Grerena
Member
- Μηνύματα
- 1.407
- Likes
- 19.805
- Επόμενο Ταξίδι
- Μαδρίτη πάλι :)
- Ταξίδι-Όνειρο
- Tromso, Las Vegas
MECHELEN
Τώρα θα πρέπει να “δικαιολογήσω” και την τρίτη μας στάση, αυτή του Mechelen. Η στάση αυτή στην πρώτη πρωτεύουσα της χώρας έγινε για … πολλούς λόγους. Οι δύο σημαντικότεροι ήταν το beguinage και ο πύργος του καθεδρικού ναού Saint Rumbold. Και τα δύο ανήκουν στην κληρονομιά της Unesco.
Ο καθεδρικός ναός του Saint Rumbold στο Mechelen είναι η έδρα της Αρχιεπισκοπής του Βελγίου ή, με άλλα λόγια, η πιο σημαντική εκκλησία σε ολόκληρη τη χώρα. Ο πύργος της εκκλησίας είναι 97 μέτρα ψηλός και χρησιμεύει ως πύργος εκκλησίας και καμπαναριό. Η ανάβασή προς την κορυφή του πύργου είναι πολύ δημοφιλής. Η μεγάλη σημασία αυτού του πύργου φαίνεται και από το ότι υπάρχουν 98 καμπάνες και οι άνθρωποι όπως ο Louis XV, ο Napoléon Bonaparte και μερικοί Βέλγοι βασιλιάδες και βασίλισσες έχουν αναρριχηθεί μέχρι την κορυφή του. Τώρα είχε έρθει και η δική μας η σειρά!
Με το που παρκάραμε στο κεντρικότατο υπόγειο parking της πόλης, το πρώτο μας μέλημα ήταν να τρέξουμε προς τον καθεδρικό προκειμένου να προλάβουμε ανοιχτή την είσοδο του καμπαναριού. Η ώρα ήταν πέντε παρά ένα και κάτι μου έλεγε ότι δεν θα έχει επιτυχία το εγχείρημα. Οι πόρτες της εκκλησίας ήταν ορθάνοιχτες όχι όμως και του πύργου. Δεν υπήρχε πουθενά ούτε γκισέ, ούτε άνθρωπος για να ρωτήσω. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε ούτε και πόρτα για τον πύργο. Εννοώ κλασική πόρτα που να μπορείς να παραβιάσεις. Υπήρχε μόνο μια γυάλινη διπλή θυρίδα που άνοιγε με την εισαγωγή μιας κάρτας – εισιτηρίου σε μια συγκεκριμένη υποδοχή. Πολύ διάσημος και προχωρημένος πύργος. Που είναι οι κλασικές πόρτες των εκκλησιών της Ρουμανίας που και κλειστά που ήταν έσπρωχνες λίγο την πορτούλα ή έβρισκες τον "κλειδοκράτορα" και έμπαινες μέσα. Το θέμα είναι ότι δεν έβρισκα και έναν άνθρωπο για να ρωτήσω ή έστω να πιέσω για να μου ανοίξει. Μπορεί και γι' αυτό να μην υπήρχε κανένας ... Για να αποφύγει τις πιέσεις από ανθρώπους σαν και μένα.
Μεγάλη απογοήτευση που δεν πρόλαβα να ανέβω. Όχι ότι δεν μπορείς να θαυμάσεις την ομορφιά αυτού του πύργου από κάτω. Ειδικά αργότερα που το είδαμε και φωταγωγημένο … ήταν υπέροχο. Αλλά να είναι που είχα διαβάσει ότι στην κορυφή του είχε ένα γυάλινο πρόβολο τύπου skywalker και από εκεί έβλεπες το Mechelen από ψηλά. Κρίμα!
Το εσωτερικό της εκκλησίας....
και το πάρκο ακριβώς έξω από τον Saint Rumbold. Το κίτρινο ανθρωπάκι μόλις έπεσε από το καμπαναριό...!
Σειρά είχε τώρα το beguinage (Begijnhof) της πόλης.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρω μερικά στοιχεία για τα beguinage του Βελγίου.
Το beguinages ήταν μικρά χωριά μέσα στην πόλη. Είχαν δικό τους φούρνο, ζυθοποιείο, γηροκομείο και εκκλησία. Τα beguinages ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών, προκειμένου να στεγάσουν τις γυναίκες των σταυροφόρων, οι οποίοι δεν επέστρεφαν ποτέ πίσω. Τα μοναστήρια δεν δέχονταν παρά μόνο αριστοκράτισσες, πλούσιες ή υγιείς γυναίκες. Οι υπόλοιπες ζούσαν όλες μαζί στο beguinage και μάλιστα χωρίς να δίνουν τους διαρκείς όρκους της υπακοής και της αγνότητας, όπως στα μοναστήρια. Έτσι ξεκίνησαν τα beguinge στην Φλάνδρα.
Οι κάτοικοι του beguinage έπρεπε να εργαστούν για να ζήσουν, γεγονός που αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους η δαντέλα έγινε μια από τις σημαντικότερες δραστηριότητες του 17αι. Έτσι το beguinage διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη βιομηχανία δαντέλας του Mechelen, αλλά και σε άλλες πόλεις του Βελγίου.
Στην πραγματικότητα, δεκατρείς από αυτές τις ζωντανές κοινότητες για τις Φλαμανδικές Beguines έχουν προστεθεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και η ιστορική πόλη του Mechelen έχει ακόμη δύο, το μεγάλο και το μικρό Begijnhof.
Έτσι και εμείς χωθήκαμε μέσα στα στενά ψάχνοντας το beguinage. Το beguinage ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση από την Grotte Markt, στην οποία ήθελε να κατευθυνθεί η παρέα μου. Ένιωσα ότι την …έσερνα για λίγο. Προχωρώντας μπροστά σε κάποια απόσταση ψάχνοντας, άκουγα από πίσω μου κάτι μουρμούρες του τύπου: «που πάμε από εδώ; τι θα συναντήσουμε τώρα; δεν είναι καλύτερα να πάμε για κανένα καφέ;»
Ψάχνoντας το beguinage...
Η ιδιαιτερότητα του Begijnhof του Mechelen είναι ότι δεν είναι ένα οριοθετημένο οικιστικό συγκρότημα μέσα στην πόλη, αλλά πολλά σπιτάκια σε μια γειτονιά που καλύπτει περίπου δυο – τρεις δρόμους. Στη μέση ενός από αυτούς τους δρόμους βρίσκεται η εκκλησία των beguinages. Μιλάμε όμως για δυο υπέροχους δρόμους με πανέμορφα σπιτάκια σε κόκκινο τούβλο και ψαμμίτη, περιτυλιγμένα με στενάκια, μικρές πλατείες, κήπους και πολλά λουλούδια. Έξω από τις περίτεχνες ξύλινες πόρτες τους ήταν κρεμασμένα μπουκέτα με λουλούδια και πολύ συχνά είχαν και υπέρθυρα στρογγυλά παράθυρα που “χάριζαν” πολύ στην εξωτερική τους εμφάνιση.
Πολλά από αυτά (όπως το παρακάτω) είχαν και το χαρακτηριστικό σήμα του παραδοσιακού σπιτιού...
Κάπου ανάμεσα στα στενά συναντήσαμε και μια ζυθοποιεία. The Anker brewery είναι ένα από τα αξιοθέατα του Mechelen, την οποία μπορείς να επισκεφτείς για ξενάγηση κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τέτοια ώρα που είμαστε εμείς εκεί, μόνο για μπύρα θα μπορούσαμε να σταματήσουμε, στην κατάμεστη από κόσμο μπυραρία της … αλλά μας περίμενε και ο Bocelli...
Το Mechelen έχει δύο beguinage. Το μικρό και το μεγάλο. Δεν ξέρω σε ποιο από τα δύο βρεθήκαμε εμείς, αλλά ξέρω ότι είδαμε μια πανέμορφη γειτονιά, πολλά σπίτια της οποίας κατοικούνταν, γιατί έβλεπα φως πίσω από τα κουρτινάκια και ποδήλατα παρκαρισμένα απ’ έξω.
Η ικανοποίηση μου ότι είδαμε κάτι σημαντικό ενισχύθηκε όταν βγαίνοντας από τα σοκάκια, μας σταμάτησαν για να μας ρωτήσουν κάποιοι (Ολλανδοί ή Σκανδιναβοί) αν ξέρουμε που είναι τα beguinage. Και φυσικά και ξέραμε … και έτσι δώσαμε και τις τουριστικές πληροφορίες, ως "παλιοί" στο Βέλγιο.
Μετά από αυτό … η παρέα μου μάλλον κατάλαβε ότι άξιζε τον κόπο η βόλτα αυτή, αφού και άλλοι έψαχναν τα beguinage που έψαχνα και εγώ.
Με τη νύχτα που ήρθε ... ανάψανε και τα φώτα του πύργου...
Σειρά είχε η βόλτα στην Grotte Markt. Η κεντρική πλατεία ήταν τριγυρισμένη από τα χαρακτηριστικά σπίτια της Φλάνδρας και στο κέντρο της δέσποζε ένα πολυφωταγωγημένο δεντράκι, για το οποίο το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι ξέμεινε από τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Όλο αυτό το σκηνικό το απολαύσαμε με μουσική υπόκρουση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της βόλτας μας ακούγονταν από το καμπαναριό (belfry) μελωδίες από τις καμπάνες. Όχι το γνωστό ντινγκ – ντονγκ που έχουμε εμείς. Μιλάμε για μ ο υ σ ι κ ή ! Δεν έχω ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Ήταν μια μελωδία σαν αυτήν που ακούμε από τα εκκλησιαστικά όργανα, μόνο που εδώ τα όργανα ήταν … καμπάνες.


Και τότε ήταν που θυμήθηκα την ύπαρξη της σχολής καμπανολογίας του Mechelen. Ήταν κάτι που είχα μάθει για το Mechelen ψάχνοντας, αλλά το ξέχασα γρήγορα, αφού δεν ήταν κάτι που μπορούσα να επισκεφτώ. Εκείνη όμως (η μουσική) μπορούσε να επισκεφτεί … τα αυτιά μου!
Η τέχνη της παραγωγής της μουσικής με καμπάνες, η «καμπανολογία» δηλαδή, διδάσκεται παραδοσιακά στην πόλη του Mechelen. Η πόλη φιλοξενεί μια παγκοσμίου φήμης σχολή «καμπανολογίας». Ιδρύθηκε το 1922 από τον Carillonneur Jef Denyn και η τεχνική αυτή ονομάστηκε Carillon. Προσελκύει φοιτητές από όλο τον κόσμο για να μάθουν την τέχνη του carillon. Η Σχολή Carillon είναι ένα πρόγραμμα καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, η οποία αναγνωρίζεται από το Υπουργείο Παιδείας της Φλαμανδικής Κοινότητας. Το πρόγραμμα σπουδών περιλαμβάνει θεωρία, τεχνική, σύνθεση, καμπαναλογία, πιάνο αρμονία και φωνητικά. Η τεχνική της καμπανολογίας της συγκεκριμένης σχολής ανήκει στην άυλη κληρονομιά της Unesco.
Και να που η ίδια η Carillon μας επισκέφτηκε απρόσμενα. Σαν άυλη κληρονομιά που είναι … αντήχησε στα αυτιά μας απλά και μόνο επειδή βρεθήκαμε στην πόλη του Mechelen.
Τώρα που το σκέπτομαι, οι καμπάνες άρχισαν να ηχούν αφού έκλεισε η είσοδος για το καμπαναριό. Προφανώς νωρίτερα που ο πύργος θα είχε επισκέπτες δεν θα μπορούσαν να παίξουν γιατί απλά θα «κουφαίνονταν» οι επισκέπτες. Άρχισαν τώρα να παίζουν που δεν είχαν κόσμο. Δηλαδή ή το ένα ή το άλλο θα πετυχαίναμε. Αν ερχόμασταν νωρίτερα δεν θα τις ακούγαμε. Πάλι βρήκα δικαιολογία για να μου χρυσώσω το χάπι (που δεν πρόλαβα ανοιχτό το καμπαναριό).
Μια μικρή στάση για καφέ ήταν επιβεβλημένη. Μπήκαμε στο καφέ 5:50 το απόγευμα. Με το που μας σερβίρανε το τσάι μας στις 6:00 ακριβώς έβαλε πινακίδα: “closed”.
«Μην ανησυχείτε» μας λέει. «Πιείτε το τσάι σας. Δεν σας διώχνουμε».
Είναι πάντως λίγο τρομαχτικό το ότι όλα κλείνουν τόσο νωρίς.
Η Βελγική βάφλα συνόδεψε το τσάι μας...
Ήπιαμε το τσάι μας, πήρα και μερικές φωτογραφίες το νυχτερινό και φωταγωγημένο με πράσινο φως καμπαναριό, πήραμε τέλος και το αυτοκίνητό μας και φύγαμε πια για Αμβέρσα, η οποία ήταν πλέον πολύ κοντά μας.
Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ
Είμαστε εντάξει και στους χρόνους μας, οπότε τώρα μας είχε αρχίσει να μας διακατέχει ο ενθουσιασμός της επερχόμενης συναυλίας.
Όμως λογαριάζαμε "χωρίς τον ξενοδόχο", για μιαν ακόμη φορά.
Συναντήσαμε πολύ κίνηση στην είσοδο της πόλης. Λόγω του ότι είναι μεγάλη πόλη και λιμάνι; λόγω του ότι ήταν Σάββατο; λόγω του ότι είχε συναυλία ο Boccelli; Εμείς στο κατάλυμά μας φτάσαμε στις 7:00. Μέχρι να κάνουμε check in, να φτιάξουμε ένα ρόφημα να πιούμε, να παρκάρουμε το αυτοκίνητο… δεν καταλάβαμε για πότε πέρασε η ώρα και έφτασε οκτώ παρά πέντε. Έπρεπε πια να βιαστούμε. Η συναυλία δινόταν στο Sportpalais, το οποίο βρισκόταν σε μιαν απόσταση που δεν γινόταν να την κάνουμε με τα πόδια. Ο ξενοδόχος μας συμβούλεψε να πάμε με το τραμ.
«Θα πάρετε το τραμ Νο 12. Περνάει κάθε 12’ και κάνει 12’ να φτάσει.»
«Μη διανοηθείτε να πάτε με το αυτοκίνητο. Θα φτάσετε σε τρεις ώρες». Τρεις φορές μας το είπε. Όσα και τα 12άρια. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι το καταλάβαμε.
«Τραμ Νο 12, κάθε 12’ και σε 12’». «Όλο το τραμ στην αρένα θα κατέβει».
Κάτι θα ξέρει παραπάνω, σκεφτήκαμε και εμείς και ακολουθήσαμε τη συμβουλή του.
Και πάμε στη στάση. Και περιμένουμε και περιμένουμε, αλλά που το τραμ; Όταν πια αρχίσαμε να μας ζώνουν τα φίδια, κατά τις 8:20 πια, αποφασίζουμε να πάρουμε το αυτοκίνητο (που είχαμε κάνει τόση ώρα νωρίτερα να το παρκάρουμε) και φύγαμε για το Sportpalais. Τώρα φταίει που ήταν αργά; φταίει το ότι το άγχος μας είχε κάνει τούρμπο; Εμείς πάντως φτάσαμε πολύ γρήγορα, προσπεράσαμε και μια ουρά στην είσοδο του parking ελληνοπρεπώς και μπήκαμε γρήγορα μέσα και τελικά 8:45 είμαστε μέσα. Και μόλις μπήκαμε, αμέσως μετά τις τελευταίες νότες του "La Traviata" έκανε διάλειμμα. Διάλειμμα; Τι εννοεί; Κιόλας; Καλά τι ώρα άρχισε; Κοιτάμε το πρόγραμμα και τι να δούμε; Η συναυλία είχε αρχίσει στις 8:00. …Κλαψ. Μεγάλη ήττα. Είμαστε απαράδεκτοι. Ήρθαμε από τόσο μακριά για να τον δούμε και … τον χάσαμε!




Η κίνηση έφταιγε; Τα αξιοθέατα που προηγήθηκαν; Ο ξενοδόχος που μας έπρηξε με τα 12 λεπτά του; Ότι και να ήταν εμείς … πολύ στεναχωρηθήκαμε.
Με τα φώτα του διαλείμματος βρήκαμε τις θέσεις μας, που ήταν πάνω διάζωμα και πλάγια και περιμέναμε το δεύτερο μέρος.
Δεν ξέρω πως ήταν το πρώτο μέρος (πολύ θα ήθελα να μου έλεγε κάποιος ότι ήταν χάλια, ότι δεν άξιζε, ότι δεν χάσαμε και τίποτα – πράγμα που δεν γίνεται), αλλά το δεύτερο μέρος ήταν ε κ π λ η κ τ ι κ ό! Ο Boccelli ήταν απλά Θεός. Προφανώς το δεύτερο μέρος ήταν σαφώς μεγαλύτερο από το πρώτο, αφού διήρκησε μιάμιση ώρα. Ακούσαμε 19 κομμάτια στη σειρά. Στα 16 τραγούδησε ο “Θεός”. Συγκίνηση, ένταση ρίγος… όλα τα ένιωσα. Μαζί με εμένα και όλο το γήπεδο. Το οποίο γήπεδο ήταν 25 χιλιάδων ατόμων και κατάμεστο!
Όταν μάλιστα έφτασε η ώρα του “Con Te Partiro” το γήπεδο φωτίστηκε πραγματικά από τους αναπτήρες που ανάψανε και κινούνταν ρυθμικά σύμφωνα με τη μουσική. Καλά! 25.000 αναπτήρες; Που βρέθηκαν; Όλοι καπνίζουν;


Ήταν μια πάρα πολύ όμορφη εμπειρία. Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η φωνή του.
Κατά τις 10:30 τελείωσε η συναυλία. Εμείς κινηθήκαμε πολύ νωχελικά και βγήκαμε έξω από τους τελευταίους. Λες και θα κερδίζαμε το χαμένο χρόνο της αρχής. Βρήκαμε και ένα ξεχασμένο ζευγάρι κιάλια … το οποίο κρατήσαμε για λάφυρο … για την επόμενη συναυλία…

Παρκάραμε κοντά στο κατάλυμά μας και αποφασίσαμε να πάμε μέχρι το σταθμό μήπως και βρούμε κάτι να φάμε. Με σνακ είμαστε από το πρωί και πολύ θα θέλαμε να βρίσκαμε κάπου να φάμε τις περιβόητες πατάτες με σως του Βελγίου. Αλλά τέτοια ώρα … ήταν θαύμα που πετύχαμε ανοιχτά τα Mc Donalds του σταθμού. Του γνωστού πανέμορφου σταθμού της Αμβέρσας που το βράδυ είναι και λίγο κακόφημα στα πέριξ του. Πολύ θα ήθελα να πλησιάσω και να τον δω από λίγο πιο κοντά και να τον αποθανατίσω για μιαν ακόμη φορά, αλλά θυμήθηκα το πάθημά μας την τελευταία φορά που βρέθηκα βράδυ κοντά σε σταθμό, σε πόλη-λιμάνι και … “μαζεύτηκα”. («
Cinque Terre Λιγουρίας και Λίμνες Λομβαρδίας σε ένα.»)
Ντροπή μας ξεντροπή μας φάγαμε στα Mc Donalds. Συνάντησα όμως και κάτι που δεν είχα ξαναπετύχει. Έναν μοντέρνο τρόπο παραγγελίας, την οποία παραγγελία την κάναμε μόνοι μας από τεράστιες touch screen οθόνες, εύκολα και γρήγορα. Αφού "γεμίσαμε" με πατάτες και σάντουιτς, φύγαμε με γοργό βήμα για το κατάλυμα, προσπερνώντας τα καζίνο και κάτι "μπαράκια", γιατί η γειτονιά τέτοια ώρα ήταν και λίγο αγριευτική.
Το βράδυ μας νανούρισε η μουσική της συναυλίας που είχαμε καταγράψει με κινητά και κάμερες ... έως ότου έπεσε η μπαταρία...

Τώρα θα πρέπει να “δικαιολογήσω” και την τρίτη μας στάση, αυτή του Mechelen. Η στάση αυτή στην πρώτη πρωτεύουσα της χώρας έγινε για … πολλούς λόγους. Οι δύο σημαντικότεροι ήταν το beguinage και ο πύργος του καθεδρικού ναού Saint Rumbold. Και τα δύο ανήκουν στην κληρονομιά της Unesco.
Ο καθεδρικός ναός του Saint Rumbold στο Mechelen είναι η έδρα της Αρχιεπισκοπής του Βελγίου ή, με άλλα λόγια, η πιο σημαντική εκκλησία σε ολόκληρη τη χώρα. Ο πύργος της εκκλησίας είναι 97 μέτρα ψηλός και χρησιμεύει ως πύργος εκκλησίας και καμπαναριό. Η ανάβασή προς την κορυφή του πύργου είναι πολύ δημοφιλής. Η μεγάλη σημασία αυτού του πύργου φαίνεται και από το ότι υπάρχουν 98 καμπάνες και οι άνθρωποι όπως ο Louis XV, ο Napoléon Bonaparte και μερικοί Βέλγοι βασιλιάδες και βασίλισσες έχουν αναρριχηθεί μέχρι την κορυφή του. Τώρα είχε έρθει και η δική μας η σειρά!
Με το που παρκάραμε στο κεντρικότατο υπόγειο parking της πόλης, το πρώτο μας μέλημα ήταν να τρέξουμε προς τον καθεδρικό προκειμένου να προλάβουμε ανοιχτή την είσοδο του καμπαναριού. Η ώρα ήταν πέντε παρά ένα και κάτι μου έλεγε ότι δεν θα έχει επιτυχία το εγχείρημα. Οι πόρτες της εκκλησίας ήταν ορθάνοιχτες όχι όμως και του πύργου. Δεν υπήρχε πουθενά ούτε γκισέ, ούτε άνθρωπος για να ρωτήσω. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε ούτε και πόρτα για τον πύργο. Εννοώ κλασική πόρτα που να μπορείς να παραβιάσεις. Υπήρχε μόνο μια γυάλινη διπλή θυρίδα που άνοιγε με την εισαγωγή μιας κάρτας – εισιτηρίου σε μια συγκεκριμένη υποδοχή. Πολύ διάσημος και προχωρημένος πύργος. Που είναι οι κλασικές πόρτες των εκκλησιών της Ρουμανίας που και κλειστά που ήταν έσπρωχνες λίγο την πορτούλα ή έβρισκες τον "κλειδοκράτορα" και έμπαινες μέσα. Το θέμα είναι ότι δεν έβρισκα και έναν άνθρωπο για να ρωτήσω ή έστω να πιέσω για να μου ανοίξει. Μπορεί και γι' αυτό να μην υπήρχε κανένας ... Για να αποφύγει τις πιέσεις από ανθρώπους σαν και μένα.
Το εσωτερικό της εκκλησίας....
και το πάρκο ακριβώς έξω από τον Saint Rumbold. Το κίτρινο ανθρωπάκι μόλις έπεσε από το καμπαναριό...!
Σειρά είχε τώρα το beguinage (Begijnhof) της πόλης.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρω μερικά στοιχεία για τα beguinage του Βελγίου.
Το beguinages ήταν μικρά χωριά μέσα στην πόλη. Είχαν δικό τους φούρνο, ζυθοποιείο, γηροκομείο και εκκλησία. Τα beguinages ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών, προκειμένου να στεγάσουν τις γυναίκες των σταυροφόρων, οι οποίοι δεν επέστρεφαν ποτέ πίσω. Τα μοναστήρια δεν δέχονταν παρά μόνο αριστοκράτισσες, πλούσιες ή υγιείς γυναίκες. Οι υπόλοιπες ζούσαν όλες μαζί στο beguinage και μάλιστα χωρίς να δίνουν τους διαρκείς όρκους της υπακοής και της αγνότητας, όπως στα μοναστήρια. Έτσι ξεκίνησαν τα beguinge στην Φλάνδρα.
Οι κάτοικοι του beguinage έπρεπε να εργαστούν για να ζήσουν, γεγονός που αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους η δαντέλα έγινε μια από τις σημαντικότερες δραστηριότητες του 17αι. Έτσι το beguinage διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη βιομηχανία δαντέλας του Mechelen, αλλά και σε άλλες πόλεις του Βελγίου.
Στην πραγματικότητα, δεκατρείς από αυτές τις ζωντανές κοινότητες για τις Φλαμανδικές Beguines έχουν προστεθεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και η ιστορική πόλη του Mechelen έχει ακόμη δύο, το μεγάλο και το μικρό Begijnhof.
Έτσι και εμείς χωθήκαμε μέσα στα στενά ψάχνοντας το beguinage. Το beguinage ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση από την Grotte Markt, στην οποία ήθελε να κατευθυνθεί η παρέα μου. Ένιωσα ότι την …έσερνα για λίγο. Προχωρώντας μπροστά σε κάποια απόσταση ψάχνοντας, άκουγα από πίσω μου κάτι μουρμούρες του τύπου: «που πάμε από εδώ; τι θα συναντήσουμε τώρα; δεν είναι καλύτερα να πάμε για κανένα καφέ;»
Ψάχνoντας το beguinage...
Η ιδιαιτερότητα του Begijnhof του Mechelen είναι ότι δεν είναι ένα οριοθετημένο οικιστικό συγκρότημα μέσα στην πόλη, αλλά πολλά σπιτάκια σε μια γειτονιά που καλύπτει περίπου δυο – τρεις δρόμους. Στη μέση ενός από αυτούς τους δρόμους βρίσκεται η εκκλησία των beguinages. Μιλάμε όμως για δυο υπέροχους δρόμους με πανέμορφα σπιτάκια σε κόκκινο τούβλο και ψαμμίτη, περιτυλιγμένα με στενάκια, μικρές πλατείες, κήπους και πολλά λουλούδια. Έξω από τις περίτεχνες ξύλινες πόρτες τους ήταν κρεμασμένα μπουκέτα με λουλούδια και πολύ συχνά είχαν και υπέρθυρα στρογγυλά παράθυρα που “χάριζαν” πολύ στην εξωτερική τους εμφάνιση.
Πολλά από αυτά (όπως το παρακάτω) είχαν και το χαρακτηριστικό σήμα του παραδοσιακού σπιτιού...
Κάπου ανάμεσα στα στενά συναντήσαμε και μια ζυθοποιεία. The Anker brewery είναι ένα από τα αξιοθέατα του Mechelen, την οποία μπορείς να επισκεφτείς για ξενάγηση κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τέτοια ώρα που είμαστε εμείς εκεί, μόνο για μπύρα θα μπορούσαμε να σταματήσουμε, στην κατάμεστη από κόσμο μπυραρία της … αλλά μας περίμενε και ο Bocelli...
Το Mechelen έχει δύο beguinage. Το μικρό και το μεγάλο. Δεν ξέρω σε ποιο από τα δύο βρεθήκαμε εμείς, αλλά ξέρω ότι είδαμε μια πανέμορφη γειτονιά, πολλά σπίτια της οποίας κατοικούνταν, γιατί έβλεπα φως πίσω από τα κουρτινάκια και ποδήλατα παρκαρισμένα απ’ έξω.
Η ικανοποίηση μου ότι είδαμε κάτι σημαντικό ενισχύθηκε όταν βγαίνοντας από τα σοκάκια, μας σταμάτησαν για να μας ρωτήσουν κάποιοι (Ολλανδοί ή Σκανδιναβοί) αν ξέρουμε που είναι τα beguinage. Και φυσικά και ξέραμε … και έτσι δώσαμε και τις τουριστικές πληροφορίες, ως "παλιοί" στο Βέλγιο.


Με τη νύχτα που ήρθε ... ανάψανε και τα φώτα του πύργου...
Σειρά είχε η βόλτα στην Grotte Markt. Η κεντρική πλατεία ήταν τριγυρισμένη από τα χαρακτηριστικά σπίτια της Φλάνδρας και στο κέντρο της δέσποζε ένα πολυφωταγωγημένο δεντράκι, για το οποίο το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι ξέμεινε από τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Όλο αυτό το σκηνικό το απολαύσαμε με μουσική υπόκρουση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της βόλτας μας ακούγονταν από το καμπαναριό (belfry) μελωδίες από τις καμπάνες. Όχι το γνωστό ντινγκ – ντονγκ που έχουμε εμείς. Μιλάμε για μ ο υ σ ι κ ή ! Δεν έχω ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Ήταν μια μελωδία σαν αυτήν που ακούμε από τα εκκλησιαστικά όργανα, μόνο που εδώ τα όργανα ήταν … καμπάνες.
Και τότε ήταν που θυμήθηκα την ύπαρξη της σχολής καμπανολογίας του Mechelen. Ήταν κάτι που είχα μάθει για το Mechelen ψάχνοντας, αλλά το ξέχασα γρήγορα, αφού δεν ήταν κάτι που μπορούσα να επισκεφτώ. Εκείνη όμως (η μουσική) μπορούσε να επισκεφτεί … τα αυτιά μου!
Η τέχνη της παραγωγής της μουσικής με καμπάνες, η «καμπανολογία» δηλαδή, διδάσκεται παραδοσιακά στην πόλη του Mechelen. Η πόλη φιλοξενεί μια παγκοσμίου φήμης σχολή «καμπανολογίας». Ιδρύθηκε το 1922 από τον Carillonneur Jef Denyn και η τεχνική αυτή ονομάστηκε Carillon. Προσελκύει φοιτητές από όλο τον κόσμο για να μάθουν την τέχνη του carillon. Η Σχολή Carillon είναι ένα πρόγραμμα καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, η οποία αναγνωρίζεται από το Υπουργείο Παιδείας της Φλαμανδικής Κοινότητας. Το πρόγραμμα σπουδών περιλαμβάνει θεωρία, τεχνική, σύνθεση, καμπαναλογία, πιάνο αρμονία και φωνητικά. Η τεχνική της καμπανολογίας της συγκεκριμένης σχολής ανήκει στην άυλη κληρονομιά της Unesco.
Και να που η ίδια η Carillon μας επισκέφτηκε απρόσμενα. Σαν άυλη κληρονομιά που είναι … αντήχησε στα αυτιά μας απλά και μόνο επειδή βρεθήκαμε στην πόλη του Mechelen.
Τώρα που το σκέπτομαι, οι καμπάνες άρχισαν να ηχούν αφού έκλεισε η είσοδος για το καμπαναριό. Προφανώς νωρίτερα που ο πύργος θα είχε επισκέπτες δεν θα μπορούσαν να παίξουν γιατί απλά θα «κουφαίνονταν» οι επισκέπτες. Άρχισαν τώρα να παίζουν που δεν είχαν κόσμο. Δηλαδή ή το ένα ή το άλλο θα πετυχαίναμε. Αν ερχόμασταν νωρίτερα δεν θα τις ακούγαμε. Πάλι βρήκα δικαιολογία για να μου χρυσώσω το χάπι (που δεν πρόλαβα ανοιχτό το καμπαναριό).

Μια μικρή στάση για καφέ ήταν επιβεβλημένη. Μπήκαμε στο καφέ 5:50 το απόγευμα. Με το που μας σερβίρανε το τσάι μας στις 6:00 ακριβώς έβαλε πινακίδα: “closed”.
«Μην ανησυχείτε» μας λέει. «Πιείτε το τσάι σας. Δεν σας διώχνουμε».
Είναι πάντως λίγο τρομαχτικό το ότι όλα κλείνουν τόσο νωρίς.
Η Βελγική βάφλα συνόδεψε το τσάι μας...
Ήπιαμε το τσάι μας, πήρα και μερικές φωτογραφίες το νυχτερινό και φωταγωγημένο με πράσινο φως καμπαναριό, πήραμε τέλος και το αυτοκίνητό μας και φύγαμε πια για Αμβέρσα, η οποία ήταν πλέον πολύ κοντά μας.
Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ
Είμαστε εντάξει και στους χρόνους μας, οπότε τώρα μας είχε αρχίσει να μας διακατέχει ο ενθουσιασμός της επερχόμενης συναυλίας.
Όμως λογαριάζαμε "χωρίς τον ξενοδόχο", για μιαν ακόμη φορά.
Συναντήσαμε πολύ κίνηση στην είσοδο της πόλης. Λόγω του ότι είναι μεγάλη πόλη και λιμάνι; λόγω του ότι ήταν Σάββατο; λόγω του ότι είχε συναυλία ο Boccelli; Εμείς στο κατάλυμά μας φτάσαμε στις 7:00. Μέχρι να κάνουμε check in, να φτιάξουμε ένα ρόφημα να πιούμε, να παρκάρουμε το αυτοκίνητο… δεν καταλάβαμε για πότε πέρασε η ώρα και έφτασε οκτώ παρά πέντε. Έπρεπε πια να βιαστούμε. Η συναυλία δινόταν στο Sportpalais, το οποίο βρισκόταν σε μιαν απόσταση που δεν γινόταν να την κάνουμε με τα πόδια. Ο ξενοδόχος μας συμβούλεψε να πάμε με το τραμ.
«Θα πάρετε το τραμ Νο 12. Περνάει κάθε 12’ και κάνει 12’ να φτάσει.»
«Μη διανοηθείτε να πάτε με το αυτοκίνητο. Θα φτάσετε σε τρεις ώρες». Τρεις φορές μας το είπε. Όσα και τα 12άρια. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι το καταλάβαμε.
«Τραμ Νο 12, κάθε 12’ και σε 12’». «Όλο το τραμ στην αρένα θα κατέβει».
Κάτι θα ξέρει παραπάνω, σκεφτήκαμε και εμείς και ακολουθήσαμε τη συμβουλή του.
Και πάμε στη στάση. Και περιμένουμε και περιμένουμε, αλλά που το τραμ; Όταν πια αρχίσαμε να μας ζώνουν τα φίδια, κατά τις 8:20 πια, αποφασίζουμε να πάρουμε το αυτοκίνητο (που είχαμε κάνει τόση ώρα νωρίτερα να το παρκάρουμε) και φύγαμε για το Sportpalais. Τώρα φταίει που ήταν αργά; φταίει το ότι το άγχος μας είχε κάνει τούρμπο; Εμείς πάντως φτάσαμε πολύ γρήγορα, προσπεράσαμε και μια ουρά στην είσοδο του parking ελληνοπρεπώς και μπήκαμε γρήγορα μέσα και τελικά 8:45 είμαστε μέσα. Και μόλις μπήκαμε, αμέσως μετά τις τελευταίες νότες του "La Traviata" έκανε διάλειμμα. Διάλειμμα; Τι εννοεί; Κιόλας; Καλά τι ώρα άρχισε; Κοιτάμε το πρόγραμμα και τι να δούμε; Η συναυλία είχε αρχίσει στις 8:00. …Κλαψ. Μεγάλη ήττα. Είμαστε απαράδεκτοι. Ήρθαμε από τόσο μακριά για να τον δούμε και … τον χάσαμε!
Η κίνηση έφταιγε; Τα αξιοθέατα που προηγήθηκαν; Ο ξενοδόχος που μας έπρηξε με τα 12 λεπτά του; Ότι και να ήταν εμείς … πολύ στεναχωρηθήκαμε.
Με τα φώτα του διαλείμματος βρήκαμε τις θέσεις μας, που ήταν πάνω διάζωμα και πλάγια και περιμέναμε το δεύτερο μέρος.
Δεν ξέρω πως ήταν το πρώτο μέρος (πολύ θα ήθελα να μου έλεγε κάποιος ότι ήταν χάλια, ότι δεν άξιζε, ότι δεν χάσαμε και τίποτα – πράγμα που δεν γίνεται), αλλά το δεύτερο μέρος ήταν ε κ π λ η κ τ ι κ ό! Ο Boccelli ήταν απλά Θεός. Προφανώς το δεύτερο μέρος ήταν σαφώς μεγαλύτερο από το πρώτο, αφού διήρκησε μιάμιση ώρα. Ακούσαμε 19 κομμάτια στη σειρά. Στα 16 τραγούδησε ο “Θεός”. Συγκίνηση, ένταση ρίγος… όλα τα ένιωσα. Μαζί με εμένα και όλο το γήπεδο. Το οποίο γήπεδο ήταν 25 χιλιάδων ατόμων και κατάμεστο!
Όταν μάλιστα έφτασε η ώρα του “Con Te Partiro” το γήπεδο φωτίστηκε πραγματικά από τους αναπτήρες που ανάψανε και κινούνταν ρυθμικά σύμφωνα με τη μουσική. Καλά! 25.000 αναπτήρες; Που βρέθηκαν; Όλοι καπνίζουν;
Ήταν μια πάρα πολύ όμορφη εμπειρία. Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η φωνή του.
Κατά τις 10:30 τελείωσε η συναυλία. Εμείς κινηθήκαμε πολύ νωχελικά και βγήκαμε έξω από τους τελευταίους. Λες και θα κερδίζαμε το χαμένο χρόνο της αρχής. Βρήκαμε και ένα ξεχασμένο ζευγάρι κιάλια … το οποίο κρατήσαμε για λάφυρο … για την επόμενη συναυλία…


Παρκάραμε κοντά στο κατάλυμά μας και αποφασίσαμε να πάμε μέχρι το σταθμό μήπως και βρούμε κάτι να φάμε. Με σνακ είμαστε από το πρωί και πολύ θα θέλαμε να βρίσκαμε κάπου να φάμε τις περιβόητες πατάτες με σως του Βελγίου. Αλλά τέτοια ώρα … ήταν θαύμα που πετύχαμε ανοιχτά τα Mc Donalds του σταθμού. Του γνωστού πανέμορφου σταθμού της Αμβέρσας που το βράδυ είναι και λίγο κακόφημα στα πέριξ του. Πολύ θα ήθελα να πλησιάσω και να τον δω από λίγο πιο κοντά και να τον αποθανατίσω για μιαν ακόμη φορά, αλλά θυμήθηκα το πάθημά μας την τελευταία φορά που βρέθηκα βράδυ κοντά σε σταθμό, σε πόλη-λιμάνι και … “μαζεύτηκα”. («
Cinque Terre Λιγουρίας και Λίμνες Λομβαρδίας σε ένα.»)
Ντροπή μας ξεντροπή μας φάγαμε στα Mc Donalds. Συνάντησα όμως και κάτι που δεν είχα ξαναπετύχει. Έναν μοντέρνο τρόπο παραγγελίας, την οποία παραγγελία την κάναμε μόνοι μας από τεράστιες touch screen οθόνες, εύκολα και γρήγορα. Αφού "γεμίσαμε" με πατάτες και σάντουιτς, φύγαμε με γοργό βήμα για το κατάλυμα, προσπερνώντας τα καζίνο και κάτι "μπαράκια", γιατί η γειτονιά τέτοια ώρα ήταν και λίγο αγριευτική.
Το βράδυ μας νανούρισε η μουσική της συναυλίας που είχαμε καταγράψει με κινητά και κάμερες ... έως ότου έπεσε η μπαταρία...
Last edited: