αυτό που ψάχνεις. Τώρα, αν ο σκοπός σου δεν είναι η ταξιδιωτική εμπειρία καθαυτή, αλλά απλώς το ταξίδι και οι νέες εικόνες, τότε σαφώς ένα καλό ταξιδιωτικό πρακτορείο συστήνεται ανεπιφύλακτα.
Last edited: