gkalla
Member
- Μηνύματα
- 1.446
- Likes
- 7.932
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Κούβα, Περού, Ν. Ζηλανδία
Βαρσοβία – Part V και Wroclaw
Το τελευταίο πρωινό στην Βαρσοβία είχε φτάσει. Ετοιμάσαμε τα μπαγκάζια μας και είπαμε να πιούμε ένα τελευταίο καφεδάκι στο διαμέρισμα. Ο @stonerolling είχε δει πως στο καφέ, από κάτω, διαφήμιζαν ότι φτιάχνουν Freddo Espresso και είπαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας. Πήγε λοιπόν στον πάγκο, ζήτησε τους καφέδες και τότε ξεκίνησε ο πανικός. Ο υπάλληλος αγχώθηκε τρομερά κι έβγαλε αμέσως “σκονάκι” με τον τρόπο παρασκευής του Freddo. Κάθε γραμμή την διάβαζε 3-4 φορές πριν προχωρήσει στην αντίστοιχη ενέργεια και όπως εύκολα μπορείτε να καταλάβετε ήπιαμε ένα “ωραίο” κρύο καφεζούμι. Δεν πειράζει, που θα πάει, θα μάθουν.
Αφήσαμε το διαμέρισμα κι αμέσως ξεκινήσαμε να πάμε στο 2ο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, τον Warszawa Gdańska απ’ όπου θα φεύγαμε το απόγευμα για το Wroclaw ώστε να αφήσουμε εκεί τις βαλίτσες μας για να είμαστε άνετοι στις βόλτες που θα κάναμε την υπόλοιπη ημέρα. Φτάσαμε κι αρχίσαμε να ψάχνουμε lockers αλλά δεν βλέπαμε πουθενά. Ρωτήσαμε τους υπαλλήλους του σταθμού και μας είπαν ότι δεν υπήρχαν, ούτε στο σταθμό, ούτε στην γύρω περιοχή! Πολύ ευγενικοί προσφέρθηκαν να μας τις κρατήσουν εκείνοι στο γραφειάκι του σταθμού αλλά το φοβηθήκαμε κι αφού τους ευχαριστήσαμε, ξαναφύγαμε με προορισμό το κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί εντοπίσαμε πολλά lockers κι αφού παιδευτήκαμε αρκετά με το ηλεκτρονικό σύστημα τους επιτέλους τα καταφέραμε.
Βγαίνοντας από το σταθμό είδαμε την καντίνα που είχαμε ψωνίσει την πρώτη βραδιά μας στην πόλη. Η πρόταση για μια ακόμη Zapiekanka απορρίφθηκε ομόφωνα. Ποτέ ξανά…
Για την τελευταία μέρα μας στην Βαρσοβία είχαμε αφήσει την επίσκεψη στο Πάρκο και παλάτι Łazienki, εν μέρει γιατί τις Παρασκευές ήταν δωρεάν η επίσκεψη. Είχαμε βλέπετε επηρεαστεί από την εκπτωτική μανία του φίλου μας “D”.
Μπήκαμε στο μεγάλο αυτό πάρκο με ψιλόβροχο, κατά περιόδους και φυσικά πολύ υγρασία. Για μια ακόμη φορά θαυμάσαμε ένα ακόμη εξαιρετικό πάρκο, περιποιημένο, πεντακάθαρο και γεμάτο ζωή.
Σε λίγο βρεθήκαμε στο πρώτο σημείο που είχε ενδιαφέρον. Ένας μικρός πορτοκαλεώνας, σε γλάστρες, θέαμα τόσο παράταιρο με την Πολωνία, βρισκόταν μπροστά από το κτίριο του Βασιλικού θεάτρου. Ε δεν μείναμε και πολύ εκεί. Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια που λέει και η παροιμία.
Προσπεράσαμε βιαστικά το υδραγωγείο του πάρκου που ήταν σαφώς κατώτερου αυτού που είχαμε δει στο Saxon Garden.
Πολύ κοντά βρήκαμε το White Pavilion, ένα μικρό, κομψό κτίριο που τράβηξε αμέσως την προσοχή μας.
Μπήκαμε μέσα και αμέσως οι κυρίες που βρίσκονταν στο φουαγιέ έτρεξαν να μας δώσουν πλαστικά καλύμματα για τα ήδη βρεγμένα και λίγο λασπωμένα παπούτσια μας. Αφού τα φορέσαμε μπήκαμε στις αίθουσες του κτιρίου και μείναμε άφωνοι. Ήταν λες και είχαμε μεταφερθεί σε κάποιο αναγεννησιακό palazzo της Ιταλίας.
Μικρό καθώς ήταν το White Pavilion δεν μας πήρε πολύ χρόνο να το εξερευνήσουμε. Συνεχίσαμε προς το βασικό αξιοθέατο του πάρκου το Παλάτι Lazienki. Η θέση του κτιρίου (πάνω σε ένα μικρό τεχνητό νησί) και η ομορφιά του έκαναν τον @stonerolling να τραβήξει άπειρες φωτογραφίες. Το γυρίσαμε, εξωτερικά, απ’ όλες τις πιθανές γωνίες αλλά όταν τελικά προσπαθήσαμε να μπούμε μέσα διαπιστώσαμε πως ήταν κλειστό για το κοινό λόγω κάποιας επίσημης εκδήλωσης. Μέχρι και τηλεοπτικά κανάλια είδαμε να παίρνουν συνεντεύξεις από διάφορους καλοντυμένους προσκεκλημένους.
Λίγο απογοητευμένοι συνεχίσαμε προς την άλλη πλευρά της λιμνούλας όπου υπήρχε ένα μικρό αναψυκτήριο (με αλμυρές τιμές) ενώ στο πίσω μέρος του βρισκόταν το Αμφιθέατρο, ένας σύγχρονος χώρος που τεχνηέντως έμοιαζε με ερείπια αρχαίου θεάτρου.
Δεν σταθήκαμε καθόλου εκεί και συνεχίσαμε προς την περιοχή του πάρκου όπου βρισκόταν το Βασιλικό μουσείο του Lazienki καθώς και το Παλάτι Myślewicki και τα 2 κλειστά για το κοινό. Το μουσείο λόγω έργων, το παλάτι άγνωστο γιατί. Εεε δεν είναι έτσι η δωρεάν είσοδος!!! Να μην μπορείς να δεις τίποτα!
Έτσι χωρίς να έχουμε δει πολλά πράγματα ξεκινήσαμε να διασχίσουμε ξανά το πάρκο προς τα πίσω. Η ψιχάλα είχε σταματήσει από ώρα αλλά είχε εμφανιστεί πια ένα καινούργιο πρόβλημα. Λόγω της υγρασίας και της λιμνούλας είχαν αρχίσει να εμφανίζονται πολλά κουνούπια. Και τι κουνούπια! Εξειδικευμένα στο να τσιμπάνε μόνο τον @stonerolling. Όσο κι αν έτρεχε, όσο κι αν πήγαινε ζιγκ ζαγκ, όσο κι αν χαστουκιζόταν αυτά επέμεναν να τον κυνηγούν και να τον τσιμπάνε. Με τους τόσους ελιγμούς που έκανε πρέπει να διήνησε τουλάχιστον 1 χιλιόμετρο παραπάνω από μένα που φυσικά συνέχιζα αμέριμνος και χαλαρός την βόλτα μου. Αφού είχα πάρει μαζί μου το καλύτερο αντικουνουπικό του κόσμου, τον @stonerolling.
Κάποια στιγμή βγήκαμε πια στην άλλη πλευρά του πάρκου όπου, μέσα σε ένα περιποιημένο ανθόκηπο υψωνόταν το Μνημείο του Σοπέν. Ευτυχώς τα κουνούπια δεν ακολούθησαν εδώ κι έτσι πήραμε μια μικρή ανάσα στα παγκάκια γύρω από το μνημείο.
Βγήκαμε σχεδόν στον δρόμο πέφτοντας πάνω σε μια υπαίθρια βιτρίνα μ’ ένα εντυπωσιακό παλιό αυτοκίνητο την Cadillac Marszałka Józefa Piłsudskiego.
Πολύ κοντά βρισκόταν το Παλάτι Belweder που είναι η Έδρα της Πολωνικής Κυβέρνησης το οποίο και φωτογραφίσαμε διακριτικά, από τα κάγκελα, καθώς υπήρχε σημαντική φύλαξη από αστυνομικούς.
Είχε έρθει η ώρα να τα μαζεύουμε. Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς τον κεντρικό σταθμό, ανακτήσαμε τις αποσκευές μας, πήραμε από εκεί το τραμ και με τα πολλά φτάσαμε στο άλλο σταθμό των τραίνων απ’ όπου θα αναχωρούσαμε για το Wroclaw. Ένα πρόχειρο καφεδάκι κι ένα παγωτό από το γειτονικό super market ήταν το μόνο που προλάβαμε να κάνουμε πριν από την αναχώρηση μας.
Μπήκαμε στο τραίνο, βρήκαμε την θέση μας (αυτή τη φορά είχαμε διαλέξει σωστά τις θέσεις ώστε να κοιτάζουμε προς την φορά της κίνησης) και για πρώτη και τελευταία φορά ακούσαμε ελληνικά από ένα ζευγάρι νεαρών που θα συνταξιδεύαμε. Παράξενο μας φάνηκε πως σε 8 μέρες στην Πολωνία δεν είχαμε ξανακούσει έλληνες, ούτε και ακούσαμε και στις επόμενες 2,5 μέρες στο Wroclaw.
Στην μάλλον αδιάφορη διαδρομή, μέσα από τους ατελείωτους κάμπους της κεντρικής Πολωνίας, το μόνο πράγμα που έδινε λίγο ενδιαφέρον ήταν ο άστατος καιρός που επικρατούσε.
Φτάσαμε στο Wroclaw και τον σιδηροδρομικό σταθμό του που έμοιαζε λιγάκι με κάστρο ιπποτών σε περίπου 4 ώρες.
Ξεκινήσαμε με τα πόδια και μετά από 1 και κάτι χιλιόμετρα φτάσαμε στο νέο μας κατάλυμα. Μας άνοιξε ο “θυρωρός” και “φύλακας” του κτιρίου, ένας φοβερός και πολύ χαδιάρης γατούλης και με τις κλασικές διαδικασίες (κωδικοί και κλειδιά σε μεταλλικά κουτιά) μπήκαμε στο ομολογουμένως εξαιρετικό διαμέρισμα.
Είχαμε όμως ακόμη κουράγιο για μια γρήγορη, βραδινή βόλτα και καθώς το διαμέρισμα ήταν μέσα στα όρια της παλιάς πόλης φτάσαμε γρήγορα στο Παλιό δημαρχείο της πόλης το οποίο φιλοξενεί πια το μουσείο αστικής τέχνης (Museum of Bourgeois Art).
Παρόλο που το δημαρχείο ήταν πραγματικά εντυπωσιακό δεν σταθήκαμε καθόλου γιατί από την γειτονική κεντρική πλατεία (Market Square) ακουγόταν μουσική, υπήρχε στημένη μια μεγάλη σκηνή και πολύς κόσμος ήταν καθισμένος ή όρθιος μπροστά της.
Η μουσική εκδήλωση φαινόταν όμως να βρίσκεται στο τέλος της ενώ άμεσα έκανε την εμφάνιση της η βροχή. Σε λίγο όλοι άρχισαν να τρέχουν να κρυφτούν. Το ίδιο και μεις, που βρήκαμε καταφύγιο σε μια στοά πάνω στην πλατεία, βλέποντας τις όμορφες εικόνες.
Σε 15 λεπτά περίπου έκοψε η βροχή και δειλά δειλά ξεμυτίσαμε κι εμείς. Πρώτο μέλημα φυσικά να τσεκάρουμε τα μπαράκια πέριξ της πλατείας. Και φυσικά βρέθηκε άμεσα το στέκι για τις επόμενες νύχτες, το Κουβανέζικο (σε ιδιοκτησία και στυλ) Casa de la musica, ένα ακόμη latin μαγαζί. Φαίνεται πως οι Πολωνοί λατρεύουν το συγκεκριμένο είδος.
Μείναμε αρκετά στο μπαράκι και κάναμε φυσικά γνωριμίες. Μας έπιασε κουβέντα ένας Πολωνός που είχε μετακομίσει πρόσφατα στην πόλη και μας ρωτούσε αν ξέρουμε άλλα μπαράκια, έτσι σαν κι αυτό, ζωντανά. Όταν κατάλαβε ότι εμείς ξέραμε λιγότερα απ’ αυτόν συνέχισε τις ερωτήσεις για ελληνικά νησιά με κλαμπ και τρελές διασκεδάσεις. Είχε ανησυχίες ο άνθρωπος…
Κάποια στιγμή λυγίσαμε από την κούραση και αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο κατάλυμα. Τότε μόνο καταλάβαμε ότι είμασταν νηστικοί όλη μέρα. Ευτυχώς το γειτονικό Super market, Zabka (με σήμα τον βάτραχο) ήταν 24ώρου λειτουργίας και έτσι πήραμε κάμποσα σαντουιτσάκια με “ευφάνταστα” ισπανικά ονόματα (Ανδαλουσία, Καταλονία, κλπ). Τα τσακίσαμε και πέσαμε για ύπνο σαν πουλάκια.
Το τελευταίο πρωινό στην Βαρσοβία είχε φτάσει. Ετοιμάσαμε τα μπαγκάζια μας και είπαμε να πιούμε ένα τελευταίο καφεδάκι στο διαμέρισμα. Ο @stonerolling είχε δει πως στο καφέ, από κάτω, διαφήμιζαν ότι φτιάχνουν Freddo Espresso και είπαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας. Πήγε λοιπόν στον πάγκο, ζήτησε τους καφέδες και τότε ξεκίνησε ο πανικός. Ο υπάλληλος αγχώθηκε τρομερά κι έβγαλε αμέσως “σκονάκι” με τον τρόπο παρασκευής του Freddo. Κάθε γραμμή την διάβαζε 3-4 φορές πριν προχωρήσει στην αντίστοιχη ενέργεια και όπως εύκολα μπορείτε να καταλάβετε ήπιαμε ένα “ωραίο” κρύο καφεζούμι. Δεν πειράζει, που θα πάει, θα μάθουν.
Αφήσαμε το διαμέρισμα κι αμέσως ξεκινήσαμε να πάμε στο 2ο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, τον Warszawa Gdańska απ’ όπου θα φεύγαμε το απόγευμα για το Wroclaw ώστε να αφήσουμε εκεί τις βαλίτσες μας για να είμαστε άνετοι στις βόλτες που θα κάναμε την υπόλοιπη ημέρα. Φτάσαμε κι αρχίσαμε να ψάχνουμε lockers αλλά δεν βλέπαμε πουθενά. Ρωτήσαμε τους υπαλλήλους του σταθμού και μας είπαν ότι δεν υπήρχαν, ούτε στο σταθμό, ούτε στην γύρω περιοχή! Πολύ ευγενικοί προσφέρθηκαν να μας τις κρατήσουν εκείνοι στο γραφειάκι του σταθμού αλλά το φοβηθήκαμε κι αφού τους ευχαριστήσαμε, ξαναφύγαμε με προορισμό το κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί εντοπίσαμε πολλά lockers κι αφού παιδευτήκαμε αρκετά με το ηλεκτρονικό σύστημα τους επιτέλους τα καταφέραμε.
Βγαίνοντας από το σταθμό είδαμε την καντίνα που είχαμε ψωνίσει την πρώτη βραδιά μας στην πόλη. Η πρόταση για μια ακόμη Zapiekanka απορρίφθηκε ομόφωνα. Ποτέ ξανά…
Για την τελευταία μέρα μας στην Βαρσοβία είχαμε αφήσει την επίσκεψη στο Πάρκο και παλάτι Łazienki, εν μέρει γιατί τις Παρασκευές ήταν δωρεάν η επίσκεψη. Είχαμε βλέπετε επηρεαστεί από την εκπτωτική μανία του φίλου μας “D”.
Μπήκαμε στο μεγάλο αυτό πάρκο με ψιλόβροχο, κατά περιόδους και φυσικά πολύ υγρασία. Για μια ακόμη φορά θαυμάσαμε ένα ακόμη εξαιρετικό πάρκο, περιποιημένο, πεντακάθαρο και γεμάτο ζωή.
Σε λίγο βρεθήκαμε στο πρώτο σημείο που είχε ενδιαφέρον. Ένας μικρός πορτοκαλεώνας, σε γλάστρες, θέαμα τόσο παράταιρο με την Πολωνία, βρισκόταν μπροστά από το κτίριο του Βασιλικού θεάτρου. Ε δεν μείναμε και πολύ εκεί. Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια που λέει και η παροιμία.
Προσπεράσαμε βιαστικά το υδραγωγείο του πάρκου που ήταν σαφώς κατώτερου αυτού που είχαμε δει στο Saxon Garden.
Πολύ κοντά βρήκαμε το White Pavilion, ένα μικρό, κομψό κτίριο που τράβηξε αμέσως την προσοχή μας.
Μπήκαμε μέσα και αμέσως οι κυρίες που βρίσκονταν στο φουαγιέ έτρεξαν να μας δώσουν πλαστικά καλύμματα για τα ήδη βρεγμένα και λίγο λασπωμένα παπούτσια μας. Αφού τα φορέσαμε μπήκαμε στις αίθουσες του κτιρίου και μείναμε άφωνοι. Ήταν λες και είχαμε μεταφερθεί σε κάποιο αναγεννησιακό palazzo της Ιταλίας.
Μικρό καθώς ήταν το White Pavilion δεν μας πήρε πολύ χρόνο να το εξερευνήσουμε. Συνεχίσαμε προς το βασικό αξιοθέατο του πάρκου το Παλάτι Lazienki. Η θέση του κτιρίου (πάνω σε ένα μικρό τεχνητό νησί) και η ομορφιά του έκαναν τον @stonerolling να τραβήξει άπειρες φωτογραφίες. Το γυρίσαμε, εξωτερικά, απ’ όλες τις πιθανές γωνίες αλλά όταν τελικά προσπαθήσαμε να μπούμε μέσα διαπιστώσαμε πως ήταν κλειστό για το κοινό λόγω κάποιας επίσημης εκδήλωσης. Μέχρι και τηλεοπτικά κανάλια είδαμε να παίρνουν συνεντεύξεις από διάφορους καλοντυμένους προσκεκλημένους.
Λίγο απογοητευμένοι συνεχίσαμε προς την άλλη πλευρά της λιμνούλας όπου υπήρχε ένα μικρό αναψυκτήριο (με αλμυρές τιμές) ενώ στο πίσω μέρος του βρισκόταν το Αμφιθέατρο, ένας σύγχρονος χώρος που τεχνηέντως έμοιαζε με ερείπια αρχαίου θεάτρου.
Δεν σταθήκαμε καθόλου εκεί και συνεχίσαμε προς την περιοχή του πάρκου όπου βρισκόταν το Βασιλικό μουσείο του Lazienki καθώς και το Παλάτι Myślewicki και τα 2 κλειστά για το κοινό. Το μουσείο λόγω έργων, το παλάτι άγνωστο γιατί. Εεε δεν είναι έτσι η δωρεάν είσοδος!!! Να μην μπορείς να δεις τίποτα!
Έτσι χωρίς να έχουμε δει πολλά πράγματα ξεκινήσαμε να διασχίσουμε ξανά το πάρκο προς τα πίσω. Η ψιχάλα είχε σταματήσει από ώρα αλλά είχε εμφανιστεί πια ένα καινούργιο πρόβλημα. Λόγω της υγρασίας και της λιμνούλας είχαν αρχίσει να εμφανίζονται πολλά κουνούπια. Και τι κουνούπια! Εξειδικευμένα στο να τσιμπάνε μόνο τον @stonerolling. Όσο κι αν έτρεχε, όσο κι αν πήγαινε ζιγκ ζαγκ, όσο κι αν χαστουκιζόταν αυτά επέμεναν να τον κυνηγούν και να τον τσιμπάνε. Με τους τόσους ελιγμούς που έκανε πρέπει να διήνησε τουλάχιστον 1 χιλιόμετρο παραπάνω από μένα που φυσικά συνέχιζα αμέριμνος και χαλαρός την βόλτα μου. Αφού είχα πάρει μαζί μου το καλύτερο αντικουνουπικό του κόσμου, τον @stonerolling.
Κάποια στιγμή βγήκαμε πια στην άλλη πλευρά του πάρκου όπου, μέσα σε ένα περιποιημένο ανθόκηπο υψωνόταν το Μνημείο του Σοπέν. Ευτυχώς τα κουνούπια δεν ακολούθησαν εδώ κι έτσι πήραμε μια μικρή ανάσα στα παγκάκια γύρω από το μνημείο.
Βγήκαμε σχεδόν στον δρόμο πέφτοντας πάνω σε μια υπαίθρια βιτρίνα μ’ ένα εντυπωσιακό παλιό αυτοκίνητο την Cadillac Marszałka Józefa Piłsudskiego.
Πολύ κοντά βρισκόταν το Παλάτι Belweder που είναι η Έδρα της Πολωνικής Κυβέρνησης το οποίο και φωτογραφίσαμε διακριτικά, από τα κάγκελα, καθώς υπήρχε σημαντική φύλαξη από αστυνομικούς.
Είχε έρθει η ώρα να τα μαζεύουμε. Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς τον κεντρικό σταθμό, ανακτήσαμε τις αποσκευές μας, πήραμε από εκεί το τραμ και με τα πολλά φτάσαμε στο άλλο σταθμό των τραίνων απ’ όπου θα αναχωρούσαμε για το Wroclaw. Ένα πρόχειρο καφεδάκι κι ένα παγωτό από το γειτονικό super market ήταν το μόνο που προλάβαμε να κάνουμε πριν από την αναχώρηση μας.
Μπήκαμε στο τραίνο, βρήκαμε την θέση μας (αυτή τη φορά είχαμε διαλέξει σωστά τις θέσεις ώστε να κοιτάζουμε προς την φορά της κίνησης) και για πρώτη και τελευταία φορά ακούσαμε ελληνικά από ένα ζευγάρι νεαρών που θα συνταξιδεύαμε. Παράξενο μας φάνηκε πως σε 8 μέρες στην Πολωνία δεν είχαμε ξανακούσει έλληνες, ούτε και ακούσαμε και στις επόμενες 2,5 μέρες στο Wroclaw.
Στην μάλλον αδιάφορη διαδρομή, μέσα από τους ατελείωτους κάμπους της κεντρικής Πολωνίας, το μόνο πράγμα που έδινε λίγο ενδιαφέρον ήταν ο άστατος καιρός που επικρατούσε.
Φτάσαμε στο Wroclaw και τον σιδηροδρομικό σταθμό του που έμοιαζε λιγάκι με κάστρο ιπποτών σε περίπου 4 ώρες.
Ξεκινήσαμε με τα πόδια και μετά από 1 και κάτι χιλιόμετρα φτάσαμε στο νέο μας κατάλυμα. Μας άνοιξε ο “θυρωρός” και “φύλακας” του κτιρίου, ένας φοβερός και πολύ χαδιάρης γατούλης και με τις κλασικές διαδικασίες (κωδικοί και κλειδιά σε μεταλλικά κουτιά) μπήκαμε στο ομολογουμένως εξαιρετικό διαμέρισμα.
Είχαμε όμως ακόμη κουράγιο για μια γρήγορη, βραδινή βόλτα και καθώς το διαμέρισμα ήταν μέσα στα όρια της παλιάς πόλης φτάσαμε γρήγορα στο Παλιό δημαρχείο της πόλης το οποίο φιλοξενεί πια το μουσείο αστικής τέχνης (Museum of Bourgeois Art).
Παρόλο που το δημαρχείο ήταν πραγματικά εντυπωσιακό δεν σταθήκαμε καθόλου γιατί από την γειτονική κεντρική πλατεία (Market Square) ακουγόταν μουσική, υπήρχε στημένη μια μεγάλη σκηνή και πολύς κόσμος ήταν καθισμένος ή όρθιος μπροστά της.
Η μουσική εκδήλωση φαινόταν όμως να βρίσκεται στο τέλος της ενώ άμεσα έκανε την εμφάνιση της η βροχή. Σε λίγο όλοι άρχισαν να τρέχουν να κρυφτούν. Το ίδιο και μεις, που βρήκαμε καταφύγιο σε μια στοά πάνω στην πλατεία, βλέποντας τις όμορφες εικόνες.
Σε 15 λεπτά περίπου έκοψε η βροχή και δειλά δειλά ξεμυτίσαμε κι εμείς. Πρώτο μέλημα φυσικά να τσεκάρουμε τα μπαράκια πέριξ της πλατείας. Και φυσικά βρέθηκε άμεσα το στέκι για τις επόμενες νύχτες, το Κουβανέζικο (σε ιδιοκτησία και στυλ) Casa de la musica, ένα ακόμη latin μαγαζί. Φαίνεται πως οι Πολωνοί λατρεύουν το συγκεκριμένο είδος.
Μείναμε αρκετά στο μπαράκι και κάναμε φυσικά γνωριμίες. Μας έπιασε κουβέντα ένας Πολωνός που είχε μετακομίσει πρόσφατα στην πόλη και μας ρωτούσε αν ξέρουμε άλλα μπαράκια, έτσι σαν κι αυτό, ζωντανά. Όταν κατάλαβε ότι εμείς ξέραμε λιγότερα απ’ αυτόν συνέχισε τις ερωτήσεις για ελληνικά νησιά με κλαμπ και τρελές διασκεδάσεις. Είχε ανησυχίες ο άνθρωπος…
Κάποια στιγμή λυγίσαμε από την κούραση και αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο κατάλυμα. Τότε μόνο καταλάβαμε ότι είμασταν νηστικοί όλη μέρα. Ευτυχώς το γειτονικό Super market, Zabka (με σήμα τον βάτραχο) ήταν 24ώρου λειτουργίας και έτσι πήραμε κάμποσα σαντουιτσάκια με “ευφάνταστα” ισπανικά ονόματα (Ανδαλουσία, Καταλονία, κλπ). Τα τσακίσαμε και πέσαμε για ύπνο σαν πουλάκια.
Last edited: