anny
Member
- Μηνύματα
- 3.423
- Likes
- 1.793
- Επόμενο Ταξίδι
- Ιστρια
- Ταξίδι-Όνειρο
- γύρος του κόσμου
Περιεχόμενα
Η διαδρομή κράτησε περίπου τρεις ώρες. Κατά τη διάρκεια, αλλού βλέπαμε μεγάλες εκτάσεις καλλιεργειών και αλλού άχρωμα σημεία πόλεων με τις γνωστές θλιβερές εργατικού τύπου πολυκατοικίες . Το τρένο άνετο και το ταξίδι καλό.
Φτάσαμε στο μνημειώδη σταθμό του Sao Bento, ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Τα θαυμάσια ajulezos (20000 στον αριθμό) που βρίσκονται στη μεγάλη κεντρική αίθουσα απεικονίζουν σκηνές από την ιστορία της χώρας και τα έχει ζωγραφίσει ο σημαντικότερος ζωγράφος του είδους Jorge Colaco. Τα είδαμε λίγο βιαστικά, αλλά θα επιστρέφαμε τις επόμενες μέρες για να τους δώσουμε την προσοχή που τους άξιζε.
Το ξενοδοχείο μας, ένα απλό, συμπαθητικό και κυρίως πολύ φθηνό b&b ήταν σε κοντινή με τα πόδια απόσταση από το σταθμό, σε ένα σχεδόν κάθετο δρόμο της κεντρικής πλατείας Praca Libertade. Τακτοποιηθήκαμε και φυσικά βγήκαμε για την πρώτη επαφή με την πόλη.
Ο καιρός είχε ήδη δείξει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κάποιες άγριες διαθέσεις με την εμφάνιση μαύρων απειλητικών σύννεφων. Φυσικά και δεν πτοηθήκαμε. Ξεκινήσαμε να κατέβουμε στη Ribeira. Οι πρώτες ψιχάλες ξεκίνησαν, αλλά δε δώσαμε καμια σημασία.
Φτάνοντας κάτω, σταματήσαμε και μείναμε ακίνητοι θαυμάζοντας την τόση ομορφιά. Παλιά, ψιλοερειπωμένα και χρωματιστά κτίρια το ένα δίπλα στο άλλο κοίταζαν προς το ποτάμι. Κόσμος κυκλοφορούσε ελάχιστος. Περπατήσαμε λίγο και καθώς ο καιρός αλλά και το στομάχι μας αγρίευαν περισσότερο, είπαμε να μπούμε σε ένα από τα αρκετά εστιατόρια της περιοχής. Διαλέξαμε ένα που μας φάνηκε πολύ συμπαθητικά διακοσμημένο, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι θα ήταν και τουριστικό. Με το που μπήκαμ ε ξεκίνησε η μπόρα.
Μια απίστευτη ομορφιά έξω από το παράθυρο . Το λίγο απογευματινό φως που υπήρχε, σχεδόν χάθηκε και τα απέναντι κτίρια διακρίνονταν πλέον ελάχιστα πίσω από την έντονη βροχή. Ήταν η μοναδική φορά που δεν πήραμε μαζί μας φωτογραφική μηχανή, με αποτέλεσμα η καλύτερη εικόνα της εκδρομής να αποτυπωθεί μόνο στο μυαλό μας.
Η μέρα μας ήταν γεμάτη, οπότε είχε έρθει η ώρα να ξεκουραστούμε και να ανακτήσουμε δυνάμεις για να ανακαλύψουμε την πόλη με καλύτερες καιρικές συνθήκες.
Πράγματι, το επόμενο πρωινό ο καιρός ήταν ηλιόλουστος και σχεδόν καλοκαιρινός. Άρα κατάλληλος για περπάτημα και πολλές φωτογραφίες.
Κατεβήκαμε την πλατεία με προοπτική να φτάσουμε στη γέφυρα. Στη διαδρομή είδαμε από μακριά την εκκλησία dos Clerigos με τον ομώνυμο πύργο (torre dos clerigos), ο οποίος είναι και το ψηλότερο κτίριο της πόλης. Θα επισκεπτόμασταν την περιοχή αργότερα.
Συνεχίσαμε και περνώντας από το σταθμό του Sao Bento και την τοπική υπαίθρια αγορά, φτάσαμε στον καθεδρικό ναό της πόλης. Τον Se.
Η μεγαλύτερη έκπληξη δεν ήταν ούτε ο καθεδρικός, ούτε και τα υπόλοιπα κτίρια, αλλά το πλήθος των γλάρων που πετούσαν συνεχώς πάνω από το κεφάλι μας φωνάζοντας. Θα μας συντρόφευαν και τις δύο επόμενες ημέρες στα περισσότερα σημεία της πόλης γύρω από το ποτάμι.
To Πόρτο είναι και αυτό χτισμένο πάνω σε λόφο δίπλα στον ποταμό Ντούρο. Στην απέναντι πλευρά βρίσκεται η περιοχή Villa Nova de Gaia.
Οι δύο πλευρές του ποταμού συνδέονται με διάφορες γέφυρες. Η κεντρική και εντυπωσιακότερη είναι η μεταλλική γέφυρα Dom Luis I. Σχεδιασμένη από τον Teofilo Seyrig συνεργάτη του Γουσταύου Άιφελ (ναι αυτόν του γνωστού πύργου) και εμπνευσμένη από δικά του σχέδια. Ενώνει τα χαμηλά σημεία των δύο όχθεων, αλλά ταυτόχρονα και τα ψηλά πάνω στους λόφους των δύο πλευρών. Από την πάνω πλευρά περνάει και η γραμμή D του μετρό.
Φτάσαμε στη γέφυρα. Το ύψος της περίπου 60 μέτρα πάνω από το νερό και η θέα μας έκοψε την ανάσα. Τη διασχίσαμε κάνοντας πολλές μα πάρα πολλές στάσεις για να θαυμάσουμε και να φωτογραφήσουμε το τοπίο και αφού περάσαμε στην απέναντι πλευρά, κατηφορίσαμε προς την όχθη. Η θέα επίσης μοναδική.
Αποφασίσαμε να ξαποστάσουμε σε ένα πολύ μικρό καφέ το οποίο έγινε στην πορεία και το αγαπημένο μας. Τρία τραπεζάκια μέσα και άλλα τρία έξω. Ο καιρός όπως είπαμε εξαιρετικός. Άρα καθήσαμε έξω. Ο καφές καλός και πολύ φθηνός. Και όλα αυτά με αυτή την απίστευτη θέα της Ribeira απέναντί μας.

Στη συνέχεια περπατήσαμε αρκετά και από τις δύο πλευρές του ποταμού και το μεσημεράκι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα σοκάκια προς το κέντρο της πόλης. Ωρα για φαγητό. Προτιμήσαμε ένα απλό εστιατόριο όπου έτρωγαν κυρίως ντόπιοι και δοκιμάσαμε επιτέλους το εθνικό τους φαγητό. Τον μπακαλιάρο. Λέγεται ότι έχουν 365 διαφορετικές συνταγές για να τον φτιάχνουν. Μια για κάθε μέρα του έτους.
Πήραμε δύο διαφορετικές εκδοχές του (δε θυμάμαι λεπτομέρειες), αλλά ήταν πολύ καλός.
Οι μερίδες απ΄ό,τι προσέξαμε ήταν πολύ μεγάλες, οπότε αποφασίσαμε να κάνουμε και εμείς χρήση της συνήθειας που έχουν στην Πορτογαλία και το ένα πιάτο το παραγγείλαμε «μισή μερίδα», η οποία καθόλου μισή δεν ήταν. Τα πιάτα συνοδεύτηκαν εξαιρετικά από την τοπική μπύρα Super Bock.
Ανάκτηση δυνάμεων στο ξενοδοχείο και μετά απογευματινή βόλτα ξανά στα ίδια μέρη γιατί δεν ήταν εύκολο να τα χορτάσει το μάτι μας. Μια βρισκόμασταν από τη μια πλευρά του ποταμού και μια από την άλλη. Μια χαμηλά και μια ψηλά. Φυσικά για την ευκολία μας χρησιμοποιήσαμε και το πολύ βολικό elevador dos guindais, το οποίο με τη χρήση εισιτηρίου ενώνει εύκολα και γρήγορα το πάνω μέρος της πόλης με τη Ribeira.
Βραδυνό φαγητό σε ένα από τα εστιατόρια της Ribeira, επίσης τουριστικό αλλά όχι κακό.
Τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο και κάναμε Ανάσταση με συμπαθητικό φαγητό και κρασί και φυσικά ωραία θέα προς το ποτάμι και τα φωτισμένα κτίρια της Villa Nova de Gaia.
Η Κυριακή του Πάσχα δε θύμιζε καθόλου Πάσχα για εμάς. Ήταν όμως μια όμορφη μέρα για να ξαναξεχυθούμε στους δρόμους του Πόρτο. Αφού περάσαμε από τον Torre dos Clerigos και το Palacio da Bolsa, αποφασίσαμε να κάνουμε βόλτα στον ποταμό Ντούρο με ένα από τα πολλά τουριστικά καραβάκια. Η βόλτα κράτησε αρκετή ώρα και εμείς λιαζόμασταν σαν τα γατιά στο κατάστρωμα, χαζεύοντας το τοπίο.
Στη συνέχεια βόλτα στη Villa Nova de Gaia με τα πολλά οινοποιεία, φωτογραφίες και μετά φθηνή καλή τοπική μπυρίτσα με θέα, στο αγαπημένο μας café Dom Pipas. Φαγητό στο κέντρο της πόλης σε εστιατόριο με τοπική κουζίνα και με παρέα καλοντυμένους πορτογάλους που είχαν βγει για το κυριακάτικο μεσημεριανό τους.
Το απόγευμα βόλτα στην κεντρική πλατεία και κατεύθυνση το πάνω μέρος της γέφυρας Dom Luis I για να πάρουμε θέση για φωτογραφίες στο ηλιοβασίλεμα.
Περιμένοντας τη «σωστή ώρα» και αγναντεύοντας τα υπέροχα παλιά κτίρια του Πόρτο, μας πλησίασαν δύο νεαροί πορτογάλοι, οι οποίοι είχαν έρθει περίπου για τον ίδιο λόγο.
Μας έπιασαν την κουβέντα νομίζοντας στην αρχή ότι είμασταν ισπανοί. Όταν τους είπαμε ότι είμαστε έλληνες, βεβαίως η κουβέντα έγινε μόνο ποδοσφαιρική. Κάνοντας και οι δύο μια πρώτη όχι ιδιαίτερα φιλική γκριμάτσα στο άκουσμα της λέξης Ελλάδα, μετά ξαναχαμογέλασαν εξηγώντας μας «τον πόνο» τους σχετικά με το Euro 2004. Νομίζω ότι δε χρειάζεται να παραθέσω περαιτέρω λεπτομέρειες. Προσπαθήσαμε να ελαφρύνουμε λίγο το κλίμα κάνοντας αναφορά στο μεγάλο θρύλο του πορτογαλικού ποδοσφαίρου Eusebio. Η κουβέντα κύλησε ευχάριστα και στο τέλος μας ενημέρωσαν ότι με το ματς εκείνης της συγκεκριμένης Κυριακής είχαν κριθεί τα αποτελέσματα του πορτογαλικού πρωταθλήματος της χρονιάς και η Πόρτο ήταν μόνη της στην πρώτη θέση και σύντομα θα έπαιρνε τον τίτλο.
Το βράδυ θα είχαν χαρές και πανηγύρια στην Praca da Libertade.
Μετά και τις τελευταίες βραδυνές φωτογραφίες κατηφορήσαμε στη Villa Nova de Gaia και πήγαμε για φαγητό σε ένα γλυκύτατο εστιατόριο με τοπική κουζίνα και κρασί.
Ο δρόμος της επιστροφής μας έφερε μέσα στους ξέφρενους πανηγυρισμούς των ντόπιων, μικρών και μεγάλων, που γιόρταζαν το κατόρθωμα της ομάδας τους. Φωνές, αλκοόλ, πρόχειρο φαγητό και πλήθος κόσμου στη μεγάλη πλατεία της πόλης.
Την επόμενη μέρα είχαμε μόνο λίγες ώρες στη διάθεσή μας για τις τελευταίες σύντομες βόλτες και την αγορά ορισμένων μικρών σουβενίρ. Η διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο ήταν σχετικά σύντομη με το ταξί και παρόλο που ο ταξιτζής δε μίλαγε σχεδόν καθόλου αγγλικά, κατάλαβε τα βασικά. Ότι δεν είμασταν ισπανοί, αλλά έλληνες και άρχισε να μας αραδιάζει όλα τα ονόματα των ελλήνων ποδοσφαιριστών που ήξερε. Δηλαδή όσων έπαιζαν ήδη στο πορτογαλικό πρωτάθλημα (Καραγκούνης, Σεϊταρίδης, Φύσσας) και φυσικά του Χαριστέα που μετά το Euro 2004 δε μπορούσε να το ξεχάσει με τίποτα.
Φτάσαμε στο μνημειώδη σταθμό του Sao Bento, ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Τα θαυμάσια ajulezos (20000 στον αριθμό) που βρίσκονται στη μεγάλη κεντρική αίθουσα απεικονίζουν σκηνές από την ιστορία της χώρας και τα έχει ζωγραφίσει ο σημαντικότερος ζωγράφος του είδους Jorge Colaco. Τα είδαμε λίγο βιαστικά, αλλά θα επιστρέφαμε τις επόμενες μέρες για να τους δώσουμε την προσοχή που τους άξιζε.
Το ξενοδοχείο μας, ένα απλό, συμπαθητικό και κυρίως πολύ φθηνό b&b ήταν σε κοντινή με τα πόδια απόσταση από το σταθμό, σε ένα σχεδόν κάθετο δρόμο της κεντρικής πλατείας Praca Libertade. Τακτοποιηθήκαμε και φυσικά βγήκαμε για την πρώτη επαφή με την πόλη.
Ο καιρός είχε ήδη δείξει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κάποιες άγριες διαθέσεις με την εμφάνιση μαύρων απειλητικών σύννεφων. Φυσικά και δεν πτοηθήκαμε. Ξεκινήσαμε να κατέβουμε στη Ribeira. Οι πρώτες ψιχάλες ξεκίνησαν, αλλά δε δώσαμε καμια σημασία.
Φτάνοντας κάτω, σταματήσαμε και μείναμε ακίνητοι θαυμάζοντας την τόση ομορφιά. Παλιά, ψιλοερειπωμένα και χρωματιστά κτίρια το ένα δίπλα στο άλλο κοίταζαν προς το ποτάμι. Κόσμος κυκλοφορούσε ελάχιστος. Περπατήσαμε λίγο και καθώς ο καιρός αλλά και το στομάχι μας αγρίευαν περισσότερο, είπαμε να μπούμε σε ένα από τα αρκετά εστιατόρια της περιοχής. Διαλέξαμε ένα που μας φάνηκε πολύ συμπαθητικά διακοσμημένο, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι θα ήταν και τουριστικό. Με το που μπήκαμ ε ξεκίνησε η μπόρα.
Μια απίστευτη ομορφιά έξω από το παράθυρο . Το λίγο απογευματινό φως που υπήρχε, σχεδόν χάθηκε και τα απέναντι κτίρια διακρίνονταν πλέον ελάχιστα πίσω από την έντονη βροχή. Ήταν η μοναδική φορά που δεν πήραμε μαζί μας φωτογραφική μηχανή, με αποτέλεσμα η καλύτερη εικόνα της εκδρομής να αποτυπωθεί μόνο στο μυαλό μας.
Η μέρα μας ήταν γεμάτη, οπότε είχε έρθει η ώρα να ξεκουραστούμε και να ανακτήσουμε δυνάμεις για να ανακαλύψουμε την πόλη με καλύτερες καιρικές συνθήκες.
Πράγματι, το επόμενο πρωινό ο καιρός ήταν ηλιόλουστος και σχεδόν καλοκαιρινός. Άρα κατάλληλος για περπάτημα και πολλές φωτογραφίες.
Κατεβήκαμε την πλατεία με προοπτική να φτάσουμε στη γέφυρα. Στη διαδρομή είδαμε από μακριά την εκκλησία dos Clerigos με τον ομώνυμο πύργο (torre dos clerigos), ο οποίος είναι και το ψηλότερο κτίριο της πόλης. Θα επισκεπτόμασταν την περιοχή αργότερα.
Συνεχίσαμε και περνώντας από το σταθμό του Sao Bento και την τοπική υπαίθρια αγορά, φτάσαμε στον καθεδρικό ναό της πόλης. Τον Se.
Η μεγαλύτερη έκπληξη δεν ήταν ούτε ο καθεδρικός, ούτε και τα υπόλοιπα κτίρια, αλλά το πλήθος των γλάρων που πετούσαν συνεχώς πάνω από το κεφάλι μας φωνάζοντας. Θα μας συντρόφευαν και τις δύο επόμενες ημέρες στα περισσότερα σημεία της πόλης γύρω από το ποτάμι.
To Πόρτο είναι και αυτό χτισμένο πάνω σε λόφο δίπλα στον ποταμό Ντούρο. Στην απέναντι πλευρά βρίσκεται η περιοχή Villa Nova de Gaia.
Οι δύο πλευρές του ποταμού συνδέονται με διάφορες γέφυρες. Η κεντρική και εντυπωσιακότερη είναι η μεταλλική γέφυρα Dom Luis I. Σχεδιασμένη από τον Teofilo Seyrig συνεργάτη του Γουσταύου Άιφελ (ναι αυτόν του γνωστού πύργου) και εμπνευσμένη από δικά του σχέδια. Ενώνει τα χαμηλά σημεία των δύο όχθεων, αλλά ταυτόχρονα και τα ψηλά πάνω στους λόφους των δύο πλευρών. Από την πάνω πλευρά περνάει και η γραμμή D του μετρό.
Φτάσαμε στη γέφυρα. Το ύψος της περίπου 60 μέτρα πάνω από το νερό και η θέα μας έκοψε την ανάσα. Τη διασχίσαμε κάνοντας πολλές μα πάρα πολλές στάσεις για να θαυμάσουμε και να φωτογραφήσουμε το τοπίο και αφού περάσαμε στην απέναντι πλευρά, κατηφορίσαμε προς την όχθη. Η θέα επίσης μοναδική.
Αποφασίσαμε να ξαποστάσουμε σε ένα πολύ μικρό καφέ το οποίο έγινε στην πορεία και το αγαπημένο μας. Τρία τραπεζάκια μέσα και άλλα τρία έξω. Ο καιρός όπως είπαμε εξαιρετικός. Άρα καθήσαμε έξω. Ο καφές καλός και πολύ φθηνός. Και όλα αυτά με αυτή την απίστευτη θέα της Ribeira απέναντί μας.

Στη συνέχεια περπατήσαμε αρκετά και από τις δύο πλευρές του ποταμού και το μεσημεράκι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα σοκάκια προς το κέντρο της πόλης. Ωρα για φαγητό. Προτιμήσαμε ένα απλό εστιατόριο όπου έτρωγαν κυρίως ντόπιοι και δοκιμάσαμε επιτέλους το εθνικό τους φαγητό. Τον μπακαλιάρο. Λέγεται ότι έχουν 365 διαφορετικές συνταγές για να τον φτιάχνουν. Μια για κάθε μέρα του έτους.
Πήραμε δύο διαφορετικές εκδοχές του (δε θυμάμαι λεπτομέρειες), αλλά ήταν πολύ καλός.
Οι μερίδες απ΄ό,τι προσέξαμε ήταν πολύ μεγάλες, οπότε αποφασίσαμε να κάνουμε και εμείς χρήση της συνήθειας που έχουν στην Πορτογαλία και το ένα πιάτο το παραγγείλαμε «μισή μερίδα», η οποία καθόλου μισή δεν ήταν. Τα πιάτα συνοδεύτηκαν εξαιρετικά από την τοπική μπύρα Super Bock.
Ανάκτηση δυνάμεων στο ξενοδοχείο και μετά απογευματινή βόλτα ξανά στα ίδια μέρη γιατί δεν ήταν εύκολο να τα χορτάσει το μάτι μας. Μια βρισκόμασταν από τη μια πλευρά του ποταμού και μια από την άλλη. Μια χαμηλά και μια ψηλά. Φυσικά για την ευκολία μας χρησιμοποιήσαμε και το πολύ βολικό elevador dos guindais, το οποίο με τη χρήση εισιτηρίου ενώνει εύκολα και γρήγορα το πάνω μέρος της πόλης με τη Ribeira.
Βραδυνό φαγητό σε ένα από τα εστιατόρια της Ribeira, επίσης τουριστικό αλλά όχι κακό.
Τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο και κάναμε Ανάσταση με συμπαθητικό φαγητό και κρασί και φυσικά ωραία θέα προς το ποτάμι και τα φωτισμένα κτίρια της Villa Nova de Gaia.
Η Κυριακή του Πάσχα δε θύμιζε καθόλου Πάσχα για εμάς. Ήταν όμως μια όμορφη μέρα για να ξαναξεχυθούμε στους δρόμους του Πόρτο. Αφού περάσαμε από τον Torre dos Clerigos και το Palacio da Bolsa, αποφασίσαμε να κάνουμε βόλτα στον ποταμό Ντούρο με ένα από τα πολλά τουριστικά καραβάκια. Η βόλτα κράτησε αρκετή ώρα και εμείς λιαζόμασταν σαν τα γατιά στο κατάστρωμα, χαζεύοντας το τοπίο.
Στη συνέχεια βόλτα στη Villa Nova de Gaia με τα πολλά οινοποιεία, φωτογραφίες και μετά φθηνή καλή τοπική μπυρίτσα με θέα, στο αγαπημένο μας café Dom Pipas. Φαγητό στο κέντρο της πόλης σε εστιατόριο με τοπική κουζίνα και με παρέα καλοντυμένους πορτογάλους που είχαν βγει για το κυριακάτικο μεσημεριανό τους.
Το απόγευμα βόλτα στην κεντρική πλατεία και κατεύθυνση το πάνω μέρος της γέφυρας Dom Luis I για να πάρουμε θέση για φωτογραφίες στο ηλιοβασίλεμα.
Περιμένοντας τη «σωστή ώρα» και αγναντεύοντας τα υπέροχα παλιά κτίρια του Πόρτο, μας πλησίασαν δύο νεαροί πορτογάλοι, οι οποίοι είχαν έρθει περίπου για τον ίδιο λόγο.
Μας έπιασαν την κουβέντα νομίζοντας στην αρχή ότι είμασταν ισπανοί. Όταν τους είπαμε ότι είμαστε έλληνες, βεβαίως η κουβέντα έγινε μόνο ποδοσφαιρική. Κάνοντας και οι δύο μια πρώτη όχι ιδιαίτερα φιλική γκριμάτσα στο άκουσμα της λέξης Ελλάδα, μετά ξαναχαμογέλασαν εξηγώντας μας «τον πόνο» τους σχετικά με το Euro 2004. Νομίζω ότι δε χρειάζεται να παραθέσω περαιτέρω λεπτομέρειες. Προσπαθήσαμε να ελαφρύνουμε λίγο το κλίμα κάνοντας αναφορά στο μεγάλο θρύλο του πορτογαλικού ποδοσφαίρου Eusebio. Η κουβέντα κύλησε ευχάριστα και στο τέλος μας ενημέρωσαν ότι με το ματς εκείνης της συγκεκριμένης Κυριακής είχαν κριθεί τα αποτελέσματα του πορτογαλικού πρωταθλήματος της χρονιάς και η Πόρτο ήταν μόνη της στην πρώτη θέση και σύντομα θα έπαιρνε τον τίτλο.
Το βράδυ θα είχαν χαρές και πανηγύρια στην Praca da Libertade.
Μετά και τις τελευταίες βραδυνές φωτογραφίες κατηφορήσαμε στη Villa Nova de Gaia και πήγαμε για φαγητό σε ένα γλυκύτατο εστιατόριο με τοπική κουζίνα και κρασί.
Ο δρόμος της επιστροφής μας έφερε μέσα στους ξέφρενους πανηγυρισμούς των ντόπιων, μικρών και μεγάλων, που γιόρταζαν το κατόρθωμα της ομάδας τους. Φωνές, αλκοόλ, πρόχειρο φαγητό και πλήθος κόσμου στη μεγάλη πλατεία της πόλης.
Την επόμενη μέρα είχαμε μόνο λίγες ώρες στη διάθεσή μας για τις τελευταίες σύντομες βόλτες και την αγορά ορισμένων μικρών σουβενίρ. Η διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο ήταν σχετικά σύντομη με το ταξί και παρόλο που ο ταξιτζής δε μίλαγε σχεδόν καθόλου αγγλικά, κατάλαβε τα βασικά. Ότι δεν είμασταν ισπανοί, αλλά έλληνες και άρχισε να μας αραδιάζει όλα τα ονόματα των ελλήνων ποδοσφαιριστών που ήξερε. Δηλαδή όσων έπαιζαν ήδη στο πορτογαλικό πρωτάθλημα (Καραγκούνης, Σεϊταρίδης, Φύσσας) και φυσικά του Χαριστέα που μετά το Euro 2004 δε μπορούσε να το ξεχάσει με τίποτα.
Attachments
-
78,6 KB Προβολές: 228