Αργεντινή Χιλή Παταγονία – Η χώρα του Πουθενά

Μηνύματα
245
Likes
893
USHUAIA

Και Κρουαζιέρα στα Στενά Beagle

Εδώ φίλτατοι, δεν μπορώ ν’αντισταθώ στον πειρασμό να σας μεταφέρω τις εντυπώσεις του Δαρβίνου για την Παταγονία, όταν βρέθηκε ακριβώς εδώ, το 1832:

«Ανακαλώντας εικόνες του παρελθόντος, συχνά έρχονται μπροστά μου οι πεδιάδες της Παταγονίας. Αυτές οι πεδιάδες, ωστόσο, έχουν χαρακτηριστεί αξιοθρήνητες κι άχρηστες! Πραγματικά. Μόνον με αρνητικά χαρακτηριστικά μπορούν να περιγραφούν. Χωρίς κατοικίες, δίχως νερό, χωρίς βουνά, χωρίς δάση, χωρίς ένα δέντρο, διαθέτουν μόνον πόα. Για πιο λόγο τότε-και η περίπτωση μου δεν είναι μοναδική-αυτές οι άνυδρες εκτάσεις έχουν αγκιστρωθεί τόσο δυνατά στη μνήμη μου;Και άραγε, για πιο λόγο οι ήρεμες, καταπράσινες κι εύφορες πάμπες, δεν μου έκαναν την ίδια εντύπωση;Δεν μπορώ αλήθεια, να αναλύσω αυτά τα συναιθήματα. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι αυτός ο αλλόκοτος τόπος, δίνει τροφή εκλεκτή στη φαντασία μου. Αυτές οι πεδιάδες είναι ασύνορες, άρα απροσπέλαστες και γι’αυτό άγνωστες. Είχαν την ευλογημένη τύχη να διατηρηθούν ίδιες κι αναλλοίωτες στους αιώνες. Και δεν φαίνεται όριο στην διάρκεια τους από εδώ και μπρός. Αν, όπως οι παλιοί πίστευαν, πως στην επίπεδη Γη μας έζωνε αδιαπέραστο τείχος νερού ή καυτές έρημοι, οπου τα πάντα ψήνονταν σε υψηλότατες θερμοκρασίες, τότε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς την Παταγονία σαν το έσχατο όριο της ανθρωπινής γνώσης. Γνώσης, που την προσεγγίζεις με ευαισθησία αλλά και με την αοριστία και το δέος του ‘Αγνωστου».

Αμ γι’αυτό ο έρημος ο Δαρβίνος δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί η Παταγονία είχε κολλήσει τόσο πολύ στο μυαλό του! Βρίσκοντας τα όλα αόριστα, δεν μπορούσε να τα εξηγήσει. Και το Ανεξήγητο ταυτίζεται, συχνά με το ‘Αγνωστο. Και αυτό το ‘Αγνωστο μας δημιουργεί το Δέος!

Ωστόσο ο Hudson, άλλος ένας εραστής της Παταγονίας, διαφωνεί μ’αυτόν τον τρόπο προσέγγισης: «Στην Παταγονία δεν έρχεσαι ψάχνοντας να βρείς κάτι. Εδώ, μονάχα να νοιώθεις και να συγκινείσαι μπορείς!».

Καταλαβαίνετε άραγε τι σόι είναι αυτός ο μοιραίος τόπος;

Εγώ, πάντως, συμφωνώ και με τους δύο.

Η Παταγονία μου έδωσε πράγματι την αίσθηση των Τελευταίων Συνόρων του Κόσμου. Της Εσχατιάς της Γης, που κουβαλά πάνω της τον Χρόνο, τη Γνώση του Σύμπαντος και το Πεπρωμένο του Πλανήτη…

Πώς να μην εντυπωσιαστείς, λοιπόν, κι εσύ μέσα σ’ένα τέτοιο, κυριολεκτικά συγκλονιστικό περιβάλλον;Πώς να μην τα σαστίσεις;Και πώς να μη φοβηθείς κομματάκι;Αναρατιώμαι, τι ακριβώς να σκεφτόταν ένας άλλος ταξιδιώτης, όταν έγραφε: «‘Οσες φορές σκέφτομαι το θάνατο ο νούς μου πηγαίνει στην Παταγονία!»Συναφής είναι και ο τίτλος του βιβλίου του: «Το Πουθενά είναι ένας τόπος!»Nowhere is a Place. Και σωστά μαντέψατε! Στην Παταγονία αναφέρεται! Για κανένα μέρος του κόσμου δεν ανακάλυψα ποτέ, τόσο δέος στα γραπτά του οποιαδήποτε. Ακόμη και στα γραπτά των επωνύμων.

Μονάχα για την Παταγονία γίνονται τέτοια ανήκουστα!. . .

Μωρέ, με το δίκιο μου είχα τούτον τον προορισμό σαν τον πιο παράλογο στη λίστα των ταξιδιών μου, σκέπτομαι καθώς μπαίνουμε σ’ένα κομψό καταμαράν, για ένα περίπατο στο Εθνικό θαλάσσιο Πάρκο των στενών Beagle και των βραχονησίδων τους.

Πάνω σ’αυτά τα μικροσκοπικά πέτρινα κουκιδάκια, φιλοξενούνται κάθε λογής ψαροπούλια και κήτη. Κι όταν λέμε «φιλοξενούνται» ξέρετε τι εννοούμε;Όλα αυτά τα πλάσματα στέκουν, κυριολεκτικά κολημμένα το ένα πάνω στο άλλο, δημιουργώντας το αδιαχώρητο. Φτιάχνουν ένα ζωντανό χαλί! ‘Ένα αλλόκοτο χαλί, που πότε πότε σαλεύει! Συχνά βγάζει κραυγές, κρωξίματα, μυκηθμούς! Είναι ένα ζωηρό πλήθος, που στοιχειώνει θαρρείς το κατάμερο τους! Τον τόπο αυτόν τον διάλεξε για ενδιαίτημα του, ίσως γιατί εδώ νοιώθει ασφαλές, αφού ζεί ανάμεσα στους δικούς του, και εξασφαλίζει εύκολα την τροφή και την ησυχία του!

Το καταμαράν κάνει, κομψές, επιδέξιες μανούβρες ανάμεση σε τούτη την περίεργη «πολυνησία». Πότε πότε κόβει ταχύτητα ή σταματά. Και κάνει άριστα. Διότι το μάτι μας ψάχνει πεινασμένα να εντοπίσει αποικίες φώκιας, θαλάσσιου ελέφαντα ή –πράμα σπανιότατο-θαλάσσιου λέοντα. Κρίμα! Γιατί αυτό το «τέρας» με την πλούσια χαίτη και τη μεγαλοπρέπεια του, μοιάζει πολύ με το συνώνυμο του χερσαίο σαρκοβόρο….

Ωστόσο, αυτά τα παράξενα «χαλιά» βρωμούν ! Βρωμούν απαίσια ! Διότι ο πληθυσμός τους αφοδεύει ξεδιάντροπα πάνω τους ! Ακόμη και μπροστά μας. Και μονάχα μια ξεγυρισμένη θαλασσοταραχή μπορεί, ως ένα σημείο, να τα παστρέψει. Για να ξαναβρωμίσουν εν ριπή οφθαλμού!. . .

Το κρύο είναι τραγικό. Τούτη την περιοχή την «περιποιείται» ένα μπουγάζι τρελλό. Φυσά απ’όλες τις μεριές. ‘Ομως, εγώ η μουρλή, δεν καταδέχτηκα να μπω στο σαλόνι-διότι εδώ είχαμε ένα πολύ κόμοδο σαλόνι-ούτε για πέντε λεπτά. Τύλιξα το λαιμό μου μ’ένα μάλλινο κασκόλ, σήκωσα την κουκούλα του τζάκετ, κι έμεινα όλο το πρωινό στο κατάστρωμα χαζεύοντας και φωτογραφίζοντας…

Τα θηλαστικά και τα πετεινά συνήθως λιάζονται. Κάμποσα βουτούν για να …δροσιστούν! Μερικά καυγαδίζουν άγρια:

-Ερωτοδουλειές υποψιάζομαι! Ψιθυρίζω στη Γιάννα.

-Δεν είναι οι μόνες ξέρεις! Απαντά η φίλη μου, αναφερόμενη στο σκάνδαλο που μας έχει προκύψει στο γκρουπ. Και σκάμε κι οι δύο στα γέλια…

Εν τω μεταξύ, κι ενώ επί των βραχονησίδων γίνεται μεγάλος σαματάς, εμείς απαγορεύεται να μιλάμε:

-Τα ζωντανά δεν επιτρέπεται να τρομάζουν! Μας κανοναρχάει η Μαρία Λάουρα.

-Γιατί καλή μου! Θα βλάψουμε το νευροσυμπαθητικό τους:Και πως θ’ακούσουν μέσα στην χλαπαταγή που δημιουργούν τά ίδια;

Αυτή τη μουγγαμάρα στα βασίλεια των ζώων δεν την καταλαβαίνω καθόλου. Αλλά βεβαίως, την τηρώ. Διότι εγώ ουδέποτε υπήρξα, δυστυχώς, αναρχικιά, για να κάνω τη δουλειά μου! Νομοταγής άνθρωπος, είμαι μια ζωή. Γι’αυτό είμαι πάντα ζημιωμένη! Καλά να πάθω! Ας πρόσεχα!

Η εμπειρία είναι συγκλονιστική! Πάντα, μέσα σ’ένα τέτοιο περιβάλλον νοιώθω δέος. Το δέος που με εμπνέει η Φύση, κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά της. Στα ταξίδια μου ανακάλυψα τούτο το σημαντικό:Ανάμεσα στα αριστουργήματα των ανθρώπων και τα αριστουργήματα του Θεού, προτιμώ εκείνα του τελευταίου. ‘Ο, τι κάνει Εκείνος, είναι ΜΟΝΑΔΙΚΟ και ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟ. Ο άνθρωπος, το μόνο που κάνει είναι, ν’αντιγράφει το Δημιουργό του! Εμ, όταν έχω πρωτότυπο, γιατί να εκστασιαστώ με το αντίγραφο;Βεβαίως, ας μη δογματίζω. Διότι είμαι και ταπεινή θαυμάστρια κάθε κουλτούρας. κυρίως εθνικής, και προ πάντως κάθε ερειπίου. Ιδίως αυτών που βρίσκονται μέσα σε μια όμορφη τοποθεσία-όπως άλλωστε, συμβαίνει συχνά. Τότε εγώ λιποθυμάω! Παθαίνω κρίση! Αλήθεια, τι γαλήνη, τι γλύκα αναδίνει η φύση της αρχαίας ‘Αλτιος στην Ολυμπία, με κείνον τον μοναδικής τελειότητος ερειπιώνα;Αμ ο ναός του Μπορομπουντούρ μέσα στην πυκνή ζούγκλα, μιάν ώρα απόβροχου και συννεφιάς;Οι πυραμίδες των Μάγια στο Τικάλ, μέσα στα δάση της βροχής;Το μεγαλόπρεπο Καρνάκ, μέσα στη γοητεία της ερήμου, μια βραδυά με πανσέληνο;Ο ναός της ‘Εσνα πάνω στα πράσινα νερά του εξωτικού Νείλου;Χριστέ μου, τι μπορεί κανείς να δεί και να χαρεί στο μεγάλο μας κόσμο! Στον εκπληκτικό μας πλανήτη! Ωστόσο εγω έχω κιόλας βρει το θαυμαστότερο πάντρεμα Φύσης και Τέχνης εδώ. Στην Ελλάδα…Στον τόπο μου. Στον τόπο ενός εξαιρετικού Θεού. Ενός Θεού πανέμορφου, Μουσιγέτη και Προφητικού. Στους Δελφούς! Σ’αυτόν τον ευλογημένο χώρο, όπου Θεοί και ‘Ανθρωποι δούλεψαν, εν αρμονία, επι αιώνες για να δημιουργήσουν ένα πραγματικό θαύμα. ‘Ετσι, οι Θεοί έφτιαξαν τις Φαιδριάδες, κι εγκατέστησαν σ’αυτές την Ηχώ. Κι οι ‘Ανθρωπο έχτισαν το ιερό του Απόλλωνα, το στάδιο, τους «θησαυρούς», τα αγάλματα, τον Ηνίοχο…

Κι εκμεταλλεύτηκαν πανέξυπνα την απίστευτη ηχώ στο όμορφο θέατρο. . Σ’αυτόν τον πανίερο τόπο, εγώ παθαίνω κατιτί.

Η καρδιά μου μπερδεύει τους χτύπους της. Η αναπνοή μου γρηγορεύει επικίνδυνα. Τα πόδια μου τρέμουν. Η φωνή μου κόβεται. Και μονάχα η όραση και η ψυχή μου μένουν ανάλλαγες. Για να χαρώ την πεμπτουσία της Τελειότητας! Τη μοναδική μαγεία του περιβάλλοντος! Την ανεξήγητη σαγήνη που ασκεί πάνω μου όλος αυτός ο κατανυκτικός χώρος, ανάμεσα στις άγριες, τις θυμωμένες θαρρείς Πέτρες, απ’όπου γκρέμιζαν τους βέβηλους. Κι από κεί ψηλά μπορείς να καμαρώνεις τον ασημοπράσινο ελαιώνα, που κατρακυλάει μέχρι κάτω, το γαλανό κόλπο της Ιτέας…Χριστός κι Απόστολος, καλέ! Από την Παταγονία και τη Γή του Πυρός, πως διάβολο βρέθηκα στου Δελφούς;Δεν σας τα’έλεγα;Αυτά παθαίνω, η γυναίκα, στα ταξίδια μου, και με τα ταξίδια μου! Με κυνηγούν οι συνειρμοί συνεχώς! Φραπέ το μυαλό μου! Αλλ’αντάλλων συμβαίνουν που, όμως κατά βάθος, έχουν μια ισχυρή σχέση:Την ίδια τη Φύση και την τρομακτική έμπνευση που δίνει στους ανθρώπους. Και η Φύση δεν γνωρίζει σύνορα και εθνικότητες, χώρες και γεωγραφικά μήκη. Δημιουργεί παντού, εκμεταλλευόμενη σοφά το κλίμα και την ιδιαιτερότητα του εδάφους. Στην πέτρα φτιάχνει γλυπτά. Και στα δάση ζωντανεύει νεράιδες και ξωτικά, για να εξάψει τη φαντασία μας, δημιουργώντας το Δέος!. . .

Κι εδώ η μακρυά, αλλά αναγκαία για μένα, παρένθεση-εξομολόγηση τέλος. Τώρα είμαστε στις βραχονησίδες των Στενών Μπήγκλ στην Tierra del Fuego. Μίλια μακρυά από τους λατρεμένους μου Δελφούς. Τώρα βρίσκομαι ανάμεσα στα φωκάκια και τα πάσης φύσεως θαλασσοπούλια. Η μηχανή μου έχει ανάψει. Και καταριέμαι το φακό μου, που διαλύθηκε τόσο παράκαιρα, εις τα εξ ών συνετέθη!

Το κρύο μου έχει κοκκαλώσει τα δάχτυλα! Αλλά αρνούμαι να καταφύγω στη ζεστασιά του σαλονιού. Θα χάσω την αίσθηση του παράξενου ορίζοντα του Πόλου. Τον νοιώθω σαν διάφανο θόλο πάνω από το κεφάλι μου. Την ίδια αίσθηση είχα και στο Βόρειο Ακρωτήρι το 1971, στο Βόρειο Πόλο. Νόμιζα πως μ’εκλεισαν σε γυάλα! Υποκειμενική αίσθηση;Μπορεί. Εγω πάντως έτσι το νοιώθω.

Επιστρέφουμε στο λιμάνι την ώρα του μεσημεριανού. Ο ήλιος εξακολουθεί να στραφτολογάει πάνω πάνω από τη θάλασσα, ενώ ένα κατάμαυρο σύννεφο στρογγυλοκάθεται αγριωπό, πάνω από την αντικρυνή Ουσουάια και το βουνό της. Μια θαυμαστή εικόνα, με υπέροχες φωτιστικές και χρωματικές αντιθέσεις, που τροφοδοτούν το αχόρταγο μυαλό μου και τη μηχανή μου, φυσικά!

Κούκλες αυτές οι φωτογραφίες.

Σαν ψεύτικες…
 
Μηνύματα
245
Likes
893
ΚΙ ΕΝΑΣ ΣΤΕΡΓΙΑΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ


Το αυτοκίνητο που μας παίρνει από το λιμάνι κατά την αποβίβαση μας, μας φέρνει έξω από τη πόλη, κοντά στο οικολογικό πάρκο Lapataya, που θα επισκεφτούμε μετά το γεύμα. Το ρεστοράν είναι μέσα σε τοπίο ερημικό. Ένα ξύλινο κτίσμα, τριγυρισμένο από ανθισμένο κήπο. Ο καιρός έχει πλέον κατσουφιάσει απαράδεκτα.

- Θα οργιστώ με το Θεό των ταξιδιών, αν μας βρέξει στο πάρκο, δηλώνω σοβαρά.

- Α, ναι! Κι εκείνος θα βάλει τη γάτα του να κλαίει, με κοντράρει, ως συνήθως, η Γιάννα, και σκάει στα γέλια μαζί με τη Φρόσω, την αιώνια διαιτήτρια των λεκτικών μας ασκήσεων!

- Καλά, καλά! Ξέρετε τι εκδικητικό πλάσμα είμαι εγώ; Θα χάσει ο Θεός την καλύτερη, την πιστότερη πελάτισσα του. Αυτό θα πάθει!

Το τι χαβαλές –συγνώμη κιόλας- γίνεται μέσα στη τεράστια σάλα του εστιατορίου, δεν περιγράφεται. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι και Έλληνες βεβαίως, γινόμαστε σαλάτα ρώσσικη! Στα κοινοβιακά τραπέζια φτάνουν ξέχειλες πιατέλες με κάθε λογής κρεατικό. Όλα ψητά, μοσχοβολιστά και γευστικότατα. Στην αρχή παλεύουμε τη υπόθεση με μαχαιροπίρουνο. Όμως τα παϊδάκια, τα πρόστυχα, εγκαταλείπουν περιέργως το πιρούνι μας, και προσγειώνονται ανετότατα όπου βρούν!...

Κοιτιόμαστε και οι τρείς στα μάτια.

Η Φρόσω και εγώ το συμφωνούμε σιωπηρά. «Δια χειρός Βαράγκη», λέει το μήνυμα.

Και ξεδιάντροπα ορμάμε, σαν ξεπεσμένες Ρωμαίες πατρικίες!

Η Γιάννα όμως αρνείται να μας ακολουθήσει. Επιμένει να…χειρουργεί με μαχαιροπίρουνο! Μας κοιτάει επιτιμητικά. Ύστερα αηδιασμένα. Και, στο τέλος, οργισμένα. Η Φρόσω και εγώ διαλέγουμε τη σωτήρια της αδιαφορίας. Και απτόητες…δακτυλίζουμε, ή…χερικώνουμε, αναλόγως του κοψιδιού!...

Πότε πότε γλείφουμε και κανένα δάχτυλο, για να κάνουμε σπονδή τρόπον τινά, στους Ρωμαίους, μια και τους ανέφερα.

- Καλά εσείς δεν ντρέπεστε, πια; Γουρουνοποιηθήκατε τελείως! Δεν είναι να σας βλέπει άνθρωπος! Ξέρετε τι εικόνα παρουσιάζετε;

- Δε μας νοιάζει. Πεινάμε!

- Κι είναι αυτός λόγος να τρώτε έτσι;

- Γιατί; Οι άλλοι δηλαδή πως τρώνε; Για κοίτα γύρω σου. Είσαι η μόνη παράφωνη που κραδαίνει, ως φονικό όπλο, τα μαχαιροπίρουνά της, πάνω από τα βουνά των κρεάτων! Τα, τα, τα!...Απαράδεκτο φιλενάδα, λέω χαιρέκακα, και βουτώ προκλητικά ένα κοψίδι!

Το Parquo Ecologico της Lapatayia, βρίσκεται πάνω στον ομώνυμο κόλπο. Η πανίδα και η χλωρίδα του προστατεύονται αυστηρά. Εδώ βλέπουμε και ένα είδος ποντικιών, που φέρνουν κομματάκι προς σκίουρο. Και είναι χαριτωμένοι. Η θέα από τις όχθες προς το «φιόρδ», το γεμάτο μικρά νησιά-κορφές των Άνδεων που φτάνουν ως εδώ κι ακόμα νοτιότερα- είναι θαυμάσια. Όμως και το κρύο άρχισε να γίνεται αφόρητο, ιδίως πλάι στο νερό.

Στην επιστροφή σταματάμε για λίγο στη λίμνη Rocca. Για ένα μικρό περίπατο. Να ξεμουδιάσουμε. Εντυπωσιάζομαι από τις ιτιές της όχθης. Τα κλαδιά τους ακουμπούν στο νερό και, καθώς τις ταράζει ο αέρας, τινάζουν ένα γύρω τις σταγόνες που μάζεψαν σκύβοντας στη λίμνη…

«Θρηνητικό θέαμα, αυτό των κλαιουσών» σκέπτομαι, καθώς τις καμαρώνω μέσα στο απογευματινό σύθαμπο. Το υποβλητικό φώς, που κάθεται πάνω στην εικόνα που βλέπω, κάνει το τοπίο μυστηριακό κι απόμακρο…

-Ουφ! Όλες οι λίμνες έτσι είναι, λέω φωναχτά, για να δημιουργήσω μία χαραματιά στη μαγεία της ώρας του σύθαμπου. Όλες σε υποβάλλουν και κομματάκι σε τρομάζουν! Άει στο καλό…

Είναι ακόμα μέρα, όταν επιστρέφουμε στην Ουσουάια. Καιρός να της δώσουμε και αυτής λίγη προσοχή. Και, παρά τη πρώτη εντύπωση, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πόλη, αρκετά παλιά σπίτια, όμορφους δρόμους, και πολύν ανήφορο. Χριστέ και Παναγιά!

Κάνοντας τη γνωριμία, λοιπόν, με τη πόλη, ψάχνουμε και για Correo! Πρέπει, ανυπερθέτως, να βρούμε «Stampijes»! Πως αλλιώς θα στείλουμε στο προορισμό της την Correspondencia; Ταχυδρομείο ψάχνουμε χριστιανοί! Για να αγοράσουμε γραμματόσημα, που χρειάζεται η αλληλογραφία μας, από το μέρος που οι ντόπιοι ορίζουν ως: «El fin del mundo»! Και με λόγια ελληνικά: «Το τέλος του κόσμου»!...

Ο «κορέος» βρίσκεται επιτέλους, οι «σταμπίγιες» αγοράζονται, οι κάρτες ταχυδρομούνται! Ξένοιασα και από αυτό το βάσανο. Αλλού δεν έβρισκα γραμματόσημα. Αλλού δεν υπήρχε γραμματοκιβώτιο, αλλού δεν υπήρχαν κάρτες. Κινδύνευα να παραδώσω την αλληλογραφία μου…αυτοπροσώπως στην Ελλάδα! Ωσεί Autocorreos!

Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο, στην κορφή σχεδόν του βουνού, με ταξί. Είμαστε ψόφιες στη κούραση. Πέφτω άπνους σε μια πολυθρόνα, στο σαλόνι με την πανοραμική θέα, και πίνω ένα γευστικότατο πίσκο.

Ωωωχ! Αυτό είναι ζωή, Στελλίτσα, παιδί μου! Να είσαι καλά, και να γυρίζεις τον κόσμο. Όσο βαστούν τα κότσια σου! Μαγεία είναι αυτή η ώρα! Είδες! Χάρηκες! Κουράστηκες! Ξεκουράζεσαι! Υπολογισμός κάλλιστος! Τι περισσότερο να ζητήσεις; Μην είμαστε και άπληστοι! Υπάρχει και Θεός….Αυτές οι σκέψεις μοιάζουν και με ευχή. Και είναι.

Το βράδυ ρίχνει χιονόνερο. Και η μέρα ξημερώνει χειμωνιάτικη. Θαρρώ πως ψιλοχιονίζει κιόλας.

- Τα ΄δατε; Ο Θεός των ταξιδιών κατατρόμαξε εχθές, από τις απειλές μου! Προκαλώ τις φίλες μου. Την κακοκαιρία τη φύλαγε για πρίν και για μετά. Κι εμείς χαρήκαμε το διάλλειμα της λιακάδας! Εμένα να με ακούτε, κυριούλες μου. Ξέρω τι λέω!

Και οι κυριούλες κουνούν προβληματισμένες το κεφάλι, καθώς ανεβαίνουν στο αεροπλάνο. Λετε αν τις έπεισα «δια το εκδικητικόν του χαρακτήρος μου»;

Η τρίωρη πτήση μας φέρνει στο προτελευταίο μας σταθμο στην Παταγονία. Είναι το Αργεντίνικο Puerto Madryn, στο οποίο φτάνουμε μέσω Trellew. Από το εκεί αεροδρόμιο, ένα αυτοκίνητο θα μας φέρει στο πολυδιαφημισμένο Parquo Ecologico της Χερσονήσου Valdez.

Πριν, ωστόσο, κλείσω οριστικώς και αμετακλήτως τούτο το κεφάλαιο, άειντε να κάνω και το παιδευτικόν μου χρέος! Ξέρετε, τώρα, εσείς! Και η ολίγη ιστορία, ουδένα ποτέ έβλαψε, έτσι δεν είναι; Πάντως, όποιος έχει αντιρρήσεις, δεν έχει παρά να πηδήξει το υπόλοιπον αυτής της σελίδας. Φτου, ξελεφτερία…

Το ενδιαφέρον, λοιπόν, των Ευρωπαίων –και κυρίως των Βρετανών, που είχαν ήδη αποικήσει τα Φώκλαντ- άρχισε πολύ αργά. Μόλις το 1834, μετά την επίσκεψη του Δαρβίνου, σ’ αυτήν την περιοχή. Ξαναθυμηθείτε ότι η Παταγονία ήταν γνωστή από το 1520, μετά την άφιξη, εδώ, του Μαγγελάνου. Η θρησκέια όμως, όπως πάντα συνέβαινε τότε, είχε αρχίσει κομματάκι νωρίτερα. Από το 1800, όταν οι Άγγλοι ιεραπόστολοι βάλθηκαν να εκχριστιανίσουν τίς ντόπιες φυλές, τών Γιαγκάνς, τών ΄Ονας, τών Αλακαλούφ κ.τ.λ.

Δυστυχώς τούς Βρετανούς τούς περιμένουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Ο πρώτος ιεραπόστολος Allen Gardiner, πέθανε εδώ από πείνα! Μιά άλλη αποστολή μακελεύτηκε στο νησί Navrino, στον Νότο τής Ushuaia.

Γνωρίζοντας πιά τίς δυσκολίες , οι επόμενες αποστολές, προετοιμάστηκαν καλλίτερα. Και πέτυχαν, εν τέλει, τον εκχριστιανισμό τών ΄Ιντιος, αλλά και τήν πλήρη εξαφάνισή τους, μέσα στον 19ο αιώνα!!!! Διότι, μαζί με τα “θεία” τους και τα “χριστιανικά” τους, κουβάλησαν, κι άγνωστες στην περιοχή και τούς ιθαγενείς, αρρώστειες: τον τύφο, τήν ιλαρά, την ευλογιά, και δεν ξέρω ποιές άλλες πληγές του Φαραώ!!!! Και οι ΄Ιντιος πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα με...κίρυζα! Δυό φορές, μεσα στον ίδιον αιώνα, τούς χτύπησε η ιλαρά. Την πρώτη φορά χάθηκαν οι μισοί.

Τη δεύτερη φορά οι άλλοι μισοί. Αποδεκατίστηκαν οι έρμοι!!!

Ανάμεσα στούς πρώτους Βρετανούς αποίκους ήταν ο Thomas Bridges, που εγκαταστάθηκε στην Ουσουάια, σε μιάν τεράστια Estancia, η οποία και σήμερα ανήκει στούς απογόνους του, και λέγετεαι Ηarberton. Ο γιός του Thomas, Lucas, γεννημένος στα 1874, έμαθε την ντόπια γλώσσα, έφτιαξε λεξικό, κι άφησε πίσω του τίς αναμνήσεις του, με τον τίτλο:

“Ο πιό μακρυνός τόπος τού κόσμου “.

Μεταξύ τού 1874 και 1974, η Ουσουάια είναι τόπος τρόμου. Διότι εδώ εκτοπίζει η Αργεντινή τούς ποινικούς καταδίκους της!!! Δηλαδή, ένα άλλο Νησί τού Διαβόλου, αρκετά μίλια νοτιότερα τής Αμερικανικής ηπείρου.

Από το 1950, η πόλη αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Είναι πλέον ο τόπος, από τον οποίο, η Αργεντινή διαφεντεύει τα συμφεροντά της, στην απέναντι ήπειρο τής Ανταρκτικής...

Κι από τότε ειναι κι ένας πόλος τουριστικής έλξεως, εφ΄όσον είναι η τελευταια κατοικημένη περιοχή , πριν από τον Νότιο Πόλο!......

Αυτό ήταν όλο κι όλο φίλτατοι. Δεν έχει άλλη ιστορία. ΜΟΝΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ βέβαια. Μην επαναπαύεστε, να σάς χαρώ!

Εμπρός λοιπόν, για τον επόμενο σταθμό, με βήμα ταχύ! Το ταξίδι μόλις που ξεπέρασε τη μέση του! ΄Εχει ακόμα “ψαχνό”, σάς διαβεβαιώ....

Την άλλη μέρα το πρωί, κινάμε για το Οικολογικό Πάρκο, 18 χλμ από τη πόλη. Καθ’ οδόν σταματάμε στο εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο στη μνήμη των ξεκληρισμένων Ινδιάνων, από το στρατηγό Roca. Ήταν αυτός που άνοιξε το δρόμο στην Αργεντινή, να βάλει πόδι στη Παταγονία. Έξι χιλιόμετρα από τη πόλη, στο Golfo Nuevo, βρίσκεται και το μνημείο, το αφιερωμένο στον Ινδιάνο της ντόπιας φυλής Tehueche. Τα αποκαλυπτήριά του έγιναν το 1965, για τα εκατοντάχρονα από την αποίκηση της μείζονος περιοχής Chubut, από τους Ουαλλούς. Απ’ το Monumento al Indio Tehueche, η ρότα μας φέρνει στην Caleta Valdez, τη χερσόνησο όπου έχουμε το πρώτο σοκ από το συναπάντημά μας με τα θαλάσσια κήτη. Θαλάσσιοι ελέφαντες, να σας χαρώ!

- Βρε παιδιά! Μονάχα σε ντοκιμαντέρ έχω δεί αυτά τα καταπληκτικά πλάσματα! Στο λιμάνι του Μοντερέι είδα θηλυκά λιοντάρια, σε μικρή ηλικία μάλιστα. Αλλά ελέφαντες; Πως θα είναι άραγε; Αναρωτιέμαι καθώς κατεβαίνουμε από το λεωφορείο. Σίγουρα μεγαλύτεροι από τους λέοντες και ίσως, Miserabile Visu! Δεν πρέπει να τους λείπει μήτε η προβοσκίδα, μήτε οι χαβλιόδοντες! Πως είναι δυνατόν;

- Κόντός ψαλμός, αλληλούια, μ’ αποπαίρνει η Φρόσω που, όταν θέλει, όλα τα ακούει. Ωστόσο έχει δίκιο. Σε λίγο θα ξέρουμε.

Φτάνουμε μπροστά στην απόκρημνη ακτή. Κάτω από τον χωμάτινο γκρεμό, που πάνω του στεκόμαστε, μια ομαλή αμμουδιά. Κι εκεί, πλάι στο νερό, κάτω από τον ήλιο, καμιά δεκαριά θηρία, ξαπλωμένα και ακίνητα! Οι ουρές τους προς το νερό. Το κεφάλι τους προς τη μεριά μας, χωμένο όμως στην άμμο! So jo desperado! Είμαι σε μαύρη κι άραχνη απελπισία!

- Don Pedro, είμαστε μακρυά! Είμαστε ψηλά! Δεν καλοβλέπουμε! Κι αυτά τα κτήνη, εκεί κάτω, έχωσαν τις μούρες τους στο χώμα. Τι νομίζεις ότι βλέπουμε από τόση απόσταση;

Ο Pedro μας κοιτάζει μ’ ένα κακό χαμόγελο, κρεμασμένο στο στόμα του:

- Κρατούν τα κότσια σας να κατρακυλήσετε την κατηφόρα, αλλά και να την ξανανεβείτε μετά; Το επιτρεπτό όριο είναι τρία μέτρα από τα κήτη. Η απόφαση δική σας! Είπε, και μας ατένισε προκλητικά.

Ζυγιάζω το εγχείρημα, στημάροντας ψύχραιμα την κλίση του γκρεμού:

- Άγριο πράμα μοιάζει, αποφαίνομαι. Συγχρόνως όμως διακρίνω κι ένα κακοτράχαλο μονοπάτι. Εγώ θα το επιχειρήσω , δηλώνω, κι ο Θεός βοηθός, αλλά κι εσείς οι δύο, λέω στις φιλενάδες μου. Η μία θα στηρίζει την άλλη. Θα τα καταφέρουμε. Τι λέτε;

- Λέμε, ότι μπορούμε να το επιχειρήσουμε, αποφαίνεται η Φρόσω.

- Allora, adelente senoras!...Η Γιάννα ζήλεψε, προφανώς, τα ισπανικά μου.

- Viva Grecia, αναφωνώ, και ρίχνομαι στο γκρεμό! Πως θα ξαναθυμόμουν το Ζάλογγο, εν μέση Παταγονία, ούτε που το έβαζε ο φτωχός νούς μου, συνεχίζω να κραυγάζω, γλιστρώντας σχεδόν με το πισινό! Δεν ξέρω για τις Σουλιώτισσες, αλλά εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου κομψά, έτσι που γκρεμοτσακίζομαι…

Το μονοπάτι είναι εκτάκτως στριφογυριστό. Είναι αναπόφευκτο, αφού ο κατήφορος είναι σχεδόν κάθετος. Χέρια, πόδια, πωπός επιστρατεύονται για να συνδράμουν! Περιττόν να πώ ότι πίσω μας κατεβαίνει όλο το γκρούπ. Ακόμα και η … «γόβα στιλέτο», η μουρλοθοδώρα της ομάδας! Περπατιστά, σκυφτά, σουρτά, κουτρουβαλιστά, κάποια στιγμή «πιάνουμε» παραλία.

- Καλέ τι χουνέρι ήταν αυτό; Άκου με τον πισινό! Τι κάνει ο ταξιδιώτης για να μην χάσει το αξιοθέατο! Γίνεται αξιοθέατο ο ίδιος, μουρμουρίζω καθώς σκύβω να βγάλω τα παπούτσια μου, πριν βουλιάξω στη παχιά άμμο.

- Δεν ήμασταν οι μόνες ξέρεις.

- Βρε το ξέρω! Αλλά μονάχα για το προσωπικό μου ρεζιλίκι νοιάζομαι! Απαντώ μπουρινιασμένη στη Φρόσω.

Τα κήτη, επιτέλους, είναι μπροστά μας. Σ’ απόσταση αναπνοής. Πλησιάζουμε σιωπηλά, για να μην τα αγριέψουμε. Διότι όταν τα πλησιάσουμε πολύ, κινούνται απειλητικά μουγκρίζοντας ανατριχιαστικά.

- Τη προβοσκίδα και τους χαβλιόδοντες θέλω να φωτογραφίσω, Don Pedro.

- Τι κάθεσαι; Καν’ το.

- Μα τα ‘χουν θαμμένα! Δε βλέπεις;

Ο ξεναγός βλέπει και πλησιάζει περισσότερο από εμάς. Κουνά τα χέρια του και βγάζει μια κοφτή κραυγή. Η απάντηση είναι σήκωμα του κεφαλιού, με τη μούρη ελεύθερη.

- Θεε μου, είναι τω όντι ελέφαντες! Με τα όλα τους! Δεν το πιστεύω!

- Είναι αρσενικά. Μονάχα οι «κύριοι» έχουν όλα τα σουπρεπέ του είδους. Τα θηλυκά είναι μικρότερα, και μπορεί να εκληφθούν από τους μη ειδικούς και ως μεγάλες φώκιες! Τούτα εδώ, είναι 6-7 μέτρα το καθένα και ζυγίζουν 4500 κιλά!

- Κινούνται εύκολα; Ρωτώ

- Ευτυχώς για μας όχι. Γι’ αυτό και δεν θεωρούνται επικίνδυνα. Όσο να σειστούν αυτά, ο κινδυνεύων έχει γίνει άφαντος!

- Άρα εγώ…

- Δεν θα το συμβούλευα, με διακόπτει γελώντας, γιατί κατάλαβε που το πάω. Άστε το καλύτερα. Δε σας φτάνουν τα 3 μέτρα;

Βεβαίως και μου φτάνουν. Αλλά ήθελα να δώ γιατί το τομάρι τους ήταν μπαλωμένο με κάτι ροζωπά μπλάστρια, πάνω σε γκρίζο-καφέ δέρμα.

- Αλλάζουν πετσί. Πέφτει από πάνω τους κομμάτι κομμάτι. Και προσέξτε πως δροσίζονται. Σηκώνουν με τα μπροστά φτεράκια τους, αλλά και με την ουρά τους, νοτισμένη άμμο, και την πετούν πάνω στη πλάτη τους! Έτσι, δεν χρειάζεται να μετακινούνται συχνά προς το νερό. Δεν τους βολεύει. Είναι πολύ αργοκίνητοι. Το ‘παμε.

Έχουμε όλοι γοητευτεί από τούτα τα θαυμαστά πλάσματα!

- Είναι και πολυγαμικά, συνεχίζει ο Pedro. Σ’ έναν «κύριο» αντιστοιχούν 100 «κυρίες»! Και πρέπει να σας πώ πως οι ερωτικοί καυγάδες μεταξύ τους, είναι τρομακτικοί. Τρωικοί μπορώ να σας βεβαιώσω, αποσώνει χαμογελαστός, για να δέιξει στους Νεοέλληνες ότι, αν και Αργεντίνος, γνωρίζει αρχαία ιστορία.

- Θάνατοι; Ρωτώ.

- Μονάχα για βαρείς τραυματισμούς μπορώ να μιλήσω, απαντά διασκεδασμένος. Βλέπετε οι ελέφαντες μας είναι άκρως ερωτικοί! Σαν κι εμάς!

Ο Πέδρο μόνο ερωτικός δεν μου φάινεται, αλλά τέλος πάντων….

- Θεός φυλάξοι! Με τέτοια ασχήμια! Τι ερωτισμό μπορούν να εμπνεύσουν; Απορεί η Φρόσω.

Κι επειδή υποθέτω ότι δεν αναφέρεται στον Πέδρο αλλά στα κτήνη, απαντώ:

- Εν σοφία, Φροσάκι μου! Εν σοφία! Αν δεν έμπαινε και αυτή η σοφία στη μέση, θα χαλούσε η τάξη του κόσμου…

Αφού χορτάσω το θέαμα, το μάτι μου παίρνειδεξιότερα μια παρέα φωκίτσες, που παίζουν θεότρελα μπαινοβγαίνοντας στο νερό. Με τα παπούτσια και τη μηχανή ανα χείρας, σπεύδω προς συνάντηση τους! Με παίρνουν είδηση, οι πονηρούλες, και γλιστρούν με χάρη μοναδική μέσα στο νερό, αφήνοντας με στα κρύα του λουτρού!...Παίζουν στα ρηχά και με εμπαίζουν, οι άτιμες!

Όμως η αμμουδιά έχει χρωματιστά κοχύλια, που έχουν φίλντισι στο εσωτερικό τους. Μ’ αρέσουν, κι αρχίζω να μαζεύω μερικά επιστρέφοντας, με σκυμμένο το κεφάλι. Είμαι πολύ αφοσιωμένη στην επιλογή των χρωμάτων και των σχημάτων, και τινάζομαι ξαφνιασμένη όταν ακούω τον Πέδρο να φωνάζει:

- Please, Stella, do not…ride the elephant! For God’s sake!...

Σηκώνω το κεφάλι και παγώνω. Άλλο ένα βήμα, και θα σκοντάψω πάνω στο πρώτο «κυριούλη» ελέφαντα! Αλαφιάζομαι. Ο ελέφας με παρατηρεί ακίνητος. Θαρρείς πως περιμένει τη μοιραία κίνηση. Στέκω ασάλευτη. Κοιταζόμαστε στα μάτια, σαν να αναμετριόμαστε. Και σιγά σιγά, αρχίζω να οπισθοχωρώ, ενώ ένα κακόφωνο μουγκριτό με…ξεπροβοδίζει!

Ε, θα το πιστέψετε; Έπαθα ταχυπαλμία!...

Τώρα, να μην αποπειραθώ να σας περιγράψω το πως καταφέραμε να ανεβούμε τον άθλιο ανήφορο, που ούτε να τον κατεβούμε δεν μπορούσαμε! Μας βγήκε το λάδι του νονού μας, μαζί με τη ψυχή! Πλήρως στραπατσαρισμένοι – αλλά ευτυχείς – φτάσαμε στο πλάτωμα, πάνω από το γκρεμό. Επιτέλους! Πήρα μια βαθειά ανάσα, φόρεσα τα παπούτσια μου και έπεσα ξερή πάνω στο χορτάρι, μ’ ένα μακρόσυρτο, ηδονικό:

- Αααααχ!....Να ξαναβρώ την αναπνοή μου, χριστιανοί και ελέφαντες – που δεν είστε ελέφαντες….

Μπράβο μου, σκέφτομαι, καθώς κοιτώ τον ουρανό με τα χέρια σε έκταση, σαν αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης! Δύο φορές μπράβο μου! Ούτε κατσίκι άγριο δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει τέτοια ανηφόρα!

Τι δεν κάνει η περιέργεια και η αγωνία, να δείς και να μάθεις…Αχόρταγη που είμαι στα ταξίδια, Θεέ μου! Μέχρι σε υποθαλάσσιο σπήλαιο, δίχως φώς, τόλμησα να κολυμπήσω, στο Ναμπουκέρου, στα νησιά Γιασάουα. Και ούτε καν ψαροπέδιλα φορούσα για μια κάποια σιγουριά. Στο θεοσκότεινο όμως Ναμπουκέρου μπήκα. Και μάλιστα μέσα από μια μικρή τρύπα, όπου έπρεπε να βουτήξεις το κεφάλι σου μέσα στο νερό! Πως το έκανα; Ιδέα δεν έχω. Είχα τέτοια περιέργεια αν το δώ – με τους φακούς των ανδρών του πληρώματος του πλοίου μας- που το αποτόλμησα. Ε, λοιπόν, σ’ αυτόν τον ανήφορο θα κιότευα; Σιγά!...

Ανάπαυση τέλος. Έχυμε ακόμα μπροστά μας πράματα και θάματα να δούμε. Σε μικρή απόσταση από εδώ θα βρεθούμε στις λίμνες του αλατιού.

- Τι θα πεί αυτό Πέδρο; Πρόκειται για αλικές; Γιατί τις λέτε «λίμνες»;

- Διότι είναι λίμνες. Λίμνες πραγματικές.

- Αλμυρές;

- Ας πούμε.

Τον κοιτώ χαζά και ρωτώ τη Γιάννα:

- Κατάλαβες μήπως εσύ;

- Όχι.

- Ευτυχώς. Για να μην θεωρήσω τον εαυτό μου αποβλακωθέντα. Ας περιμένουμε μπας και το μυστήριο λυθεί μονάχο του. Εδώ, καταπώς φαίνεται, μας περιμένουν διάφορες εκπλήξεις και παραξενιές! Milagros! Milagros!...λέω τραγουδιστά.

- Τι είναι πάλι τούτο το ισπανικό; Που το μάζεψες; Στα σήριαλς;

- «Θαύματα, θαύματα» θα πεί. Και να αφήσεις τα ισπανικά μου ήσυχα, ακούς;

- Ωχ, άφησε με και εσύ! Εδώ δεν μπορούμε να καταλάβουμε απλές έννοιες, και εσύ το χαβά σου! Πές της και εσύ βρε Φρόσω!

- Α, εμένα να με αφήσετε έξω από τις παλαβοσύνες σας! Δεν ανακατώνομαι εγώ σε τέτοια, σοβαρή γυναίκα!

Γελάμε και οι τρείς, και κατεβαίνουμε προβληματισμένες.

- Τίποτα δεν βλέπω ξεναγέ!

- Paciencia! Σε μερικά μέτρα από εδώ, σας περιμένουν οι λίμνες.

- Που όμως δεν είναι λίμνες καθ’ αυτό, ψιθυρίζω στις φιλενάδες μου, πεισμωμένη.

Ευτυχώς ο δρόμος εδώ είναι λατρευτή…ισιάδα! Δόξα σοι! Δεύτερος τέτοιος ανήφορος, σαν τον προηγούμενο, δόση θανατηφόρος!... Και ξαφνικά, εκεί, στ’ αριστερά μας, κάτι μας στραβώνει τελείως. Πονούν τα μάτια μας. Δύο τεράστιες, κάτασπρες, και επικίνδυνα ιριδίζουσες επιφάνειες, μας καίνε τα μάτια! Τα μισοκλείνουμε, για να μειώσουμε την ένταση της αντιλιάς. Σχεδόν δεν βλέπουμε, παρά τα μαύρα μας γυαλιά!

- Δεν το πιστεύω! Τι είναι αυτό; Γκρινιάζω. Δε βλέπω τη μύτη μου.

- Τη μύτη δεν την βλέπεις έτσι κι αλλιώς, απαντά μισόστραβη και η Φρόσω.

- Ο λόγος το λέει χριστιανή μου!

- Ξέχνα τον, και πρόσεχε που πατάς. Γιατί αυτό το πράμα, ότι κι αν είναι, εκτός από εκτυφλωτικόν είναι και ιδιαιτέρως ολισθηρόν!...

- Ολισθηρότατον, τω όντι! Σαν το… «αφέψημα», την πειράζω. Εκείνη ξέρει.

Είναι ένα καλαμπούρι που το κουβαλάμε από την Ινδία. Κι έτσι, χαμογελώντας, πιανόμαστε από τα χέρια, κι αρχίζουμε τον αλατισμένο μας περίπατο, πάνω στο πάτο των, πάλαι ποτέ, λιμνών που, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, ήταν αλμυρές. Σήμερα είναι και οι δύο ξερές. Ο βυθός τους όμως αποτελείται από παχύτατο στρώμα φυσικού αλατιού άριστης ποιότητας. Οι λίμνs siempre ες βρίσκονται 42 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, κοντά στην οποία κάποτε βρίσκονταν. Κι αυτός ήταν ο λόγος που ήταν αλμυρές. Προφανώς, τροφοδοτούνταν υπογείως, με θαλασσινό νερό. Αργότερα, λόγω προσχώσεων, απομακρύνθηκαν από τον Ατλαντικό, κι έπαψαν να γεμίζουν από αυτόν. Με τα χρόνια, το νερό τους εξατμίστηκε. Κι αποκαλύφθηκε ο βυθός τους, με όλο του το άλας!

- Esto es un milagro, no αιφνιδιάζω το Pedro.

- Si, senora. La natura es siempre milagrosa.

Δίκιο εχει. Η φύση είναι, πράγματι, πάντα θαυμαστή. Διότι, τι θα έβλεπα εγώ στα ταξίδια μου; ‘Ελα ντε!!! Ευτυχώς.

Βεβαίως, το πολύτιμο αυτό προϊόν το εκμεταλλεύονται οι Αργεντίνοι. Γι αυτό και στις άκρες των λιμνών υπάρχουν βουνά αλατιού, όπου το έχουν σωριάσει, προφανώς για να το μεταφέρουν.

Ο βυθός είναι υγρός. Και τρομερά «ολισθηρός» όπως επιμένει η Φρόσω. Περπατάμε με προσοχή, σαν υπάρχουν κάτω από τα πόδια μας αυγά. Τα παπούτσια μας βουλιάζουν και κολλούν.

- Φιλενάδες, δεν είναι για περίπατο ο τόπος. Ελάτε να φωτογραφιστούμε, και να του δίνουμε πάραυτα. Πριν κουτσαθούμε και μπριχού κουλαθούμε! Περί τυφλώσεως τα ‘παμε, να μην τα ξαναλέμε.

Κι επιτέλους, το Οικολογικό Θαλάσσιο Πάρκο της Βαλντέζ. Τι είναι αυτό; Μια καταπληκτική παραξενιά. Κατ’ αρχήν είναι μια αληθινή χερσόνησος στον Ατλαντικό, μαζί με δεκάδες βραχονησίδες. Και μέσα σε αυτόν τον θαλάσσιο χώρο ζούν και πληθύνονται όλων των λογιών τα κήτη. Φώκιες, θαλάσσιοι ελέφαντες, φάλαινες, θαλάσσιοι λέοντες που σκοτωνόμαστε να δούμε. Κι εδώ πρέπει να πω πως αυτά τα θηλαστικά είναι το ίδιο επικίνδυνα με τα ομώνυμα τους χερσαία. Κινούνται τρομερά γρήγορα, αγριεύουν πολύ, κι αν σε βρούν…εύκαιρο, πρέπει να ‘χεις άγιο!!!

Η προετοιμασία στο Puerto Pyramide, πριν πάρουμε το καραβάκι για τη ξενάγησή μας, έχει πολύ γούστο. Όλα μοιάζουν περίεργα. Πρώτα πρώτα περνάμε από τη Ρεσεψιόν, ούτως ειπείν, του Πάρκου. Βρίσκεται παραχωμένη μέσα σ’ ένα σπήλαιο. Δεν ξέρω για πιο λόγο μας ζητούν στοιχεία και πασαπόρτια, και μας στέλνουν να πάρουμε ένα αδιάβροχο, από μια στοίβα που τη βλέπουμε στο βάθος του σπηλαίου. Είναι τρίχρωμα: πράσινα, κόκκινα και κίτρινα. Διαλέγετε και παίρνετε.

- Για τις φωτογραφίες, παιδιά! Λέω. Θα είμαστε σαν λουλουδάκια!

- Άστο! Γιατί θα λιγωθώ στα γέλια! Άκου «λουλουδάκια»! Ήμαρτον! Αυτή είναι η Μόλυ. Σπανίως ακούγεται αλλά όταν το πεί, το λέει. Και μου μαυρίζει τη ψυχή!

- Γιατί, χριστιανή μου; Θα βάλουμε και τις κουκούλες! Θα κρύψουμε έτσι τα μούτρα μας! Κατάλαβες πως το εννοώ;

- Εννόησα πως το εννοείς, αλλά επιμένω: Άστο! Γιατί θέλω δε θέλω! Ο νούς μου πηγαίνει στο ανέκδοτο και βγάζω ορτικάρια! Με εννοείς;

Οι φωτογραφίες βγαίνουν μέσα σε γενική θυμηδία. Κι έτσι γελώντας, μας ανεβάζουν πάνω σε μια ψηλή πλατφόρμα. Βρίσκεται μέσα στο ρηχό νερό, στηριγμένη πάνω σε πασάλους. Και τι κάνουμε, τώρα, εδώ πάνω; Κανείς μας δεν καταλαβαίνει. Και ξαφνικά εμφανίζεται, μέσα στην ξέρηχη θάλασσα, ένα…..τρακτέρ!

Ναι, μα το Θεό! Τρακτέρ με τα όλα του.

Πίσω του σέρνει μια σιδερένια κατασκευή, άγνωστης, για την ώρα, σε μας, χρήσεως. Γρήγορα και εύκολα, πριν το καταλάβουμε, προσαρμόζεται πάνω της η πλατφόρμα μας.

- Ιησούς Χριστός νικά, σταυροκοπιέμαι. Τι άλλο θα δούν τα μάτια μας. Μωρ’ που σκοπεύει να μας πάει τούτο το…γεωργικό μηχάνημα; Αναρωτιέμαι.

- Να….οργώσουμε τις θάλασσες, παρατηρεί προσφυώς ο αρχηγός μας.

Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσε αυτός που πρωτοείπε τη φράση, όμως εμείς θα κάνουμε τη ρήση αυτή, πράξη αληθινή.

Το τρακτέρ σύρει την εξέδρα πίσω του, με όλους εμάς να μην πιστεύουμε στα μάτια μας. Μας πάει στ’ ανοιχτά, όπου η θάλασσα βαθαίνει τόσο, όσο να μπορεί ν’ αράξει πλεούμενο. Είναι ένα αρκετά μεγάλο ταχύπλοο. Επιβιβαζόμαστε, χωρίς προβλήματα. Καλημερίζουμε τον καπετάνιο –ξεναγό μας, κι αποχαιρετάμε τον οδηγό του τρακτέρ.

- Μη βιάζεστε να με αποχωριστείτε, μας φωνάζει. Θα ξαναϊδωθούμε, όταν επιστρέψετε. Εγώ θα σας βγάλω παλι έξω, στη στεριά. Buen Divertimiento! Καλή διασκέδαση!


Είμαστε ήδη στο Golfo Nuevo. Κι από εδώ θα ξεκινήσουμε το γύρο της χερσονήσου. Ο καπετάνιος είναι νέος, καλόκαρδος και καλαμπουρτζής. Απαντά ευχαρίστως και στις πιο ανόητες ερωτήσεις μας.

Είναι μεσημεράκι. Κι ενώ ξεκινούμε με ζέστη, μέση στη θάλασσα κάνει μαύρο ψόφο. Καλά που φοράμε τα πλαστικά αδιάβροχα που, εν προκειμένω, χρησιμεύουν ως αντιανεμικά. Και τώρα θυμήθηκα και τα σωσίβια, καλέ! Έκαναν θαύματα στο κρύο, παίζοντας το ρόλο του κασκόλ!

Τα μάτια μας έχουν γουρλώσει. Λογιών λογιών θαλασσοπούλια και κάθε είδους κήτη, βρίσκονται σ’ όλες τις ακτές, σ’ όλες τις μικρές παραλίες και τα βράχια! Οι λέοντες ωστόσο – και μάλιστα αρσενικοί!- βρίσκοντια μακριά μας. Και ψηλότερα από τα άλλα θηλαστικά της περιοχής. Σαν βασιλιάδες σε θρόνο. Να επιβάλλονται στ’ άλλα ζώα της χερσονήσου.

- Καπετάνιε, πως κατεβαίνουν από εκεί πάνω, στο νερό; Σαν δύσκολο φαίνεται.

- Και είναι. Δύσκολο και επικίνδυνο. Πάντως τα καταφέρνουν, ασχέτως αν μερικές φορές χτυπούν άσχημα και τραυματίζονται. Θα πλησιάσουμε περισσότερο, για να μπορέσετε α δείτε με τα κυάλια, πόσο κινδυνεύουν όταν κατεβαίνουν, και πως αγωνίζονται ν’ ανέβουν πάλι.

Είναι πολύ ενδιαφέρον θέαμα. Οδύσσεια θα το έλεγα εγώ. Κακόμοιρα ματαιόδοξα θηλαστικά! Κουτρουβαλούν με τη κεφαλή κάτω! Σούρνονται άτσαλα! Πεφτοσκώνονται! Κατρακυλούν! Κρέμονται! Μουγκρίζουν! Ξεφυσούν! Κι επιτέλους, φτάνουν. Και βουτούν ευτυχισμένα στο νερό. Σκέφτονται άραγε την επιστροφή τους; Διότι μερικά λιοντάρια, βρίσκονται σ’ αυτήν τη φάση: Πολεμούν να σκαρφαλώσουν, πάνω στους γλυστερούς, απότομους βράχους! Μια φρίκη δηλαδή! Κι εκεί βλέπετε τη πονηριά της φύσεως. Τους έχει, προφανέστατα, προικίσει με εντυπωσιακές ικανότητες. Να δείτε με πόση εξυπνάδα διαλέγουν τα σωστά πατήματα, για να αναρριχηθούν με ασφάλεια. Είναι για μας μάθημα και άσκηση υπομονής, επιμονής, εξυπνάδας, σωστών υπολογισμών και γαϊδουρινού πείσματος! Όσο για την εμφάνιση τους, μας αφήνουν άναυδους. Είναι το ακριβώς αντίθετο από τη φώκια. Όσο εκείνη είναι χαριτωμένη, τόσο το λιοντάρι είναι μεγαλόπρεπο. Όσο εκείνη νωχελής και σιγανοπαπαδιά, τόσο εκείνος ευκίνητος και επικίνδυνος. Χαίτη πλούσια. Ανάστημα ψηλό. Ύφος εξουσιαστή! Απίθανο θηλαστικό, μα την αλήθεια.

Το άλλο αξιοθέατο της περιοχής είναι οι βράχοι και τα σχήματα τους. Μέχρι πυραμίδες και Σφίγγες είδαμε! Και οι διαστρωματώσεις τους δαντελλωτές! Χρωματιστές! Εντυπωσιακότατες… Η χερσόνησος Βαλντέζ είναι μια σπάνια εμπειρία. Εκεί βρίσκεις αιτίες να γελάσεις, να διασκεδάσεις, να δείς, να μάθεις, να εκπλαγείς, να εντυπωσιαστείς…

Η μέρα μας τελειώνει σ’ ένα ψαράδικο εστιατόριο. Κοιμόμαστε νωρίς. Αύριο, και πριν τη μεσημεριανή μας πτήση που θα τη βρούμε πάλι στο Trellew, προς Bariloche – μέσω Buenow Aires – θα επισκεφτούμε την Punta Tombo, τη μεγαλύτερη Piguinera της Νότιας Αμερικής. 160 χλμ μακριά από το Puerto Madryn, 700.000 πιγκουίνοι, σε μιαν ακτή πολλών χιλιομέτρων. Περιμένω πως και τι αυτήν την εμπειρία. Πως θα είναι άραγε;

Αφήνουμε αξημέρωτα το Puerto Madryn. Η σημερινή θα είναι μια μακριά μέρα. Ευτυχώς έχει συννεφιά και η ζέστη έχει πέσει. Ωστόσο η υγρασία είναι αφόρητη. Ευτυχώς στην παραλία φυσάει. Λίγο περισσότερο, βέβαια, από το επιθυμητό, αλλά τουλάχιστον στεγνώνει πάνω μας ο ιδρώτας και ανακουφιζόμαστε μια στάλα.

Το θέαμα που αντικρύζουμε, όταν το αυτοκίνητο μπαίνει στα όρια του πάρκου, είναι από τη πρώτη ώρα, συναρπαστικό! Τα παράξενα, σαν κορδωμένα ανθρωπάκια, πουλιά, κυκλοφορούν νωχελικά κατά παρέες, ακόμα και σε μεγάλη απόσταση από το νερό. Εδώ ψηλά, μακριά από τη θάλασσα, ανάμεσα σε φουντωτούς θάμνους, έχουν τις φωλιές τους. Εδώ γεννούν και κλωσούν τ’ αυγά τους, εδώ μεγαλώνουν και «διαπαιδαγωγούν» τα μικρά τους, και γενικώς εδώ νοιώθουν σαν το σπίτι τους. Στη θάλασσα πηγαίνουν μόνο για δροσιά, άσκηση και τροφή. Όταν διαλέξουν το θάμνο, σκάβουν μια λακούβα, όπου εναποθέτουν τ’ αυγά και μετά τα μωρά τους. Αυτές τα φωλιές τις φρουρούν με μεγάλο ζήλο. Σαν ότι πολυτιμότερο. Δεν επιτρέπουν να τις πλησιάσει κανείς. Τις υπερασπίζονται με όσες δυνάμεις διαθέτουν. Οι πιγκουίνοι είναι εκπληκτικοί οικογενειάρχες. Λατρεύουν την οικογένεια τους και την τιμούν τόσο όσο μήτε οι «λογικοί» άνθρωποι. Κι εδώ μάθαμε και τούτο το συγκινητικό. Οι πιγκουίνοι είναι αυστηρά μονογαμικοί – από τη φύση τους, βεβαίως. Αυτοί δεν έχουν νόμους και θεσμούς κοινωνικούς και άλλα τέτοια μπελαλίδικα. Σ’ όλη τους τη ζωή, μονάχα ένα ταίρι γνωρίζουν. Τη μοιχεία ούτε που τη διανοούνται. Και στο θάνατο; Τι κάνουν όταν ο ένας εκ των δύο πεθαίνει; Ο ζωντανός δε διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή, βρίσκοντας ένα καινούριο ταίρι, για συνεχίσει; Όχι! Καθόλου! Απλώς μαραζώνει ολομόναχος, και σύντομα πεθαίνει.

Δεν είναι, αλήθεια, συγκλονιστικό; Μπορείτε να φανταστείτε τέτοιο αρρωστημένο ρομαντισμό σε πουλιά; Ανατριχιάζω!

Καθώς το πούλμαν κινείται πάνω στην ασφαλτοστρωμένη κεντρική αρτηρία, μια παρέα πιγκουίνων χαζοχαρούμενων, μας κόβει το δρόμο. Στέκουν καταμεσίς της ασφάλτου, και αμς κοιτούν περίεργα, με το βλέμμα στηλό. Είναι οι πιγκουίνοι του Μαγγελάνου. Μετρίου ύψους. Μαυρόασπροι. Κορδωτοί, τρισχαριτωμένοι, με μουρίτσες και ματάκια πα΄ρα πολύ σκεφτικά! Νομίζω ότι είναι τα πιο σοβαρά και αξιοπρεπή πλάσματα του πλανήτη μας. Έχουν στυλ, βρε παιδί μου! Πως να το κάνουμε; Το βλέμμα τους, καθώς μένει καρφωμένο πάνω μας, μοιάζει να λέει:

- Κι άλλοι τρελοί; Μα γιατί μας βλέπουν έτσι; Πιγκουίνοι είμαστε, και μάλιστα από καλή γενιά. Τι το παράξενο μας βρίσκουν;

Και για να μας καταπλήξουν ακόμα περισσότερο, υψώνουν το κεφάλι κατά τον ουρανό, τεντώνουν το λαιμό, ανοίγουν το στόμα κι αφήνουν μια τεράστια κραυγή!

- Μα γιατί το κάνουν αυτό; Τι θέλουν να μας πούν; Μας καλοδέχονται; Μας μισούν; Επιδεικνύουν έτσι τη ματαιοδοξία τους; Τι;

Κανείς δε ξέρει. Και το αυτοκίνητο αναγκάζεται να μας «αδειάσει» εκεί, μες τη μέση του δρόμου. Αφού δεν κουνιούνται τα πουλιά, πρέπει να κινηθούμε εμείς. Στα Εθνικά Πάρκα, προτεραιότητα έχουν πάντα τα ζώα.

- Προχωρήστε μόνοι σας, λέει ο Πέδρο, αλλά σιγά-σιγά. Μην τα τρομάξετε. Μη βάζετε τις φωνές όταν δείτε κάτι περίεργο – που σίγουρα θα δείτε! Ψυχραιμία!

Κατηφορίζουμε τη μικρή πλαγιά, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη θέα της μακριάς παραλίας. Απίστευτο το θέαμα. Χιλιάδες είναι οι πιγκουίνοι που συνωστίζονται άνω στην άμμο, μέσα στο νερό, στα τριγυρινά βράχια, στις χαμηλές πλαγιές!...Άλλοι είναι πεσμένοι σε βαθειά…συλλογή και στέκουν ακούνητοι. ‘Αλλοι βουτούν μισοπετώντας μισοπερπατώντας στη θάλασσα. Άλλοι κάνουν σεργιάνι…Και πάντα κατά ομάδες. Πολύ κοινωνικά όντα, τέλος πάντων. Και τρισχαριτωμένα. Δε χορταίνεις να τα βλέπεις. Φορές φορές σου κόβουν την ανάσα με τα καμώματα τους.

Έχουμε χαζέψει εντελώς! Τι να πρωτοδούμε; Το τεράστιο, το αμέτρητο πλήθος; Τις παρέες που σεργιανίζουν με πολλήν αξιοπρέπεια και ύφος; Ή τον κάθε πιγκουίνο χωριστά, για να δούμε σουσούμια και καμώματα; Παλαβώνουμε. Φωτογραφίζουμε πηλαλώντας εδώ κι εκεί, με το μάτι πάντα κολλημένο στο ρολόι. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε και να αργήσουμε. Έχουμε και μια πτήση να προλάβουμε. Όμως εμένα με πιάνει ένα είδος αμόκ, κι αδιαφορώ. Έως ότου κάποιο βάρβαρο χέρι με βουτά από το σβέρκο:

- Νισάφι! Ο χρόνος τέλειωσε. Γρήγορα στο αυτοκίνητο. Το θέαμα δεν είναι για χόρταση.

- Το ξέρω. Αλλά εγώ μήτε τη γεύση του ορντέβρ δεν κατάλαβα. Γιαννάκι μου!...

Σουρτή και τσουβαλιαστή με χώνουν στο πούλμαν. Θλίβεται η ψυχή μου έως θανάτου.

- Δεν το χάρηκα αρκετά, διαμαρτύρομαι.

- Κανείς δεν το χάρηκε, μου απαντούν βλοσυρά.

Είναι και αυτοί τσαντισμένοι που δεν είχαμε τουλάχιστον μισή μέρα, να απολαύσουμε αυτό το μοναδικό θέαμα.

Κρίμα! Ή ίσως όχι «κρίμα» αλλά «δόξα τω Θεώ» καλό ήταν και τόσο. Αξιωθήκαμε μιας μεγάλης τύχης! Το υπόλοιπο της ημέρας αποδεικνύεται παλαβό. Μόλις και μετά βίας προφταίνουμε να φτάσουμε στο Τρελλεόυ. Με τη ψυχή στα δόντια προλαβαίνουμε να ξεφορτώσουμε τα μπαγκάζια μας στο Μπουένος Άιρες, και να τα μεταφορτώσουμε στην ανταπόκρισή μας για το Μπαριλότσε. Μόλις ανεβήκαμε, το αεροσκάφος ξεκίνησε! Ίσα που το προλάβαμε δηλαδή. Τέτοια καμώματα φίλτατοι!

Vivere Pericolosamente! Αυτό δεν ξέρω πως το λένε ισπανιστί. Θα σας γελάσω!

Στο Bariloce φτάνουμε απογευματάκι. Είμαστε πτώματα, και είναι παράδοξο. Αύριο έχουμε μια πολύ γεμάτη μέρα. Έναν 9ωρο χερσαίο περίπατο. Και την μεθεπομένη έναν επίσης 9ωρο περίπατο, στη λίμνη Nahuel Huapi, με διάφορες στάσεις στις όχθες της, για επίσκεψη άλλων λιμνών και δρυμών!

- Μονάχα ένας καλός ύπνος με σώζει, δήλωσα στη παρέα μου και απελθούσα εξεράθην!
 
Μηνύματα
245
Likes
893
BARILOCE


Η Αργεντινή επί το…ελβετικότερον…

ή

Όταν ο θεός έχει τα κέφια του! Το αριστοκρατικότερο, το ακριβότερο, και σίγουρα το γλυκύτερο θέρετρο της Αργεντινής!!!


Cirquito chico o chirquito grande; Ιδού η απορία. Η ξεναγός θέτει αμείλικτα το ερώτημα. Φυσικά υπάρχει και διαφορά τιμής. Οπότε, αυτομάτως, Ξεχωρίζουνε τα ερίφια από τα πρόβατα. Οι φτηνιάρηδες διαλέγουν, χωρίς καν σκέψη, τον μικρό γύρο, που διαρκεί μονάχα 3 ώρες. Ενώ ο μεγάλος γύρος κρατά ένα γεμάτο 9ωρο. Η διαφορά της τιμής; 15 δολάρια. Τους φαίνεται εξωφρενική η διαφορά.

- Τόσα πολλά; Τρομοκρατούνται.

Συνέρχονται, μονάχα όταν τους μεταφράζω το ποσό, από αμερικάνικο σε ελληνικό:

- Δεν κατάλαβα! Για 3500 δρχ, γίνεται τοση φασαρία; Εγώ αρνούμαι να συμμετάσχω στη συζήτηση, διότι ντρέπομαι! Μου πέφτουν τα μούτρα μπροστά στη ξένη γυναίκα. Δεν την βλέπετε τι σαστιμάρα έχει; Δώσατε τόσα χρήματα για ένα τέτοιο ταξίδι, και κολλήσατε στις 3500; Έλεος! Να χαρείτε!...

Τελικώς επικρατεί η ψύχραιμη σκέψη και ψηφίζουμε όλοι υπέρ του μεγάλου γύρου. Δόξα εις το όνομα του Κυρίου!

Την άλλη μέρα ξεκινούμε στις 09:00. Ήλιος λαμπρός. Ατμόσφαιρα λάγαρη, διαυγής, αστραφτερή. Μέρα δοξαστική!

- Μαγεία είναι σήμερα, παιδιά, λέω ενθουσιασμένη.

Μαγεία είναι και το ταξίδι στο εσωτερικό της επαρχίας Nuequen, στα βορειοδυτικά της Αργεντινής. Κάθε στροφή του δρόμου που πορευόμαστε, μας αποκαλύπτει κι έναν ζωγραφικό πίνακα. Μια εικόνα που στράφτει από ζωντανά χρώματα, και φανταστικά παιχνίδια με το φώς του ήλιου και τις σκιές. Πότε βρισκόμαστε μπροστά σε φωτοπερίχυτους βράχους, με σχήματα απερίγραπτα. Πότε ταξιδεύουμε κατά μήκος καταγάλανων ποταμών – αν είναι δυνατόν! Οι κοίτες τους είναι στρωμένες με αλαβάστρινα, καλολειασμένα βότσαλα. Και το νερό που έρχεται κατ’ ευθείαν από τα ιριδίζοντα χιόνια των παρόχθιων οροσειρών, είναι γάργαρο! Χωρίς ίχνος χρωστικής ουσίας! Και παγωμένο!...Το γλυκό φρρ φρρ της ήμερης συρμής του, ημερεύει τη ψυχή μας, καθώς περπατάμε στην όχθη και ρεμβάζουμε. Ο νους μας λούζεται θαρρείς, μέσα στα άγια νερά μιας παράξενης Σιλωάμ, που γιατρεύει βαρυθυμίες και αλγηδόνες.

Αμ οι λίμνες; Αχ, αυτές οι μοναδικές λίμνες όλης της Παταγονίας. Βαθειά λαζουρένιες, όταν έχουν πολύ βάθος! Περουζένιες όταν είναι ξέρηχες. Και πάντα ήμερες, σαν αγιασμένες των Θεοφανείων! Γυαλιστεροί καθρέφτες, να ναρκισσεύεται μέσα τους η ομορφιά της αδάμαστης Φύσης!... Σ’ άλλη στροφή, φαράγγια. Βαθειά! Μακρύστενα! Κατάφυτα! Τα μπουγάζια που τα σαρώνουν μπαινοβγαίνοντας, τραντάζουν σύρριζα τα λυγερά ελάτια, που με χάρη λυγούν, σαν να προσκυνούν Εκείνον! Αυτόν, που σε μια στιγμή τσακίρ κεφιού, ή σαν σε θεϊκή…βακχεία, αποφάσισε να αιφνιδιάσει τα έλλογα δημιουργήματα του! Ευτυχισμένο κρασοβόλι!...

- Με αμφισβητείται, το ξέρω, γελάει ο Θεός. Τόσο σας κόβει. Ρίξτε μια ματιά γύρω σας! Πως εξηγείται – ω έξυπνοι, εσείς! -

Όλην αυτήν την αρμονία, την ευρυθμία, τη θαυμαστή ισορροπία των πάντων; Ποιο ηλεκτρονικό μηχάνημά σας μπορεί να τις πετύχει; Εσείς, κακόμοιρα, μήτε να τις εξηγήσετε μπορείτε! Ζήτε και πεθαίνετε ψάχνοντας τη λύση στα αινίγματα του Σύμπαντος! Κι ούτε ένα μάτι, να βλέπει, ή ένα αυτί ν’ ακούει, δεν είστε ικανοί να φτιάξετε! Άπιστοι και αμφισβητίες! Μέγα τ όνομα μου, καλέ τι σόι πλάσματα πήγα και κατασκεύασα; Ίσως, πάλι, καλώς να τα κατασκεύασα έτσι, μισερά! Διότι, ακόμα κι ως τοιαύτα – ανήξερα κι ανήμπορα – τολμούν να με κρίνουν και να με αμφισβητούν! Σκέψου, τώρα, τι περιφρόνηση θα μου ρίχνανε στα μούτρα, αν τα έκανα κομματάκι καλύτερα, τελειότερα! Δε βαρυέστε! Εγώ πάντα εν σοφία ποιώ….

Είπεν ο Θεός, και ξεφύσηξε ανακουφισμένος.

Εγώ πάντως, δεν ήμουν καθόλου ανακουφισμένη. Αντιθέτως, ήμουν πλήρως αναφουφουλιασμένη, τρέχοντας με τη μηχανή στα χέρια, κι αλλάζοντας συνεχώς φακούς. Κι εκεί που πολεμούσα να έρω σε λογαριασμό την άτιμη τη τεχνολογία, ακούω πλάι μου την ξεναγό να μου λέει, δείχνοντας συγχρόνως προς το απέναντι βουνό:

- El ditto del Dio! Το Δάχτυλο του Θεού!

Μπροστά μου ορθώνεται ένας κατακόκκινος βράχος σε σχήμα γροθιάς. Από το σημείο που φαντάζομαι ότι βρίσκεται ο δείκτης, ένα τεράστιο, λεπτό δάχτυλο υψώνεται οργισμένο προς τον ουρανό! Σαν να εγκαλούσε, για κάποιο λόγο, τον Αίτιο των πάντων, ή σαν να έδειχνε με επιμονή, την Αιτία της Ζωής!

Περιτρέχουμε τις όχθες του Rio Grande, τη λίμνη Treful με τον ομώνυμο ποταμό της, και σταματούμε σ’ ένα περίτεχνο Belvedere, απ’ όπου καμαρώνουμε τη λίμνη με το ρομαντικό όνομα:

«Ο Καθρέφτης της Πριγκίπισσας»!

Και είναι, πράγματι, σαν καθρέφτης, το αριπίδιστο γαλανό νερό. Μέσα σ’ όλα τα ποτάμια και τις λίμνες, υπάρχουν ανυπερθέτως μικρούλες, σμαραγδένιες κουκίδες, τα νησάκια. Μοιάζουν με πράσινα ξόμπλια, πάνω σε γαλάζια μεταξωτή ποδιά όμορφης κοπελιάς! Τα μάτια μας δε λένε να χορτάσουν. Ούτε και οι μηχανές μας, οι αδηφάγες!...

Το μεσημέρι τρώμε σ’ ένα χωριό, τις περίφημες Empanadas, ένα είδος κρέπας με τυρί ή κρέας. Ο καιρός είναι πάντα θαυμάσιος. Και οι στάσεις μας απολαυστικές. Το πως τελειώνει η μέρα, ούτε που το καταλαβαίνουμε. Τι κάνει το χαζευτήρι, ε;

Επιστρέφουμε αρκετά νωρίς, ώστε να πάμε μέχρι την πλατεία της μικρής πόλης.

- Αδύνατον! Ξεφωνίζω. Μοιάζει σαν σκηνικό θεάτρου! Σαν ψεύτικο! Δεν το πιστεύω. Τσιμπάτε με!

Η μικρή πλατεία, με τα λουλουδισμένα παρτέρια, διαθέτει μια καστρόπορτα – δίχως όμως τείχος – και μερικά χαμηλά, μεσαιωνικού ύφους κτίρια, από πέτρα και δοκάρια. Είναι το Ταχυδρομείο, με το ρολόι στον ψηλό του πύργο. Είναι τα Γραφεία Τουρισμού, το μικρό Μουσείο και δύο τρία άλλα κτίρια, στον ίδιο αρχιτεκτονικό ρυθμό.

Ο αρχιτέκτονας Ezequiel Bustillo, υιοθετώντας, ως ένα σημείο, το στυλ του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, έχτισε το Centro Civico, του San Carlos di Bariloce, όπως είναι το πλήρες όνομα της πόλης. Κι έστησε στη μέση της πλατείας, Το άγαλμα του γνωστού μας στρατηγού Roca. Ελπίζω να τον θυμάστε! Μην πάει στράφι πια, τόση Ιστορία!...

Η πόλη είναι σχετικά καινούργια. Γεννήθηκε μόλις το 1902, σε υψόμετρο 800 μέτρων. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, η ντόπια Ινδιάνικη φυλή Mapuche, αντιστάθηκε με πείσμα στις κατακτητικές διαθέσεις της Αργεντινής. Και κατάφεραν να κρατούν τη περιοχή αυστηρά ινδιάνικη. Όμως ο στρατηγός Roca, με τη πολεμική επιχείρηση: Conquista del Desierto έδωσε το Μπαριλότσε στους λευκούς, μια για πάντα…Τόσο «πάντα» που εγώ δεν είδα ούτε έναν Indio, στις 3 μέρες που έμεινα εκεί. Άφαντοι οι ιθαγενείς! Μονάχα κάποια τοπωνύμια θυμίζουν κάτι τι, όπως η λίμνη Nahuel Huapi, το θέρετρο Llio Lliio…Τέτοια σπάνια!

Το Μπαριλότσε είναι μια πόλη γλυκιά. Θέρετρο της Αργεντινής –από τα αριστοκρατικότερα και ακριβότερα! – αλλά και κέντρο χειμερινών σπόρ, με σπουδαία υποδομή. Βγάζει τις ωραιότερες σοκολάτες όλης της Νότιας Αμερικής. Πάνω στην Avenida Bartolome Mitra, τον εμπορικό δρόμο της πόλης, δεκάδες τεράστια μαγαζιά πουλούν λογιών σοκολάτες: άσπρες, μαύρες, ριγέ, πουαντιγέ, σε σχήμα…μαλλιών αγγέλου, σε μορφή κοτσίδας, μπομπαριού, γεμιστές, γουβωτές, τρυπητές, ότι βάλει ο νούς σας, τέλος πάντων. Έχει κομψά μαγαζιά με μάλλινα, αντίκες, εξοπλισμούς σκί, σίκ μπουτίκ, και πολύ όμορφα ξενοδοχεία. Είναι και αυτή μια πόλη που ανασαίνει, με φαρδείς δρόμους, ανάμεσα στη λίμνη και τα βουνά. Ο καιρός εδώ είναι θαυμάσιος, το μήνα Φεβρουάριο, το….κατακαλόκαιρο του Νοτίου Ημισφαιρίου. Φυσικά, σ’ αυτό το υψόμετρο, ακόμα κι αυτήν την εποχή, η ατμόσφαιρα παραμένει πάντα χλιαρή.

Στο Μπαριλότσε διαπιστώνουμε και την αξιοθαύμαστη ευγένεια των Αργεντινών. Στα μαγαζιά που μπαινοβγαίνουμε, εγώ προσπαθώ να συνεννοηθώ ισπανιστί, κακήν κακώς φυσικά. Κι αυτή η αδυναμία γίνεται αμέσως αιτία ανθρώπινης επαφής. Οι πωλήτριες γελούν με τη καρδιά τους, και εξαντλούν όλη τους την ευγένεια, αποκαλώντας με: Querida, Linda, Ermosa, Guapa και δεν ξέρω τι άλλο τρυφερό και γλυκό! Κι αφού μας κάνουν μια γερή έκπτωση, μας δίνουν κι ένα μικρό αναμνηστικό, καθώς μας αποχαιρετούν με μια ζεστή αγκαλιά και δυο φιλιά!...

- Παιδιά, δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, αλλά εγώ τα έχω χαμένα! Τι πολιτισμός, τι ευγένεια, τι αρχοντιά! Σάστισα. Όπου πήγαμε μας υποδέχτηκαν χαμόγελα, ζεστασιά, εξυπηρέτηση και, προ πάντων, χιούμορ!...Κάτι λένε όλα αυτά, εξομολογούμαι στις φιλενάδες μου. Κι εκείνες εντυπωσιασμένες όσο κι εγώ, δεν έχουν παρά να συμφωνήσουν.

Το βράδυ, επιστρέφοντας από το εστιατόριο που δειπνήσαμε, βρισκόμαστε πάλι στο Centro Civico κι αιφνιδιαζόμαστε. Η μικρή, κομψή πλατεία, ίναι σοφά φωταγωγημένη! Μοιάζει με εικόνα παραμυθιού, βγαλμένη μέσα από παιδικό βιβλίο! Όλα φαίνονται απόκοσμα! Μαγικά! Και μαγεμένα! Ένας τόπος που χωρά την υπέρβαση και τη φαντασία! Ένας χώρος που συνδαυλίζει την προσμονή. Να, να! Από την αριστερή γωνιά προβάλλει προσεκτικά η όμορφη πριγκίπισσα! Κι απ’ το δεξί στενό ορμά ο πρίγκιπας πάνω σ’ άσπρο άλογο!

- Ω Θεέ μου! Συναντιούνται! Τώρα θα την αρπάξει, τα την καθίσει κι αυτήν στο φαρί του, και θα ταξιδέψουν και οι δύο στο όνειρο…

- Εντάξει, εντάξει. Και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, με λοιδωρούν οι συνταξιδιώτισσές μου. Πως όμως είχαν μαντέψει τη σκέψη μου; Μήπως έβλεπαν κι αυτές την ίδια εικόνα; Λέω: μήπως!...

Την άλλη μέρα μας περιμένει ένα νέο 9ωρο Cirquito στη λίμνη Nahuel Huapi, η οποία συνδέεται με άλλες δύο, την Cantaros και την Frias. Στην Παταγονία, όταν μιλάμε για λίμνες, συνήθως εννοούμε συγκροτήματα λιμνών. Ήδη έχουμε πεί πως τα σχήματά τους είναι τρομερά περίπλοκα. Καμιά λίμνη δεν έχει ένα γνωστό γεωμετρικό σχήμα. Πάντα είναι στρουφιστή, κατσαρή, με μεγάλες στενές προεξοχές – Brazi – με σπειροειδής προεκτάσεις… Ένα τέτοιο τρελό πράμα, που η Μάνα μου το χαρακτήριζε ως: ρούμπους-στρούμπους, ότι κι αν σημαίνει αυτό!...Κοντολογίς, είναι απερίγραπτες.

Όλη η παραλίμνια περιοχή θεωρείται Εθνικός Δρυμός. Δεν θα πέσω στη παγίδα της περιγραφής αυτού του λιμναίου ταξιδιού μας. Τώρα που επέστη η ώρα, διαπιστώνω ότι είναι σχεδόν αδύνατο να μεταφέρεις με λόγια εντυπώσεις από κάτι που δημιουργήθηκε για να το χαίρονται μονάχα τα μάτια. Τι βοήθεια να σου δώσει η πένα; Ένας χρωστήρας, ίσως να βοηθούσε. Δυστυχώς όμως, δεν είμαι ζωγράφος. Λυπάμαι.

Σιγά μη λυπάσαι…Εσύ χωρίς μολύβι δε ζείς!....

Το πλοιαράκι κάνει κάμποσες στάσεις. Και καθώς ο καιρός είναι λαμπρός, -το μεσημέρι μένουμε μονάχα με τα μακουδάκια μας- ο περίπατος μέσα στα σκιερά παρόχθια δάση είναι απολαυστικός. Τα πολλά, ψηλά και εκατοντάχρονα δέντρα, δημιουργούν παχειές σκιές, μπόλικη υγρασία, και αναδίνουν, τρομερά έντονα, τη χαρακτηριστική υπεροσμία των σάπιων φύλλων και το άρωμα των ριζών, που ανασαίνουν ξετρυπώνοντας μέσα από το χώμα. Πιπεράτες μυρωδιές της φύσης, που συντελούν στο να γίνεσαι ένα με το περιβάλλον. Βεβαίως, τα παραλίμνια αυτά δάση, βρίσκονται σε βουνοπλαγιές, αφού οι λίμνες εδώ, σχηματίζονται κυρίως ανάμεσα στα βουνά. Κι ίσως γι’ αυτό είναι τόσο, μα τόσο όμορφες! Στο σκιόφως του πρωινού και της δύσης, τα νερά μεταβάλλονται σε πολύτιμο κάτοπτρο, που φέρνει κοντά μας, αγκαλιασμένες, τις ομορφιές των δασών και του ουρανού. Αυτές τις ώρες δε σηκώνουμε τα μάτια από το νερό. Δεν χρειάζεται. Έχουμε μπροστά μας τα σύννεφα και τις βουνοκορφές, πάνω σ’ ένα γαλάζιο που φαίνεται απίστευτο! Φανταστείτε ότι έχω φωτογραφίσει μονάχα τις αντανακλάσεις, και κανείς δεν το παίρνει χαμπάρι, όταν βλέπει τις φωτογραφίες! Είναι τόσο καθαρές, που άνετα τις κρατά ανάποδα! Κι είναι και πολύ ευχαριστημένος!...

- Να δείς που θα μαυρίσουμε κιόλας, σκέφτομαι.

Και πράγματι μαυρίζουμε. Στις λίμνες και τους παγετώνες, δεν είναι καθόλου δύσκολο, με τέτοια ηλιοφάνεια. Έτσι καίγεται η μύτη μου, και ξεφλουδίζει αντιαισθητικά. Κι ο Φάμπιο, ο ξεναγός μας στο Santiago της Χιλής, βάλθηκε να μου τη μαδά επιμελώς και με μεγάλη σοβαρότητα μάλιστα, καθώς μας ξεναγούσε. Κι εγώ δεν τον σταματούσα, ενώ με τη βία κρατούσα τα γέλια! Πνιγόμουν! Ε, και κάποτε έκανα «μπράφ» και ξέσπασα. Μονάχα τότε κατάλαβε τι ακριβώς έκανε τόσην ώρα.

Πάνω από τη λίμνη Cantaros, υπάρχει ένας καταρράκτης. Όμως για να φτάσουμε ως αυτόν πρέπει να αναρριχηθούμε επι ημίωρο σε κάμποσο ύψος.

- Κυτταρίτις, τέλος! Φωνάζω ανηφορίζοντας, ξεφυσώντας κι ελπίζοντας!...

Στο Lago Frias φτάνουμε με μικρότερο σκαφάκι. Είναι μια μικρούλα, κλειστή λίμνη, αρυτίδωτη. Μοιάζει μ’ ένα τεράστιο γαλάζιο μαργαριτάρι, με όλους τους θαυμαστούς ιριδισμούς!....

Επιστρέφουμε στην πόλη ευτυχείς και ελαφρά παραζαλισμένοι. Η πλημμυρίδα των εντυπώσεων, το πολύ οξυγόνο και η όποια ταλαιπωρία, μας έκαναν το κεφάλι αερόστατο! Φούσκα έτοιμη να εκραγεί.

- Φρόσω! Σκούζω.

- Ξέρω, ξέρω. Καφέ!

Ο άτιμος! Και νεκρούς ανασταίνει, και ας είναι πεθαμένοι κι άθαφτοι…

Αύριο πετάμε προς Mentoza. Είναι ο τελευταίος μας σταθμός στην Αργεντινή, κι ο προ-τελευταίος αυτού του συναρπαστικού ταξιδιού.

Κι από τη Mentoza, με αυτοκίνητο, θα καβαλικέψουμε κυριολεκτικά τις Άνδεις – το φυσικό σύνορο των δύο χωρών – και θα μπούμε ξανά – και για τελευταία φορά – στη Χιλή.
 
Μηνύματα
245
Likes
893
MENTOZA

Η πόλη της μεγάλης αγρύπνιας μου…


Αυτήν την πόλη θα την θυμάμαι, για το κινέζικο μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκα, νύχτα ώρα. Ξέρετε τι σημαίνει, να πεινάς, να νυστάζεις, να είσαι ψόφια στη κούραση, και να μην μπορείς να φάς, να ξεκουραστείς και να κοιμηθείς; Διάρκεια βασανιστηρίου; 4 –και ολογράφως: τέσσερις- ώρες! Αν έχετε Θεό!

Ας τα πάρω, όμως, όλα από την αρχή.

Temprano, temprano –νωρίς νωρίς δηλαδή- κινήσαμε για το πέρασμα Garibaldi των Άνδεων. Υψόμετρο, 4000μ περίπου. Πάνω στο «φρύδι» του Garibaldi, ο τελωνειακός έλεγχος. Αλλάζουμε χώρα.

Εγώ, παλιά μου τέχνη κόσκινο! Μόλις έφτασα τα 3000μ έπαθα κάτι σαν κοτοψειρίαση! Σαν μπλαστουριά! Σαν αφασία ή σαν «βυθιότητα», δεν ξέρω ακριβώς.

- Παναγιά μου, πρόφτασε! Τα καλά του Θιβέτ άρχισα! Τι θα κάνω τώρα;

Διάφορα γιατροσόφια, φυσικά. Πρώτα πρώτα 60 σταγόνες Εφορτίλ, συν ένα ζαχαρωτό για να ταϊστεί ο εγκέφαλος που πάσχει, μπας και φιλοτιμηθεί και ξεγυρίσει.

Τρίχες!

Μήπως λίγος καθαρός αέρας; Αέρας του βουνού και όχι του κάμπου, μήπως…

Μούσια!

Ίσως λίγο τρέξιμο, να κυκλοφορήσει το αίμα και να μου στρώσουν τα κέφια;

Βλακείες!

Εξακολουθώ να είμαι τιφτίκι. Ράκος. Ρετάλι. Εκμεταλλεύομαι τον απεριόριστο χώρο του πούλμαν -16 άνθρωποι σε 55 θέσεις! – και ξαπλώνω. Κουκουλώνομαι κατακεφαλής και ζαρώνω, περιμένοντας να περάσει το κακό. Το «κακό» δεν περνά, παρα μονάχα όταν πιάνουμε ίσιωμα. Που σημαίνει ότι εγώ, επι 4-5 ώρες μπαινόβγαινα στον Άδη. Και να πείς πως με λένε Περσεφόνη!...

Στο ξενοδοχείο της Mentoza, γίνεται μια κάποια ανακάτωση με τα δωμάτια. Χάσανε τα κλειδιά; Μπερδέψανε τα κλειδιά; Κάποια λαθροχειρία έκανες κάποιος δικός μας για λόγους αμολόγητους; Έφυγαν τα δωμάτια από τον τόπο τους; Θα σας γελάσω. Εκείνο που ξέρω σίγουρα είναι, ότι επι μια ώρα και κάτι, πολεμούσαμε να μπούμε σ’ ένα δωμάτιο, να ισιώσουμε το κορμάκι μας, και δωμάτιο δεν βρισκόταν ούτε με πίτα του Άη Φανούρη! Όταν, επιτέλους, ξεμπερδεύονται όσα είχαν γίνει μαλλιά κουβάρια, έχουμε χρόνο μονάχα τα μούτρα μας να πλύνουμε:

- Θα πάμε σ’ ένα τυπικό, αργεντίνικο ρεστωράν, να φάμε ένα τυπικό αργεντίνικο φαί και να πιούμε ένα τυπικό αργεντίνικο ποτό, μας λένε.

- Συγνώμην, λέω. Εγώ, μπορώ να κάνω έναν τυπικό ελληνικό ύπνο, και να μην έρθω; Ελπίζω να μην σας κοπεί η όρεξη, επειδή σας λείπω, είπα κι έκανα να φύγω.

- Αν δεν έρθεις εσύ, δεν πάμε κι εμείς.

Η Φρόσω και η Γιάννα μου χαλούν το πρόγραμμα. Διότι ξέρω πως αυτές πεινούν. Πως να τις πάρω στο λαιμό μου; Να κοιμηθούν νηστικές; Μεγάλη αμαρτία!

Προβληματίζομαι.

- Βρε φιλενάδες, εγώ είμαι ερείπιο. Και μου κόπηκε και η όρεξη από τη κόπωση. Εσείς πηγαίνετε. Θα αισθάνομαι καλύτερα έτσι. Άντε στο καλό, και τα λέμε αύριο.

- Ή και οι τρείς ή καμία!

- Έλεος, κακούργες!

- Μας τελείωσε. Μπρός μαρς. Κι αν δεν μας αρέσει, φεύγουμε. Που το πρόβλημα;


Μας χώνουν ξανά μανά στο πούλμαν, ακόμα δεν κατεβήκαμε.

- Είπατε κάτι περι επιστροφής αν δεν μας αρέσει. Πως θα επιστρέψουμε νύχτα, κυκλοφορώντας σε μια ξένη πόλη που δεν τη ξέρουμε;

- Τώρα, την πατήσαμε. Σκέψου το τυπικό αργεντίνικο δείπνο!

- Και που θα βρώ την τυπική μου ελληνική ξεκούραση; Το ζεστό νεράκι, το καθαρό κρεβατάκι; Που;


Κακώς γκρινιάζω, αφού ξέρω πως «εν’ Άδη ουκ έστι μετάνοια». Το έλεγε ο πατέρας μου, «που το είχε καρατσεκάρει», σαν τη Μαλβίνα. Το μόνο που τολμώ ακόμα να πω είναι:

- Πόσα χιλιόμετρα μακριά είναι το φαγάδικο;

Ελπίζω, βλέπετε, ακόμα σε κάποια λογική απόσταση, αλλά, φεύ! Η απάντηση είναι αρκεβούζιο, στη ταλαιπωρημένη, δι’ όλης της ημέρας, κεφαλή μου:

- Δεν είναι πολύ μακριά, μην ανησυχείς. Μονάχα δέκα χιλιόμετρα….


Χαλάνδρι – Ομόνοια σκέπτομαι και λουφάζω. Εν’ Άδη, είπαμε, τι ΔΕΝ γίνεται!

Το κεντράκι είναι συμπαθητικό. Ωστόσο, βραδύτερο σερβίρισμα δεν ματάδα στη ζωή μου. Κράτησε 4 ώρες. Τέσσερις ώρες! Αν πιστεύετε Θεό! Όμως αυτή δεν ήταν και η μοναδική μου πρωτιά εκεί μέσα. Επίσης για πρώτη φορά στη ζωή μου έφαγα φιλέτο-τούβλο. Ή φιλέτο-πλιθί. Ή κάποιο άλλο είδος οικοδομικού υλικού τέλος πάντων! Ένα θηρίο. Ψημένο, πρέπει να ζύγιζε ένα κιλό και κάτι. Άψητο, δεν ξέρω.

- Καλέ, βλέπετε αυτό που βλέπω; Ποιος θα το φάει αυτό το πράμα; Έχει 10 σαντιμέτρ ύψος. Μπορεί να είναι ψημένο μέσα;

Είναι. Και μάλιστα είναι μαλακό σαν αφρός. Και νοστιμότατο. Αλλά μονάχα που το βλέπεις τόσο πολύ, σου κόβεται η όρεξη. Κάτι ξέρουν οι Γάλλοι που χρησιμοποιούν πιάτα-σινιά για μια κουταλιά φαί! Άλλοι τρελοί, πάλι αυτοί! Βρε παιδί μου, μέση οδός δεν υπάρχει; Της γκαμήλας, αν έχετε ακουστά!...

Βεβαίως η Αργεντινή είναι φημισμένη για τα κρεατικά της, αλλά και για τις πλούσιες – μέχρι σπατάλης- μερίδες της. Την καταπρώτη μου εμπειρία την είχα στο Buenos Aires, το 1980, στο περίφημο ξενοδοχείο «Των Πέντε Κουταλιών»! Και τότε, θυμάμαι, κόντεψα να πλαντάξω από το πολύ και εκλεκτό φαγητό, όπου η γαριδοσαλάτα προσφερόταν μέσα σε βαθειά γαβάθα, και ο τηγανιτός σολομός είχε το μέγεθος νεογέννητης φώκιας!

Εγώ, όμως, νυστάζω. Και το σερβίρισμα γίνεται με το ρυθμό ενός πιάτου την ώρα! Που θα παέι αυτό; Από εδώ θα φύγουμε κατευθείαν για το αεροδρόμιο; Θα τρελαθώ!

Το σερβίρισμα δεν πτοείται και δεν κάμπτεται. Με το τέμτερερέ πάει! Σαν τα «α» και τα «η» της βυζαντινής ψαλμουδιάς! Ένα σκέτο άγχος, πότε θα τελέψει με τα κατσαρά του «η», ο Ψάλτης, για να καταπιαστεί με τα κατσαρά του «α»!... Αμάν, Παναγία μου! Σωμό δεν έχουν τα αργόσυρτα. Και εμένα με πιάνουν τα νεύρα μου στην εκκλησιά! Το ίδιο έπαθα και στο «τυπικό» αργό σερβίρισμα εκείνο το βράδυ! Μονάχα που αυτό δεν φιλοτιμήθηκε κανείς να μας το πει. Άκου, ένα πιάτο την ώρα! Ούτε η Πόστα, τον καιρό του παππού μου, δεν πήγαινε τόσο αργά.

Κι εγώ να ‘χω μαύρη νύστα. Να χάνω τον κόσμο. Να μην μπορώ να κρατήσω το μάτι ανοιχτό και το κεφάλι στο τόπο του! Το πνεύμα μου να αιωρείται μεταξύ του Εδώ και του Επέκεινα. Και να κάθομαι μπροστά σ’ ένα άδειο τραπέζι, σε μια ξερή, ορθοπεδική πολτρόνα –ελλείψει κοινής – άπραγη! Να οσμίζομαι τη κνίσσα, το στομάχι μου να γουργουρίζει, και να πρέπει να συζητώ με τον πλαϊνό μου, και ενίοτε και με τον απέναντι μου, περί αρών μαρών κουκουνάρων! Ε, αν αυτό δεν είναι κινέζικο μαρτύριο, τότε δεν ξέρω ποιο άλλο μπορεί να είναι!

Είμαστε εδώ από τις 9:00 και το σερβίρισμα αρχίζει κατά τα μεσάνυχτα παρά κάρτο! Βάζουν μπροστά μας ένα κρεατινό τούβλο, μας προσφέρουν και ένα βουνό ζαρζαβατικά, και μειδιώντες μας εύχονται «καλήν όρεξη»! Και μας ξεπαρατάν στη δυστυχία μας. Πως θα φάμε τόσο φαί; Πως θα το χωνέψουμε και πως θα κοιμηθούμε, ΑΝ προλάβουμε, βέβαια! Μα να μας ξεκάνουν θέλουν; Πως κάναμε τόση υπομονή και δεν αρπάξαμε τις πολτρόνες, να κάνουμε ένα τυπικό ελληνικό γιούρια, εναντίον της Αργεντινής και των ζώων της; Κι αυτοί, αντί για ευχαριστώ, επιχειρούν να μας φέρουν στο χείλος του τάφου!

- Εγώ δεν τους κάνω το χατήρι να πάθω διάτρηση, λέω πικαρισμένη.

- Ούτε εμείς, συμφωνούν οι φιλενάδες μου.

Άλλωστε, ύστερα από τόση αναμονή, μας κόπηκε και η όρεξη. Χορτάσαμε με τη τσίκνα. Χάρισμα τους!

Γύρω στη μία φτάνουμε στο ξενοδοχείο, σαν νεκραναστημένοι Λάζαροι. Μονάχα τα σουδάρια μας έλλειπαν! Και να δείτε κακοτυχία! Τώρα που το κρεβάτι μου ήταν μονάχα λίγα μέτρα μακριά, εγώ, η αδικιορισμένη, ξύπνησα! Και πείνασα!

- Πάμε πίσω κορίτσια; Μονάχα αυτό προλαβαίνω να πω. Διότι δυο μαινάδες πέφτουν απάνω μου αφρίζοντας.

- Όλο το βράδυ μας έπρηξες με τη νύστα και τη κούραση σου. Και τώρα τολμάς; Στη πυρά γρήγορα! Κάφτε την! Κάντε την σουβλάκι με πίτα να φάει να χορτάσει, και να μας αφήσει ήσυχες! Αμάν πια…

Είπαν κι έφυγαν τρέχοντας. Κι εγώ ξεράθηκα στα γέλια…πεινώντας!...




SANTIAGO


Ο Χιλιανός Επίλογος


Όμορφη πόλη. Βουερή. Ζεστή και υγρή. Τροπική. Φτάνουμε νωρίς το απόγευμα. Εγώ λαλαδεύω, ύστερα από την υψομετρική μου ταλαιπωρία. Αλλά το παλεύω. Που θα πάει; Θα ‘ρθεί η ώρα να ξαπλώσω. Να πάει λίγο αίμα στον εγκέφαλο, που τον νοιώθω σουφρωμένο! Σαν τα μουλιασμένα, απο βραδίς, ρεβίθια! Ώσπου όμως να φτάσει η ευλογημένη ώρα, ελάτε να φτιάξω τον δικό σας εγκέφαλο τιφτίκι, με ολίγη ιστορία! Αμέ; Θα τη γλιτώνατε νομίζετε; Ποσώς; Τα κεφάλια μέσα! Για λίγο!

Όταν οι Ευρωπαίοι έφτασαν στη Χιλή τον 16ο αιώνα, βρήκαν ένα μωσαϊκό Ινδιάνικων φυλών. Πολυπληθέστερες ήταν οι γεωργικοί Picunche και οι μισονομάδες Mapuche. Παρ’ ότι υποτελείς των Ίνκας του Περού, είχαν καταφέρει να διατηρήσουν τη δική τους κουλτούρα, που ήταν και παλιότερη εκείνης των Ίνκας.

Με τη Παπική συνθήκη της Tordesillas το 1494 –με την οποία η Βραζιλία δόθηκε στη Πορτογαλία- το δυτικό τμήμα της Νότιας Αμερικής παραχωρήθηκε στην Ισπανία. Πρώτος εξερευνητής της περιοχής ο Diego Almagro. Έκανε «αναγνώριση εδάφους» κι έφυγε, με τη πεποίθηση ότι η κατάκτηση αυτού του γεωγραφικού χώρου θα ήταν ζόρικη. Οι Ινδιάνοι δεν ήταν καθόλου φιλικοί, σε αντίθεση με αυτό που συνέβη στον τυχεράκια συμπολεμιστή του, Πιζάρο. Τον θυμάστε; Με 180 άντρες, 37 άλογα, και κανα δυό κανόνια, γκρέμισε μιαν αυτοκρατορία 20.000.000 κατοίκων! Απίστευτο, αλλά πέρα για πέρα αληθές.

Την Conquista της Χιλής ανέλαβε στις αρχέςτου 1541 ο στρατηγός Valdivia. Και στις 12 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, ανακάλυψε τη πόλη του Santiago και την κατέλαβε. Όμως, 6 μήνες αργότερα, οι Ινδιάνοι ανασυντάχθηκαν, επιτέθηκαν και κατέστρεψαν την πόλη, τη στρατιωτική βάση του Valdivia.

Αυτήν την εποχή οι Άνθρωποι του στρατηγού φτιάχνουν στο βορρά δύο καινούργιες πόλεις: τη Serena και το Valparaiso. Κι ενώ στη μάχη του Tucapel, σκοτώνεται ο Valdivia, έχει καταφέρει, ωστόσο, να θέσει τις βάσεις της ενδιαφέρουσας αυτής κατάκτησης.

Οι Ισπανοί όμως, κακομεταχειρίζονται τρομερά τους ντόπιους. Τους αφανίζουν συστηματικά. Σ’ αυτό βοηθούν και οι νιόφερτες ασθένειες: τύφος, ευλογιά, γρίπη θανατηφόρα, ιλαρά. Αλλά και οι ίδιοι οι Ισπανοί έχουν τα προβλήματά τους. Υπάρχουν εδώ πολλοί άντρες και ελάχιστες γυναίκες. Οπότε…Οπότε, αυξήθηκαν τρομακτικά οι μιγάδες, που εδώ τους λένε: Mestizos. (Όχι που θα ‘σκαγαν οι ερωτικοί Σπανιόλοι, με τόσες μαυρούλες, σχιστομάτες στο γύρο τους!). Αυτός ο «νέος» πληθυσμός, αντικατέστησε τα εργατικά χέρια των αφανισμένων καθαρόαιμων Ινδιάνων. Πάλι οι άσπροι «καπάκι», με όλα τους τα καλούδια! Εμ γυναίκες να βολεύονται, εμ εργάτες για να τούς δουλεύουν! ΄Αριστα!...

Τώρα, στίς Enstancias, – στα τεράστια αγροκτήματα δηλαδή- δουλεύουν οι Mestizos , αντί μερικών ασήμαντων κοινωνικών δικαιωμάτων. Μέχρι την εποχή τής Επανάστασης.

Διότι, κάποια στιγμή, οι Κονκισταδόρες, αφού το καλοσκέφθηκαν , αποφάσισαν να αποσχισθούν από την Μητρόπολη. Κι από τότε αρχίζει μιά νέα περιπέτεια για την Χιλή....

Είμαστε ήδη στα 1820. Τότε δηλαδή που κάνουν την εμφάνισή τους, μερικά από τα πιο σημαντικά ιστορικά πρόσωπα τής Νότιας Αμερικής. Από την Βενεζουέλα ο Σιμόν Μπολίβαρ, ο αποκαλούμενος -μέχρι σήμερα – El libertador, ο Ελευθερωτής.

Ο Σαν Μαρτίν , ο εθνικός ήρωας τής Αργεντινής. Κι ο ιρλανδικής καταγωγής Μπερνάρντο Ο΄ Χίγκινς , από την Χιλή. Αυτον τον τελευταίο τον είχε κάνει Υπαρχηγό του ο Σαν Μαρτίν όταν, περνώντας από τις Άνδεις, μπήκε με τον στρατό του στην Χιλή, για να στηρίξει και τον εκεί ξεσηκωμό. Κι Ο’ Χίγκινς έγινε ο πρώτος Ανώτατος Διοικητής τής νεοσύστατης Δημοκρατίας.

Ήταν μια Δημοκρατία, που στην αρχή τα πήγε μάλλον καλά. Μέχρι και τις αρχές τού αιώνα μας. Τότε κάνουν την εμφάνισή τους διάφοροι δικτατορίσκοι, περισσότερο ή λιγότερο σκληροί κάθε φορά. Οπότε το 1964, τα πράγματα αρχίζουν να πιέζουν για αλλαγή. Οι καταπιεσμένοι ξεσηκώνονται. Διαμαρτύρονται. Θέλουν να κάνουν κάτι. Να δράσουν. Να πάρουν τις καταστάσεις στα χέρια τους. Και τότε εμφανίζονται οι κομμουνιστές και οι συμπαθούντες σοσιαλιστές, και βοηθούν στην οργάνωση, τού “αντάρτικου “ ούτως ειπείν

Κι εδώ μπαίνει στην πολιτική σκηνή ένα όνομα: Σαλβαδόρ Αλλιέντε.

Γενήθηκε στο Valparaiso, στα 1908 και πέθανε, κάπως περίεργα , στο Santiago, στο πραξικόπημα τού 1973.

Ήταν γιατρός, μαρξιστής και μέλος τού Σοσιαλιστικού Κόμματος τής Χιλής από το 1963. Χρημάτισε Υπουργός Υγείας, στην αριστερή-φιλελεύθερη Κυβέρνηση Συνασπισμού τού Προέδρου Pedro Serda. Πρόεδρος τής Χιλής εξελέγη το 1970, όντας υποψήφιος τής Λαϊκής Ενότητας - συνασπισμού σοσιαλιστών, ριζοσπαστικών κομμουνιστών , και μερικών αποστατών τών Χριστιανοδημοκρατών. Καλή περίπτωση θα πείτε, για να φτουρίσει ο Αγιέντε ( κι όχι Αλιέντε όπως τον συνηθίσαμε), στην εξουσία.

Αυτό σκέφθηκε κι αυτός. Κι έβαλε μπροστά σοσιαλιστικά προγράμματα , εθνικοποιώντας ό,τι μπορούσε. Κυρίως τον ορυκτό πλούτο τής χώρας.

Στήριξε κυρίως τούς εργάτες των βιομηχανιών. Απαλλοτρίωσε γαίες και τις έδωσε στους ακτήμονες, κάνοντας τους, για πρώτη φορά νοικοκύρηδες.

Στην αρχή το πείραμα φάνηκε να πετυχαίνει. Όμως γρήγορα εμφανίστηκαν οι δυσαρέσκειες. Οι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, φοβούμενοι την σοσιαλιστή φόρα και τις εθνικοποιήσεις τού Προέδρου, άρχισαν να ξεφορτώνονται τα ομόλογά τους, να πουλούν τα εργοστάσια και τα γεωργικά τους μηχανήματα. Η οικονομία κλυδωνιζόταν , στα χέρια ενός άπειρου “Κράτους-Επιχειρηματία”...

Επίσης, δυσαρεστημένοι ήταν και οι γεωργικοί πληθυσμοί. Αυτοί, πάλι, δεν ήθελαν, με κανέναν τρόπο, τις κολεκτιβοποιήσεις, και εναντιώνονταν στην γεωργική αναμόρφωση γενικώς.

Λένε, πως και το κομμουνιστικό κόμμα MIR, ( Αριστερή Επαναστατική Κίνηση ) , ήταν....ενοχλημένο (!) -Κύριος οίδε γιατί – από τις δραστηριότητες τούς Αγιέντα. Έτσι άρχισε να φτιάχνει ένοπλες οργανώσεις, ακόμα και μέσα στα ίδια τα ...εργοστάσια!!! Μύλος δηλονότι!! .....

Μα είναι πράγματι εξωφρενικό, να βρίσκονται αντιφρονούντες, ανάμεσα στους ευνοημένους από το σύστημα!!!

Ανεξήγητες πράγματι οι ανθρώπινες αντιδράσεις...

Βεβαίως οι ΗΠΑ, χάνοντας τα ορυχεία χαλκού, θύμωσαν πολύ!!! Πάρα πολύ...

Κι έκοψαν τις πιστώσεις στον Αγιέντε, που ήταν, συν τοις άλλοις, και αδελφοποιητός τού....Κάστρο!!! ( Τι....”καλλίτερο”, Παναγία μου!)

Να ήταν άραγε αυτό ένα μεγάλο χτύπημα; Δεν βαριέστε! Κι εμείς κάναμε.....μπατζανάκη τον Καντάφι ( αν είναι δυνατόν!), αλλά δεν μάς έσωσαν οι επιδοτήσεις της ΕΟΚ! Βουλιάξαμε οικονομικά, έτσι κι αλλιώς! Ίσως, μονάχα μια δεύτερη χούντα να γλυτώσαμε! Τι να πω;

Βρέθηκε, λοιπόν ο στρατηγός Pinochet, για να κάνει το «Colpe de Estado» το κτηνώδες πραξικόπημα. Χιλιάδες σκοτώθηκαν. Μέχρι η Moneda –το προεδρικό μέγαρο- βομβαρδίστηκε άγρια, μαζί με άλλα σημεία της πρωτεύουσας της Χιλής. Μιλάμε για πολύ αίμα. Οι νεκροί λογαριάζονται από 2500 έως 80000, ανάλογα από το ποιος σου δίνει τη πληροφορία! Χιλιάδες, επίσης, πήραν το δρόμο της εξορίας, αθέλητα ή ηθελημένα για ν’ αποφύγουν τις διώξεις.

Από το 1973 μέχρι το 1988, ο Pinochet ήταν πολύ ευχαριστημένος από τον εαυτό του. Ώσπου το 1981 αναθεώρησε το Σύνταγμα του 1925. Και το 1988 αποφάσισε να βάλει σ’ εφαρμογή τα όσα ο ίδιος όρισε, ως συνταγματικές διαδικασίες. Χρίστηκε υποψήφιος πρόεδρος από τη Χούντα. Και την πάτησε!!! Στο δημοψήφισμα καταψηφίστηκε!!! Και απελθών απήγξατο!...

Τα κόμματα που είχαν οργανώσει το ΟΧΙ του κόσμου στο δημοψήφισμα, απέκτησαν δύναμη. Συνασπίστηκαν. Ρίχτηκαν στα υπολείμματα της Χούντας. Αυτή τρόμαξε. Συμμαζεύτηκε. Συμφώνησε για αλλαγή άρθρων του Συντάγματος. Απαγόρευσε τα μαρξιστικά κόμματα και προκήρυξε εκλογές ελεύθερες, με τους εξόριστους επανακάμπτοντες. Ο δεξιός υποψήφιος Patricio Aylwin (τι σόι όνομα κι αυτό;), κέρδισε την προεδρία, μέχρι το 1994. Πως λένε τον τωρινό Πρόεδρο, θα σας γελάσω. Τι σημασία έχει άλλωστε; Η Χιλή ζεί τη δημοκρατία της. Τόσο φρέσκια!

Κι εδώ, τέλος το «μαρτύριο σας» φίλτατοι! Αυτό ήταν. Όλα τα κακά τελειώνουν, κάποτε. Ευτυχώς!


Το Santiago, όπως το είπα ήδη, είναι πολύ όμορφη πόλη. Ίσως είναι οι πολύ φαρδείς πράσινοι δρόμοι. Μπορεί να είναι και τα θαυμάσια παλιά της κτίρια, που τα διατηρούν και τα συντηρούν ως κόρην οφθαλμού. Δεν ξέρω. Πάντως, οι άνετοι λεωφόροι, οι αρχαίες εκκλησίες, τα επιβλητικά μπαρόκ οικοδομήματα, συνθέτουν ένα πολύ ενδιαφέρον σύνολο, που θα το χαρακτήριζα: χαρά Θεού!

Στον πρωινό μας περίπατο, βρισκόμαστε πρώτα στην Plaza de Armas, το ιστορικό κέντρο της πόλης. Είναι μια γοητευτική πλατεία, τριγυρισμένη από αποικιακά κτίρια: Το Ταχυδρομείο, τον Καθεδρικό, και το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Εκεί, στο γύρο, βρίσκονται και το μέγαρο της Γερουσίας, το Δικαστήριο και το Palacio de la Alhambra όπου στεγάζεται η Εθνική Πινακοθήκη. Στη Πλατεία Συντάγματος βρίσκεται η Moneda. Έτσι λένε το Προεδρικό Μέγαρο. Φυσικά, υπάρχουν ενδιαφέρουσες εκκλησίες, κάμποσες βιβλιοθήκες, υπαίθριες αγορές, πάρκα, βοτανικός και Ζωολογικός Κήπος και πάρα πολλά μουσεία. Μέχρι και κρασιών!...Κι όλα αυτά με ένα όμορφο περίπατο με τα πόδια, στο κέντρο!

Δύο βήματα από το ξενοδοχείο μας και πάνω στην Avenida Alameda, βρίσκεται ο Cero Santa Lucia. Ο Λόφος της Αγίας Λουκίας, δηλονότι. Μέσα στη πολυκοσμία και τη κίνηση της μεγαλούπολης, μοιάζει με ιερό καταφύγιο, γεμάτο λουλούδια, δέντρα και γραφικά δρομάκια. Στα πόδα του λόφου υπάρχει μια μεγάλη πέτρα. Πάνω της είναι χαραγμένο ένα μέρος του γράμματος του Valdivia, στο οποίο εξαίρει την ομορφιά του νεοκατακτημένου τόπου. Παρακεί βρίσκεται μια εντυπωσιακή τοιχογραφία. Παριστάνει τη νομπελίστα ποιήτρια Gabriela Mistral. Θα μιλήσουμε αργότερα γι’ αυτήν, στο κεφάλαιο για τον άλλο Χιλιανό νομπελίστα, τον γνωστό μας Pablo Neruda. Ένα πέτρινο συντριβάνι δροσίζει το μεγάλο πλάτωμα. Από κει ξεκινά μια διπλή σκάλα, για να σε φέρει στη κορφή του Cero. Είναι ένα σημείο από το οποίο έχεις μια πανοραμική θέα της πόλης.

Άλλος ένας λόφος έχει ενδιαφέρον: Ο Cero san Cristobal. Αποτελεί μέρος του Parquo Metropolitano. Και είναι η χαρά και το καύχημα των κατοίκων της πρωτεύουσας. Έχει ύψος 860 μέτρα, που μπορείς να τα ανεβείς και με τελεφερίκ. Σήμα του λόφου, το 36 μέτρων άγαλμα της Virginita –της Παναγίτσας μ’ άλλα λόγια- που κυριαρχεί στη κορυφή.

Στο χάρτη της πόλης και στον οδηγό μου, βρίσκω τόσα αξιοθέατα και τόσα Μουσεία, που ούτε μια βδομάδα δεν αρκεί για να τα δεί κανείς όλα. Κι εμείς μένουμε εδώ μονάχα 3 μέρες. Η μια από αυτές – η αυριανή –θα μας βρεί στο Valparaiso και στην Vina del mar, την περίφημη «Ciudad Jardin del mar». «Τσιουδαδ Χαρντίν ντελ Μαρ» τη λένε την έρμη, αυστηρώς ισπανιστί! Που σημαίνει: Κηπούπολη της Θάλασσας.

Το Santiago μου άφησε μια πολύ γλυκιά γεύση, σαν όλες τις αποικιοκρατικές πόλεις της Λατινικής Αμερικής. Έχει και αυτή τον αέρα του παλιού και του αρχοντικού, που παντρεύεται ζορ’ ζορινά, με όλα τα στραβά του σύγχρονου. Έτσι, η πρωτεύουσα της Χιλής έχει πολύ φασαρία, πολύ κόσμο, μεγάλη κίνηση στους δρόμους, καυσαέριο, και βαριά ατμόσφαιρα. Τι να κάνουμε; Είναι μια σύγχρονη μεγαλούπολη με όλα τα καλά και τα κακά της. Εγώ, πάντως, σ’ αυτές τις πόλεις, συγκρατώ μονάχα τα όμορφα. Τα κλασικά. Όσα έχουν την αξία, αλλά και τη μαγεία της παλαιότητας. Δυστυχώς ή ευτυχώς, με αφήνουν αδιάφορη τα μοντέρνα ρεύματα στις Τέχνες γενικώς! Δεν τα κατανοώ, γι’ αυτό και δεν με συγκινούν. Δε μου «μιλούν». Και συχνά αναρωτιέμαι γιατί κάποιοι άνθρωποι σπαταλούν το χρόνο τους πασχίζοντας να κατασκευάσουν αρλούμπες. Και μερικοί άλλοι σπαταλούν, τον ίδιο πολύτιμο χρόνο, αγωνιζόμενοι να τους καταλάβουν και να τους επιβάλουν. Εν ‘ ονόματι του «εκσυγχρονισμού της Τέχνης» λέει! Ε, ας το λέει. Εγώ δεν καταλαβαίνω γρύ. Κι ούτε σκέφτομαι να προσπαθήσω. Άλλωστε είμαι αρκετά μεγάλη, πια, για να αλλάξω αισθητικά χούγια. Άμα, πια!
 
Μηνύματα
245
Likes
893
VALPARAISO - La Perla del Pacifico

Αχ, αυτοί οι Σπανιόλοι. Πάντα ρομαντικοί και αγαπησιάρηδες! Τρυφεροί και ευρηματικοί.

Μαργαριτάρι του Ειρηνικού λένε το σπουδαιότερο λιμάνι της Χιλής, πάνω στον ωκεανό. Είναι πόλη εμπορική, φτιαγμένη από τον Valdivia, το 1536. Η ομορφιά της έγκειται στο ότι είναι χτισμένη σε δύο επίπεδα. Η μισή –η άκρως εμπορική και πολυάσχολη- είναι απλωμένη στη στενή παραλιακή λουρίδα. Το τμήμα που βρίσκεται σκαρφαλωμένο σ’ έναν απότομο λόφο, που δεσπόζει του λιμανιού, έχει καταληφθεί από καλλιτεχνικό και κουλτουριάρικο εν γένει πληθυσμό. Όσο φωνακλάδικο και πολυκύμαντο είναι το κάτω μέρος, τόσο ράθυμο και υπναλέο είναι το επάνω. Ευλογημένη είναι η ραστώνη. Όταν την ντύνεις με το ένδυμα της καλλιτεχνίας! Τα κουκουλώνει όλα! Και ‘σένα μαζί!!! Σ’ όλη τη διάρκεια του περιπάτου μας εκεί, άνθρωπο δεν συναντήσαμε. Ψυχή ζώσα. Ήταν άλλωστε πολύ νωρίς για τους ασχολούμενους με την «Πούρα Τέγνη»! Μόλις 10:00 το πρωί. Ήτα μια νυσταγμένη πόλη, που μας υποδέχθηκε με μισόκλειστο, τσίμπλικο μάτι. Ωστόσο, ίσως και λόγω ύψους ή ωκεανού, ήταν ευχάριστα δροσερή, σ’ αντίθεση με την πρωτεύουσα όπου μας καταταλαιπώρησε η υγρή ζέστη και η αποπνικτική ατμόσφαιρα.

Με τον κάτω κόσμο συνδέεται με ένα τελεφερίκ και 16 ασανσέρ (έτσι τα χαρακτηρίζει ο οδηγός μου), για να γλυτώνουν τον εμφραγματικόν ανήφορο, όταν οι κάτω πάνε απάνω και οι απάνω κάτω! Μια πόλη άνω-κάτω δηλαδή.

Η θέα από το λόφο είναι ενδιαφέρουσα. Βλέπεις τον ασύνορο ωκεανό. Όμως τα βίντσια του λιμανιού, κάποια άσχημα και ξεβαμμένα πλοία, και μερικές άθλιες μαούνες –θέαμα αναπότρεπτο των εμπορικών αγκυροβολίων- μας ξενίζει και μας ξυνίζει.

- Quel Astima! Τι κρίμα! Λέω στο Fabio, τον Χιλιανό ξεναγό μας.

Τούτος εδώ είναι αλλου παπά Ευαγγέλιο. Το κοντοκουρεμένο μαλλί του -μαύρο κατάμαυρο- στέκει ορθό:

- Μωρ’ σαν να ‘χει καρφάκια πάνω στη κούτρα του μου μοιάζει, είχα πει στη συντροφιά μου, όταν τον πρωτοαντικρύσαμε στο αεροδρόμιο. Μόδα είναι, μωρέ, στη Χιλή το χτένισμα «αλλά πρόκα»; Έχει γούστο!

Αποδεικνύεται συμπαθέστατος. Είναι πάντα χαρούμενος, γελαστός. Πειράζει όλους μας και δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, χωρίς να τη σχολιάσει. Σκέτο σαΐνι. Στο χέρι του διακρίνω βέρα γυαλιστερή. Αναρωτιέμαι:

- Sposato;

- Si, μου απαντάει

- Inamorado; Ξαναρωτώ

- Mui! Μου απαντάει. Con Carla.

Δηλώνει πολύ ερωτευμένος με τη Κάρλα. Όμως γι’ αυτήν την ιστορία –του Fabio και της Carla- θέλω να μιλήσω αργότερα. Πήρα τη μεγαλύτερη ταραχή της ζωής μου. Για την ώρα, κάντε υπομονή. Περισσότερος Φάμπιο και Κάρλα σε λίγο.

Η μεγαλύτερη, πάντως, παραξενιά της πόλης είναι τα ασανσέρ. Φτιάχτηκαν μεταξύ του 1883 και του 1916. Μερικά από αυτά είναι μικρά θαύματα μηχανικής. Όπως πχ ο αναβατήρας Polamco, που αναβαίνει εντελώς κάθετα, μέσα απο ένα σωληνωτό τούνελ, μέσα στο λόφο. Μ’ αυτόν τον τρόπο κερδίζει χρόνο, και δεν χαλάει την αισθητική του περιβάλλοντος.

Στο Valparaiso μπορεί κανείς να επισκεφτεί το σπίτι του Neruda, το Ναυτικό Μουσείο, το Μουσείο της Φυσικής Ιστορίας, το κτίριο του Κονγκρέσου, ή να πάρει ένα καραβάκι και να κάνει το γύρο του λιμανιού. Μπορεί ακόμα να ψωνίσει ντόπια χειροτεχνήματα στην πολύβουη ανοιχτή αγορά –αν είναι Σαββατοκύριακο- στο Muelle Prat. Όλα εξαρτώνται από το χρόνο του ταξιδιώτη και τα ενδιαφέροντά του. Εμείς, δυστυχώς, διαθέτουμε μονάχα μια δυο ώρες. Ίσα ίσα να δούμε τη πάνω και τη κάτω πόλη. Άλλωστε ο τελικός προορισμός μας είναι η Vina del mar, αυτό το πασίγνωστο παραθαλάσσιο θέρετρο της Νότιας Αμερικής. Ξέρουμε ότι εκέι δεν πρόκειται να δούμε τίποτα άλλο, παρά μιαν ευχάριστην πόλη διακοπών. Αλλά στη Vina del mar μας έταξαν νόστιμο γεύμα με ψαρομεζέδες! Και αφού δεν θα έχουμε να τρεχαλίζουμε, λάχα λάχα για αξιοθέατα, κι εφόσον η πόλη είναι μια δρασκελιά τόπος, προσβλέπουμε και σε έναν μικρό, χωνευτικό περίπατο, μετά τη γευστική πανδαισία!

- Θα πιούμε και το κρασάκι μας, δεν θα πιούμε; Ανησυχεί η Φρόσω.

- Καλέ, πως δεν θα το πιούμε; Ψαροφάι δίχως κρασί, και μάλιστα Χιλιανό, γίνεται; Δε γίνεται! Απαντώ ξαφνιασμένη. Τι ιερόσυλη ερώτηση μου έκανε η χριστιανή! Πως της ήρθε;

Το Φροσάκι ανακουφίζεται. Ξέρει φυσικά ότι δεν της χαλάω ποτέ χατήρι. Αλλά και τα χατήρια που ζητάει είναι πολύ λογικά. Και με εξυπηρετούν και μένα! Διότι η Φρόσω είναι ο πιο καλός, ο πιο ευγενικός άνθρωπος που ξέρω. Από τότε που τη θυμάμαι –πρέπει αν ήταν το 1980- ουδέποτε δημιούργησε πρόβλημα σε κανέναν. Είναι ανεκτική και πρόθυμη για κάθε εξυπηρέτηση. Πολύ χαίρομαι όταν την έχω παρέα μου στα ταξίδια. Είναι χρυσή συντροφιά! Η Γιάννα δεν είναι εκ των φανατικών στο αλκοόλ. Συχνά το αρνείται. Αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που μας συντροφεύει με ένα ποτήρι.

- Ίσα ίσα για το κέφι, λέει

Η Vina del Mar μας αιφνιδιάζει με ένα «γραφτό», πάνω στη καταπράσινη πλαγιά του βουνού της: Bienvenidos al Vina del Mar, γράφει με χρωματιστά λουλούδια. Είναι ένα τεραστίων διαστάσεων καλωσόρισμα, ορατό από στεριά και θάλασσα.

Στην παραλία βρίσκουμε άλλο ένα ίδιο, και σπεύδουμε όλοι να φωτογραφιστούμε μπροστά του. Οι ντόπιοι μας βλέπουν να καμαρώνουμε σαν γύφτικα σκεπάρνια, και χαμογελούν με κατανόηση. Που να φανταστούν οι άνθρωποι, από πόσο μακριά ερχόμαστε! Πετάξαμε πάνω από δύο ηπείρους κι έναν ωκεανό, για να συναπαντηθούμε μ’ έναν άλλον, σχεδόν μυθικό και πανέμορφο. Αυτός ο Ειρηνικός, τέλος πάντων, μου ανεβάζει ένα είδος πυρετού! Μου φέρνει μιαν έξαψη! Και κάνει τη φαντασία μου να φρενιάζει! Εμ, ο Stevenson κι ο Vern, φρόντισαν, από τα παιδικά μου χρόνια, να μου δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις, γι’ αυτό το ξεχαλίνωμα του μυαλού! Κι επειδή ως γνωστόν «ότι μικρομάθεις δεν γερονταφήνεις», ιδού εγώ, να παθιάζομαι, στην ηλικία μου, με τούτη την καταπληκτική θάλασσα, που κουβαλά πάνω στα κύματα της περιπέτειες και μύθους, ρομαντισμό, ερωτισμό, αγριότητα…Μέχρι και κανιβαλισμό, αν θέλετε να ξέρετε! Οι Παπούα που νομίζετε πως βρίσκονται;

Ουφ! Πάλι παρελθοντολογώ. Μωρέ, στη Vina del Mar είμαι, κι όχι στους Μαορί και στη Νέα Γουινέα! Άμα πια!...

Η βλάστηση εδώ είναι υποτροπική. Και, προφανώς, λόγω υγρασίας είναι και πλούσια. Επι αποικιοκρατίας το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής ανήκε στην Hacienda της επιφανούς οικογένειας των Carreras. Στα μισά όμως του 19ου αιώνα, αγοράστηκε από ένα βαθύπλουτο Πορτογάλο επιχειρηματία, ονόματι Alvarez. Η μοναχοκόρη και κληρονόμος του παντρεύτηκε αργότερα έναν απόγονο της οικογένειας των Veraga, των οποίων το όνομα σημαδεύει πολλά σημεία της πόλης. Σαν να τους ανήκει εξ ολοκλήρου! Τα κατάλοιπα της αποικιοκρατίας φτάνουν ανετότατα μέχρι τις μέρες μας! Καταπληκτικό!

Η ανάπτυξη της πόλης επιταχύνθηκε όταν ο σιδηρόδρομος ένωσε το Santiago με το Valparaiso. Έτσι, έγινε εύκολη η πρόσβαση προς τη παραλία, αφού οι δυο πόλεις είναι πολύ κοντά. Τότε άρχισαν να χτίζονται βίλες κι αρχοντικά, αλλά και πολυτελή ξενοδοχεία που υποδέχονταν τους παραθεριστές. Όμως, τώρα τελευταία η πόλη αυτή άρχισε να χάνει τη προτίμηση των Χιλιανών. Βρήκαν τη γειτονική Serene πιο ελκυστική. Φοβάμαι πως σε λίγα χρόνια η Vina del Mar θα θυμίζει το σημερινό Λουτράκι! Κρίμα! Πάντα νιώθω λύπηση για τις πόλεις που φθίνουν. Για τις πόλεις που κάποτε ήταν. Μοιάζουν με ξεπεσμένες αριστοκράτισσες που προσπαθούν, ηρωικά, να κρύψουν την οικονομική και κοινωνική τους έκπτωση…Η μοίρα των πραγμάτων. Έχουν ακμή και παρακμή. Και φαίνεται πως και τούτη η πόλη δεν θα αποτελέσει εξαίρεση!...

Στην επιστροφή μας στη Χιλιανή πρωτεύουσα, και πριν εγκαταλείψουμε τη Vina del Mar, έχουμε ένα γοητευτικό συναπάντημα. Στον ανθισμένο κήπο του Museo Arquelogico Fork, μας περιμένει ένα αυθεντικό Moai. Το έχουν φέρει εδώ από το νησί του Πάσχα, αποχωρίζοντάς το από τα εκεί όμοιά του. Είναι μια μικρή βέβαια παρηγοριά, αλλά πάντως παρηγοριά, για όσους δεν καταφέρνουν να βρούν εισιτήρια για το 6ωρο ταξίδι Santiago-Hanga Roa, την πρωτεύουσα του νησιού του Πάσχα. Είμαστε, δυστυχώς, κι εμέις από τους άτυχους. Γι’ αυτό και πανηγυρίσουμε στη θέατου επιβλητικού πέτρινου ξοάνου. Έχει τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά των «αδελφών» του στο απομακρυσμένο νησί του Ειρηνικού: Χαμηλό μέτωπο, σφιγμένα χείλη, ίσια σουβλερή μύτη, βαθουλωμένα μάτια. Παρ’ ότι δεν κατάφερα να βρεθώ στο νησί, και να δώ στον τόπο τους τα περίεργα αυτά γλυπτά, πρέπει να σας πώ, έστω δυο λόγια, για την ιστορία αυτών των, για πολλούς ανεξήγητων, αγαλμάτων. Είναι αυτά που ιντριγκάρισαν τη φαντασία του δαιμόνιου Νταίνικεν, του σύγχρονου, τολμώ να πω, Ιουλίου Βέρν. Ποιος ξέρει αν, ύστερα από χρόνια, δεν αποδειχτεί κι αυτός, ένας προφητικός παραμυθάς!...Ως και διαστημανθρώπους κι αστροναύτες μας τα συνέστησε στα βιβλία του! Ποιος να πει με σιγουριά αν έχει δίκιο ή άδικο. Μονάχα ο καιρός θα το δείξει!...

Τα Moai λοιπόν, βρίσκονται στο Rapa Nui, όπως βάφτισαν το Νησί του Πάσχα οι ιθαγενείς. Πως, τώρα, έφτασαν σ’ αυτή τη μακρινή κι απομονωμένη ηφαιστειογενή κουκίδα οι Πολυνήσιοι, παραμένει, ακόμα και σήμερα, άγνωστο και μυστηριώδες! Όπως άγνωστο και μυστηριώδες εξακολουθεί να παραμένει το πως κατασκευάστηκαν αλλά και, προ πάντων, πως μεταφέρθηκαν στο ψηλό σημείο που βρίσκονται τώρα, τα ογκώδη κι ασήκωτα διάσημα πια αγάλματα, τα γνωστά με το όνομα Moai.

Το Νησί του Πάσχα έχει κι άλλο όνομα, πολύ πιο εντυπωσιακό. Το λένε Pito o te Henua, που σημαίνει: Ο ομφαλός της Γής! Κι έχουν λόγο που το βάφτισαν έτσι. Διότι, τούτο το νησιδάκι είναι το μόνο σημείο του κόσμου, από όπου ένα πλοίο μπορεί να ταξιδεύει επι 1900 μίλια προς οποιαδήποτε κατεύθυνση , δίχως να συναντήσει «κατοικημένη γη». Βρίσκεται 20 μοίρες κάτω από το γοητευτικό Τροπικό του Αιγόκερου. Στα ΒΔ του, και σε τεράστια απόσταση, απλώνεται η Πολυνησία, με τα γνωστά νησιά Tahiti, Borra Borra, Morea, κτλ.

Στα ΝΑ του βρίσκεται το Santiago, σ’ απόσταση 3700 μιλίων, να σας χαρώ! Εξ ου και η 6ωρη πτήση. Το κοντινότερο νησί; Το Pitcairn, σε απόσταση 1900 μιλίων, όπως λέγαμε και παραπάνω για τα περί του…ομφαλού!

Το ίδιο το νησί έχει έκταση 117 χλμ –δεν είναι καθόλου μικρό όπως διαπιστώνετε- αλλά οι κάτοικοί του μόλις που φτάνουν τις 2000. Η ερημιά του κόσμου, δηλαδή! Ένας σχεδόν έρημος τόπος, μέσα σε μιάν ατέλειωτη θαλάσσια ερημιά! Έρημος για έρημο!... Φρίκη! 2000 άνθρωποι «πεταμένοι» καταμεσής Ωκεανού, δίχως έναν κοντινό «γείτονα»! Σαν να κατοικούν στο διάστημα! Ή σαν να είναι οι μοναδικοί άνθρωποι πάνω στον πλανήτη. Μα, πως το αντέχουν;

Στο Νησί του Πάσχα, ζούν και μερικά ακόμα αναπάντητα ερωτηματικά. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η παλαβομάρα μερικών νησιωτών, από όλον τον Ειρηνικό, που, μια μέρα πήραν των ομματιών τους, κι έφτασαν εδώ! Μα, το σημερινό «εδώ» ήταν τότε το «πουθενά», ή «το Τέλος του Κόσμου»! Κι όμως, κάποιοι τρελοί έβαλαν το κεφάλι τους στο τορβά, και ξεκίνησαν για ένα ταξίδι χωρίς προορισμό, ή ακόμα χειρότερα, ίσως και χωρίς γυρισμό! Σκεφτείτε ότι, ούτε και σήμερα έρχονται άνθρωποι εδώ. Και έτσι στο νησί μένουν πάντα οι ιθαγενείς των 2000, οι «Μακρυαυτιάδες» από τα ανατολικά και οι «Κοντοαυτιάδες» αο τα δυτικά! Έτσι τους λένε! Σας το ορκίζομαι στο Moai που είδα!...

Ο πρώτος Ευρωπαίος, ο πατήσας το ποδάρι του στο νησί, δεν ήταν –περιέργως- Ισπανός αλλά Ολλανδός. Ήταν ο Ιάκωβος Rogeveern, Απρίλη του 1772. Ανήμερα το Πάσχα! Και, κατά την τότε προσφιλή συνήθεια όλων των εξερευνητών, βάφτισαν τη γη αυτή «Νησί του Πάσχα». Να σας θυμίσω επι την ευκαιρία και τον Ποταμό του Ιανουαρίου, -το άλλως γνωστό μας Rio de Janeiro- και το Λιμάνι των Χριστουγέννων –ή Puerto Natal. Έτσι το συνήθιζαν τότε.

Τις σημαντικότερες πληροφορίες νομίζω σας τις έδωσα. Δεν θεωρώ σκόπιμο να σας πονοκεφαλιάσω περισσότερο και, μάλιστα, για τόπο και πράγματα που τελικά δεν στάθηκα τυχερή να δώ και να χαρώ. Άλλωστε το καθ’ αυτό ταξίδι μου δεν τέλειωσε ακόμα. Σας οφείλω και κάτι….«ψιλά»…Αναμείνατε. Έρχονται κι αυτά.

Πίσω στο Santiago, η Φρόσω και εγώ θέλουμε ν’ αγοράσουμε βαλίτσες. Το Εμπορικό Κέντρο που σταματάμε θυμίζει Βόρεια Αμερική. Είναι τεράστιο. Έχει από Εβραίο κόκαλο που λένε! Τόσο μεγάλο, που όταν αποφασίζουμε να βγούμε –μετά το τέλος των ωνίων- χάνουμε τη πρέπουσα έξοδο, και αδυνατούμε να βρούμε σε πιο σημείο μας περιμένει το πούλμαν. Τέτοιο πράμα, δηλαδή! Βγαίνουμε αλλού κι αλλού, και πιλαλούμε κάθιδρες, σαν να μας κυνηγούν 40 διάβολοι! Ο χρόνος βλέπετε είναι ορισμένος και περιορισμένος. Ας είναι…

Στο Τμήμα Ειδών Ταξιδίου –που δεν ξέρω με πόσο κόπο βρήκαμε κάποτε- μπερδευόμαστε άγρια μέσα στο πλήθος της ποικιλίας. Κάθε είδους μάρκα. Κάθε είδους ποιότητα. Κάθε είδους χρώμα, σχήμα, μέγεθος. Διαλέγετε και παίρνετε! Μέσα στη σαστιμάρα μας, μας κόβεται σχεδόν η όρεξη για ψώνια! Τελικά καταλήγουμε σε δυο Delsey. Αυτές όμως, οι αδικιορισμένες, διαθέτουν και κλειδαριά με κωδικό αριθμό. Μεγάλη συμφορά για μένα είναι πάντα η τεχνολογία και τα τερτίπια της. Κοιτώ τον πωλητή καταπτοημένη. Καταλαβαίνει ότι δεν έχω ιδέα πως να λειτουργήσω τον συνδυασμό. Στα μάτια μου διαβάζει, σίγουρα, τη βλακεία μου!...Κι αρχίζει να μου εξηγεί, πασπατεύοντας συγχρόνως κάποιο πράγμα, από τη μέσα μεριά του καπακιού. Εγώ, ωστόσο, δε βλέπω τίποτα. Σκύβω. Σκύβει. Σκύβουμε. Εξακολουθώ να μην βλέπω, και αν μην καταλαβαίνω τι μου κανοναρχάει ισπανιστί. Του φεύγει το καπάκι. Του πέφτει και η βαλίτσα. Ευτυχώς εμείς στεκόμαστε ακόμα στο ύψος μας! Ιδρώνω! Φουσκώνει. Κι επιτέλους εκρήγνυμαι, μελιτζανιά σίγουρα, από την αγωνία και την ένταση:

- Τι μου λές, άνθρωπε μου; Μούδε που βλέπω, μούδε που καταλαβαίνω. Φρόσω! Βοήθεια! ‘Ελα, μήπως και βγάλεις εσύ μιαν άκρη!...κι όλα αυτά σε άψογα και οργισμένα ελληνικά.

- Εμένα άσε με απ’ έξω απ’ αυτήν την ιστορία. Εγώ σε περιμένω υπομονετικά να μάθεις. Κι ύστερα θα φωτίσεις κι εμένα. Η φιλενάδα μου είπε κι ελάλησε. Και με άφησε άπνου!...

- Φτου! Senor, non comprendo nada! Es mui dificil.

- No senora, es mui facil!

Τώρα με λέει «βλάκα» και μες τα μούτρα μου, ο πανάθλιος! Και δεν μπορώ να διαμαρτυρηθώ διότι, εκτός του ότι δεν μπορώ να του απαντήσω, αναγνωρίζω επίσης πως έχει χίλια δίκια! Εγώ αυτά τα περί διαγραμμάτου της τεχνολογίας, δεν τα καταλαβαίνω ούτε με ποινή καθείρξεως!

- Ma non puedo veder esto πράμα que me δείχνεις! Comprende; Λέω και ψαύω απεγνωσμένα με τα δάχτυλα, στα τυφλά, να δω, τέλος πάντων, τι κουνάει κάτω από το καπάκι ο ευλογημένος. Και ω του θαύματος, πιάνω ότι δεν μπορούσα τόση ώρα να δώ. Κι είχα γίνει ρεζίλι των σκύλων! Ήταν ένας μικροσκοπικός μοχλός, που έπρεπε να μετακινήσω, για να ενεργοποιήσω τον συνδυασμό της κλειδωνιάς. Έχω σχεδόν γονατίσει πάνω στη μοκέτα του μαγαζιού. Ο πωλητής έχει σκύψει μέχρι το πάτωμα, για να φτάνει κι αυτός τη βαλίτσα που κείτεται καταής! Δόξα τω Θεώ! Αρχίζω, τώρα, να καταλαβαίνω τι προσπαθεί, τόσην ώρα, να μου πει. Κι είμαι έτοιμη να ακούσω τη συνέχεια των οδηγιών, κάπως ανακουφισμένη.

Είμαστε και οι δυο πολύ απορροφημένοι. Και δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται στο γύρο μας. Έως τη στιγμή που με χτυπά στον ώμο η Γιάννα:

- Φιλενάδα, τέλειωνε.

- Γιατί; Φεύγουμε;

- Όχι, αλλά έχετε γίνει θέαμα. Κάτι μεταξύ τσίρκου και παιδικής χαράς!

- Ούφ, εσύ και η νοοτροπία σου περί κοσμιότητας! Δε βλέπεις; Μαθαίνω. Δεν τα έχω εμπεδώσει όμως ακόμα. Περίμενε!

- Ναι, αλλά γύρνα να δείς και πίσω σου τι γίνεται!

Γυρίζω. Και μου πέφτουν τα μούτρα! Το Τμήμα Ειδών Ταξιδιού έχει μαζέψει πωλητές και πελάτες των πλαϊνών Τμημάτων. Έχουν κάνει κύκλο, και με κόπο προσπαθούν να κρατήσουν τα γέλια τους!

- Τι έπαθαν, καλέ, αυτοί; Αυγά τους καθαρίζουν; Αναρωτιέμαι σαστισμένη.

- Προφανώς δεν εκτιμούν όσο πρέπει τα ισπανικά σου, υποθέτω! Μου απαντάει, έτοιμη να γκρεμιστεί κι εκείνη από τα γέλια!

Η μόνη που κρατά τη σοβαρότητα και τη νηφαλιότητά της είναι η Φρόσω. Συμμερίζεται σίγουρα την αγωνία μου και τη γελοιοποίηση μου. Τώρα θυμώνω:

- Γιατί; Τι έχουν τα ισπανικά μου; Λέω.

- Τι δεν έχουν να ρωτάς! Δεν θα εκπλαγώ αν οι άνθρωποι σε μηνύσουν για…γλωσσοκτονία –αν υπάρχει βέβαια, τέτοιο αδίκημα. Άντε τέλειωνε, για να μην μας σέρνουν μεσημεριάτικα στις «Χουστίσιες»! Έτσι δεν την λένε ισπανικά τη Δικαιοσύνη; Και σε πληροφορώ πως, αν αργήσεις λίγο ακόμα, μέχρι και η Φρόσω θα ξεραθεί στα γέλια!...Μπρός! Ότι έμαθες, έμαθες. Πάμε να φύγουμε από εδώ!

Είμαι κυριολεκτικά κατησχυμμένη. Τι ρεζιλίκι κι αυτό! Κι εγώ να μην έχω καταλάβει το «μάθημα» μέχρι το τέλος.

- Τέλος πάντων! Κάποιος αρσενικός από το γκρούπ θα ξέρει αν μου εξηγήσει τα υπόλοιπα. Αυτοπαρηγοριέμαι. Είναι κι αυτή μια περίπτωση, όπου ο άντρας είναι χρήσιμος για τρείς δουλειές το χρόνο, λέω με όση αξιοπρέπεια μου έχει απομείνει από το χουνέρι που έπαθα.

- Εντάξει, εντάξει! Μη συνεχίσεις. Ξέρω πολύ καλά το υπόλοιπο. Και η τρίτη δουλειά δεν είναι αυτή που πάει ο όποιος πονηρός και διεστραμμένος νούς, διότι….

- Διότι ελάχιστοι ξέρουν να την κάνουν σωστά!! Αποσώνω θριαμβευτικά!

Βουτώ τη βαλίτσα μου και τρέχω στο ταμείο. Κι ο κοροϊδευτικός κλοιός διαλύεται πάραυτα εν ιλαρότητι και θυμηδία!...

- Α, να χαθείτε, μαυροπίπερα! Μουγκρίζω. Μακάρι να μιλούσατε κι εσείς ελληνικά , όσα ισπανικά μιλάω εγώ. Και αν τα είχατε μάθει, μάλιστα, από τη Βίρνα Δράκου του….Φωσκόλου! Άμα πια!...

- Καλέ, τι λές; Παλάβωσες; Που να την βρούν εδώ τη Βίρνα Δράκου του Φωσκόλου; Άκου «του Φωσκόλου»!...

- Καλά κρασιά, αγαπητή μου! Δεν το ξέρεις πως όλη η Νότια Αμερική βλέπει «Λάμψη»; Φώσκολο, παιδάκι μου, αγόρασαν σαν τρελοί οι Λατινοαμερικάνοι, σε εκείνες τις παγκόσμιες Εκθέσεις για τις τηλεοπτικές παραγωγές γενικώς! Κι άντε να σε καταπλήξω ακόμα περισσότερο! Μάθε πως ο Φώσκολος έχει κι εδώ την ίδια επιτυχία που έχει και στην Ελλάδα…

Ωχ! Πολύ το φχαριστήθηκα. Σκόνη την έκανα τη Γιάννα. Βούτηξα τη πάνκομψη Delsey μου και βγήκα καμαρωτή από το Εμπορικό Κέντρο. Δεν άντεξα όμως στον πειρασμό να της δώσω και τη χαρισματική βολή:

- Y mui muneca la maletta! Φώναξα πάνω από τον ώμο μου. Κι απήλαυσα τη σαστιμάρα στα μάτια της.

- Μωρ’ τι λέει του λόγου της; Φυσικά δεν είχαν καταλάβει πως δήλωνα: «Και πολύ κούκλαη βαλίτσα»!

Έτσι! Για να μάθουν! Που «η ζούλια και ο φθόγγος θα τις φάει», όπως λέει και η φιλενάδα μου Λιλή –και, να μην της «φάω» την μητρότητα της προσφιλούς της εκφράσεως…
 
Μηνύματα
245
Likes
893
ΤΑ ΝΟΜΠΕΛ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

ΕΛΛΑΔΑ – ΧΙΛΗ ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ «Χ»

Δύο προσωπικότητες σημαδεύουν τα Χιλιανά Γράμματα. Δύο Νομπελίστες. Μία γυναίκα και ένας άντρας. Ο Pablo Neruda και η Gabriella Mistral.

O Neruda έγινε γνωστός στην Ελλάδα χάρη στο Θεοδωράκη και το Canto General – τίτλος καθόλου ποιητικός, πρέπει να ομολογήσω, όπως καθόλου ποιητικό δεν βρήκα και το κείμενο. Σαν πολιτικό μανιφέστο μου έμοιαζε! Δεν ξέρω!

Όμως, εκτός από το «Γενικό Άσμα» και το Νόμπελ, τι άλλο ξέρουμε για τον Neruda; Αμ, και για κείνη τη Mistral , έχουμε ποτέ ακούσει το παραμικρό; Εγώ, τουλάχιστον, ΤΙΠΟΤΑ.

Αγνοούσα ακόμα και την ύπαρξή της. Κι όμως, είναι η πρώτη Νοτιοαμερικάνα Νομπελίστα. Ο Neruda είναι το τρίτο Νόμπελ. Το δεύτερο ανήκει στη Γουατεμάλα και τον Miguel Angelasturias. Έτσι, αναγκάστηκα να ψάξω. Και ιδού τα ευρήματα: Οι δύο ποιητές, με πληροφορεί ο Χιλιανός Οδηγός που διαβάζω, άνοιξαν με τη ποίηση τους ένα παράθυρο στη χώρα τους, αλλά και σ’ όλη τη Λατινική Αμερική, για να μπορέσει να δεί μέσα ο υπόλοιπος κόσμος.

Εγώ, εδώ, βεβαίως, δεν έχω σκοπό να κάνω κριτική στο έργο αυτών των δύο προσωπικοτήτων. Μονάχα μερικές πληροφορίες για τη ζωή τους θέλω να σας δώσω.

Ο P. Neruda γεννήθηκε στο Valparaiso, το 1904 και η Mistral το 1889. Ο Neruda καταγόταν από εργατική τάξη και η Κυρία ήταν δασκάλα. Τα ονόματα τους είναι ψευδώνυμα. Το πραγματικό όνομα του Neruda είναι Neftali Ricardo Reyes Basoalto –και άγια έκανε, ο άνθρωπος, που το άλλαξε! Και της Mistral ήταν Lucila Godoy Alcayaga – σάμπως αυτηνής ήταν καλύτερο;

Χρησιμοποίησαν και οι δύο λογοτεχνικά ψευδώνυμα, γιατί και οι δύο έτρεμαν την «αποτυχία και τη γελοιοποίηση»! Ωστόσο είχαν και οι δύο αναγνωριστεί από μικρή ηλικία, και είχαν τιμηθεί με διπλωματικές θέσεις αργότερα. Τούτο έγινε αιτία να ανασταλούν, για κάποιο διάστημα, οι ποιητικές τους δραστηριότητες.

Η ποίηση της Γαβριέλλας δεν δημιούργησε πολιτικά θέματα, αφού είναι κατά βάση μυστικιστική και συμπονετική (Compassionate, την περιγράφει ο Οδηγός μου, και δεν ξέρω πόσο εύστοχος ή αντιπροσωπευτικός μπορεί να είναι αυτός ο χαρακτηρισμός).

Αντίθετα ο Πάμπλο ήταν εντελώς εξωστρεφής. Κι όχι μονάχα στη ποίηση του. Αλλά και στη ζωή του. Έχτιζε παράξενα σπίτια, και τα διακοσμούσε με αντικείμενα φερμένα από τους τόπους των ταξιδιών του. Κι όσο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις…του δημιούργησαν τρομερές περιπέτειες. Αμ τα οικογενειακά του; Καφές και ζάχαρη! Πρόξενος ως την Ιάβα, παντρεύτηκε στα 1930 μιαν Ολλανδέζα, την οποία εν συνεχεία χώρισε, για να παντρευτεί την Delia de Carril, 10 χρόνια μεγαλύτερη του, παρακαλώ! (Έχω ακόμα ελπίδες!) Ο γάμος δεν φτούρισε! Πως θα μπορούσε άλλωστε; Την παράτησε λοιπόν, και αυτήν. Και τούτη τη φορά, πήγε στον αντίποδα της ηλικίας της «πρώην». Στεφανώθηκε την Matilda Urrutia, 20 χρόνια μικρότερη του! (Αυτό θα πεί δραστική αλλαγή, και θαυμαστή ποικιλία!) Αυτή η Urrutia, όχι μονάχα του «έκατσε», αλλά φαίνεται και πως τον έβαλε και στο βρακί της. (Το βρίσκεται μήπως πρωτότυπο; Αχ, μη με απογοητεύετε!) Μέχρι που για χάρη της έχτισε σπίτι στους πρόποδες του Cerro san Cristobal, στο Santiago, και του έδωσε το όνομά της. (Όχι, που δεν θαα του ξεπλήρωνε και με το παραπάνω, η μικρά, όλα όσα αυτός είχε σίγουρα κάνει στην ηλικιωμένη συμβία του! Α, πως εκδικείται η Ζωή και η Φύση!...)

Παρά την ταπεινή καταγωγή του, απέκτησε πολύ χρήμα. Πουθενά όμως δεν βρήκα, το πως το απέκτησε. Από το ποσόν του Νόμπελ; Αμφιβάλλω. Με τέτοια σπάταλη και παλαβή ζωή που έκανε, με τόσα διαζύγια που είχε στη καμπούρα του, αυτά τα χρήματα ούτε σαν αντίδωρο δεν μπορούν να θεωρηθούν. Από την άλλη μεριά, ο άνθρωπος ήταν κομμουνιστής. Πως μας προέκειψε καπιταλίστας; Τσιμουδιά ο Οδηγός μου. Άγνοια επομένως εγώ….Κι εσε΄ςι….Κι ας μη μιλήσουμε για τον δημοσιοϋπαλληλικό μισθό του! Θα γελάσουμε όλοι ομάδι!...

Στα 1969 ήταν υποψήφιος των Κομμουνιστών για την Προεδρία. Αλλά παραιτήθηκε υπέρ του Allende. Μωρ’ για δες τύχη ο Παυλάκης! (Αλλιώς θα ήθελα να το πω, αλλά σας ντρέπομαι!). Γλύτωσε το κεφάλι του, όπως απέδειξαν τα γεγονότα που ακολούθησαν. Ενώ ο έρμος ο Allende…Αργότερα έγινε πρέσβυς στη Γαλλία. Το Νόμπελ το κέρδισε, ενώ ακόμα υπηρετούσε στο Παρίσι, στα 1971. Και πέθανε 15 μέρες μετά το πραξικόπημα στη Χιλή, στα 1973.

Αντίθετα η Γαβριέλλα έζησε μία πολύ ταπεινή και ήσυχη ζωή. Με αποτέλεσμα σήμερα να την λατρεύουν κυριολεκτικά οι Χιλιανοί. Εκατοντάδες γονείς με τα παιδιά τους, περνούν καθημερινά μπροστά από την τοιχογραφία της στον Cerro santa Lucia, ενώ πολλοί περισσότεροι επισκέπτονται το μουσείο που φέρει τ’ όνομα της, στο χωριό Vicuna. Και, αν και πέθανε στη Ν.Υόρκη, θάφτηκε κοντά στον τόπο της γέννησης της, στο χωριουδάκι Montegrande.

Δεν ξέρω τι λέτε εσείς – και οι διάφοροι κομματικοποιημένοι κουλτουραίοι – αλλά εγώ συμφωνώ με τους σύγχρονους Χιλιανούς! Δείχνουν με κάθε τρόπο τη λατρεία τους στην ταπεινή και αθόρυβη Δασκάλα, που χωρίς πολιτικές ή άλλες φανφάρες –αλλά και σκοπιμότητες, φοβάμαι- δόξασε τη χώρα της. Δεν πήρε απλώς το Νόμπελ της Χιλής.

Ήταν η πρώτη πρώτη λατινοαμερικάνα που αξιώθηκε αυτής της ύψιστης επιβράβευσης. Δόξασε μισή ήπειρο, μ’ άλλα λόγια…Κι όμως εμείς ουδέποτε ακούσαμε το όνομα της. Η ήρεμη δόξα της «χωνεύτηκε» μέσα στην θυελλώδη ζωή του P. Neruda. Είδατε τι πετυχαίνουν οι κραυγές και οι εκκεντρικότητες;
 
Μηνύματα
245
Likes
893
ΚΑΙ ΤΑ ΧΙΛΙΑΝΑ ΑΚΡΑΙΑ!!!

Η ιστορία του Φάμπιο είναι απίστευτη. Ξεκίνησε από τη δική μου γνωστή μανία να μαθαίνω τα ρομάντζα των νέων παιδιών. Ε, δεν μπορούσε να μου ξεφύγει ο Χιλιανός ξεναγός μας:

- Νέος είσαι, χαριτωμένος είσαι, έξυπνος είσαι. Βλέπω και βέρα στον αριστερό σου παράμεσο! Μολόγα! Εδώ και τώρα!

Ξεκαρδίζεται στα γέλια.

- Τι θες να μάθεις;

- Todos! Y al inicio, που λέτε και εσείς. Κατ’ αρχήν: πως τη λένε. Κι ύστερα θέλω να μου ανιστορήσεις το πως γνωριστήκατε και πως ερωτευτήκατε. Adelante, diga me! Μπρος, λέγε!

- Τη λένε Carla, με πληροφορεί πρόθυμα. Είναι πολύ όμορφη. Κι είμαστε πολύ ερωτευμένοι. Μοναδικό σύννεφο, η μάνα μου. Δε τη θέλει. Και μας δημιουργεί προβλήματα συνέχεια! Κι η Carla στεναχωριέται…

- Δεν καταλαβαίνω. Απ’ ότι μου λες είναι μια χαρά κορίτσι, κι αγαπιέστε. Μήπως είναι θέμα προίκας ή οικογένειας; Λέω, μήπως…

- Τίποτα τέτοιο. Απλώς δεν της αρέσει η Carla.

- Περίεργο το βρίσκω. Μπας και έιναι η μάνα σου…μανιακή; Κι εσύ τι έχεις κατά νου να κάνεις;

- Εγώ είμαι αποφασισμένος να προχωρήσω με ή χωρίς την έγκριση κανενός. Συμφωνεί και η Carla μαζί μου. Είναι η ζωή μας. Και τη διαθέτουμε όπως εμείς θέλουμε και όπως εμείς αποφασίζουμε.

Παίρνει σε μάκρος η συζήτηση για τις επεμβάσεις των γονιών, σε τόσο προσωπικά ζητήματα των παιδιών τους και συχνά, όπως σ’ αυτή τη περίπτωση, χωρίς λόγο. Κι εγώ, πυρ και μανία για το άτοπο του πράγματος. Μίσησα βαθύτατα τη μάνα του Fabio, χωρίς να τη ξέρω τη χριστιανή. Και λυπήθηκα από καρδιάς την όμορφη και ερωτευμένη Carla. Είμαι, βλέπετε, πάντα με το μέρος των ερωτευμένων και –προ πάντων – των ταιριαστών ζευγαριών…

- Πόσο χρονών είστε;

- 35 εγώ και 27 η Carla.

Μάλιστα. Κι εδώ το πεδίο πεντακάθαρο! Κατηραμένη πεθερά της ωραία Carla, και άθλια μαμά του ταλαίπωρου Fabio…Πουθενά δεν βρίσκω ψεγάδι για να της δώσω, έστω και μια τόση δα, δικαιολογία.

- Λεφτά, δικά σας; Ξαναρώτησα. Εκεί εγώ! Να δικαιολογήσω το πεθερικό…

- Βγάζω αρκετά από τη δουλειά μου, και για τους δυο μας. Άλλωστε συζούμε επι 3 χρόνια. Και τα πάμε μια χαρά. Παντού.

Κι εδώ άριστα!

- Es stranio! Παράξενο το βρίσκω, amigo Fabio!

H κουβέντα γίνεται απογευματάκι, πάνω στο αυτοκίνητο. Επιστρέφουμε στο Santiago από την Vina del Mar. Και καθώς είμαστε φαγωμένοι και πιωμένοι, όλοι παίρνουν έναν υπνάκο. Μόνο εμείς οι δύο αγρυπνούμε. Και προσπαθούμε να βρούμε την άκρη σ’ ένα ερωτικό… «δράμα». Το βράδυ μας περιμένει λατινοαμερικάνικο δείπνο, σε τυπικό εστιατόριο, με ντόπιες λιχουδιές, κρασί, ορχήστρα και χορό. Καθώς πλησιάζουμε πια στη πόλη, ο Fabio κλείνει τη συζήτηση με τούτη τη περίεργη δήλωση-βόμβα:

- Επειδή από την αρχή μου φάνηκες άνθρωπος ευθύς, ειλικρινής, έξυπνος και με μυαλό ανοιχτό, θέλω, απόψε το βράδυ, να σου εξομολογηθώ κάτι. Θα μ’ ακούσεις;

Ολίγον αλαφιάστηκα!

- Πες το , παιδάκι μου, τώρα.

- Όχι! Το βράδυ.

- Τι αφορά;

- Θα μάθεις σε λίγες ώρες. Pacienza amiga!...

Αδύνατον να του πάρω άλλη πληροφορία. Και η περιέργειά μου στα ύψη.

- Μωρ’ τι θέλει ο άνθρωπος; Όλα τα είπαμε. Τα ερωτικά του, τα επαγγελματικά του, τα οικονομικά του, τα οικογενειακά του…Τι στο δαίμονα μένει ακόμα;

- Χριστέ μου, σ’ ερωτεύτηκε! Μου γελά κατάμουτρα η Γιάννα, στην οποία μεταφέρω την απορία μου.

- Άει στο καλό σου! Σαν να μην σε ξέρω! Πότε είπες ένα λογικό πράμα εσύ;

- Γιατί; Κι ο έρωτας παράλογος δεν είναι;

- Καλέ, ο Fabio είναι παιδί μου! Το ξεχνάς;

- Και το …οιδιπόδειο που το πας;

Με το ζόρι κρατήθηκα να μην τη φασκελώσω, αν και το χρειαζόταν…Κατάπια την περιέργεια μου για μερικές ώρες. Αλλά την στιγμή που τον βρήκα μπροστά μου στο ασανσέρ, όταν κατέβαινα για την βραδινή έξοδο, τον βούτηξα από το μανίκι και τον τραβολόγησα σ’ ένα απόμερο σαλόνι:

- Και τώρα, λέγε!

Η αντίδραση του Φάμπιο ύποπτη. Πρώτα πρώτα κοκκινίζει. Μετά ανάβει τσιγάρο. Σηκώνεται. Περπατά ως εκεί, επιστρέφει. Και ξανακάθεται. Με κοιτά στα μάτια. Δυσανάγνωστο το βλέμμα του. Αρχίζει να με κόβει ψιλός ιδρώτας.

«Έχει γούστο η πλάκα της Γιάννας, να έχει κόκκον αληθείας! Α, μη τρελαθώ τώρα, στα πίσω πίσω του ταξιδιού…»

Κι επιτέλους ο χριστιανός ανοίγει το στόμα του:

- Σου μίλησα για τη Carla, έτσι δεν είναι;

- Έτσι είναι, Και είσαι πολύ ερωτευμένος.

- Είμαι.

- Ωραία, Που είναι το πρόβλημα;

- Carla is not Carla.

- Και τι είναι; Έχει δηλαδή δύο ονόματα; Και τι σημασία έχει αυτό; Στο όνομα θα κολλήσουμε τώρα; Και μάλιστα, με τόσο μυστήριο και τόση μυστικότητα; Άσε με να χαρείς…

- Δεν κατάλαβες, Carla is not Carla.

- Καλά! Αυτό το ‘παμε. Carla is not Carla. Σύμφωνοι.

Και από μέσα μουέτσι, χωρίς λόγο, μετέφρασα τη φράση στα ελληνικά, κάνοντας τη σωστή χρήση των άρθρων: «Η Κάρλα δεν είναι Κάρλα». Και τότε κεραυνοβολήθηκα. Πρέπει και να χλώμιασα. Κι εκείνος έσπευσε να με φωτίσει, απολύτως τούτη τη φορά:

- Η Carla είναι Carlos!

BINGO! BINGO και τόμπολα, κι όλα τα επιτραπέζια παιχνίδια μαζί!

- Συζώ μ’ έναν άντρα. Κι είμαι ερωτευμένος μ’ έναν άντρα!

Έμεινα να τον κοιτώ σαν UFO:

- Σε σόκαρα! Το βλέπω!

Συνήλθα γρήγορα. Αναρωτήθηκα όμως, γιατί τα ‘χασα στην αρχή. «Αιφνιδιασμός» είναι η απάντηση. Διόλου δεν πήγε ο νους μου σε κάτι τέτοιο. Ο άνθρωπος δεν έδειχνε το παραμικρό. Ήταν πολύ άνετος με τους άντρες της παρέας, και χαριτωμένα πονηρούλης με τις κυρίες. Πως να υποψιαστώ αυτό που μου ξεφούρνισε; Ώστε να μην εκπλαγώ; Αλλιώς, δεν είχα λόγο να γίνω άνω κάτω. Δόξα τω Θεώ, στην εποχή μας, μάθαμε, επιτέλους, να δεχόμαστε το «διαφορετικό» -αν αυτή η «διαφορά» δεν μας ενοχλεί πρακτικά. Κατά τα άλλα τι με νοιάζει εμένα, η όποια προτίμηση του οποιουδήποτε;

- Porque, Ombre; Με νοιάζει εμένα, αν κάποιος αγαπά το φρικασέ κι εγώ προτιμώ το τας κεμπάπ; Κύριε ελέησον! Αρκεί να μην εννοεί να ταΐζει εμένα φρικασέ! Τότε, ναι, θα μ’ ένοιαζε και θα μ’ έκοφτε! Αν όμως τρώμε από χώρια κατσαρόλες, άσε τον καθέναν να μαγειρεύει το φαγητό του γούστου του! T’ entientes amigo;

O Fabio χαλαρώνει. Και βάζει τα γέλια με τις…μαγειρικές μου αναφορές. Αγνοεί και τα δύο φαγητά, του αρέσουν όμως τα ονόματα. Τα βρίσκει ακουστικώς…νόστιμα!

- Ώστε, δεν αλλάζεις γνώμη για μένα; Με ρωτά.

- Αντιθέτως. Θαυμάζω το κουράγιο σου να μου εξομολογηθείς κάτι που σίγουρα σε προβληματίζει στις κοινωνικές σου σχέσεις. Εύχομαι να είσαι, όσο σε παίρνει, ευτυχής. Και να ξεπερνάς με υπομονή αλλά και αξιοπρέπεια , το όποιο εμπόδιο, λέω. Θεωρώντας ότι η κουβέντα τελείωνε εκεί. Αμ δε! Ο Fabio ήταν αποφασισμένος να φτάσει το θέμα μέχρι το τέλος. Ποιο τέλος; Μέχρι τα άκρα πρέπει να πω.

- Δύο είναι ωστόσο τα εμπόδια για να ευτυχήσουμε, μου λέει. Ο γάμος και το παιδί.

- Ε, καλά. Αφού κανείς από τους δυο σας δεν μπορεί να κάνει έναν συμβατικό γάμο, είναι φυσικό να στερηθείτε ορισμένα πράγματα. Δεν πειράζει, λοιπόν, που θα μείνετε τυπικά ανύπαντροι. Πολλοί άνθρωποι δεν παντρεύονται, για πολλούς και διάφορους λόγους, αλλά δεν βάζουν, πια, και τη γάτα τους να κλαίει! Μήτε κουτσαίνονται. Μήτε κουλαίνονται, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω. Επομένως σους! Μιλιά και αχνιά. Όσο για παιδί…Πρέπει να το θυσιάσετε και αυτό, στο βωμό της φυσικής αδυναμίας, που δεν επιτρέπει στην Carla που είναι όμως Carlos, να γεννήσει!!! Τι διάβολο! Ξεχάστε τα αυτά. Και να θυμάστε μόνο πως η Φύση έχει άλλους κανόνες, στους οποίους εσείς δεν εμπίπτετε. Μικρό το κακό. Έχετε ο ένας τον άλλον. Αυτό είναι αρκετό.

- Μα, όχι! Έρχεται η απρόσμενη απάντηση. Εμείς θα παντρευτούμε! Το αποφασίσαμε…

Ξαναμένω κάγκελο! Και τούτη τη φορά αρνούμαι να συνέλθω. Άσε που τρέμω πως θα ακούσω και το χειρότερο. Που έρχεται αμέσως:

- Ακούσαμε ότι στην Ολλανδία παντρεύονται τέτοια ζευγάρια. Εκεί λέμε να πάμε του χρόνου. Και όσο για παιδί, θα αγωνιστούμε για το δικαίωμα της υιοθεσίας! Πως το βρίσκεις;

- Ακραίο του εξομολογούμαι. Εδώ, σου δηλώνω, ότι με έχεις σοκάρει άσχημα. Ξέρεις τι μου λες; Καταλαβαίνεις; Παιδί υιοθετημένο από ένα ζευγάρι ανδρών; Έλεος: Πως θα μεγαλώσει το έρμο; Με δύο μπαμπάδες και χωρίς μια μάνα; Ή με έναν πατέρα, και μια μητέρα που θα είναι, όμως, όμοια με τον πατέρα; Μη με τρελαίνεις άνθρωπέ μου!

- Μα, γιατί; Τα παιδιά μεγαλώνουν με την αγάπη. Κι εμείς θα του δώσουμε πολλή.

- Αχ, μωρέ Fabio! Ένα παιδί δεν είναι γατάκι ή σκυλάκι, που ποτέ δεν ρωτά «γιατί» και «πως». Κι ούτε ξέρει από διαφορές, που είναι ζόρι να εξηγηθούν, και να γίνουν κατανοητές αο ένα μικρό παιδί. Και για να σε προσγειώσω κομμάτι, ας σου πω και τούτο: Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αυτό το συγκεκριμένο παιδί, πρώτα να απορήσει, μετά να ρωτήσει και, τελικώς, να απορρίψει!... Θα σου άρεσε; Θα το άντεχες; Αλλά, βρε παιδάκι μου, πως σας έκατσαν τέτοιες παλαβές ιδέες; Εσείς, εν τάξει, μπορείτε να κάνετε ότι θέλετε με τις δικές σας ζωές, Όμως, μακριά τα χέρια σας από τις ζωές των άλλων. Και, μάλιστα, αυτών που λόγω ηλικίας, δεν μπορούν να έχουν γνώμη. Ηρεμήστε. Κατακαθίστε. Σας φτάνει να αποδεχτούν τη σχέση σας οι τριγυρινοί σας. Κι εσείς, σ’ αντάλλαγμα, μην είστε προκλητικοί. Μην είστε κραυγαλέοι! Όποιος καταλάβει από μόνος του, κατάλαβε. Μην το κάνετε, δα, βούκινο! Δεν είναι ότι το καλύτερο αυτό που σας συμβαίνει. Η μετριοπάθεια και διακριτικότητα κανέναν ποτέ δεν έβλαψαν. Χαρείτε τη σχέση σας σε αυστηρά προσωπικό επίπεδο, γιατί είναι, πράγματι, κάτι εντελώς προσωπικό. Και η ζωή σας θα είναι όμορφη. Και, μ’ αυτό το σκεπτικό, θα σου πω ότι, ενώ με τιμά η εμπιστοσύνη που μου έδειξες, εντούτοις δεν υπήρχε λόγος να μου πεις όσα μου είπες. Θυμήσου: «Δεν τρώμε από την ίδια κατσαρόλα»! Άρα, δεν με αφορούν τα γούστα σου. D’ accuerdo;

- Είσαι πολύ αυστηρή. O Fabio έχει κρεμάσει τα μούτρα του. Αγνοώ γιατί.

- Δεν αγαπώ την πρόκληση, κι αποφεύγω τους εξτρεμισμούς. Είμαι υπέρ του χαμηλού προφίλ και των ησσόνων τόνων. Τη γνώμη μου ζήτησες, τη γνώμη μου σου λέω, και μη μου θυμώνεις…

- Μήπως είσαι λίγο υποκρίτρια; Τώρα γίνεται και σε εμένα προκλητικός. Και με νευριάζει. Λες να ήταν αυτός ο λόγος που θέλησε να μου πει όλη αυτήν την ιστορία; Για αν με προκαλέσει; Δεν το πιστεύω.

- Δεν ξέρω πως το χαρακτηρίζεις εσύ. Εγώ αυτό το λέω αξιοπρέπεια. Ίσως, διότι πιστεύω ότι η προσωπική ζωή του καθένα μας, είναι μονάχα γι’ αυτόν τον ίδιο, κι όχι για κοινή θέα. Αυτή είναι δική μου αντίληψη. Αν είναι διαφορετική από τη δική σου, λυπάμαι. Εύχομαι μονάχα να μην μετανιώσεις, αν τη σχέση με τη Carla την κάνεις μπαϊράκι τούρκικο, και τη κραδαίνεις μονίμως πάνω από το κεφάλι σας! Θα το φάτε αυτό το έρμο το κεφάλι. Ή, το λιγότερο που μπορεί να σας συμβεί, να το κοπανάτε στο τοίχο. Και για να κλείσουμε αυτό το θέμα: Τώρα μπορώ να καταλάβω τη μάνα σου. Κάνει πολύ καλά που αποδέχεται αυτή σου τη σχέση. Ε, μην την υποχρεώσεις, τη χριστιανή, και να δει τον Carlos με βέρα, κουάφ, κι ανθοδέσμες. Δεν νομίζω να το αντέξει! Θα πάθει καρδιακή προσβολή! Και θα έχεις το κρίμα στο λαιμό σου! Κάτσε στ’ αυγά σου…Να χαρείς τα καρφάκια που ‘χεις στην κεφαλή σου…’Ελεος…


Άκου υιοθεσία!!!
 

Defkalion

Administrator
Μηνύματα
11.400
Likes
17.206
Ταξίδι-Όνειρο
Αλάσκα
Μπήκαν δύο κεφάλαια ακόμα, και μένει μόνο ο επίλογος που θα μπει μέσα στη βδομάδα :)
 
Μηνύματα
245
Likes
893
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

ΚΑΙ ΠΑΤΑΓΟΝΙΑ, ΤΕΛΟΣ…

Όταν ήμουν στη Παταγονία, δεν είχα ακόμα γνωρίσει την Αλάσκα. Την ώρα όμως που τελείωνα τούτο το γραπτό, το αφιερωμένο σ’ αυτήν –σχεδόν ένα χρόνο μετά την επίσκεψή μου εκεί- έτυχε να επιστρέφω από τον απώτατο βορρά του πλανήτη. Δείτε σύμπτωση, τώρα…

Όταν –στα μισά περίπου εκείνου του χρόνου, του σωτήριου έτους 1995- ξεκινούσα για το ταξίδι ΚΑΝΑΔΑ-ΑΛΑΣΚΑ, έτρεμα στη σκέψη, ότι πήγαινα να δώ όμοια –λίγο πολύ- πράματα. Και βλαστημούσα την ώρα που το αποφάσισα:

- Μωρ’ καταντίπ τρελάθηκα! Γιατί ξοδεύω τόσα λεφτά; Για να ξαναδώ τα ίδια;

Χα! ‘Αγια έκανα!

Διότι, οι δύο άκρες της γής, όσο κι αν αυτό φαίνεται εξωφρενικό, δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. Άλλη η χλωρίδα και, εν πολλοίς, άλλη η πανίδα. Το διανοείστε; Κι όμως. Το περιβάλλον, στις παρυφές τουλάχιστον των Πόλων, είναι διαφορετικό.

· Η Παταγονία σου θυμίζει Θάνατο.

· Η Αλάσκα, Αναγέννηση. Πουθενά στο βορρά δεν υπάρχει η ερήμωση της Παταγονίας.

· Στην Αλάσκα τα πάντα πρασινίζουν. Τα δάση είναι ασύνορα. Η ατμόσφαιρα κι ο αέρας σε προδιαθέτουν για Ζωή. Ουδαμού είδα στέππα. Μήτε σκατζοχοιράκια. Είδα μονάχα λουλούδια, δέντρα, βλάστηση οργιώδη, νερά…Νερά ατελείωτα. Σαν ευλογία εξ ουρανών…

· Η Παταγονία προσφέρει το Δέος! Το Δέος της επικίνδυνης γοητείας του Τέλους! Του όποιου Τέλους.

· Η Αλάσκα έχει τη Χαρά και την Αισιοδοξία της Αρχής! Της κάθε Αρχής!

Θα έλεγα άνετα πως στην Αλάσκα γεννήθηκε η Ζωή και στην Παταγονία πέθανε!

Στους αντίποδες του πλανήτη, βρίσκουμε τους αντίποδες της Ύπαρξης:

Την έκρηξη της Δημιουργίας! Και τις στάχτες που άφησε αυτή η κοσμογονία!

Λέτε ο Θεός να έθεσε το θεμέλιο του Κόσμου στην Αλάσκα και στην Παταγονία να μπήκε στον πειρασμό να το γκρεμίσει;

Έτσι!

Για να κάνει ένα θεϊκό παιχνίδι, σαν εκείνο με τους Πρωτόπλαστους!...

Μήπως ο Νότιος Πόλος είναι, τελικά, το μοιραίο «μήλο» της ανθρωπότητας; Δεν θα με ξάφνιαζε, ξέρετε, μια τέτοια εκδοχή! Τη βρίσκω πολύ φυσική. Ίσως οι Πατριάρχες, που έγραψαν την Παλαιά Διαθήκη, να μην υποψιάζονταν καν την ύπαρξη αυτού του περίεργου γεωγραφικού σημείου. Πιστεύω πως εδώ βρίσκεται η αιτία του Θανάτου –με ή χωρίς αμαρτίες- κι όχι στο έρμο το… «φιρίκι»! Όσο για όφεις… Έχει κάμποσους εδώ. Για τις «Εύες», τι να πω; Ποτέ δεν μας απόλειψαν. Ούτε καν σε τούτο το ταξίδι! (Μωρ’ ξέρω τι σας λέω! Μόνο που αυτήν την Εύα την «πληρώσαμε» ευτυχώς, μονάχα με λεφτά, κι όχι με τη ζωή μας, όπως οι Πρωτόπλαστοι!). Πάντως, μονάχα με Κόλαση δεν μοιάζει η Παταγονία. Φαντάζει, μόνο άγρια, επιθετική, στεγνή, εκδικητική, αλλά και μεγαλόπρεπα αυστηρή. Υπόμνηση, προφανώς, της άλλης όψεως του Θεού. Του Θεού Τιμωρού. Του Θεού με τη μακριά μνήμη, και την αρνητική διάθεση να αποδεχτεί και να συγχωρήσει τα ελαττώματα των δικών Του δημιουργημάτων! Μ’ άλλα λόγια ενός Θεού που στην ουσία, αρνείται τα δικά Του ελαττώματα, αφού μας έφτιαξε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» δική Του. Κι όμως! Αυτός ο πολυεύσπλαχνος, μακρόθυμος και ελεήμων Θεός, ουδέποτε συγχώρησε στον Άνθρωπο το προπατορικό του αμάρτημα. Πληρώνουμε και θα πληρώνουμε εσαεί, την απληστία και τη λαιμαργία μιας γυναίκας! Αλλά και την έλλειψη μυαλού και την μοιραία αδυναμία στο Αιώνιο Θηλυκό, ενός άντρα!

Καλέ, κοιτάτε χουνέρι που μας παρασκεύασεν ο Κύριος!

- Έφαγες, κυρά μου, τον Απαγορευμένο καρπό; Κι εσύ, ηλίθιε σερνικέ, σου καλάρεσε να «παρασυρθείς» από την πονηρή σύντροφό σου; ‘Αφεριμ! Για περάστε, τώρα, από τον μπεζαχτά, για το λογαριασμό! Δεν το ξέρατε πως όλα πληρώνονται; Ακόμα και στο παράδεισο; Ιδίως σ’ αυτόν! Κι αφού δεν έχετε τίποτα να σας…κατάσχω –ούτε καν ένα ρουχαλάκι!- σας παίρνω την Αθανασία!...Σας φαίνεται λίγο; Αργότερα θα τα πούμε!...

Αχ, και τα είπαμε! Τα είπαμε!...

Μωρ’ για δέστε κάκιωμα θεϊκό! Πως να στείλω, τώρα εγώ, χαμπέρι στο Γιαραμπή, πως σιχαίνομαι τα φιρίκια; Θα με πιστέψει; Δεν θα με πιστέψει! «Καρα-τσεκαρισμένο!»

Τέλος πάντων! Πολύ με συγχύζουν κάτι τέτοιες σκέψεις! Ας τις αφήσω.

Καθώς είχα παιδιόθεν τον καημό αυτού του ταξιδιού, συνέλαβα πολλές φορές τον εαυτό μου να παιδιαρίζει στην Παταγονία!!! Να κάνει ένα σωρό ανοησίες. Να συμπεριφέρεται, ενίοτε, ως ψιλο-ηλίθια! Και το καταχάρηκα! Σημαίνει πολλά, όταν κανείς μπορεί να απολαμβάνει και να χαίρεται τα πράγματα, με όλην του την καρδιά. Σαν τα παιδιά. ‘Εχει έτσι, πολλές ευκαιρίες να είναι ευτυχισμένος και, μάλιστα, με τα μικρά, τα καθημερινά. Με τις ασήμαντες χαρές της ζωής μας…

Η Παταγονία δεν με κορόιδεψε. Δεν με απογοήτευσε.

Παρ’ ότι δεν ήξερα τι ακριβώς μου επιφύλασσε, εν τούτοις, όσα μου πρόσφερε, με μάγεψαν! Τέτοια ποικιλία εικόνων και φυσικών φαινομένων, δεν βρήκα πουθενά του κόσμου! Στέπες ανεμόδαρτες και ξεχασμένες, ακόμα κι απ’ τον ίδιο τους τον Πλάστη! Λίμνες, που κουβαλούν στα νερά τους μεγαλοπρεπείς παγετώνες! Ποτάμια, χωμένα μέσα στα φαράγγια, σαν ασημένιοι σχίδακες, σκορπισμένοι ανάμεσα στα βουνά! Βροντεροί καταρράκτες, σαν θυμωμένοι δράκοι! Σκουροπράσινα δάση, κάτω από βαρυχιονισμένες κορφές! Ζώα και πουλιά άγνωστα ως τα τότε στην όρασή μας –γκουανάκος και κόνδορες ! Κι άλλες λίμνες οι «Escontides» ξαπλωμένες πάνω σε απλησίαστες κοιλότητες πανύψηλων γρανιτών, σαν «κρυμμένες», όπως, πολύ σωστά, λέει και ο χαρακτηρισμός τους…

Θεέ μου! Μια ευλογημένη περιοχή, γεμάτη θαύματα και βαθύτατες συγκινήσεις!...Μια περιοχή – έκπληξη!...

Η Παταγονία είναι, από μοναχή της, ένας ολόκληρος κόσμος.

Ένας άλλος κόσμος! Μια άλλη φύση. Ένας άλλος Θεός. Διότι μπορεί να σου δείξει, πολύ παραστατικά, τις τεράστιες δυνατότητες της Φύσης, αλλά και τη απροσδόκητη δύναμή της. Την υπέρτατη εξουσία της πάνω στη Δημιουργία και την τάξη της. Κοσμοκρατόρισσα και Παντοκρατόρισσα – κυριολεκτικώς – Ρήγισσα κραταιή και πανίσχυρη, είναι πάντα εκεί. Για να μας δείχνει εμπράκτως, τη μηδαμινότητά μας! Την ασημαντότητα της λογικής και των επιτευγμάτων του ανθρώπινου μυαλού! Νιώθουμε – και είμαστε – απροστάτευτοι, και θλιβερά ανίσχυροι μπροστά της! Ανάξιοι και ελάχιστοι καλούμαστε, περιδεείς, να βιώσουμε την ευτέλειά μας, μέσα στις στέπες, τους γρανίτες και τις ερήμους… Εδώ, επιβεβαιώνεται κάθε στιγμή, το αρχέγονο ανθρώπινο ένστικτο του φόβου, απέναντι στη μήνιν της Φύσεως, που οι Έλληνες μεταφράζουμε σε «οργή θεού»! Κι είναι, στ’ αλήθεια, Θεός η Φύση, κι είναι η Φύση Θεός! Αλλιώς πως να εξηγήσεις την απόλυτη τάξη και τη θαυμαστή ισορροπία, που πάνω τους στηρίζεται ο κόσμος μας;

Νιώθουμε συντετριμμένοι κάτω από το μεγαλείο φαινομένων και θεαμάτων που δεν περιγράφονται. Και μένουμε άφωνοι, χαμένοι στην αδυναμία και την απραξία μας. Αναγνωρίζουμε ότι η Φύση τίποτε δεν ευτελίζει. Ακόμα και τα πιο ασήμαντα. Τα πιο ταπεινά. Καθαγιάζει τα πάντα με τη Σοφία και την Πρόνοια της. Σ’ αντίθεση με τον άνθρωπο και την περίφημη «λογική του», που σπιλώνει και εκβαρβαρίζει ότι τυχαίνει στη πλώρη του. Ακόμα και τα σημαντικότερα. Τα ωφελιμότερα! Τα ωραιότερα, τα αγιότερα…Χωρίς αιδώ και χωρίς τύψη. Προς «κακού της κεφαλής του», του αχρείου…

Γιατί, Θεούλη μου καλέ, όρισες μιαν άλλου είδους Κόλαση για τον άνθρωπο, στα χρόνια τα δικά μου; Γιατί μας καταδίκασες να βιώνουμε την έκπτωση όλων των αξιών; Όλα τα πήραμε σβάρνα, και τίποτε δεν λυπηθήκαμε! Ουδέ τη Φύση κι ουδέ την Ομορφιά! Μήτε τις Αρχές και μήτε τις Αξίες! Σαρώσαμε ακόμα και τα Όνειρα και τις Ελπίδες! Και μένουμε όλο και πιο γυμνοί, όλο και φτωχότεροι! Μέχρι τελικής καταστροφής μας άραγε; Χμ, εκεί το πάμε!

Βοήθεια, χριστιανοί! Θέλω να πάω να ζήσω στο Καλαφάτε! Θέλω να χαρώ τους άγριους χειμώνες! Τις γλυκές Άνοιξες! Τα χλιαρά Καλοκαίρια! Τα δυσοίωνα Φθινόπωρα!

Εγώ, και τα στοιχειά της Φύσης.

Εγώ κι η Φύση!

Εγώ κι ο Θεός – κι ας μου θυμίζει Θάνατο.

Εκεί τουλάχιστον, κανείς πεθαίνει ΜΙΑ ΦΟΡΑ. Δεν τον σακατεύει ο μολυσμένος αέρας, το άρρωστο χώμα, το βρώμικο – έως και ανύπαρκτο – νερό. Εκεί, πεθαίνεις όπως σε έφτιαξε ο Πλάστης σου! Κι όχι όπως κατάντησες εσύ τον, κάποτε, «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» θεϊκό εαυτό σου…

Quel astima! Quel astima!...
 

Defkalion

Administrator
Μηνύματα
11.400
Likes
17.206
Ταξίδι-Όνειρο
Αλάσκα
Τέρμα και η Παταγονία!! Να ευχαριστήσω για μια ακόμη φορά @fotast και @Sassenach77 για τη βοήθεια στη δακτυλογράφηση μεγάλου μέρους του κειμένου, και φυσικά την ίδια τη συγγραφέα που μας εμπιστεύεται με τα κείμενά της.

:clap: :clap:
 

Sassenach77

Member
Μηνύματα
7.141
Likes
20.432
Επόμενο Ταξίδι
Τατζικιστάν
Ταξίδι-Όνειρο
Γη του Πυρός
@St.Adamantidou το καλό κατευόδιο απο το δικό σου στόμα είναι ανεκτίμητο! Όταν θα φτάσει η χάρη μου και στη Παταγονία, πάλι μαζί μου θα σ' έχω :kissing2:

Αγαπητέ @fotast δεν έχει σημασία πόσες σελίδες δακτυλογραφήσαμε, αλλά οτι είχαμε συμμετοχή στην δακτυλογράφηση :D Εγώ είμαι πολύ χαρούμενη που συνέβαλα στο να δημοσιευθεί μία τόσο όμορφη και επιμορφωτική ταξιδιωτική ιστορία!!! :)

@Defkalion και εγώ σε ευχαριστώ για την υπομονή σου :)
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.195
Μηνύματα
883.529
Μέλη
38.899
Νεότερο μέλος
RDESPOINA

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom