soudianos
Member
- Μηνύματα
- 3.781
- Likes
- 6.651
- Ταξίδι-Όνειρο
- Βερακρούζ
Το βράδυ επήγαμε στο Λιτόχωρο για να μάθουμε τη διαδρομή, να γνωρίσουμε το χωριό για να μην καθυστερούμε στην αυριανή μας εξόρμηση η οποία θα γινόταν από τον ίδιο δρόμο. Καθαρή και όμορφη ήταν η πλατεία του Λιτόχωρου σαν μπαλκόνι πάνω από το θεσσαλικό κάμπο. Οι δρόμοι κι αυτοί καθαροί, τα καταστήματα περιποιημένα και χαμηλών τόνων. Οι επισκέπτες Έλληνες οι πιο πολλοί, οι περισσότεροι ήταν ορειβάτες και πεζοπόροι, έδιναν μια ξεχωριστή νότα στο χωριό που το έκανε διαφορετικό από τα άλλα. Άκουγες συζητήσεις για μονοπάτια, βουνοκορυφές, αποστάσεις. Έβλεπες ντυσίματα για πορεία ή ορειβασία, μπότες, άρβυλα, πλατύγυρα καπέλα, κρατούσαν μπαστούνια πεζοπορίας, σακίδια, σχοινιά Οι ορειβάτες της μέρας εκείνης ξεχώριζαν εύκολα από την κούραση στα πρόσωπα και από τα σκονισμένα ρούχα. Μετά από ένα βραδινό με υπέροχα ψητά κρέατα έξω στην αυγουστιάτικη νύχτα, επιστρέψαμε στον καταυλισμό μας νωρίς για ύπνο.
Το ίδιο νωρίς σηκωθήκαμε την επόμενη μέρα, μαζέψαμε τα πράματα μας και αποχαιρετίσαμε την κατασκήνωση. Το πρόγραμμα που έβγαλα ήταν: ανάβαση στον Όλυμπο και επιστροφή κατά τις 4-5 το απόγευμα, επίσκεψη στο Δίον, και αναχώρηση για Αθήνα με μια διανυχτέρευση σε όποια πόλη της διαδρομής μας έπιανε η νύχτα. Λογάριαζα όμως χωρίς τον «ξενοδόχο» που ήταν ο Όλυμπος, και όλα ανατράπηκαν. Μετά το Λιτόχωρο πήραμε με το αυτοκίνητο το δασικό δρόμο που θα μας οδηγούσε μέχρι τη θέση Πριόνια. Ο δρόμος ήταν αρκετά καλός παρ’ όλες τις στροφές, και η πρώτη μας συνάντηση με το βουνό άρχισε ανάμεσα από δεντροφυτεμένους καταπράσινους λόφους. Στα τέσσερα χιλιόμετρα βρεθήκαμε μπροστά σε μια μπάρα μ ένα φυλάκιο στην άκρη. Δώσαμε τα στοιχεία μας όπως: όνομα, αριθμός ατόμων, προορισμός μας, αρ. αυτοκινήτου, πότε θα επιστρέψουμε, και πήραμε οδηγίες : απαγορεύεται η κατασκήνωση, το κόψιμο λουλουδιών κ.α. Στο 10ο χιλιόμετρο στα δεξιά μας περάσαμε τη θέση «Σταυρός» στα 990μ. όπου υπάρχει καταφύγιο και προσφέρει τροφή και στέγη κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Ένα χιλιόμετρο πριν την Πριόνια είδαμε την διακλάδωση που οδηγούσε στον Αγ. Διονύσιο, παλιό κατεστραμμένο μοναστήρι. Τέλος, μετά από 18 χιλιόμετρα διαδρομής από το Λιτόχωρο φτάσαμε στο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων της θέσης «Πριόνια» που βρίσκεται σε υψόμετρα 1100μ. όπου ήταν και το τέλος του αυτοκινητόδρομου. Απ΄ εδώ και πέρα άρχισε η ποδαρόδρομος. Κάναμε μια γρήγορη επίσκεψη στον ξύλινο καταφύγιο με το αναψυκτήριο, του οποίου ο εσωτερικός του χώρος ήταν στολισμένος με ταριχευμένες κεφαλές από άγρια ζώα. Ένας μικρός καταρράκτης υπήρχε απ’ έξω και μια πηγή για προμήθεια νερού, καθώς και ενημερωτικές επιγραφές με οδηγίες για πορείες και κανόνες που πρέπει να ακολουθούν οι επισκέπτες.
Χωρίς άλλο χάσιμο χρόνου, γιατί πλησίαζε έντεκα η ώρα, αρχίσαμε την προετοιμασία. Ήταν 30 Αυγούστου. Όλοι φορούσαμε βερμούδες ή ψαράδικα κοντομάνικα καλοκαιρινά μπλουζάκια και αθλητικά παπούτσια. Στο χέρι πήραμε κι από ένα βαμβακερό μακρυμάνικο μπλουζάκι για τη δροσιά που κάνει πάντα στα υψίπεδα. Το λεπτό όμως αδιάβροχο με την κουκούλα το άφησα στο αμάξι. Περιττό βάρος καλοκαιριάτικα, σκέφθηκα… Φορτωθήκαμε με νερά , και με πρόχειρα φαγητά, και την τελευταία στιγμή παίρνει η μαμά και δυο ομπρέλες από το αυτοκίνητο. -Τι τις θέλεις τι ομπρέλες αυγουστιάτικα, για να έχουμε περισσότερα βάρη στα χέρια μας; Αυτή όμως επέμεινε και τις πήρε. Δροσιστήκαμε για τελευταία φορά με το νερό της πηγής, και πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι. Το καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός» που είναι στόχος μας, βρισκόταν σε υψόμετρο 2100μ. 1000 μέτρα πιο ψηλά απ’ ότι ξεκινήσαμε, όμως το μονοπάτι έχει μήκος 6,1 χιλιόμετρα τα οποία θ’ άπρεπε να ανέβουμε και να κατέβουμε. Ο χρόνος κάθε διαδρομής σύμφωνα με τις πληροφορίες του φυλλαδίου ήταν 2,5 ώρες. Νάμαστε λοιπόν ένα πενταμελές γκρουπάκι από δυο μεγάλους κι από τις ηλικίας 9, 12 και 14 ετών κοπελιές μας. Ήμασταν μόνοι μας. Κανένα άλλο δεν βλέπαμε μπροστά μας κι ούτε πίσω μας. Ούτε κάποιος μας προσπέρασε κι ούτε προσπεράσαμε στην ανάβαση. Το μονοπάτι με τις γνωστές κόκκινες βούλες μας έδειχναν την πορεία αλλά ήταν περιττές, γιατί ξεχώριζε αρκετά καλά πατημένο από τους χιλιάδες ορειβάτες που πέρασαν πριν από μας. Έχοντας όλοι μας την εμπειρία από το πέρασμα του φαραγγιού της Σαμαριάς, όταν τα 18 του χιλιόμετρα τα κάναμε άνετα σε 5,5 ώρες, θεώρησα ότι τούτο θα ήταν πιο εύκολο για τα παιδιά. Εδώ όμως είχαμε να κάνουμε με έξη χιλιόμετρα συνεχή ανηφόρα. Ενώ στη Σαμαριά ξεκινάς από ψηλά ακολουθείς κατηφόρα και εν συνεχεία στην περισσότερη διαδρομή το μονοπάτι είναι ίσιο. Έχει επίσης τις λιμνούλες και τις πηγές που σε δροσίζουν.
Άρχισε λοιπόν γρήγορα το πρώτο λαχάνιασμα, αλλά καταφέραμε και το συνηθίσαμε γρήγορα με κατάλληλο έλεγχο της αναπνοής στη διάρκεια του βαδίσματος. Έτσι η κούραση πήγαινε μόνο στα πόδια. Πότε-πότε ίσιωνε ή κατηφόριζε για πολύ λίγο ευκαιρία και παίρναμε μια ανάσα, αλλά μετά συνέχιζε με μεγαλύτερη κλίση. Ήταν χαραγμένο πάνω σε δεντροφυτεμένη πλαγιά, και όπως χαμήλωνε στο βάθος συναντούσε τα άλλα βουνά από την αριστερή πλευρά. Συχνά το βάθος ήταν τόσο μεγάλο που ήταν αθέατο από μας. Σχηματίζονταν χαράδρες και φαράγγια απροσπέραστα, που μας προξενούσαν δέος και θαυμασμό, άλλοτε με πυκνή δενδροστοιχία, κι άλλοτε γυμνά με σκόρπια τοποθετημένα βράχια, ή με λίγα υπερήφανα έλατα, σκορπισμένα άτακτα εδώ κι εκεί σαν από κάποιο χέρι να είχε διακοσμήσει την περιοχή. Χαιρόμασταν τις πυκνές δενδροστοιχίες από έλατα που παρουσιάζονταν στην απέναντι πλευρά των βουνών της πορείας μας, και κατέβαιναν μέσα στο αθέατο από μας φαράγγι. Στο μονοπάτι μας κυριαρχούσε το πεύκο που μας σκίαζε στην περισσότερη διαδρομή. Δίπλα μας περίεργοι θάμνοι με άγνωστους καρπούς, και η απαραίτητη πινακίδα «Προσοχή κίνδυνος δηλητηρίασης». Σπάνια, κάποιο μικρό λευκό ή ροζ ανθάκι ξεπρόβαινε από το χορταριασμένο έδαφος , κι ήταν σαν να μας ζητούσε την επιβράβευση μας για το πώς κατάφερνε να ζει πάνω σ αυτό το υψόμετρο. Κάθε ανθρώπινη επέμβαση πάνω του ήταν έγκλημα. Πότε-πότε κάποια σαύρα έφευγε φοβισμένη από μπροστά μας, κι αυτό ήταν το μοναδικό είδος πανίδας που συναντήσαμε σε όλη την πορεία μας. Ο αργός μας ρυθμός, που αναγκαστικά συμβάδισε με τον πιο αδύναμο από μας, επέτρεπε να παρατηρούμε και να συζητούμε γι’ αυτές τις λεπτομέρειες, πράγμα που τους έδινε κουράγιο και ξέχναγαν την κούραση.
Μισή ώρα μετά την αναχώρηση ακούσαμε κλάματα. Ήταν από τη δεκατριάχρονη Σ… που φορούσε νάρθηκα λόγω σκολίωσης, αυτό το είδος που αποδείχθηκε άχρηστο και που εύκολα σήμερα το συνιστούν οι ορθοπεδικοί μόνο και μόνο για να εισπράττουν από μας και τα ταμεία. Η άπονη μάνα της ήθελε να το φορά και στον ανάβαση του Ολύμπου. Κατάλαβε το λάθος, τον βγάλαμε και τώρα τι θα τον κάνουμε; Τον τύλιξε λοιπόν η μάνα στη βαμβακερή μπλούζα που κράταγε, τον έκρυψε όλο μέσα για να μην φαίνεται και το φόρτωσε στην πλάτη της περασμένα τα μανίκια από το λαιμός της!!! Έτσι συνεχίστηκε η εκδρομή μας μέχρι τέλους!!
Είχε περάσει μια ώρα πορείας χωρίς να δούμε ακόμη ανθρώπινη ψυχή, όταν φάνηκαν δυο πεζοπόροι να κατεβαίνουν. Ήταν ψηλοί γεροδεμένοι, και το σπουδαιότερο, ήταν ντυμένοι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια με αδιάβροχα. –Καλημέρα παιδιά, πόσο θέλουμε ακόμη για το καταφύγιο; -Τι ώρα ξεκινήσατε; -Στις έντεκα. –Μμμμ, θέλετε ακόμη δυο ώρες και κάτι….Μας έπιασε απογοήτευση. Το δυόμιση ώρες που έγραφε ο οδηγός που είχαμε είχε βέβαια υπολογιστεί βάση ενός κανονικού βαδίσματος κι όχι ενός παιδικού. Εκεί λοιπόν που κατά την γνώμη μας θέλαμε μιάμιση ώρα ακόμη, μας προέκυψε το δύο συν… Φόραγαν και αδιάβροχα με κουκούλες; Εμείς τι έχουμε; Συνεχίσαμε με πιο γρήγορο ρυθμό. Για να τα παρατήσουμε και να επιστρέψουμε ούτε σκέψη. Σε λίγο άρχισαν οι πρώτες σταγόνες της βροχής χωρίς όμως να είναι ακόμη ενοχλητικές. Αργότερα δυνάμωσαν και φορέσαμε τις μπλούζες. Τα καπέλα μας προστάτευαν το πρόσωπο, το ίδιο και τα δένδρα όταν βρίσκονταν κοντά στο μονοπάτι. Πλησιάζαμε δυο ώρες βαδίσματος στις ανηφόρες όταν συναντήσαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Γερμανών που κατέβαινε, Ήταν κι αυτοί κουκουλωμένοι με τα αδιάβροχα τους. Η απορία τους ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους όταν μας πλησίασαν. Μετά την καλημέρα μας κι εδώ την ίδια ερώτηση.- Πόσο θέλουμε ακόμη; Ο Γερμανός είχε χιούμορ και όταν είδε την ταλαιπωρία μας και την αγωνία για μια ελπιδοφόρα απάντηση, μας έκανε πλάκα λέγοντας μας πως θέλουμε 2-3 ώρες ακόμη, αλλά μετά διόρθωσε και είπε ότι λίγο πιο πέρα που θα στρίψετε θα δείτε το καταφύγιο.
Πέρασαν όμως δυο στροφές και δεν φάνηκε τίποτε, και τελικά στην τρίτη, μετά από σαράντα λεπτά που αφήσαμε τους Γερμανούς, φάνηκε πάνω στην πλαγιά το πολυπόθητο καταφύγιο. Με περισσότερο κουράγιο συνεχίσαμε αλλά η βροχή συνεχιζόταν. Εδώ δεν υπήρχαν δένδρα κι άνοιξαν τις ομπρέλες. Βλέπαμε το σημείο προορισμού μας αλλά αυτό έμοιαζε να ήταν ακίνητο. Όσο και να προχωρούσαμε δεν μίκρυνε η απόσταση Από μέσα ήμασταν μούσκεμα στο ιδρώτα και βράζαμε από τη ζέστη, κι απ΄ έξω βρεγμένοι από τη βροχή. Σε μια άλλη στροφή κρύφτηκε πάλι το καταφύγιο πίσω από μια πλαγιά. Η μια στροφή διαδεχόταν την άλλη αλλά μάταια. Χάθηκε, εξαφανίστηκε. Όταν ξαφνικά, μετά από μια ώρα δρόμο που το χάσαμε, το είδαμε μπροστά μας στα εκατό μέτρα. Πήραμε την τελευταία ανηφόρα, κάτω από δυνατή τώρα βροχή, φτάσαμε στη πλακόστρωτη αυλή και μπήκαμε μέσα στη ζεστή ξύλινη κατασκευή. Σύνολο πορείας τρεις ώρες και είκοσι λεπτά
Το ίδιο νωρίς σηκωθήκαμε την επόμενη μέρα, μαζέψαμε τα πράματα μας και αποχαιρετίσαμε την κατασκήνωση. Το πρόγραμμα που έβγαλα ήταν: ανάβαση στον Όλυμπο και επιστροφή κατά τις 4-5 το απόγευμα, επίσκεψη στο Δίον, και αναχώρηση για Αθήνα με μια διανυχτέρευση σε όποια πόλη της διαδρομής μας έπιανε η νύχτα. Λογάριαζα όμως χωρίς τον «ξενοδόχο» που ήταν ο Όλυμπος, και όλα ανατράπηκαν. Μετά το Λιτόχωρο πήραμε με το αυτοκίνητο το δασικό δρόμο που θα μας οδηγούσε μέχρι τη θέση Πριόνια. Ο δρόμος ήταν αρκετά καλός παρ’ όλες τις στροφές, και η πρώτη μας συνάντηση με το βουνό άρχισε ανάμεσα από δεντροφυτεμένους καταπράσινους λόφους. Στα τέσσερα χιλιόμετρα βρεθήκαμε μπροστά σε μια μπάρα μ ένα φυλάκιο στην άκρη. Δώσαμε τα στοιχεία μας όπως: όνομα, αριθμός ατόμων, προορισμός μας, αρ. αυτοκινήτου, πότε θα επιστρέψουμε, και πήραμε οδηγίες : απαγορεύεται η κατασκήνωση, το κόψιμο λουλουδιών κ.α. Στο 10ο χιλιόμετρο στα δεξιά μας περάσαμε τη θέση «Σταυρός» στα 990μ. όπου υπάρχει καταφύγιο και προσφέρει τροφή και στέγη κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Ένα χιλιόμετρο πριν την Πριόνια είδαμε την διακλάδωση που οδηγούσε στον Αγ. Διονύσιο, παλιό κατεστραμμένο μοναστήρι. Τέλος, μετά από 18 χιλιόμετρα διαδρομής από το Λιτόχωρο φτάσαμε στο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων της θέσης «Πριόνια» που βρίσκεται σε υψόμετρα 1100μ. όπου ήταν και το τέλος του αυτοκινητόδρομου. Απ΄ εδώ και πέρα άρχισε η ποδαρόδρομος. Κάναμε μια γρήγορη επίσκεψη στον ξύλινο καταφύγιο με το αναψυκτήριο, του οποίου ο εσωτερικός του χώρος ήταν στολισμένος με ταριχευμένες κεφαλές από άγρια ζώα. Ένας μικρός καταρράκτης υπήρχε απ’ έξω και μια πηγή για προμήθεια νερού, καθώς και ενημερωτικές επιγραφές με οδηγίες για πορείες και κανόνες που πρέπει να ακολουθούν οι επισκέπτες.
Χωρίς άλλο χάσιμο χρόνου, γιατί πλησίαζε έντεκα η ώρα, αρχίσαμε την προετοιμασία. Ήταν 30 Αυγούστου. Όλοι φορούσαμε βερμούδες ή ψαράδικα κοντομάνικα καλοκαιρινά μπλουζάκια και αθλητικά παπούτσια. Στο χέρι πήραμε κι από ένα βαμβακερό μακρυμάνικο μπλουζάκι για τη δροσιά που κάνει πάντα στα υψίπεδα. Το λεπτό όμως αδιάβροχο με την κουκούλα το άφησα στο αμάξι. Περιττό βάρος καλοκαιριάτικα, σκέφθηκα… Φορτωθήκαμε με νερά , και με πρόχειρα φαγητά, και την τελευταία στιγμή παίρνει η μαμά και δυο ομπρέλες από το αυτοκίνητο. -Τι τις θέλεις τι ομπρέλες αυγουστιάτικα, για να έχουμε περισσότερα βάρη στα χέρια μας; Αυτή όμως επέμεινε και τις πήρε. Δροσιστήκαμε για τελευταία φορά με το νερό της πηγής, και πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι. Το καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός» που είναι στόχος μας, βρισκόταν σε υψόμετρο 2100μ. 1000 μέτρα πιο ψηλά απ’ ότι ξεκινήσαμε, όμως το μονοπάτι έχει μήκος 6,1 χιλιόμετρα τα οποία θ’ άπρεπε να ανέβουμε και να κατέβουμε. Ο χρόνος κάθε διαδρομής σύμφωνα με τις πληροφορίες του φυλλαδίου ήταν 2,5 ώρες. Νάμαστε λοιπόν ένα πενταμελές γκρουπάκι από δυο μεγάλους κι από τις ηλικίας 9, 12 και 14 ετών κοπελιές μας. Ήμασταν μόνοι μας. Κανένα άλλο δεν βλέπαμε μπροστά μας κι ούτε πίσω μας. Ούτε κάποιος μας προσπέρασε κι ούτε προσπεράσαμε στην ανάβαση. Το μονοπάτι με τις γνωστές κόκκινες βούλες μας έδειχναν την πορεία αλλά ήταν περιττές, γιατί ξεχώριζε αρκετά καλά πατημένο από τους χιλιάδες ορειβάτες που πέρασαν πριν από μας. Έχοντας όλοι μας την εμπειρία από το πέρασμα του φαραγγιού της Σαμαριάς, όταν τα 18 του χιλιόμετρα τα κάναμε άνετα σε 5,5 ώρες, θεώρησα ότι τούτο θα ήταν πιο εύκολο για τα παιδιά. Εδώ όμως είχαμε να κάνουμε με έξη χιλιόμετρα συνεχή ανηφόρα. Ενώ στη Σαμαριά ξεκινάς από ψηλά ακολουθείς κατηφόρα και εν συνεχεία στην περισσότερη διαδρομή το μονοπάτι είναι ίσιο. Έχει επίσης τις λιμνούλες και τις πηγές που σε δροσίζουν.
Άρχισε λοιπόν γρήγορα το πρώτο λαχάνιασμα, αλλά καταφέραμε και το συνηθίσαμε γρήγορα με κατάλληλο έλεγχο της αναπνοής στη διάρκεια του βαδίσματος. Έτσι η κούραση πήγαινε μόνο στα πόδια. Πότε-πότε ίσιωνε ή κατηφόριζε για πολύ λίγο ευκαιρία και παίρναμε μια ανάσα, αλλά μετά συνέχιζε με μεγαλύτερη κλίση. Ήταν χαραγμένο πάνω σε δεντροφυτεμένη πλαγιά, και όπως χαμήλωνε στο βάθος συναντούσε τα άλλα βουνά από την αριστερή πλευρά. Συχνά το βάθος ήταν τόσο μεγάλο που ήταν αθέατο από μας. Σχηματίζονταν χαράδρες και φαράγγια απροσπέραστα, που μας προξενούσαν δέος και θαυμασμό, άλλοτε με πυκνή δενδροστοιχία, κι άλλοτε γυμνά με σκόρπια τοποθετημένα βράχια, ή με λίγα υπερήφανα έλατα, σκορπισμένα άτακτα εδώ κι εκεί σαν από κάποιο χέρι να είχε διακοσμήσει την περιοχή. Χαιρόμασταν τις πυκνές δενδροστοιχίες από έλατα που παρουσιάζονταν στην απέναντι πλευρά των βουνών της πορείας μας, και κατέβαιναν μέσα στο αθέατο από μας φαράγγι. Στο μονοπάτι μας κυριαρχούσε το πεύκο που μας σκίαζε στην περισσότερη διαδρομή. Δίπλα μας περίεργοι θάμνοι με άγνωστους καρπούς, και η απαραίτητη πινακίδα «Προσοχή κίνδυνος δηλητηρίασης». Σπάνια, κάποιο μικρό λευκό ή ροζ ανθάκι ξεπρόβαινε από το χορταριασμένο έδαφος , κι ήταν σαν να μας ζητούσε την επιβράβευση μας για το πώς κατάφερνε να ζει πάνω σ αυτό το υψόμετρο. Κάθε ανθρώπινη επέμβαση πάνω του ήταν έγκλημα. Πότε-πότε κάποια σαύρα έφευγε φοβισμένη από μπροστά μας, κι αυτό ήταν το μοναδικό είδος πανίδας που συναντήσαμε σε όλη την πορεία μας. Ο αργός μας ρυθμός, που αναγκαστικά συμβάδισε με τον πιο αδύναμο από μας, επέτρεπε να παρατηρούμε και να συζητούμε γι’ αυτές τις λεπτομέρειες, πράγμα που τους έδινε κουράγιο και ξέχναγαν την κούραση.
Μισή ώρα μετά την αναχώρηση ακούσαμε κλάματα. Ήταν από τη δεκατριάχρονη Σ… που φορούσε νάρθηκα λόγω σκολίωσης, αυτό το είδος που αποδείχθηκε άχρηστο και που εύκολα σήμερα το συνιστούν οι ορθοπεδικοί μόνο και μόνο για να εισπράττουν από μας και τα ταμεία. Η άπονη μάνα της ήθελε να το φορά και στον ανάβαση του Ολύμπου. Κατάλαβε το λάθος, τον βγάλαμε και τώρα τι θα τον κάνουμε; Τον τύλιξε λοιπόν η μάνα στη βαμβακερή μπλούζα που κράταγε, τον έκρυψε όλο μέσα για να μην φαίνεται και το φόρτωσε στην πλάτη της περασμένα τα μανίκια από το λαιμός της!!! Έτσι συνεχίστηκε η εκδρομή μας μέχρι τέλους!!
Είχε περάσει μια ώρα πορείας χωρίς να δούμε ακόμη ανθρώπινη ψυχή, όταν φάνηκαν δυο πεζοπόροι να κατεβαίνουν. Ήταν ψηλοί γεροδεμένοι, και το σπουδαιότερο, ήταν ντυμένοι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια με αδιάβροχα. –Καλημέρα παιδιά, πόσο θέλουμε ακόμη για το καταφύγιο; -Τι ώρα ξεκινήσατε; -Στις έντεκα. –Μμμμ, θέλετε ακόμη δυο ώρες και κάτι….Μας έπιασε απογοήτευση. Το δυόμιση ώρες που έγραφε ο οδηγός που είχαμε είχε βέβαια υπολογιστεί βάση ενός κανονικού βαδίσματος κι όχι ενός παιδικού. Εκεί λοιπόν που κατά την γνώμη μας θέλαμε μιάμιση ώρα ακόμη, μας προέκυψε το δύο συν… Φόραγαν και αδιάβροχα με κουκούλες; Εμείς τι έχουμε; Συνεχίσαμε με πιο γρήγορο ρυθμό. Για να τα παρατήσουμε και να επιστρέψουμε ούτε σκέψη. Σε λίγο άρχισαν οι πρώτες σταγόνες της βροχής χωρίς όμως να είναι ακόμη ενοχλητικές. Αργότερα δυνάμωσαν και φορέσαμε τις μπλούζες. Τα καπέλα μας προστάτευαν το πρόσωπο, το ίδιο και τα δένδρα όταν βρίσκονταν κοντά στο μονοπάτι. Πλησιάζαμε δυο ώρες βαδίσματος στις ανηφόρες όταν συναντήσαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Γερμανών που κατέβαινε, Ήταν κι αυτοί κουκουλωμένοι με τα αδιάβροχα τους. Η απορία τους ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους όταν μας πλησίασαν. Μετά την καλημέρα μας κι εδώ την ίδια ερώτηση.- Πόσο θέλουμε ακόμη; Ο Γερμανός είχε χιούμορ και όταν είδε την ταλαιπωρία μας και την αγωνία για μια ελπιδοφόρα απάντηση, μας έκανε πλάκα λέγοντας μας πως θέλουμε 2-3 ώρες ακόμη, αλλά μετά διόρθωσε και είπε ότι λίγο πιο πέρα που θα στρίψετε θα δείτε το καταφύγιο.
Πέρασαν όμως δυο στροφές και δεν φάνηκε τίποτε, και τελικά στην τρίτη, μετά από σαράντα λεπτά που αφήσαμε τους Γερμανούς, φάνηκε πάνω στην πλαγιά το πολυπόθητο καταφύγιο. Με περισσότερο κουράγιο συνεχίσαμε αλλά η βροχή συνεχιζόταν. Εδώ δεν υπήρχαν δένδρα κι άνοιξαν τις ομπρέλες. Βλέπαμε το σημείο προορισμού μας αλλά αυτό έμοιαζε να ήταν ακίνητο. Όσο και να προχωρούσαμε δεν μίκρυνε η απόσταση Από μέσα ήμασταν μούσκεμα στο ιδρώτα και βράζαμε από τη ζέστη, κι απ΄ έξω βρεγμένοι από τη βροχή. Σε μια άλλη στροφή κρύφτηκε πάλι το καταφύγιο πίσω από μια πλαγιά. Η μια στροφή διαδεχόταν την άλλη αλλά μάταια. Χάθηκε, εξαφανίστηκε. Όταν ξαφνικά, μετά από μια ώρα δρόμο που το χάσαμε, το είδαμε μπροστά μας στα εκατό μέτρα. Πήραμε την τελευταία ανηφόρα, κάτω από δυνατή τώρα βροχή, φτάσαμε στη πλακόστρωτη αυλή και μπήκαμε μέσα στη ζεστή ξύλινη κατασκευή. Σύνολο πορείας τρεις ώρες και είκοσι λεπτά
Attachments
-
34,8 KB Προβολές: 169