anny
Member
- Μηνύματα
- 3.423
- Likes
- 1.793
- Επόμενο Ταξίδι
- Ιστρια
- Ταξίδι-Όνειρο
- γύρος του κόσμου
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (1η μέρα)
- Κεφάλαιο 3ο (2η μέρα)
- Κεφάλαιο 4ο (3η μέρα)
- Κεφάλαιο 5ο (4η μέρα)
- Κεφάλαιο 6ο
- Κεφάλαιο 7ο (5η μέρα)
- Κεφάλαιο 8ο (6η μέρα)
- Κεφάλαιο 9ο (7η μέρα)
- Κεφάλαιο 10ο (8η μέρα)
- Κεφάλαιο 11ο (9η μέρα)
- Κεφάλαιο 12ο (10η μέρα)
- Κεφάλαιο 13ο (11η μέρα)
- Συμπεράσματα
- Φωτογραφίες][B]Μόναχο[/B
Ξεκινήσαμε αρκετά νωρίς για να προλάβουμε τις ορδές των τουριστών στα κάστρα. Ένας λόγος παραπάνω ότι ήταν Σάββατο, άρα πιο δύσκολη μέρα. Η απόσταση μέχρι εκεί μόλις δέκα με δεκαπέντε λεπτά. Αφήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα από τα ήδη ψιλογεμάτα πάρκινγκ και ακολουθήσαμε τον κόσμο.
Είχαμε προαποφασίσει ότι δε μας ενδιέφερε να δούμε τα κάστρα από μέσα, αλλά μόνο απ’έξω. Οπότε, δε στηθήκαμε στην ουρά για εισιτήριο αλλά μπήκαμε κατευθείαν στο πολύχρωμο μικρό λεωφορειάκι που περίμενε να γεμίσει και να μεταφέρει τον κόσμο. Το εισιτήριό του δεν ήταν ακριβό, αλλά δε θυμάμαι το ποσό.
Σημείωση: Όσοι θέλουν να μπουν μέσα στο Neuschwanstein, θα πρέπει να βγάλουν εισιτήριο πριν ανέβουν και να παρακολουθήσουν την ξενάγηση, η οποία γίνεται ανά γκρουπ κάποιων ατόμων. Αν κάποιος κάνει το λάθος και ανέβει χωρίς εισιτήριο, τότε δεν υπάρχει εναλλακτική. Είναι αδύνατο να μπει μέσα.
Κατεβήκαμε στην πρώτη στάση που έκανε το λεωφορειάκι (η δεύτερη ήταν κάπου έξω από το κάστρο) και σε τρία λεπτά περπάτημα βγήκαμε στη Marienbrucke. Τη γέφυρα από όπου μπορείς να έχεις την εντυπωσιακότερη εικόνα του Neuschwanstein. Βλέποντάς το από εκεί, νόμιζες ότι βρίσκεσαι αλλού και ότι από τις πόρτες και τα παράθυρά του θα ξεπρόβαλαν πρίγκιπες και πριγκίπισσες ντυμένοι με ρούχα άλλης εποχής, αυτά των παραμυθιών.
Η γέφυρα ήταν λίγο στενή και κούναγε, (αν κάποιος είναι υψοφοβικός, ίσως είναι καλύτερα να την αποφύγει), αλλα το θέαμα ήταν το κάτι άλλο. Οφείλω να ομολογήσω ότι σταθήκαμε τυχεροί και στη γέφυρα δεν είχε πολύ κόσμο, μέχρι που κάποια στιγμή βρεθήκαμε και ολομόναχοι. Οπότε βγάλαμε τις φωτογραφίες με την ησυχία μας και σιγά σιγά πήραμε το μονοπάτι που οδηγούσε στο κάστρο. Η απόσταση μικρή. Στην αρχή κατηφορική και μετά πάλι ανηφορική.
Μπήκαμε στο προαύλιο (εκεί δε χρειάζεται εισιτήριο) και χαζέψαμε αυτό το παραμυθένιο κτίριο, τη Marienbrucke από την απέναντι πλευρά, τον κόσμο και τη θέα. Όταν νοιώσαμε ότι το χορτάσαμε, πήραμε σιγά σιγά το δρόμο για το άλλο κάστρο. Το Hohenschwangau. Λιγότερο εντυπωσιακό, μας πόζαρε κι αυτό με τη σειρά του. Ο ήλιος έκαιγε και ο κόσμος πλήθαινε. Περπατήσαμε προς τη λίμνη Alpsee, στης οποίας τα καταπράσινα νερά κολυμπούσαν ξένοιαστοι γερμανοί παρέα με παπάκια.
Η ώρα πέρναγε, άρα έπρεπε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Μια σύντομη βόλτα μέχρι το Fussen και μια στάση στο Schwangau για να πιούμε και την πρώτη μπύρα της ημέρας και να πάρουμε δυνάμεις.
Η συνέχεια του ταξιδιού μας θα ήταν στη Ρομαντική Οδό, η οποία ξεκινά από το Fussen και καταλήγει στο Wurzburg. Σε όλη τη διαδρομή, επάνω στο δρόμο ή λίγα χιλιόμετρα πιο έξω, υπάρχουν μικρά και μεγάλα μεσαιωνικά χωριουδάκια, παλαιά ή και νεώτερα (χτισμένα με μεσαιωνικό χαρακτήρα), με πολύ ή λιγότερο χρώμα. Τα περισσότερα από αυτά είναι πολύ γραφικά αλλά και τουριστικά ταυτόχρονα.
Όπως είπα και πιο πάνω ήταν Σάββατο, αλλά παράλληλα και αργία για τη Βαυαρία (15αύγουστος), οπότε η κίνηση στον επαρχιακό δρόμο αρκετή, αλλά όχι σε σημείο που να δημιουργεί πρόβλημα. Με χαλαρή οδήγηση φθάσαμε αργά το μεσημέρι στο Augsburg, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Βαυαρίας μετά το Μόναχο και τη Νυρεμβέργη. Τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο και βγήκαμε για μια πρώτη επαφή με την πόλη και φυσικά για να φάμε.
Λόγω της αργίας τα καταστήματα ήταν κλειστά και κυκλοφορούσε λίγος κόσμος. Η πόλη έμοιαζε σχεδόν άδεια. Περπατήσαμε μέχρι την κεντρική πλατεία και αφού βγάλαμε τις φωτογραφιούλες μας είπαμε να φάμε. Μάλλον είναι η μοναδική πόλη που στο κέντρο της δεν έχει φαγάδικα. Υπήρχαν μόνο καφετέριες και κλειστά λόγω της ώρας φυσικά, μπαράκια.
Ούτε στη διαδρομή από το ξενοδοχείο μέχρι εκεί είδαμε κάτι που να μοιάζει με εστιατόριο.
Κάποια στιγμή περπατώντας, ζουμάραμε μια ταμπέλα που έγραφε το όνομα κάποιας μάρκας μπύρας και ευτυχώς ακριβώς δίπλα της, ήταν και η επιγραφή του εστιατορίου.
John Benton Steak House.
Κάπως αμερικάνικο μας φάνηκε, αλλά δεν είχαμε και επιλογές. Το κτίριο παραδοσιακό, οι ταμπέλες επίσης, ο χώρος από τη μισάνοιχτη πόρτα φαινόταν καλός, μια δοκιμή θα μας έπειθε. Τελικά, ήταν από τα καλύτερα γεύματα της εκδρομής. Το μενού είχε steaks όλων των λογιών με ωραίες γαρνιτούρες και με salad bar έκπληξη, αφού εκτός από τα συνηθισμένα λαχανικά είχε και πολύ ντομάτα, η οποία τόσες μέρες κατανάλωσης ξινολάχανου μας είχε πραγματικά λείψει. Για τις μπύρες δε χρειάζεται να σας πω. Έκαναν τη συνηθισμένη παρέλαση.
Αποκαμωμένοι, πήγαμε στο ξενοδοχείο για λίγη ξεκούραση. Το βραδάκι, φρέσκοι φρέσκοι ξαναβγήκαμε τσάρκα. Αυτή τη φορά η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο, παιδιά, νεολαία και μεγαλύτερους. Τα μπαράκια ανοιχτά και γεμάτα. Η πόλη αυτή την ώρα είχε απίστευτη ζωή.
Ανακατευθήκαμε και εμείς μαζί τους και μερικά ποτήρια καλής γερμανικής μπύρας αργότερα, κρίναμε ότι ήρθε η ώρα για ύπνο.
Η επόμενη μέρα θα είχε πολλές στάσεις στη Ρομαντική Οδό.
Είχαμε προαποφασίσει ότι δε μας ενδιέφερε να δούμε τα κάστρα από μέσα, αλλά μόνο απ’έξω. Οπότε, δε στηθήκαμε στην ουρά για εισιτήριο αλλά μπήκαμε κατευθείαν στο πολύχρωμο μικρό λεωφορειάκι που περίμενε να γεμίσει και να μεταφέρει τον κόσμο. Το εισιτήριό του δεν ήταν ακριβό, αλλά δε θυμάμαι το ποσό.
Σημείωση: Όσοι θέλουν να μπουν μέσα στο Neuschwanstein, θα πρέπει να βγάλουν εισιτήριο πριν ανέβουν και να παρακολουθήσουν την ξενάγηση, η οποία γίνεται ανά γκρουπ κάποιων ατόμων. Αν κάποιος κάνει το λάθος και ανέβει χωρίς εισιτήριο, τότε δεν υπάρχει εναλλακτική. Είναι αδύνατο να μπει μέσα.
Κατεβήκαμε στην πρώτη στάση που έκανε το λεωφορειάκι (η δεύτερη ήταν κάπου έξω από το κάστρο) και σε τρία λεπτά περπάτημα βγήκαμε στη Marienbrucke. Τη γέφυρα από όπου μπορείς να έχεις την εντυπωσιακότερη εικόνα του Neuschwanstein. Βλέποντάς το από εκεί, νόμιζες ότι βρίσκεσαι αλλού και ότι από τις πόρτες και τα παράθυρά του θα ξεπρόβαλαν πρίγκιπες και πριγκίπισσες ντυμένοι με ρούχα άλλης εποχής, αυτά των παραμυθιών.
Η γέφυρα ήταν λίγο στενή και κούναγε, (αν κάποιος είναι υψοφοβικός, ίσως είναι καλύτερα να την αποφύγει), αλλα το θέαμα ήταν το κάτι άλλο. Οφείλω να ομολογήσω ότι σταθήκαμε τυχεροί και στη γέφυρα δεν είχε πολύ κόσμο, μέχρι που κάποια στιγμή βρεθήκαμε και ολομόναχοι. Οπότε βγάλαμε τις φωτογραφίες με την ησυχία μας και σιγά σιγά πήραμε το μονοπάτι που οδηγούσε στο κάστρο. Η απόσταση μικρή. Στην αρχή κατηφορική και μετά πάλι ανηφορική.
Μπήκαμε στο προαύλιο (εκεί δε χρειάζεται εισιτήριο) και χαζέψαμε αυτό το παραμυθένιο κτίριο, τη Marienbrucke από την απέναντι πλευρά, τον κόσμο και τη θέα. Όταν νοιώσαμε ότι το χορτάσαμε, πήραμε σιγά σιγά το δρόμο για το άλλο κάστρο. Το Hohenschwangau. Λιγότερο εντυπωσιακό, μας πόζαρε κι αυτό με τη σειρά του. Ο ήλιος έκαιγε και ο κόσμος πλήθαινε. Περπατήσαμε προς τη λίμνη Alpsee, στης οποίας τα καταπράσινα νερά κολυμπούσαν ξένοιαστοι γερμανοί παρέα με παπάκια.
Η ώρα πέρναγε, άρα έπρεπε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Μια σύντομη βόλτα μέχρι το Fussen και μια στάση στο Schwangau για να πιούμε και την πρώτη μπύρα της ημέρας και να πάρουμε δυνάμεις.
Η συνέχεια του ταξιδιού μας θα ήταν στη Ρομαντική Οδό, η οποία ξεκινά από το Fussen και καταλήγει στο Wurzburg. Σε όλη τη διαδρομή, επάνω στο δρόμο ή λίγα χιλιόμετρα πιο έξω, υπάρχουν μικρά και μεγάλα μεσαιωνικά χωριουδάκια, παλαιά ή και νεώτερα (χτισμένα με μεσαιωνικό χαρακτήρα), με πολύ ή λιγότερο χρώμα. Τα περισσότερα από αυτά είναι πολύ γραφικά αλλά και τουριστικά ταυτόχρονα.
Όπως είπα και πιο πάνω ήταν Σάββατο, αλλά παράλληλα και αργία για τη Βαυαρία (15αύγουστος), οπότε η κίνηση στον επαρχιακό δρόμο αρκετή, αλλά όχι σε σημείο που να δημιουργεί πρόβλημα. Με χαλαρή οδήγηση φθάσαμε αργά το μεσημέρι στο Augsburg, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Βαυαρίας μετά το Μόναχο και τη Νυρεμβέργη. Τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο και βγήκαμε για μια πρώτη επαφή με την πόλη και φυσικά για να φάμε.
Λόγω της αργίας τα καταστήματα ήταν κλειστά και κυκλοφορούσε λίγος κόσμος. Η πόλη έμοιαζε σχεδόν άδεια. Περπατήσαμε μέχρι την κεντρική πλατεία και αφού βγάλαμε τις φωτογραφιούλες μας είπαμε να φάμε. Μάλλον είναι η μοναδική πόλη που στο κέντρο της δεν έχει φαγάδικα. Υπήρχαν μόνο καφετέριες και κλειστά λόγω της ώρας φυσικά, μπαράκια.
Ούτε στη διαδρομή από το ξενοδοχείο μέχρι εκεί είδαμε κάτι που να μοιάζει με εστιατόριο.
Κάποια στιγμή περπατώντας, ζουμάραμε μια ταμπέλα που έγραφε το όνομα κάποιας μάρκας μπύρας και ευτυχώς ακριβώς δίπλα της, ήταν και η επιγραφή του εστιατορίου.
John Benton Steak House.
Κάπως αμερικάνικο μας φάνηκε, αλλά δεν είχαμε και επιλογές. Το κτίριο παραδοσιακό, οι ταμπέλες επίσης, ο χώρος από τη μισάνοιχτη πόρτα φαινόταν καλός, μια δοκιμή θα μας έπειθε. Τελικά, ήταν από τα καλύτερα γεύματα της εκδρομής. Το μενού είχε steaks όλων των λογιών με ωραίες γαρνιτούρες και με salad bar έκπληξη, αφού εκτός από τα συνηθισμένα λαχανικά είχε και πολύ ντομάτα, η οποία τόσες μέρες κατανάλωσης ξινολάχανου μας είχε πραγματικά λείψει. Για τις μπύρες δε χρειάζεται να σας πω. Έκαναν τη συνηθισμένη παρέλαση.
Αποκαμωμένοι, πήγαμε στο ξενοδοχείο για λίγη ξεκούραση. Το βραδάκι, φρέσκοι φρέσκοι ξαναβγήκαμε τσάρκα. Αυτή τη φορά η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο, παιδιά, νεολαία και μεγαλύτερους. Τα μπαράκια ανοιχτά και γεμάτα. Η πόλη αυτή την ώρα είχε απίστευτη ζωή.
Ανακατευθήκαμε και εμείς μαζί τους και μερικά ποτήρια καλής γερμανικής μπύρας αργότερα, κρίναμε ότι ήρθε η ώρα για ύπνο.
Η επόμενη μέρα θα είχε πολλές στάσεις στη Ρομαντική Οδό.