Mikkael Sin
Member
- Μηνύματα
- 38
- Likes
- 386
- Επόμενο Ταξίδι
- Βαλκάνια
- Ταξίδι-Όνειρο
- Νορβηγικά φιορδ
Η πρώτη μέρα του ταξιδιού ήρθε, κάπου στα τέλη του Ιουνίου κι ενώ έπρεπε να πάμε για δουλειά το πρωί. Είναι από εκείνες τις μέρες που δεν καταλαβαίνεις πώς περνάνε ή πού βρίσκεσαι στ' αλήθεια και οπωσδήποτε δεν μπορείς να ισχυριστείς οτι κουράστηκες, ότι κι αν είχες να κάνεις! Το ραντεβού μας είχε δοθεί νωρίς το απόγευμα, αμέσως μετά τη δουλειά και γύρω στις 6 στεκόμαστε σε μια μικρή ουρά αυτοκινήτων μπροστά στη συνοριακή γραμμή της Κακαβιάς. Είμαστε από τα Γιάννενα, οπότε δε χρειάστηκε πολύς χρόνος ή χιλιόμετρα! Είχα επισκεφθεί ξανά τη χώρα το 1991, ως μέλος αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας, με τους γονείς μου φυσικά καθότι ήμουν "μπέμπης" ακόμα! Οι εμπειρίες από εκείνο το μονοήμερο ταξίδι παραμένουν αξέχαστες καθώς δεν είναι εύκολο να συναντήσεις τέτοιες συνθήκες και πάντως όχι στην Ευρώπη. Κι αν -επίσης- στη διάρκεια του βίου μας έχουμε επισκεφθεί πολλές φορές την Κακαβιά λόγω γειτνίασης (σχολικές ή οικογενειακές εκδρομές) θα ήταν η πρώτη φορά που θα έμπαινα στην Αλβανία με Ι.Χ. και μάλιστα το δικό μου! Έκτοτε και ως το 2017 πήγαινα κάθε χρόνο, έστω και μονοήμερη εκδρομή για βόλτα - καφέ - φαγητό, έχοντας περάσει όλες τις συνοριακές γραμμές μεταξύ των 2 χωρών.
Ανοργάνωτοι είμασταν αλλά ένα σχετικό διάβασμα το είχαμε κάνει. Είχαν προηγηθεί και τα ολιγοήμερα ταξίδια σε Σκόπια και Βουλγαρία και γνωρίζαμε οτι και στην Αλβανία έπρεπε να έχουμε τα φώτα ανοιχτά καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας. Επιπλέον, το αυτοκίνητο ήταν εντάξει και στο πορτ μπαγκάζ είχαμε κανονικά τρίγωνο και γιλέκο (κάποιος με είχε ενημερώσει οτι παίζει να με γράψουν γι' αυτά). Η ουρά καθυστερούσε, με έπιασε πείνα και κατέβηκα στο καφέ των συνόρων για ένα τοστ. Μέχρι να μπω στο αυτοκίνητο η ουρά προχώρησε και ήρθε η σειρά μας. Διαβατήρια, πράσινη κάρτα, άδεια αυτοκινήτου και... free to go χωρίς πολλά πολλά. Εδώ στα δυτικά, εκείνη την εποχή νυχτώνει λίγο πριν τις 10 το βράδυ και στην Αλβανία το ρολόι μας πήγε μια ώρα μπροστά επιπλέον! Τουτέστιν, το γύρω στις 6 έγινε... γύρω στις 5 και είχαμε μπροστά μας πολλή ώρα ηλιοφάνειας.
Διασχίζαμε τα πρώτα μας χιλιόμετρα εντός της Αλβανίας κι είμασταν κάπου στον κάμπο της Δερόπολης, αγναντεύοντας τα χωριά της Βορείου Ηπείρου που σκαρφαλώνουν στους λόφους αριστερά του δρόμου. Είχε αρκετή ζέστη και μέσα σ' αυτή τη θολούρα διέκρινα ένα σταματημένο αυτοκίνητο λίγες εκατοντάδες μέτρα μπροστά. Μου έκανε για "μπλόκο" και δεν άργησα να διαπιστώσω οτι είχα εκτιμήσει σωστά. Στο σήμα τους να σταματήσω, έκανα στην άκρη με τα αλαρμ ανοιχτά και περίμενα το ντουέτο των οργάνων.
Τα χαρτιά μας είναι όλα οκ
χαχαχαχα
Τα φώτα μου είναι ανοιχτά
χαχαχα
Έχω στο πορτ μπαγκάζ όλα τα απαιτούμενα και δεν τρέχω
χαχα
Γιατί δε φοράς ζώνη;
χα
Το τοστ στα σύνορα, με το χυμό που το συνόδευσε, καθώς και η έξαψή μου, μου κόστισαν κάπου 15€ επιπλέον. Στο μεταξύ, οι 2 Αλβανοί αστυνομικοί δε μίλησαν καθόλου ελληνικά ενώ ανέφεραν το ποσό του προστίμου σε λεκ, κάτι που με έκανε να λιποθυμήσω (ούτε αγγλικά μιλούσαν, απλώς έβγαλα ευρώ και έκαναν πράξεις σε κομπιουτεράκι, όπου και είδα τα... πολλά μηδενικά)!
* * *
Ακολουθήσαμε το δρόμο που θα μας έβγαζε στους Αγίους Σαράντα και να πιάσουμε επιτέλους την παραλιακή ζώνη. Η σήμανση γενικά δεν ήταν κακή, στη Β. Ήπειρο οι πινακίδες είναι γραμμένες και στα ελληνικά (σημειώνω μόνο οτι στις χιλιομετρικές αποστάσεις δεν τα πάνε και τόσο καλά - κάτι που διαπίστωσα με "πόνο" σε επόμενη εκδρομή). Εντούτοις, σε μια διασταύρωση, δυσκολευτήκαμε και υποχρεωτικά ρώτησα μια γιαγιά που καθόταν στο πεζούλι μπροστά στο σπίτι της. Ήταν μια τυπική γιαγιά Ηπειρώτισσα κι ένιωσα σαν να ρωτούσα κάτι μια γιαγιά στο χωριό μου. Μ' αυτή τη γλυκύτητα, την ευγένεια και την ντοπιολαλιά της, με έκανε να νιώθω "σπίτι μου". Μας έδειξε το δρόμο και συνεχίσαμε για Αγίους Σαράντα...
Ανεβαίνοντας ένα φιδωτό δρόμο, είχαμε συντροφιά μας μια φύση παρόμοια με τη δική μας. Δε μας χωρίζουν εξάλλου παρά λίγα χιλιόμετρα απ' την πατρίδα. Πρέπει να χρειαστήκαμε καμιά ώρα περίπου για να αντικρίσουμε μπροστά μας την όμορφη παραλιακή πόλη που ως τότε είχα δει μόνο από την απέναντι ακτή της Κέρκυρας. Θυμάμαι οτι η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν η ίδια με εκείνη που είχα και όταν πρωτοείδα την Κωνσταντινούπολη. Κάποτε πρέπει να ήταν πολύ όμορφα εδώ! Οι Αγ. Σαράντα αντιμετώπιζαν έναν οικοδομικό οργασμό, ανάλογο με εκείνον που γνώριζε εκείνη την εποχή ολόκληρη η παραλιακή -κυρίως- Αλβανία (ένα μέρος του αποτελέσματος της άναρχης και χωρίς ελέγχους δόμησης το είδαμε στον πρόσφατο σεισμό που χτύπησε το Δυρράχιο). Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά και απολαύσαμε μια βόλτα στην παραλιακή οδό. Έψαξα να βρω μαγνητάκια (κλασσικό τουριστικό σουβενίρ που δυστυχώς μου "κόλλησε" μόλις στο προηγούμενο ταξίδι μου στην Κούβα, έχοντας χάσει ήδη κάποιους προορισμούς) και μπήκα σε ένα κατάστημα στο οποίο ο... καταστηματάρχης δεν ήταν πάνω από 10 χρονών. Ένα καλοβαλμένο κι ευγενικό παιδάκι δεν καταλάβαινε ελληνικά ή αγγλικά και έτρεξε να φωνάξει τον πατέρα του (υποθέτω) ο οποίος εξίσου ευγενικά, μας μίλησε με σπαστά ελληνικά και μας εξυπηρέτησε.
Η πόλη ήταν αρκετά σύγχρονη με ωραίο πεζόδρομο μπροστά στην παραλία, τα νερά της οποίας δεν ήταν καθόλου δελεαστικά. Αποπνέει έναν αέρα "νεοπλουτισμού", απόρροια του απότομου κύματος τουρισμού των τελευταίων ετών. Δεν υπάρχει ίχνος σοβαρής πολεοδομικής μελέτης και ο ένας χτίζει πάνω στον άλλο. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα κτίρια είναι ξενοδοχεία, εστιατόρια και μπαρ, μάλλον κακόγουστα και με έντονα "κιτς" στοιχεία. Κρίμα, γιατί ο γραφικός κόλπος και το αμφιθεατρικό στήσιμο της πόλης, μπορούσαν να εγγυηθούν τη δημιουργία ενός πραγματικά αξιόλογου αστικού συνόλου στην άκρη της θάλασσας.
Αποφάσισα οτι μάλλον δεν ήθελα να μείνω άλλο και ρώτησα έναν περιπτερά για τη Χειμάρρα και πώς θα φτάσω εκεί. Έχεις ξαναπάει; ρώτησε, σε άψογα ελληνικά. Όχι απάντησα, είναι καλά; Έχεις πάει στην Πάργα; ξαναρώτησε . Τι μου λέει τώρα, σκέφτηκα, φυσικά και έχω πάει. Ωραία, μου λέει, η Χειμάρρα είναι σαν την Πάργα. Την ώρα εκείνη, βγαίνει απ' την πόρτα του περιπτέρου του και φωνάζει σ' έναν τύπο που κατέβαινε το δρόμο: Κώστα, δείξε λίγο στα παιδιά από πού να πάνε για τη Χειμάρρα. Ο κύριος με προσέγγισε περιχαρής, ενώ ήταν μια κλασσική φιγούρα ελληνοαμερικανού που περνάει τις διακοπές του στον τόπο καταγωγής του, κάπου στην ελληνική επαρχία. Εσύ θέλεις να πας στη Χειμάρρα; Ο ενθουσιασμός του ήταν έκδηλος, τόσο που θαρρείς οτι μιλούσαμε για το μαγαζί του. Ένευσα "ναι" και με ξαναρώτησε, εσύ τώρα, θέλεις να πας στη Χειμάρρα; Ναι, θέλω να πάω στη Χειμάρρα! Τόσο χαρούμενο άνθρωπο στο άκουσμα οτι κάποιος ετοιμάζεται να πάει κάπου δεν έχω ξαναδεί! Οι 2 άντρες ήταν γύρω στα 55-60 και τα ελληνικά τους εξαιρετικά, με ελαφρά μόνο προφορά.
Στο δρόμο για τη Χειμάρρα, κατεβήκαμε σε ένα χώρο που είχε κάτι τουριστικά κτίρια, ενώ ήταν ακριβώς πάνω απ' τη θάλασσα και θέλαμε λίγο αέρα. Μας προσέγγισε ένας τύπος γύρω στα 45, ο οποίος φορούσε ένα... σκοροφαγωμένο ψάθινο καπέλο, κλασσική καφέ παντόφλα 80's κι όλα αυτά κλεισμένα σε σουλούπι Δημήτρη Πιατά. Κωμωδία δηλαδή... Πήγε να μας πασάρει εισιτήρια για παρακείμενο αρχαιολογικό χώρο. 1€ για 2 άτομα αλλά ο ήλιος είχε ξεκινήσει να δύει και θέλαμε να φτάσουμε μέρα. Ωστόσο, φάγαμε λίγη ώρα μαζί του, αφού μας ρώτησε με σπαστά ελληνικά από πού ερχόμαστε. Από τα Γιάννενα είπα για να απαντήσει οτι έκανε κι αυτός στα Γιάννενα πριν από λίγα χρόνια.
- Και τι κάνετε εδώ;
- Διακοπές.
- Έχετε εδώ συγγενείς;
- Όχι.
- Ε, καλά, αφού οι παππούδες σας αλβανικά μιλούσαν
- Μπα, ούτε λέξη
Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι αλλά ούτε συνέχεια ήθελα να δώσω, ούτε να ασχοληθώ περισσότερο, μέχρι που ρώτησε και δε φοβάστε; Εκεί πια έκανα ένα βήμα μπροστά, πήρα επιθετικό ύφος και ρώτησα τι να φοβηθούμε; Έκανε πίσω και συνέχισε... τίποτα, τίποτα, εμείς οι Αλβανοί είμαστε 20% μαφία, στείλαμε το 10 στην Ελλάδα, το άλλο 10 στην Ιταλία κι εδώ είμαστε ήσυχα, χαρίζοντάς μας ένα από τα highlights του ταξιδιού! Ακολούθησε ένας ακόμα σύντομος διάλογος, αφού ρωτούσα διάφορα για τον περιβάλλοντα χώρο, όπως γιατί είχαν τόσο μεγάλους κάκτους παντού γύρω γύρω. Παλιότερα λοιπόν, οι πλαγιές αυτές ήταν γεμάτες αμπέλια που έκαναν εξαιρετικό κρασί. Ο Ενβέρ, υπό το φόβο των αλεξιπτωτιστών, ρήμαξε τα αμπέλια και έβαλε να φυτέψουν θηριώδεις κάκτους στη φάση του "αν θες πέσε". Το πίστεψα για το κρασί, μιας και οι πλαγιές ήταν πάνω απ' τη θάλασσα και εξαιρετικά προσήλιες. Κρίμα που δεν το δοκίμασα... Για την ώρα πάντως, σ' αυτή τη γη, την τόσο κοντινή στο σπίτι μας, τα μόνα που ευδοκιμούν φαίνεται να είναι τα πολυβολεία και οι κάκτοι. Άβυσσος η ψυχή του Ενβέρη...
Συνεχίσαμε το δρόμο μας για τη Χειμάρρα ενώ ο ήλιος έφτανε στη δύση του.
Ανοργάνωτοι είμασταν αλλά ένα σχετικό διάβασμα το είχαμε κάνει. Είχαν προηγηθεί και τα ολιγοήμερα ταξίδια σε Σκόπια και Βουλγαρία και γνωρίζαμε οτι και στην Αλβανία έπρεπε να έχουμε τα φώτα ανοιχτά καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας. Επιπλέον, το αυτοκίνητο ήταν εντάξει και στο πορτ μπαγκάζ είχαμε κανονικά τρίγωνο και γιλέκο (κάποιος με είχε ενημερώσει οτι παίζει να με γράψουν γι' αυτά). Η ουρά καθυστερούσε, με έπιασε πείνα και κατέβηκα στο καφέ των συνόρων για ένα τοστ. Μέχρι να μπω στο αυτοκίνητο η ουρά προχώρησε και ήρθε η σειρά μας. Διαβατήρια, πράσινη κάρτα, άδεια αυτοκινήτου και... free to go χωρίς πολλά πολλά. Εδώ στα δυτικά, εκείνη την εποχή νυχτώνει λίγο πριν τις 10 το βράδυ και στην Αλβανία το ρολόι μας πήγε μια ώρα μπροστά επιπλέον! Τουτέστιν, το γύρω στις 6 έγινε... γύρω στις 5 και είχαμε μπροστά μας πολλή ώρα ηλιοφάνειας.
Διασχίζαμε τα πρώτα μας χιλιόμετρα εντός της Αλβανίας κι είμασταν κάπου στον κάμπο της Δερόπολης, αγναντεύοντας τα χωριά της Βορείου Ηπείρου που σκαρφαλώνουν στους λόφους αριστερά του δρόμου. Είχε αρκετή ζέστη και μέσα σ' αυτή τη θολούρα διέκρινα ένα σταματημένο αυτοκίνητο λίγες εκατοντάδες μέτρα μπροστά. Μου έκανε για "μπλόκο" και δεν άργησα να διαπιστώσω οτι είχα εκτιμήσει σωστά. Στο σήμα τους να σταματήσω, έκανα στην άκρη με τα αλαρμ ανοιχτά και περίμενα το ντουέτο των οργάνων.
Τα χαρτιά μας είναι όλα οκ
χαχαχαχα
Τα φώτα μου είναι ανοιχτά
χαχαχα
Έχω στο πορτ μπαγκάζ όλα τα απαιτούμενα και δεν τρέχω
χαχα
Γιατί δε φοράς ζώνη;
χα
Το τοστ στα σύνορα, με το χυμό που το συνόδευσε, καθώς και η έξαψή μου, μου κόστισαν κάπου 15€ επιπλέον. Στο μεταξύ, οι 2 Αλβανοί αστυνομικοί δε μίλησαν καθόλου ελληνικά ενώ ανέφεραν το ποσό του προστίμου σε λεκ, κάτι που με έκανε να λιποθυμήσω (ούτε αγγλικά μιλούσαν, απλώς έβγαλα ευρώ και έκαναν πράξεις σε κομπιουτεράκι, όπου και είδα τα... πολλά μηδενικά)!
* * *
Ακολουθήσαμε το δρόμο που θα μας έβγαζε στους Αγίους Σαράντα και να πιάσουμε επιτέλους την παραλιακή ζώνη. Η σήμανση γενικά δεν ήταν κακή, στη Β. Ήπειρο οι πινακίδες είναι γραμμένες και στα ελληνικά (σημειώνω μόνο οτι στις χιλιομετρικές αποστάσεις δεν τα πάνε και τόσο καλά - κάτι που διαπίστωσα με "πόνο" σε επόμενη εκδρομή). Εντούτοις, σε μια διασταύρωση, δυσκολευτήκαμε και υποχρεωτικά ρώτησα μια γιαγιά που καθόταν στο πεζούλι μπροστά στο σπίτι της. Ήταν μια τυπική γιαγιά Ηπειρώτισσα κι ένιωσα σαν να ρωτούσα κάτι μια γιαγιά στο χωριό μου. Μ' αυτή τη γλυκύτητα, την ευγένεια και την ντοπιολαλιά της, με έκανε να νιώθω "σπίτι μου". Μας έδειξε το δρόμο και συνεχίσαμε για Αγίους Σαράντα...
Ανεβαίνοντας ένα φιδωτό δρόμο, είχαμε συντροφιά μας μια φύση παρόμοια με τη δική μας. Δε μας χωρίζουν εξάλλου παρά λίγα χιλιόμετρα απ' την πατρίδα. Πρέπει να χρειαστήκαμε καμιά ώρα περίπου για να αντικρίσουμε μπροστά μας την όμορφη παραλιακή πόλη που ως τότε είχα δει μόνο από την απέναντι ακτή της Κέρκυρας. Θυμάμαι οτι η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν η ίδια με εκείνη που είχα και όταν πρωτοείδα την Κωνσταντινούπολη. Κάποτε πρέπει να ήταν πολύ όμορφα εδώ! Οι Αγ. Σαράντα αντιμετώπιζαν έναν οικοδομικό οργασμό, ανάλογο με εκείνον που γνώριζε εκείνη την εποχή ολόκληρη η παραλιακή -κυρίως- Αλβανία (ένα μέρος του αποτελέσματος της άναρχης και χωρίς ελέγχους δόμησης το είδαμε στον πρόσφατο σεισμό που χτύπησε το Δυρράχιο). Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά και απολαύσαμε μια βόλτα στην παραλιακή οδό. Έψαξα να βρω μαγνητάκια (κλασσικό τουριστικό σουβενίρ που δυστυχώς μου "κόλλησε" μόλις στο προηγούμενο ταξίδι μου στην Κούβα, έχοντας χάσει ήδη κάποιους προορισμούς) και μπήκα σε ένα κατάστημα στο οποίο ο... καταστηματάρχης δεν ήταν πάνω από 10 χρονών. Ένα καλοβαλμένο κι ευγενικό παιδάκι δεν καταλάβαινε ελληνικά ή αγγλικά και έτρεξε να φωνάξει τον πατέρα του (υποθέτω) ο οποίος εξίσου ευγενικά, μας μίλησε με σπαστά ελληνικά και μας εξυπηρέτησε.
Η πόλη ήταν αρκετά σύγχρονη με ωραίο πεζόδρομο μπροστά στην παραλία, τα νερά της οποίας δεν ήταν καθόλου δελεαστικά. Αποπνέει έναν αέρα "νεοπλουτισμού", απόρροια του απότομου κύματος τουρισμού των τελευταίων ετών. Δεν υπάρχει ίχνος σοβαρής πολεοδομικής μελέτης και ο ένας χτίζει πάνω στον άλλο. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα κτίρια είναι ξενοδοχεία, εστιατόρια και μπαρ, μάλλον κακόγουστα και με έντονα "κιτς" στοιχεία. Κρίμα, γιατί ο γραφικός κόλπος και το αμφιθεατρικό στήσιμο της πόλης, μπορούσαν να εγγυηθούν τη δημιουργία ενός πραγματικά αξιόλογου αστικού συνόλου στην άκρη της θάλασσας.
Αποφάσισα οτι μάλλον δεν ήθελα να μείνω άλλο και ρώτησα έναν περιπτερά για τη Χειμάρρα και πώς θα φτάσω εκεί. Έχεις ξαναπάει; ρώτησε, σε άψογα ελληνικά. Όχι απάντησα, είναι καλά; Έχεις πάει στην Πάργα; ξαναρώτησε . Τι μου λέει τώρα, σκέφτηκα, φυσικά και έχω πάει. Ωραία, μου λέει, η Χειμάρρα είναι σαν την Πάργα. Την ώρα εκείνη, βγαίνει απ' την πόρτα του περιπτέρου του και φωνάζει σ' έναν τύπο που κατέβαινε το δρόμο: Κώστα, δείξε λίγο στα παιδιά από πού να πάνε για τη Χειμάρρα. Ο κύριος με προσέγγισε περιχαρής, ενώ ήταν μια κλασσική φιγούρα ελληνοαμερικανού που περνάει τις διακοπές του στον τόπο καταγωγής του, κάπου στην ελληνική επαρχία. Εσύ θέλεις να πας στη Χειμάρρα; Ο ενθουσιασμός του ήταν έκδηλος, τόσο που θαρρείς οτι μιλούσαμε για το μαγαζί του. Ένευσα "ναι" και με ξαναρώτησε, εσύ τώρα, θέλεις να πας στη Χειμάρρα; Ναι, θέλω να πάω στη Χειμάρρα! Τόσο χαρούμενο άνθρωπο στο άκουσμα οτι κάποιος ετοιμάζεται να πάει κάπου δεν έχω ξαναδεί! Οι 2 άντρες ήταν γύρω στα 55-60 και τα ελληνικά τους εξαιρετικά, με ελαφρά μόνο προφορά.
Στο δρόμο για τη Χειμάρρα, κατεβήκαμε σε ένα χώρο που είχε κάτι τουριστικά κτίρια, ενώ ήταν ακριβώς πάνω απ' τη θάλασσα και θέλαμε λίγο αέρα. Μας προσέγγισε ένας τύπος γύρω στα 45, ο οποίος φορούσε ένα... σκοροφαγωμένο ψάθινο καπέλο, κλασσική καφέ παντόφλα 80's κι όλα αυτά κλεισμένα σε σουλούπι Δημήτρη Πιατά. Κωμωδία δηλαδή... Πήγε να μας πασάρει εισιτήρια για παρακείμενο αρχαιολογικό χώρο. 1€ για 2 άτομα αλλά ο ήλιος είχε ξεκινήσει να δύει και θέλαμε να φτάσουμε μέρα. Ωστόσο, φάγαμε λίγη ώρα μαζί του, αφού μας ρώτησε με σπαστά ελληνικά από πού ερχόμαστε. Από τα Γιάννενα είπα για να απαντήσει οτι έκανε κι αυτός στα Γιάννενα πριν από λίγα χρόνια.
- Και τι κάνετε εδώ;
- Διακοπές.
- Έχετε εδώ συγγενείς;
- Όχι.
- Ε, καλά, αφού οι παππούδες σας αλβανικά μιλούσαν
- Μπα, ούτε λέξη
Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι αλλά ούτε συνέχεια ήθελα να δώσω, ούτε να ασχοληθώ περισσότερο, μέχρι που ρώτησε και δε φοβάστε; Εκεί πια έκανα ένα βήμα μπροστά, πήρα επιθετικό ύφος και ρώτησα τι να φοβηθούμε; Έκανε πίσω και συνέχισε... τίποτα, τίποτα, εμείς οι Αλβανοί είμαστε 20% μαφία, στείλαμε το 10 στην Ελλάδα, το άλλο 10 στην Ιταλία κι εδώ είμαστε ήσυχα, χαρίζοντάς μας ένα από τα highlights του ταξιδιού! Ακολούθησε ένας ακόμα σύντομος διάλογος, αφού ρωτούσα διάφορα για τον περιβάλλοντα χώρο, όπως γιατί είχαν τόσο μεγάλους κάκτους παντού γύρω γύρω. Παλιότερα λοιπόν, οι πλαγιές αυτές ήταν γεμάτες αμπέλια που έκαναν εξαιρετικό κρασί. Ο Ενβέρ, υπό το φόβο των αλεξιπτωτιστών, ρήμαξε τα αμπέλια και έβαλε να φυτέψουν θηριώδεις κάκτους στη φάση του "αν θες πέσε". Το πίστεψα για το κρασί, μιας και οι πλαγιές ήταν πάνω απ' τη θάλασσα και εξαιρετικά προσήλιες. Κρίμα που δεν το δοκίμασα... Για την ώρα πάντως, σ' αυτή τη γη, την τόσο κοντινή στο σπίτι μας, τα μόνα που ευδοκιμούν φαίνεται να είναι τα πολυβολεία και οι κάκτοι. Άβυσσος η ψυχή του Ενβέρη...
Συνεχίσαμε το δρόμο μας για τη Χειμάρρα ενώ ο ήλιος έφτανε στη δύση του.
Attachments
-
42 bytes Προβολές: 0