harilander
Member
- Μηνύματα
- 565
- Likes
- 483
- Επόμενο Ταξίδι
- βλέπουμε...
- Ταξίδι-Όνειρο
- χώρα του ποτέ
Περιεχόμενα
Το Ταξίδι μας θα ξεκινήσουμε 30 Δεκεμβρίου από την Αθήνα με προορισμό την Βενετία, πράγμα που σημαίνει ότι θα κάναμε πρωτοχρονιά στο τραίνο! τώρα που το σκέφτομαι οι ποιο πολλές αλλαγές του χρόνου με έχουν βρει στα ποιο περίεργα μέρη...
Έχουμε βγάλει τις κάρτες μας , έχουμε πάρει το συνάλλαγμα μας, λιρέτες, φράγκα, μάρκα απ όλα τα καλά να πορευτούμε σε όλες τις χώρες, έχουμε φορτωθεί τα σακίδια μας και νάμαστε στον σταθμό Λαρίσης να πάρουμε το τρένο που θα μας μετέφερε σε κόσμους άλλους. Καταλαβαίνετε ότι η αγωνία και ή ένταση είχαν χτυπήσει «κόκκινο» καθώς ήταν η πρώτη μας έξοδο από το Ελλάντα.
Βολευτήκαμε σε ένα κουπέ και το ταξίδι ξεκινάει. Μέχρι την Θεσσαλονίκη η διαδρομή ήταν γνωστή καθώς την είχαμε ξανακάνει και καθότι ήταν βράδυ εάν θυμάμαι την πέσαμε για ύπνο και το πρωί μας βρίσκει στην Θεσσαλονίκη.Μεχρι εδώ ήμασταν μόνοι αλλά τώρα μας συντροφεύει μέχρι την Γευγελή ένας κύριος με τον γιο του , Έλληνες αλλά με ξένο διαβατήριο (δεν θυμάμαι) που έληγε η άδεια παραμονής και έβγαιναν στο εξωτερικό και θα επέστρεφαν με τον νέο χρόνο. Από αυτούς μαθαίνουμε ότι στην Γευγελή έχει καζίνο όπου πήγαιναν πολλοί Έλληνες να παίξουν .
Έχουμε μπει ήδη στην Γιουγκοσλαβία και η περιέργεια μας έχει αυξηθεί για να δούμε πόσο διαφορετικοί είναι από την χώρας μας.
Βέβαια έχει αυξηθεί και η επιφυλακή μας καθώς έχουμε πληροφορηθεί ότι οι Γιουγκοσλάβοι είναι «μακρυχέρηδες», και να σου δύο παλικάρια που έρχονται και κάθονται στο κουπέ. Προσπαθούμε να πιάσουμε κουβέντα αλλά με δυσκολία καθώς τα Αγγλικά τους είναι κάκιστα, τελικά με νοηματική λες περισσότερα.
Η ώρα περνάει εύκολα καθώς τα παιδιά είναι πολλοί ευχάριστοι τύποι αλλά δεν θα έλεγα το ίδιο και για το τοπίο. Το φυσικό περιβάλλον είναι όμορφο και αρκετό πράσινο αλλά στις κατοικημένες περιοχές η όψη των χωριών είναι καταθλιπτική με σπίτια ασοβάντιστα , μισοτελειωμένα και γενικώς φτωχική εικόνα. Βέβαια όσο ποιο βόρεια πηγαίνεις τόσο καλυτερεύει η εικόνα.
Έχει ήδη νυχτώσει και η δεύτερη διανυκτέρευση στο τρένο είναι κοντά, κοντά είναι και το Βελιγράδι όπου κατεβαίνουν οι περισσότεροι επιβάτες , πάνε να κάνουν πρωτοχρονιά με συγγενείς και φίλους και μόνο κάτι ταλαίπωροι ταξιδιώτες μαζί με τους υπάλληλους των σιδηροδρόμων παραμένουν στο τρένο. Μια ελαφριά ομίχλη έχει απλωθεί και μαζί με το κίτρινο φως από τις λάμπες κάνει την ατμόσφαιρα λίγο απόκοσμη, ο μεταλλικός ήχος από το χτύπημα των σφυριών ηχεί σαν καμπάνες. «Μα γιατί κοπανάνε τις ρόδες;»
Ο μακρόσυρτος ήχος του ατμού δίνει την εκκίνηση, οι ρόδες αργά και βασανιστικά κυλάνε πάνω στις ράγες προσπαθώντας να κινήσουν εκατοντάδες τόνους ατσάλι. Ερημιά, στο βαγόνι είμαστε εμείς ,άλλη μια παρέα από Έλληνες στο διπλανό κουπέ και άλλος ένας Γιουγκοσλάβος σε ένα άλλο.ΑΑ!! και ο ελεγκτής! Φοβερή φυσιογνωμία! Μας συντροφεύει μέχρι Λουμπλιάνα και καθώς δεν έχει δουλειά έχουμε πιάσει την κουβέντα. τι κουβέντα ,περισσότερο Βασίλης Πουλάκης ήταν , είπαμε το Αγγλικό δεν το πολυέχουν παρόλο που τα παιδιά του ήταν στην Αυστραλία. Δύο χρόνια ήθελε να βγεί στην σύνταξη και μετά ..τσούπ θα την έκανε. Η ώρα περνάει και η στιγμή που του 1986 θα μας αφήσει χρόνους πλησιάζει.Τότε βγαίνει από το σακίδιο η βασιλόπιτα που μας είχε δώσει ή μάνα μου, ένα κεράκι για ατμόσφαιρα και ένα μπουκάλι ΜΕΤΑΞΑ! φωνάζουμε και τους γείτονες και μαζί με τον ελεγκτή μας βρίσκει το 1987 πίνοντας και τραγουδώντας!
Έχουμε βγάλει τις κάρτες μας , έχουμε πάρει το συνάλλαγμα μας, λιρέτες, φράγκα, μάρκα απ όλα τα καλά να πορευτούμε σε όλες τις χώρες, έχουμε φορτωθεί τα σακίδια μας και νάμαστε στον σταθμό Λαρίσης να πάρουμε το τρένο που θα μας μετέφερε σε κόσμους άλλους. Καταλαβαίνετε ότι η αγωνία και ή ένταση είχαν χτυπήσει «κόκκινο» καθώς ήταν η πρώτη μας έξοδο από το Ελλάντα.
Βολευτήκαμε σε ένα κουπέ και το ταξίδι ξεκινάει. Μέχρι την Θεσσαλονίκη η διαδρομή ήταν γνωστή καθώς την είχαμε ξανακάνει και καθότι ήταν βράδυ εάν θυμάμαι την πέσαμε για ύπνο και το πρωί μας βρίσκει στην Θεσσαλονίκη.Μεχρι εδώ ήμασταν μόνοι αλλά τώρα μας συντροφεύει μέχρι την Γευγελή ένας κύριος με τον γιο του , Έλληνες αλλά με ξένο διαβατήριο (δεν θυμάμαι) που έληγε η άδεια παραμονής και έβγαιναν στο εξωτερικό και θα επέστρεφαν με τον νέο χρόνο. Από αυτούς μαθαίνουμε ότι στην Γευγελή έχει καζίνο όπου πήγαιναν πολλοί Έλληνες να παίξουν .
Έχουμε μπει ήδη στην Γιουγκοσλαβία και η περιέργεια μας έχει αυξηθεί για να δούμε πόσο διαφορετικοί είναι από την χώρας μας.
Βέβαια έχει αυξηθεί και η επιφυλακή μας καθώς έχουμε πληροφορηθεί ότι οι Γιουγκοσλάβοι είναι «μακρυχέρηδες», και να σου δύο παλικάρια που έρχονται και κάθονται στο κουπέ. Προσπαθούμε να πιάσουμε κουβέντα αλλά με δυσκολία καθώς τα Αγγλικά τους είναι κάκιστα, τελικά με νοηματική λες περισσότερα.
Η ώρα περνάει εύκολα καθώς τα παιδιά είναι πολλοί ευχάριστοι τύποι αλλά δεν θα έλεγα το ίδιο και για το τοπίο. Το φυσικό περιβάλλον είναι όμορφο και αρκετό πράσινο αλλά στις κατοικημένες περιοχές η όψη των χωριών είναι καταθλιπτική με σπίτια ασοβάντιστα , μισοτελειωμένα και γενικώς φτωχική εικόνα. Βέβαια όσο ποιο βόρεια πηγαίνεις τόσο καλυτερεύει η εικόνα.
Έχει ήδη νυχτώσει και η δεύτερη διανυκτέρευση στο τρένο είναι κοντά, κοντά είναι και το Βελιγράδι όπου κατεβαίνουν οι περισσότεροι επιβάτες , πάνε να κάνουν πρωτοχρονιά με συγγενείς και φίλους και μόνο κάτι ταλαίπωροι ταξιδιώτες μαζί με τους υπάλληλους των σιδηροδρόμων παραμένουν στο τρένο. Μια ελαφριά ομίχλη έχει απλωθεί και μαζί με το κίτρινο φως από τις λάμπες κάνει την ατμόσφαιρα λίγο απόκοσμη, ο μεταλλικός ήχος από το χτύπημα των σφυριών ηχεί σαν καμπάνες. «Μα γιατί κοπανάνε τις ρόδες;»
Ο μακρόσυρτος ήχος του ατμού δίνει την εκκίνηση, οι ρόδες αργά και βασανιστικά κυλάνε πάνω στις ράγες προσπαθώντας να κινήσουν εκατοντάδες τόνους ατσάλι. Ερημιά, στο βαγόνι είμαστε εμείς ,άλλη μια παρέα από Έλληνες στο διπλανό κουπέ και άλλος ένας Γιουγκοσλάβος σε ένα άλλο.ΑΑ!! και ο ελεγκτής! Φοβερή φυσιογνωμία! Μας συντροφεύει μέχρι Λουμπλιάνα και καθώς δεν έχει δουλειά έχουμε πιάσει την κουβέντα. τι κουβέντα ,περισσότερο Βασίλης Πουλάκης ήταν , είπαμε το Αγγλικό δεν το πολυέχουν παρόλο που τα παιδιά του ήταν στην Αυστραλία. Δύο χρόνια ήθελε να βγεί στην σύνταξη και μετά ..τσούπ θα την έκανε. Η ώρα περνάει και η στιγμή που του 1986 θα μας αφήσει χρόνους πλησιάζει.Τότε βγαίνει από το σακίδιο η βασιλόπιτα που μας είχε δώσει ή μάνα μου, ένα κεράκι για ατμόσφαιρα και ένα μπουκάλι ΜΕΤΑΞΑ! φωνάζουμε και τους γείτονες και μαζί με τον ελεγκτή μας βρίσκει το 1987 πίνοντας και τραγουδώντας!
Attachments
-
61,8 KB Προβολές: 116