soudianos
Member
- Μηνύματα
- 3.781
- Likes
- 6.651
- Ταξίδι-Όνειρο
- Βερακρούζ
Το καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός» κτίστηκε το 1931 και πήρα το όνομα από τον αρχιτέκτονα που το σχεδίασε. Ένα μεγάλο τζάκι άναβε και οι τεράστιες φλόγες του ζέσταναν το χώρο. Δίπλα του απλωμένα πάνω σε καρέκλες στέγνωναν τα ρούχα των άλλων ορειβατών. Γύρω στα πέντε άτομα ήταν οι άλλοι επισκέπτες με αντικείμενο συζήτησης τις πορείες και τις αναρριχήσεις. Απλώσαμε κι εμείς τα ρούχα μας να στεγνώσουν κι όσα δεν μπορούσαμε να βγάλουμε, στέγνωναν πάνω μας. Το μοναδικό μενού ήταν φασολάδα και μακαρονάδα. Το μαύρο κρασί που τα συνόδευε και ο δυνατός καφές στο τέλος μας συνέφεραν. Πλησίαζε τρεις το απόγευμα κι είχε αρχίσει να σκοτεινιάσει. Άστοχη ερώτηση: -Γιατί δεν ανοίγετε τα φώτα να βλέπουμε να φάμε; -Τι λέτε; Φώτα εδώ στα βουνά; Πρέπει να σκοτεινιάσει καλά…(αν θυμάμαι καλά είχαν μόνο ηλεκτρογεννήτρια) Η βροχή τώρα είχε δυναμώσει. Η αίθουσα απ΄ έξω είχε στέγαστρο που σε προστάτευε από τη βροχή, κι έτσι μπορούσες να αισθανθείς το άρωμα του ποτισμένου χώματος ανακατεμένο με αυτό του δάσους.
Λίγα λεπτά μετά την άφιξη μας, ένα κάτασπρο σαν μπαμπάκι πυκνό σύννεφο κάλυψε όλη την περιοχή κάτω από το καταφύγιο, κι έφτανε μέχρι το τελευταίο σκαλάκι της πλακόστρωτης αυλής. Μονοπάτι, δένδρα, πλαγιές, οτιδήποτε υπήρχε χαμηλότερα απ’ εμάς, έγινε αόρατο απ΄ αυτό το μοναδικό θέαμα. Το βάθος του σύννεφου δεν μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε. Γίναμε αόρατοι απ’ οποιαδήποτε ύπαρξη που υπήρχε κάτω απ’ εμάς. Σαν να ήμασταν στην κατοικία των Θεών.
Σε κάποια στιγμή, ένας ψηλός γεροδεμένος και καλά ντυμένος άνδρας αποχαιρέτισε τη παρέα και ξεκίνησε για πιο ψηλές βουνοκορφές με τις ευχές των υπολοίπων. Από την πλακόστρωτη αυλή ανέβηκε μερικά σκαλοπάτια και χάθηκε μέσα στη βροχή και στην ομίχλη.
Αργότερα το άσπρο σύννεφο διαλύθηκε αλλά η βροχή συνεχιζόταν λιγότερη αλλά σταθερή. Τρία άτομα όλοι άνδρες γύρω στα 45-50, ντυμένοι με αδιάβροχα πήραν το δρόμο της επιστροφής απ’ το μονοπάτι που ήλθαμε. Μισή ώρα μετά απ΄ αυτούς κι αφού είχαμε συμπληρώσει τρεις ώρες στο καταφύγιο πήραμε το ίδιο μονοπάτι για την επιστροφή με τα καπέλα και τις ομπρέλες ανοιχτές. Στο κατηφορικό μονοπάτι τα πόδια μας πήγαιναν από μόνα τους. Άγχος και πίεση δεν υπήρχε. Ο ρυθμός μας αυξήθηκε, η βροχή λιγόστεψε, η παρέα σκορπίστηκε. Βαδίζαμε κατά βούληση γιατί ο δρόμος μας ήταν γνωστός. Σε λίγο άρχισαν τα τραγούδια, οι φωνές και τα πειράγματα. Ευκαιρία για εκτόνωση. Ήμασταν ξανά οι μόνοι οδοιπόροι.
Κάποια στιγμή ακούσαμε ομιλίες και φωνές που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από πού έρχονταν. Σε μια στροφή είδαμε τα τρία άτομα που ξεκίνησαν πριν από μας, να κατηφορίζουν ήρεμα. -Μπα!!! Συναντάμε και προσπερνάμε!!! Κρυφά χαχανητά απ’ τη παρέα μας για την επιτυχία. Πλησιάσαμε. –Πρώτη φορά βλέπουμε ανάβαση στο Όλυμπο με ομπρέλες!!! -Και με καλοκαιρινά, απαντάμε. Μετά από μικρή ξεκούραση στη σύντομη συζήτηση γνωριμίας συνεχίσαμε το κατήφορο. Φτάσαμε στη Πριόνια σε δυο ώρες και δεκαπέντε λεπτά. Δηλαδή, δεκαπέντε λεπτά γρηγορότερα απ΄ ότι λέγανε οι πληροφορίες του φυλλαδίου. Το αυτοκίνητο, μας περίμενε. Πήραμε μια ανάσα, δροσιστήκαμε στην πηγή, κι αποχαιρετίσαμε το βουνό των Θεών. Ο τρίτος στόχος της εκδρομής μας στην ηπειρωτική Ελλάδα είχε επιτευχθεί. Ήταν κι’ αυτή μια μέρα διαφορετική απ’ ότι οι άλλες. Είχαμε πέσει έξω απ’ το σχεδιασμό του προγράμματος της ημέρας αλλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, εξ άλλου δεν επηρέασε το ταξίδι μας. . Μετά από μια στάση στο Λιτόχωρο ξαναγυρίσαμε και διανυχτερεύσαμε στο χτεσινό κάμπινγκ.
Την επόμενη μέρα νωρίς το πρωί, επήγαμε και είδαμε το άγνωστο μέχρι τότε σε μας αρχαίο Δίον. Εύλογη η απορία μου, πως μια τέτοια μεγάλη περιοχή με αρχαιότητες δεν μου ήταν γνωστή, όταν υπάρχουν μικρότερες αλλά περισσότερο γνωστές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η έκταση του χώρου μας θύμισε την αρχαία Νικόπολη που είδαμε πριν μερικές μέρες. Οι ανασκαφές σε πολλά σημεία συνεχίζονταν. Ήταν σημαντική περιοχή κατά την αρχαιότητα, που πήρε το όνομα από τον θεό Δία. Απ΄ εδώ ξεκινούσαν οι στρατιές του Μ. Αλεξάνδρου για τα βάθη της Ασίας, αφού πρώτα θυσίαζαν στον θεό. Πολύωρη ήταν η παραμονή μας σ΄ αυτό τον όμορφο χώρο που είχε και μουσείο.
Εδώ τέλειωσε ουσιαστικά η εκδρομή μας, οι διακοπές μας στην Ελλάδα. Πήραμε τον εθνικό για Αθήνα με μια στάση, ήταν πρώτη φορά για όλους μας, στα θαυμάσια Τέμπη όπου προσπαθούσαμε όσο μπορούσαμε να αποφεύγουμε τους μικροπωλητές και τα μαγαζιά με τις μυρουδιές, τις φωνές και τις τεχνικές πραμάτειες, διατηρώντας ανέπαφη την εικόνα της ελληνικής φύσης που είχαμε μέσα μας. Στα Τέμπη κλείσαμε το οδοιπορικό μας με μια τελευταία γεύση από πλατάνια, γεφύρια και ποτάμια.
Κάναμε ένα προσκύνημα στους ήρωες του μνημείου των Θερμοπυλών και συνεχίσαμε οδηγώντας σ΄ ένα τοπίο που μας έφερνε κατήφεια, όταν βλέπαμε πάνω του την ανθρώπινη παρέμβαση που γινόταν πυκνότερη όσο πλησιάζαμε Αθήνα. Κι όταν το βράδυ οδηγούσαμε μέσα στους δρόμους της πόλης, μια μελαγχολία μας είχε κυριεύσει για το όμορφο όνειρο που τέλειωσε. Η μελαγχολία μετριάστηκε από την υπόσχεση να το ξανακάνουμε, και ξεχάστηκε από τη ζεστή υποδοχή των γνωστών μας προσώπων που μας περίμεναν.
Λίγα λεπτά μετά την άφιξη μας, ένα κάτασπρο σαν μπαμπάκι πυκνό σύννεφο κάλυψε όλη την περιοχή κάτω από το καταφύγιο, κι έφτανε μέχρι το τελευταίο σκαλάκι της πλακόστρωτης αυλής. Μονοπάτι, δένδρα, πλαγιές, οτιδήποτε υπήρχε χαμηλότερα απ’ εμάς, έγινε αόρατο απ΄ αυτό το μοναδικό θέαμα. Το βάθος του σύννεφου δεν μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε. Γίναμε αόρατοι απ’ οποιαδήποτε ύπαρξη που υπήρχε κάτω απ’ εμάς. Σαν να ήμασταν στην κατοικία των Θεών.
Σε κάποια στιγμή, ένας ψηλός γεροδεμένος και καλά ντυμένος άνδρας αποχαιρέτισε τη παρέα και ξεκίνησε για πιο ψηλές βουνοκορφές με τις ευχές των υπολοίπων. Από την πλακόστρωτη αυλή ανέβηκε μερικά σκαλοπάτια και χάθηκε μέσα στη βροχή και στην ομίχλη.
Αργότερα το άσπρο σύννεφο διαλύθηκε αλλά η βροχή συνεχιζόταν λιγότερη αλλά σταθερή. Τρία άτομα όλοι άνδρες γύρω στα 45-50, ντυμένοι με αδιάβροχα πήραν το δρόμο της επιστροφής απ’ το μονοπάτι που ήλθαμε. Μισή ώρα μετά απ΄ αυτούς κι αφού είχαμε συμπληρώσει τρεις ώρες στο καταφύγιο πήραμε το ίδιο μονοπάτι για την επιστροφή με τα καπέλα και τις ομπρέλες ανοιχτές. Στο κατηφορικό μονοπάτι τα πόδια μας πήγαιναν από μόνα τους. Άγχος και πίεση δεν υπήρχε. Ο ρυθμός μας αυξήθηκε, η βροχή λιγόστεψε, η παρέα σκορπίστηκε. Βαδίζαμε κατά βούληση γιατί ο δρόμος μας ήταν γνωστός. Σε λίγο άρχισαν τα τραγούδια, οι φωνές και τα πειράγματα. Ευκαιρία για εκτόνωση. Ήμασταν ξανά οι μόνοι οδοιπόροι.
Κάποια στιγμή ακούσαμε ομιλίες και φωνές που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από πού έρχονταν. Σε μια στροφή είδαμε τα τρία άτομα που ξεκίνησαν πριν από μας, να κατηφορίζουν ήρεμα. -Μπα!!! Συναντάμε και προσπερνάμε!!! Κρυφά χαχανητά απ’ τη παρέα μας για την επιτυχία. Πλησιάσαμε. –Πρώτη φορά βλέπουμε ανάβαση στο Όλυμπο με ομπρέλες!!! -Και με καλοκαιρινά, απαντάμε. Μετά από μικρή ξεκούραση στη σύντομη συζήτηση γνωριμίας συνεχίσαμε το κατήφορο. Φτάσαμε στη Πριόνια σε δυο ώρες και δεκαπέντε λεπτά. Δηλαδή, δεκαπέντε λεπτά γρηγορότερα απ΄ ότι λέγανε οι πληροφορίες του φυλλαδίου. Το αυτοκίνητο, μας περίμενε. Πήραμε μια ανάσα, δροσιστήκαμε στην πηγή, κι αποχαιρετίσαμε το βουνό των Θεών. Ο τρίτος στόχος της εκδρομής μας στην ηπειρωτική Ελλάδα είχε επιτευχθεί. Ήταν κι’ αυτή μια μέρα διαφορετική απ’ ότι οι άλλες. Είχαμε πέσει έξω απ’ το σχεδιασμό του προγράμματος της ημέρας αλλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, εξ άλλου δεν επηρέασε το ταξίδι μας. . Μετά από μια στάση στο Λιτόχωρο ξαναγυρίσαμε και διανυχτερεύσαμε στο χτεσινό κάμπινγκ.
Την επόμενη μέρα νωρίς το πρωί, επήγαμε και είδαμε το άγνωστο μέχρι τότε σε μας αρχαίο Δίον. Εύλογη η απορία μου, πως μια τέτοια μεγάλη περιοχή με αρχαιότητες δεν μου ήταν γνωστή, όταν υπάρχουν μικρότερες αλλά περισσότερο γνωστές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η έκταση του χώρου μας θύμισε την αρχαία Νικόπολη που είδαμε πριν μερικές μέρες. Οι ανασκαφές σε πολλά σημεία συνεχίζονταν. Ήταν σημαντική περιοχή κατά την αρχαιότητα, που πήρε το όνομα από τον θεό Δία. Απ΄ εδώ ξεκινούσαν οι στρατιές του Μ. Αλεξάνδρου για τα βάθη της Ασίας, αφού πρώτα θυσίαζαν στον θεό. Πολύωρη ήταν η παραμονή μας σ΄ αυτό τον όμορφο χώρο που είχε και μουσείο.
Εδώ τέλειωσε ουσιαστικά η εκδρομή μας, οι διακοπές μας στην Ελλάδα. Πήραμε τον εθνικό για Αθήνα με μια στάση, ήταν πρώτη φορά για όλους μας, στα θαυμάσια Τέμπη όπου προσπαθούσαμε όσο μπορούσαμε να αποφεύγουμε τους μικροπωλητές και τα μαγαζιά με τις μυρουδιές, τις φωνές και τις τεχνικές πραμάτειες, διατηρώντας ανέπαφη την εικόνα της ελληνικής φύσης που είχαμε μέσα μας. Στα Τέμπη κλείσαμε το οδοιπορικό μας με μια τελευταία γεύση από πλατάνια, γεφύρια και ποτάμια.
Κάναμε ένα προσκύνημα στους ήρωες του μνημείου των Θερμοπυλών και συνεχίσαμε οδηγώντας σ΄ ένα τοπίο που μας έφερνε κατήφεια, όταν βλέπαμε πάνω του την ανθρώπινη παρέμβαση που γινόταν πυκνότερη όσο πλησιάζαμε Αθήνα. Κι όταν το βράδυ οδηγούσαμε μέσα στους δρόμους της πόλης, μια μελαγχολία μας είχε κυριεύσει για το όμορφο όνειρο που τέλειωσε. Η μελαγχολία μετριάστηκε από την υπόσχεση να το ξανακάνουμε, και ξεχάστηκε από τη ζεστή υποδοχή των γνωστών μας προσώπων που μας περίμεναν.
Attachments
-
34,8 KB Προβολές: 169