Rosa
Member
- Μηνύματα
- 1.635
- Likes
- 1.971
- Ταξίδι-Όνειρο
- Trobriand Islands...
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο - Εβδομάδα 1η (ή, αλλιώς, 'Για ποιο λόγο ο σενιόρ Φρανσίσκο ντε Ορεγιάνα δεν έφτασε ποτέ στο Ελ Ντοράντο…')
- Κεφάλαιο 3ο
- Κεφάλαιο 4ο
- Κεφάλαιο 5ο
- Κεφάλαιο 6ο
- Κεφάλαιο 7ο
- Κεφάλαιο 8ο
- Κεφάλαιο 9ο][B]Δεύτερο Ετάπ: Άνδεις (ή, αλλιώς, 'Τι έγινε και 'καρβούνιασε' το στρούντελ της σκληρόκαρδης φροϊλάιν Βίζελ;')[/B
- Κεφάλαιο 10ο
- Κεφάλαιο 11ο
- Κεφάλαιο 12ο
- Κεφάλαιο 13ο
- Κεφάλαιο 14ο][B]Τρίτο Ετάπ: Γκαλάπαγκος (ή, αλλιώς, ʽΤι καλό σιγοβράζει στο πειρατικό καζάνι, Κάρολε;ʼ)[/B
- Κεφάλαιο 15ο
- Κεφάλαιο 16ο
- Κεφάλαιο 17ο
- Κεφάλαιο 18ο
- Κεφάλαιο 19ο][B]Επίλογος (ή, αλλιώς, ʽ…κι αν βγάζαμε το γιώτα απʼ το αλφάβητο…?)[/B
- Video][media=youtube]xM-o1eesn4M[/media
Αναρίθμητες μάχες έδωσε ο Αντόνιο Χοσέ μέσα στο διάστημα που του χαρίστηκε να τριγυρίσει στον κόσμο των ζωντανών, μα εξίσου πολυάσχολος και δημιουργικά δραστήριος φαίνεται πως υπήρξε και ως πνεύμα. Αμετροεπής ως άνθρωπος, κατά πως φαίνεται, χάρισε το ονοματάκι του πρώτα στο μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας του, κι ευθύς κατόπιν στο εθνικό της νόμισμα. Το σούκρε υποδιαιρέθηκε σε 10 ντέσιμος και 100 σεντάβος, κι έμεινε να καμαρώνει κορδωμένο κι ολοστόλιστο με τα πρόσωπα των προέδρων, των πολεμιστών, των συγγραφέων και, πώς τα φέρνει η ζωή, ακόμα και αυτών των Ισπανών κατακτητών, που πέρασαν πάνω από την τραχιά του επιφάνεια. Από το 1884, που πρωτοκυκλοφόρησε, ως και το 2000, πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση στις εξελίξεις του κόσμου αυτού και στις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις, μα όταν πια είδε πως 25000 δικά του αδέρφια χρειάζονταν για να τα βάλουν με ένα και μόνο ψωροδολάριο, έφτασε να το πάρει απόφαση πως μόνο του χαΐρι δε θα έβλεπε, και πικραμένο παρέδωσε τα σκήπτρα στον πρασινωπό παντοκράτορα. Την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας, βέβαια, το σούκρε εξακολουθεί να είναι το εθνικό νόμισμα του Εκουαδόρ και 900 κάτι από δαύτα φτάνουν για ισοφαρίσουν ένα δολάριο, γι αυτό και το ζεύγος βγαίνει βαρυφορτωμένο και με γεμάτο πορτοφόλι από την πόρτα του Μπάνκο Πιτσίντσα, κάπου στο κέντρο του Κίτο.
Το υπόλοιπο της ημέρας αναλίσκεται σε αναζήτηση του πλησιέστερου IETEL, για να δοθεί σήμα ελπίδας στους δικούς μας που σίγουρα μας έχουν για χαμένους, σε σουλάτσα σε αβενίδες και σε πάρκα, σε επιβεβαίωση της αυριανής μας πτήσης στα γραφεία του Metropolitan. Γυρεύουμε το South American Explorer’s Club, που σύμφωνα με τον οδηγό μας αποτελεί τον ιδανικό παράδεισο του lowbudget ταξιδιώτη, προσφέροντας πλείστες συμβουλές και προτάσεις για όσους θέλουν να οργανώσουν μοναχοί τους μια εξόρμηση στη ζούγκλα ή στα Γκαλάπαγκος, και μάλιστα χωρίς να τσιγκουνεύεται ένα φλιτζάνι τσάι, που μπορεί κανείς να απολαύσει στη βιβλιοθήκη του. Φευ! Τιμώντας την προσωνυμία του, το φιλόξενο στέκι έχει μετακομίσει προ πολλού, ίσως για να εξερευνήσει κι άλλα μέρη. Το περπάτημα συνεχίζεται για ώρες. Ο Σ. φωτογραφίζει εκστασιασμένος τα λεωφορεία που σκορπίζουν το νοτιοαμερικάνικο χρώμα τους παντού, εξηγώντας μου με το νι και με το θίγμα τις πατέντες τους, όπως αυτή της εξάτμισης που φτάνει ως την οροφή, απαραίτητη επέμβαση και επιβεβλημένη, μιας και δεν κάνουν σωστή καύση. Εγώ έχω αφήσει την κάμερα να κρέμεται παραμελημένη κι απολαμβάνω τις εικόνες με ακόρεστη απληστία. Να κι αυτό το στενάκι, να κι ο καθεδρικός, να και το ξεροβούνι που είδαμε σήμερα το πρωί και που δεν είναι ξεροβούνι, κοτζαμάν ηφαίστειο είναι, Πιτσίντσα το περίφημο, γύρω του είναι που απλώνεται το Κίτο σάμπως να το αγκαλιάζει, φλογερή αγκαλιά, ομολογουμένως, γιατί κι αυτό, όπως και τα γειτονάκια του, ενεργό είναι ακόμα, πότε θα γίνει άραγε το επόμενο ξεσπάθωμα, μπα, θα αργήσει, με καθησυχάζω, και πράγματι, αργεί πολύ, τρία ολόκληρα χρόνια μετά τη μέρα εκείνη που εμείς περιδιαβαίναμε ανέμελοι την πόλη…
Το απόγευμα μας βρίσκει νηστικούς και με λιωμένες σόλες μπροστά από ένα έξοχο μικρό εστιατόριο, το Las Redes. Κουκλίστικο, καλοβαλμένο, ξυλεπένδυτο, δεν έχω τραπέζι μέσα να σας βάλω, καρντιές μου, θα σας επείραζε πολύ να σας στρώσω στο μπαλκόνι; Τι λες, καλέ μου άνθρωπε, μοιάζουμε μίζεροι, ουδεπόποτε, και μια χαρά μας πέφτει το πριβέ, άσε που έχουμε και θέα στη λεωφόρο, αυτοκίνητα και άνθρωποι να μην τους χορταίνουμε, είναι κι αυτή η ευχάριστη ψυχρούλα, φτάνει στ’ αυτιά μας η γλυκιά andina μελωδία από μέσα… Μεμιάς κι ευθύς απλώνεται το ολόλευκο τραπεζομάντιλο, βγαίνουν τα πρώτα, θαλασσινά, κι εκείνο το υπέροχο cebiche που θα μας κλέψει την καρδιά εφεξής και δια βίου.
Ύπνο νωρίς, ξεθεωθήκαμε, είμαστε ξύπνιοι απ’ τις εξήμιση, κι αύριο στις οχτώ, στο Altameda Real μπροστά, θα πρέπει να ‘μαστε απίκο για να μας μαζέψουν οι καλοί ανθρώποι για το αεροδρόμιο…Όπερ και γίνεται. Κι έτσι, νωρίς το επόμενο πρωί, βάζουμε πλώρη για τα βόρεια, και για τον Αμαζόνιο…
Το υπόλοιπο της ημέρας αναλίσκεται σε αναζήτηση του πλησιέστερου IETEL, για να δοθεί σήμα ελπίδας στους δικούς μας που σίγουρα μας έχουν για χαμένους, σε σουλάτσα σε αβενίδες και σε πάρκα, σε επιβεβαίωση της αυριανής μας πτήσης στα γραφεία του Metropolitan. Γυρεύουμε το South American Explorer’s Club, που σύμφωνα με τον οδηγό μας αποτελεί τον ιδανικό παράδεισο του lowbudget ταξιδιώτη, προσφέροντας πλείστες συμβουλές και προτάσεις για όσους θέλουν να οργανώσουν μοναχοί τους μια εξόρμηση στη ζούγκλα ή στα Γκαλάπαγκος, και μάλιστα χωρίς να τσιγκουνεύεται ένα φλιτζάνι τσάι, που μπορεί κανείς να απολαύσει στη βιβλιοθήκη του. Φευ! Τιμώντας την προσωνυμία του, το φιλόξενο στέκι έχει μετακομίσει προ πολλού, ίσως για να εξερευνήσει κι άλλα μέρη. Το περπάτημα συνεχίζεται για ώρες. Ο Σ. φωτογραφίζει εκστασιασμένος τα λεωφορεία που σκορπίζουν το νοτιοαμερικάνικο χρώμα τους παντού, εξηγώντας μου με το νι και με το θίγμα τις πατέντες τους, όπως αυτή της εξάτμισης που φτάνει ως την οροφή, απαραίτητη επέμβαση και επιβεβλημένη, μιας και δεν κάνουν σωστή καύση. Εγώ έχω αφήσει την κάμερα να κρέμεται παραμελημένη κι απολαμβάνω τις εικόνες με ακόρεστη απληστία. Να κι αυτό το στενάκι, να κι ο καθεδρικός, να και το ξεροβούνι που είδαμε σήμερα το πρωί και που δεν είναι ξεροβούνι, κοτζαμάν ηφαίστειο είναι, Πιτσίντσα το περίφημο, γύρω του είναι που απλώνεται το Κίτο σάμπως να το αγκαλιάζει, φλογερή αγκαλιά, ομολογουμένως, γιατί κι αυτό, όπως και τα γειτονάκια του, ενεργό είναι ακόμα, πότε θα γίνει άραγε το επόμενο ξεσπάθωμα, μπα, θα αργήσει, με καθησυχάζω, και πράγματι, αργεί πολύ, τρία ολόκληρα χρόνια μετά τη μέρα εκείνη που εμείς περιδιαβαίναμε ανέμελοι την πόλη…
Το απόγευμα μας βρίσκει νηστικούς και με λιωμένες σόλες μπροστά από ένα έξοχο μικρό εστιατόριο, το Las Redes. Κουκλίστικο, καλοβαλμένο, ξυλεπένδυτο, δεν έχω τραπέζι μέσα να σας βάλω, καρντιές μου, θα σας επείραζε πολύ να σας στρώσω στο μπαλκόνι; Τι λες, καλέ μου άνθρωπε, μοιάζουμε μίζεροι, ουδεπόποτε, και μια χαρά μας πέφτει το πριβέ, άσε που έχουμε και θέα στη λεωφόρο, αυτοκίνητα και άνθρωποι να μην τους χορταίνουμε, είναι κι αυτή η ευχάριστη ψυχρούλα, φτάνει στ’ αυτιά μας η γλυκιά andina μελωδία από μέσα… Μεμιάς κι ευθύς απλώνεται το ολόλευκο τραπεζομάντιλο, βγαίνουν τα πρώτα, θαλασσινά, κι εκείνο το υπέροχο cebiche που θα μας κλέψει την καρδιά εφεξής και δια βίου.
Ύπνο νωρίς, ξεθεωθήκαμε, είμαστε ξύπνιοι απ’ τις εξήμιση, κι αύριο στις οχτώ, στο Altameda Real μπροστά, θα πρέπει να ‘μαστε απίκο για να μας μαζέψουν οι καλοί ανθρώποι για το αεροδρόμιο…Όπερ και γίνεται. Κι έτσι, νωρίς το επόμενο πρωί, βάζουμε πλώρη για τα βόρεια, και για τον Αμαζόνιο…
Attachments
-
9 KB Προβολές: 3.498
Last edited: