Grerena
Member
- Μηνύματα
- 1.407
- Likes
- 19.805
- Επόμενο Ταξίδι
- Μαδρίτη πάλι :)
- Ταξίδι-Όνειρο
- Tromso, Las Vegas
ΣΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ...
Αποχαιρετίσαμε τελικά την Αμβέρσα και πήραμε κατεύθυνση πια προς τις Βρυξέλλες. Η ώρα ήταν 4:00 το απόγευμα και επόμενος στόχος ήταν το μουσείο του Victor Horta στις Βρυξέλλες, το οποίο έκλεινε στις 5:30 και σύμφωνα με το επίσημο site του μουσείου, η τελευταία είσοδος ήταν μέχρι τις 5:00. Είναι ένα μικρό μουσείο, που σε μισή ώρα μπορούσες να το δεις. Λογικά προλαβαίναμε να φτάσουμε πριν τις 5:00.
Μπαίνοντας στις Βρυξέλλες…
Φτάσαμε όμως στις 5:03 και η πόρτα … ήταν κλειστή. Χτύπησα το κουδούνι και ένας έκπληκτος Βέλγος άνοιξε την πόρτα και μας είπε ότι το μουσείο έκλεισε.
«Μα! Είναι 5:00 η ώρα και κλείνετε στις 5:30»!
«Όχι» μας λέει. «Είναι περασμένες 5:00 και τελευταία είσοδος είναι στις 5:00». Βλέποντας από την ανοιχτή πόρτα τον κόσμο που ήταν μέσα εγώ συνέχισα να μιλάω δείχνοντας τον κόσμο. «Μα για 3 λεπτά; Μέχρι τις 5:30 θα έχουμε βγει έξω, μαζί με τους υπόλοιπους».
«Δεν γίνεται» μου λέει, «αλλά άμα επιμένετε μπορώ να σας αφήσω να μπείτε μόνο για το giftshop»!
Παρόλη την απογοήτευση, που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου … δεν φαινόταν να πτοείται καθόλου. Κατάλαβα λοιπόν ότι “έπεσα σε τοίχο”. Εγκατέλειψα κάθε περαιτέρω προσπάθεια και απογοητευμένη έφυγα.
Και νόμιζα ότι είμαστε και τυχεροί που φτάσαμε έστω και οριακά και βρήκαμε και παρκάραμε ακριβώς απ’ έξω…
Πάντως νομίζω ότι “πόρτα” σε μουσείο δεν έχω ξαναφάει. Έχει τύχει στο παρελθόν να πάω σε μουσεία κοντά στην ώρα του κλεισίματος (που επισήμως τουλάχιστον ακόμα μπαίνεις μέσα) και να μπω χωρίς κανένα θέμα. Πρόχειρα μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή και στην Κροατία (δύο φορές) και στην Ολλανδία, αλλά και στην Βρετανία που υποτίθεται έχει τη φήμη της πλέον τυπικής χώρας.
Τελικά, θα θυμάμαι ότι στο Βέλγιο συνάντησα την Αγγλική … συνέπεια!
Μετά από αυτό ήρθε η ώρα να πάμε για καφέ στο σπίτι της … κόρης της φίλης μας, που μένει μόνιμα στις Βρυξέλλες τα τελευταία χρόνια. Η συγκεκριμένη «κόρη» με είχε φιλοξενήσει κατά την προηγούμενη επίσκεψή μου στην πόλη πριν τρία χρόνια. Τώρα είχε μετακομίσει σε άλλο σπίτι, στην περιοχή του Schaerbeek, το οποίο ψιλοζοριστήκαμε μέχρι να το βρούμε. Μας καθυστέρησαν και μας μπέρδεψαν (εμάς και το gps) οι πολλές εργασίες οδοποιίας που συναντήσαμε. Όλες οι Βρυξέλλες ήταν γεμάτο παρακάμψεις. Νομίζω ότι αυτές σε οφείλεται ότι χάσαμε και τον Horta.
Λίγο πριν χαθούμε στις υπόγειες διαβάσεις διακρίναμε το Parc du Cinquantenaire.
Εκτός από τα έργα στους δρόμους και οι υπόγειοι δρόμοι έπαιξαν το ρόλο τους στο να χαθούμε για λίγο. Και ο λόγος; Κάτω από το έδαφος δεν σε “πιάνει” ο δορυφόρος και το υπόγειο δίκτυο είναι δαιδαλώδες με αρκετές διασταυρώσεις, με αποτέλεσμα μια στροφή να πάρεις λάθος από τις πολλές που συναντάς και αρκεί για να χαθείς. Ύστερα από πολλά… καταφέραμε φτάσαμε λίγο πριν τις 6:00.
Το σπίτι της φίλης μας ήταν σε έναν εξαιρετικό δρόμο. Όλα τα σπίτια ήταν το ένα καλύτερο από το άλλο. Ύστερα από μια τόσο “αρχιτεκτονική ημέρα” το μάτι μου έπεφτε συνεχώς στα όμορφα σπίτια, αλλά και στα αδιάφορα (γιατί ύστερα από το Maison Guiette … ποτέ δεν ξέρεις).

Ήπιαμε το καφεδάκι μας, χαρήκαμε πολύ που ειδωθήκαμε και είπαμε τα νέα μας και μετά ήρθε η ώρα για το check in μας στο ξενοδοχείο που είχα κλείσει.
Η “ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ” ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ
Είχα κλείσει ένα δίκλινο δωμάτιο με πρωινό και δικό του μπάνιο σε ένα hostel στη γειτονιά Sablon. Παρκάραμε άνετα απ’ έξω από την πόρτα του Hostel και μπήκαμε στην αυλή – αίθριο του Hostel. Μέχρι στιγμής όλα καλά. Είχε έναν όμορφο χώρο, με ωραίο lobby και μπαρ.
Όταν όμως πήγαμε για check in δεχτήκαμε την πρώτη ψυχρολουσία.
«Για ένα βράδυ έχω κράτηση» μου λέει ο receptionist.
«Αποκλείεται» του λέω. «Εγώ δύο βράδια έκλεισα».
«Εγώ για ένα έχω. Δεν έχω δωμάτιο για δύο βράδια. Θα πρέπει να αλλάξετε δωμάτιο αύριο».
«Γιατί» του λέω; «αφού για δύο έκλεισα;»
Κάτι έψαξε στον υπολογιστή του, κάτι «μαγείρεψε» και σε λίγο μου λέει: «Εντάξει. Τακτοποιήθηκε το θέμα».
Αφού τακτοποιήθηκε έτσι εύκολα ανακουφίστηκα και εγώ. Θα χαλιόμουν με τις μετακομίσεις. Άσε που θα λείπαμε αύριο όλη την ημέρα. Πληρώσαμε λοιπόν και ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Μόλις όμως ανοίξαμε την πόρτα του… πάθαμε ένα ψιλοσόκ. Τι ήταν αυτό που είδαμε; Αντί για το δίκλινο δωμάτιο με το διπλό κρεβάτι και το μπάνιο του, είδαμε ένα τετράκλινο με μεταλλικές κουκέτες και ένα μπάνιο τύπου “στρατώνα”. Καμία σχέση με τις φωτογραφίες που είχα δει στο Internet και είχα κλείσει. Ο άνδρας μου μόλις το είδε … “φούντωσε”. Ο γνωστός άνδρας μου … που δεν του αρέσουν τα ταξίδια, αλλά αφήνεται να τον «τραβολογάω» όπως λέει … για να μου κάνει τα χατίρια. Αλίμονό μου. Δεν νομίζω καν να με άκουγε όταν του απολογιόμουν: «μα …εγώ δεν έκλεισα αυτό»!

«Αποκλείεται να μείνουμε εδώ», μου λέει.
Κατεβαίνουμε κάτω ψιλοεκνευρισμένοι για να κάνουμε προφανώς “θέμα” στον receptionist, που νόμιζε ότι είχε «τακτοποιήσει» το θέμα.
«Αυτό δεν είναι δίκλινο» του λέω.
«Ναι» μου λέει. «Σας έβαλα σε τετράκλινο, για να μην αλλάζετε δωμάτιο αύριο».
«Δεν θυμάμαι να συμφώνησα σε αυτό. Ούτε θυμάμαι να έκλεισα τετράκλινη κουκέτα».
Και μετά μου είπε το εξής φοβερό: «Μα δεν φταίω εγώ»!
Το «κόψε το λαιμό σου», που μου “έβγαινε” αβίαστα, μάλλον δεν υπάρχει σε σωστή μετάφραση στα Αγγλικά, οπότε δεν θα το καταλάβαινε αν του το έλεγα.
Τον παρατάμε για λίγο και πάμε στο λόμπυ και αρχίσαμε να ψάχνουμε στα κινητά για άλλο ξενοδοχείο εκεί κοντά. Φοβερός … ο δορυφόρος και το booking. Σχεδόν αμέσως μας βρήκε ένα στον αμέσως παράλληλο δρόμο με αυτόν που είμαστε. Αφήσαμε τη φίλη μας να μας προσέχει τα πράγματα και φύγαμε με τον άνδρα μου για να δούμε το νέο επίδοξο κατάλυμα.
Ήταν ένα ξενοδοχείο διαμερισμάτων. Δεν είχε λόμπι, αλλά κουδούνι και εξώπορτα.
«Έχετε δωμάτιο για δύο βράδια;»
«Έχουμε» μου λέει.
«Nα το δούμε πρώτα;» «Έχει πετσέτες;» «Έχει διπλό κρεβάτι;» «Έχει μπάνιο;»
Είχαμε τρομάξει και ρωτούσαμε τα αυτονόητα. Όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι. Όταν μας διαβεβαίωσε ότι τα είχε όλα τα προφανή, τότε αρχίσαμε και τις προκλητικές ερωτήσεις…
«Έχει και κουζίνα;» «Έχει και βραστήρα;» «Έχει» μας απαντούσε. Σε όλα «ναι» μας απαντούσε. Και είχε τα ίδια χρήματα με το άλλο; Μα ακουγόταν τόσο καλό, … θα ήταν και αληθινό;
Οκ! Ερχόμαστε σε 10’.
Πάμε καρφί στον «δεν φταίω εγώ» και του λέμε cancel!!!
«Α! Δεν γίνεται» μας λέει.
«Γίνεται» του λέω, «γιατί άλλα έκλεισα και άλλα μου ‘δωσες».
«Μα σας το είπα ότι δεν είχα δωμάτιο» μου λέει.
«Δηλαδή; Αμαρτία εξομολογουμένη δεν είναι αμαρτία»;
Και εκεί που του ‘λεγα τα δικά μου και αυτός μου ‘λεγε τα δικά του μπήκε στη μέση ο άνδρας μου και με ύφος του λέει:
«Έπρεπε να μας το πεις πριν πληρώσουμεεεεεεε».
Η ατάκα αυτή σε συνδυασμό με μια καθησυχαστική κίνηση που έκανα προς τον άνδρα μου λέγοντάς του «Ησύχασε» νομίζω ότι φάνηκε στα μάτια του «δεν φταίω εγώ» σαν να προσπαθούσα να ημερώσω το θηρίο, που όπου να ‘ναι θα ορμήσει και μάλλον πήρε το μήνυμα που θέλαμε, με αποτέλεσμα να ανοίξει το συρτάρι του και να μας δώσει πίσω τα χρήματα!
Άντε γεια!
Το αστείο είναι ότι πλήρωσα με χρεωστική κάρτα και μου επέστρεψε μετρητά.
Δηλαδή … σαν να έκανα ανάληψη. 
Ρίξαμε μαύρη πέτρα πίσω μας και τρέχοντας πήγαμε στο νέο κατάλυμα. Και κάνουμε check in και πληρώνουμε και ανοίγουμε την πόρτα και τι να δούμε; ένα μικρό παλατάκι (σε σχέση με το άλλο).
Αντικρίσαμε ένα μεγάλο ψηλοτάβανο δωμάτιο με σαλονάκι, κουζίνα, τραπεζαρία και μια σκάλα που οδηγούσε στο ευρύχωρο πατάρι-ημιόροφο, που είχε ένα διπλό κρεβάτι με μια ντουλάπα. Ότι θέλαμε δηλαδή. Υπέροχο!
Απλωθήκαμε και …. με τον βραστήρα που όντως είχε, φτιάξαμε ένα τσάι και … αράξαμε για να μας φύγει η ένταση.
ΤΑ ΜΥΔΙΑ…
Με αυτά και μ’ αυτά είχε πια περάσει η ώρα. Κάπου έπρεπε να πάμε για φαγητό, αλλά και να πάμε και μια μικρή βόλτα στις Βρυξέλλες, αφού αύριο λόγω της ημερήσιας στο Λουξεμβούργο δεν θα βλέπαμε καθόλου την πόλη.
Η ψαγμένη φίλη μας (που είχε έρθει πολλές φορές στην πόλη), χρησιμοποίησε τα "κονέ" της και άρχισε να ψάχνει που να πάμε να φάμε. Για ψάρι ή για μύδια; Η ψαροταβέρνα που ήξερε σήμερα θα έκλεινε νωρίς, οπότε κλείσαμε τραπέζι για μύδια.
Συγκεκριμένα κλείσαμε να φάμε στο Chez Leon που σύμφωνα με τη φίλη μας είχε τα καλύτερα μύδια στις Βρυξέλλες. Το «μυδάδικο» λοιπόν αυτό βρίσκεται δίπλα στην εμπορική στοά Galeries St Hubert , στο γνωστό και αρκετά τουριστικό δρόμο Rue des Bouchers, πίσω στην Grand Place. Από τη μία πολύ μου άρεσε που θα πηγαίναμε στο κέντρο, αλλά από την άλλη μάλλον θα ήταν δύσκολο να πάμε εκεί με το αυτοκίνητο. Αν και όλες τις διαδρομές μέσα στις πόλεις μέχρι στιγμής τις είχαμε κάνει με το αυτοκίνητο, (με εξαίρεση το βράδυ της συναυλίας, που το μετανιώσαμε, γιατί χάσαμε πολύτιμο χρόνο), αποφασίσαμε να πάμε με τα πόδια. Και ήταν από τις ελάχιστες στιγμές του τριημέρου που έβρεχε!!!
Μετά από ένα δεκάλεπτο περπάτημα στη λεωφόρο Royal και αφού περάσαμε δίπλα από τον όμορφα φωταγωγημένο καθεδρικό ναό των Βρυξελλών, φτάσαμε στην γκαλερία St Hubert αρκετά …..βρεγμένοι.
Τις προηγούμενες φορές που είχα δει και την γκαλερία, αλλά και την Rue des Bouchers έσφυζαν από ζωή.
Τώρα ήταν τρομερά ήσυχα. Όχι όμως καταθλιπτικά ήσυχα, αλλά ρομαντικά ήσυχα θα έλεγα.
Το μαγαζί με τα μύδια ήταν μέσα στην φωταγωγία. Έλαμπε από μακριά με τα εκατοντάδες λαμπιόνια του.
Το Chez Leon είχε ένα ωραίο και προσεγμένο περιβάλλον. Ο χώρος της κουζίνας του είναι κάτασπρος με κάτασπρο πλακάκι, άσπρους πάγκους και σε κοινή θέα, κάτι που σε προδιαθέτει για την καθαριότητα που κυριαρχεί. Ο χώρος των τραπεζιών είναι όλος με ξύλινη επένδυση, φωτογραφίες στους τοίχους και καρό τραπεζομάντηλα που παρέπεμπε σε μια “ζεστή” ταβερνούλα.
Εμείς καθίσαμε δίπλα σε παράθυρο ρεμβάζοντας το φωταγωγημένο και έρημο στενάκι και φάγαμε … καταπληκτικά μύδια. Μας χρειαζόταν ένα καλό γεύμα ύστερα από την “ένταση του δωματίου” που περάσαμε. Το γεύμα μας ήταν αχνιστά μύδια σερβιρισμένα κλασικά στο κατσαρολάκι, μύδια “ογκραντέν” και φυσικά πατάτες τηγανιτές. Νόμιζα ότι στη Μπριζ είχα φάει τα καλύτερα μύδια, αλλά ύστερα και από αυτό το γεύμα κατέληξα ότι οι Βέλγοι γενικά είναι μάστορες με τα … μύδια. Ειδικά η σούπα που μένει στην κατσαρόλα στο τέλος μαζί με τις πατάτες είναι μμμμμ! Δεν έχω καλύτερο!! Και νόμιζα ότι δεν μου αρέσουν και πολύ τα μύδια. Μάλλον δεν είχε τύχει….
Μετά το Leon κάναμε μια μικρή βόλτα στην Grand Place. Τόσο κοντά της φτάσαμε, ένα δρομάκι των 50μ. μακριά, να μην τη δούμε λίγο;
Ήταν αργά μιας βροχερής Κυριακής και η πλατεία ήταν …. έρημη. Είχε όμως και αυτό τη γοητεία του! Την είδα και έτσι…
Ο ποδαράτος γυρισμός μας στο ξενοδοχείο δεν θα ήταν ενδεδειγμένος πάλι μέσα στη βροχή. Πήραμε ένα ταξί, το οποίο άφησε εμάς στο ξενοδοχείο μας και μετά συνέχισε αφήνοντας τη φίλη μας στο σπίτι της.
Κατά την επιστροφή μας θυμήθηκα το δωμάτιο που “μας περίμενε”. Γίνεται ύστερα από την τόσο όμορφη βραδιά να επιστρέφαμε σε κατάλυμα τύπου “στρατώνα”; Ε! δεν γίνεται. Η μεζονετούλα μας ήταν ότι έπρεπε για μας ύστερα από την τόσο έντονη ημέρα και το τόσο ρομαντικό φινάλε…
Αποχαιρετίσαμε τελικά την Αμβέρσα και πήραμε κατεύθυνση πια προς τις Βρυξέλλες. Η ώρα ήταν 4:00 το απόγευμα και επόμενος στόχος ήταν το μουσείο του Victor Horta στις Βρυξέλλες, το οποίο έκλεινε στις 5:30 και σύμφωνα με το επίσημο site του μουσείου, η τελευταία είσοδος ήταν μέχρι τις 5:00. Είναι ένα μικρό μουσείο, που σε μισή ώρα μπορούσες να το δεις. Λογικά προλαβαίναμε να φτάσουμε πριν τις 5:00.
Μπαίνοντας στις Βρυξέλλες…
Φτάσαμε όμως στις 5:03 και η πόρτα … ήταν κλειστή. Χτύπησα το κουδούνι και ένας έκπληκτος Βέλγος άνοιξε την πόρτα και μας είπε ότι το μουσείο έκλεισε.
«Μα! Είναι 5:00 η ώρα και κλείνετε στις 5:30»!
«Όχι» μας λέει. «Είναι περασμένες 5:00 και τελευταία είσοδος είναι στις 5:00». Βλέποντας από την ανοιχτή πόρτα τον κόσμο που ήταν μέσα εγώ συνέχισα να μιλάω δείχνοντας τον κόσμο. «Μα για 3 λεπτά; Μέχρι τις 5:30 θα έχουμε βγει έξω, μαζί με τους υπόλοιπους».
«Δεν γίνεται» μου λέει, «αλλά άμα επιμένετε μπορώ να σας αφήσω να μπείτε μόνο για το giftshop»!
Παρόλη την απογοήτευση, που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου … δεν φαινόταν να πτοείται καθόλου. Κατάλαβα λοιπόν ότι “έπεσα σε τοίχο”. Εγκατέλειψα κάθε περαιτέρω προσπάθεια και απογοητευμένη έφυγα.
Και νόμιζα ότι είμαστε και τυχεροί που φτάσαμε έστω και οριακά και βρήκαμε και παρκάραμε ακριβώς απ’ έξω…

Πάντως νομίζω ότι “πόρτα” σε μουσείο δεν έχω ξαναφάει. Έχει τύχει στο παρελθόν να πάω σε μουσεία κοντά στην ώρα του κλεισίματος (που επισήμως τουλάχιστον ακόμα μπαίνεις μέσα) και να μπω χωρίς κανένα θέμα. Πρόχειρα μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή και στην Κροατία (δύο φορές) και στην Ολλανδία, αλλά και στην Βρετανία που υποτίθεται έχει τη φήμη της πλέον τυπικής χώρας.
Τελικά, θα θυμάμαι ότι στο Βέλγιο συνάντησα την Αγγλική … συνέπεια!
Μετά από αυτό ήρθε η ώρα να πάμε για καφέ στο σπίτι της … κόρης της φίλης μας, που μένει μόνιμα στις Βρυξέλλες τα τελευταία χρόνια. Η συγκεκριμένη «κόρη» με είχε φιλοξενήσει κατά την προηγούμενη επίσκεψή μου στην πόλη πριν τρία χρόνια. Τώρα είχε μετακομίσει σε άλλο σπίτι, στην περιοχή του Schaerbeek, το οποίο ψιλοζοριστήκαμε μέχρι να το βρούμε. Μας καθυστέρησαν και μας μπέρδεψαν (εμάς και το gps) οι πολλές εργασίες οδοποιίας που συναντήσαμε. Όλες οι Βρυξέλλες ήταν γεμάτο παρακάμψεις. Νομίζω ότι αυτές σε οφείλεται ότι χάσαμε και τον Horta.
Λίγο πριν χαθούμε στις υπόγειες διαβάσεις διακρίναμε το Parc du Cinquantenaire.
Εκτός από τα έργα στους δρόμους και οι υπόγειοι δρόμοι έπαιξαν το ρόλο τους στο να χαθούμε για λίγο. Και ο λόγος; Κάτω από το έδαφος δεν σε “πιάνει” ο δορυφόρος και το υπόγειο δίκτυο είναι δαιδαλώδες με αρκετές διασταυρώσεις, με αποτέλεσμα μια στροφή να πάρεις λάθος από τις πολλές που συναντάς και αρκεί για να χαθείς. Ύστερα από πολλά… καταφέραμε φτάσαμε λίγο πριν τις 6:00.
Το σπίτι της φίλης μας ήταν σε έναν εξαιρετικό δρόμο. Όλα τα σπίτια ήταν το ένα καλύτερο από το άλλο. Ύστερα από μια τόσο “αρχιτεκτονική ημέρα” το μάτι μου έπεφτε συνεχώς στα όμορφα σπίτια, αλλά και στα αδιάφορα (γιατί ύστερα από το Maison Guiette … ποτέ δεν ξέρεις).
Ήπιαμε το καφεδάκι μας, χαρήκαμε πολύ που ειδωθήκαμε και είπαμε τα νέα μας και μετά ήρθε η ώρα για το check in μας στο ξενοδοχείο που είχα κλείσει.
Η “ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ” ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ
Είχα κλείσει ένα δίκλινο δωμάτιο με πρωινό και δικό του μπάνιο σε ένα hostel στη γειτονιά Sablon. Παρκάραμε άνετα απ’ έξω από την πόρτα του Hostel και μπήκαμε στην αυλή – αίθριο του Hostel. Μέχρι στιγμής όλα καλά. Είχε έναν όμορφο χώρο, με ωραίο lobby και μπαρ.
Όταν όμως πήγαμε για check in δεχτήκαμε την πρώτη ψυχρολουσία.
«Για ένα βράδυ έχω κράτηση» μου λέει ο receptionist.
«Αποκλείεται» του λέω. «Εγώ δύο βράδια έκλεισα».
«Εγώ για ένα έχω. Δεν έχω δωμάτιο για δύο βράδια. Θα πρέπει να αλλάξετε δωμάτιο αύριο».
«Γιατί» του λέω; «αφού για δύο έκλεισα;»
Κάτι έψαξε στον υπολογιστή του, κάτι «μαγείρεψε» και σε λίγο μου λέει: «Εντάξει. Τακτοποιήθηκε το θέμα».
Αφού τακτοποιήθηκε έτσι εύκολα ανακουφίστηκα και εγώ. Θα χαλιόμουν με τις μετακομίσεις. Άσε που θα λείπαμε αύριο όλη την ημέρα. Πληρώσαμε λοιπόν και ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Μόλις όμως ανοίξαμε την πόρτα του… πάθαμε ένα ψιλοσόκ. Τι ήταν αυτό που είδαμε; Αντί για το δίκλινο δωμάτιο με το διπλό κρεβάτι και το μπάνιο του, είδαμε ένα τετράκλινο με μεταλλικές κουκέτες και ένα μπάνιο τύπου “στρατώνα”. Καμία σχέση με τις φωτογραφίες που είχα δει στο Internet και είχα κλείσει. Ο άνδρας μου μόλις το είδε … “φούντωσε”. Ο γνωστός άνδρας μου … που δεν του αρέσουν τα ταξίδια, αλλά αφήνεται να τον «τραβολογάω» όπως λέει … για να μου κάνει τα χατίρια. Αλίμονό μου. Δεν νομίζω καν να με άκουγε όταν του απολογιόμουν: «μα …εγώ δεν έκλεισα αυτό»!


«Αποκλείεται να μείνουμε εδώ», μου λέει.
Κατεβαίνουμε κάτω ψιλοεκνευρισμένοι για να κάνουμε προφανώς “θέμα” στον receptionist, που νόμιζε ότι είχε «τακτοποιήσει» το θέμα.
«Αυτό δεν είναι δίκλινο» του λέω.
«Ναι» μου λέει. «Σας έβαλα σε τετράκλινο, για να μην αλλάζετε δωμάτιο αύριο».
«Δεν θυμάμαι να συμφώνησα σε αυτό. Ούτε θυμάμαι να έκλεισα τετράκλινη κουκέτα».
Και μετά μου είπε το εξής φοβερό: «Μα δεν φταίω εγώ»!
Το «κόψε το λαιμό σου», που μου “έβγαινε” αβίαστα, μάλλον δεν υπάρχει σε σωστή μετάφραση στα Αγγλικά, οπότε δεν θα το καταλάβαινε αν του το έλεγα.
Τον παρατάμε για λίγο και πάμε στο λόμπυ και αρχίσαμε να ψάχνουμε στα κινητά για άλλο ξενοδοχείο εκεί κοντά. Φοβερός … ο δορυφόρος και το booking. Σχεδόν αμέσως μας βρήκε ένα στον αμέσως παράλληλο δρόμο με αυτόν που είμαστε. Αφήσαμε τη φίλη μας να μας προσέχει τα πράγματα και φύγαμε με τον άνδρα μου για να δούμε το νέο επίδοξο κατάλυμα.
Ήταν ένα ξενοδοχείο διαμερισμάτων. Δεν είχε λόμπι, αλλά κουδούνι και εξώπορτα.
«Έχετε δωμάτιο για δύο βράδια;»
«Έχουμε» μου λέει.
«Nα το δούμε πρώτα;» «Έχει πετσέτες;» «Έχει διπλό κρεβάτι;» «Έχει μπάνιο;»
Είχαμε τρομάξει και ρωτούσαμε τα αυτονόητα. Όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι. Όταν μας διαβεβαίωσε ότι τα είχε όλα τα προφανή, τότε αρχίσαμε και τις προκλητικές ερωτήσεις…

«Έχει και κουζίνα;» «Έχει και βραστήρα;» «Έχει» μας απαντούσε. Σε όλα «ναι» μας απαντούσε. Και είχε τα ίδια χρήματα με το άλλο; Μα ακουγόταν τόσο καλό, … θα ήταν και αληθινό;
Οκ! Ερχόμαστε σε 10’.
Πάμε καρφί στον «δεν φταίω εγώ» και του λέμε cancel!!!
«Α! Δεν γίνεται» μας λέει.
«Γίνεται» του λέω, «γιατί άλλα έκλεισα και άλλα μου ‘δωσες».
«Μα σας το είπα ότι δεν είχα δωμάτιο» μου λέει.
«Δηλαδή; Αμαρτία εξομολογουμένη δεν είναι αμαρτία»;
Και εκεί που του ‘λεγα τα δικά μου και αυτός μου ‘λεγε τα δικά του μπήκε στη μέση ο άνδρας μου και με ύφος του λέει:
«Έπρεπε να μας το πεις πριν πληρώσουμεεεεεεε».
Άντε γεια!
Το αστείο είναι ότι πλήρωσα με χρεωστική κάρτα και μου επέστρεψε μετρητά.


Ρίξαμε μαύρη πέτρα πίσω μας και τρέχοντας πήγαμε στο νέο κατάλυμα. Και κάνουμε check in και πληρώνουμε και ανοίγουμε την πόρτα και τι να δούμε; ένα μικρό παλατάκι (σε σχέση με το άλλο).
Αντικρίσαμε ένα μεγάλο ψηλοτάβανο δωμάτιο με σαλονάκι, κουζίνα, τραπεζαρία και μια σκάλα που οδηγούσε στο ευρύχωρο πατάρι-ημιόροφο, που είχε ένα διπλό κρεβάτι με μια ντουλάπα. Ότι θέλαμε δηλαδή. Υπέροχο!
Απλωθήκαμε και …. με τον βραστήρα που όντως είχε, φτιάξαμε ένα τσάι και … αράξαμε για να μας φύγει η ένταση.
ΤΑ ΜΥΔΙΑ…
Με αυτά και μ’ αυτά είχε πια περάσει η ώρα. Κάπου έπρεπε να πάμε για φαγητό, αλλά και να πάμε και μια μικρή βόλτα στις Βρυξέλλες, αφού αύριο λόγω της ημερήσιας στο Λουξεμβούργο δεν θα βλέπαμε καθόλου την πόλη.
Η ψαγμένη φίλη μας (που είχε έρθει πολλές φορές στην πόλη), χρησιμοποίησε τα "κονέ" της και άρχισε να ψάχνει που να πάμε να φάμε. Για ψάρι ή για μύδια; Η ψαροταβέρνα που ήξερε σήμερα θα έκλεινε νωρίς, οπότε κλείσαμε τραπέζι για μύδια.
Συγκεκριμένα κλείσαμε να φάμε στο Chez Leon που σύμφωνα με τη φίλη μας είχε τα καλύτερα μύδια στις Βρυξέλλες. Το «μυδάδικο» λοιπόν αυτό βρίσκεται δίπλα στην εμπορική στοά Galeries St Hubert , στο γνωστό και αρκετά τουριστικό δρόμο Rue des Bouchers, πίσω στην Grand Place. Από τη μία πολύ μου άρεσε που θα πηγαίναμε στο κέντρο, αλλά από την άλλη μάλλον θα ήταν δύσκολο να πάμε εκεί με το αυτοκίνητο. Αν και όλες τις διαδρομές μέσα στις πόλεις μέχρι στιγμής τις είχαμε κάνει με το αυτοκίνητο, (με εξαίρεση το βράδυ της συναυλίας, που το μετανιώσαμε, γιατί χάσαμε πολύτιμο χρόνο), αποφασίσαμε να πάμε με τα πόδια. Και ήταν από τις ελάχιστες στιγμές του τριημέρου που έβρεχε!!!
Μετά από ένα δεκάλεπτο περπάτημα στη λεωφόρο Royal και αφού περάσαμε δίπλα από τον όμορφα φωταγωγημένο καθεδρικό ναό των Βρυξελλών, φτάσαμε στην γκαλερία St Hubert αρκετά …..βρεγμένοι.
Τις προηγούμενες φορές που είχα δει και την γκαλερία, αλλά και την Rue des Bouchers έσφυζαν από ζωή.
Τώρα ήταν τρομερά ήσυχα. Όχι όμως καταθλιπτικά ήσυχα, αλλά ρομαντικά ήσυχα θα έλεγα.
Το μαγαζί με τα μύδια ήταν μέσα στην φωταγωγία. Έλαμπε από μακριά με τα εκατοντάδες λαμπιόνια του.
Το Chez Leon είχε ένα ωραίο και προσεγμένο περιβάλλον. Ο χώρος της κουζίνας του είναι κάτασπρος με κάτασπρο πλακάκι, άσπρους πάγκους και σε κοινή θέα, κάτι που σε προδιαθέτει για την καθαριότητα που κυριαρχεί. Ο χώρος των τραπεζιών είναι όλος με ξύλινη επένδυση, φωτογραφίες στους τοίχους και καρό τραπεζομάντηλα που παρέπεμπε σε μια “ζεστή” ταβερνούλα.
Εμείς καθίσαμε δίπλα σε παράθυρο ρεμβάζοντας το φωταγωγημένο και έρημο στενάκι και φάγαμε … καταπληκτικά μύδια. Μας χρειαζόταν ένα καλό γεύμα ύστερα από την “ένταση του δωματίου” που περάσαμε. Το γεύμα μας ήταν αχνιστά μύδια σερβιρισμένα κλασικά στο κατσαρολάκι, μύδια “ογκραντέν” και φυσικά πατάτες τηγανιτές. Νόμιζα ότι στη Μπριζ είχα φάει τα καλύτερα μύδια, αλλά ύστερα και από αυτό το γεύμα κατέληξα ότι οι Βέλγοι γενικά είναι μάστορες με τα … μύδια. Ειδικά η σούπα που μένει στην κατσαρόλα στο τέλος μαζί με τις πατάτες είναι μμμμμ! Δεν έχω καλύτερο!! Και νόμιζα ότι δεν μου αρέσουν και πολύ τα μύδια. Μάλλον δεν είχε τύχει….
Μετά το Leon κάναμε μια μικρή βόλτα στην Grand Place. Τόσο κοντά της φτάσαμε, ένα δρομάκι των 50μ. μακριά, να μην τη δούμε λίγο;
Ήταν αργά μιας βροχερής Κυριακής και η πλατεία ήταν …. έρημη. Είχε όμως και αυτό τη γοητεία του! Την είδα και έτσι…
Ο ποδαράτος γυρισμός μας στο ξενοδοχείο δεν θα ήταν ενδεδειγμένος πάλι μέσα στη βροχή. Πήραμε ένα ταξί, το οποίο άφησε εμάς στο ξενοδοχείο μας και μετά συνέχισε αφήνοντας τη φίλη μας στο σπίτι της.
Κατά την επιστροφή μας θυμήθηκα το δωμάτιο που “μας περίμενε”. Γίνεται ύστερα από την τόσο όμορφη βραδιά να επιστρέφαμε σε κατάλυμα τύπου “στρατώνα”; Ε! δεν γίνεται. Η μεζονετούλα μας ήταν ότι έπρεπε για μας ύστερα από την τόσο έντονη ημέρα και το τόσο ρομαντικό φινάλε…
Last edited: