gkalla
Member
- Μηνύματα
- 1.658
- Likes
- 8.759
- Επόμενο Ταξίδι
- Ισπανία
- Ταξίδι-Όνειρο
- Κούβα, Περού, Ν. Ζηλανδία
Λισαβόνα (Μέρος 2ο) Baixa, Chiado, Bairro Alto, Alfama
Η επόμενη μέρα ήταν αφιερωμένη στις γειτονιές του κέντρου της Λισαβόνας. Η Baixa, το Chiado, το Bairro Alto και η Alfama μας περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες να τις επισκεφτούμε. Είμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τις συνεχείς ανηφόρες όπως επίσης και τους λιθόστρωτους δρόμους τους που μας τσάκιζαν τα πέλματα ή έτσι νομίζαμε…
Ξεκινήσαμε, παίρνοντας πάλι το γνωστό τραμ 28Ε. Φτάνοντας στο κέντρο περάσαμε δίπλα από το Elevador da Bica ένα ακόμη τραινάκι σε στυλ οδοντωτού και αφού αποφασίσαμε να παραλείψουμε το Miradouro Santa Catarina (εξάλλου θα πηγαίναμε σε άλλα miradouros αργότερα) φτάσαμε στην Praca Luis de Camoes. Η πλατεία του Luis de Camoes είναι μια δημοφιλής πλατεία που ουσιαστικά χωρίζει την περιοχή του Chiado από Bairro Alto.
Μέσω της οδού Largo do Chiado φτάσαμε στη Rua Garrett έναν πεζόδρομο με θέατρα, καταστήματα ρούχων όπως και πολλά καφέ και εστιατόρια που δίνουν μια κοσμοπολίτικη ζωντανή εικόνα μέρα και νύχτα. Σ’ ένα από αυτά τα καφέ υπάρχει και το άγαλμα του ποιητή Fernando Pessoa που φαίνεται να απολαμβάνει το καφεδάκι του όπως έκανε όταν ζούσε.
Στο βιβλιοπωλείο Livraria Bertrand, το παλαιότερο βιβλιοπωλείο του κόσμου, πήραμε και μια γερή δόση της χαλαρότητας των ντόπιων. Αφού μπήκαμε που μπήκαμε, η ΕΕ αποφάσισε να αγοράσει κάποιες κάρτες. Τις διάλεξε και στήθηκε στην «τεράστια» ουρά των δύο ατόμων για να τις πληρώσει. Μετά από 10 περίπου λεπτά αφού εξυπηρετήθηκαν οι προηγούμενοι πελάτες έφτασε και η ώρα της δική μας σειράς. Δώσαμε ένα χαρτονόμισμα των 50 € αλλά ρέστα δεν υπήρχαν. Ο ταμίας έφυγε για να δώσει το «σκληρό» χαρτονόμισμα στους συναδέρφους του και επέστρεψε στη θέση του χαμογελαστός. Ενώ όλοι περιμέναμε ότι θα προχωρήσει στην εξυπηρέτηση του επόμενου αυτός συνέχισε απτόητος να κοιτάζει γύρω του.
Η ουρά άρχισε να μεγαλώνει. Κάποια στιγμή και μετά από την προτροπή μας ξαναέφυγε για να δει τι έγινε με το πενηντάρικο. Επέστρεψε δε χωρίς τα ρέστα αλλά με 2ο υπάλληλο για να βοηθήσει την κατάσταση. Έλα όμως που ο βοηθός ήταν ανεκπαίδευτος. Οπότε αντί να ξεμπλοκάρει την κατάσταση χειροτέρεψε καθώς προστέθηκε και η εκπαίδευση του «νέου». Η ουρά είχε φτάσει πια στα 10 άτομα.
Επιτέλους τα ρέστα ήρθαν. Είπαμε θα φύγουμε τώρα. Αμ δε.
«Σακουλίτσα έχετε;», ρωτήσαμε.
«Όχι, αλλά μην ανησυχείτε θα σας φτιάξουμε αυτοσχέδια με χαρτί περιτυλίγματος» είπε ο υπάλληλος ατάραχος.
Η ουρά κόντευε να βγει έξω από το κατάστημα. Έφτιαξε το αυτοσχέδιο περιτύλιγμα και πάντα χαμογελαστός μας αποχαιρέτισε. Είχαν περάσει πάνω από 40 λεπτά από τη στιγμή που φτάσαμε στο ταμείο. Και το πιο περίεργο. Κανείς, μα κανείς, από τους υπόλοιπους πελάτες, όλοι τους Πορτογάλοι, δεν φάνηκε να δυσανασχετεί!!!. Όλοι περίμεναν υπομονετικά, με μια λέξη, χαλαρααααά.
Μετά από αυτό το διάλλειμα χαλάρωσης συνεχίσαμε προς την Largo do Carmo, μικρή πλατεία στην οποία βρίσκεται το Αρχηγείο της Εθνικής Φρουράς. Εκεί βρίσκεται επίσης και το Convento da Ordem do Carmo ένα από τα πιο διάσημα αξιοθέατα της πόλης μια μονή που ιδρύθηκε το 1389 και ήταν η κύρια εκκλησία (γοτθικού ρυθμού) της πρωτεύουσας. Ο ισχυρός σεισμός του 1755 (8,7 ρίχτερ) κατέστρεψε μεγάλο μέρος του ναού και το μοναστήρι δεν ξαναχτίστηκε. Σήμερα στο εσωτερικό της πραγματοποιούνται θεάματα, του στυλ ήχος και φως, κυρίως τις βραδινές ώρες.
Συνεχίζοντας είδαμε από μακριά ένα ακόμη από τα ορόσημα της πόλης, το Elevador de Santa Justa, ένα γιγάντιο ασανσέρ που η κατασκευή του θυμίζει τον πύργο του Άιφελ και χτίστηκε από έναν μαθητή του Gustave Eiffel το 1902. Χρησιμοποιείται ως μέσω μεταφοράς για να ανέβεις στις πάνω γειτονιές του Chiado και του Bairro Alto.
Καθώς ο χρόνος λιγόστευε αποφασίσαμε να μην επισκεφτούμε το μουσείο τέχνης της πόλης Calouste Gulbenkian που έχει μεταξύ άλλων και έργα των Rubens, Rembrandt, Turner, Monet, Manet αλλά να βρούμε ένα καλό εστιατόριο για να φάμε. Έλα όμως που η ημέρα ήταν εθνική εορτή (ή θρησκευτική??). Εστιατόριο από εδώ εστιατόριο από εκεί, πού να ‘ναι το ανοιχτό εστιατόριο; Κοντέψαμε να αλλάξουμε πόλη για να βρούμε να φάμε. Ρωτήσαμε μάλιστα τον σερβιτόρο να μας πει τι συμβαίνει και εκείνος λίγο ντροπιασμένος μας είπε πως κατά την διάρκεια των σημαντικών αργιών κλείνουν όλοι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Ευτυχώς το συγκεκριμένο εστιατόριο εκτός από ανοιχτό είχε και εξαιρετικό φαγητό το οποίο και απολαύσαμε.
Καλοταϊσμένοι όπως είμασταν αποφασίσαμε να συνεχίσουμε προς την επόμενη ιστορική γειτονιά της πόλης, την Alfama.
Η γραφική μεσαιωνική συνοικία της Alfama θεωρείται μια από τις παλαιότερες συνοικίες στην Ευρώπη (2η). Βρίσκεται πάνω σε λόφους και προσφέρει εξαιρετική θέα στην πόλη. Στενά δρομάκια, καφέ, ταβερνάκια και μικρά μαγαζιά υπάρχουν παντού.
Ξεκινήσαμε από τα χαμηλά με τις δύο εκκλησίες Sé de Lisboa και Igreja de Santo Antonio η μία απέναντι από την άλλη. Η Sé de Lisboa είναι ο καθεδρικός ναός της πόλης χωρίς όμως να είναι το πιο μεγάλο θρησκευτικό μνημείο της Λισαβόνας ενώ μοιάζει περισσότερο με κάστρο και συνδυάζει ρωμανικό και γοτθικό στυλ.
Λίγο πιο κάτω ήταν η Casa dos Bicos. Το ασυνήθιστο αυτό κτίριο είναι εμπνευσμένο από τα παλάτια της Βενετίας, χτίστηκε το 1523 και είναι ένα από τα λίγα που επέζησαν του σεισμού του 1755. Η περίεργη χαρακτηριστική του πρόσοψη αποτελείται από 1000 αιχμές (Bicos) ενώ οι δύο επάνω όροφοι έχουν παράθυρα στυλ Manueline.
Ανηφορίσαμε και πάλι προς τα δύο γνωστά miradouros της πόλης, της Santa Luzia και των Portas do Sol. Το Miradouro Santa Luzia βρίσκεται στο προαύλιο του κήπου Jardim Julio de Castilho δίπλα στο λευκό εκκλησάκι με θέα πάνω από τις στέγες της Alfama και την προκυμαία.
Το Miradouro Portas do Sol είναι ένα από τα must σημεία για φωτογράφιση γι’ αυτό και συνήθως έχει πάρα πολύ κόσμο. Εμείς είμαστε τυχεροί καθώς όχι μόνο δεν είχε κόσμο αλλά πετύχαμε στην μικρή πλατεία μια μικρή ομάδα νέων χορευτών που με την συνοδεία μουσικής, από ένα φορητό ηχοσύστημα, χόρευαν με την ψυχή τους.
Από εκεί είδαμε και το Mosteiro de Sao Vicente de Fora, ένα μοναστήρι του 1600 καθώς και το Panteao Nacional, το Πάνθεον όπου υπάρχουν οι τάφοι επιφανών Πορτογάλων.
Απολαύσαμε τη θέα και τους χορευτές μέχρι να σκοτεινιάσει και σιγά - σιγά ταλαιπωρημένοι αλλά χορτασμένοι από εικόνες επιστρέψαμε στο διαμέρισμα μας.
Η επόμενη μέρα ήταν αφιερωμένη στις γειτονιές του κέντρου της Λισαβόνας. Η Baixa, το Chiado, το Bairro Alto και η Alfama μας περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες να τις επισκεφτούμε. Είμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τις συνεχείς ανηφόρες όπως επίσης και τους λιθόστρωτους δρόμους τους που μας τσάκιζαν τα πέλματα ή έτσι νομίζαμε…

Ξεκινήσαμε, παίρνοντας πάλι το γνωστό τραμ 28Ε. Φτάνοντας στο κέντρο περάσαμε δίπλα από το Elevador da Bica ένα ακόμη τραινάκι σε στυλ οδοντωτού και αφού αποφασίσαμε να παραλείψουμε το Miradouro Santa Catarina (εξάλλου θα πηγαίναμε σε άλλα miradouros αργότερα) φτάσαμε στην Praca Luis de Camoes. Η πλατεία του Luis de Camoes είναι μια δημοφιλής πλατεία που ουσιαστικά χωρίζει την περιοχή του Chiado από Bairro Alto.


Μέσω της οδού Largo do Chiado φτάσαμε στη Rua Garrett έναν πεζόδρομο με θέατρα, καταστήματα ρούχων όπως και πολλά καφέ και εστιατόρια που δίνουν μια κοσμοπολίτικη ζωντανή εικόνα μέρα και νύχτα. Σ’ ένα από αυτά τα καφέ υπάρχει και το άγαλμα του ποιητή Fernando Pessoa που φαίνεται να απολαμβάνει το καφεδάκι του όπως έκανε όταν ζούσε.


Στο βιβλιοπωλείο Livraria Bertrand, το παλαιότερο βιβλιοπωλείο του κόσμου, πήραμε και μια γερή δόση της χαλαρότητας των ντόπιων. Αφού μπήκαμε που μπήκαμε, η ΕΕ αποφάσισε να αγοράσει κάποιες κάρτες. Τις διάλεξε και στήθηκε στην «τεράστια» ουρά των δύο ατόμων για να τις πληρώσει. Μετά από 10 περίπου λεπτά αφού εξυπηρετήθηκαν οι προηγούμενοι πελάτες έφτασε και η ώρα της δική μας σειράς. Δώσαμε ένα χαρτονόμισμα των 50 € αλλά ρέστα δεν υπήρχαν. Ο ταμίας έφυγε για να δώσει το «σκληρό» χαρτονόμισμα στους συναδέρφους του και επέστρεψε στη θέση του χαμογελαστός. Ενώ όλοι περιμέναμε ότι θα προχωρήσει στην εξυπηρέτηση του επόμενου αυτός συνέχισε απτόητος να κοιτάζει γύρω του.
Η ουρά άρχισε να μεγαλώνει. Κάποια στιγμή και μετά από την προτροπή μας ξαναέφυγε για να δει τι έγινε με το πενηντάρικο. Επέστρεψε δε χωρίς τα ρέστα αλλά με 2ο υπάλληλο για να βοηθήσει την κατάσταση. Έλα όμως που ο βοηθός ήταν ανεκπαίδευτος. Οπότε αντί να ξεμπλοκάρει την κατάσταση χειροτέρεψε καθώς προστέθηκε και η εκπαίδευση του «νέου». Η ουρά είχε φτάσει πια στα 10 άτομα.
Επιτέλους τα ρέστα ήρθαν. Είπαμε θα φύγουμε τώρα. Αμ δε.
«Σακουλίτσα έχετε;», ρωτήσαμε.
«Όχι, αλλά μην ανησυχείτε θα σας φτιάξουμε αυτοσχέδια με χαρτί περιτυλίγματος» είπε ο υπάλληλος ατάραχος.
Η ουρά κόντευε να βγει έξω από το κατάστημα. Έφτιαξε το αυτοσχέδιο περιτύλιγμα και πάντα χαμογελαστός μας αποχαιρέτισε. Είχαν περάσει πάνω από 40 λεπτά από τη στιγμή που φτάσαμε στο ταμείο. Και το πιο περίεργο. Κανείς, μα κανείς, από τους υπόλοιπους πελάτες, όλοι τους Πορτογάλοι, δεν φάνηκε να δυσανασχετεί!!!. Όλοι περίμεναν υπομονετικά, με μια λέξη, χαλαρααααά.

Μετά από αυτό το διάλλειμα χαλάρωσης συνεχίσαμε προς την Largo do Carmo, μικρή πλατεία στην οποία βρίσκεται το Αρχηγείο της Εθνικής Φρουράς. Εκεί βρίσκεται επίσης και το Convento da Ordem do Carmo ένα από τα πιο διάσημα αξιοθέατα της πόλης μια μονή που ιδρύθηκε το 1389 και ήταν η κύρια εκκλησία (γοτθικού ρυθμού) της πρωτεύουσας. Ο ισχυρός σεισμός του 1755 (8,7 ρίχτερ) κατέστρεψε μεγάλο μέρος του ναού και το μοναστήρι δεν ξαναχτίστηκε. Σήμερα στο εσωτερικό της πραγματοποιούνται θεάματα, του στυλ ήχος και φως, κυρίως τις βραδινές ώρες.


Συνεχίζοντας είδαμε από μακριά ένα ακόμη από τα ορόσημα της πόλης, το Elevador de Santa Justa, ένα γιγάντιο ασανσέρ που η κατασκευή του θυμίζει τον πύργο του Άιφελ και χτίστηκε από έναν μαθητή του Gustave Eiffel το 1902. Χρησιμοποιείται ως μέσω μεταφοράς για να ανέβεις στις πάνω γειτονιές του Chiado και του Bairro Alto.

Καθώς ο χρόνος λιγόστευε αποφασίσαμε να μην επισκεφτούμε το μουσείο τέχνης της πόλης Calouste Gulbenkian που έχει μεταξύ άλλων και έργα των Rubens, Rembrandt, Turner, Monet, Manet αλλά να βρούμε ένα καλό εστιατόριο για να φάμε. Έλα όμως που η ημέρα ήταν εθνική εορτή (ή θρησκευτική??). Εστιατόριο από εδώ εστιατόριο από εκεί, πού να ‘ναι το ανοιχτό εστιατόριο; Κοντέψαμε να αλλάξουμε πόλη για να βρούμε να φάμε. Ρωτήσαμε μάλιστα τον σερβιτόρο να μας πει τι συμβαίνει και εκείνος λίγο ντροπιασμένος μας είπε πως κατά την διάρκεια των σημαντικών αργιών κλείνουν όλοι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Ευτυχώς το συγκεκριμένο εστιατόριο εκτός από ανοιχτό είχε και εξαιρετικό φαγητό το οποίο και απολαύσαμε.
Καλοταϊσμένοι όπως είμασταν αποφασίσαμε να συνεχίσουμε προς την επόμενη ιστορική γειτονιά της πόλης, την Alfama.
Η γραφική μεσαιωνική συνοικία της Alfama θεωρείται μια από τις παλαιότερες συνοικίες στην Ευρώπη (2η). Βρίσκεται πάνω σε λόφους και προσφέρει εξαιρετική θέα στην πόλη. Στενά δρομάκια, καφέ, ταβερνάκια και μικρά μαγαζιά υπάρχουν παντού.

Ξεκινήσαμε από τα χαμηλά με τις δύο εκκλησίες Sé de Lisboa και Igreja de Santo Antonio η μία απέναντι από την άλλη. Η Sé de Lisboa είναι ο καθεδρικός ναός της πόλης χωρίς όμως να είναι το πιο μεγάλο θρησκευτικό μνημείο της Λισαβόνας ενώ μοιάζει περισσότερο με κάστρο και συνδυάζει ρωμανικό και γοτθικό στυλ.

Λίγο πιο κάτω ήταν η Casa dos Bicos. Το ασυνήθιστο αυτό κτίριο είναι εμπνευσμένο από τα παλάτια της Βενετίας, χτίστηκε το 1523 και είναι ένα από τα λίγα που επέζησαν του σεισμού του 1755. Η περίεργη χαρακτηριστική του πρόσοψη αποτελείται από 1000 αιχμές (Bicos) ενώ οι δύο επάνω όροφοι έχουν παράθυρα στυλ Manueline.

Ανηφορίσαμε και πάλι προς τα δύο γνωστά miradouros της πόλης, της Santa Luzia και των Portas do Sol. Το Miradouro Santa Luzia βρίσκεται στο προαύλιο του κήπου Jardim Julio de Castilho δίπλα στο λευκό εκκλησάκι με θέα πάνω από τις στέγες της Alfama και την προκυμαία.



Το Miradouro Portas do Sol είναι ένα από τα must σημεία για φωτογράφιση γι’ αυτό και συνήθως έχει πάρα πολύ κόσμο. Εμείς είμαστε τυχεροί καθώς όχι μόνο δεν είχε κόσμο αλλά πετύχαμε στην μικρή πλατεία μια μικρή ομάδα νέων χορευτών που με την συνοδεία μουσικής, από ένα φορητό ηχοσύστημα, χόρευαν με την ψυχή τους.


Από εκεί είδαμε και το Mosteiro de Sao Vicente de Fora, ένα μοναστήρι του 1600 καθώς και το Panteao Nacional, το Πάνθεον όπου υπάρχουν οι τάφοι επιφανών Πορτογάλων.

Απολαύσαμε τη θέα και τους χορευτές μέχρι να σκοτεινιάσει και σιγά - σιγά ταλαιπωρημένοι αλλά χορτασμένοι από εικόνες επιστρέψαμε στο διαμέρισμα μας.
Last edited: