gkalla
Member
- Μηνύματα
- 1.658
- Likes
- 8.759
- Επόμενο Ταξίδι
- Ισπανία
- Ταξίδι-Όνειρο
- Κούβα, Περού, Ν. Ζηλανδία
Βαρσοβία – Part III
Κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού του ταξιδιού είχα διαπιστώσει ότι πολλά από τα μουσεία της Βαρσοβίας είχαν μια μέρα με δωρεάν εισόδο. Ουσιαστικά κάθε μέρα υπήρχε κι ένα δωρεάν μουσείο. Ένα από αυτά που θέλαμε να επισκεφτούμε ήταν το μουσείο του μεγάλου συνθέτη Σοπέν.
Το επισκεφτήκαμε λοιπόν το πρωί της Τετάρτης αρκετά νωρίς και αρχικά θαυμάσαμε το κτίριο απ’ έξω.
Στην είσοδο παραλάβαμε τα δωρεάν εισιτήρια μας και γρήγορα μπήκαμε στο εσωτερικό του εξαιρετικού αυτού κτιρίου. Περιδιαβήκαμε τους χώρους του, ακούσαμε μέρη από τα έργα του συνθέτη απ’ όλες τις εποχές που μεγαλούργησε, διαβάσαμε σχεδόν τα πάντα για την καλλιτεχνική ή μη ζωή του κι είδαμε πολλά προσωπικά του αντικείμενα και πιάνα που του ανήκαν. Γενικά περάσαμε 1-2 ώρες εκεί πολύ ευχάριστες και δεν βαρεθήκαμε καθόλου.
Αμέσως μετά πήραμε το λεωφορείο 111 με τερματισμό στη στάση Esperanto και κατεβήκαμε στην στάση Zamenhofa 02 όλα ονόματα αφιερωμένα στην ιδιαίτερη αυτή τεχνητή γλώσσα (Esperanto) και στον δημιουργό της, τον Πολωνό-Εβραίο γιατρό Zamenhof. Φτάσαμε στο πάνω μέρος του κήπου Krasiński, ενός ακόμα πολύ περιποιημένου πάρκου της πόλης. Το διασχίσαμε κάθετα ώσπου φτάσαμε στο ομώνυμο παλάτι που υψωνόταν επιβλητικό στην άλλη πλευρά του πάρκου.
Περάσαμε από την πλευρά όπου βρισκόταν το σύμπλεγμα γλυπτών του μνημείου της εξέγερσης της Βαρσοβίας, δίπλα ακριβώς από το ανώτατο δικαστήριο της Πολωνίας.
Εκεί είδαμε και τον καθεδρικό του Πολωνικού στρατού λίγο πριν αρχίσουμε να ανηφορίζουμε (τρόπος του λέγειν, σε μια μάλλον επίπεδη πόλη) προς άλλες περιοχές.
Μέρες τώρα βλέπαμε σε διάφορα σημεία της χώρας ανθρώπους να κουβαλούν μεγάλα καλάθια από φρέσκες φράουλες και βατόμουρα. Έτσι είπαμε μήπως επισκεφτούμε τις αγορές της πόλης για να πάρουμε μερικά φρούτα αλλά και για να δούμε πως κινούνται και ψωνίζουν οι ντόπιοι. Φτάσαμε έτσι στις αγορές Hala Gwardii και Hala Mirowska της Βαρσοβίας που συνυπάρχουν η μια δίπλα στην άλλη. Η πρώτη ήταν κλειστή, μάλλον σε φάση ανακατασκευής ή ίσως και οριστικά παρατημένη ενώ η δεύτερη ήταν σχετικά αδιάφορη. Μόνο η λαϊκή αγορά έξω από αυτά τα 2 κτίρια άξιζε. Πήραμε τις φράουλες μας σε εξευτελιστική για τα δικά μας δεδομένα τιμή καθώς και λίγα μούρα και στρέψαμε την προσοχή μας στα τυριά και στα αλλαντικά που πωλούνταν στην αγορά. Κοιτάζοντας διστακτικά σ’ ένα πάγκο με τέτοια προϊόντα, μας πήρε είδηση η πωλήτρια και σε πολύ καλά αγγλικά μας ρώτησε τι ψάχναμε. Ζητήσαμε να δοκιμάσουμε κάποια τοπικά παραδοσιακά τυριά, μας έδωσε δείγμα από 2-3 και καταλήξαμε να ψωνίσουμε ένα τυρί, μάλλον κατσικίσιο, με λιναρόσπορο (πάλι μάλλον). Δεν μας ένοιαξαν και πολύ οι λεπτομέρειες, το τυρί ήταν εξαίσιο. Δυστυχώς τις επόμενες μέρες, όσο και να ψάξαμε, δεν το ξαναβρήκαμε.
Το μεσημέρι είχαμε πάλι ραντεβού με τον “D” για μια βόλτα με το αυτοκίνητό του. Ξεκινήσαμε λοιπόν να δούμε οδικώς τα περίχωρα της πόλης. Όσο απομακρυνόμασταν από το κέντρο της πόλης τόσο πιο πολλά γιγάντια, βαριά και αδιάφορα, σοβιετικού τύπου κτίρια βλέπαμε. Επιπλέον, λόγω και της ώρας το μποτιλιάρισμα ήταν σοβαρό και ο “D” προσπαθούσε με συνεχείς αλλαγές διαδρομής να ξεφύγει.
Με τα πολλά κι αφού είδε πως δεν μας ενθουσίαζε ιδιαίτερα το θέαμα αποφάσισε να μας πάει προς το πάρκο και το παλάτι Wilanów που βρίσκεται αρκετά έξω από την πόλη.
Φτάσαμε κάποια στιγμή και παρκάραμε σχετικά άνετα ενώ ο ουρανός είχε ήδη σκοτεινιάσει αρκετά από βαριά σύννεφα.
Η πρώτη εικόνα από τα κτίρια του πάρκου ήταν η Kościół pw. św. Anny, μια σχετικά μικρή και κομψή εκκλησία λίγο πριν την κεντρική είσοδο.
Πληρώσαμε το εισιτήριο μόνο για το πάρκο καθώς το βασικό αξιοθέατο του χώρου, το μουσείο του Βασιλιά Jan III στο Wilanów ήταν κλειστό για λίγες μέρες λόγω επισκευών συντήρησης. Στο χώρο κινούνταν κυρίως εργάτες και κηπουροί που εκτελούσαν τις εργασίες τους και λιγοστοί επισκέπτες.
Ακολούθως περάσαμε άμεσα στην πλευρά του παλατιού με τους περιποιημένους τριανταφυλλόκηπους του.
Σ’ ένα από τα περιφερειακά κτίρια διαπιστώσαμε πως υπήρχε μια προσωρινή έκθεση μοντέρνας τέχνης με δωρεάν είσοδο και μπήκαμε για να την δούμε. Πολλά τα ενδιαφέροντα έργα τέχνης κι ο @stonerolling άρχισε να τα φωτογραφίζει παρά το σχόλιο του “D” ότι μάλλον δεν επιτρέπεται. Κάποια στιγμή εντόπισε ένα έργο, μια χοντρή, καραβίσια, μεταλλική αλυσίδα που “αιωρούνταν” και προσπάθησε να βρει την καλύτερη γωνία για να την φωτογραφίσει, οπισθοχωρώντας διαρκώς. Ανέβηκε ένα μικρό σκαλάκι, πάντα κινούμενος με την όπισθεν, έσκυψε λίγο μήπως πετύχει καλύτερη γωνία και τέλος είδε με την άκρη του ματιού του μια πολυθρόνα ακριβώς πίσω του στην οποία και κάθισε πετυχαίνοντας εντέλει την τέλεια λήψη. Την ίδια στιγμή κατέφθασαν “αλαλάζοντας” οι δύο κυρίες που ήταν υπεύθυνες στην έκθεση, η μια μάλιστα κρατώντας το κεφάλι της με τα δυό της χέρια, εμφανώς σε απόγνωση. Λίγο πιο πέρα εμφανίστηκε τρεχάτος κι ο σεκιουριτάς του χώρου με ιδιαίτερα βλοσυρή κι απειλητική έκφραση. Ο @stonerolling, αλλά κι εμείς θεωρώντας πως όλος αυτός ο χαμός γινόταν εξαιτίας της “απαγορευμένης” φωτογράφισης αρχίσαμε να ψελλίζουμε πως “Όλα ΟΚ, τώρα σβήνουμε τις φωτογραφίες, calm down” κι άλλα τέτοια. Γρήγορα όμως καταλάβαμε πως το πρόβλημα ήταν πως στην προσπάθεια του να φωτογραφίσει το έργο τέχνης είχε καθίσει πάνω σε ένα άλλο!!! Στη πολυθρόνα δηλαδή που ήταν μέρος μιας σύνθεσης που περισσότερο θύμιζε σαλόνι σπιτιού του ‘60 παρά έργο τέχνης.
Ντροπιασμένοι από την “καταστροφή” των έργων τέχνης φύγαμε τρέχοντας από τον χώρο χωρίς να δούμε τίποτα άλλο και τρέξαμε να κρυφτούμε στο δάσος του παλατιού. Κι εκεί υπήρχαν βέβαια άλλα σημεία με έργα που μπορούσαμε να “βανδαλίσουμε” όπως διάφορα ξύλινα έπιπλα και περίπτερα κυνηγιού, αλλά το αποφύγαμε. Δεν θέλαμε να πάμε σε πολωνική φυλακή…
Επειδή ο καιρός βάραινε όλο και περισσότερο αρχίσαμε να κινούμαστε βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας, στα μονοπάτια του πάρκου. Είδαμε και τις 2 λίμνες του και ξαφνιαστήκαμε από τους ψαράδες που βρίσκονταν στην μεγαλύτερη από αυτές. Και όχι δεν ήταν οι απόγονοι του βασιλιά αλλά κάποιοι κοινοί θνητοί που απλά είχαν την δυνατότητα να ψαρεύουν ελεύθερα εκεί.
Σύντομα άρχισε κι η ψιχάλα οπότε γρήγορα γρήγορα περάσαμε από τις όχθες της μεγάλης λίμνης φωτογραφίζοντας κάποια από τα μνημειακά έργα του χώρου, τα περισσότερα εμπνευσμένα από την αρχαιοελληνική μυθολογία.
Στην έξοδο πια η βροχή είχε δυναμώσει πολύ οπότε δεν υπήρχε δυνατότητα για άλλες υπαίθριες επισκέψεις κι έτσι αποφασίσαμε να πάμε ως το σπίτι του “D”, στα “φτηνά” περίχωρα της πόλης. Όπως μας εξήγησε είχε επιλέξει να στήσει το σπιτικό του ακριβώς έξω από τα τυπικά σύνορα της Βαρσοβίας γλυτώνοντας μεγάλο μέρος από τον δημοτικό φόρο της πρωτεύουσας. Το υπόλοιπο της βραδιάς κύλισε όμορφα με τοπικό, καλό μπράντι για αρχή, μερικά πολύ καλά κρασιά (όλα άλλων χωρών, κανένα πολωνικό), συνοδεία ντόπιων τυριών κι αλλαντικών και κυρίως καλή παρέα με τον “D” και την κόρη του.
Επιστρέψαμε στο διαμέρισμα με Uber (και αυτό με έκπτωση από τον “D”, εννοείται), μετά τις 1:30πμ. Πολύ αργά για την ζωή του D, όχι όμως για μας, αν και τελικά ήμασταν αρκετά κουρασμένοι για να βγούμε πάλι. Την επόμενη μέρα θα είχαμε την ευκαιρία να αναπληρώσουμε.
Διαδρομή 3ης μέρας στη Βαρσοβία
Κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού του ταξιδιού είχα διαπιστώσει ότι πολλά από τα μουσεία της Βαρσοβίας είχαν μια μέρα με δωρεάν εισόδο. Ουσιαστικά κάθε μέρα υπήρχε κι ένα δωρεάν μουσείο. Ένα από αυτά που θέλαμε να επισκεφτούμε ήταν το μουσείο του μεγάλου συνθέτη Σοπέν.
Το επισκεφτήκαμε λοιπόν το πρωί της Τετάρτης αρκετά νωρίς και αρχικά θαυμάσαμε το κτίριο απ’ έξω.

Στην είσοδο παραλάβαμε τα δωρεάν εισιτήρια μας και γρήγορα μπήκαμε στο εσωτερικό του εξαιρετικού αυτού κτιρίου. Περιδιαβήκαμε τους χώρους του, ακούσαμε μέρη από τα έργα του συνθέτη απ’ όλες τις εποχές που μεγαλούργησε, διαβάσαμε σχεδόν τα πάντα για την καλλιτεχνική ή μη ζωή του κι είδαμε πολλά προσωπικά του αντικείμενα και πιάνα που του ανήκαν. Γενικά περάσαμε 1-2 ώρες εκεί πολύ ευχάριστες και δεν βαρεθήκαμε καθόλου.



Αμέσως μετά πήραμε το λεωφορείο 111 με τερματισμό στη στάση Esperanto και κατεβήκαμε στην στάση Zamenhofa 02 όλα ονόματα αφιερωμένα στην ιδιαίτερη αυτή τεχνητή γλώσσα (Esperanto) και στον δημιουργό της, τον Πολωνό-Εβραίο γιατρό Zamenhof. Φτάσαμε στο πάνω μέρος του κήπου Krasiński, ενός ακόμα πολύ περιποιημένου πάρκου της πόλης. Το διασχίσαμε κάθετα ώσπου φτάσαμε στο ομώνυμο παλάτι που υψωνόταν επιβλητικό στην άλλη πλευρά του πάρκου.


Περάσαμε από την πλευρά όπου βρισκόταν το σύμπλεγμα γλυπτών του μνημείου της εξέγερσης της Βαρσοβίας, δίπλα ακριβώς από το ανώτατο δικαστήριο της Πολωνίας.


Εκεί είδαμε και τον καθεδρικό του Πολωνικού στρατού λίγο πριν αρχίσουμε να ανηφορίζουμε (τρόπος του λέγειν, σε μια μάλλον επίπεδη πόλη) προς άλλες περιοχές.

Μέρες τώρα βλέπαμε σε διάφορα σημεία της χώρας ανθρώπους να κουβαλούν μεγάλα καλάθια από φρέσκες φράουλες και βατόμουρα. Έτσι είπαμε μήπως επισκεφτούμε τις αγορές της πόλης για να πάρουμε μερικά φρούτα αλλά και για να δούμε πως κινούνται και ψωνίζουν οι ντόπιοι. Φτάσαμε έτσι στις αγορές Hala Gwardii και Hala Mirowska της Βαρσοβίας που συνυπάρχουν η μια δίπλα στην άλλη. Η πρώτη ήταν κλειστή, μάλλον σε φάση ανακατασκευής ή ίσως και οριστικά παρατημένη ενώ η δεύτερη ήταν σχετικά αδιάφορη. Μόνο η λαϊκή αγορά έξω από αυτά τα 2 κτίρια άξιζε. Πήραμε τις φράουλες μας σε εξευτελιστική για τα δικά μας δεδομένα τιμή καθώς και λίγα μούρα και στρέψαμε την προσοχή μας στα τυριά και στα αλλαντικά που πωλούνταν στην αγορά. Κοιτάζοντας διστακτικά σ’ ένα πάγκο με τέτοια προϊόντα, μας πήρε είδηση η πωλήτρια και σε πολύ καλά αγγλικά μας ρώτησε τι ψάχναμε. Ζητήσαμε να δοκιμάσουμε κάποια τοπικά παραδοσιακά τυριά, μας έδωσε δείγμα από 2-3 και καταλήξαμε να ψωνίσουμε ένα τυρί, μάλλον κατσικίσιο, με λιναρόσπορο (πάλι μάλλον). Δεν μας ένοιαξαν και πολύ οι λεπτομέρειες, το τυρί ήταν εξαίσιο. Δυστυχώς τις επόμενες μέρες, όσο και να ψάξαμε, δεν το ξαναβρήκαμε.



Το μεσημέρι είχαμε πάλι ραντεβού με τον “D” για μια βόλτα με το αυτοκίνητό του. Ξεκινήσαμε λοιπόν να δούμε οδικώς τα περίχωρα της πόλης. Όσο απομακρυνόμασταν από το κέντρο της πόλης τόσο πιο πολλά γιγάντια, βαριά και αδιάφορα, σοβιετικού τύπου κτίρια βλέπαμε. Επιπλέον, λόγω και της ώρας το μποτιλιάρισμα ήταν σοβαρό και ο “D” προσπαθούσε με συνεχείς αλλαγές διαδρομής να ξεφύγει.

Με τα πολλά κι αφού είδε πως δεν μας ενθουσίαζε ιδιαίτερα το θέαμα αποφάσισε να μας πάει προς το πάρκο και το παλάτι Wilanów που βρίσκεται αρκετά έξω από την πόλη.
Φτάσαμε κάποια στιγμή και παρκάραμε σχετικά άνετα ενώ ο ουρανός είχε ήδη σκοτεινιάσει αρκετά από βαριά σύννεφα.
Η πρώτη εικόνα από τα κτίρια του πάρκου ήταν η Kościół pw. św. Anny, μια σχετικά μικρή και κομψή εκκλησία λίγο πριν την κεντρική είσοδο.

Πληρώσαμε το εισιτήριο μόνο για το πάρκο καθώς το βασικό αξιοθέατο του χώρου, το μουσείο του Βασιλιά Jan III στο Wilanów ήταν κλειστό για λίγες μέρες λόγω επισκευών συντήρησης. Στο χώρο κινούνταν κυρίως εργάτες και κηπουροί που εκτελούσαν τις εργασίες τους και λιγοστοί επισκέπτες.

Ακολούθως περάσαμε άμεσα στην πλευρά του παλατιού με τους περιποιημένους τριανταφυλλόκηπους του.


Σ’ ένα από τα περιφερειακά κτίρια διαπιστώσαμε πως υπήρχε μια προσωρινή έκθεση μοντέρνας τέχνης με δωρεάν είσοδο και μπήκαμε για να την δούμε. Πολλά τα ενδιαφέροντα έργα τέχνης κι ο @stonerolling άρχισε να τα φωτογραφίζει παρά το σχόλιο του “D” ότι μάλλον δεν επιτρέπεται. Κάποια στιγμή εντόπισε ένα έργο, μια χοντρή, καραβίσια, μεταλλική αλυσίδα που “αιωρούνταν” και προσπάθησε να βρει την καλύτερη γωνία για να την φωτογραφίσει, οπισθοχωρώντας διαρκώς. Ανέβηκε ένα μικρό σκαλάκι, πάντα κινούμενος με την όπισθεν, έσκυψε λίγο μήπως πετύχει καλύτερη γωνία και τέλος είδε με την άκρη του ματιού του μια πολυθρόνα ακριβώς πίσω του στην οποία και κάθισε πετυχαίνοντας εντέλει την τέλεια λήψη. Την ίδια στιγμή κατέφθασαν “αλαλάζοντας” οι δύο κυρίες που ήταν υπεύθυνες στην έκθεση, η μια μάλιστα κρατώντας το κεφάλι της με τα δυό της χέρια, εμφανώς σε απόγνωση. Λίγο πιο πέρα εμφανίστηκε τρεχάτος κι ο σεκιουριτάς του χώρου με ιδιαίτερα βλοσυρή κι απειλητική έκφραση. Ο @stonerolling, αλλά κι εμείς θεωρώντας πως όλος αυτός ο χαμός γινόταν εξαιτίας της “απαγορευμένης” φωτογράφισης αρχίσαμε να ψελλίζουμε πως “Όλα ΟΚ, τώρα σβήνουμε τις φωτογραφίες, calm down” κι άλλα τέτοια. Γρήγορα όμως καταλάβαμε πως το πρόβλημα ήταν πως στην προσπάθεια του να φωτογραφίσει το έργο τέχνης είχε καθίσει πάνω σε ένα άλλο!!! Στη πολυθρόνα δηλαδή που ήταν μέρος μιας σύνθεσης που περισσότερο θύμιζε σαλόνι σπιτιού του ‘60 παρά έργο τέχνης.

Ντροπιασμένοι από την “καταστροφή” των έργων τέχνης φύγαμε τρέχοντας από τον χώρο χωρίς να δούμε τίποτα άλλο και τρέξαμε να κρυφτούμε στο δάσος του παλατιού. Κι εκεί υπήρχαν βέβαια άλλα σημεία με έργα που μπορούσαμε να “βανδαλίσουμε” όπως διάφορα ξύλινα έπιπλα και περίπτερα κυνηγιού, αλλά το αποφύγαμε. Δεν θέλαμε να πάμε σε πολωνική φυλακή…


Επειδή ο καιρός βάραινε όλο και περισσότερο αρχίσαμε να κινούμαστε βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας, στα μονοπάτια του πάρκου. Είδαμε και τις 2 λίμνες του και ξαφνιαστήκαμε από τους ψαράδες που βρίσκονταν στην μεγαλύτερη από αυτές. Και όχι δεν ήταν οι απόγονοι του βασιλιά αλλά κάποιοι κοινοί θνητοί που απλά είχαν την δυνατότητα να ψαρεύουν ελεύθερα εκεί.



Σύντομα άρχισε κι η ψιχάλα οπότε γρήγορα γρήγορα περάσαμε από τις όχθες της μεγάλης λίμνης φωτογραφίζοντας κάποια από τα μνημειακά έργα του χώρου, τα περισσότερα εμπνευσμένα από την αρχαιοελληνική μυθολογία.



Στην έξοδο πια η βροχή είχε δυναμώσει πολύ οπότε δεν υπήρχε δυνατότητα για άλλες υπαίθριες επισκέψεις κι έτσι αποφασίσαμε να πάμε ως το σπίτι του “D”, στα “φτηνά” περίχωρα της πόλης. Όπως μας εξήγησε είχε επιλέξει να στήσει το σπιτικό του ακριβώς έξω από τα τυπικά σύνορα της Βαρσοβίας γλυτώνοντας μεγάλο μέρος από τον δημοτικό φόρο της πρωτεύουσας. Το υπόλοιπο της βραδιάς κύλισε όμορφα με τοπικό, καλό μπράντι για αρχή, μερικά πολύ καλά κρασιά (όλα άλλων χωρών, κανένα πολωνικό), συνοδεία ντόπιων τυριών κι αλλαντικών και κυρίως καλή παρέα με τον “D” και την κόρη του.



Επιστρέψαμε στο διαμέρισμα με Uber (και αυτό με έκπτωση από τον “D”, εννοείται), μετά τις 1:30πμ. Πολύ αργά για την ζωή του D, όχι όμως για μας, αν και τελικά ήμασταν αρκετά κουρασμένοι για να βγούμε πάλι. Την επόμενη μέρα θα είχαμε την ευκαιρία να αναπληρώσουμε.
Διαδρομή 3ης μέρας στη Βαρσοβία

Last edited: