Glosoli
Member
- Μηνύματα
- 403
- Likes
- 316
- Ταξίδι-Όνειρο
- Νέα Ζηλανδία
Αφού είχαμε σκάσει στο φαί και κάτσαμε λίγο κάτω από κάτι πλατάνια για να χωνέψουμε, έπρεπε να δουλέψουμε για να δικαιολογήσουμε το φαγητό μας όπως χαριτολογώντας είπε ο παππούς. Η περιοχή ήταν γεμάτη με καρακάξες ένα πουλί με σπαστικό ήχο αλλά πολύ όμορφο πέταγμα, σχεδόν χορευτικό.
Το αγρόκτημα της οικογένειας ήταν λίγο έξω από τη Σπάρτη εφοδιασμένο με τα πάντα. Είχε ένα χώρο όπου υπήρχαν από όλα τα ζώα. Εκεί είχαν κατσίκια, 2 πρόβατα που δεν είχαν σταματήσει να βελάζουν, κουνέλια, κότες και ένα φοβερό μαύρο τσοπανόσκυλο το οποίο λόγω της δικής μου παρουσίας εκεί και επειδή ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου το είχαν δέσει γιατί αν ήταν ελεύθερο θα έπρεπε να σκαρφάλωνα σε κανά δέντρο γιατί δεν έδειχνε να συμπαθεί και ιδιαίτερα τους ξένους. Η όλη φάση ήταν επιστροφή στη φύση. Αφού εφοδιαστήκαμε με γάντια ξεχυθήκαμε στον απέραντο πορτοκαλεώνα. Τα γάντια ήταν πολύ χρήσιμα μιας και οι πορτοκαλιές ήταν πολύ επίμονες να μην σου δώσουν εύκολα τους καρπούς τους με γυμνά χέρια. Εκεί ακούσαμε και το παράπονο του παππού πως όταν πεθάνει όλα αυτά θα χαθούν μιας και γιος και εγγονός λόγω της δουλειάς του δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν. Το μέρος ήταν πραγματικά πανέμορφο. Αν και έφαγα και μια κατσάδα από τον παππού γιατί χωρίς να το καταλάβω είχα μπει μέσα στον κήπο του αγροκτήματος και είχα πατήσει πάνω σε ένα σημείο που είχε σπείρει κάτι και μου πε πως αν πατήσει κάποιος πάνω σε μέρος που έχει σπαρθεί μπορεί και να μην βγει τίποτα. Για να ανακτήσω το κύρος μου ανασκουμπώθηκα και μάζεψα 4 μεγάλες σακούλες πορτοκάλια παρακαλώ! Από παντού άκουγες πουλιά να κελαηδούν και μάλιστα εντόπισα μία δεξαμενή με νερό που υπήρχε μέσα στο αγρόκτημα γεμάτη με πουλιά και να γίνεται το σύστριγκλο!
Αφού τελειώσαμε την συγκομιδή και φορτώσαμε και μερικά ξύλα επιστρέψαμε στο σπίτι κάπως κουρασμένοι μπορώ να πω μετά το περπάτημα στον Μυστρά και όλα αυτά που κάναμε στην εξοχή. Στο σπίτι μύριζε κάτι θεσπέσιο. Ακούω το φίλο μου να λέει, Σαμουσάδες… λέω όπα όπα τι είναι αυτό; Και βγαίνει η μητέρα του από την κουζίνα με μια πιατέλα με ένα γλυκό με φύλο από ζυμάρι τυλιγμένο μαζί με καρύδια, μέλι, κανέλα και κάτι άλλα μυρωδικά. Μας λέει έτσι να τσιμπήσετε πριν το φαγητό. Ενημερωθήκαμε πως το βράδυ θα ερχόταν κόσμος στο σπίτι μιας και η κυρία του σπιτιού είχε πάρει κάποια προαγωγή στη δουλειά και θα γινόταν κάτι σαν γιορτή στο σπίτι. Μετά από μπάνιο και χαλάρωση με πιτζάμες δίπλα από το τζάκι είπαμε να πάμε να ετοιμαστούμε γιατί κόντευε η ώρα που θα ερχόταν κόσμος στο σπίτι.
Το κουδούνι άρχισε να χτυπάει και από την αρχή ακουγόταν η ίδια ερώτηση. «Το παλικάρι ποιο είναι» (το παλικάρι ήμουν εγώ) μετά από τις διάφορες συστάσεις το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια κοπέλα που ότι είχε μπει στο σπίτι με μακριά κόκκινα μαλλιά και μερικές φακίδες στο πρόσωπο, λέω αμάν κυκλοφορούν τέτοιες κοπέλες εδώ; Μετά από τις απαραίτητες διευκρινιστικές ερωτήσεις στον φίλο μου μαθαίνω πως είναι μόνο 18 (για πιο πολύ φαινόταν παιδιά) και πως σπουδάζει και αυτή Αθήνα, λέω τέλεια όλοι μια γειτονιά δηλαδή! Ε η κλασσική παρέα «νεολαίας» που λέμε σε κάθε τραπέζι δεν άργησε να δημιουργηθεί και μετά χαράς μαθαίνω από την ίδια πως βγαίνουμε και στα ίδια μέρη. Το κρασί έρεε άφθονο και να φανταστείτε δεν είχαμε καν καθίσει ακόμα για φαγητό. Εγώ μπήκα υπεύθυνος ψησίματος της Μπουκουβάλας. Η οποία Μπουκουβάλα είναι φέτες ψωμί που την ψήνει η θερμότητα του τζακιού αφού τις στερεώσεις με πιρούνι μπροστά από το τζάκι. Μετά τις βουτάς σε φρέσκο λάδι μηδέν οξέων και βάζεις αλάτι και ρίγανη και γενικά είναι πολύ σοκ σαν γεύση!
Η ώρα του φαγητού είχε έρθει και όλοι καθίσαμε μαζί για να αρχίσει αυτό το «όργιο» γεύσεων. Ο πατέρας της κοπελιάς με είχε δει πως κοίταζα την κόρη του (καθόλου τακτ και εγώ) και φρόντισα τουλάχιστον για την ώρα που θα ήμασταν στο τραπέζι να μη δίνω στόχο και να μιλάω για γενικότητες του τύπου, τι ωραίος τόπος που είναι εδώ και τι ωραίο φαγητό που τρώμε. Ειδικά κάτι κολοκυθοανθοί που είχαν φτιάξει δεν παιζόντουσταν. Φοβερό ήταν επίσης και το παστό χοιρινό και ένα είδος λουκάνικο (δεν θυμάμαι το όνομα) που μου είπαν πως είναι μανιάτικη συνταγή. Γενικά τα πιρούνια και τα ποτήρια είχαν πάρει φωτιά και μετά από λίγο τα γέλια. Πραγματικά διαπίστωσα πως οι Σπαρτιάτες μιλάνε αρκετά ειρωνικά μεταξύ τους και άμα δεν είσαι συνηθισμένος σε αυτή κάποιος μπορεί και να παρεξηγηθεί. Μετά με το πολύ κέφι βγήκαν και στη φόρα 2 κιθάρες και μία φυσαρμόνικα και άρχισε το τραγούδι. Προς το τέλος μέχρι και cd με τσάμικα έπαιξε και χορός γύρω γύρω από το τραπέζι. Μεγάλες στιγμές, είχα πολύ καιρό να περάσω τόσο καλά σε βραδιά με οικογένειες σε σπίτι και αλήθεια ο κόσμος φάνηκε να ξέρει πώς να διασκεδάζει! Η όλη φάση τελείωσε κατά τις 2.30 το βράδυ και σε κατάσταση μέθης και χαράς πήγαμε για ύπνο, τέλεια βραδιά και τέλεια εξέλιξη μιας και πήρα και το πολυπόθητο κινητό της κοκκινομάλλας κοπελιάς.
Το αγρόκτημα της οικογένειας ήταν λίγο έξω από τη Σπάρτη εφοδιασμένο με τα πάντα. Είχε ένα χώρο όπου υπήρχαν από όλα τα ζώα. Εκεί είχαν κατσίκια, 2 πρόβατα που δεν είχαν σταματήσει να βελάζουν, κουνέλια, κότες και ένα φοβερό μαύρο τσοπανόσκυλο το οποίο λόγω της δικής μου παρουσίας εκεί και επειδή ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου το είχαν δέσει γιατί αν ήταν ελεύθερο θα έπρεπε να σκαρφάλωνα σε κανά δέντρο γιατί δεν έδειχνε να συμπαθεί και ιδιαίτερα τους ξένους. Η όλη φάση ήταν επιστροφή στη φύση. Αφού εφοδιαστήκαμε με γάντια ξεχυθήκαμε στον απέραντο πορτοκαλεώνα. Τα γάντια ήταν πολύ χρήσιμα μιας και οι πορτοκαλιές ήταν πολύ επίμονες να μην σου δώσουν εύκολα τους καρπούς τους με γυμνά χέρια. Εκεί ακούσαμε και το παράπονο του παππού πως όταν πεθάνει όλα αυτά θα χαθούν μιας και γιος και εγγονός λόγω της δουλειάς του δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν. Το μέρος ήταν πραγματικά πανέμορφο. Αν και έφαγα και μια κατσάδα από τον παππού γιατί χωρίς να το καταλάβω είχα μπει μέσα στον κήπο του αγροκτήματος και είχα πατήσει πάνω σε ένα σημείο που είχε σπείρει κάτι και μου πε πως αν πατήσει κάποιος πάνω σε μέρος που έχει σπαρθεί μπορεί και να μην βγει τίποτα. Για να ανακτήσω το κύρος μου ανασκουμπώθηκα και μάζεψα 4 μεγάλες σακούλες πορτοκάλια παρακαλώ! Από παντού άκουγες πουλιά να κελαηδούν και μάλιστα εντόπισα μία δεξαμενή με νερό που υπήρχε μέσα στο αγρόκτημα γεμάτη με πουλιά και να γίνεται το σύστριγκλο!
Αφού τελειώσαμε την συγκομιδή και φορτώσαμε και μερικά ξύλα επιστρέψαμε στο σπίτι κάπως κουρασμένοι μπορώ να πω μετά το περπάτημα στον Μυστρά και όλα αυτά που κάναμε στην εξοχή. Στο σπίτι μύριζε κάτι θεσπέσιο. Ακούω το φίλο μου να λέει, Σαμουσάδες… λέω όπα όπα τι είναι αυτό; Και βγαίνει η μητέρα του από την κουζίνα με μια πιατέλα με ένα γλυκό με φύλο από ζυμάρι τυλιγμένο μαζί με καρύδια, μέλι, κανέλα και κάτι άλλα μυρωδικά. Μας λέει έτσι να τσιμπήσετε πριν το φαγητό. Ενημερωθήκαμε πως το βράδυ θα ερχόταν κόσμος στο σπίτι μιας και η κυρία του σπιτιού είχε πάρει κάποια προαγωγή στη δουλειά και θα γινόταν κάτι σαν γιορτή στο σπίτι. Μετά από μπάνιο και χαλάρωση με πιτζάμες δίπλα από το τζάκι είπαμε να πάμε να ετοιμαστούμε γιατί κόντευε η ώρα που θα ερχόταν κόσμος στο σπίτι.
Το κουδούνι άρχισε να χτυπάει και από την αρχή ακουγόταν η ίδια ερώτηση. «Το παλικάρι ποιο είναι» (το παλικάρι ήμουν εγώ) μετά από τις διάφορες συστάσεις το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια κοπέλα που ότι είχε μπει στο σπίτι με μακριά κόκκινα μαλλιά και μερικές φακίδες στο πρόσωπο, λέω αμάν κυκλοφορούν τέτοιες κοπέλες εδώ; Μετά από τις απαραίτητες διευκρινιστικές ερωτήσεις στον φίλο μου μαθαίνω πως είναι μόνο 18 (για πιο πολύ φαινόταν παιδιά) και πως σπουδάζει και αυτή Αθήνα, λέω τέλεια όλοι μια γειτονιά δηλαδή! Ε η κλασσική παρέα «νεολαίας» που λέμε σε κάθε τραπέζι δεν άργησε να δημιουργηθεί και μετά χαράς μαθαίνω από την ίδια πως βγαίνουμε και στα ίδια μέρη. Το κρασί έρεε άφθονο και να φανταστείτε δεν είχαμε καν καθίσει ακόμα για φαγητό. Εγώ μπήκα υπεύθυνος ψησίματος της Μπουκουβάλας. Η οποία Μπουκουβάλα είναι φέτες ψωμί που την ψήνει η θερμότητα του τζακιού αφού τις στερεώσεις με πιρούνι μπροστά από το τζάκι. Μετά τις βουτάς σε φρέσκο λάδι μηδέν οξέων και βάζεις αλάτι και ρίγανη και γενικά είναι πολύ σοκ σαν γεύση!
Η ώρα του φαγητού είχε έρθει και όλοι καθίσαμε μαζί για να αρχίσει αυτό το «όργιο» γεύσεων. Ο πατέρας της κοπελιάς με είχε δει πως κοίταζα την κόρη του (καθόλου τακτ και εγώ) και φρόντισα τουλάχιστον για την ώρα που θα ήμασταν στο τραπέζι να μη δίνω στόχο και να μιλάω για γενικότητες του τύπου, τι ωραίος τόπος που είναι εδώ και τι ωραίο φαγητό που τρώμε. Ειδικά κάτι κολοκυθοανθοί που είχαν φτιάξει δεν παιζόντουσταν. Φοβερό ήταν επίσης και το παστό χοιρινό και ένα είδος λουκάνικο (δεν θυμάμαι το όνομα) που μου είπαν πως είναι μανιάτικη συνταγή. Γενικά τα πιρούνια και τα ποτήρια είχαν πάρει φωτιά και μετά από λίγο τα γέλια. Πραγματικά διαπίστωσα πως οι Σπαρτιάτες μιλάνε αρκετά ειρωνικά μεταξύ τους και άμα δεν είσαι συνηθισμένος σε αυτή κάποιος μπορεί και να παρεξηγηθεί. Μετά με το πολύ κέφι βγήκαν και στη φόρα 2 κιθάρες και μία φυσαρμόνικα και άρχισε το τραγούδι. Προς το τέλος μέχρι και cd με τσάμικα έπαιξε και χορός γύρω γύρω από το τραπέζι. Μεγάλες στιγμές, είχα πολύ καιρό να περάσω τόσο καλά σε βραδιά με οικογένειες σε σπίτι και αλήθεια ο κόσμος φάνηκε να ξέρει πώς να διασκεδάζει! Η όλη φάση τελείωσε κατά τις 2.30 το βράδυ και σε κατάσταση μέθης και χαράς πήγαμε για ύπνο, τέλεια βραδιά και τέλεια εξέλιξη μιας και πήρα και το πολυπόθητο κινητό της κοκκινομάλλας κοπελιάς.
Attachments
-
54,9 KB Προβολές: 183