travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
28 Δεκεμβρίου 2016, Τετάρτη, Μέκελε
Τώρα είμαστε στο ξενοδοχείο μας στο Μέκελε και ξεκουραζόμαστε μετά από ένα πολύ εντατικό και κουραστικό τριήμερο. Είχαμε πάει στο ιδιαίτερο μέρος του ταξιδιού μας, δηλαδή στο ηφαίστειο Ert Ale και στη λίμνη με το αλάτι. Είναι συγκεχυμένες οι ονομασίες της περιοχής και ενώ ψάχνω στο διαδίκτυο δεν είμαι σίγουρος για όλα τα ονόματα, ειδικά των λιμνών. Οι μέρες αυτές ξεκίνησαν με την αναχώρησή μας το πρωί της προηγούμενης Δευτέρας από το Μέκελε.
Το πρωί της προηγούμενης Δευτέρας και ενώ είχαμε ξυπνήσει νωρίς, η αναχώρηση μας καθυστέρησε αρκετά. Το πρόβλημα ήταν ότι ο οδηγός μας έπρεπε να βρει ένα καινούριο αυτοκίνητο από τοπικό πρακτορείο για να μας συνοδεύσει. Το αυτοκίνητο που θα μας συνόδευε, του δικού μας πρακτορείου, χάλασε στη διαδρομή μέχρι να έρθει στο Μέκελε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μας συνοδεύσει τελικά ένα άλλο. Το δεύτερο όχημα είναι απαραίτητο γιατί χρειάζεται πολλές φορές να φορτώσει κάποιους επιπλέον ανθρώπους (θα τα πούμε στη συνέχεια). Επί πλέον μεταφέρει τον μάγειρα, αφού εκεί που πηγαίνουμε δεν έχει εστιατόρια και μέρος για να φας. Επίσης είναι φορτωμένο με διάφορα είδη για να βοηθήσουν τη διαμονή μας σε άγονες περιοχές. Τελικά ξεκινήσαμε μετά τις 10 το πρωί και βέβαια το αποτέλεσμα ήταν να φτάσουμε στον προορισμό μας αρκετά αργά, τουλάχιστον 2 ώρες πιο αργά από ό,τι θα έπρεπε.
Το πρωί που θα φεύγαμε λοιπόν για το ηφαίστειο από το Μέκελε, είχαμε δυο-τρεις ώρες καιρό για να δούμε την πόλη. Έτσι αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε μόνοι μας μια βόλτα στην πόλη. Είχαμε δει (από την Αθήνα στο ίντερνετ) μερικά σημεία που άξιζαν την επίσκεψή μας. Ρωτώ στη ρεσεψιόν για ταξί και με στέλνει σε έναν τύπο με γραβάτα που θα μας οργάνωνε τη βόλτα. Μας ζήτησε 1500 μπιρ (το τοπικό νόμισμα, που στο περίπου 100 μπιρ είναι 4,2 ευρώ). Φυσικά δεν πήγαμε με αυτόν. Έξω από το ξενοδοχείο υπήρχαν αρκετά τουκ-τουκ και πήραμε ένα να μας πάει στο martyrs monument. Μας είπε ότι κατάλαβε. Μας πήγε αλλού γι αλλού. Τελικά ρωτά κάποιον και του λέει που είναι. Ούτε αυτός όμως ήξερε και ο οδηγός μας πήγε κάπου άσχετα. Μας λέει τελικά ότι θα μας κάνει βόλτα για μια ώρα στην πόλη με 300 μπιρ. Λέμε εντάξει. Στο δρόμο το τουκ τουκ φάνηκε ότι είχε μηχανικό πρόβλημα. Κάποια στιγμή σβήνει και το σπρώξαμε για να πάρει μπρος. Αυτό έγινε κι άλλες φορές σε μια ώρα και σαράντα λεπτά που κάναμε βόλτα.
Ήταν ωραία πάντως γιατί μας πήγε στην παλιά αγορά και ήταν απίθανα. Μετά είδαμε από μακριά το μνημείο που ψάχναμε. Του το δείξαμε και μας πήγε. Ήταν σε ένα λόφο και είχε και μουσείο. Είχε ενδιαφέρον.
Εικόνες από το Μέκελε:
Τελικά του λέμε να μας πάει στο ξενοδοχείο αλλά το τουκ-τουκ έσβησε και δεν έπαιρνε μπροστά με τίποτα. Ήταν 20 λεπτά με τα πόδια από το ξενοδοχείο μας. Έβγαλε εργαλεία να το φτιάξει και όταν του ζητήσαμε να πληρώσουμε γιατί βιαζόμασταν, ήθελε 600 μπιρ για δυο ώρες υποτίθεται. Παρά τις διαμαρτυρίες μου δεν έκανε πίσω και οι υπόλοιποι της παρέας υποχώρησαν για να τελειώνουμε. Τελικά του δώσαμε τα 600 μπιρ και φτάσαμε στο ξενοδοχείο με τα πόδια.
Τέλος πάντων, πήραμε τον δρόμο, ο οποίος αρχικά ήταν καλός, για το ηφαίστειο. Στο δρόμο συναντήσαμε και το δεύτερο αυτοκίνητο που θα μας συνόδευε. Ήταν σε αυτό ο οδηγός του και ο μάγειρας που θα μας μαγείρευε όλο αυτό το τριήμερο. Η διαδρομή είχε ενδιαφέρον και τραβούσαμε φωτογραφίες.
Εδώ όλοι τρέχουν όσο μπορούν:
Κάποια στιγμή (μετά από 2-3 ώρες στο χαλαρό) ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος τέλειωνε και πηγαίναμε σε χωματόδρομο. Εκεί τα πράγματα άρχισαν να γίνονται λίγο δύσκολα: ο χωματόδρομος σε πολλά σημεία είχε άμμο και ήταν επικίνδυνο να κολλήσει το τζιπ. Σε αυτούς τους δρόμους δεν υπάρχει περίπτωση να πάει ένα κανονικό Ι.Χ. αυτοκίνητο. Ο δικός μας οδηγός και ο οδηγός του άλλου τζιπ συναγωνίζονταν στο τρέξιμο όμως εμείς φάγαμε το μεγάλο καταχτύπημα. Τέλος πάντων, φτάσαμε μετά από μιάμιση ώρα σε ένα χωριό μουσουλμάνων. Από κει θα παίρναμε έναν συνοδό αστυνομικό για να μας προστατεύει (και εγώ δεν ξέρω από τι) στην πορεία που θα κάναμε μέχρι το ηφαίστειο.
Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι όλη η εκδρομή καθημερινά είχε πολλή σκόνη από τους χωματόδρομους. Κάθε μέρα κάναμε κάποια χιλιόμετρα στο χώμα και είναι ίσως η μόνη εκδρομή-ταξίδι που κάνω καθημερνά μπάνιο το βράδυ ανεξαιρέτως.
Το χωριό αυτό ήταν ένα γεμάτο από μικρά σπιτάκια-παράγκες. Ουσιαστικά ήταν καλύβες χτισμένες με καλάμια και ξύλα και έμεναν μαζί άνθρωποι και ζώα. Νομίζω το βλέπω πρώτη φορά αυτό.
Το χωριό:
Μέχρι να τακτοποιήσει τα διαδικαστικά θέματα ο οδηγός μας εκεί, εμάς μας είπαν και καθίσαμε σε ένα καφενείο. Οι καρέκλες ήταν από καφάσια με αναψυκτικά. Το ίδιο και τα τραπέζια (σικ!). Μπύρες δεν υπήρχαν γιατί είναι μουσουλμάνοι. Για να τα βάλουν εκεί που καθίσαμε, πρώτα έδιωξαν τρία-τέσσερα κατσίκια. Βολευτήκαμε τελικά και καθίσαμε στη σκιά. Δοκιμάσαμε ένα καφέ, ήπιαμε πολύ λίγο. Δεν μπορούσαμε να βγάλουμε και φωτογραφίες γιατί οι μουσουλμάνοι αυτό δεν το δέχονται, μόνο στα κρυφά ή αν τους πληρώσεις (τότε δεν είναι αμαρτία).
Ο οδηγός μας είχε πει ότι αρκετές φορές τελειώνει τις διαδικασίες σε 20 λεπτά, αλλά υπάρχουν και άλλες φορές που χρειάζονται και 2, 3 ώρες να περιμένει μέχρι να πληρώσει και να πάρει και το συνοδό αστυνομικό που τελικά δεν ήταν ένας αλλά τρεις: ένας ο οποίος φορούσε στρατιωτική στολή, φαινόταν φαντάρος, ένας άλλος με την στολή των κατοίκων της περιοχής που και αυτός κρατούσε όπλο, όπως και ο φαντάρος, και ένας ιχνηλάτης με κανονικά ρούχα του τόπου (χωρίς όπλο αυτός).
Ο οδηγός μας, μας είπε επίσης το εξής: πήγε να πληρώσει τον αρμόδιο άνθρωπο του χωριού και του είπε εκείνος: ελάτε (με εμάς τους τουρίστες εννοούσε) να καθίσετε να φάμε. Ο οδηγός μας του λέει ότι φυσικά δεν θα καθίσουμε, ούτε αυτός ούτε κι εμείς. Όμως ο φύλαρχος του είπε ότι πρέπει να πληρώσει έτσι κι αλλιώς 500 μπιρ, δηλαδή περίπου 22 €, για το φαγητό που δεν φάγαμε.
Αυτά και άλλα πολλά γίνονται εδώ σ' αυτό το μέρος, που όλοι ζητάνε χρήματα ή προσπαθούν να βρουν κάποια δικαιολογία για να σου αποσπάσουν οποιοδήποτε ποσόν. Αυτό το είδαμε κι εμείς πολλές φορές. Για παράδειγμα, το απόγευμα που πηγαίναμε σε εκείνη την ερημική περιοχή στον ασφαλτόδρομο στην περιοχή των Αφάρ (που θεωρούνται άγριοι και απρόβλεπτοι) σταματήσαμε για να βγάλουμε φωτογραφίες ένα χωριό τους αφού το είχαμε προσπεράσει. Μέχρι να ξεκινήσουμε να τραβάμε βίντεο και φωτογραφίες, πριν προλάβουμε καλά-καλά να αρχίσουμε τις φωτογραφίες, ήρθαν τρέχοντας δυο αγριεμένοι κάτοικοι του χωριού οι οποίοι μας ζητούσαν επιμόνως 500 μπιρ. Θεωρητικά το κάνουν αυτό, αλλά ζητούσαν πολλά χρήματα. Ο λόγος ήταν ότι τραβούσαμε φωτογραφίες στο χωριό τους. Αυτοί δεν ήθελαν να τους τραβάμε. Για να ικανοποιηθούν ήθελαν μια αποζημίωση. Τελικά ο οδηγός το παζάρεψε, τους δώσαμε μόνο 200. Όλοι θα τη θυμόμαστε για πολύ καιρό αυτή τη φάση με τους δύο τρελαμένους νέους που ανήκουν στην φυλή των Αφάρ. Είναι τύποι που με την παραμικρή αφορμή που θα τους δώσεις εκβιάζουν αμοιβή.
Από το χωριό εκείνο που πήραμε τους συνοδούς μας, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο όπου θα ξεκινούσαμε τον ποδαρόδρομο για το ηφαίστειο, η απόσταση είναι μόνο γύρω στα 10-12 χιλιόμετρα, αλλά είναι τόσο κακός ο δρόμος που τα τζιπ χρειάστηκαν πάνω από μία ώρα για να τη διανύσουν. Η διαδρομή αυτή δεν συνίσταται για ανθρώπους που έχουν πρόβλημα με τη μέση τους. Γενικά είναι πολύ ανώμαλος και κινδύνευε ακόμα και το κεφάλι μας να συγκρουστεί με το κεφάλι του διπλανού μας μέσα στο αυτοκίνητο.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά καθυστερήσαμε την άφιξή μας στον τελικό προορισμό που θα φτάναμε με το αυτοκίνητο. Φτάσαμε ακριβώς την ώρα που βραδιάζει, δηλαδή κατά τις έξι και κάτι, και μετά έπρεπε να αρχίσουμε τον ποδαρόδρομο.
Αργότερα, συζητώντας με την παρέα, λέγαμε ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο ο ποδαρόδρομος μέχρι να ανέβουμε στο ηφαίστειο, αλλά οι κακοί δρόμοι μέχρι να φτάσεις εκεί που ξεκινάει ο ποδαρόδρομος. Πραγματικά είναι πολύ επικίνδυνο για την μέση του καθενός.
Τελικά σε εκείνο το μέρος όχι μόνο φτάσαμε αργά, αλλά μέχρι να τακτοποιήσουμε τα πράγματα μας είχε περάσει η ώρα και εννοείται είχε πέσει βαθύ σκοτάδι. Αυτή την εποχή μάλιστα δεν έχει καθόλου φεγγάρι και έτσι ήμασταν αναγκασμένοι να κάνουμε όλη τη διαδρομή μέσα στη νύχτα. Συνήθως ξεκινάνε 1-2 ώρες πριν νυχτώσει για να μην κάνει και πολύ ζέστη και κάνουν και μια-δυο ώρες ποδαρόδρομο μέσα στο σκοτάδι μέχρι να φτάσουν εκεί που είναι η κατασκήνωση για το ηφαίστειο. Εμείς την απόσταση την καλύψαμε μέσα σε 3 ώρες και 10 λεπτά. Θεωρώ ότι πηγαίναμε πάρα πολύ γρήγορα, διότι κουραστήκαμε αρκετά. Εάν όμως είχαμε φθάσει νωρίτερα εκεί που αφήσαμε τα τζιπ θα προχωρούσαμε λίγο πιο αργά και δεν θα ήταν τόσο κουραστικό. Στη διαδρομή κάναμε τέσσερις στάσεις των δέκα λεπτών. Όταν ρώτησα τον οδηγό μου είπε ότι η απόσταση είναι πάνω από 15 χιλιόμετρα. Εγώ πιστεύω ότι δεν είναι τόσα πολλά, ίσως είναι μονάχα μέχρι τα 12. Διαβάζοντας διάφορες ιστοσελίδες έχω δει ότι λένε ότι έχει περπάτημα τέσσερις ώρες, και όχι μόνο τρεις.
Επειδή τώρα τελευταία είχα κάποια προβλήματα με το αριστερό μου πόδι, είχα αγοράσει δύο αλουμινένια μπαστούνια και τα κρατούσα μαζί. Πιστεύω ότι με βοήθησαν πάρα πολύ γιατί δεν με πόνεσε καθόλου το πόδι αυτό. Επίσης είχαμε μαζί μας φακούς κεφαλής, ώστε να βλέπουμε καλύτερα και να μη χρειάζεται να κρατάμε στο χέρι κάτι. Είχαμε όμως τα σακίδιά μας στην πλάτη. Είχα ακούσει ότι θα ήταν μαζί μας και κάποιες καμήλες για να κουβαλούν τα πράγματα μας. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Κάποια πράγματα τα παίρνει μια καμήλα και τα μεταφέρει, αλλά ο οδηγός της καμήλας πηγαίνει πολύ γρήγορα και έτσι εμείς δεν τον βλέπουμε. Μάλιστα νόμιζα ότι αν κουραζόμασταν θα μπορούσαμε να καθίσουμε πάνω στη καμήλα, δίνοντας κάποια χρήματα, όμως εμείς ήμασταν μόνοι μας μόνο με τους συνοδούς και οι καμήλες πήγαιναν μόνες με τον οδηγό τους. Ίσως αν ξεκινούσαμε με το φως της μέρας να ήταν έτσι η κατάσταση.
Ευτυχώς δε συνέβη κάτι απρόοπτο και φτάσαμε στον προορισμό μας, που έχει υψομετρική διαφορά 680 μέτρα από το σημείο που αφήσαμε τα αυτοκίνητα και ήταν όλα μια χαρά. Όταν φτάσαμε καθίσαμε και φάγαμε λίγο φαγητό που είχε ετοιμάσει ο μάγειρας και το είχαν φορτώσει στην καμήλα. Ήταν μια μακαρονάδα με λίγο κρέας και μας φάνηκε νόστιμο εκείνη την ώρα που πεινούσαμε, διότι όλη μέρα δεν είχαμε φάει παρά μόνο το πρωινό στο ξενοδοχείο.
Εδώ μείναμε:
Η ώρα πια είχε περάσει τις 11 και έπρεπε να πάμε να δούμε και το ηφαίστειο. Συγκεκριμένα είναι μια λίμνη με λάβα. Όμως είχε μεγάλη δραστηριότητα την περίοδο αυτή και ήταν επικίνδυνο να πλησιάσει κάποιος κοντά, γι αυτό από απόσταση βλέπαμε τις εκρήξεις της λάβας και βγάζαμε φωτογραφίες και βίντεο. Γενικά ήταν ένα ωραίο θέαμα όμως όχι τόσο εντυπωσιακό όσο το περιμέναμε. Πιστεύαμε ότι δεν θα είχε δραστηριότητα και θα πηγαίναμε μέχρι εκεί που ήταν η λίμνη της λάβας και θα βλέπαμε στα 5-6 μέτρα από κάτω την λάβα.
Όμως και αυτό που βλέπαμε ήταν καταπληκτικό. Μείναμε εκεί μισή ώρα και μετά κατεβήκαμε σε 3 λεπτά (ήταν πολύ κοντά) στον καταυλισμό που θα κοιμόμασταν το βράδυ. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως αυτό που είδαμε, αν και από απόσταση περίπου 300 μέτρων να ήταν πιο ενδιαφέρον από την άλλη περίπτωση.
Ο καταυλισμός που μείναμε είναι ένα μέρος όπου έχει κάτι σαν μικρές καλύβες, χτισμένες με πέτρες και με ξύλινη σκεπή. Όταν λέω ξύλινη, εννοώ από κλαδιά δέντρων και μέσα είσαι προφυλαγμένος αν υπάρχει αέρας. Μερικές έχουν και ένα ψεύτικο νάιλον από πάνω. Εκεί μέσα έβαλαν δύο ράντζα (δε χωρούσε και περισσότερα) για να κοιμηθούμε και δίπλα σε ένα παρόμοιο χώρο έβαλαν άλλα δύο για τους φίλους μας. Οι συνοδοί μας και ο οδηγός κοιμήθηκαν αλλού.
Σε εκείνο το μέρος έχει πολλά τέτοια σπιτάκια, δηλαδή μπορεί να είναι και πάνω από 30. Δεν είχε όμως πολλούς επισκέπτες, μόνο μια δεκαριά γιαπωνέζους και 5, 6 άλλους τουρίστες.
Όταν ξάπλωσα για να κοιμηθώ η θερμοκρασία ήταν πολύ υψηλή και νόμιζα ότι αν κοιμηθώ απλά με τα ρούχα μου δε θα κρυώνω. Όμως το βράδυ ξύπνησα και αναγκαστικά φόρεσα το μπουφάν που κρατούσα και ένα άλλο παντελόνι.
Το πρωί σηκωθήκαμε από τις πέντε και πήγαμε πάλι για να δούμε το ηφαίστειο από το ίδιο σημείο με την προηγούμενη βραδιά. Ήταν πολύ όμορφο πάλι. Σιγά-σιγά άρχισε να φωτίζει η μέρα και το τοπίο άλλαζε. Βλέπαμε επιτέλους και το περιβάλλον. Μετά από λίγο, κατά τις 6:15, βγήκε και ο ήλιος.
Προσέξτε πόσο ψηλά βρίσκεται η λάβα:
Εδώ φαίνεται ο κυματισμός της λάβας (κάντε κλικ πάνω στη φωτογραφία):
Η Ανατολή:
Όμως για να μη μας πιάσει η ζέστη στο κατέβασμα, έπρεπε να φύγουμε νωρίς. Έτσι στις επτά φύγαμε όλοι μαζί πάλι και μέχρι τις 10 είχαμε φτάσει στο σημείο που είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητα.
Το «χωριό» που κοιμηθήκαμε:
Αρχίσαμε την αντίστροφη διαδρομή. Το μεγάλο καταχτύπι ξανάρχισε για όλους μας. Στο δρόμο μάλιστα κόλλησε στην άμμο το τζιπ με τους άλλους. Ο δικός μας οδηγός προσπάθησε να το τραβήξει αλλά τίποτα. Ευτυχώς μετά από 20 λεπτά, ίσως και παραπάνω, πέρασε μία ομάδα από 4, 5 τζιπ με γιαπωνέζους, οπότε ένα από αυτά βοήθησε την κατάσταση. Δυο τζιπ μαζί τον τράβηξαν και τον ελευθέρωσαν. Οι γιαπωνέζοι έσπευσαν να χειροκροτήσουν την επιτυχία.
Στη συνέχεια της διαδρομής δεν υπήρξε άλλο παρόμοιο απρόοπτο. Στο δρόμο σταματήσαμε σε μια μικρή πόλη σε ένα καφενείο όπου ο μάγειρας που είχαμε μας είχε ετοιμάσει φαγητό από το πρωί, που τον είχαμε αφήσει στον πρώτο καταυλισμό, και μας έφερε να φάμε. Ήταν ρύζι με κοτόπουλο.
Όμως η μεγάλη φάση είναι αυτά τα καφενεία που καθόμαστε και τρώμε. Οι άνθρωποι έχουν το καφενείο τους και εμείς πάμε και τρώμε το δικό μας φαγητό. Ο μάγειράς μας πηγαίνει μέσα στο καφενείο, παίρνει διάφορα πράγματα και κάνει τη δουλειά του. Φαντάζομαι θα τους πληρώνουν και κάτι. Βέβαια πολλοί περαστικοί κάθονται και μας κοιτάνε σα να είμαστε ούφο, γιατί τουλάχιστον εκεί δεν είδαμε όλη αυτή την ώρα κανέναν τουρίστα.
Ένα άλλο ιδιαίτερο που έχει εδώ είναι ότι στους δρόμους της επαρχίας δεν κυκλοφορεί σχεδόν κανένα Ι.Χ. αυτοκίνητο. Μονάχα μεγάλα φορτηγά που κάνουν μεταφορές και τζιπ για τον τουρισμό. Πάντως εμείς με την παρέα διασκεδάζουμε γενικά τις καταστάσεις που περνάμε, παρότι μερικές πορείες μας φαίνονται λίγο δύσκολες.
Τώρα είμαστε στο ξενοδοχείο μας στο Μέκελε και ξεκουραζόμαστε μετά από ένα πολύ εντατικό και κουραστικό τριήμερο. Είχαμε πάει στο ιδιαίτερο μέρος του ταξιδιού μας, δηλαδή στο ηφαίστειο Ert Ale και στη λίμνη με το αλάτι. Είναι συγκεχυμένες οι ονομασίες της περιοχής και ενώ ψάχνω στο διαδίκτυο δεν είμαι σίγουρος για όλα τα ονόματα, ειδικά των λιμνών. Οι μέρες αυτές ξεκίνησαν με την αναχώρησή μας το πρωί της προηγούμενης Δευτέρας από το Μέκελε.
Το πρωί της προηγούμενης Δευτέρας και ενώ είχαμε ξυπνήσει νωρίς, η αναχώρηση μας καθυστέρησε αρκετά. Το πρόβλημα ήταν ότι ο οδηγός μας έπρεπε να βρει ένα καινούριο αυτοκίνητο από τοπικό πρακτορείο για να μας συνοδεύσει. Το αυτοκίνητο που θα μας συνόδευε, του δικού μας πρακτορείου, χάλασε στη διαδρομή μέχρι να έρθει στο Μέκελε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μας συνοδεύσει τελικά ένα άλλο. Το δεύτερο όχημα είναι απαραίτητο γιατί χρειάζεται πολλές φορές να φορτώσει κάποιους επιπλέον ανθρώπους (θα τα πούμε στη συνέχεια). Επί πλέον μεταφέρει τον μάγειρα, αφού εκεί που πηγαίνουμε δεν έχει εστιατόρια και μέρος για να φας. Επίσης είναι φορτωμένο με διάφορα είδη για να βοηθήσουν τη διαμονή μας σε άγονες περιοχές. Τελικά ξεκινήσαμε μετά τις 10 το πρωί και βέβαια το αποτέλεσμα ήταν να φτάσουμε στον προορισμό μας αρκετά αργά, τουλάχιστον 2 ώρες πιο αργά από ό,τι θα έπρεπε.
Το πρωί που θα φεύγαμε λοιπόν για το ηφαίστειο από το Μέκελε, είχαμε δυο-τρεις ώρες καιρό για να δούμε την πόλη. Έτσι αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε μόνοι μας μια βόλτα στην πόλη. Είχαμε δει (από την Αθήνα στο ίντερνετ) μερικά σημεία που άξιζαν την επίσκεψή μας. Ρωτώ στη ρεσεψιόν για ταξί και με στέλνει σε έναν τύπο με γραβάτα που θα μας οργάνωνε τη βόλτα. Μας ζήτησε 1500 μπιρ (το τοπικό νόμισμα, που στο περίπου 100 μπιρ είναι 4,2 ευρώ). Φυσικά δεν πήγαμε με αυτόν. Έξω από το ξενοδοχείο υπήρχαν αρκετά τουκ-τουκ και πήραμε ένα να μας πάει στο martyrs monument. Μας είπε ότι κατάλαβε. Μας πήγε αλλού γι αλλού. Τελικά ρωτά κάποιον και του λέει που είναι. Ούτε αυτός όμως ήξερε και ο οδηγός μας πήγε κάπου άσχετα. Μας λέει τελικά ότι θα μας κάνει βόλτα για μια ώρα στην πόλη με 300 μπιρ. Λέμε εντάξει. Στο δρόμο το τουκ τουκ φάνηκε ότι είχε μηχανικό πρόβλημα. Κάποια στιγμή σβήνει και το σπρώξαμε για να πάρει μπρος. Αυτό έγινε κι άλλες φορές σε μια ώρα και σαράντα λεπτά που κάναμε βόλτα.

Ήταν ωραία πάντως γιατί μας πήγε στην παλιά αγορά και ήταν απίθανα. Μετά είδαμε από μακριά το μνημείο που ψάχναμε. Του το δείξαμε και μας πήγε. Ήταν σε ένα λόφο και είχε και μουσείο. Είχε ενδιαφέρον.
Εικόνες από το Μέκελε:



Τελικά του λέμε να μας πάει στο ξενοδοχείο αλλά το τουκ-τουκ έσβησε και δεν έπαιρνε μπροστά με τίποτα. Ήταν 20 λεπτά με τα πόδια από το ξενοδοχείο μας. Έβγαλε εργαλεία να το φτιάξει και όταν του ζητήσαμε να πληρώσουμε γιατί βιαζόμασταν, ήθελε 600 μπιρ για δυο ώρες υποτίθεται. Παρά τις διαμαρτυρίες μου δεν έκανε πίσω και οι υπόλοιποι της παρέας υποχώρησαν για να τελειώνουμε. Τελικά του δώσαμε τα 600 μπιρ και φτάσαμε στο ξενοδοχείο με τα πόδια.
Τέλος πάντων, πήραμε τον δρόμο, ο οποίος αρχικά ήταν καλός, για το ηφαίστειο. Στο δρόμο συναντήσαμε και το δεύτερο αυτοκίνητο που θα μας συνόδευε. Ήταν σε αυτό ο οδηγός του και ο μάγειρας που θα μας μαγείρευε όλο αυτό το τριήμερο. Η διαδρομή είχε ενδιαφέρον και τραβούσαμε φωτογραφίες.


Εδώ όλοι τρέχουν όσο μπορούν:

Κάποια στιγμή (μετά από 2-3 ώρες στο χαλαρό) ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος τέλειωνε και πηγαίναμε σε χωματόδρομο. Εκεί τα πράγματα άρχισαν να γίνονται λίγο δύσκολα: ο χωματόδρομος σε πολλά σημεία είχε άμμο και ήταν επικίνδυνο να κολλήσει το τζιπ. Σε αυτούς τους δρόμους δεν υπάρχει περίπτωση να πάει ένα κανονικό Ι.Χ. αυτοκίνητο. Ο δικός μας οδηγός και ο οδηγός του άλλου τζιπ συναγωνίζονταν στο τρέξιμο όμως εμείς φάγαμε το μεγάλο καταχτύπημα. Τέλος πάντων, φτάσαμε μετά από μιάμιση ώρα σε ένα χωριό μουσουλμάνων. Από κει θα παίρναμε έναν συνοδό αστυνομικό για να μας προστατεύει (και εγώ δεν ξέρω από τι) στην πορεία που θα κάναμε μέχρι το ηφαίστειο.

Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι όλη η εκδρομή καθημερινά είχε πολλή σκόνη από τους χωματόδρομους. Κάθε μέρα κάναμε κάποια χιλιόμετρα στο χώμα και είναι ίσως η μόνη εκδρομή-ταξίδι που κάνω καθημερνά μπάνιο το βράδυ ανεξαιρέτως.
Το χωριό αυτό ήταν ένα γεμάτο από μικρά σπιτάκια-παράγκες. Ουσιαστικά ήταν καλύβες χτισμένες με καλάμια και ξύλα και έμεναν μαζί άνθρωποι και ζώα. Νομίζω το βλέπω πρώτη φορά αυτό.
Το χωριό:

Μέχρι να τακτοποιήσει τα διαδικαστικά θέματα ο οδηγός μας εκεί, εμάς μας είπαν και καθίσαμε σε ένα καφενείο. Οι καρέκλες ήταν από καφάσια με αναψυκτικά. Το ίδιο και τα τραπέζια (σικ!). Μπύρες δεν υπήρχαν γιατί είναι μουσουλμάνοι. Για να τα βάλουν εκεί που καθίσαμε, πρώτα έδιωξαν τρία-τέσσερα κατσίκια. Βολευτήκαμε τελικά και καθίσαμε στη σκιά. Δοκιμάσαμε ένα καφέ, ήπιαμε πολύ λίγο. Δεν μπορούσαμε να βγάλουμε και φωτογραφίες γιατί οι μουσουλμάνοι αυτό δεν το δέχονται, μόνο στα κρυφά ή αν τους πληρώσεις (τότε δεν είναι αμαρτία).
Ο οδηγός μας είχε πει ότι αρκετές φορές τελειώνει τις διαδικασίες σε 20 λεπτά, αλλά υπάρχουν και άλλες φορές που χρειάζονται και 2, 3 ώρες να περιμένει μέχρι να πληρώσει και να πάρει και το συνοδό αστυνομικό που τελικά δεν ήταν ένας αλλά τρεις: ένας ο οποίος φορούσε στρατιωτική στολή, φαινόταν φαντάρος, ένας άλλος με την στολή των κατοίκων της περιοχής που και αυτός κρατούσε όπλο, όπως και ο φαντάρος, και ένας ιχνηλάτης με κανονικά ρούχα του τόπου (χωρίς όπλο αυτός).
Ο οδηγός μας, μας είπε επίσης το εξής: πήγε να πληρώσει τον αρμόδιο άνθρωπο του χωριού και του είπε εκείνος: ελάτε (με εμάς τους τουρίστες εννοούσε) να καθίσετε να φάμε. Ο οδηγός μας του λέει ότι φυσικά δεν θα καθίσουμε, ούτε αυτός ούτε κι εμείς. Όμως ο φύλαρχος του είπε ότι πρέπει να πληρώσει έτσι κι αλλιώς 500 μπιρ, δηλαδή περίπου 22 €, για το φαγητό που δεν φάγαμε.
Αυτά και άλλα πολλά γίνονται εδώ σ' αυτό το μέρος, που όλοι ζητάνε χρήματα ή προσπαθούν να βρουν κάποια δικαιολογία για να σου αποσπάσουν οποιοδήποτε ποσόν. Αυτό το είδαμε κι εμείς πολλές φορές. Για παράδειγμα, το απόγευμα που πηγαίναμε σε εκείνη την ερημική περιοχή στον ασφαλτόδρομο στην περιοχή των Αφάρ (που θεωρούνται άγριοι και απρόβλεπτοι) σταματήσαμε για να βγάλουμε φωτογραφίες ένα χωριό τους αφού το είχαμε προσπεράσει. Μέχρι να ξεκινήσουμε να τραβάμε βίντεο και φωτογραφίες, πριν προλάβουμε καλά-καλά να αρχίσουμε τις φωτογραφίες, ήρθαν τρέχοντας δυο αγριεμένοι κάτοικοι του χωριού οι οποίοι μας ζητούσαν επιμόνως 500 μπιρ. Θεωρητικά το κάνουν αυτό, αλλά ζητούσαν πολλά χρήματα. Ο λόγος ήταν ότι τραβούσαμε φωτογραφίες στο χωριό τους. Αυτοί δεν ήθελαν να τους τραβάμε. Για να ικανοποιηθούν ήθελαν μια αποζημίωση. Τελικά ο οδηγός το παζάρεψε, τους δώσαμε μόνο 200. Όλοι θα τη θυμόμαστε για πολύ καιρό αυτή τη φάση με τους δύο τρελαμένους νέους που ανήκουν στην φυλή των Αφάρ. Είναι τύποι που με την παραμικρή αφορμή που θα τους δώσεις εκβιάζουν αμοιβή.
Από το χωριό εκείνο που πήραμε τους συνοδούς μας, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο όπου θα ξεκινούσαμε τον ποδαρόδρομο για το ηφαίστειο, η απόσταση είναι μόνο γύρω στα 10-12 χιλιόμετρα, αλλά είναι τόσο κακός ο δρόμος που τα τζιπ χρειάστηκαν πάνω από μία ώρα για να τη διανύσουν. Η διαδρομή αυτή δεν συνίσταται για ανθρώπους που έχουν πρόβλημα με τη μέση τους. Γενικά είναι πολύ ανώμαλος και κινδύνευε ακόμα και το κεφάλι μας να συγκρουστεί με το κεφάλι του διπλανού μας μέσα στο αυτοκίνητο.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά καθυστερήσαμε την άφιξή μας στον τελικό προορισμό που θα φτάναμε με το αυτοκίνητο. Φτάσαμε ακριβώς την ώρα που βραδιάζει, δηλαδή κατά τις έξι και κάτι, και μετά έπρεπε να αρχίσουμε τον ποδαρόδρομο.

Αργότερα, συζητώντας με την παρέα, λέγαμε ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο ο ποδαρόδρομος μέχρι να ανέβουμε στο ηφαίστειο, αλλά οι κακοί δρόμοι μέχρι να φτάσεις εκεί που ξεκινάει ο ποδαρόδρομος. Πραγματικά είναι πολύ επικίνδυνο για την μέση του καθενός.
Τελικά σε εκείνο το μέρος όχι μόνο φτάσαμε αργά, αλλά μέχρι να τακτοποιήσουμε τα πράγματα μας είχε περάσει η ώρα και εννοείται είχε πέσει βαθύ σκοτάδι. Αυτή την εποχή μάλιστα δεν έχει καθόλου φεγγάρι και έτσι ήμασταν αναγκασμένοι να κάνουμε όλη τη διαδρομή μέσα στη νύχτα. Συνήθως ξεκινάνε 1-2 ώρες πριν νυχτώσει για να μην κάνει και πολύ ζέστη και κάνουν και μια-δυο ώρες ποδαρόδρομο μέσα στο σκοτάδι μέχρι να φτάσουν εκεί που είναι η κατασκήνωση για το ηφαίστειο. Εμείς την απόσταση την καλύψαμε μέσα σε 3 ώρες και 10 λεπτά. Θεωρώ ότι πηγαίναμε πάρα πολύ γρήγορα, διότι κουραστήκαμε αρκετά. Εάν όμως είχαμε φθάσει νωρίτερα εκεί που αφήσαμε τα τζιπ θα προχωρούσαμε λίγο πιο αργά και δεν θα ήταν τόσο κουραστικό. Στη διαδρομή κάναμε τέσσερις στάσεις των δέκα λεπτών. Όταν ρώτησα τον οδηγό μου είπε ότι η απόσταση είναι πάνω από 15 χιλιόμετρα. Εγώ πιστεύω ότι δεν είναι τόσα πολλά, ίσως είναι μονάχα μέχρι τα 12. Διαβάζοντας διάφορες ιστοσελίδες έχω δει ότι λένε ότι έχει περπάτημα τέσσερις ώρες, και όχι μόνο τρεις.
Επειδή τώρα τελευταία είχα κάποια προβλήματα με το αριστερό μου πόδι, είχα αγοράσει δύο αλουμινένια μπαστούνια και τα κρατούσα μαζί. Πιστεύω ότι με βοήθησαν πάρα πολύ γιατί δεν με πόνεσε καθόλου το πόδι αυτό. Επίσης είχαμε μαζί μας φακούς κεφαλής, ώστε να βλέπουμε καλύτερα και να μη χρειάζεται να κρατάμε στο χέρι κάτι. Είχαμε όμως τα σακίδιά μας στην πλάτη. Είχα ακούσει ότι θα ήταν μαζί μας και κάποιες καμήλες για να κουβαλούν τα πράγματα μας. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Κάποια πράγματα τα παίρνει μια καμήλα και τα μεταφέρει, αλλά ο οδηγός της καμήλας πηγαίνει πολύ γρήγορα και έτσι εμείς δεν τον βλέπουμε. Μάλιστα νόμιζα ότι αν κουραζόμασταν θα μπορούσαμε να καθίσουμε πάνω στη καμήλα, δίνοντας κάποια χρήματα, όμως εμείς ήμασταν μόνοι μας μόνο με τους συνοδούς και οι καμήλες πήγαιναν μόνες με τον οδηγό τους. Ίσως αν ξεκινούσαμε με το φως της μέρας να ήταν έτσι η κατάσταση.
Ευτυχώς δε συνέβη κάτι απρόοπτο και φτάσαμε στον προορισμό μας, που έχει υψομετρική διαφορά 680 μέτρα από το σημείο που αφήσαμε τα αυτοκίνητα και ήταν όλα μια χαρά. Όταν φτάσαμε καθίσαμε και φάγαμε λίγο φαγητό που είχε ετοιμάσει ο μάγειρας και το είχαν φορτώσει στην καμήλα. Ήταν μια μακαρονάδα με λίγο κρέας και μας φάνηκε νόστιμο εκείνη την ώρα που πεινούσαμε, διότι όλη μέρα δεν είχαμε φάει παρά μόνο το πρωινό στο ξενοδοχείο.
Εδώ μείναμε:

Η ώρα πια είχε περάσει τις 11 και έπρεπε να πάμε να δούμε και το ηφαίστειο. Συγκεκριμένα είναι μια λίμνη με λάβα. Όμως είχε μεγάλη δραστηριότητα την περίοδο αυτή και ήταν επικίνδυνο να πλησιάσει κάποιος κοντά, γι αυτό από απόσταση βλέπαμε τις εκρήξεις της λάβας και βγάζαμε φωτογραφίες και βίντεο. Γενικά ήταν ένα ωραίο θέαμα όμως όχι τόσο εντυπωσιακό όσο το περιμέναμε. Πιστεύαμε ότι δεν θα είχε δραστηριότητα και θα πηγαίναμε μέχρι εκεί που ήταν η λίμνη της λάβας και θα βλέπαμε στα 5-6 μέτρα από κάτω την λάβα.
Όμως και αυτό που βλέπαμε ήταν καταπληκτικό. Μείναμε εκεί μισή ώρα και μετά κατεβήκαμε σε 3 λεπτά (ήταν πολύ κοντά) στον καταυλισμό που θα κοιμόμασταν το βράδυ. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως αυτό που είδαμε, αν και από απόσταση περίπου 300 μέτρων να ήταν πιο ενδιαφέρον από την άλλη περίπτωση.


Ο καταυλισμός που μείναμε είναι ένα μέρος όπου έχει κάτι σαν μικρές καλύβες, χτισμένες με πέτρες και με ξύλινη σκεπή. Όταν λέω ξύλινη, εννοώ από κλαδιά δέντρων και μέσα είσαι προφυλαγμένος αν υπάρχει αέρας. Μερικές έχουν και ένα ψεύτικο νάιλον από πάνω. Εκεί μέσα έβαλαν δύο ράντζα (δε χωρούσε και περισσότερα) για να κοιμηθούμε και δίπλα σε ένα παρόμοιο χώρο έβαλαν άλλα δύο για τους φίλους μας. Οι συνοδοί μας και ο οδηγός κοιμήθηκαν αλλού.
Σε εκείνο το μέρος έχει πολλά τέτοια σπιτάκια, δηλαδή μπορεί να είναι και πάνω από 30. Δεν είχε όμως πολλούς επισκέπτες, μόνο μια δεκαριά γιαπωνέζους και 5, 6 άλλους τουρίστες.
Όταν ξάπλωσα για να κοιμηθώ η θερμοκρασία ήταν πολύ υψηλή και νόμιζα ότι αν κοιμηθώ απλά με τα ρούχα μου δε θα κρυώνω. Όμως το βράδυ ξύπνησα και αναγκαστικά φόρεσα το μπουφάν που κρατούσα και ένα άλλο παντελόνι.
Το πρωί σηκωθήκαμε από τις πέντε και πήγαμε πάλι για να δούμε το ηφαίστειο από το ίδιο σημείο με την προηγούμενη βραδιά. Ήταν πολύ όμορφο πάλι. Σιγά-σιγά άρχισε να φωτίζει η μέρα και το τοπίο άλλαζε. Βλέπαμε επιτέλους και το περιβάλλον. Μετά από λίγο, κατά τις 6:15, βγήκε και ο ήλιος.


Προσέξτε πόσο ψηλά βρίσκεται η λάβα:

Εδώ φαίνεται ο κυματισμός της λάβας (κάντε κλικ πάνω στη φωτογραφία):

Η Ανατολή:


Όμως για να μη μας πιάσει η ζέστη στο κατέβασμα, έπρεπε να φύγουμε νωρίς. Έτσι στις επτά φύγαμε όλοι μαζί πάλι και μέχρι τις 10 είχαμε φτάσει στο σημείο που είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητα.
Το «χωριό» που κοιμηθήκαμε:


Αρχίσαμε την αντίστροφη διαδρομή. Το μεγάλο καταχτύπι ξανάρχισε για όλους μας. Στο δρόμο μάλιστα κόλλησε στην άμμο το τζιπ με τους άλλους. Ο δικός μας οδηγός προσπάθησε να το τραβήξει αλλά τίποτα. Ευτυχώς μετά από 20 λεπτά, ίσως και παραπάνω, πέρασε μία ομάδα από 4, 5 τζιπ με γιαπωνέζους, οπότε ένα από αυτά βοήθησε την κατάσταση. Δυο τζιπ μαζί τον τράβηξαν και τον ελευθέρωσαν. Οι γιαπωνέζοι έσπευσαν να χειροκροτήσουν την επιτυχία.

Στη συνέχεια της διαδρομής δεν υπήρξε άλλο παρόμοιο απρόοπτο. Στο δρόμο σταματήσαμε σε μια μικρή πόλη σε ένα καφενείο όπου ο μάγειρας που είχαμε μας είχε ετοιμάσει φαγητό από το πρωί, που τον είχαμε αφήσει στον πρώτο καταυλισμό, και μας έφερε να φάμε. Ήταν ρύζι με κοτόπουλο.
Όμως η μεγάλη φάση είναι αυτά τα καφενεία που καθόμαστε και τρώμε. Οι άνθρωποι έχουν το καφενείο τους και εμείς πάμε και τρώμε το δικό μας φαγητό. Ο μάγειράς μας πηγαίνει μέσα στο καφενείο, παίρνει διάφορα πράγματα και κάνει τη δουλειά του. Φαντάζομαι θα τους πληρώνουν και κάτι. Βέβαια πολλοί περαστικοί κάθονται και μας κοιτάνε σα να είμαστε ούφο, γιατί τουλάχιστον εκεί δεν είδαμε όλη αυτή την ώρα κανέναν τουρίστα.
Ένα άλλο ιδιαίτερο που έχει εδώ είναι ότι στους δρόμους της επαρχίας δεν κυκλοφορεί σχεδόν κανένα Ι.Χ. αυτοκίνητο. Μονάχα μεγάλα φορτηγά που κάνουν μεταφορές και τζιπ για τον τουρισμό. Πάντως εμείς με την παρέα διασκεδάζουμε γενικά τις καταστάσεις που περνάμε, παρότι μερικές πορείες μας φαίνονται λίγο δύσκολες.
