hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.152
- Likes
- 14.443
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Επέστρεφε...
Ο μπαρμπα Πάνος χαμογέλασε σαν θυμήθηκε.
H επιστροφή από το Wadi Hadramawt στη Sana’a ήταν μέσω της ερήμου Ramlat as-Sab’atayn. 600 χλμ και βάλε. Μόνο που η διαδρομή αυτή ήταν στο μυαλό μας συνώνυμη του τρόμου. Στο κομμάτι αυτό είχαν συμβεί οι περισσότερες απαγωγές τουριστών.
Αδύνατον να μπορέσω να χαλαρώσω και να απολαύσω τις εικόνες της ερήμου.
Κάστρα που καταρρέουν στο χρόνο, μοναχικές κορφές, καμήλες...
Μετά από (αισίως) απροβλημάτιστα μονότονα 400 χλμ φτάσαμε στη Marib.
Σκονισμένη, παρακμιακή, με μια ένταση να πλανάται, θέλει κόπο να φανταστείς ότι εκεί άνθισε ένας σπουδαίος πολιτισμός. Ήταν η κοιτίδα του βασιλείου του Σαβά.
Το Arsh Bilqis είναι αρχαιολογικός χώρος με ιστορία 4 χιλιετιών. Χτίστηκε το 2000 πΧ και ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του φεγγαριού. Οι κολώνες που παραμένουν ως σήμερα όρθιες είναι το σήμα κατατεθέν του χώρου.
Ένας στρατιώτης έστεκε φύλακας στην είσοδο και μας συνόδεψε στην σύντομη περιήγησή μας. Πάλι αναρωτήθηκα: «Μα σφάζονται πια εδώ κι έχω συνοδό που οπλοφορεί;». Κέρασα τον μοναχικό στρατιώτη ένα τσιγάρο, χαλαρώσαμε όλοι μαζί στη σκιά ενός δέντρου μέσα στο μεσημέρι κι αμέσως κινήσαμε για το κέντρο της πόλης.
Σκιαχτήκαμε εκεί στη Μarib, να το κρύψω; Τα πρόσωπα ήτανε βλοσυρά και κάθε ώμος κουβάλαγε κι από ένα καλάσνικοφ. Σιωπηλοί κι αμήχανοι τσιμπήσαμε γρήγορα στα υπαίθρια τραπέζια ενός εστιατόριου τριγυρισμένοι από οπλοφόρους. Ούτε σκέψη να βγάλουμε τις φωτογραφικές μηχανές. Ανακουφισμένοι πήραμε το δρόμο επιστροφής για τη Sana’a.
Οι μέρες που απέμειναν στη Sana’a ήταν χαλαρές. Περπατήσαμε πάλι γνωστά σοκάκια, χαθήκαμε στα σουκ και κάναμε γνωριμίες. Οι αλλοδαποί ήταν λιγοστοί κι εύκολα τους διέκρινες. Δεν ήταν δύσκολο για ένα γάλλο φοιτητή αραβικής γλώσσας, κοκκαλιάρη με μύτη σαν ράμφος πτηνού, να μας εντοπίσει και να μας πιάσει τη κουβέντα.
Το θέμα των ημερών ήταν τα προσβλητικά για τους μουσουλμάνους σκιτσάκια που είχαν εκδοθεί σε δανέζικη εφημερίδα. Οι ιμάμηδες εξαπέλυαν πύρινους λόγους και μοιράζανε φυλλάδια έξω από τα τζαμιά μετά τη προσευχή της Παρασκευής. Κάποιοι ξένοι, ξανθοί γαλανομάτηδες, έδειχναν πανικόβλητοι. Ενσάρκωναν τους βλάσφημους σταυροφόρους κι αγωνιούσαν για την ακεραιότητά τους. Εμείς πάλι χαλαροί, αποδεχθήκαμε την πρόσκληση του γάλλου να τον συνοδεύσουμε για μια ξεχωριστή εμπειρία σ’ένα παραδοσιακό χαμάμ της πόλης.
Χωρίς κάποιο διακριτικό, με μια σκάλα που έδειχνε να σε οδηγεί σε σκοτεινά καταγώγια, αμφιβάλλω αν θα είχαμε ποτέ την διορατικότητα ή το σθένος να τρυπώσουμε μόνοι μας σ’εκείνο το υπόγειο χαμάμ. Είμασταν οι μοναδικοί 3 πελάτες με άλλα τρία άτομα προσωπικό, όλοι νέα παλληκαράκια με χαμογελαστά πρόσωπα.
Ο γάλλος εξοικειωμένος με το χώρο, ήταν αδιαπραγμάτευτος. Το πάτωμα πλύθηκε και τρίφτηκε γερά με μπόλικο απορρυπαντικό, πριν ξαπλώσουμε τα ημίγυμνα κορμιά μας πάνω στις παμπάλαιες πέτρες. Αφού μου πασάρανε τον πιο κακορίζικο εκ των μασέρ, ξεκίνησε η ιεροτελεστία του χαμαμ: πλύσιμο, τρίψιμο, χαλάρωση στα ζεστά πατώματα. Παρά τη δυσκολία στη συνεννόηση, οι νεαροί έδειχναν μονίμως χαρούμενοι κι ήταν ομιλητικοί και φιλικότατοι.
Όλα κυλούσαν σε μια χαλαρή ατμόσφαιρα ώσπου ξαφνικά... επήλθε το απόλυτο σκότος. Μπλάκ άουτ. Τα παλληκάρια ξεκαρδισμένα από τα γέλια και μέσα στην αναμπουμπούλα της στιγμής, βρήκαν την λύση. Έψαξαν, βρήκαν κι άναψαν κεριά. Και γεννήθηκε η στιγμή, η μικρή σχεδόν μυστηριακή στιγμή που είναι αδύνατον να σβηστεί από τη μνήμη μου όσα χρόνια κι αν περάσουν. Το χλωμό φως των κεριών να τρεμοπαίζει αντανακλώντας τις σκιές μας πάνω στους τοίχους και το πέτρινο υγρό δάπεδο σ’ένα παμπάλαιο ανατολίτικο χαμάμ στην Sana’a. Μαγεία!
Ο μπαρμπα Πάνος σταμάτησε τη διήγησή του και φάνηκε να χάνεται για λίγο στις θύμησες που ζωντάνευαν νοσταλγικά σαν ταινία μπροστά στα μάτια του.
Οι γνωριμίες μας όμως επεφύλασσαν και τα καλύτερα.
Ρεμβάζοντας ένα μεσημεράκι έξω από το ξενοδοχείο πίνοντας το τσάι μου, με πλησίασε διακριτικά ένας άνδρας, μια ευγενική φυσιογνωμία, ντυμένος τη παραδοσιακή φορεσιά της Υεμένης. Μετά από συζήτηση περί ανέμων και υδάτων και για τις εντυπώσεις μου από τη χώρα, μου συστήθηκε ως εργαζόμενος του κρατικού αερομεταφορέα Yemenia. Καθώς με αποχαιρετούσε μου απηύθυνε μια πρόσκληση που θα θυμάμαι όσο ζω: «Θα ήταν χαρά αλλά και τιμή μου να έρθετε για φαγητό στο σπίτι μου».
Κοκκάλωσα, σχεδόν βούρκωσα από την ανεπιτήδευτη ευγένεια και την φιλοξενία αυτού του ανθρώπου. Δεν υπήρχε για μας καλύτερο δώρο μόλις μια μέρα πριν την αναχώρησή μας.
Το σπιτικό του ήταν μιας δρασκελιάς δρόμος από το ξενοδοχείο μας.
Στο χαμέ καθιστικό αράξαμε πάνω στα χαλιά μαζί με τους άντρες και τα παιδιά του σογιού που είχε προσκαλέσει προς τιμήν μας. Οι περισσότεροι τους ευγενέστατοι καλλιεργημένοι άνθρωποι κάτι που αποδεικνυόταν από το καλό επίπεδο της αγγλικής γλώσσας που μιλούσαν.
Τα πλούσια εδέσματα έκαναν τη εμφάνισή τους πάνω σε τεράστια ταψιά. Οι κυράδες του σπιτιού αόρατες. Μόνο ένα γυναικείο χέρι ανασήκωνε το μπερντέ παραδίδοντας στους άντρες το φαγητό. Δεν είναι κοινωνικά πρέπον να συγχρωτιστείς με μια γυναίκα αν δεν το επιτρέψει ο σύζυγος.
Μετά το πλούσιο γεύμα, μετακινηθήκαμε στο mafraj όπου απλωθήκαμε στις μαξιλάρες, μας σερβίρισαν τσάι και ξεκινήσαμε μια χαλαρή κουβέντα. Μόνο που ένας ξάδελφος που μασούσε κατ μας προέκυψε λίγο εριστικός. Κοιτώντας μας με μισό μάτι έφερε την κουβέντα στο Ισλαμ επιζητώντας την αντιπαράθεση. Συνετά καταφέραμε να αποφύγουμε το σκόπελο παραθέτοντας απλά τις απόψεις μας γιατί και άθεοι να δηλώναμε για ν’αποφύγουμε παντελώς τη κουβέντα μάλλον θα χειροτέρευε τα πράγματα. Ήταν έτοιμος για προσηλυτισμό. Δεν μπορώ δε να σκεφτώ τι θα συνέβαινε αν ξυπνούσε ο Homo Οrthodoxus Ellinarus μέσα μου. Τζιχάντ!
Ο οικοδεσπότης, ο μόνος που δεν μασούλαγε κατ, παρέμενε σιωπηλός. Συναισθανόμενος την αμηχανία μας, μιλώντας ανέλπιστα τη φωνή της λογικής με μια ολύμπια ηρεμία στη φωνή του, έβαλε χέρι στον ξάδελφο: «Οι καλεσμένοι μας δεν είναι μουσουλμάνοι, ας τους σεβαστούμε. Δεν κρίνω σκόπιμο να συνεχιστεί άλλο αυτή η κουβέντα»
Τους αποχαιρετήσαμε όλους και στην εξώθυρα έσφιξα στην αγκαλιά μου κι ευχαρίστησα τον οικοδεσπότη κοιτώντας τον βουρκωμένος.
Για την καλή του τη καρδιά, την ανεπιτήδευτη ευγένεια, τη φιλοξενία, την γλυκύτητα, τη σύνεση...
Εκεί ο μπαρμπα Πάνος σταμάτησε την αφήγησή του απότομα.
Αναλογίστηκε τη πολύπαθη ιστορία της Υεμένης.
"Τι να κάνει άραγες εκείνη η φιλόξενη ψυχή; Ζεί ακόμα στη πόλη του ή εξαθλιωμένος σ’ενα κοντέινερ σε κάποια γη της επαγγελίας;" αναρωτήθηκε φωναχτά και χάθηκε στις σκέψεις του.
"Τι να κάνουν άραγες κείνα τα παιδιά; Πρόλαβαν να παίξουν ή τους βάλαν στα χέρια καλάσνικοφ και τα’μαθαν να μισούν και να σκοτώνουν;"
Ένοιωσε ένα κόμπο να τον πνίγει και δάκρυα να του γεμίζουν μ’αλμύρα το στόμα.
Συγχωρέστε τον. Είναι γέρος κι οι γέροι είναι ευσυγκίνητοι και δακρύζουν εύκολα.
Μπρος στα μάτια του αίφνης ζωντάνεψε ένα τσουνάμι από εικόνες ζοφερές: εωσφόροι δήμιοι στο όνομα Θεών ή εθνών, εξαθλιωμένοι μετανάστες, ανέλπιδα θύματα επιδημιών, άριοι πατριδοκάπηλοι και πολιτικοί κομπορήμμονες, οσφυοκάμπτες επαίτες.
Μιλιούνια με μίσος, απελπισία ή αλαζονεία ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους. Μα ακόμα χειρότερα με φόβο. Κι ο φόβος ήξερε ο μπαρμπα Πάνος πως είχε πάντα μέλλον.
Ο κόσμος ποτέ δεν θα ήταν ίδιος μ’εκείνον που κάποτε γνώρισε.
Αυτό τον πόνεσε πολύ. Κι ο πόνος της ψυχής είναι πιο δυνατός κι απ’αυτόν της σάρκας!
Ξαφνικά αισθάνθηκε πολύ κουρασμένος για να συνεχίσει την ιστορία του. Άλλωστε τα είχε πεί σχεδόν όλα. Δεν άντεχε το γέρικο μυαλό κι η καρδιά του. Δεν είναι τα γεράματα για συγκινήσεις.
Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε να βυθίζεται στο τραγουδιστό κάλεσμα του Μορφέα.
Τα παιδιά νυχοπατώντας βγήκαν απ’το δωμάτιο κι εγώ, έσκυψα και τον σκέπασα με τη κουβερτούλα του.
Φίλησα απαλά τα χέρια του, χάιδεψα τρυφερά το πρόσωπο του και του ψιθύρισα συνομωτικά στ’αυτί:
«Όνειρα γλυκά παραμυθά μου. Γαλήνεψε κι ονειρέψου τον κόσμο όπως τον αγάπησες. Τον Κόσμο, Τον Μικρό, Τον Μέγα...»
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Το ακόλουθο βίντεο είναι αφιερωμένο στα παιδιά της Υεμένης. Το επιμελήθηκε ο snapper, τον οποίο κι ευχαριστώ από καρδιάς για τις όμορφες φωτογραφίες που τράβηξε και έτσι μπόρεσε να οπτικοποιηθεί το παραμύθι του μπαρμπα Πάνου.
Ο μπαρμπα Πάνος χαμογέλασε σαν θυμήθηκε.
H επιστροφή από το Wadi Hadramawt στη Sana’a ήταν μέσω της ερήμου Ramlat as-Sab’atayn. 600 χλμ και βάλε. Μόνο που η διαδρομή αυτή ήταν στο μυαλό μας συνώνυμη του τρόμου. Στο κομμάτι αυτό είχαν συμβεί οι περισσότερες απαγωγές τουριστών.
Αδύνατον να μπορέσω να χαλαρώσω και να απολαύσω τις εικόνες της ερήμου.
Κάστρα που καταρρέουν στο χρόνο, μοναχικές κορφές, καμήλες...
Μετά από (αισίως) απροβλημάτιστα μονότονα 400 χλμ φτάσαμε στη Marib.
Σκονισμένη, παρακμιακή, με μια ένταση να πλανάται, θέλει κόπο να φανταστείς ότι εκεί άνθισε ένας σπουδαίος πολιτισμός. Ήταν η κοιτίδα του βασιλείου του Σαβά.
Το Arsh Bilqis είναι αρχαιολογικός χώρος με ιστορία 4 χιλιετιών. Χτίστηκε το 2000 πΧ και ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του φεγγαριού. Οι κολώνες που παραμένουν ως σήμερα όρθιες είναι το σήμα κατατεθέν του χώρου.
Ένας στρατιώτης έστεκε φύλακας στην είσοδο και μας συνόδεψε στην σύντομη περιήγησή μας. Πάλι αναρωτήθηκα: «Μα σφάζονται πια εδώ κι έχω συνοδό που οπλοφορεί;». Κέρασα τον μοναχικό στρατιώτη ένα τσιγάρο, χαλαρώσαμε όλοι μαζί στη σκιά ενός δέντρου μέσα στο μεσημέρι κι αμέσως κινήσαμε για το κέντρο της πόλης.
Σκιαχτήκαμε εκεί στη Μarib, να το κρύψω; Τα πρόσωπα ήτανε βλοσυρά και κάθε ώμος κουβάλαγε κι από ένα καλάσνικοφ. Σιωπηλοί κι αμήχανοι τσιμπήσαμε γρήγορα στα υπαίθρια τραπέζια ενός εστιατόριου τριγυρισμένοι από οπλοφόρους. Ούτε σκέψη να βγάλουμε τις φωτογραφικές μηχανές. Ανακουφισμένοι πήραμε το δρόμο επιστροφής για τη Sana’a.
Οι μέρες που απέμειναν στη Sana’a ήταν χαλαρές. Περπατήσαμε πάλι γνωστά σοκάκια, χαθήκαμε στα σουκ και κάναμε γνωριμίες. Οι αλλοδαποί ήταν λιγοστοί κι εύκολα τους διέκρινες. Δεν ήταν δύσκολο για ένα γάλλο φοιτητή αραβικής γλώσσας, κοκκαλιάρη με μύτη σαν ράμφος πτηνού, να μας εντοπίσει και να μας πιάσει τη κουβέντα.
Το θέμα των ημερών ήταν τα προσβλητικά για τους μουσουλμάνους σκιτσάκια που είχαν εκδοθεί σε δανέζικη εφημερίδα. Οι ιμάμηδες εξαπέλυαν πύρινους λόγους και μοιράζανε φυλλάδια έξω από τα τζαμιά μετά τη προσευχή της Παρασκευής. Κάποιοι ξένοι, ξανθοί γαλανομάτηδες, έδειχναν πανικόβλητοι. Ενσάρκωναν τους βλάσφημους σταυροφόρους κι αγωνιούσαν για την ακεραιότητά τους. Εμείς πάλι χαλαροί, αποδεχθήκαμε την πρόσκληση του γάλλου να τον συνοδεύσουμε για μια ξεχωριστή εμπειρία σ’ένα παραδοσιακό χαμάμ της πόλης.
Χωρίς κάποιο διακριτικό, με μια σκάλα που έδειχνε να σε οδηγεί σε σκοτεινά καταγώγια, αμφιβάλλω αν θα είχαμε ποτέ την διορατικότητα ή το σθένος να τρυπώσουμε μόνοι μας σ’εκείνο το υπόγειο χαμάμ. Είμασταν οι μοναδικοί 3 πελάτες με άλλα τρία άτομα προσωπικό, όλοι νέα παλληκαράκια με χαμογελαστά πρόσωπα.
Ο γάλλος εξοικειωμένος με το χώρο, ήταν αδιαπραγμάτευτος. Το πάτωμα πλύθηκε και τρίφτηκε γερά με μπόλικο απορρυπαντικό, πριν ξαπλώσουμε τα ημίγυμνα κορμιά μας πάνω στις παμπάλαιες πέτρες. Αφού μου πασάρανε τον πιο κακορίζικο εκ των μασέρ, ξεκίνησε η ιεροτελεστία του χαμαμ: πλύσιμο, τρίψιμο, χαλάρωση στα ζεστά πατώματα. Παρά τη δυσκολία στη συνεννόηση, οι νεαροί έδειχναν μονίμως χαρούμενοι κι ήταν ομιλητικοί και φιλικότατοι.
Όλα κυλούσαν σε μια χαλαρή ατμόσφαιρα ώσπου ξαφνικά... επήλθε το απόλυτο σκότος. Μπλάκ άουτ. Τα παλληκάρια ξεκαρδισμένα από τα γέλια και μέσα στην αναμπουμπούλα της στιγμής, βρήκαν την λύση. Έψαξαν, βρήκαν κι άναψαν κεριά. Και γεννήθηκε η στιγμή, η μικρή σχεδόν μυστηριακή στιγμή που είναι αδύνατον να σβηστεί από τη μνήμη μου όσα χρόνια κι αν περάσουν. Το χλωμό φως των κεριών να τρεμοπαίζει αντανακλώντας τις σκιές μας πάνω στους τοίχους και το πέτρινο υγρό δάπεδο σ’ένα παμπάλαιο ανατολίτικο χαμάμ στην Sana’a. Μαγεία!
Ο μπαρμπα Πάνος σταμάτησε τη διήγησή του και φάνηκε να χάνεται για λίγο στις θύμησες που ζωντάνευαν νοσταλγικά σαν ταινία μπροστά στα μάτια του.
Οι γνωριμίες μας όμως επεφύλασσαν και τα καλύτερα.
Ρεμβάζοντας ένα μεσημεράκι έξω από το ξενοδοχείο πίνοντας το τσάι μου, με πλησίασε διακριτικά ένας άνδρας, μια ευγενική φυσιογνωμία, ντυμένος τη παραδοσιακή φορεσιά της Υεμένης. Μετά από συζήτηση περί ανέμων και υδάτων και για τις εντυπώσεις μου από τη χώρα, μου συστήθηκε ως εργαζόμενος του κρατικού αερομεταφορέα Yemenia. Καθώς με αποχαιρετούσε μου απηύθυνε μια πρόσκληση που θα θυμάμαι όσο ζω: «Θα ήταν χαρά αλλά και τιμή μου να έρθετε για φαγητό στο σπίτι μου».
Κοκκάλωσα, σχεδόν βούρκωσα από την ανεπιτήδευτη ευγένεια και την φιλοξενία αυτού του ανθρώπου. Δεν υπήρχε για μας καλύτερο δώρο μόλις μια μέρα πριν την αναχώρησή μας.
Το σπιτικό του ήταν μιας δρασκελιάς δρόμος από το ξενοδοχείο μας.
Στο χαμέ καθιστικό αράξαμε πάνω στα χαλιά μαζί με τους άντρες και τα παιδιά του σογιού που είχε προσκαλέσει προς τιμήν μας. Οι περισσότεροι τους ευγενέστατοι καλλιεργημένοι άνθρωποι κάτι που αποδεικνυόταν από το καλό επίπεδο της αγγλικής γλώσσας που μιλούσαν.
Τα πλούσια εδέσματα έκαναν τη εμφάνισή τους πάνω σε τεράστια ταψιά. Οι κυράδες του σπιτιού αόρατες. Μόνο ένα γυναικείο χέρι ανασήκωνε το μπερντέ παραδίδοντας στους άντρες το φαγητό. Δεν είναι κοινωνικά πρέπον να συγχρωτιστείς με μια γυναίκα αν δεν το επιτρέψει ο σύζυγος.
Μετά το πλούσιο γεύμα, μετακινηθήκαμε στο mafraj όπου απλωθήκαμε στις μαξιλάρες, μας σερβίρισαν τσάι και ξεκινήσαμε μια χαλαρή κουβέντα. Μόνο που ένας ξάδελφος που μασούσε κατ μας προέκυψε λίγο εριστικός. Κοιτώντας μας με μισό μάτι έφερε την κουβέντα στο Ισλαμ επιζητώντας την αντιπαράθεση. Συνετά καταφέραμε να αποφύγουμε το σκόπελο παραθέτοντας απλά τις απόψεις μας γιατί και άθεοι να δηλώναμε για ν’αποφύγουμε παντελώς τη κουβέντα μάλλον θα χειροτέρευε τα πράγματα. Ήταν έτοιμος για προσηλυτισμό. Δεν μπορώ δε να σκεφτώ τι θα συνέβαινε αν ξυπνούσε ο Homo Οrthodoxus Ellinarus μέσα μου. Τζιχάντ!
Ο οικοδεσπότης, ο μόνος που δεν μασούλαγε κατ, παρέμενε σιωπηλός. Συναισθανόμενος την αμηχανία μας, μιλώντας ανέλπιστα τη φωνή της λογικής με μια ολύμπια ηρεμία στη φωνή του, έβαλε χέρι στον ξάδελφο: «Οι καλεσμένοι μας δεν είναι μουσουλμάνοι, ας τους σεβαστούμε. Δεν κρίνω σκόπιμο να συνεχιστεί άλλο αυτή η κουβέντα»
Τους αποχαιρετήσαμε όλους και στην εξώθυρα έσφιξα στην αγκαλιά μου κι ευχαρίστησα τον οικοδεσπότη κοιτώντας τον βουρκωμένος.
Για την καλή του τη καρδιά, την ανεπιτήδευτη ευγένεια, τη φιλοξενία, την γλυκύτητα, τη σύνεση...
Εκεί ο μπαρμπα Πάνος σταμάτησε την αφήγησή του απότομα.
Αναλογίστηκε τη πολύπαθη ιστορία της Υεμένης.
"Τι να κάνει άραγες εκείνη η φιλόξενη ψυχή; Ζεί ακόμα στη πόλη του ή εξαθλιωμένος σ’ενα κοντέινερ σε κάποια γη της επαγγελίας;" αναρωτήθηκε φωναχτά και χάθηκε στις σκέψεις του.
"Τι να κάνουν άραγες κείνα τα παιδιά; Πρόλαβαν να παίξουν ή τους βάλαν στα χέρια καλάσνικοφ και τα’μαθαν να μισούν και να σκοτώνουν;"
Ένοιωσε ένα κόμπο να τον πνίγει και δάκρυα να του γεμίζουν μ’αλμύρα το στόμα.
Συγχωρέστε τον. Είναι γέρος κι οι γέροι είναι ευσυγκίνητοι και δακρύζουν εύκολα.
Μπρος στα μάτια του αίφνης ζωντάνεψε ένα τσουνάμι από εικόνες ζοφερές: εωσφόροι δήμιοι στο όνομα Θεών ή εθνών, εξαθλιωμένοι μετανάστες, ανέλπιδα θύματα επιδημιών, άριοι πατριδοκάπηλοι και πολιτικοί κομπορήμμονες, οσφυοκάμπτες επαίτες.
Μιλιούνια με μίσος, απελπισία ή αλαζονεία ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους. Μα ακόμα χειρότερα με φόβο. Κι ο φόβος ήξερε ο μπαρμπα Πάνος πως είχε πάντα μέλλον.
Ο κόσμος ποτέ δεν θα ήταν ίδιος μ’εκείνον που κάποτε γνώρισε.
Αυτό τον πόνεσε πολύ. Κι ο πόνος της ψυχής είναι πιο δυνατός κι απ’αυτόν της σάρκας!
Ξαφνικά αισθάνθηκε πολύ κουρασμένος για να συνεχίσει την ιστορία του. Άλλωστε τα είχε πεί σχεδόν όλα. Δεν άντεχε το γέρικο μυαλό κι η καρδιά του. Δεν είναι τα γεράματα για συγκινήσεις.
Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε να βυθίζεται στο τραγουδιστό κάλεσμα του Μορφέα.
Τα παιδιά νυχοπατώντας βγήκαν απ’το δωμάτιο κι εγώ, έσκυψα και τον σκέπασα με τη κουβερτούλα του.
Φίλησα απαλά τα χέρια του, χάιδεψα τρυφερά το πρόσωπο του και του ψιθύρισα συνομωτικά στ’αυτί:
«Όνειρα γλυκά παραμυθά μου. Γαλήνεψε κι ονειρέψου τον κόσμο όπως τον αγάπησες. Τον Κόσμο, Τον Μικρό, Τον Μέγα...»
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Το ακόλουθο βίντεο είναι αφιερωμένο στα παιδιά της Υεμένης. Το επιμελήθηκε ο snapper, τον οποίο κι ευχαριστώ από καρδιάς για τις όμορφες φωτογραφίες που τράβηξε και έτσι μπόρεσε να οπτικοποιηθεί το παραμύθι του μπαρμπα Πάνου.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Σαν γράφονταν τούτες οι γραμμές (Μάρτης 2015) η Υεμένη είναι μια τριχοτομημένη χώρα.
Τη πρωτεύουσα Sana’a έχουν καταλάβει σιίτες αντάρτες Ηouthi από το βορρά, προς τεράστια δυσαρέσκεια του σουννιτικού πληθυσμού και κυρίως των μεγαλογειτόνων τους, ουαχαμπιστών σαουδαράβων. Οι Houthi αντιπαλεύονται την Σαουδική Αραβία και τον σύμμαχό τους τις ΗΠΑ , οι δε κατηγορούν το Ιράν για πατρονάρισμα.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας (απ’αυτούς που πετυχαίνουν ρεκόρ 99.8% στις εκλογές) και εκλεκτός της Δύσης, μετά από κατ’οίκον περιορισμό, την έκανε στα κλεφτά για το Aden.
Οι ξένες πρεσβείες εκκενώθηκαν.
Η χώρα ταλανίζεται ανάμεσα σε αντιμαχόμενες φατρίες και κατά περιοχές λειτουργεί ως παράρτημα της Al Qaeda (την δόξα της οποίας εποφθαλμιά η ISIS με ό,τι αυτό συνεπάγεται).
Η Υεμένη του μπαρμπα Πάνου φαίνεται να βαδίζει νομοτελειακά στο διαμελισμό.
Σαν γράφονταν τούτες οι γραμμές (Μάρτης 2015) η Υεμένη είναι μια τριχοτομημένη χώρα.
Τη πρωτεύουσα Sana’a έχουν καταλάβει σιίτες αντάρτες Ηouthi από το βορρά, προς τεράστια δυσαρέσκεια του σουννιτικού πληθυσμού και κυρίως των μεγαλογειτόνων τους, ουαχαμπιστών σαουδαράβων. Οι Houthi αντιπαλεύονται την Σαουδική Αραβία και τον σύμμαχό τους τις ΗΠΑ , οι δε κατηγορούν το Ιράν για πατρονάρισμα.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας (απ’αυτούς που πετυχαίνουν ρεκόρ 99.8% στις εκλογές) και εκλεκτός της Δύσης, μετά από κατ’οίκον περιορισμό, την έκανε στα κλεφτά για το Aden.
Οι ξένες πρεσβείες εκκενώθηκαν.
Η χώρα ταλανίζεται ανάμεσα σε αντιμαχόμενες φατρίες και κατά περιοχές λειτουργεί ως παράρτημα της Al Qaeda (την δόξα της οποίας εποφθαλμιά η ISIS με ό,τι αυτό συνεπάγεται).
Η Υεμένη του μπαρμπα Πάνου φαίνεται να βαδίζει νομοτελειακά στο διαμελισμό.
Last edited: