travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
Τελευταίο μέρος της περιγραφής του ταξιδιού μας.
Θα έχετε καταλάβει ότι το ταξίδι που διαβάσατε ήταν γραμένο εκείνη την εποχή. Υπενθυμίζω ότι μόνο τα πλάγια γράμματα είναι σύγχρονες προσθήκες.
Σήμερα το τελευταίο μέρος γίνεται λίγο πιο προσωπικό. Σκέφτηκα να αφαιρέσω το συγκεκριμένο κομμάτι (θα καταλάβετε διαβάζοντας τι εννοώ) αλλά σας νιώθω λίγο ως φίλους και ας μη γνωρίζω καθόλου τους περισσότερους.
24/4/1982 (16:00)
Είμαστε στο τρένο και σε μια δυο ώρες θα φτάσουμε στο Βερολίνο. Εμείς βέβαια θα πάμε μόνο στο Δυτικό. Τώρα μου ήρθε η ιδέα, να προσπαθήσω παίρνοντας από κάπου βίζα, να πάω και στο Ανατολικό. Θα δούμε τι μπορεί να γίνει.
Βρισκόμαστε στο έδαφος βέβαια της Ανατολικής Γερμανίας. Μερικές διαφορές από την Δυτική Γερμανία που μπορώ να δω είναι: Τα αυτοκίνητα που βλέπω έξω είναι μικρά και όχι από διάσημες μάρκες. Μια άλλη διαφορά είναι ότι τα σπίτια φαίνονται πιο παλιά και όχι τόσο περιποιημένα όπως στη Δυτική. Και τα δύο αυτά είναι χαρακτηριστικά των Ανατολικών χωρών.
Σήμερα πρωί-πρωί φτάσαμε στο Αννόβερο από την Κοπεγχάγη. Εγώ αγόρασα ένα ρολόι Citizen για τον αδερφό μου με 84 μάρκα. Είχα σκοπό να πάρω και ένα καλό κομπιουτεράκι, αλλά ήταν πολύ ακριβό και δεν το πήρα.
Το κομπιουτεράκι που ήθελα να πάρω ήταν ένα Texas, TI50. Το χρησιμοποιούσαν πολύ συμφοιτητές μας και το ήθελα. Πάμε λοιπόν σε ένα μαγαζί και του ζητάμε ένα κομπιουτεράκι Texas. Μας ρωτά ποιο μοντέλο θέλουμε και του λέμε επί λέξει: Τι Άι πενήντα. Αυτός μας κοίταζε περίεργα: What is this? Εμείς του επαναλαμβάνουμε: Τι Άι πενήντα. Πάλι δεν κατάλαβε. Επί τέλους καταλάβαμε εμείς και του το είπαμε κατανοητά: Τι Άι φίφτυ. Μας είπε την τιμή και φύγαμε. Τόσο έκανε και στην Ελλάδα.
24 Απριλίου 1982 (7:53:8) απόγευμα
Τώρα φορώ το ρολόι που πήρα για τον αδερφό μου, και αυτό το νόημα έχει η πλήρης αναγραφή της ώρας πιο πάνω.
Είμαι στο Βερολίνο (το Δυτικό), στην πόλη των τρελών. Και σε άλλες πόλεις έβλεπα ηλίθιες φάτσες (συνήθως φαίνονταν έτσι από το μεθύσι) μα εδώ είναι πάρα πολλές. Ίσως να έπεσα και σε τέτοια συνοικία που το έχει, να είναι πολλές άσχημες φάτσες.
Πάντως μέσα στο Youth hostel που είμαι τώρα, έχει πολλά ωραία κοριτσάκια. Είναι μικρά όμως και δεν είναι εύκολες οι προσβάσεις. Μια και μίλησα για καμάκι, αναφέρω ότι ο Γιώργος, κατά παράδοξο τρόπο, δεν έχει κάνει σ' αυτή την εκδρομή πολλά καμάκια. Πως και το έπαθε;
Στη Σκανδιναβία είχε πολλούς μεθυσμένος. Παντού έπεφτες σε θεοκούζουλους από το μεθύσι. Τους λυπάμαι αυτούς τους ανθρώπους, τους βλέπεις και ζητιανεύουν για να πιουν. Και καθώς πρέπει όμως άνθρωποι με κουστούμια και γραβάτα βλέπεις να κάνουν βλακείες από την επίδραση του πιοτού.
Και στην Ελλάδα μεθάνε οι άνθρωποι, μα πηγαίνουν με παρέα και τα πίνουνε. Και αυτό δείχνει το αντίθετο από ό,τι δείχνει εδώ πέρα. Δηλαδή ότι οι άνθρωποι εδώ νιώθουν μοναξιά. Το θεωρώ ηλίθιο να μπαίνουν, ας πούμε, στο τρένο και μέσα σε πέντε, έξι ώρες του ταξιδιού τους να κατεβάζουν 5, 6 μπουκάλια με οινόπνευμα διαφόρων ειδών. Τι να πεις; Τουλάχιστο στη Σκανδιναβία έχουν δεκάδες αστυνομικούς συνεχώς να περιπολούν. Σε όλους τους δρόμους το βλέπεις καθαρά. Και μάλλον προσέχουν εκτός των άλλων και τους μεθυσμένους. Εδώ στη Γερμανία όμως δεν βλέπω πολλούς αστυνομικούς.
Δεν ξέρουμε ακόμη πόσο θα καθίσουμε στο Βερολίνο. Πρέπει να μην είναι πάντως και τόσο δύσκολο να πάμε για μερικές ώρες στο Ανατολικό. Θα το ρωτήσουμε. Είναι κρίμα να έρθουμε ως εδώ και να μην το επισκεφτούμε.
Προσωρινά έχουμε κλείσει δωμάτιο εδώ για ένα βράδυ. Είναι και ακριβά: κάπου 15 μάρκα. Δηλαδή 400 δρχ.
Αρχίσαμε πάλι να κυκλοφορούμε τσάμπα με το μετρό. Το Youth hostel που μένουμε δεν είναι στο κέντρο της πόλης, αλλά δεν είναι και πολύ έξω. Άλλωστε το Βερολίνο είναι τόσο μεγάλο, ακόμη και κομμένο στα δύο.
25 Απριλίου 1982, οχτώ το βράδυ
Καλησπέρα. Μην κλαις απόψε που σε πάλι μοναχός,
εσύ τη διάλεξες ετούτη τη ζωή
κι αν τώρα θες πολύ ν’ αλλάξεις δρόμο
προχώρα, πίσω να κάνεις δεν μπορείς.
Αυτούς τους στίχους είχα γράψει πριν μερικούς μήνες (το ποίημα έχει και άλλους, αυτούς μόνο θυμάμαι). Από τότε που τους έγραψα, πολύ συχνά τους τραγουδώ με κάποιο ρυθμό. Πολλές φορές όταν νιώθω βέβαια μόνος. Και τώρα έτσι νιώθω. Για να λένε την αλήθεια είμαι κιόλας. Αυτό πάντως δε σημαίνει ότι θα ήθελα και παρέα. Γουστάρω μόνος. Τώρα. Όχι και κάθε ώρα.
Πριν από λίγο τσατίστηκα με τον Γιώργο, για κάτι εντελώς ασήμαντο. Εκείνος έχει πάει για βόλτα στην πόλη. Θα πήγαινα μαζί του, αν και δεν είχα καθόλου όρεξη, αλλά μετά από το τσάτισμα προτίμησα να μην πάω, όχι τόσο για να μην είμαι μαζί του και εκνευρίζομαι, μα περισσότερο επειδή αποφάσισα να κάνω αυτό ακριβώς που θέλω.
Και νάμαι τώρα στο Τίεργκαρντεν του Βερολίνου, σε ένα άνετο παγκάκι, τριγυρισμένος από δέντρα και μία λιμνούλα με πάπιες μπροστά μου. Νιώθω περίφημα. Δεν θέλω τίποτα πιο πολύ, μόνο που αρχίζει να βραδιάζει και δεν θα είναι ωραία σε λίγο. Δε σκάω. Προς το παρόν εδώ είναι πολύ ωραία. Ησυχία και ομορφιά. Δεν είμαι κουρασμένος, δεν νυστάζω, δεν διψώ, δεν κρυώνω, έχω τσιγάρα, είμαι άνετος. Καλά να είναι ο Γιώργος που πήγε αλλού. Αν ήταν εδώ θα ήθελε να πάει αλλού, όταν εγώ είχα όρεξη να μείνω εδώ.
Ας γράψω λοιπόν καμία ιστορία, ώσπου να πλακώσει το σκοτάδι. Σήμερα το πρωί με το Γιώργο, γυρίσαμε όλο το Τίεργκαρντεν με τα πόδια. Είναι πολύ ωραίο πάρκο. Τα αίσχη αρχίζουν στα ανατολικά του, που είναι και η πύλη του Μαγδεμβούργου. Ακριβώς σε εκείνο το σημείο χωρίζεται το Ανατολικό από τον Δυτικό Βερολίνο. Βλέπεις στρατιώτες, φρουρούς, απαγορευτικές πινακίδες, κάγκελα, τοίχους και από κάθε μεριά η πόλη κομμένη.
Οι άνθρωποι που μέχρι το πόλεμο ήταν γείτονες, τώρα τους χωρίζει εκτός από το τείχος, δύο διαφορετικά κράτη, δύο ιδεολογίες, δύο συστήματα. Τα σπίτια τους απέχουν λίγα μέτρα. Η ζωή τους χιλιόμετρα. Για να πάει ο ένας στον άλλον να ζητήσει κρεμμύδια, όπως παλιά, θέλει βίζες, ελέγχους, διαβατήρια, ιστορίες. Και αν τον αφήσουν τελικά. Μάλλον το φαγητό θα είναι άνοστο χωρίς κρεμμύδια. Αφού χώρισαν το λαό και τη χώρα στα δύο, τι διάολο ήθελαν να χωρίσουν και την πόλη; Και έτσι οι Δυτικοί είναι μαντρωμένοι και για να πάνε μία εκδρομή στην εξοχή, έρχονται στο Τίεργκαρντεν και τους βλέπεις στο γρασίδι και στα δέντρα να ψήνουν το φαΐ τους και να κάθονται κάτω να τρώνε λες και η κουζίνα του σπιτιού τους δεν είναι ένα χιλιόμετρο πιο πέρα.
Αυτή τη βόλτα στην Πύλη του Μαγδεμβούργου τη θυμάμαι κυρίως γιατί θυμάμαι το όνομα του δρόμου που περνά από εκεί: Unter den Linden Strasse, δηλαδή: Οδός υπό τας Φιλύρας. Εννοείται ότι μου το έμαθε ο Γιώργος με τα καλά Γερμανικά που γνώριζε.
Εμείς αύριο θα πάμε στο ανατολικό μέρος της πόλης, όσες διαδικασίες και αν θέλει. Και μάλλον από εκεί κατευθείαν στην Πράγα.
Εγώ από κάθε πόλη σχεδόν που πηγαίνουμε, στέλνω φωτογραφίες στους φίλους και συγγενείς μου στην Ελλάδα. Τις πιο πολλές πάντως τις έχω στείλει στον αδερφό μου. Οι κάρτες και εδώ είναι πανάκριβες. Στη Γερμανία κάνουν 10 με 15 δρχ η μία, αλλά στη Σκανδιναβία από 15 μέχρι 20 δρχ.
26 Απριλίου 1982, μεσάνυχτα
Είμαστε στο Ανατολικό Βερολίνο και σε λίγο φεύγουμε για Πράγα, αν δεν μας πετάξουν έξω από το τρένο. Σήμερα ήταν μία λίγο περιπετειώδης μέρα και θα ακολουθήσει μία περισσότερο περιπετειώδης νύχτα. Κατά τις 12 το μεσημέρι μπήκαμε στο Ανατολικό Βερολίνο, μετά από ένα μικρό έλεγχο. Ρωτήσαμε, και επειδή είχαμε βίζα για Τσεχοσλοβακία δεν χρειαζόταν σχεδόν τίποτα για να διασχίσουμε μέσα στη σημερινή μέρα την Ανατολική Γερμανία και να πάμε στη Πράγα.
Νιώθω πολύ τυχερός που έχω επισκεφτεί το Α. και Δ. Βερολίνο την εποχή του τείχους. Μάλιστα έζησα και την διαδικασία της μετακίνησης από το ένα στο άλλο, βλέποντας τους ντόπιους ηλικιωμένους με τις τσαντούλες τους να περνάνε. Αυτά που περιγράφω παρακάτω για τα χρήματα που ζητούσαν ήταν μια «τραγωδία» που τη ζήσαμε και στο Α. Βερολίνο και στην Τσεχοσλοβακία. Ποτέ δε γνώριζες ποιας χώρας το νόμισμα θα σου ζητήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να την πατήσουμε μερικές φορές.
Ήρθαμε λοιπόν στο σταθμό των τρένων για Πράγα, ρωτήσαμε πόσο κάνει το εισιτήριο. Μας απάντησε ο υπάλληλος και πήγαμε και αλλάξαμε χρήματα. Αλλάξαμε όσα μάρκα ανατολικά χρειαζόταν γι αυτό και ορισμένα ακόμα τα οποία ξοδέψαμε σε φαγητό και σε διάφορα άλλα.
Στην αρχή, εκεί στο σταθμό που ήμασταν, δεν ήταν καθόλου ωραία περιοχή και ήμασταν απογοητευμένοι από την ασχήμια, νομίζοντας ότι αυτή ήταν όλη κι όλη η πόλη (επειδή νομίζαμε ότι ήμασταν στο κέντρο). Πήγαμε όμως στην περιοχή Αλεξάντερ και εκεί ήταν πολύ ωραία. Στο δρόμο συναντήσαμε κάποιον που μας αλλάζετε μάρκα ανατολικά, δίνοντάς μας τρεις φορές περισσότερα από ό,τι η τράπεζα. Δεν αλλάξαμε όμως γιατί δε μας χρειάζονταν.
Θυμάμαι ότι κάτσαμε και φάγαμε από ένα γλυκό σε ένα ωραίο αλλά με χαμηλό φωτισμό μαγαζί. Είδαμε όμως ότι υπάρχουν και καλοντυμένοι άνθρωποι και χαρούμενοι. Όλη μέρα μόνο κακόκεφους και φτωχικούς γερμανούς βλέπαμε.
Κατά τις 11 το βράδυ πήγαμε στο σταθμό να βγάλουμε το εισιτήριο και μας λένε ότι πρέπει να πληρώσουμε σε μάρκα Δυτικής Γερμανίας. Εμείς όμως τέτοια δεν έχουμε πολλά και αποφασίσαμε να μπούμε στο τρένο και ας γίνει ό,τι γίνει.
Τελικά όμως ανακαλύπτουμε πως ο σταθμός που ήμασταν δεν είναι ο σωστός και κακήν κακώς πριν λίγο μεταφερθήκαμε στο σωστό σταθμό. Καθόμαστε τώρα λίγο, μέχρι να περάσει η ώρα. Το άσχημο είναι ότι θα μας ζητήσουν μάρκα Δυτικής Γερμανίας για το εισιτήριο οι ανατολικογερμανοί και οι τσεχοσλοβάκοι μπαίνοντας στη χώρα τους.
Για κάθε μέρα στη Τσεχοσλοβακία ακούσαμε ότι θέλουν 25 μάρκα και εμείς λέμε να καθίσουμε δύο μέρες. Έτσι συνολικά θέλει ο καθένας μας μαζί με το εισιτήριο 80 μάρκα και εμείς έχουμε 25. Βέβαια έχουμε δολάρια αν θέλουν, αλλά να δούμε τι διάολο θα γίνει. Και τι θα αποκάνουμε με τα μάρκα ανατολικής Γερμανίας δεν ξέρω. Δεν πειράζει όμως. Τι θα μας κάνουν; Το πολύ-πολύ να μας στείλουν στη Σιβηρία! Μα είναι βλάκες οι ανατολικοί; Τι δουλειά έχουν τα δυτικά μάρκα στο εισιτήριο τρένου ανατολικών χωρών; Μήπως επειδή είμαστε τουρίστες; Μάλλον.
Το Ανατολικό Βερολίνου δεν είναι και τόσο άσχημο, όσο μας φάνηκε την πρώτη ώρα που βγήκαμε από το σταθμό για να κάνουμε βόλτα. Πραγματικά τότε, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως θα περάσουν δώδεκα ώρες αναμονής σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Τελικά δεν περάσαμε και τόσο άσχημα. Κι αν είχαμε αλλάξει και λίγα λεφτά παραπάνω, θα περνούσαμε καλύτερα. Και αυτό γιατί εδώ τα πράγματα είναι πιο φθηνά. Ειδικά τα φαγητά. Φαντάσου να αλλάζαμε και λεφτά στη μαύρη αγορά, θα ήταν τσάμπα.
Η όψη πάντως του Ανατολικού Βερολίνου διαφέρει αρκετά από του Δυτικού. Εδώ συναντάς πιο σοβαρούς ανθρώπους, ένα σωρό αστυνομικούς, όλα τα αυτοκίνητα είναι πολύ μικρά και γενικά έχει τα χαρακτηριστικά όλων των πόλεων της ανατολικής Ευρώπης. Η μόνη από αυτές τις πόλεις που διασώζεται, είναι ίσως η Βουδαπέστη, από όσες βέβαια έχω δει.
27 Απριλίου 1982, τέσσερις το απόγευμα
Τελικά δεν μας πέταξαν από το τρένο, δε μας έστειλαν στη Σιβηρία, δεν μας έκαναν σουβλάκια για τους πεινασμένους κουμουνιστές. Είμαστε ολόκληροι και μάλιστα στη Πράγα. Πληρώσαμε σε ένα ωραίο κορίτσι (ήταν ελεγκτής στο τρένο) το εισιτήριο της διαδρομής ως τα σύνορα σε μάρκα ανατολικής Γερμανίας και από εκεί ως την Πράγα σε μάρκα Δυτικής Γερμανίας. αφού δεν είχαμε τσέχικα.
Θα γράψω και άλλα για σήμερα, αλλά αργότερα, γιατί τώρα δεν με βολεύει.
28 Απριλίου 1982, οχτώ το πρωί
Η Πράγα είναι αρκετά ωραία πόλη. Θα γράψω τα χθεσινά γεγονότα τώρα. Για κάθε μέρα που θα μείνομε στην Τσεχοσλοβακία, είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάζομε περίπου δωδεκάμισι δολάρια ή 30 μάρκα. Έτσι εμείς αλλάξαμε 25 δολάρια ο καθένας. Μετά πήγαμε σε ένα τουριστικό γραφείο και κλείσαμε δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Θα έπρεπε να πάμε εκεί μετά τις πέντε το απόγευμα, και τότε ήταν εννέα το πρωί ακόμα. Έτσι αφήσαμε τα πράγματά μας στο σταθμό και αρχίσανε τις βόλτες.
Πήγαμε σε κάτι δενδρόφυτους λόφους της πόλης και ήταν περίφημα. Όμως εγώ δεν είχα κοιμηθεί καλά όλο το βράδυ στο τρένο και δεν είχα και πολύ όρεξη. Κατά τις τρεις μας την έπεσαν και δυο μαυραγορίτες και αλλάξαμε 70 δολάρια και οι δυο μαζί. Με την αλλαγή που κάναμε στην τράπεζα κάθε κορώνα μας ερχόταν 6 δρχ ενώ με τη μαύρη γινόταν 2,50 δραχμές. Αρκετά καλή τιμή.
Έτσι κάναμε σχέδια για να αγοράσουμε διάφορα πράγματα με τα τόσα λεφτά που πήραμε.
Ήρθαμε στις 5:30 στο ξενοδοχείο και αντί για κτήριο βλέπουμε κάτι μεγάλα βαρέλια σκόρπια σε ένα κήπο. Σε ένα τέτοιο βαρέλι μείναμε. Έχει την πλάκα του αλλά είναι πολύ κρύο το δωμάτιο γιατί δεν θερμαίνεται. Κάθε βαρέλι έχει δύο κρεβάτια. Δεν είναι και πολύ άνετα αλλά είναι συμπαθητικά. Άλλωστε μας κοστίζει 60 κορώνες στον κάθε ένα, τι θέλαμε, πολυτέλειες;
Εγώ μόλις μπήκα μέσα στο βαρέλι, άρχισα να περιεργάζομαι τα λεφτά που μας έδωσαν οι μαυραγορίτες. Ήταν 1750 κορώνες. Ήταν τρία χαρτονομίσματα των 500 και τα άλλα ήταν ψιλά. Παρατηρώ ότι τα πεντακοσάρικα είχαν γραμμένη τη λέξη SPECIMEN με πολύ μικρές τρυπίτσες και μου φάνηκε περίεργο, γιατί πρώτη φορά έβλεπα τρύπες πάνω σε νόμισμα. Δηλαδή γιατί να έχουν τρύπες; Το λέω στον Γιώργο και κοιτάζοντας αυτός βλέπει χρονολογία έκδοσης 1941, που σημαίνει ότι τα τρία πεντακοσάρικά είναι άκυρα και οι μαυραγορίτες μας ψέκασαν κανονικά. Τα άλλα ψιλά ήταν εντάξει. Επίσης SPECIMEN σημαίνει δείγμα. Πως την πάθαμε έτσι και χάσαμε τόσα λεφτά, δεν μπορώ να καταλάβω.
Από εκείνη τη στιγμή χάσαμε την όρεξη μας και οι δύο. Τώρα και να πετύχουμε αυτούς τους τύπους, δεν μπορούμε να τους κάνουμε τίποτα. Να τους δείρομε, να τους πάμε στην αστυνομία; Βλακείες! Πάντως εγώ χθες βράδυ στο βαρέλι είχα κάτι νύστες και ξάπλωσα στις εφτά και ξύπνησα σήμερα το πρωί. Εγώ λέω να αλλάξω πάλι λεφτά στη μαύρη και να ψωνίσω αυτά που είχα σκοπό.
Λέγαμε να φύγουμε σήμερα το βράδυ για την Ελλάδα, αλλά δεν έχουμε όρεξη να καθίσουμε πιο πολύ εδώ και γι αυτό ίσως φύγουμε νωρίτερα. Θα δούμε.
28/4/1982 (21:00)
Τελικά οι Τσέχοι μόνο που δεν μας ……... Είχαμε εισιτήριο ως τα σύνορά τους με την Αυστρία, αλλά δεν είχαμε κλείσει θέση. Για το ρεζερβέ έπρεπε να πληρώσουμε επιπλέον τέσσερις κορώνες, δηλαδή τίποτα, αλλά ήταν υποχρεωτικό και γι' αυτό μας έβαλαν πρόστιμο 40 φορές επιπλέον στον καθένα. Εμείς όμως δεν είχαμε κορώνες και μας άλλαξε αυτός ο υπάλληλος του τρένου δολάρια. Με την αλλαγή που μας έκανε, μας ήρθε γύρω στις 13 δραχμές κάθε κορώνα. Οι παλιοκλέφτες.
Με το τρένο φύγαμε στις τρεις το απόγευμα από τη Πράγα και σε λίγο θα φτάσουμε στη Βιέννη. Εν τω μεταξύ με τα λεφτά που είχαμε, αγοράσαμε κάτι πράγματα, κυρίως φαγώσιμα, από την Πράγα. Εγώ πήρα και δυο ρακέτες για πινγκ πονγκ με 120 κορώνες. Φαίνονται καλές.
28 Απριλίου 1982, 11:15 το βράδυ
Σήμερα παρ’ όλες τις ατυχίες στα οικονομικά, φανήκαμε τυχεροί στο να προφταίνουμε τα τρένα. Στην Πράγα ήμασταν σε λάθος σταθμό και τρέξαμε με τα πράγματα στα χέρια στο σωστό σταθμό, όπου φτάσαμε έξι λεπτά πριν φύγει το τρένο, που όμως είχε καθυστέρηση πέντε λεπτών. Και πριν από λίγο στη Βιέννη φτάσαμε στο σωστό σταθμό τέσσερα, πέντε λεπτά πριν φύγει το τρένο για το Ζάγκρεμπ. Και από εκεί βέβαια θα πάμε στη Αθήνα. Όμως εδώ στο τρένο δεν βολευτήκαμε καλά, γιατί έχει κόσμο. Πιστεύω στην πρώτη στάση να βρούμε κάποιο άδειο κουπέ.
29 Απριλίου 1982, εφτάμιση το πρωί
Θα τους πάρει και θα τους σηκώσει και τους Γιουγκοσλάβους. Τώρα είμαστε στο Ζάγκρεμπ, σε ένα βαγόνι, αυτό με το οποίο ξεκινήσαμε από τη Βιέννη, που είναι εντελώς μόνο. Δηλαδή δεν έχει κανένα βαγόνι ούτε μπροστά ούτε πίσω. Ούτε μηχανή. Τίποτα. Μόνο κάμποσους ανθρώπους. Και περιμένουμε εδώ, πάνω από μία ώρα, και ο θεός ξέρει για πόσο ακόμα. Μάλλον θα περιμένει το βαγόνι μας κάποιο άλλο τρένο για να του κολλήσει και να συνεχίσει, ίσως μέχρι την Αθήνα.
Στο τρένο από την Πράγα για τη Βιέννη είχαμε παρέα δύο κάπως ευχάριστους τύπους: την Χέιζελ από την Σκωτία, που ζει στο Δ. Βερολίνο και τον Larry από την Αμερική. Αυτή τη στιγμή φεύγουμε με το τραίνο. Πολύ πιθανό να τους ξαναδούμε το καλοκαίρι στην Κρήτη που θα έρθουν, χωριστά ο καθένας. Τελικά το τρένο ξαναγύρισε πίσω και σταμάτησε. Δεν ξέρω τι διάολο έχει σκοπό να κάνει. Το άσχημο είναι ότι πλάκωσε και κόσμος.
Ας αφήσω όμως τα ηλίθια συστήματα των Γιουγκοσλάβων και ας πω και τίποτα από τα δικά μου. Γυρίζουμε τελικά στην Ελλάδα τέσσερις, πέντε μέρες νωρίτερα από ό,τι υπολόγιζα και αυτό οφείλεται στο ότι καθίσαμε λιγότερες ημέρες στη Σκανδιναβία από όσες σκεφτόμασταν. Και μείναμε λιγότερο γιατί δεν καθίσαμε να προγραμματίσουμε καθόλου πόσες μέρες χρειαζόμασταν για τον γυρισμό. Αυτά για τώρα. Πάντως το τρένο τώρα έχει ξεκινήσει και προχωρά κανονικά.
30 Απριλίου 1982, οχτώ το βράδυ
Αθήνα: φτάσαμε τελικά σ’ αυτή την πόλη. Και μάλιστα με μεγάλη μας χαρά. Αν και σκεφτόμουν να φύγω σήμερα κιόλας για την Κρήτη, επειδή ήμουν κουρασμένος το άφησα μάλλον για αύριο. Πριν τέσσερις ώρες πατήσαμε σε ελληνικό χώμα και μάλιστα αθηναϊκό. Από την Πράγα μέχρι την Αθήνα είχαμε 48 ώρες συνεχώς μέσα στο τρένο, εκτός από τη Βιέννη που σταματήσαμε για μιάμιση ώρα. Διάφορα άλλα για την εκδρομή θα γράψω αργότερα εδώ ή αλλού.
Θα έχετε καταλάβει ότι το ταξίδι που διαβάσατε ήταν γραμένο εκείνη την εποχή. Υπενθυμίζω ότι μόνο τα πλάγια γράμματα είναι σύγχρονες προσθήκες.
Σήμερα το τελευταίο μέρος γίνεται λίγο πιο προσωπικό. Σκέφτηκα να αφαιρέσω το συγκεκριμένο κομμάτι (θα καταλάβετε διαβάζοντας τι εννοώ) αλλά σας νιώθω λίγο ως φίλους και ας μη γνωρίζω καθόλου τους περισσότερους.
24/4/1982 (16:00)
Είμαστε στο τρένο και σε μια δυο ώρες θα φτάσουμε στο Βερολίνο. Εμείς βέβαια θα πάμε μόνο στο Δυτικό. Τώρα μου ήρθε η ιδέα, να προσπαθήσω παίρνοντας από κάπου βίζα, να πάω και στο Ανατολικό. Θα δούμε τι μπορεί να γίνει.
Βρισκόμαστε στο έδαφος βέβαια της Ανατολικής Γερμανίας. Μερικές διαφορές από την Δυτική Γερμανία που μπορώ να δω είναι: Τα αυτοκίνητα που βλέπω έξω είναι μικρά και όχι από διάσημες μάρκες. Μια άλλη διαφορά είναι ότι τα σπίτια φαίνονται πιο παλιά και όχι τόσο περιποιημένα όπως στη Δυτική. Και τα δύο αυτά είναι χαρακτηριστικά των Ανατολικών χωρών.
Σήμερα πρωί-πρωί φτάσαμε στο Αννόβερο από την Κοπεγχάγη. Εγώ αγόρασα ένα ρολόι Citizen για τον αδερφό μου με 84 μάρκα. Είχα σκοπό να πάρω και ένα καλό κομπιουτεράκι, αλλά ήταν πολύ ακριβό και δεν το πήρα.
Το κομπιουτεράκι που ήθελα να πάρω ήταν ένα Texas, TI50. Το χρησιμοποιούσαν πολύ συμφοιτητές μας και το ήθελα. Πάμε λοιπόν σε ένα μαγαζί και του ζητάμε ένα κομπιουτεράκι Texas. Μας ρωτά ποιο μοντέλο θέλουμε και του λέμε επί λέξει: Τι Άι πενήντα. Αυτός μας κοίταζε περίεργα: What is this? Εμείς του επαναλαμβάνουμε: Τι Άι πενήντα. Πάλι δεν κατάλαβε. Επί τέλους καταλάβαμε εμείς και του το είπαμε κατανοητά: Τι Άι φίφτυ. Μας είπε την τιμή και φύγαμε. Τόσο έκανε και στην Ελλάδα.
24 Απριλίου 1982 (7:53:8) απόγευμα
Τώρα φορώ το ρολόι που πήρα για τον αδερφό μου, και αυτό το νόημα έχει η πλήρης αναγραφή της ώρας πιο πάνω.
Είμαι στο Βερολίνο (το Δυτικό), στην πόλη των τρελών. Και σε άλλες πόλεις έβλεπα ηλίθιες φάτσες (συνήθως φαίνονταν έτσι από το μεθύσι) μα εδώ είναι πάρα πολλές. Ίσως να έπεσα και σε τέτοια συνοικία που το έχει, να είναι πολλές άσχημες φάτσες.
Πάντως μέσα στο Youth hostel που είμαι τώρα, έχει πολλά ωραία κοριτσάκια. Είναι μικρά όμως και δεν είναι εύκολες οι προσβάσεις. Μια και μίλησα για καμάκι, αναφέρω ότι ο Γιώργος, κατά παράδοξο τρόπο, δεν έχει κάνει σ' αυτή την εκδρομή πολλά καμάκια. Πως και το έπαθε;
Στη Σκανδιναβία είχε πολλούς μεθυσμένος. Παντού έπεφτες σε θεοκούζουλους από το μεθύσι. Τους λυπάμαι αυτούς τους ανθρώπους, τους βλέπεις και ζητιανεύουν για να πιουν. Και καθώς πρέπει όμως άνθρωποι με κουστούμια και γραβάτα βλέπεις να κάνουν βλακείες από την επίδραση του πιοτού.
Και στην Ελλάδα μεθάνε οι άνθρωποι, μα πηγαίνουν με παρέα και τα πίνουνε. Και αυτό δείχνει το αντίθετο από ό,τι δείχνει εδώ πέρα. Δηλαδή ότι οι άνθρωποι εδώ νιώθουν μοναξιά. Το θεωρώ ηλίθιο να μπαίνουν, ας πούμε, στο τρένο και μέσα σε πέντε, έξι ώρες του ταξιδιού τους να κατεβάζουν 5, 6 μπουκάλια με οινόπνευμα διαφόρων ειδών. Τι να πεις; Τουλάχιστο στη Σκανδιναβία έχουν δεκάδες αστυνομικούς συνεχώς να περιπολούν. Σε όλους τους δρόμους το βλέπεις καθαρά. Και μάλλον προσέχουν εκτός των άλλων και τους μεθυσμένους. Εδώ στη Γερμανία όμως δεν βλέπω πολλούς αστυνομικούς.
Δεν ξέρουμε ακόμη πόσο θα καθίσουμε στο Βερολίνο. Πρέπει να μην είναι πάντως και τόσο δύσκολο να πάμε για μερικές ώρες στο Ανατολικό. Θα το ρωτήσουμε. Είναι κρίμα να έρθουμε ως εδώ και να μην το επισκεφτούμε.

Προσωρινά έχουμε κλείσει δωμάτιο εδώ για ένα βράδυ. Είναι και ακριβά: κάπου 15 μάρκα. Δηλαδή 400 δρχ.

Αρχίσαμε πάλι να κυκλοφορούμε τσάμπα με το μετρό. Το Youth hostel που μένουμε δεν είναι στο κέντρο της πόλης, αλλά δεν είναι και πολύ έξω. Άλλωστε το Βερολίνο είναι τόσο μεγάλο, ακόμη και κομμένο στα δύο.
25 Απριλίου 1982, οχτώ το βράδυ
Καλησπέρα. Μην κλαις απόψε που σε πάλι μοναχός,
εσύ τη διάλεξες ετούτη τη ζωή
κι αν τώρα θες πολύ ν’ αλλάξεις δρόμο
προχώρα, πίσω να κάνεις δεν μπορείς.
Αυτούς τους στίχους είχα γράψει πριν μερικούς μήνες (το ποίημα έχει και άλλους, αυτούς μόνο θυμάμαι). Από τότε που τους έγραψα, πολύ συχνά τους τραγουδώ με κάποιο ρυθμό. Πολλές φορές όταν νιώθω βέβαια μόνος. Και τώρα έτσι νιώθω. Για να λένε την αλήθεια είμαι κιόλας. Αυτό πάντως δε σημαίνει ότι θα ήθελα και παρέα. Γουστάρω μόνος. Τώρα. Όχι και κάθε ώρα.
Πριν από λίγο τσατίστηκα με τον Γιώργο, για κάτι εντελώς ασήμαντο. Εκείνος έχει πάει για βόλτα στην πόλη. Θα πήγαινα μαζί του, αν και δεν είχα καθόλου όρεξη, αλλά μετά από το τσάτισμα προτίμησα να μην πάω, όχι τόσο για να μην είμαι μαζί του και εκνευρίζομαι, μα περισσότερο επειδή αποφάσισα να κάνω αυτό ακριβώς που θέλω.


Και νάμαι τώρα στο Τίεργκαρντεν του Βερολίνου, σε ένα άνετο παγκάκι, τριγυρισμένος από δέντρα και μία λιμνούλα με πάπιες μπροστά μου. Νιώθω περίφημα. Δεν θέλω τίποτα πιο πολύ, μόνο που αρχίζει να βραδιάζει και δεν θα είναι ωραία σε λίγο. Δε σκάω. Προς το παρόν εδώ είναι πολύ ωραία. Ησυχία και ομορφιά. Δεν είμαι κουρασμένος, δεν νυστάζω, δεν διψώ, δεν κρυώνω, έχω τσιγάρα, είμαι άνετος. Καλά να είναι ο Γιώργος που πήγε αλλού. Αν ήταν εδώ θα ήθελε να πάει αλλού, όταν εγώ είχα όρεξη να μείνω εδώ.
Ας γράψω λοιπόν καμία ιστορία, ώσπου να πλακώσει το σκοτάδι. Σήμερα το πρωί με το Γιώργο, γυρίσαμε όλο το Τίεργκαρντεν με τα πόδια. Είναι πολύ ωραίο πάρκο. Τα αίσχη αρχίζουν στα ανατολικά του, που είναι και η πύλη του Μαγδεμβούργου. Ακριβώς σε εκείνο το σημείο χωρίζεται το Ανατολικό από τον Δυτικό Βερολίνο. Βλέπεις στρατιώτες, φρουρούς, απαγορευτικές πινακίδες, κάγκελα, τοίχους και από κάθε μεριά η πόλη κομμένη.
Οι άνθρωποι που μέχρι το πόλεμο ήταν γείτονες, τώρα τους χωρίζει εκτός από το τείχος, δύο διαφορετικά κράτη, δύο ιδεολογίες, δύο συστήματα. Τα σπίτια τους απέχουν λίγα μέτρα. Η ζωή τους χιλιόμετρα. Για να πάει ο ένας στον άλλον να ζητήσει κρεμμύδια, όπως παλιά, θέλει βίζες, ελέγχους, διαβατήρια, ιστορίες. Και αν τον αφήσουν τελικά. Μάλλον το φαγητό θα είναι άνοστο χωρίς κρεμμύδια. Αφού χώρισαν το λαό και τη χώρα στα δύο, τι διάολο ήθελαν να χωρίσουν και την πόλη; Και έτσι οι Δυτικοί είναι μαντρωμένοι και για να πάνε μία εκδρομή στην εξοχή, έρχονται στο Τίεργκαρντεν και τους βλέπεις στο γρασίδι και στα δέντρα να ψήνουν το φαΐ τους και να κάθονται κάτω να τρώνε λες και η κουζίνα του σπιτιού τους δεν είναι ένα χιλιόμετρο πιο πέρα.
Αυτή τη βόλτα στην Πύλη του Μαγδεμβούργου τη θυμάμαι κυρίως γιατί θυμάμαι το όνομα του δρόμου που περνά από εκεί: Unter den Linden Strasse, δηλαδή: Οδός υπό τας Φιλύρας. Εννοείται ότι μου το έμαθε ο Γιώργος με τα καλά Γερμανικά που γνώριζε.
Εμείς αύριο θα πάμε στο ανατολικό μέρος της πόλης, όσες διαδικασίες και αν θέλει. Και μάλλον από εκεί κατευθείαν στην Πράγα.

Εγώ από κάθε πόλη σχεδόν που πηγαίνουμε, στέλνω φωτογραφίες στους φίλους και συγγενείς μου στην Ελλάδα. Τις πιο πολλές πάντως τις έχω στείλει στον αδερφό μου. Οι κάρτες και εδώ είναι πανάκριβες. Στη Γερμανία κάνουν 10 με 15 δρχ η μία, αλλά στη Σκανδιναβία από 15 μέχρι 20 δρχ.
26 Απριλίου 1982, μεσάνυχτα
Είμαστε στο Ανατολικό Βερολίνο και σε λίγο φεύγουμε για Πράγα, αν δεν μας πετάξουν έξω από το τρένο. Σήμερα ήταν μία λίγο περιπετειώδης μέρα και θα ακολουθήσει μία περισσότερο περιπετειώδης νύχτα. Κατά τις 12 το μεσημέρι μπήκαμε στο Ανατολικό Βερολίνο, μετά από ένα μικρό έλεγχο. Ρωτήσαμε, και επειδή είχαμε βίζα για Τσεχοσλοβακία δεν χρειαζόταν σχεδόν τίποτα για να διασχίσουμε μέσα στη σημερινή μέρα την Ανατολική Γερμανία και να πάμε στη Πράγα.
Νιώθω πολύ τυχερός που έχω επισκεφτεί το Α. και Δ. Βερολίνο την εποχή του τείχους. Μάλιστα έζησα και την διαδικασία της μετακίνησης από το ένα στο άλλο, βλέποντας τους ντόπιους ηλικιωμένους με τις τσαντούλες τους να περνάνε. Αυτά που περιγράφω παρακάτω για τα χρήματα που ζητούσαν ήταν μια «τραγωδία» που τη ζήσαμε και στο Α. Βερολίνο και στην Τσεχοσλοβακία. Ποτέ δε γνώριζες ποιας χώρας το νόμισμα θα σου ζητήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να την πατήσουμε μερικές φορές.
Ήρθαμε λοιπόν στο σταθμό των τρένων για Πράγα, ρωτήσαμε πόσο κάνει το εισιτήριο. Μας απάντησε ο υπάλληλος και πήγαμε και αλλάξαμε χρήματα. Αλλάξαμε όσα μάρκα ανατολικά χρειαζόταν γι αυτό και ορισμένα ακόμα τα οποία ξοδέψαμε σε φαγητό και σε διάφορα άλλα.
Στην αρχή, εκεί στο σταθμό που ήμασταν, δεν ήταν καθόλου ωραία περιοχή και ήμασταν απογοητευμένοι από την ασχήμια, νομίζοντας ότι αυτή ήταν όλη κι όλη η πόλη (επειδή νομίζαμε ότι ήμασταν στο κέντρο). Πήγαμε όμως στην περιοχή Αλεξάντερ και εκεί ήταν πολύ ωραία. Στο δρόμο συναντήσαμε κάποιον που μας αλλάζετε μάρκα ανατολικά, δίνοντάς μας τρεις φορές περισσότερα από ό,τι η τράπεζα. Δεν αλλάξαμε όμως γιατί δε μας χρειάζονταν.
Θυμάμαι ότι κάτσαμε και φάγαμε από ένα γλυκό σε ένα ωραίο αλλά με χαμηλό φωτισμό μαγαζί. Είδαμε όμως ότι υπάρχουν και καλοντυμένοι άνθρωποι και χαρούμενοι. Όλη μέρα μόνο κακόκεφους και φτωχικούς γερμανούς βλέπαμε.
Κατά τις 11 το βράδυ πήγαμε στο σταθμό να βγάλουμε το εισιτήριο και μας λένε ότι πρέπει να πληρώσουμε σε μάρκα Δυτικής Γερμανίας. Εμείς όμως τέτοια δεν έχουμε πολλά και αποφασίσαμε να μπούμε στο τρένο και ας γίνει ό,τι γίνει.
Τελικά όμως ανακαλύπτουμε πως ο σταθμός που ήμασταν δεν είναι ο σωστός και κακήν κακώς πριν λίγο μεταφερθήκαμε στο σωστό σταθμό. Καθόμαστε τώρα λίγο, μέχρι να περάσει η ώρα. Το άσχημο είναι ότι θα μας ζητήσουν μάρκα Δυτικής Γερμανίας για το εισιτήριο οι ανατολικογερμανοί και οι τσεχοσλοβάκοι μπαίνοντας στη χώρα τους.
Για κάθε μέρα στη Τσεχοσλοβακία ακούσαμε ότι θέλουν 25 μάρκα και εμείς λέμε να καθίσουμε δύο μέρες. Έτσι συνολικά θέλει ο καθένας μας μαζί με το εισιτήριο 80 μάρκα και εμείς έχουμε 25. Βέβαια έχουμε δολάρια αν θέλουν, αλλά να δούμε τι διάολο θα γίνει. Και τι θα αποκάνουμε με τα μάρκα ανατολικής Γερμανίας δεν ξέρω. Δεν πειράζει όμως. Τι θα μας κάνουν; Το πολύ-πολύ να μας στείλουν στη Σιβηρία! Μα είναι βλάκες οι ανατολικοί; Τι δουλειά έχουν τα δυτικά μάρκα στο εισιτήριο τρένου ανατολικών χωρών; Μήπως επειδή είμαστε τουρίστες; Μάλλον.
Το Ανατολικό Βερολίνου δεν είναι και τόσο άσχημο, όσο μας φάνηκε την πρώτη ώρα που βγήκαμε από το σταθμό για να κάνουμε βόλτα. Πραγματικά τότε, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως θα περάσουν δώδεκα ώρες αναμονής σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Τελικά δεν περάσαμε και τόσο άσχημα. Κι αν είχαμε αλλάξει και λίγα λεφτά παραπάνω, θα περνούσαμε καλύτερα. Και αυτό γιατί εδώ τα πράγματα είναι πιο φθηνά. Ειδικά τα φαγητά. Φαντάσου να αλλάζαμε και λεφτά στη μαύρη αγορά, θα ήταν τσάμπα.
Η όψη πάντως του Ανατολικού Βερολίνου διαφέρει αρκετά από του Δυτικού. Εδώ συναντάς πιο σοβαρούς ανθρώπους, ένα σωρό αστυνομικούς, όλα τα αυτοκίνητα είναι πολύ μικρά και γενικά έχει τα χαρακτηριστικά όλων των πόλεων της ανατολικής Ευρώπης. Η μόνη από αυτές τις πόλεις που διασώζεται, είναι ίσως η Βουδαπέστη, από όσες βέβαια έχω δει.
27 Απριλίου 1982, τέσσερις το απόγευμα
Τελικά δεν μας πέταξαν από το τρένο, δε μας έστειλαν στη Σιβηρία, δεν μας έκαναν σουβλάκια για τους πεινασμένους κουμουνιστές. Είμαστε ολόκληροι και μάλιστα στη Πράγα. Πληρώσαμε σε ένα ωραίο κορίτσι (ήταν ελεγκτής στο τρένο) το εισιτήριο της διαδρομής ως τα σύνορα σε μάρκα ανατολικής Γερμανίας και από εκεί ως την Πράγα σε μάρκα Δυτικής Γερμανίας. αφού δεν είχαμε τσέχικα.
Θα γράψω και άλλα για σήμερα, αλλά αργότερα, γιατί τώρα δεν με βολεύει.
28 Απριλίου 1982, οχτώ το πρωί
Η Πράγα είναι αρκετά ωραία πόλη. Θα γράψω τα χθεσινά γεγονότα τώρα. Για κάθε μέρα που θα μείνομε στην Τσεχοσλοβακία, είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάζομε περίπου δωδεκάμισι δολάρια ή 30 μάρκα. Έτσι εμείς αλλάξαμε 25 δολάρια ο καθένας. Μετά πήγαμε σε ένα τουριστικό γραφείο και κλείσαμε δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Θα έπρεπε να πάμε εκεί μετά τις πέντε το απόγευμα, και τότε ήταν εννέα το πρωί ακόμα. Έτσι αφήσαμε τα πράγματά μας στο σταθμό και αρχίσανε τις βόλτες.

Πήγαμε σε κάτι δενδρόφυτους λόφους της πόλης και ήταν περίφημα. Όμως εγώ δεν είχα κοιμηθεί καλά όλο το βράδυ στο τρένο και δεν είχα και πολύ όρεξη. Κατά τις τρεις μας την έπεσαν και δυο μαυραγορίτες και αλλάξαμε 70 δολάρια και οι δυο μαζί. Με την αλλαγή που κάναμε στην τράπεζα κάθε κορώνα μας ερχόταν 6 δρχ ενώ με τη μαύρη γινόταν 2,50 δραχμές. Αρκετά καλή τιμή.
Έτσι κάναμε σχέδια για να αγοράσουμε διάφορα πράγματα με τα τόσα λεφτά που πήραμε.

Ήρθαμε στις 5:30 στο ξενοδοχείο και αντί για κτήριο βλέπουμε κάτι μεγάλα βαρέλια σκόρπια σε ένα κήπο. Σε ένα τέτοιο βαρέλι μείναμε. Έχει την πλάκα του αλλά είναι πολύ κρύο το δωμάτιο γιατί δεν θερμαίνεται. Κάθε βαρέλι έχει δύο κρεβάτια. Δεν είναι και πολύ άνετα αλλά είναι συμπαθητικά. Άλλωστε μας κοστίζει 60 κορώνες στον κάθε ένα, τι θέλαμε, πολυτέλειες;
Εγώ μόλις μπήκα μέσα στο βαρέλι, άρχισα να περιεργάζομαι τα λεφτά που μας έδωσαν οι μαυραγορίτες. Ήταν 1750 κορώνες. Ήταν τρία χαρτονομίσματα των 500 και τα άλλα ήταν ψιλά. Παρατηρώ ότι τα πεντακοσάρικα είχαν γραμμένη τη λέξη SPECIMEN με πολύ μικρές τρυπίτσες και μου φάνηκε περίεργο, γιατί πρώτη φορά έβλεπα τρύπες πάνω σε νόμισμα. Δηλαδή γιατί να έχουν τρύπες; Το λέω στον Γιώργο και κοιτάζοντας αυτός βλέπει χρονολογία έκδοσης 1941, που σημαίνει ότι τα τρία πεντακοσάρικά είναι άκυρα και οι μαυραγορίτες μας ψέκασαν κανονικά. Τα άλλα ψιλά ήταν εντάξει. Επίσης SPECIMEN σημαίνει δείγμα. Πως την πάθαμε έτσι και χάσαμε τόσα λεφτά, δεν μπορώ να καταλάβω.
Από εκείνη τη στιγμή χάσαμε την όρεξη μας και οι δύο. Τώρα και να πετύχουμε αυτούς τους τύπους, δεν μπορούμε να τους κάνουμε τίποτα. Να τους δείρομε, να τους πάμε στην αστυνομία; Βλακείες! Πάντως εγώ χθες βράδυ στο βαρέλι είχα κάτι νύστες και ξάπλωσα στις εφτά και ξύπνησα σήμερα το πρωί. Εγώ λέω να αλλάξω πάλι λεφτά στη μαύρη και να ψωνίσω αυτά που είχα σκοπό.

Λέγαμε να φύγουμε σήμερα το βράδυ για την Ελλάδα, αλλά δεν έχουμε όρεξη να καθίσουμε πιο πολύ εδώ και γι αυτό ίσως φύγουμε νωρίτερα. Θα δούμε.
28/4/1982 (21:00)
Τελικά οι Τσέχοι μόνο που δεν μας ……... Είχαμε εισιτήριο ως τα σύνορά τους με την Αυστρία, αλλά δεν είχαμε κλείσει θέση. Για το ρεζερβέ έπρεπε να πληρώσουμε επιπλέον τέσσερις κορώνες, δηλαδή τίποτα, αλλά ήταν υποχρεωτικό και γι' αυτό μας έβαλαν πρόστιμο 40 φορές επιπλέον στον καθένα. Εμείς όμως δεν είχαμε κορώνες και μας άλλαξε αυτός ο υπάλληλος του τρένου δολάρια. Με την αλλαγή που μας έκανε, μας ήρθε γύρω στις 13 δραχμές κάθε κορώνα. Οι παλιοκλέφτες.
Με το τρένο φύγαμε στις τρεις το απόγευμα από τη Πράγα και σε λίγο θα φτάσουμε στη Βιέννη. Εν τω μεταξύ με τα λεφτά που είχαμε, αγοράσαμε κάτι πράγματα, κυρίως φαγώσιμα, από την Πράγα. Εγώ πήρα και δυο ρακέτες για πινγκ πονγκ με 120 κορώνες. Φαίνονται καλές.
28 Απριλίου 1982, 11:15 το βράδυ
Σήμερα παρ’ όλες τις ατυχίες στα οικονομικά, φανήκαμε τυχεροί στο να προφταίνουμε τα τρένα. Στην Πράγα ήμασταν σε λάθος σταθμό και τρέξαμε με τα πράγματα στα χέρια στο σωστό σταθμό, όπου φτάσαμε έξι λεπτά πριν φύγει το τρένο, που όμως είχε καθυστέρηση πέντε λεπτών. Και πριν από λίγο στη Βιέννη φτάσαμε στο σωστό σταθμό τέσσερα, πέντε λεπτά πριν φύγει το τρένο για το Ζάγκρεμπ. Και από εκεί βέβαια θα πάμε στη Αθήνα. Όμως εδώ στο τρένο δεν βολευτήκαμε καλά, γιατί έχει κόσμο. Πιστεύω στην πρώτη στάση να βρούμε κάποιο άδειο κουπέ.
29 Απριλίου 1982, εφτάμιση το πρωί
Θα τους πάρει και θα τους σηκώσει και τους Γιουγκοσλάβους. Τώρα είμαστε στο Ζάγκρεμπ, σε ένα βαγόνι, αυτό με το οποίο ξεκινήσαμε από τη Βιέννη, που είναι εντελώς μόνο. Δηλαδή δεν έχει κανένα βαγόνι ούτε μπροστά ούτε πίσω. Ούτε μηχανή. Τίποτα. Μόνο κάμποσους ανθρώπους. Και περιμένουμε εδώ, πάνω από μία ώρα, και ο θεός ξέρει για πόσο ακόμα. Μάλλον θα περιμένει το βαγόνι μας κάποιο άλλο τρένο για να του κολλήσει και να συνεχίσει, ίσως μέχρι την Αθήνα.
Στο τρένο από την Πράγα για τη Βιέννη είχαμε παρέα δύο κάπως ευχάριστους τύπους: την Χέιζελ από την Σκωτία, που ζει στο Δ. Βερολίνο και τον Larry από την Αμερική. Αυτή τη στιγμή φεύγουμε με το τραίνο. Πολύ πιθανό να τους ξαναδούμε το καλοκαίρι στην Κρήτη που θα έρθουν, χωριστά ο καθένας. Τελικά το τρένο ξαναγύρισε πίσω και σταμάτησε. Δεν ξέρω τι διάολο έχει σκοπό να κάνει. Το άσχημο είναι ότι πλάκωσε και κόσμος.
Ας αφήσω όμως τα ηλίθια συστήματα των Γιουγκοσλάβων και ας πω και τίποτα από τα δικά μου. Γυρίζουμε τελικά στην Ελλάδα τέσσερις, πέντε μέρες νωρίτερα από ό,τι υπολόγιζα και αυτό οφείλεται στο ότι καθίσαμε λιγότερες ημέρες στη Σκανδιναβία από όσες σκεφτόμασταν. Και μείναμε λιγότερο γιατί δεν καθίσαμε να προγραμματίσουμε καθόλου πόσες μέρες χρειαζόμασταν για τον γυρισμό. Αυτά για τώρα. Πάντως το τρένο τώρα έχει ξεκινήσει και προχωρά κανονικά.
30 Απριλίου 1982, οχτώ το βράδυ
Αθήνα: φτάσαμε τελικά σ’ αυτή την πόλη. Και μάλιστα με μεγάλη μας χαρά. Αν και σκεφτόμουν να φύγω σήμερα κιόλας για την Κρήτη, επειδή ήμουν κουρασμένος το άφησα μάλλον για αύριο. Πριν τέσσερις ώρες πατήσαμε σε ελληνικό χώμα και μάλιστα αθηναϊκό. Από την Πράγα μέχρι την Αθήνα είχαμε 48 ώρες συνεχώς μέσα στο τρένο, εκτός από τη Βιέννη που σταματήσαμε για μιάμιση ώρα. Διάφορα άλλα για την εκδρομή θα γράψω αργότερα εδώ ή αλλού.