Amanda Pinkman
Member
- Μηνύματα
- 41
- Likes
- 404
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ρωσία, Καναδάς, Μογγολία
ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ
Το highlight του ταξιδιού έλαβε χώρα αυτή τη μέρα, καθώς επισκεφτήκαμε το ιστορικό κέντρο.
Ο καιρός ήταν ζόρικος: έβρεχε και είχε αρχίσει να χιονίζει, πράγμα που μου δημιούργησε φιλοδοξίες να δω για πρώτη φορά στρωμένο χιόνι. Η ομπρέλα δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, γιατί ο αέρας την διέλυε.
Ξεκινήσαμε με την Αγία Σοφία, το σημαντικότερο σημείο αναφοράς στην Πόλη. Είναι αλήθεια πως νιώθει κανείς δέος βλέποντας την μεγαλοπρέπειά της και αντιλαμβανόμενος την ιστορική σημασία της, ωστόσο προσωπικά μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση η αντίθεση ανάμεσα στις τοιχογραφίες και στα αραβικά γράμματα, η «σύγκρουση» δύο διαφορετικών πολιτισμών και τελικά η επικράτηση του ενός. Η Μούμια φρόντισε να διανθίσει την εμπειρία με επιστημονικές λεπτομέρειες για μαγικές πόρτες που κράτησαν έξω τους εχθρούς και για κρυφά σύμβολα στους τοίχους -έβγαλα και πάλι τα ακουστικά μου μετά από ελάχιστα λεπτά. Έξω, ο Διονύσης προσπαθούσε να φωτογραφίσει την εκκλησία χωρίς να φαίνονται οι μιναρέδες, δοκίμασε κάθε γωνία, μα κατέληξε πως το πιο απλό ήταν να τους αφαιρέσει αργότερα με photoshop.
Στη συνέχεια, έπρεπε να επιλέξουμε είτε το Μπλε Τζαμί είτε το Υδραγωγείο του Ιουστινιανού, δεν χωρούσαν και τα δύο στο πρόγραμμα, και ένιωσα πολύ τυχερή που τα είχα δει αμφότερα το 2011. Επιλέξαμε το Υδραγωγείο ( άλλως Βασιλική Κινστέρνα) από δική μου παρότρυνση, και στη διαδρομή ο αέρας άρπαξε την ομπρέλα από τα χέρια του Νικόλα και την πέταξε στο δρόμο -παραλίγο να προκαλέσουμε τροχαίο. Το υδραγωγείο είναι όμορφο και ατμοσφαιρικό, κι αν επιθυμεί κανείς να υποκύψει στην εμπορευματοποίηση, μπορεί να ρίξει κέρμα κάτω από το αναποδογυρισμένο κεφάλι της Μέδουσας.
Σειρά είχε το Μεγάλο Παζάρι, όπου καταφέραμε στα πρώτα δευτερόλεπτα να χαθούμε με τον Νικόλα: ο καημένος έκοβε βόλτες μόνος του για ένα δίωρο. Παρ’ ότι μας είχαν συμβουλεύσει να παζαρέψουμε τις τιμές, καμμία προσπάθεια μου δεν απέδωσε καρπούς. Έπεσα πάνω σε όλους τους αδιάλλακτους, οι οποίοι μου έλεγαν «fixed price», κι έτσι περιορίστηκα σε λίγα πράγματα που έκρινα απαραίτητα: ένα χειροποίητο πράσινο μαντίλι και τσάι μήλου και ροδιού. Ο Διονύσης υπήρξε εξίσου φειδωλός, και πάνω εκεί που νομίζαμε ότι θα τη βγάζαμε καθαρή, περάσαμε έξω από ένα μαγαζί με γλυκά.
«Να πάρουμε ένα μικρό σακουλάκι;»
«Μικρό όμως.»
«Θα πάρουμε ένα και θα το μοιραστούμε.»
Ο πωλητής δε φάνηκε να συμμερίζεται την επιθυμία μας. Αθώα, μας έφερνε να δοκιμάσουμε κι άλλες γεύσεις γλυκών, ρωτώντας κάθε φορά «να βάλω κι από αυτό;», κι ήταν αδύνατο να αρνηθούμε, σα να μας είχε κάνει μαγικά. Αντί για ένα μικρό σακουλάκι, πήραμε δύο τεράστια, και μας κόστισαν από ένα νεφρό περίπου. Άξιζαν πάντως τον κόπο: πέρα από το ότι ήταν υπέροχα, έμειναν για περίπου ένα μήνα ακόμη και μας θύμιζαν το ταξίδι μας.
Φεύγοντας από το παζάρι ήμασταν πανί με πανί. Μας αποζημίωσε όμως το χιόνι, που όλη μου τη ζωή είχα απωθημένο να το δω στρωμένο. Όταν αργότερα το βράδυ βγήκαμε να φάμε -κάτι φθηνό οπωσδήποτε-, δυσκολευόμουν πραγματικά να πιστέψω πως όντως έβλεπα αυτό που έβλεπα: χιόνι στους δρόμους, χιόνι στα αμάξια, χιόνι έπεφτε πάνω μας από τον ουρανό, χιόνι παντού. Ήμασταν σχεδόν μόνο εμείς έξω, τριγυρίζαμε ψάχνοντας για εστιατόριο, και αναρωτιέμαι πως γλιτώσαμε όλοι μας την πνευμονία. Φτάσαμε πάντως κοντά σε τραυματισμό: κάποια στιγμή γλίστρησα και έπεσα πάνω στον Διονύση αρπάζοντάς τον. Ζυγίζει λίγο παραπάνω από μία μεγάλη γάτα, και αν δεν είχε κρατήσει την ισορροπία του, θα είχαμε σωριαστεί και οι δύο κάτω.
Το φαγητό ήταν τοπικό επιτέλους, μα δε θυμάμαι κάτι ιδιαίτερο: συμπαθητικό κρέας, και πάρα πολύ καλό πιλάφι. Παραδοσιακά ήπιαμε ένα σαλέπι στου Μεχμέτ και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο για ύπνο. Ο ουρανός ήταν μωβ εκείνες τις ώρες λίγο μετά τα μεσάνυχτα, και ήταν όμορφο το συναίσθημα του να κοιμάσαι ενώ έξω πέφτει χιόνι.
Το highlight του ταξιδιού έλαβε χώρα αυτή τη μέρα, καθώς επισκεφτήκαμε το ιστορικό κέντρο.
Ο καιρός ήταν ζόρικος: έβρεχε και είχε αρχίσει να χιονίζει, πράγμα που μου δημιούργησε φιλοδοξίες να δω για πρώτη φορά στρωμένο χιόνι. Η ομπρέλα δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, γιατί ο αέρας την διέλυε.
Ξεκινήσαμε με την Αγία Σοφία, το σημαντικότερο σημείο αναφοράς στην Πόλη. Είναι αλήθεια πως νιώθει κανείς δέος βλέποντας την μεγαλοπρέπειά της και αντιλαμβανόμενος την ιστορική σημασία της, ωστόσο προσωπικά μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση η αντίθεση ανάμεσα στις τοιχογραφίες και στα αραβικά γράμματα, η «σύγκρουση» δύο διαφορετικών πολιτισμών και τελικά η επικράτηση του ενός. Η Μούμια φρόντισε να διανθίσει την εμπειρία με επιστημονικές λεπτομέρειες για μαγικές πόρτες που κράτησαν έξω τους εχθρούς και για κρυφά σύμβολα στους τοίχους -έβγαλα και πάλι τα ακουστικά μου μετά από ελάχιστα λεπτά. Έξω, ο Διονύσης προσπαθούσε να φωτογραφίσει την εκκλησία χωρίς να φαίνονται οι μιναρέδες, δοκίμασε κάθε γωνία, μα κατέληξε πως το πιο απλό ήταν να τους αφαιρέσει αργότερα με photoshop.
Στη συνέχεια, έπρεπε να επιλέξουμε είτε το Μπλε Τζαμί είτε το Υδραγωγείο του Ιουστινιανού, δεν χωρούσαν και τα δύο στο πρόγραμμα, και ένιωσα πολύ τυχερή που τα είχα δει αμφότερα το 2011. Επιλέξαμε το Υδραγωγείο ( άλλως Βασιλική Κινστέρνα) από δική μου παρότρυνση, και στη διαδρομή ο αέρας άρπαξε την ομπρέλα από τα χέρια του Νικόλα και την πέταξε στο δρόμο -παραλίγο να προκαλέσουμε τροχαίο. Το υδραγωγείο είναι όμορφο και ατμοσφαιρικό, κι αν επιθυμεί κανείς να υποκύψει στην εμπορευματοποίηση, μπορεί να ρίξει κέρμα κάτω από το αναποδογυρισμένο κεφάλι της Μέδουσας.
Σειρά είχε το Μεγάλο Παζάρι, όπου καταφέραμε στα πρώτα δευτερόλεπτα να χαθούμε με τον Νικόλα: ο καημένος έκοβε βόλτες μόνος του για ένα δίωρο. Παρ’ ότι μας είχαν συμβουλεύσει να παζαρέψουμε τις τιμές, καμμία προσπάθεια μου δεν απέδωσε καρπούς. Έπεσα πάνω σε όλους τους αδιάλλακτους, οι οποίοι μου έλεγαν «fixed price», κι έτσι περιορίστηκα σε λίγα πράγματα που έκρινα απαραίτητα: ένα χειροποίητο πράσινο μαντίλι και τσάι μήλου και ροδιού. Ο Διονύσης υπήρξε εξίσου φειδωλός, και πάνω εκεί που νομίζαμε ότι θα τη βγάζαμε καθαρή, περάσαμε έξω από ένα μαγαζί με γλυκά.
«Να πάρουμε ένα μικρό σακουλάκι;»
«Μικρό όμως.»
«Θα πάρουμε ένα και θα το μοιραστούμε.»
Ο πωλητής δε φάνηκε να συμμερίζεται την επιθυμία μας. Αθώα, μας έφερνε να δοκιμάσουμε κι άλλες γεύσεις γλυκών, ρωτώντας κάθε φορά «να βάλω κι από αυτό;», κι ήταν αδύνατο να αρνηθούμε, σα να μας είχε κάνει μαγικά. Αντί για ένα μικρό σακουλάκι, πήραμε δύο τεράστια, και μας κόστισαν από ένα νεφρό περίπου. Άξιζαν πάντως τον κόπο: πέρα από το ότι ήταν υπέροχα, έμειναν για περίπου ένα μήνα ακόμη και μας θύμιζαν το ταξίδι μας.
Φεύγοντας από το παζάρι ήμασταν πανί με πανί. Μας αποζημίωσε όμως το χιόνι, που όλη μου τη ζωή είχα απωθημένο να το δω στρωμένο. Όταν αργότερα το βράδυ βγήκαμε να φάμε -κάτι φθηνό οπωσδήποτε-, δυσκολευόμουν πραγματικά να πιστέψω πως όντως έβλεπα αυτό που έβλεπα: χιόνι στους δρόμους, χιόνι στα αμάξια, χιόνι έπεφτε πάνω μας από τον ουρανό, χιόνι παντού. Ήμασταν σχεδόν μόνο εμείς έξω, τριγυρίζαμε ψάχνοντας για εστιατόριο, και αναρωτιέμαι πως γλιτώσαμε όλοι μας την πνευμονία. Φτάσαμε πάντως κοντά σε τραυματισμό: κάποια στιγμή γλίστρησα και έπεσα πάνω στον Διονύση αρπάζοντάς τον. Ζυγίζει λίγο παραπάνω από μία μεγάλη γάτα, και αν δεν είχε κρατήσει την ισορροπία του, θα είχαμε σωριαστεί και οι δύο κάτω.
Το φαγητό ήταν τοπικό επιτέλους, μα δε θυμάμαι κάτι ιδιαίτερο: συμπαθητικό κρέας, και πάρα πολύ καλό πιλάφι. Παραδοσιακά ήπιαμε ένα σαλέπι στου Μεχμέτ και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο για ύπνο. Ο ουρανός ήταν μωβ εκείνες τις ώρες λίγο μετά τα μεσάνυχτα, και ήταν όμορφο το συναίσθημα του να κοιμάσαι ενώ έξω πέφτει χιόνι.
Last edited: