hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.171
- Likes
- 14.604
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Προφητικός πρόλογος
Ο μπαρμπα Πάνος πνίγηκε από το βήχα.
Κουκουλώθηκε καλά καλά με τη κουβέρτα, ψεκάστηκε κάμποσες φορές με Aerolin & Flixotide κι ήπιε δυο γουλιές φασκόμηλο να ξεπλύνει το στόμα του.
Ανακουφισμένος έκλεισε τη τηλεόραση και σφάλισε αποκαμωμένος τα μάτια του. Η νιοστή κυβέρνηση μετά τη μεταπολίτευση συμφώνησε επιτέλους σε ένα νέο "χρηματοπιστωτικό πακέτο δημοσιονομικής προσαρμογής για σταθερότητα και ανάπτυξη" (οι όροι γίνονταν όλο και πιο σύνθετοι - πολύ παλιά το λέγαν απλά μνημόνιο) κι έτσι θα εξασφαλιζόταν τουλάχιστον η απρόσκοπτη καταβολή της σύνταξής του. Για το ισχνό εφ’άπαξ ούτε λόγος. Εξανεμίστηκε σαν καπνός σε αρθροπλαστικές και μπαλονάκια, για να μη θυμηθεί εκείνη τη χυμώδη καταφερτζού αποκλειστικιά που του ξεκοκκάλισε και το τελευταίο σεντ.
Ξαφνικά φούντωσε και τα μηλίγγια του άρχισαν να σφυροκοπούν. Πίεση, σάκχαρο, τσιμπημένα λιπίδια, ακράτεια, κάτι κι η κληρονομιά αρθριτικών (ας μην το’παιζε κατσίκι στα βουνά του Αφγανιστάν), κατάντησε να έχει ξεμείνει συντροφιά με μια σακκούλα χάπια.
Ο γάτος του, ο Λέλος, ακόμα πιο ραμολιμέντο από τα γεράματα και το άσθμα που τον ταλάνιζε, ζύγιαζε αν τον παίρνει πλέον να πηδήξει από την αγκαλιά του στο πάτωμα νιαουρίζοντας ξέπνοα.
Εκεί που ο Μορφέας άρχισε να θολώνει το μυαλό του, η βαβούρα έκανε τα βλέφαρα του μπαρμπα Πάνου να μισανοίξουν.
Όχι δεν ήταν παράνομοι που μπούκαραν ψάχνοντας φυλαγμένα ευρώπουλα παραχωμένα στο στρώμα του για την ώρα τη κακιά της τρισκατάρατης δραχμής. Ήταν η πιτσιρικαρία που σαν σίφουνας μπήκε μέσα στο δωμάτιό του και τον κύκλωσε σαν το μελίσσι. Αεικίνητα, λαλίστατα, όμορφα μέσα στην άνοιξη της νιότης τους.
«Μπαρμπα-Πάνο, μπαρμπα-Πάνο!!!» του φώναζαν ζουλώντας με τα χεράκια τους το πονεμένο του σαρκίο, τσιμπώντας του τα μάγουλα και γαργαλώντας του τις πατούσες.
«Βρε θκαθμένα, μπα πανάθεμά θαθ...»
«Μπαρμπα Πάνο, ιστορία, θέλουμε ιστορία»
Άλλο που δεν ήθελε το γερόντιο.
Τα ταξίδια του... Οι θύμησες ήταν πια το αναλγητικό του, το οξυγόνο του, ο ομφάλιος λώρος με τη ζωή. Μπορούσε να μιλάει ώρες γι’αυτά. Αναπολούσε, δάκρυζε, γελούσε... Ζούσε!
Φόρεσε τη μασελίτσα του που διόρθωσε το «θ» στο ορθότερον φωνολογικά «σ» και χαμογελώντας αγκάλιασε τρυφερά τα πιτσιρίκια και τους είπε με ζεστή φωνή παραμυθά:
«Ελάτε παιδιά μου, ν’ακούσετε. Σήμερα θα σας διηγηθώ μια διαφορετική ιστορία.
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια χώρα άγρια μα συνάμα κι όμορφη, μια χώρα βγαλμένη σαν από θρύλους. Το μυθικό βασίλειο του Σαβά, η ανόθευτη καρδιά της Αραβίας.
Μια χώρα που τη λέγαν Υεμένη...»
Και το παραμύθι αρχίζει...
Ο μπαρμπα Πάνος πνίγηκε από το βήχα.
Κουκουλώθηκε καλά καλά με τη κουβέρτα, ψεκάστηκε κάμποσες φορές με Aerolin & Flixotide κι ήπιε δυο γουλιές φασκόμηλο να ξεπλύνει το στόμα του.
Ανακουφισμένος έκλεισε τη τηλεόραση και σφάλισε αποκαμωμένος τα μάτια του. Η νιοστή κυβέρνηση μετά τη μεταπολίτευση συμφώνησε επιτέλους σε ένα νέο "χρηματοπιστωτικό πακέτο δημοσιονομικής προσαρμογής για σταθερότητα και ανάπτυξη" (οι όροι γίνονταν όλο και πιο σύνθετοι - πολύ παλιά το λέγαν απλά μνημόνιο) κι έτσι θα εξασφαλιζόταν τουλάχιστον η απρόσκοπτη καταβολή της σύνταξής του. Για το ισχνό εφ’άπαξ ούτε λόγος. Εξανεμίστηκε σαν καπνός σε αρθροπλαστικές και μπαλονάκια, για να μη θυμηθεί εκείνη τη χυμώδη καταφερτζού αποκλειστικιά που του ξεκοκκάλισε και το τελευταίο σεντ.
Ξαφνικά φούντωσε και τα μηλίγγια του άρχισαν να σφυροκοπούν. Πίεση, σάκχαρο, τσιμπημένα λιπίδια, ακράτεια, κάτι κι η κληρονομιά αρθριτικών (ας μην το’παιζε κατσίκι στα βουνά του Αφγανιστάν), κατάντησε να έχει ξεμείνει συντροφιά με μια σακκούλα χάπια.
Ο γάτος του, ο Λέλος, ακόμα πιο ραμολιμέντο από τα γεράματα και το άσθμα που τον ταλάνιζε, ζύγιαζε αν τον παίρνει πλέον να πηδήξει από την αγκαλιά του στο πάτωμα νιαουρίζοντας ξέπνοα.
Εκεί που ο Μορφέας άρχισε να θολώνει το μυαλό του, η βαβούρα έκανε τα βλέφαρα του μπαρμπα Πάνου να μισανοίξουν.
Όχι δεν ήταν παράνομοι που μπούκαραν ψάχνοντας φυλαγμένα ευρώπουλα παραχωμένα στο στρώμα του για την ώρα τη κακιά της τρισκατάρατης δραχμής. Ήταν η πιτσιρικαρία που σαν σίφουνας μπήκε μέσα στο δωμάτιό του και τον κύκλωσε σαν το μελίσσι. Αεικίνητα, λαλίστατα, όμορφα μέσα στην άνοιξη της νιότης τους.
«Μπαρμπα-Πάνο, μπαρμπα-Πάνο!!!» του φώναζαν ζουλώντας με τα χεράκια τους το πονεμένο του σαρκίο, τσιμπώντας του τα μάγουλα και γαργαλώντας του τις πατούσες.
«Βρε θκαθμένα, μπα πανάθεμά θαθ...»
«Μπαρμπα Πάνο, ιστορία, θέλουμε ιστορία»
Άλλο που δεν ήθελε το γερόντιο.
Τα ταξίδια του... Οι θύμησες ήταν πια το αναλγητικό του, το οξυγόνο του, ο ομφάλιος λώρος με τη ζωή. Μπορούσε να μιλάει ώρες γι’αυτά. Αναπολούσε, δάκρυζε, γελούσε... Ζούσε!
Φόρεσε τη μασελίτσα του που διόρθωσε το «θ» στο ορθότερον φωνολογικά «σ» και χαμογελώντας αγκάλιασε τρυφερά τα πιτσιρίκια και τους είπε με ζεστή φωνή παραμυθά:
«Ελάτε παιδιά μου, ν’ακούσετε. Σήμερα θα σας διηγηθώ μια διαφορετική ιστορία.
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια χώρα άγρια μα συνάμα κι όμορφη, μια χώρα βγαλμένη σαν από θρύλους. Το μυθικό βασίλειο του Σαβά, η ανόθευτη καρδιά της Αραβίας.
Μια χώρα που τη λέγαν Υεμένη...»
Και το παραμύθι αρχίζει...



Last edited: