Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.664
- Likes
- 34.098
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Η Μπουχάρα υπήρξε στρατηγικό σημείο στον διάσημο Δρόμο του Μεταξιού, αυτής της αρχαίας εμπορικής διαδρομής που συνέδεε την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ασία. Η UNESCO χαρακτήρισε το ιστορικό της κέντρο ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, το 1993, αναγνωρίζοντάς το ως “το πιο ολοκληρωμένο παράδειγμα μεσαιωνικής πόλης στην Κεντρική Ασία”, χάρη σε ένα παζλ από τζαμιά, μιναρέδες, μεντρέσες, παζάρια και καραβανσεράι που αντανακλούν πάνω από 2.000 χρόνια ιστορίας. Τις ημέρες που ταξίδεψα στη Μπουχάρα, όπου κάποτε τα καραβάνια εμπορεύονταν μπαχαρικά και μετάξι, κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου, κάτι εντελώς καινούριο, πρωτότυπο και μαγικό “σιγόβραζε” στην καρδιά της πόλης. Κι όταν κάτι σιγοβράζει, το πιθανότερο είναι να αφορά συνταγές και φαγητό.
Η πρώτη εκδοχή της Biennale στο Ουζμπεκιστάν πραγματοποιείται στην πόλη από τις 5 Σεπτεμβρίου έως και τις 20 Νοεμβρίου του 2025 και φέρει τον τίτλο “Recipes for Broken Hearts” (Συνταγές για Ραγισμένες Καρδιές) ως κοινό θεματικό πλαίσιο. Σκοπός της είναι η συνάντηση του σύγχρονου καλλιτεχνικού έργου, της παραδοσιακής χειροτεχνίας και του τοπικού πολιτισμού, σε μια πόλη με μεγάλο ιστορικό βάθος ως σταθμός του Δρόμου του Μεταξιού.
Πριν το ταξίδι μου στο Ουζμπεκιστάν, δε γνώριζα απολύτως τίποτα για αυτό το τόσο σπουδαίο και σημαντικό γεγονός. Το αντιλήφθηκα σε μια απογευματινή βόλτα μου στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Δεν είχα, ούτε έχω πρόθεση να γράψω ολοκληρωμένη ταξιδιωτική ιστορία για αυτό το ταξίδι και έχω εξηγήσει τον λόγο εδώ: Μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς UNESCO που έχουμε επισκεφθεί.
Βέβαια, ήθελα πολύ να αναφερθώ και να αναδείξω σε κάποιο thread αυτό το φεστιβάλ που λαμβάνει χώρα αυτήν τη στιγμή στη Μπουχάρα. Όμως, αρχίζοντας να βλέπω τις φωτογραφίες, να ξαναθυμάμαι τα έργα της έκθεσης και να γράφω τα κείμενα, συνειδητοποίησα ότι η ανάρτηση θα βγει πολύ μεγάλη και πιθανόν πολύ κουραστική για τους αναγνώστες. Έτσι, αποφάσισα να αναρτήσω στις ταξιδιωτικές ιστορίες τη Biennale της Μπουχάρα, χωρίζοντάς την σε λίγα κεφάλαια.
Η Biennale, με τη συμμετοχή περισσότερων από 120 εικαστικών καλλιτεχνών, ερμηνευτών, σεφ, κατασκευαστών υφασμάτων και μουσικών από όλο τον κόσμο, και χρησιμοποιώντας το φαγητό ως μια “γλώσσα” συνύπαρξης, θεραπείας και συναισθήματος φιλοδοξεί να απογειώσει την έκθεση. Βασισμένη στους ιστορικούς δεσμούς της Μπουχάρα με το παγκόσμιο εμπόριο μπαχαρικών, η Biennale θεωρεί το φαγητό ως ένα δημιουργικό μέσο, τοποθετώντας το σε διάλογο με άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης. Σχεδιασμένη ως ένα ζωντανό σώμα που τρέφεται μέσα από κοινές εμπειρίες, η έκθεση “Συνταγές για Ραγισμένες Καρδιές” φιλοξενεί, μεταξύ άλλων εκδηλώσεων, φιλόδοξες γαστρονομικές δραστηριότητες που θα ξεδιπλώνονται κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου στο Café Oshqozon της Biennale.
Στο Oshqozon, που σημαίνει “στομάχι” και “δοχείο για μαγείρεμα” στα Ουζμπεκικά, διεθνείς και Ουζμπέκοι σεφ θα δημιουργούν νέες συνταγές για την επούλωση ραγισμένων καρδιών, αναπτύσσοντας νέα μενού που θα συνοδεύονται από αφήγηση ιστοριών. Το μωσαϊκό με το “στομάχι” της Ουζμπέκας Oyjon Khayrullaeva, βρίσκει μια ταιριαστή θέση στην πρόσοψη του Oshqozon Café. Η καλλιτέχνιδα συχνά παρουσιάζει ψηφιδωτά ανθρώπινων οργάνων, διερευνώντας τις συνδέσεις μεταξύ ψυχικής και σωματικής ευεξίας.
Εμπνευσμένη από το τριετές ταξίδι της μέσα από την κατάθλιψη και τη θεραπεία, η Khayrullaeva αντλεί έμπνευση από την ιατρική κληρονομιά της Κεντρικής Ασίας, ειδικά από το έργο του Ibn Sina (από τους πιο επιδραστικούς επιστήμονες της Ισλαμικής Χρυσής Εποχής, γνωστός για τη σημαντική συμβολή του στην ιατρική) ο οποίος αναγνώρισε τη σύνδεση μεταξύ συναισθηματικής και σωματικής ευεξίας. Αυτό που ξεκίνησε ως ψηφιακή τέχνη, εξελίχθηκε σε μια δημόσια εγκατάσταση μέσω συνεργασιών με τον Ουζμπέκο μάστορα των ψηφιδωτών Rauf Taxirov και τη γιαγιά της από τη Μπουχάρα, οι οποίοι μοιράστηκαν παραδοσιακές θεραπευτικές συνταγές που συνδέονται με κάθε όργανο (εκτός από το ψηφιδωτό με το στομάχι στο Cafe Oshqozon, υπάρχουν και άλλα ψηφιδωτά με ανθρώπινα όργανα της καλλιτέχνιδας διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία της πόλης).
Κάθε ένα από αυτά τα όργανα φέρει τόσο προσωπικό όσο και πολιτιστικό νόημα: οι πνεύμονες τιμούν τη μητέρα της, η οποία ζει με άσθμα, το συκώτι αντανακλά τον ουζμπεκικό όρο jigar, που σημαίνει τόσο το όργανο όσο και “αγαπητή μου”. Με τα λόγια της καλλιτέχνιδας: “Η γιαγιά μου διατηρεί συνταγές από το παρελθόν, βότανα, προσευχές, αρχαίες τελετουργίες. Στα λόγια της κατοικούν ξεχασμένες πρακτικές θεραπείας που προορίζονται τόσο για το σώμα όσο και για την ψυχή. Μέσα από τη φωνή της, ακούω τη Μπουχάρα που κάποτε ήταν-σε ψιθύρους, σε μυρωδιές, σε ηχώ που εξασθενούν με τον καιρό”.
Το θέμα της Biennale προέρχεται από έναν ευρέως γνωστό θρύλο που υποστηρίζει ότι η συνταγή του βασικού ουζμπεκικού πιάτου, του plov, εφευρέθηκε από τον πολυμαθή και πατέρα της σύγχρονης ιατρικής, Ibn Sina, τον 10ο αιώνα, για να γιατρέψει την πληγωμένη καρδιά ενός πρίγκιπα που δεν μπορούσε να παντρευτεί την κόρη ενός τεχνίτη. Για να εξερευνήσουν το φαγητό ως μέσο εποικοδομητικής συνύπαρξης, Ουζμπέκοι και διεθνείς σεφ κλήθηκαν να παρουσιάσουν την τέχνη της μαγειρικής, φέρνοντας γεύσεις από διαφορετικές γαστρονομικές παραδόσεις για να επικοινωνήσουν την ιστορία της Μπουχάρα με το παγκόσμιο εμπόριο μπαχαρικών.
Αυτό το όραμα ζωντανεύει στην εγκατάσταση “Salt Carried by the Wind” (Αλάτι που Κουβαλάει ο Άνεμος) του Ινδού καλλιτέχνη Subodh Gupta, έξω από το Ayozzhon Caravanserai, όπου τα σμαλτωμένα σκεύη από τη σοβιετική εποχή θυμίζουν την οικιακή ζωή και τη φιλοξενία, ενώ οι τοίχοι και οι οροφές κατακλύζονται με κεραμικά πιάτα, με σχέδια του Ουζμπέκου μάστορα-αγγειοπλάστη Baxtiyor Nazirov, αναδεικνύοντας την οικειότητα έναντι της μαζικής παραγωγής. Κατά τη διάρκεια των εγκαινίων, ο Gupta ενεργοποίησε την εγκατάσταση μαγειρεύοντας και σερβίροντας παραδοσιακό ινδικό φαγητό μετατρέποντας το έργο σε μια ζωντανή κοινοτική εμπειρία.
Το έργο έχει τη μορφή ενός θολωτού κιοσκιού, που αντανακλά την αρχιτεκτονική του διπλανού Τζαμιού Magoki Attori, του παλαιότερου στην Κεντρική Ασία, το οποίο, αρχικά, ήταν Ζωροαστρικός ναός, στη συνέχεια συναγωγή και τελευταία μουσείο χαλιών. Όλη η περιοχή γύρω από το Τζαμί Magoki Attori, αλλά και γύρω από το έργο-κιόσκι “Salt Carried by the Wind” ήταν αγορά μπαχαρικών, αρωμάτων, ειδώλων και φίλτρων λόγω του Ζωροαστρικού ναού.
Και το κιόσκι της Biennale:
Ξεχύθηκα με περισσή χαρά και περιέργεια να εξερευνήσω όσα περισσότερα έργα της Biennale μπορούσα. Η κεντρική πλατεία χρησιμεύει ως το επίκεντρο της δημόσιας ζωής της έκθεσης και είναι ένα ζωντανό σημείο συνάντησης. Οι “Συνταγές για Ραγισμένες Καρδιές” περιλαμβάνουν πάνω από 70 εγκαταστάσεις κατανεμημένες σε 500, ίσως και παραπάνω, μέτρα δημόσιου χώρου και σε διάρκεια δέκα εβδομάδων, συνδέοντας όλα τα σημεία της έκθεσης με έργα που προσκαλούν τους επισκέπτες σε επαφή με τους κατοίκους της Μπουχάρα, αλλά και με τους καλλιτέχνες που δημιούργησαν εδώ τέχνη. Η διαδρομή διασχίζει γειτονιές της πόλης όπου ζουν πολλοί τεχνίτες, ιδίως κεντήστρες και κεντητές χρυσοκλωστής. Αυτά τα έργα δημιουργούν χώρο για να νιώσει κανείς, να βρει παρηγοριά, να ξεκουραστεί, να ελπίζει και να ονειρευτεί.
Οι περισσότερες μορφές ερωτικής απογοήτευσης είναι οδυνηρές-και συχνά περιπλέκονται πολύ περισσότερα από δύο άτομα. Αυτή η Biennale, δεν εστιάζει στις ραγισμένες καρδιές, αλλά στις συνταγές με τις οποίες θα επουλωθούν. Και φυσικά δεν περιλαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο συνταγές φαγητού, αλλά διάφορες συνταγές θεραπείας. Οι θεραπείες, όπως και οι συνταγές, δεν είναι στατικές. Μέσω της έκθεσης, ίσως εφευρεθούν νέοι τρόποι για να θεραπεύσουμε ο ένας τον άλλον, υποστηρίζουν οι διοργανωτές της έκθεσης.
Τέσσερα διασυνδεδεμένα καραβανσεράι-μεντρέσες σχηματίζουν ένα συγκρότημα που κάποτε χρησίμευε τόσο ως κατάλυμα για τους περιοδεύοντες εμπόρους όσο και ως κέντρο εμπορίου, ειδικευόμενο στην πώληση σερβίτσιων και τοπικά παραγόμενου καπνού. Η τυπολογία τους διαθέτει μια κεντρική αυλή που περιβάλλεται από μικρά δωμάτια γνωστά ως χουτζρά, μαζί με κόγχες για το τάισμα γαϊδουριών και έναν στάβλο για άλογα.
Περιηγήθηκα γοητευμένη σε μικρές περίκλειστες πλατειούλες, αλλά και στα ιστορικά καραβανσεράι-μεντρέσες, περπάτησα κατά μήκος του καναλιού Shahrud και βρέθηκα δίπλα σε ψηλούς μιναρέδες στην προσπάθειά μου να δω όσα περισσότερα έργα μπορούσα στον χρόνο που διέθετα. Μπορώ να πω ότι τα κατάφερα αρκετά καλά αποκομώντας πολλαπλά οφέλη, αφού και μοναδικά έργα τέχνης απόλαυσα, αλλά και ιστορικά κτίρια επισκέφθηκα (ανοιχτά λόγω έκθεσης) που διαφορετικά δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να μπορέσω να δω το εσωτερικό τους.
Η μεντρέσα Gaukushon χτίστηκε το 1570 και είναι μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου κτιρίων, του Khoja-Gaukushan Ensemble. Χρηματοδοτήθηκε από τον Khoja Saad, γνωστό με το ψευδώνυμο “Khoja Kalon”, γι’ αυτό και όλο το σύνολο το οποίο περιλαμβάνει μεντρέσα, τζαμί με μιναρέ και “λίμνη” πήρε το όνομά του. Το όνομα “Gaukushon” σημαίνει “σφαγή ταύρων”, γεγονός που υποδηλώνει ότι πριν χτιστεί η μεντρέσα ο χώρος χρησιμοποιούνταν ως σφαγείο βοοειδών. Με πάνω από 30 αίθουσες, βιβλιοθήκη και μια μεγάλη αίθουσα προσευχής που χρησίμευε επίσης ως χώρος διαλέξεων, η μεντρέσα παρέμεινε κέντρο μάθησης για αιώνες, προτού μετατραπεί σε σχολή χειροτεχνίας τον 20ο αιώνα.
Συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1993 ως μέρος του “Ιστορικού Κέντρου της Μπουχάρα”. Ένα Hauz (Λίμνη) βρίσκεται έξω από τη μεντρέσα και εδώ συνάντησα το έργο “Inverted Fruits” (Ανεστραμμένα Φρούτα) της καλλιτέχνιδας Taus Makhacheva (Russia/UAE) σε συνεργασία με το Oydin Nur Centre (Uzbekistan).
Εδώ κάνω μια παρένθεση για να εξηγήσω σε όσους δεν έχουν παρακολουθήσει τις αναρτήσεις μου στο thread “Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO που έχουμε επισκεφθεί” τι είναι αυτές οι “Λίμνες” στο κέντρο της πόλης. Η Μπουχάρα μέχρι πριν από έναν αιώνα υδρευόταν από ένα δίκτυο καναλιών και διακοσίων λιμνών (hauz) γύρω από τις οποίες οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν και κουτσομπόλευαν, έπιναν νερό ή πλένονταν. Καθώς το νερό δεν άλλαζε συχνά, η πόλη ήταν διάσημη για τις επιδημίες πανώλης και τις ασθένειες που μεταδίδονται μέσω αυτού. Λέγεται, ότι ο μέσος κάτοικος της Μπουχάρα του 19ου αιώνα πέθαινε πριν από την ηλικία των 32 ετών. Γι' αυτόν τον λόγο οι Σοβιετικοί κατήργησαν τις περισσότερες “Λίμνες” κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930.
Επιστρέφω, λοιπόν, στο “Inverted Fruits” που ήταν τοποθετημένο στην “όχθη της Λίμνης” με κάποια “φρούτα” να επιπλέουν στο νερό.
Το έργο διερευνά διαφορετικές μορφές μεταμόρφωσης και ενδυνάμωσης των γυναικών. Αναπτυγμένα σε συνεργασία με το γυναικείο καταφύγιο Oydin Nur, τα μεταλλικά γλυπτά παίρνουν το σχήμα ανεστραμμένων φρούτων-μεταφορές για προσωπική ανανέωση. Αν και χυμένα σε μέταλλο, τα αντικείμενα παρασύρονται στην επιφάνεια του νερού, χαραγμένα με λέξεις χειραφέτησης και φροντίδας, συμβολίζοντας την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναικείας δράσης. Για τις ανάγκες της Biennale, η Gaukushon Madrasah έχει μεταμορφωθεί σε Σπίτι της Απαλότητας, για δημόσια προγράμματα, παιδικά εργαστήρια και αφήγηση ιστοριών.
Η πρώτη εκδοχή της Biennale στο Ουζμπεκιστάν πραγματοποιείται στην πόλη από τις 5 Σεπτεμβρίου έως και τις 20 Νοεμβρίου του 2025 και φέρει τον τίτλο “Recipes for Broken Hearts” (Συνταγές για Ραγισμένες Καρδιές) ως κοινό θεματικό πλαίσιο. Σκοπός της είναι η συνάντηση του σύγχρονου καλλιτεχνικού έργου, της παραδοσιακής χειροτεχνίας και του τοπικού πολιτισμού, σε μια πόλη με μεγάλο ιστορικό βάθος ως σταθμός του Δρόμου του Μεταξιού.
Το νόημα του τίτλου “Recipes for Broken Hearts”
- Η λέξη “συνταγές” παραπέμπει στην ιδέα της μαγειρικής, της κοινότητας, της συγκέντρωσης γύρω από το τραπέζι και του “μαγειρεύειν” ως κοινωνική και θεραπευτική πράξη.
- Το “ραγισμένες καρδιές” αναφέρεται στο συναίσθημα της απώλειας, του αποχωρισμού ή της μετάβασης, όχι απλώς ως τραγωδία, αλλά ως σημείο εκκίνησης για θεραπεία, συλλογικό αναστοχασμό και επανασύνδεση.
- Το έργο του φεστιβάλ δεν προτείνει μόνο “στείρα επισκευή”, αλλά το να ζήσεις με την απώλεια και να τη μετασχηματίσεις μέσω δημιουργικής πρακτικής και κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Πριν το ταξίδι μου στο Ουζμπεκιστάν, δε γνώριζα απολύτως τίποτα για αυτό το τόσο σπουδαίο και σημαντικό γεγονός. Το αντιλήφθηκα σε μια απογευματινή βόλτα μου στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Δεν είχα, ούτε έχω πρόθεση να γράψω ολοκληρωμένη ταξιδιωτική ιστορία για αυτό το ταξίδι και έχω εξηγήσει τον λόγο εδώ: Μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς UNESCO που έχουμε επισκεφθεί.
Βέβαια, ήθελα πολύ να αναφερθώ και να αναδείξω σε κάποιο thread αυτό το φεστιβάλ που λαμβάνει χώρα αυτήν τη στιγμή στη Μπουχάρα. Όμως, αρχίζοντας να βλέπω τις φωτογραφίες, να ξαναθυμάμαι τα έργα της έκθεσης και να γράφω τα κείμενα, συνειδητοποίησα ότι η ανάρτηση θα βγει πολύ μεγάλη και πιθανόν πολύ κουραστική για τους αναγνώστες. Έτσι, αποφάσισα να αναρτήσω στις ταξιδιωτικές ιστορίες τη Biennale της Μπουχάρα, χωρίζοντάς την σε λίγα κεφάλαια.
Η Biennale, με τη συμμετοχή περισσότερων από 120 εικαστικών καλλιτεχνών, ερμηνευτών, σεφ, κατασκευαστών υφασμάτων και μουσικών από όλο τον κόσμο, και χρησιμοποιώντας το φαγητό ως μια “γλώσσα” συνύπαρξης, θεραπείας και συναισθήματος φιλοδοξεί να απογειώσει την έκθεση. Βασισμένη στους ιστορικούς δεσμούς της Μπουχάρα με το παγκόσμιο εμπόριο μπαχαρικών, η Biennale θεωρεί το φαγητό ως ένα δημιουργικό μέσο, τοποθετώντας το σε διάλογο με άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης. Σχεδιασμένη ως ένα ζωντανό σώμα που τρέφεται μέσα από κοινές εμπειρίες, η έκθεση “Συνταγές για Ραγισμένες Καρδιές” φιλοξενεί, μεταξύ άλλων εκδηλώσεων, φιλόδοξες γαστρονομικές δραστηριότητες που θα ξεδιπλώνονται κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου στο Café Oshqozon της Biennale.
Café Oshqozon
Στο Oshqozon, που σημαίνει “στομάχι” και “δοχείο για μαγείρεμα” στα Ουζμπεκικά, διεθνείς και Ουζμπέκοι σεφ θα δημιουργούν νέες συνταγές για την επούλωση ραγισμένων καρδιών, αναπτύσσοντας νέα μενού που θα συνοδεύονται από αφήγηση ιστοριών. Το μωσαϊκό με το “στομάχι” της Ουζμπέκας Oyjon Khayrullaeva, βρίσκει μια ταιριαστή θέση στην πρόσοψη του Oshqozon Café. Η καλλιτέχνιδα συχνά παρουσιάζει ψηφιδωτά ανθρώπινων οργάνων, διερευνώντας τις συνδέσεις μεταξύ ψυχικής και σωματικής ευεξίας.
Εμπνευσμένη από το τριετές ταξίδι της μέσα από την κατάθλιψη και τη θεραπεία, η Khayrullaeva αντλεί έμπνευση από την ιατρική κληρονομιά της Κεντρικής Ασίας, ειδικά από το έργο του Ibn Sina (από τους πιο επιδραστικούς επιστήμονες της Ισλαμικής Χρυσής Εποχής, γνωστός για τη σημαντική συμβολή του στην ιατρική) ο οποίος αναγνώρισε τη σύνδεση μεταξύ συναισθηματικής και σωματικής ευεξίας. Αυτό που ξεκίνησε ως ψηφιακή τέχνη, εξελίχθηκε σε μια δημόσια εγκατάσταση μέσω συνεργασιών με τον Ουζμπέκο μάστορα των ψηφιδωτών Rauf Taxirov και τη γιαγιά της από τη Μπουχάρα, οι οποίοι μοιράστηκαν παραδοσιακές θεραπευτικές συνταγές που συνδέονται με κάθε όργανο (εκτός από το ψηφιδωτό με το στομάχι στο Cafe Oshqozon, υπάρχουν και άλλα ψηφιδωτά με ανθρώπινα όργανα της καλλιτέχνιδας διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία της πόλης).
Κάθε ένα από αυτά τα όργανα φέρει τόσο προσωπικό όσο και πολιτιστικό νόημα: οι πνεύμονες τιμούν τη μητέρα της, η οποία ζει με άσθμα, το συκώτι αντανακλά τον ουζμπεκικό όρο jigar, που σημαίνει τόσο το όργανο όσο και “αγαπητή μου”. Με τα λόγια της καλλιτέχνιδας: “Η γιαγιά μου διατηρεί συνταγές από το παρελθόν, βότανα, προσευχές, αρχαίες τελετουργίες. Στα λόγια της κατοικούν ξεχασμένες πρακτικές θεραπείας που προορίζονται τόσο για το σώμα όσο και για την ψυχή. Μέσα από τη φωνή της, ακούω τη Μπουχάρα που κάποτε ήταν-σε ψιθύρους, σε μυρωδιές, σε ηχώ που εξασθενούν με τον καιρό”.
Το θέμα της Biennale προέρχεται από έναν ευρέως γνωστό θρύλο που υποστηρίζει ότι η συνταγή του βασικού ουζμπεκικού πιάτου, του plov, εφευρέθηκε από τον πολυμαθή και πατέρα της σύγχρονης ιατρικής, Ibn Sina, τον 10ο αιώνα, για να γιατρέψει την πληγωμένη καρδιά ενός πρίγκιπα που δεν μπορούσε να παντρευτεί την κόρη ενός τεχνίτη. Για να εξερευνήσουν το φαγητό ως μέσο εποικοδομητικής συνύπαρξης, Ουζμπέκοι και διεθνείς σεφ κλήθηκαν να παρουσιάσουν την τέχνη της μαγειρικής, φέρνοντας γεύσεις από διαφορετικές γαστρονομικές παραδόσεις για να επικοινωνήσουν την ιστορία της Μπουχάρα με το παγκόσμιο εμπόριο μπαχαρικών.
Αυτό το όραμα ζωντανεύει στην εγκατάσταση “Salt Carried by the Wind” (Αλάτι που Κουβαλάει ο Άνεμος) του Ινδού καλλιτέχνη Subodh Gupta, έξω από το Ayozzhon Caravanserai, όπου τα σμαλτωμένα σκεύη από τη σοβιετική εποχή θυμίζουν την οικιακή ζωή και τη φιλοξενία, ενώ οι τοίχοι και οι οροφές κατακλύζονται με κεραμικά πιάτα, με σχέδια του Ουζμπέκου μάστορα-αγγειοπλάστη Baxtiyor Nazirov, αναδεικνύοντας την οικειότητα έναντι της μαζικής παραγωγής. Κατά τη διάρκεια των εγκαινίων, ο Gupta ενεργοποίησε την εγκατάσταση μαγειρεύοντας και σερβίροντας παραδοσιακό ινδικό φαγητό μετατρέποντας το έργο σε μια ζωντανή κοινοτική εμπειρία.
Το έργο έχει τη μορφή ενός θολωτού κιοσκιού, που αντανακλά την αρχιτεκτονική του διπλανού Τζαμιού Magoki Attori, του παλαιότερου στην Κεντρική Ασία, το οποίο, αρχικά, ήταν Ζωροαστρικός ναός, στη συνέχεια συναγωγή και τελευταία μουσείο χαλιών. Όλη η περιοχή γύρω από το Τζαμί Magoki Attori, αλλά και γύρω από το έργο-κιόσκι “Salt Carried by the Wind” ήταν αγορά μπαχαρικών, αρωμάτων, ειδώλων και φίλτρων λόγω του Ζωροαστρικού ναού.
To Τζαμί Magoki Attori
Και το κιόσκι της Biennale:
Ξεχύθηκα με περισσή χαρά και περιέργεια να εξερευνήσω όσα περισσότερα έργα της Biennale μπορούσα. Η κεντρική πλατεία χρησιμεύει ως το επίκεντρο της δημόσιας ζωής της έκθεσης και είναι ένα ζωντανό σημείο συνάντησης. Οι “Συνταγές για Ραγισμένες Καρδιές” περιλαμβάνουν πάνω από 70 εγκαταστάσεις κατανεμημένες σε 500, ίσως και παραπάνω, μέτρα δημόσιου χώρου και σε διάρκεια δέκα εβδομάδων, συνδέοντας όλα τα σημεία της έκθεσης με έργα που προσκαλούν τους επισκέπτες σε επαφή με τους κατοίκους της Μπουχάρα, αλλά και με τους καλλιτέχνες που δημιούργησαν εδώ τέχνη. Η διαδρομή διασχίζει γειτονιές της πόλης όπου ζουν πολλοί τεχνίτες, ιδίως κεντήστρες και κεντητές χρυσοκλωστής. Αυτά τα έργα δημιουργούν χώρο για να νιώσει κανείς, να βρει παρηγοριά, να ξεκουραστεί, να ελπίζει και να ονειρευτεί.
Οι περισσότερες μορφές ερωτικής απογοήτευσης είναι οδυνηρές-και συχνά περιπλέκονται πολύ περισσότερα από δύο άτομα. Αυτή η Biennale, δεν εστιάζει στις ραγισμένες καρδιές, αλλά στις συνταγές με τις οποίες θα επουλωθούν. Και φυσικά δεν περιλαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο συνταγές φαγητού, αλλά διάφορες συνταγές θεραπείας. Οι θεραπείες, όπως και οι συνταγές, δεν είναι στατικές. Μέσω της έκθεσης, ίσως εφευρεθούν νέοι τρόποι για να θεραπεύσουμε ο ένας τον άλλον, υποστηρίζουν οι διοργανωτές της έκθεσης.
Τέσσερα διασυνδεδεμένα καραβανσεράι-μεντρέσες σχηματίζουν ένα συγκρότημα που κάποτε χρησίμευε τόσο ως κατάλυμα για τους περιοδεύοντες εμπόρους όσο και ως κέντρο εμπορίου, ειδικευόμενο στην πώληση σερβίτσιων και τοπικά παραγόμενου καπνού. Η τυπολογία τους διαθέτει μια κεντρική αυλή που περιβάλλεται από μικρά δωμάτια γνωστά ως χουτζρά, μαζί με κόγχες για το τάισμα γαϊδουριών και έναν στάβλο για άλογα.
Περιηγήθηκα γοητευμένη σε μικρές περίκλειστες πλατειούλες, αλλά και στα ιστορικά καραβανσεράι-μεντρέσες, περπάτησα κατά μήκος του καναλιού Shahrud και βρέθηκα δίπλα σε ψηλούς μιναρέδες στην προσπάθειά μου να δω όσα περισσότερα έργα μπορούσα στον χρόνο που διέθετα. Μπορώ να πω ότι τα κατάφερα αρκετά καλά αποκομώντας πολλαπλά οφέλη, αφού και μοναδικά έργα τέχνης απόλαυσα, αλλά και ιστορικά κτίρια επισκέφθηκα (ανοιχτά λόγω έκθεσης) που διαφορετικά δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να μπορέσω να δω το εσωτερικό τους.
Gaukushon Madrasah
Η μεντρέσα Gaukushon χτίστηκε το 1570 και είναι μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου κτιρίων, του Khoja-Gaukushan Ensemble. Χρηματοδοτήθηκε από τον Khoja Saad, γνωστό με το ψευδώνυμο “Khoja Kalon”, γι’ αυτό και όλο το σύνολο το οποίο περιλαμβάνει μεντρέσα, τζαμί με μιναρέ και “λίμνη” πήρε το όνομά του. Το όνομα “Gaukushon” σημαίνει “σφαγή ταύρων”, γεγονός που υποδηλώνει ότι πριν χτιστεί η μεντρέσα ο χώρος χρησιμοποιούνταν ως σφαγείο βοοειδών. Με πάνω από 30 αίθουσες, βιβλιοθήκη και μια μεγάλη αίθουσα προσευχής που χρησίμευε επίσης ως χώρος διαλέξεων, η μεντρέσα παρέμεινε κέντρο μάθησης για αιώνες, προτού μετατραπεί σε σχολή χειροτεχνίας τον 20ο αιώνα.
Συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1993 ως μέρος του “Ιστορικού Κέντρου της Μπουχάρα”. Ένα Hauz (Λίμνη) βρίσκεται έξω από τη μεντρέσα και εδώ συνάντησα το έργο “Inverted Fruits” (Ανεστραμμένα Φρούτα) της καλλιτέχνιδας Taus Makhacheva (Russia/UAE) σε συνεργασία με το Oydin Nur Centre (Uzbekistan).
Εδώ κάνω μια παρένθεση για να εξηγήσω σε όσους δεν έχουν παρακολουθήσει τις αναρτήσεις μου στο thread “Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO που έχουμε επισκεφθεί” τι είναι αυτές οι “Λίμνες” στο κέντρο της πόλης. Η Μπουχάρα μέχρι πριν από έναν αιώνα υδρευόταν από ένα δίκτυο καναλιών και διακοσίων λιμνών (hauz) γύρω από τις οποίες οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν και κουτσομπόλευαν, έπιναν νερό ή πλένονταν. Καθώς το νερό δεν άλλαζε συχνά, η πόλη ήταν διάσημη για τις επιδημίες πανώλης και τις ασθένειες που μεταδίδονται μέσω αυτού. Λέγεται, ότι ο μέσος κάτοικος της Μπουχάρα του 19ου αιώνα πέθαινε πριν από την ηλικία των 32 ετών. Γι' αυτόν τον λόγο οι Σοβιετικοί κατήργησαν τις περισσότερες “Λίμνες” κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930.
To Hauz έξω από το Khoja-Gaukushan Ensemble
Επιστρέφω, λοιπόν, στο “Inverted Fruits” που ήταν τοποθετημένο στην “όχθη της Λίμνης” με κάποια “φρούτα” να επιπλέουν στο νερό.
Το έργο διερευνά διαφορετικές μορφές μεταμόρφωσης και ενδυνάμωσης των γυναικών. Αναπτυγμένα σε συνεργασία με το γυναικείο καταφύγιο Oydin Nur, τα μεταλλικά γλυπτά παίρνουν το σχήμα ανεστραμμένων φρούτων-μεταφορές για προσωπική ανανέωση. Αν και χυμένα σε μέταλλο, τα αντικείμενα παρασύρονται στην επιφάνεια του νερού, χαραγμένα με λέξεις χειραφέτησης και φροντίδας, συμβολίζοντας την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναικείας δράσης. Για τις ανάγκες της Biennale, η Gaukushon Madrasah έχει μεταμορφωθεί σε Σπίτι της Απαλότητας, για δημόσια προγράμματα, παιδικά εργαστήρια και αφήγηση ιστοριών.
Last edited:

). Η Biennale ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία και μια μοναδική ευκαιρία να μάθω και στη συνέχεια να μάθουν και οι αναγνώστες (όσοι διάβασαν τη σύντομη παρουσίασή μου) όλες αυτές τις ιστορίες, τους μύθους, τους θρύλους, τα πανάρχαια έθιμα, τις τελετουργίες, τις αρχαίες μνήμες, τις τέχνες, τις παραδόσεις, τις γιορτές, την κουζίνα και τις γυναικείες δράσεις.