travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
Η ιστορία συνεχίζεται. Μέρος δεύτερο.
Υπενθυμίζω ότι με πλάγια γράμματα είναι προσθήκες σημερινές, τα υπόλοιπα είναι από το ημερολόγιο που κρατούσα.
8 Απριλίου 1982, στις 10 το βράδυ
Βιέννη: δεν είδα ακόμα τίποτα από αυτή την πόλη, εκτός από αυτά που φαινόταν από το τρένο όταν ερχόμασταν, αλλά αυτά που είδα ήταν ωραία. Όταν λοιπόν φτάσαμε στη Βιέννη κατά τις οχτώ το βραδάκι, προσπαθήσαμε να τηλεφωνήσουμε από το σταθμό του τρένου σε κάποιο Youth hostel, αλλά δεν απαντούσαν. Εκείνη την ώρα ήρθε ένας γέρος (τότε τους εξηντάρηδες τους έλεγα γέρους!) και μας ρώτησε αγγλικά αν ψάχναμε για δωμάτια. Τον ρωτήσαμε το λόγο και μας είπε ότι νοικιάζει το σπίτι του. Τον ακολουθήσαμε κι εγώ δεν ξέρω που, αφού δεν είχαμε άλλη ευκολότερη λύση. Τελικά θα μείνουμε σε ένα σπίτι δικό του σε ένα δωμάτιο με τρία κρεβάτια και κουζίνα, τουαλέτα και διάφορα μαγειρικά σκεύη. Και αυτός ο ηλικιωμένος και η γυναίκα του είναι συμπαθητικοί και εδώ που ήρθαμε είναι πολύ άνετα με ωραία παλιά έπιπλα. Δίνουμε 100 σελίνια (το καθένα ισοδυναμεί με 3,85 δρχ) και θα μας δώσει και πρωινό. Μάλλον θα μείνομε και αύριο εδώ. Πιστεύω να προλάβουμε αύριο όλη μέρα να δούμε τη Βιέννη.
Ως τώρα έτρωγα συνήθως κονσέρβες (που κρατούσα από την Ελλάδα) και καθόλου δεν πείνασα. Μου έχουν μείνει και μερικές για αύριο.
9 Απριλίου 1982, στις μία το μεσημέρι
Βιέννη: τελικά είναι πολύ ωραία εδώ που ήρθαμε και μείναμε. Έχουμε πολλές ανέσεις και είναι σχετικά φτηνά. Αν δε βιαζόμασταν σ' αυτό το ταξίδι, εγώ θα πρότεινα στα παιδιά να μέναμε 5, 6 μέρες γιατί βέβαια σε 1, 2 μέρες δεν προλαβαίνεις να δεις και πολλά πράγματα από μία τέτοια πόλη.
Τις πρώτες 15-20 μέρες εδώ γράφω ότι βιαζόμασταν και τελικά επιστρέψαμε στην Ελλάδα τέσσερις μέρες πριν τελειώσει το Inter-rail.
Σήμερα σηκωθήκαμε νωρίς και πήραμε το πρωινό μας στο σπίτι εδώ. Μετά κάνανε 3, 4 ώρες βόλτα εδώ γύρω στη γειτονιά. Είναι πολύ όμορφα. Είδα πολλά πράγματα άλλα δεν ξέρω πως τα λένε. Αυτό που κατάλαβα καλά είναι ο ζωολογικός κήπος, γιατί μπήκα μέσα δίνοντας 25 σελίνια.
Για ζωολογικός κήπος καλός πρέπει να είναι, μόνο που κάτι τέτοια πράγματα πρέπει να τα λένε «ζωολογικές φυλακές». Είμαι σίγουρος ότι οι φυλακισμένοι άνθρωποι νιώθουν λιγότερη θλίψη για τη θέση τους από αυτά τα ζώα. Για πολλούς λόγους: γιατί έχουν πιο μεγάλη ελευθερία κινήσεων (δύο ελέφαντες τους έχουν δεμένους με αλυσίδες στα δύο τους πόδια), γιατί οι άνθρωποι ξέρουν ότι κάποτε θα βγουν έξω (άσχετα αν και αυτό το έξω αποτελεί μια άλλη φυλακή άλλου είδους). Γιατί οι άνθρωποι σίγουρα μπορεί να σκέφτονται στη φυλακή, να διαβάζουν ή να εργάζονται. Οι άνθρωποι στις φυλακές μπορεί να κάνουν φιλίες και νέες γνωριμίες. Τέλος πάντων όμως. Γυρίσαμε στο δωμάτιο και φάγαμε μεσημεριανό. Το απόγευμα θα συνεχίσουμε τη βόλτα μας. Ο καιρός πια δεν είναι και τόσο καλός. Έχει ήλιο αλλά κάνει πολύ κρύο.
9 Απριλίου 1982, στις 11 το βράδυ
Τελικά το μεσημέρι ρίξαμε όλοι μας κάτι σπέσιαλ ύπνους ως τις 16:30. Και τότε ξυπνήσαμε με το ζόρι γιατί έπρεπε κάποτε να αρχίσομε τη βόλτα στο κέντρο της Βιέννης.
Τριγυρίζαμε από τις πέντε ως τώρα. Είναι αρκετά ωραία πόλη. Έχει πολλά παλιά και εντυπωσιακά συγχρόνως κτήρια. Βαρεθήκαμε να περπατάμε. Και 6, 7 φορές πάντως πήραμε το μετρό ή το τραμ για πολύ κοντινές αποστάσεις. Όμως σε καμιά δεν πληρώσαμε. Αλίμονο και πληρώναμε. Θα μας έβγαινε ο πάτος (οικονομικά). Το εισιτήριο κοστίζει 10,5 σελίνια (40 δραχμές). Και στη Βουδαπέστη πάντως αν και ήταν φτηνό δεν πληρώναμε.
Πέρσι που είχαμε ξανάρθει Αυστρία πήγαινε 3,5 δρχ το σελίνι και τώρα σχεδόν τέσσερις.
Στη βόλτα μας είχαμε πολύ μεγάλη φάση. Όλη την ώρα γελούμε, κυρίως εγώ με το Στρατή.
Οι Βιεννέζες είναι πολύ ωραίες γκόμενες, αλλά ακόμα δεν κάναμε κανένα καμάκι. Τώρα μάλλον θα κοιμηθώ.
10/4/1982 (16:30)
Η περασμένη νύχτα ήταν λίγο επεισοδιακή. Εγώ ροχάλιζα και έτσι ο Γιώργος δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ο Στρατής τα κατάφερε. Ξαφνικά λοιπόν ξυπνώ και βλέπω ότι ο Γιώργος από το διπλανό κρεβάτι μου είχε πετάξει ένα μαξιλάρι για να ξυπνήσω και να μη ροχαλίζω. Πιάνω και εγώ το ίδιο μαξιλάρι και του το ξαναπετώ λέγοντάς του, αν ξανά αρχίσω το ροχαλητό να μου το ξαναπετάξει. Μετά από λίγο είχαμε τα ίδια. Τελικά με ξύπνησε 3, 4 φορές. Πάντως στο τέλος κατάφερε και κοιμήθηκε. Και εγώ φυσικά.
Το πρωί πήραμε το πρωινό με τους δύο ηλικιωμένους, τους αποχαιρετήσαμε και φύγαμε. Είχαμε σκοπό από τη Βιέννη να πάμε στην Πράγα, μα το τρένο φεύγει στις 9.30 το βράδυ και θα φτάναμε εκεί τις 3, 4 τα ξημερώματα. Επειδή δεν θα είχαμε τι να κάνουμε, αποφασίσαμε να φύγουμε στις εφτά για να πάμε στο Αννόβερο με ένα ολονύκτιο τρένο και Πράγα να πάμε όταν θα γυρίζουμε από τη Σουηδία, να μην πάει χαμένη και η Visa. Από το Αννόβερο εν τω μεταξύ θα κοιτάξουμε να δούμε αν μπορούμε να πάμε στο Δυτικό Βερολίνο χωρίς να χρειαστούμε βίζα ανατολικής Γερμανίας και να ισχύει και το Inter-rail. Αν υπάρχουν αυτές οι δυο προϋποθέσεις μάλλον θα πάμε. Βέβαια μπορεί να υπάρξει και καμιά διαφορετική πρόταση, όπως ας πούμε να πάμε στο γυρισμό στο Βερολίνο και από εκεί αν είναι δυνατόν στην Πράγα. Πάντως γενικά σ’ αυτό το ταξίδι οι εναλλακτικές λύσεις είναι πάρα πολλές για κάθε περίπτωση και γι αυτό τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Από το πρωί στις 8:30 τριγυρίζαμε στην πόλη. Την πιο πολλή ώρα βέβαια με τα πόδια, αλλά αρκετή και με το μετρό και το τραμ. Είχε πάλι κρύο, αλλά όχι όσο χθες.
Οι κονσέρβες που είχα πάρει από την Ελλάδα σήμερα μας τελείωσαν. Τις φάγαμε σχεδόν στο δρόμο, κάτω από ένα δέντρο. Και φυσικά οι περίεργοι μας κοίταζαν με παράξενο βλέμμα, αλλά εμείς δε δίναμε σημασία.
Γενικά έχομε πολύ πλάκα στην παρέα. Δεν το περίμενα. Και αυτό οφείλεται κύρια στο Στρατή, που όμως αυτά που κάνει (ή τουλάχιστο τα περισσότερα) δεν τα κάνει για αστείο, μα εγώ τα παίρνω στην πλάκα και έτσι γελάμε τελικά όλοι μαζί.
Σήμερα πήγαμε στο Πράτερ. Δε νομίζω ότι είναι τίποτα το σπουδαίο, εκτός από ένα καλό και σίγουρα πανάκριβο Λούνα Παρκ. Μα και τι δεν είναι ακριβό στη Βιέννη; Ακόμα και τα κομπιουτεράκια και τα ρολόγια. Θα αγοράσω ένα ρολόι από τη Γερμανία στον αδερφό μου που μου το παράγγειλε.
Αν καθόμουν παραπάνω στη Βιέννη θα βαριόμουν. Και αυτό γιατί όταν δε διαθέτεις λεφτά για να τρως σε ένα εστιατόριο ή να κάθεσαι σε ένα μαγαζί να πιεις ένα καφέ, δε σου μένει τίποτε άλλο από το να κάνεις βόλτες στους δρόμους βλέποντας τα κτήρια, τις βιτρίνες και τους ανθρώπους. Και όταν τύχει και κάνει και κρύο, άστα να πάνε. Τότε δε σου κάνει όρεξη να κάνεις βόλτες συνέχεια.
Η Βιέννη είναι να έρθεις να κάτσεις το λιγότερο μια εβδομάδα, να χαλάσεις το λιγότερο 10 χιλιάδες δραχμές και να το ευχαριστηθείς. Εμείς με το να θέλομε να ξοδέψομε τόσο λίγα λεφτά, δεν είμαστε για πολλές μέρες, σε μια οποιαδήποτε ακριβή πόλη. Έτσι είναι ωραία το καλοκαίρι στις Κυκλάδες ή στην Κρήτη που το χαίρεσαι. Λίγο φαί και λίγο νερό να έχεις να πίνεις. Να μην έχεις το πρόβλημα πως θα περάσει η ώρα μερικές φορές. Κι ας μη βλέπεις πανύψηλες εκκλησίες, σιντριβάνια, πάρκα και αγάλματα. Καλά δεν τα λέω ρε Γιώργο; Όχι παίζομε.
Βέβαια χθες που έκανα για πρώτη φορά βόλτα στη Βιέννη την έβρισκα κάργα, παρ’ όλο το κρύο. Σήμερα όμως βαρέθηκα. Αν έκανε καλό καιρό θα την άραζα και σε κανένα παγκάκι ρίχνοντας κάτι ξεγυρισμένους ύπνους αλλά αυτά τα πράγματα τέτοια εποχή μόνο στην Ελλάδα γίνονται.
Τώρα κάθομαι στο σταθμό, απ’ όπου στις 7 θα φύγει το τρένο για Αννόβερο, γιατί βαριέμαι να τριγυρνώ στο κρύο και κύρια βλέποντας τα ίδια και τα ίδια. Είναι βέβαια και ο λόγος που έλεγα και πιο πριν: ότι θάθελα πότε-πότε να την αράζω για ένα καφέ, που λέει ο λόγος, κάπου. Και δεν έχω σελίνι για σελίνι πάνω μου. Ούτε να κατουρήσω δεν μπορώ γιατί και εκεί πρέπει να πληρώσεις. Και δεν είναι βέβαια τίποτα σπουδαίο να πάω να αλλάξω 5-6 δολάρια και να κάνω ό,τι γουστάρω, αλλά πρώτον βαριέμαι τώρα και δεύτερον αν το κάνω αυτό όποτε κάνω κέφι (εδώ είχα γράψει μια άλλη λέξη!) (και μου κάνει κέφι συχνά, (και εδώ)) θα έμενα σε λίγες μέρες χωρίς φράγκο στην τσέπη. Καλά είμαι λοιπόν εδώ που κάθομαι και τούτα δω πιο πολύ τα γράφω για να περνά η ώρα παρά γιατί θέλω να τα γράψω (γι αυτό γράφω και πολλές άχρηστες λεπτομέρειες). Τι φταίτε κι εσείς να τα διαβάζεται τώρα;
Ο Στρατής είναι εδώ δίπλα, που δεν κάνει πολύ κρύο, και λαγοκοιμάται, ενώ ο Γιώργος κάνει δωρεάν βόλτες με τα τραμ για να βλέπει την πόλη.
Σήμερα στο μετρό τα χρειαστήκαμε, γιατί ο ελεγκτής ήταν στο δίπλα βαγόνι (κάνοντας έλεγχο στα εισιτήρια) και εμείς ίσα-ίσα που προλάβαμε και κατεβήκαμε. Μετά αρχίσαμε και προσέχαμε περισσότερο μη μας έρθει κανείς τέτοιος ουρανοκατέβατος και μας τσιμπήσει (και εδώ άλλη λέξη ήταν, όπως και σε πολλά άλλα σημεία του γραπτού).
Με το γράψιμο η ώρα πήγε 5:30 και σε καμιά ώρα ακόμα θα ψάχνουμε για το Gleis μας. Σε μισή ώρα πρέπει να φανεί και ο Γιώργος, να μαζεύουμε τα πράγματά μας από τις θυρίδες που τα έχουμε βάλει.
Στην Αυστρία θυμάμαι και από πέρυσι που είχα έρθει, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που σχεδόν παντού τους βλέπεις να πουλάνε εφημερίδες στους περαστικούς ανθρώπους που πάνε με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο. Ε, όλοι αυτοί είναι ασιάτες ή Αιγύπτιοι. Δεν βλέπεις κανένα ξανθό. Εγώ πέρυσι που τους είχα δει, νόμιζα ότι πουλούσαν εφημερίδες κάποιου αραβικού κινήματος (Παλαιστίνιοι ή κάτι τέτοιο). Όμως τώρα διαπίστωσα ότι πουλάνε αυστριακές εφημερίδες και αυτή είναι η δουλειά τους σε τούτη τη χώρα.
Τώρα είπα για άραβες και θυμήθηκα ότι το μεσημέρι είδα μια διαδήλωση που μάλλον την έκαναν γενικά οι μουσουλμάνοι και απ’ ό,τι κατάλαβα τα παιδιά τα είχαν με τη Σοβιετική Ένωση. Ίσως να διαδήλωναν και για το Αφγανιστάν, που τότε οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν να το φτιάξουν. Μετά πήγαν με τη σειρά τους οι Αμερικάνοι και το έκαναν σαν τα μούτρα τους. Πάντως όλοι αυτοί έκαναν αρκετά έντονη την παρουσία τους σε πολλούς δρόμους της πόλης. Εγώ τους υπολογίζω σε 1000 με 1500 το πολύ. Δεν είχαν όμως πυκνές γραμμές και φαινόταν περισσότεροι, ή τουλάχιστον έκαναν τόση φασαρία όση 5000 άτομα. Πως φαίνεται το φοιτηταριό της εποχής! Ξέραμε να υπολογίζομε τους διαδηλωτές με ακρίβεια.
Ο Γιώργος ήρθε τώρα και εγώ λέω να στρίψω κανένα τσιγάρο. Πήρα πάλι καπνό και χαρτάκια και στρίβω τσιγαράκια που τόσο μου αρέσουν! Έτσι (με το στρίψιμο) και η ώρα περνά και λιγότερο καπνίζω. Και φυσικά ευχαριστιέμαι πιο πολύ από τον άσσο σκέτο. Πάντως μερικές φορές τον άσσο σκέτο τον ευχαριστιέμαι φοβερά. Ίσως γι' αυτό δεν κόβω και το τσιγάρο.
11 Απριλίου 1982, τρεις το απόγευμα
Αμβούργο: να λοιπόν όπως έλεγα, όταν έχει κανείς (όχι βέβαια και ο καθένας) Inter-rail, δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το που θα πάει και πόσο θα καθίσει. Φτάσαμε που λες πρωί-πρωί στο Αννόβερο και ρωτήσαμε για το Βερολίνο. Μας είπαν ότι ναι μεν δε χρειάζεται βίζα, αλλά χρειάζεται εισιτήριο που μόνο να πας θέλει γύρω στα 30 μάρκα δηλαδή περίπου στις 800 δρχ. Έτσι αποφασίσαμε, στα γρήγορα, να μην πάμε σήμερα αλλά να το κοιτάξουμε και αυτό όπως και την Πράγα στο γυρισμό. Να δούμε δηλαδή πόσα χρήματα θα μας έχουν μείνει. Αν και τώρα που το καλοσκέφτομαι καλύτερα θα ήταν να πηγαίναμε γιατί στο γυρισμό δεν βλέπω να υπάρχει όρεξη για τέτοια ταξίδια.
Η ουσία είναι ότι κατά τις 10 το πρωί βρεθήκαμε στο Αμβούργο και τώρα την έχουμε βολέψει σε ένα Youth Hostel, που όμως δεν μου αρέσει και πολύ. Δίνουμε 11,3 γερμανικά μάρκα το άτομο και έχει και πρωινό. Είναι κάπως έξω από το κέντρο της πόλης.
Σε λίγο θα ξυπνήσουν τα παιδιά να πάμε μια βόλτα στην πόλη, αν και γι' αυτό χρειάζεται πολύ θάρρος λόγω του κρύου. Το έχουμε νομίζω. Άλλωστε είναι απαραίτητο, γιατί στη Σουηδία που θα πάμε θα συναντήσουμε χειρότερα κρύα. Και τι θα κάνουμε; Μέσα θα καθόμαστε; Η πλάκα τώρα είναι ότι όταν σταματά το χιόνι βγάζει και ήλιο.
Οι άνθρωποι εδώ τώρα έχουν Πάσχα. Στην Ελλάδα έχουν Κυριακή των Βαΐων. Εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω από πουθενά (βιτρίνες κλπ) ότι έχουν εδώ Πάσχα. Πάντως στη Βουδαπέστη, και νομίζω και στη Βιέννη, θυμάμαι τα μαγαζιά που πουλούσαν κεράκια με κορδέλες και σοκολατένια αυγά.
Το Αμβούργο είναι η πιο βόρεια πόλη της γης που έχω πάει. Δεν μπορώ να πω αν είναι όμορφη ή όχι γιατί δεν την είδα. Θα σου πω το βράδυ που θα γυρίσω από την βόλτα. Τώρα θα κάτσω να γράψω μερικές κάρτες για να στείλω.
12 Απριλίου 1982, εννέα το βράδυ
Κοπεγχάγη: Μεγαλοβδομάδα αλλά εμείς εδώ δεν καταλαβαίνομε τέτοια πράγματα. Φτάσαμε πριν από τρεις ώρες περίπου στην πρωτεύουσα της Δανίας, μετά από 6ωρο ταξίδι από το Αμβούργο. Πρώτη φορά σε αυτή την εκδρομή που συναντήσαμε πολύ κόσμο στο τρένο. Δεν μας ήταν όμως καθόλου ενοχλητικό.
Για να φτάσομε στην Κοπεγχάγη το τρένο μπήκε για 40 περίπου λεπτά σε πλοίο, που είχε και αυτό ράγες. Εμείς βγήκαμε από το τρένο και κάναμε βόλτα στο πλοίο.
Κατά παράδοξο τρόπο εδώ στην Κοπεγχάγη ο καιρός είναι πολύ καλός (τουλάχιστον έτσι ήταν πριν από μια ώρα που ήμουν έξω για τελευταία φορά). Αν ήμουν βέβαια στην Ελλάδα θα έλεγα πως ήταν παλιόκαιρος, μα δεν ξεχνώ ότι είμαι στην Δανία. Και ο καιρός είναι κάπως παράξενος: όσο έχει σύννεφα ξεπαγιάζεις, αλλά μόλις σε δει ο ήλιος αμέσως νιώθεις μια δυνατή ζέστη, αρκεί να μη φυσά εκεί που είσαι. Βέβαια το να σε δει ο ήλιος δε συμβαίνει και τόσο συχνά.
Ήρθαμε σε ένα Youth Hostel που είναι κάπως φτηνό αλλά αν δεν έχεις σεντόνια πληρώνεις 180 δραχμές για να σου δώσουν κάτι χάρτινα πράγματα μιας χρήσης που σου τα προσφέρουν για σεντόνια. Εγώ ευτυχώς κρατούσα, μα τα άλλα παιδιά όχι και έτσι πλήρωσαν αυτά τα λεφτά. Εγώ πλήρωσα 260 δραχμές περίπου για το κρεβάτι, χωρίς να έχει πρωινό.
Το Youth Hostel είναι πολύ καλό. Την πόλη δεν την είδα σχεδόν καθόλου. Ελπίζω να κάτσομε αύριο να τη δούμε. Και λέω ελπίζω γιατί ο Γιώργος έχει τσατιστεί, κι εγώ δεν ξέρω για πιο συγκεκριμένο λόγο (ίσως για τα σεντόνια που πλήρωσε), και νομίζω θέλει να φύγει. Πάντως εγώ σκάφτομαι να κάτσω κι ας φύγει αυτός. Για να δω λίγο την πόλη, γιατί έχω ακούσει πολλά ωραία γι αυτήν. Και τώρα που το σκέφτομαι μάλλον έτσι θα κάνω. Βέβαια έτσι θα χαλάσει η παρέα. Όμως με το Γιώργο ξέρω ότι αυτό μπορεί να γίνει κάθε στιγμή, και το ξέρει κι αυτός και δεν παρεξηγούμαστε. Το πολύ-πολύ να δώσουμε κάποιο ραντεβού μετά από λίγες μέρες και να συνεχίσομε μαζί. Ελπίζω όμως ότι τελικά δε θα φύγει.
Τελικά το Αμβούργο δεν είναι και πολύ όμορφη πόλη, τουλάχιστο αυτά που είδα, δε μου έκαναν εντύπωση. Χτες το απόγευμα κάναμε βόλτα στην πόλη παρ’ όλο το χιόνι που έριχνε. Είχαμε ντυθεί για καλά και δε μας ενοχλούσε και πολύ.
Τη βρίσκω πολύ με την παρέα, και σε αυτό φταίει ο Στρατής. Με όλους τους μελαχρινούς που συναντά στα ξενοδοχεία που μένουμε μιλά (αυτή τη στιγμή μιλά με ένα Ινδό). Τον τραβάνε πολύ οι ανατολίτες, ξέρει διάφορες γλώσσες και τα βγάζει πέρα με οποιονδήποτε. Εγώ όμως αναρωτιέμαι μήπως και η αιτία που όλο κουβεντιάζει με μελαχρινούς δεν είναι τόσο η πρόθεση του Στρατή, όσο η φάτσα του, ότι δηλαδή είναι και αυτός μελαχρινός. Οι ξανθοί, τόχω καταλάβει, δεν τους γουστάρουν τους νότιους. Γι αυτό και δεν μας πολυμιλούν. Ίσως και να το κάνουν επειδή είναι ψυχροί και ανάποδοι. Οι μελαχρινοί όμως μας πιάνουν κουβέντα με ικανοποίηση.
Σήμερα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Αμβούργου πετύχαμε ένα Έλληνα μετανάστη και μας έπιασε την κουβέντα. Πιστεύω ότι έκανε βόλτες στο σταθμό για να μιλά με Έλληνες ταξιδιώτες και να μαθαίνει νέα. Δεκαπέντε χρόνια στη Γερμανία και δεν έχει μαζέψει, όπως έλεγε, κάμποσα λεφτά για να σηκωθεί να φύγει. Περιμένει να αυξηθεί η αποζημίωση για τους μετανάστες που εγκαταλείπουν τη Γερμανία για να γυρίσει πίσω. Έχει τέσσερα χρόνια να πάει στην Ελλάδα. Μου φάνηκε (και ήταν) πολύ απογοητευμένος από τη ζωή του στην ξένη χώρα. Στη δουλειά που είναι παίρνει γύρω στα 1000 μάρκα, που νομίζω δε θα του περισσεύει τίποτε από αυτά. Στην Ελλάδα να ήταν δε θα του έφταναν, φαντάσου στη Γερμανία. Αυτός πάντως πίστευε ότι με 20.000 δραχμές στην Ελλάδα θα καλοπέρναγε, εγώ του έλεγα όχι. Φύγαμε και τον αφήσαμε στην τύχη του.
Στο Αμβούργο κυκλοφορούσαμε με το μετρό. Φυσικά δεν πληρώναμε καθόλου μα είχαμε συνεχώς το φόβο. Από τότε που στη Βιέννη κινδυνέψαμε να πιαστούμε, φοβόμαστε και γι αυτό προσέχομε πολύ κάθε φορά που μπαίνομε στο τρένο. Αφού λέγαμε ότι καλύτερα θα ήταν να πληρώναμε εισιτήριο (τώρα βέβαια θα είχαμε 3, 4 κατοστάρικα λιγότερα) προκειμένου να μην έχομε αυτό το φόβο και το άγχος. Τώρα είναι αργά και δε σηκώνει να πάμε να δούμε την πόλη. Θα κάνω ένα μπάνιο και ίσως πάω για ύπνο.
Έκανα το μπάνιο και συνεχίζω να γράφω εδώ, μια και δεν έχω τίποτε άλλο να κάνω. Νυστάζω βέβαια μα θα κάτσω λίγο ακόμη.
Νομίζω ότι μπορώ τώρα να κάνω λίγες συγκρίσεις τούτου του ταξιδιού με το περσινό. Σε τούτο προστέθηκαν δυο βασικά πράγματα: ο Στρατής και η πείρα που έχομε από το προηγούμενο. Και τα δυο για μένα είναι θετικά. Η πείρα μας κάνει πιο άνετο το ταξίδι και χωρίς απρόσμενες δυσκολίες. Φοβάμαι όμως ότι χωρίς δυσκολίες θα καταντήσει ανιαρό.
Η πείρα, για παράδειγμα, μας έκανε να μην πάμε στην Πράγα. Μια περιπέτεια όμως στην Πράγα θα τη θυμόμασταν σε όλη τη ζωή μας, όπως πέρσι στη Ρώμη (που κοιμηθήκαμε στο δρόμο δύο βραδιές), στο Βελιγράδι και αλλού. Τώρα όπου πάμε, πάμε στα σίγουρα. Και όπου υποψιαζόμαστε κακοπέραση δεν πάμε καθόλου. Καλά είναι όμως κι έτσι. Και στο κάτω-κάτω στην αρχή του ταξιδιού είμαστε. Έχομε ακόμη τρεις εβδομάδες. Μέχρι τότε μπορεί να έχομε πάθει μεγάλες πλάκες.
Ένα άλλο πράγμα που βρίσκω διαφορετικό σε αυτό το ταξίδι είναι ότι ο Γιώργος δεν κάνει και πολλά καμάκια. Του έχει φύγει η όρεξη; Δε βρίσκει προσβάσεις; Πέρυσι θυμάμαι μαλώναμε συχνά και ήταν το πολύ καμάκι η αιτία. Τώρα σχεδόν καθόλου δε μαλώνουμε. Μια χαρά τα πάμε. Ενώ τώρα δε θα με ένοιαζε να ψέκαζε και λίγο. (ψεκάζω στην αργκό της παρέας μας σήμαινε: κάνω καμάκι) Θα τον βοηθούσα κι εγώ. Επίσης, πέρυσι δεν τα βρίσκαμε ακόμη και σε ποιο μέρος θα κάναμε τη βόλτα μας. Τώρα κανένα τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει. Τι άλλαξε; Εμείς;
Στην ουσία όμως το ταξίδι είναι ίδιο. Τα ουσιαστικά στοιχεία δεν άλλαξαν. Α, ξέχασα πιο πριν να γράψω ότι φέτος δεν πεινάμε. Τουλάχιστον μέχρι τώρα. Αυτά περί αυτών.
Άρχισα ήδη να στέλνω κάρτες σε διάφορους φίλους και συγγενείς. Έχω στείλει πέντε, έχω έτοιμη και μια έχτη. Αυτά για σήμερα.
13/4/1982 (20:00)
Από το πρωί στις 09:30 τριγυρίζαμε στην Κοπεγχάγη, ως τις 4 το απόγευμα περίπου. Μια χαρά πόλη είναι. Με τα όλα της. Είναι όμως πολύ ακριβή. Δεν είναι για Έλληνες τουρίστες σαν εμάς. Πρέπει να κρατάς πολύ παραδάκι. Μπήκαμε σε ένα μαγαζί πάντως και αγοράσαμε φαγώσιμα για τις ανάγκες μας. Κονσέρβες, γάλα και ψωμί. Έτσι σήμερα έχομε φάει καλά.
Είμαστε πολύ τυχεροί με τον καιρό, αφού έλιαζε όλη μέρα και το κρύο δεν ήταν τόσο τσουχτερό. Πήγαμε και σε κείνη την γκόμενα που είναι καθισμένη σε ένα βράχο στα βρώμικα από τις βιομηχανίες νερά της θάλασσας. Σαν γκόμενα δεν αξίζει και πολλά. Στ’ αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω τι της βρίσκουν και έχει γίνει τόσο διάσημη. Ο κόσμος της έβγαζε φωτογραφίες. Εγώ βέβαια όχι, ίσως μόνο και μόνο επειδή σε αυτή την εκδρομή δεν κρατώ τη φωτογραφική μου μηχανή. Έτσι πραγματικά έχω απαλλαγεί από τον μπελά του να θέλω κάθε λίγο να τραβώ φωτογραφίες. Και με αυτό το κρύο θα ήταν οδυνηρό. Κρατά ο Γιώργος μα και αυτός σπάνια βγάζει.
Τελικά και ο Γιώργος και ο Στρατής έμειναν και μια δεύτερη βραδιά εδώ στην πόλη. Έτσι αύριο θα φύγομε όλοι μαζί για το Μάλμοε. Εκεί βλέπομε τι θα γίνει, γιατί ο Γιώργος έχει μια παλιά γνωστή και αν θέλει να μείνει εκεί μαζί της κάμποσες μέρες, εγώ δεν έχω όρεξη να μείνω περισσότερες από μια, δυο.
Κατά τις 4 το απόγευμα πήραμε το τρένο και πήγαμε βόρεια σε μια μικρή πόλη, το Χέλσιγκορ. Κάναμε βόλτα μια ώρα και φύγαμε. Κι αν είχε τίποτα το εξαιρετικό εκεί, εμείς δε το είδαμε. Πιο πολύ άξιζε η όμορφη διαδρομή. Πολύ κοντά, απέναντι, φαινόταν η Σουηδία.
Τώρα είμαι κουρασμένος μα δεν πάω να ξαπλώσω, για να κοιμηθώ νωρίς το βράδυ.
Κάθομαι τώρα σε κάτι καρέκλες στο Youth Hostel και τη βρίσκω γράφοντας, πίνοντας καφέ και στρίβοντας τσιγαράκι. Αυτό που με ενοχλεί λίγο είναι μια παρέα παλιοαμερικάνοι που χαζογελάνε και φωνάζουν εδώ δίπλα. Δεν τους χωνεύω καθόλου. Όταν είναι στην Ελλάδα μου φαίνεται μας δίνουν πιο πολύ σημασία. Δηλαδή αλλάζει κάπως η ψυχολογία τους, ανάλογα με το αν βρίσκονται στην πατρίδα μου ή όχι. Ίσως εκείνοι να το σκέφτονται και συμφεροντολογικά: Στην Ελλάδα όπως και να το κάνομε έχουν κάπως την ανάγκη μου, να τους βοηθήσω ίσως, μια και είμαι ντόπιος. Εδώ όμως, θα προτιμήσουν να γνωρίσουν κανένα Δανό ή να τη βρουν μόνοι τους.
Υπενθυμίζω ότι με πλάγια γράμματα είναι προσθήκες σημερινές, τα υπόλοιπα είναι από το ημερολόγιο που κρατούσα.
8 Απριλίου 1982, στις 10 το βράδυ
Βιέννη: δεν είδα ακόμα τίποτα από αυτή την πόλη, εκτός από αυτά που φαινόταν από το τρένο όταν ερχόμασταν, αλλά αυτά που είδα ήταν ωραία. Όταν λοιπόν φτάσαμε στη Βιέννη κατά τις οχτώ το βραδάκι, προσπαθήσαμε να τηλεφωνήσουμε από το σταθμό του τρένου σε κάποιο Youth hostel, αλλά δεν απαντούσαν. Εκείνη την ώρα ήρθε ένας γέρος (τότε τους εξηντάρηδες τους έλεγα γέρους!) και μας ρώτησε αγγλικά αν ψάχναμε για δωμάτια. Τον ρωτήσαμε το λόγο και μας είπε ότι νοικιάζει το σπίτι του. Τον ακολουθήσαμε κι εγώ δεν ξέρω που, αφού δεν είχαμε άλλη ευκολότερη λύση. Τελικά θα μείνουμε σε ένα σπίτι δικό του σε ένα δωμάτιο με τρία κρεβάτια και κουζίνα, τουαλέτα και διάφορα μαγειρικά σκεύη. Και αυτός ο ηλικιωμένος και η γυναίκα του είναι συμπαθητικοί και εδώ που ήρθαμε είναι πολύ άνετα με ωραία παλιά έπιπλα. Δίνουμε 100 σελίνια (το καθένα ισοδυναμεί με 3,85 δρχ) και θα μας δώσει και πρωινό. Μάλλον θα μείνομε και αύριο εδώ. Πιστεύω να προλάβουμε αύριο όλη μέρα να δούμε τη Βιέννη.

Ως τώρα έτρωγα συνήθως κονσέρβες (που κρατούσα από την Ελλάδα) και καθόλου δεν πείνασα. Μου έχουν μείνει και μερικές για αύριο.
9 Απριλίου 1982, στις μία το μεσημέρι
Βιέννη: τελικά είναι πολύ ωραία εδώ που ήρθαμε και μείναμε. Έχουμε πολλές ανέσεις και είναι σχετικά φτηνά. Αν δε βιαζόμασταν σ' αυτό το ταξίδι, εγώ θα πρότεινα στα παιδιά να μέναμε 5, 6 μέρες γιατί βέβαια σε 1, 2 μέρες δεν προλαβαίνεις να δεις και πολλά πράγματα από μία τέτοια πόλη.
Τις πρώτες 15-20 μέρες εδώ γράφω ότι βιαζόμασταν και τελικά επιστρέψαμε στην Ελλάδα τέσσερις μέρες πριν τελειώσει το Inter-rail.
Σήμερα σηκωθήκαμε νωρίς και πήραμε το πρωινό μας στο σπίτι εδώ. Μετά κάνανε 3, 4 ώρες βόλτα εδώ γύρω στη γειτονιά. Είναι πολύ όμορφα. Είδα πολλά πράγματα άλλα δεν ξέρω πως τα λένε. Αυτό που κατάλαβα καλά είναι ο ζωολογικός κήπος, γιατί μπήκα μέσα δίνοντας 25 σελίνια.

Για ζωολογικός κήπος καλός πρέπει να είναι, μόνο που κάτι τέτοια πράγματα πρέπει να τα λένε «ζωολογικές φυλακές». Είμαι σίγουρος ότι οι φυλακισμένοι άνθρωποι νιώθουν λιγότερη θλίψη για τη θέση τους από αυτά τα ζώα. Για πολλούς λόγους: γιατί έχουν πιο μεγάλη ελευθερία κινήσεων (δύο ελέφαντες τους έχουν δεμένους με αλυσίδες στα δύο τους πόδια), γιατί οι άνθρωποι ξέρουν ότι κάποτε θα βγουν έξω (άσχετα αν και αυτό το έξω αποτελεί μια άλλη φυλακή άλλου είδους). Γιατί οι άνθρωποι σίγουρα μπορεί να σκέφτονται στη φυλακή, να διαβάζουν ή να εργάζονται. Οι άνθρωποι στις φυλακές μπορεί να κάνουν φιλίες και νέες γνωριμίες. Τέλος πάντων όμως. Γυρίσαμε στο δωμάτιο και φάγαμε μεσημεριανό. Το απόγευμα θα συνεχίσουμε τη βόλτα μας. Ο καιρός πια δεν είναι και τόσο καλός. Έχει ήλιο αλλά κάνει πολύ κρύο.
9 Απριλίου 1982, στις 11 το βράδυ
Τελικά το μεσημέρι ρίξαμε όλοι μας κάτι σπέσιαλ ύπνους ως τις 16:30. Και τότε ξυπνήσαμε με το ζόρι γιατί έπρεπε κάποτε να αρχίσομε τη βόλτα στο κέντρο της Βιέννης.
Τριγυρίζαμε από τις πέντε ως τώρα. Είναι αρκετά ωραία πόλη. Έχει πολλά παλιά και εντυπωσιακά συγχρόνως κτήρια. Βαρεθήκαμε να περπατάμε. Και 6, 7 φορές πάντως πήραμε το μετρό ή το τραμ για πολύ κοντινές αποστάσεις. Όμως σε καμιά δεν πληρώσαμε. Αλίμονο και πληρώναμε. Θα μας έβγαινε ο πάτος (οικονομικά). Το εισιτήριο κοστίζει 10,5 σελίνια (40 δραχμές). Και στη Βουδαπέστη πάντως αν και ήταν φτηνό δεν πληρώναμε.
Πέρσι που είχαμε ξανάρθει Αυστρία πήγαινε 3,5 δρχ το σελίνι και τώρα σχεδόν τέσσερις.
Στη βόλτα μας είχαμε πολύ μεγάλη φάση. Όλη την ώρα γελούμε, κυρίως εγώ με το Στρατή.
Οι Βιεννέζες είναι πολύ ωραίες γκόμενες, αλλά ακόμα δεν κάναμε κανένα καμάκι. Τώρα μάλλον θα κοιμηθώ.
10/4/1982 (16:30)
Η περασμένη νύχτα ήταν λίγο επεισοδιακή. Εγώ ροχάλιζα και έτσι ο Γιώργος δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ο Στρατής τα κατάφερε. Ξαφνικά λοιπόν ξυπνώ και βλέπω ότι ο Γιώργος από το διπλανό κρεβάτι μου είχε πετάξει ένα μαξιλάρι για να ξυπνήσω και να μη ροχαλίζω. Πιάνω και εγώ το ίδιο μαξιλάρι και του το ξαναπετώ λέγοντάς του, αν ξανά αρχίσω το ροχαλητό να μου το ξαναπετάξει. Μετά από λίγο είχαμε τα ίδια. Τελικά με ξύπνησε 3, 4 φορές. Πάντως στο τέλος κατάφερε και κοιμήθηκε. Και εγώ φυσικά.
Το πρωί πήραμε το πρωινό με τους δύο ηλικιωμένους, τους αποχαιρετήσαμε και φύγαμε. Είχαμε σκοπό από τη Βιέννη να πάμε στην Πράγα, μα το τρένο φεύγει στις 9.30 το βράδυ και θα φτάναμε εκεί τις 3, 4 τα ξημερώματα. Επειδή δεν θα είχαμε τι να κάνουμε, αποφασίσαμε να φύγουμε στις εφτά για να πάμε στο Αννόβερο με ένα ολονύκτιο τρένο και Πράγα να πάμε όταν θα γυρίζουμε από τη Σουηδία, να μην πάει χαμένη και η Visa. Από το Αννόβερο εν τω μεταξύ θα κοιτάξουμε να δούμε αν μπορούμε να πάμε στο Δυτικό Βερολίνο χωρίς να χρειαστούμε βίζα ανατολικής Γερμανίας και να ισχύει και το Inter-rail. Αν υπάρχουν αυτές οι δυο προϋποθέσεις μάλλον θα πάμε. Βέβαια μπορεί να υπάρξει και καμιά διαφορετική πρόταση, όπως ας πούμε να πάμε στο γυρισμό στο Βερολίνο και από εκεί αν είναι δυνατόν στην Πράγα. Πάντως γενικά σ’ αυτό το ταξίδι οι εναλλακτικές λύσεις είναι πάρα πολλές για κάθε περίπτωση και γι αυτό τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Από το πρωί στις 8:30 τριγυρίζαμε στην πόλη. Την πιο πολλή ώρα βέβαια με τα πόδια, αλλά αρκετή και με το μετρό και το τραμ. Είχε πάλι κρύο, αλλά όχι όσο χθες.
Οι κονσέρβες που είχα πάρει από την Ελλάδα σήμερα μας τελείωσαν. Τις φάγαμε σχεδόν στο δρόμο, κάτω από ένα δέντρο. Και φυσικά οι περίεργοι μας κοίταζαν με παράξενο βλέμμα, αλλά εμείς δε δίναμε σημασία.
Γενικά έχομε πολύ πλάκα στην παρέα. Δεν το περίμενα. Και αυτό οφείλεται κύρια στο Στρατή, που όμως αυτά που κάνει (ή τουλάχιστο τα περισσότερα) δεν τα κάνει για αστείο, μα εγώ τα παίρνω στην πλάκα και έτσι γελάμε τελικά όλοι μαζί.
Σήμερα πήγαμε στο Πράτερ. Δε νομίζω ότι είναι τίποτα το σπουδαίο, εκτός από ένα καλό και σίγουρα πανάκριβο Λούνα Παρκ. Μα και τι δεν είναι ακριβό στη Βιέννη; Ακόμα και τα κομπιουτεράκια και τα ρολόγια. Θα αγοράσω ένα ρολόι από τη Γερμανία στον αδερφό μου που μου το παράγγειλε.
Αν καθόμουν παραπάνω στη Βιέννη θα βαριόμουν. Και αυτό γιατί όταν δε διαθέτεις λεφτά για να τρως σε ένα εστιατόριο ή να κάθεσαι σε ένα μαγαζί να πιεις ένα καφέ, δε σου μένει τίποτε άλλο από το να κάνεις βόλτες στους δρόμους βλέποντας τα κτήρια, τις βιτρίνες και τους ανθρώπους. Και όταν τύχει και κάνει και κρύο, άστα να πάνε. Τότε δε σου κάνει όρεξη να κάνεις βόλτες συνέχεια.
Η Βιέννη είναι να έρθεις να κάτσεις το λιγότερο μια εβδομάδα, να χαλάσεις το λιγότερο 10 χιλιάδες δραχμές και να το ευχαριστηθείς. Εμείς με το να θέλομε να ξοδέψομε τόσο λίγα λεφτά, δεν είμαστε για πολλές μέρες, σε μια οποιαδήποτε ακριβή πόλη. Έτσι είναι ωραία το καλοκαίρι στις Κυκλάδες ή στην Κρήτη που το χαίρεσαι. Λίγο φαί και λίγο νερό να έχεις να πίνεις. Να μην έχεις το πρόβλημα πως θα περάσει η ώρα μερικές φορές. Κι ας μη βλέπεις πανύψηλες εκκλησίες, σιντριβάνια, πάρκα και αγάλματα. Καλά δεν τα λέω ρε Γιώργο; Όχι παίζομε.
Βέβαια χθες που έκανα για πρώτη φορά βόλτα στη Βιέννη την έβρισκα κάργα, παρ’ όλο το κρύο. Σήμερα όμως βαρέθηκα. Αν έκανε καλό καιρό θα την άραζα και σε κανένα παγκάκι ρίχνοντας κάτι ξεγυρισμένους ύπνους αλλά αυτά τα πράγματα τέτοια εποχή μόνο στην Ελλάδα γίνονται.
Τώρα κάθομαι στο σταθμό, απ’ όπου στις 7 θα φύγει το τρένο για Αννόβερο, γιατί βαριέμαι να τριγυρνώ στο κρύο και κύρια βλέποντας τα ίδια και τα ίδια. Είναι βέβαια και ο λόγος που έλεγα και πιο πριν: ότι θάθελα πότε-πότε να την αράζω για ένα καφέ, που λέει ο λόγος, κάπου. Και δεν έχω σελίνι για σελίνι πάνω μου. Ούτε να κατουρήσω δεν μπορώ γιατί και εκεί πρέπει να πληρώσεις. Και δεν είναι βέβαια τίποτα σπουδαίο να πάω να αλλάξω 5-6 δολάρια και να κάνω ό,τι γουστάρω, αλλά πρώτον βαριέμαι τώρα και δεύτερον αν το κάνω αυτό όποτε κάνω κέφι (εδώ είχα γράψει μια άλλη λέξη!) (και μου κάνει κέφι συχνά, (και εδώ)) θα έμενα σε λίγες μέρες χωρίς φράγκο στην τσέπη. Καλά είμαι λοιπόν εδώ που κάθομαι και τούτα δω πιο πολύ τα γράφω για να περνά η ώρα παρά γιατί θέλω να τα γράψω (γι αυτό γράφω και πολλές άχρηστες λεπτομέρειες). Τι φταίτε κι εσείς να τα διαβάζεται τώρα;
Ο Στρατής είναι εδώ δίπλα, που δεν κάνει πολύ κρύο, και λαγοκοιμάται, ενώ ο Γιώργος κάνει δωρεάν βόλτες με τα τραμ για να βλέπει την πόλη.
Σήμερα στο μετρό τα χρειαστήκαμε, γιατί ο ελεγκτής ήταν στο δίπλα βαγόνι (κάνοντας έλεγχο στα εισιτήρια) και εμείς ίσα-ίσα που προλάβαμε και κατεβήκαμε. Μετά αρχίσαμε και προσέχαμε περισσότερο μη μας έρθει κανείς τέτοιος ουρανοκατέβατος και μας τσιμπήσει (και εδώ άλλη λέξη ήταν, όπως και σε πολλά άλλα σημεία του γραπτού).
Με το γράψιμο η ώρα πήγε 5:30 και σε καμιά ώρα ακόμα θα ψάχνουμε για το Gleis μας. Σε μισή ώρα πρέπει να φανεί και ο Γιώργος, να μαζεύουμε τα πράγματά μας από τις θυρίδες που τα έχουμε βάλει.
Στην Αυστρία θυμάμαι και από πέρυσι που είχα έρθει, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που σχεδόν παντού τους βλέπεις να πουλάνε εφημερίδες στους περαστικούς ανθρώπους που πάνε με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο. Ε, όλοι αυτοί είναι ασιάτες ή Αιγύπτιοι. Δεν βλέπεις κανένα ξανθό. Εγώ πέρυσι που τους είχα δει, νόμιζα ότι πουλούσαν εφημερίδες κάποιου αραβικού κινήματος (Παλαιστίνιοι ή κάτι τέτοιο). Όμως τώρα διαπίστωσα ότι πουλάνε αυστριακές εφημερίδες και αυτή είναι η δουλειά τους σε τούτη τη χώρα.
Τώρα είπα για άραβες και θυμήθηκα ότι το μεσημέρι είδα μια διαδήλωση που μάλλον την έκαναν γενικά οι μουσουλμάνοι και απ’ ό,τι κατάλαβα τα παιδιά τα είχαν με τη Σοβιετική Ένωση. Ίσως να διαδήλωναν και για το Αφγανιστάν, που τότε οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν να το φτιάξουν. Μετά πήγαν με τη σειρά τους οι Αμερικάνοι και το έκαναν σαν τα μούτρα τους. Πάντως όλοι αυτοί έκαναν αρκετά έντονη την παρουσία τους σε πολλούς δρόμους της πόλης. Εγώ τους υπολογίζω σε 1000 με 1500 το πολύ. Δεν είχαν όμως πυκνές γραμμές και φαινόταν περισσότεροι, ή τουλάχιστον έκαναν τόση φασαρία όση 5000 άτομα. Πως φαίνεται το φοιτηταριό της εποχής! Ξέραμε να υπολογίζομε τους διαδηλωτές με ακρίβεια.
Ο Γιώργος ήρθε τώρα και εγώ λέω να στρίψω κανένα τσιγάρο. Πήρα πάλι καπνό και χαρτάκια και στρίβω τσιγαράκια που τόσο μου αρέσουν! Έτσι (με το στρίψιμο) και η ώρα περνά και λιγότερο καπνίζω. Και φυσικά ευχαριστιέμαι πιο πολύ από τον άσσο σκέτο. Πάντως μερικές φορές τον άσσο σκέτο τον ευχαριστιέμαι φοβερά. Ίσως γι' αυτό δεν κόβω και το τσιγάρο.
11 Απριλίου 1982, τρεις το απόγευμα
Αμβούργο: να λοιπόν όπως έλεγα, όταν έχει κανείς (όχι βέβαια και ο καθένας) Inter-rail, δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το που θα πάει και πόσο θα καθίσει. Φτάσαμε που λες πρωί-πρωί στο Αννόβερο και ρωτήσαμε για το Βερολίνο. Μας είπαν ότι ναι μεν δε χρειάζεται βίζα, αλλά χρειάζεται εισιτήριο που μόνο να πας θέλει γύρω στα 30 μάρκα δηλαδή περίπου στις 800 δρχ. Έτσι αποφασίσαμε, στα γρήγορα, να μην πάμε σήμερα αλλά να το κοιτάξουμε και αυτό όπως και την Πράγα στο γυρισμό. Να δούμε δηλαδή πόσα χρήματα θα μας έχουν μείνει. Αν και τώρα που το καλοσκέφτομαι καλύτερα θα ήταν να πηγαίναμε γιατί στο γυρισμό δεν βλέπω να υπάρχει όρεξη για τέτοια ταξίδια.
Η ουσία είναι ότι κατά τις 10 το πρωί βρεθήκαμε στο Αμβούργο και τώρα την έχουμε βολέψει σε ένα Youth Hostel, που όμως δεν μου αρέσει και πολύ. Δίνουμε 11,3 γερμανικά μάρκα το άτομο και έχει και πρωινό. Είναι κάπως έξω από το κέντρο της πόλης.

Σε λίγο θα ξυπνήσουν τα παιδιά να πάμε μια βόλτα στην πόλη, αν και γι' αυτό χρειάζεται πολύ θάρρος λόγω του κρύου. Το έχουμε νομίζω. Άλλωστε είναι απαραίτητο, γιατί στη Σουηδία που θα πάμε θα συναντήσουμε χειρότερα κρύα. Και τι θα κάνουμε; Μέσα θα καθόμαστε; Η πλάκα τώρα είναι ότι όταν σταματά το χιόνι βγάζει και ήλιο.

Οι άνθρωποι εδώ τώρα έχουν Πάσχα. Στην Ελλάδα έχουν Κυριακή των Βαΐων. Εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω από πουθενά (βιτρίνες κλπ) ότι έχουν εδώ Πάσχα. Πάντως στη Βουδαπέστη, και νομίζω και στη Βιέννη, θυμάμαι τα μαγαζιά που πουλούσαν κεράκια με κορδέλες και σοκολατένια αυγά.
Το Αμβούργο είναι η πιο βόρεια πόλη της γης που έχω πάει. Δεν μπορώ να πω αν είναι όμορφη ή όχι γιατί δεν την είδα. Θα σου πω το βράδυ που θα γυρίσω από την βόλτα. Τώρα θα κάτσω να γράψω μερικές κάρτες για να στείλω.
12 Απριλίου 1982, εννέα το βράδυ
Κοπεγχάγη: Μεγαλοβδομάδα αλλά εμείς εδώ δεν καταλαβαίνομε τέτοια πράγματα. Φτάσαμε πριν από τρεις ώρες περίπου στην πρωτεύουσα της Δανίας, μετά από 6ωρο ταξίδι από το Αμβούργο. Πρώτη φορά σε αυτή την εκδρομή που συναντήσαμε πολύ κόσμο στο τρένο. Δεν μας ήταν όμως καθόλου ενοχλητικό.
Για να φτάσομε στην Κοπεγχάγη το τρένο μπήκε για 40 περίπου λεπτά σε πλοίο, που είχε και αυτό ράγες. Εμείς βγήκαμε από το τρένο και κάναμε βόλτα στο πλοίο.
Κατά παράδοξο τρόπο εδώ στην Κοπεγχάγη ο καιρός είναι πολύ καλός (τουλάχιστον έτσι ήταν πριν από μια ώρα που ήμουν έξω για τελευταία φορά). Αν ήμουν βέβαια στην Ελλάδα θα έλεγα πως ήταν παλιόκαιρος, μα δεν ξεχνώ ότι είμαι στην Δανία. Και ο καιρός είναι κάπως παράξενος: όσο έχει σύννεφα ξεπαγιάζεις, αλλά μόλις σε δει ο ήλιος αμέσως νιώθεις μια δυνατή ζέστη, αρκεί να μη φυσά εκεί που είσαι. Βέβαια το να σε δει ο ήλιος δε συμβαίνει και τόσο συχνά.
Ήρθαμε σε ένα Youth Hostel που είναι κάπως φτηνό αλλά αν δεν έχεις σεντόνια πληρώνεις 180 δραχμές για να σου δώσουν κάτι χάρτινα πράγματα μιας χρήσης που σου τα προσφέρουν για σεντόνια. Εγώ ευτυχώς κρατούσα, μα τα άλλα παιδιά όχι και έτσι πλήρωσαν αυτά τα λεφτά. Εγώ πλήρωσα 260 δραχμές περίπου για το κρεβάτι, χωρίς να έχει πρωινό.
Το Youth Hostel είναι πολύ καλό. Την πόλη δεν την είδα σχεδόν καθόλου. Ελπίζω να κάτσομε αύριο να τη δούμε. Και λέω ελπίζω γιατί ο Γιώργος έχει τσατιστεί, κι εγώ δεν ξέρω για πιο συγκεκριμένο λόγο (ίσως για τα σεντόνια που πλήρωσε), και νομίζω θέλει να φύγει. Πάντως εγώ σκάφτομαι να κάτσω κι ας φύγει αυτός. Για να δω λίγο την πόλη, γιατί έχω ακούσει πολλά ωραία γι αυτήν. Και τώρα που το σκέφτομαι μάλλον έτσι θα κάνω. Βέβαια έτσι θα χαλάσει η παρέα. Όμως με το Γιώργο ξέρω ότι αυτό μπορεί να γίνει κάθε στιγμή, και το ξέρει κι αυτός και δεν παρεξηγούμαστε. Το πολύ-πολύ να δώσουμε κάποιο ραντεβού μετά από λίγες μέρες και να συνεχίσομε μαζί. Ελπίζω όμως ότι τελικά δε θα φύγει.
Τελικά το Αμβούργο δεν είναι και πολύ όμορφη πόλη, τουλάχιστο αυτά που είδα, δε μου έκαναν εντύπωση. Χτες το απόγευμα κάναμε βόλτα στην πόλη παρ’ όλο το χιόνι που έριχνε. Είχαμε ντυθεί για καλά και δε μας ενοχλούσε και πολύ.
Τη βρίσκω πολύ με την παρέα, και σε αυτό φταίει ο Στρατής. Με όλους τους μελαχρινούς που συναντά στα ξενοδοχεία που μένουμε μιλά (αυτή τη στιγμή μιλά με ένα Ινδό). Τον τραβάνε πολύ οι ανατολίτες, ξέρει διάφορες γλώσσες και τα βγάζει πέρα με οποιονδήποτε. Εγώ όμως αναρωτιέμαι μήπως και η αιτία που όλο κουβεντιάζει με μελαχρινούς δεν είναι τόσο η πρόθεση του Στρατή, όσο η φάτσα του, ότι δηλαδή είναι και αυτός μελαχρινός. Οι ξανθοί, τόχω καταλάβει, δεν τους γουστάρουν τους νότιους. Γι αυτό και δεν μας πολυμιλούν. Ίσως και να το κάνουν επειδή είναι ψυχροί και ανάποδοι. Οι μελαχρινοί όμως μας πιάνουν κουβέντα με ικανοποίηση.
Σήμερα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Αμβούργου πετύχαμε ένα Έλληνα μετανάστη και μας έπιασε την κουβέντα. Πιστεύω ότι έκανε βόλτες στο σταθμό για να μιλά με Έλληνες ταξιδιώτες και να μαθαίνει νέα. Δεκαπέντε χρόνια στη Γερμανία και δεν έχει μαζέψει, όπως έλεγε, κάμποσα λεφτά για να σηκωθεί να φύγει. Περιμένει να αυξηθεί η αποζημίωση για τους μετανάστες που εγκαταλείπουν τη Γερμανία για να γυρίσει πίσω. Έχει τέσσερα χρόνια να πάει στην Ελλάδα. Μου φάνηκε (και ήταν) πολύ απογοητευμένος από τη ζωή του στην ξένη χώρα. Στη δουλειά που είναι παίρνει γύρω στα 1000 μάρκα, που νομίζω δε θα του περισσεύει τίποτε από αυτά. Στην Ελλάδα να ήταν δε θα του έφταναν, φαντάσου στη Γερμανία. Αυτός πάντως πίστευε ότι με 20.000 δραχμές στην Ελλάδα θα καλοπέρναγε, εγώ του έλεγα όχι. Φύγαμε και τον αφήσαμε στην τύχη του.
Στο Αμβούργο κυκλοφορούσαμε με το μετρό. Φυσικά δεν πληρώναμε καθόλου μα είχαμε συνεχώς το φόβο. Από τότε που στη Βιέννη κινδυνέψαμε να πιαστούμε, φοβόμαστε και γι αυτό προσέχομε πολύ κάθε φορά που μπαίνομε στο τρένο. Αφού λέγαμε ότι καλύτερα θα ήταν να πληρώναμε εισιτήριο (τώρα βέβαια θα είχαμε 3, 4 κατοστάρικα λιγότερα) προκειμένου να μην έχομε αυτό το φόβο και το άγχος. Τώρα είναι αργά και δε σηκώνει να πάμε να δούμε την πόλη. Θα κάνω ένα μπάνιο και ίσως πάω για ύπνο.
Έκανα το μπάνιο και συνεχίζω να γράφω εδώ, μια και δεν έχω τίποτε άλλο να κάνω. Νυστάζω βέβαια μα θα κάτσω λίγο ακόμη.
Νομίζω ότι μπορώ τώρα να κάνω λίγες συγκρίσεις τούτου του ταξιδιού με το περσινό. Σε τούτο προστέθηκαν δυο βασικά πράγματα: ο Στρατής και η πείρα που έχομε από το προηγούμενο. Και τα δυο για μένα είναι θετικά. Η πείρα μας κάνει πιο άνετο το ταξίδι και χωρίς απρόσμενες δυσκολίες. Φοβάμαι όμως ότι χωρίς δυσκολίες θα καταντήσει ανιαρό.
Η πείρα, για παράδειγμα, μας έκανε να μην πάμε στην Πράγα. Μια περιπέτεια όμως στην Πράγα θα τη θυμόμασταν σε όλη τη ζωή μας, όπως πέρσι στη Ρώμη (που κοιμηθήκαμε στο δρόμο δύο βραδιές), στο Βελιγράδι και αλλού. Τώρα όπου πάμε, πάμε στα σίγουρα. Και όπου υποψιαζόμαστε κακοπέραση δεν πάμε καθόλου. Καλά είναι όμως κι έτσι. Και στο κάτω-κάτω στην αρχή του ταξιδιού είμαστε. Έχομε ακόμη τρεις εβδομάδες. Μέχρι τότε μπορεί να έχομε πάθει μεγάλες πλάκες.
Ένα άλλο πράγμα που βρίσκω διαφορετικό σε αυτό το ταξίδι είναι ότι ο Γιώργος δεν κάνει και πολλά καμάκια. Του έχει φύγει η όρεξη; Δε βρίσκει προσβάσεις; Πέρυσι θυμάμαι μαλώναμε συχνά και ήταν το πολύ καμάκι η αιτία. Τώρα σχεδόν καθόλου δε μαλώνουμε. Μια χαρά τα πάμε. Ενώ τώρα δε θα με ένοιαζε να ψέκαζε και λίγο. (ψεκάζω στην αργκό της παρέας μας σήμαινε: κάνω καμάκι) Θα τον βοηθούσα κι εγώ. Επίσης, πέρυσι δεν τα βρίσκαμε ακόμη και σε ποιο μέρος θα κάναμε τη βόλτα μας. Τώρα κανένα τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει. Τι άλλαξε; Εμείς;
Στην ουσία όμως το ταξίδι είναι ίδιο. Τα ουσιαστικά στοιχεία δεν άλλαξαν. Α, ξέχασα πιο πριν να γράψω ότι φέτος δεν πεινάμε. Τουλάχιστον μέχρι τώρα. Αυτά περί αυτών.
Άρχισα ήδη να στέλνω κάρτες σε διάφορους φίλους και συγγενείς. Έχω στείλει πέντε, έχω έτοιμη και μια έχτη. Αυτά για σήμερα.
13/4/1982 (20:00)
Από το πρωί στις 09:30 τριγυρίζαμε στην Κοπεγχάγη, ως τις 4 το απόγευμα περίπου. Μια χαρά πόλη είναι. Με τα όλα της. Είναι όμως πολύ ακριβή. Δεν είναι για Έλληνες τουρίστες σαν εμάς. Πρέπει να κρατάς πολύ παραδάκι. Μπήκαμε σε ένα μαγαζί πάντως και αγοράσαμε φαγώσιμα για τις ανάγκες μας. Κονσέρβες, γάλα και ψωμί. Έτσι σήμερα έχομε φάει καλά.

Είμαστε πολύ τυχεροί με τον καιρό, αφού έλιαζε όλη μέρα και το κρύο δεν ήταν τόσο τσουχτερό. Πήγαμε και σε κείνη την γκόμενα που είναι καθισμένη σε ένα βράχο στα βρώμικα από τις βιομηχανίες νερά της θάλασσας. Σαν γκόμενα δεν αξίζει και πολλά. Στ’ αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω τι της βρίσκουν και έχει γίνει τόσο διάσημη. Ο κόσμος της έβγαζε φωτογραφίες. Εγώ βέβαια όχι, ίσως μόνο και μόνο επειδή σε αυτή την εκδρομή δεν κρατώ τη φωτογραφική μου μηχανή. Έτσι πραγματικά έχω απαλλαγεί από τον μπελά του να θέλω κάθε λίγο να τραβώ φωτογραφίες. Και με αυτό το κρύο θα ήταν οδυνηρό. Κρατά ο Γιώργος μα και αυτός σπάνια βγάζει.
Τελικά και ο Γιώργος και ο Στρατής έμειναν και μια δεύτερη βραδιά εδώ στην πόλη. Έτσι αύριο θα φύγομε όλοι μαζί για το Μάλμοε. Εκεί βλέπομε τι θα γίνει, γιατί ο Γιώργος έχει μια παλιά γνωστή και αν θέλει να μείνει εκεί μαζί της κάμποσες μέρες, εγώ δεν έχω όρεξη να μείνω περισσότερες από μια, δυο.
Κατά τις 4 το απόγευμα πήραμε το τρένο και πήγαμε βόρεια σε μια μικρή πόλη, το Χέλσιγκορ. Κάναμε βόλτα μια ώρα και φύγαμε. Κι αν είχε τίποτα το εξαιρετικό εκεί, εμείς δε το είδαμε. Πιο πολύ άξιζε η όμορφη διαδρομή. Πολύ κοντά, απέναντι, φαινόταν η Σουηδία.

Τώρα είμαι κουρασμένος μα δεν πάω να ξαπλώσω, για να κοιμηθώ νωρίς το βράδυ.
Κάθομαι τώρα σε κάτι καρέκλες στο Youth Hostel και τη βρίσκω γράφοντας, πίνοντας καφέ και στρίβοντας τσιγαράκι. Αυτό που με ενοχλεί λίγο είναι μια παρέα παλιοαμερικάνοι που χαζογελάνε και φωνάζουν εδώ δίπλα. Δεν τους χωνεύω καθόλου. Όταν είναι στην Ελλάδα μου φαίνεται μας δίνουν πιο πολύ σημασία. Δηλαδή αλλάζει κάπως η ψυχολογία τους, ανάλογα με το αν βρίσκονται στην πατρίδα μου ή όχι. Ίσως εκείνοι να το σκέφτονται και συμφεροντολογικά: Στην Ελλάδα όπως και να το κάνομε έχουν κάπως την ανάγκη μου, να τους βοηθήσω ίσως, μια και είμαι ντόπιος. Εδώ όμως, θα προτιμήσουν να γνωρίσουν κανένα Δανό ή να τη βρουν μόνοι τους.