Rosa
Member
- Μηνύματα
- 1.635
- Likes
- 1.971
- Ταξίδι-Όνειρο
- Trobriand Islands...
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο - Εβδομάδα 1η (ή, αλλιώς, 'Για ποιο λόγο ο σενιόρ Φρανσίσκο ντε Ορεγιάνα δεν έφτασε ποτέ στο Ελ Ντοράντο…')
- Κεφάλαιο 3ο
- Κεφάλαιο 4ο
- Κεφάλαιο 5ο
- Κεφάλαιο 6ο
- Κεφάλαιο 7ο
- Κεφάλαιο 8ο
- Κεφάλαιο 9ο][B]Δεύτερο Ετάπ: Άνδεις (ή, αλλιώς, 'Τι έγινε και 'καρβούνιασε' το στρούντελ της σκληρόκαρδης φροϊλάιν Βίζελ;')[/B
- Κεφάλαιο 10ο
- Κεφάλαιο 11ο
- Κεφάλαιο 12ο
- Κεφάλαιο 13ο
- Κεφάλαιο 14ο][B]Τρίτο Ετάπ: Γκαλάπαγκος (ή, αλλιώς, ʽΤι καλό σιγοβράζει στο πειρατικό καζάνι, Κάρολε;ʼ)[/B
- Κεφάλαιο 15ο
- Κεφάλαιο 16ο
- Κεφάλαιο 17ο
- Κεφάλαιο 18ο
- Κεφάλαιο 19ο][B]Επίλογος (ή, αλλιώς, ʽ…κι αν βγάζαμε το γιώτα απʼ το αλφάβητο…?)[/B
- Video][media=youtube]xM-o1eesn4M[/media
Για τον πεισματάρη ταξιδιώτη που θα θελήσει σώνει και καλά να φτάσει οδικώς στο Οριέντε, όπως αποκαλείται η περιοχή εκείνη του Εκουαδόρ που σκεπάζεται από τον δασωμένο Αμαζόνιο, δεν υπάρχουνε πολλές επιλογές. Αφού ανέβει ως το πέρασμα Παπαλάκτα, που σκαρφαλώνει ως τα 4.100 πάνω απ’ τα σύννεφα κι είναι το υψηλότερο σημείο όλης της χώρας που μπορεί κανείς να φτάσει με δημόσια συγκοινωνία, κι αφού κάνει το σταυρό του μπρος στη θέα που θα ξανοιχτεί μπροστά στα μάτια του, θ’ αρχίσει να κατηφορίζει αργά απ’ το συνήθως χιονισμένο διάσελο, ακολουθώντας τον κακοτράχαλο, στρωμένο με χαλίκια δρόμο που κυλάει με κλειστές, ανατριχιαστικές στροφές, στις απόκρημνες πλευρές των Άνδεων. Από την άλλη την πλευρά η ζούγκλα απλώνεται ανεμπόδιστη, κι η βλάστηση στήνει τρελό χορό χωρίς ποτέ να ακολουθάει προκαθορισμένα βήματα. Δώδεκα ώρες θα του πάρει η διαδρομή, βεβαιώνουνε οι οδηγοί, μα θα προλάβει να δει από κοντά τις ασυνήθιστες εναλλαγές των τοπίων και να νιώσει από πρώτο χέρι στο πετσί του την πνιγηρή χούφτα της ζούγκλας, που θα τεντώνει προς το μέρος του τα όλο υγρασία δάχτυλά της. Μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα, κι ακόμα αργότερα, αυτή η περιοχή, που καταλαμβάνει μόνο το 2% ολόκληρου του Αμαζόνιου, ήταν σχετικά απροσπέλαστη και μόνο με ελαφριά αεροσκάφη ή ακολουθώντας ένα από τα πολλά ποτάμια και τους παραπόταμους που αυλακώνουν φιδογυριστά την πυκνή γούνα της μπορούσε να φτάσει κανείς. Οι εθνικές ομάδες του Οριέντε (όπως αποκαλούνται τώρα πια οι αυτόχθονες, μιας και ο όρος ‘φυλές’ έχει εγκαταλειφθεί από καιρό προς χάρη της πολιτικής ορθότητας), με άλλα λόγια, οι Σιόνα-Σεκόγια κι οι Κοφάν, ζούσαν απομονωμένοι και σε ευτυχή απόσταση από τον υπόλοιπο κόσμο, κάνοντας αυτό που ήξεραν καλά να κάνουν από αιώνες, και για το οποίο θα μιλήσουμε αργότερα. Η παγιωμένη αυτή κατάσταση άλλαξε στις αρχές του 1970, όταν ανακαλύφθηκαν τα πρώτα κοιτάσματα πετρελαίου. Ο δρόμος που εν τέλει ένωσε τις εντεύθεν με τις εκείθεν περιοχές των Άνδεων άρχισε να ανοίγεται με πυρετώδικους ρυθμούς, οι πρώτες αντλίες άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά και θορυβώδικα μέσα στα δάση, κι ο αγωγός του πετρελαίου, μακρυνάρι ατέλειωτο, σκαρφάλωσε ψηλά στις Άνδεις κι ως τα 3900 σε υψόμετρο και κατηφόρισε περήφανα ως τις ακτές και το λιμάνι της Εσμεράλντας. Ήταν η εποχή που η τιμή του πετρελαίου εκτοξεύτηκε στα ύψη ανά την υφήλιο, κι αυτά τα πρώτα βαρέλια με το πολύτιμο μαύρο υγρό κατάφεραν να τετραπλασιάσουν το δημόσιο εισόδημα μέσα σε μόλις τρία χρόνια. Δρόμοι ανοίχτηκαν, πολεμικοί εξοπλισμοί αγοράστηκαν, κρατικές πετρελαιοεταιρίες δημιουργήθηκαν, θέσεις εργασίας άνοιξαν, κι η ευλογημένη απομόνωση διαταράχτηκε απότομα, κραυγαλέα κι αμετάκλητα. Τι κι αν η επόμενη δεκαετία έφερε πτώση στις τιμές, τι κι αν ο σεισμός του 87 στις ανατολικές πλαγιές των Άνδεων γκρέμισε τον αγωγό, κόβοντας μια απ’ τις μεγαλύτερες αρτηρίες της εθνικής οικονομίας; Οι πρώτοι άποικοι απ’ τα παράλια και τη Σιέρα είχαν ήδη προλάβει να ορμήσουν στο Οριέντε κι είχαν αρχίσει ήδη να επιδίδονται στο θεάρεστο έργο τους, γκρεμίζοντας τα αχρείαστα δέντρα που έπιαναν τόπο απ’ τις καλλιέργειες, εκτοπίζοντας τους ντόπιους πληθυσμούς, κόβοντας τα ήπατα της άγριας πανίδας που πρώτη της φορά βρισκόταν αντιμέτωπη με τόσο άπληστους και φωνακλάδες επισκέπτες. Και όλα αυτά τη στιγμή που τα πρώτα δοκιμαστικά πηγάδια είχαν ήδη αρχίσει να στερεύουν. Στο μεταξύ, κι ενώ το ζεύγος πετάει πάνω απ’ τις Άνδεις και τις απαρχές της ζούγκλας, ευτυχισμένο και μακάριο και χωρίς να ξεδιακρίνει αγωγούς κι αντλίες κάτω από τον πυκνό πράσινο θόλο, το Εκουαδόρ εξακολουθεί να είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου σ’ όλη τη νότιο Αμερική, μόλο που οι προγνώσεις λένε πως τα κοιτάσματα θα εξαντληθούν μες στα επόμενα δέκα με δεκαπέντε χρόνια. Μα όλα αυτά είναι μια άλλη ιστορία.
Προσγειωνόμαστε τριάντα πέντε λεπτά αφότου οι ρόδες του μικρού αεροσκάφους της ΤΑΜΕ (βλ.TransportesAéreosMilitaresEcuatorianos) τροχοδρομούν για τελευταία φορά στον αεροδιάδρομο του Κίτο. Το Λάγο Άγριο ξανοίγεται μπροστά μας μ’ όλο το δάσος του, το μια σταλιά αεροδρόμιό του και το ολοκαίνουργιο όνομά του. Το πρώτο όνομα που απέκτησε από τα μικράτα του ήτανε Νουέβα Λόχα, ή τουλάχιστον, έτσι το φώναζαν οι πρώτοι κάτοικοι που είχαν έρθει ως εδώ από τα νότια της χώρας. Το δεύτερο, ενήλικο, επίθετο του δόθηκε από τους βορειοαμερικανούς, μετέπειτα κατοίκους του, που κατέληξαν εδώ στις υπηρεσίες της μαμάς Τεξάκο, και δεν άργησαν να νιώσουν νοσταλγία για το μικρό και άσημο χωριό τους που λεγόταν Sourlake και βρισκότανε στο Τέξας. ‘Στο τσακ τη γλιτώσαμε τη βροχή’, σχολιάζει ο Σ., παρατηρώντας τα πάντα ολόγυρα που γυαλοκοπάνε καθαρά και μουσκεμένα. Τις επόμενες μέρες θα έχει άπλετες ευκαιρίες να αναλογιστεί τη ματαιότητα αυτής της δήλωσης, όταν οι ουρανοί θ’ ανοίξουν και η ζούγκλα θα μας φιλοδωρήσει με το υγρό και αδιαπέραστο χαστούκι της. Στο μεταξύ, κάτω από γαλάζιους ουρανούς, επιβιβαζόμαστε στο λεωφορείο που θα μας μπάσει στα ενδότερα. Μιάμιση ώρα διαρκεί η διαδρομή. Οι δρόμοι στενοί, στριφτεροί, καταλασπωμένοι. Η βλάστηση γύρω μας πυκνή, ζούγκλα, λέω μέσα μου, χωρίς να έχω ιδέα πως μπροστά στον αληθινό Αμαζόνιο ετούτα εδώ λογίζονται χαμόδεντρα, χωρίς να έχω καταλάβει πως μπροστά στις μπερδεμένες ‘λιάνες’, τις κληματσίδες, δηλαδή, που ανερυθρίαστα αναρριχώνται και κρέμονται σεινάμενες λυγάμενες από τα πανύψηλα κι ογκώδη δέντρα, ετούτα εδώ φαντάζουν περιποιημένοι κήποι και μποστάνια. Κατά διαστήματα διακρίνουμε τον περιβόητο αγωγό, κρυμμένο πια μέσα στη βλάστηση που δε χαρίζεται με τίποτα σε κυβερνήσεις κι εταιρίες. Το λεωφορείο φτάνει στην όχθη ενός ποταμού –του Αγουαρίκο, με πληροφορεί ο χάρτης μου. Αποβιβαζόμαστε από το λεωφορείο κι επιβιβαζόμαστε στο σκάφος που μας περιμένει. Μακρόστενη η βάρκα, πράσινη, πράσινο και το τεντάκι από πάνω, σε αγαστή αρμονία με τα γύρω της, ανά δύο τα καθίσματα, στενή στο φάρδος, μόλις που χωράει να περάσει ένας όρθιος ανάμεσα, σε μήκος γενναιόδωρη, άμα προσθέσεις όλα τα καθίσματα μαζί χωράμε άνετα είκοσι τέσσερις, η μηχανή πίσω, εμείς στρογγυλοκαθισμένοι μπροστά και με τις κάμερες έτοιμες σαν αρπακτικά, άντε, φύγαμε, το εθνικό πάρκο του Κουγιαμπένο μας περιμένει...
Προσγειωνόμαστε τριάντα πέντε λεπτά αφότου οι ρόδες του μικρού αεροσκάφους της ΤΑΜΕ (βλ.TransportesAéreosMilitaresEcuatorianos) τροχοδρομούν για τελευταία φορά στον αεροδιάδρομο του Κίτο. Το Λάγο Άγριο ξανοίγεται μπροστά μας μ’ όλο το δάσος του, το μια σταλιά αεροδρόμιό του και το ολοκαίνουργιο όνομά του. Το πρώτο όνομα που απέκτησε από τα μικράτα του ήτανε Νουέβα Λόχα, ή τουλάχιστον, έτσι το φώναζαν οι πρώτοι κάτοικοι που είχαν έρθει ως εδώ από τα νότια της χώρας. Το δεύτερο, ενήλικο, επίθετο του δόθηκε από τους βορειοαμερικανούς, μετέπειτα κατοίκους του, που κατέληξαν εδώ στις υπηρεσίες της μαμάς Τεξάκο, και δεν άργησαν να νιώσουν νοσταλγία για το μικρό και άσημο χωριό τους που λεγόταν Sourlake και βρισκότανε στο Τέξας. ‘Στο τσακ τη γλιτώσαμε τη βροχή’, σχολιάζει ο Σ., παρατηρώντας τα πάντα ολόγυρα που γυαλοκοπάνε καθαρά και μουσκεμένα. Τις επόμενες μέρες θα έχει άπλετες ευκαιρίες να αναλογιστεί τη ματαιότητα αυτής της δήλωσης, όταν οι ουρανοί θ’ ανοίξουν και η ζούγκλα θα μας φιλοδωρήσει με το υγρό και αδιαπέραστο χαστούκι της. Στο μεταξύ, κάτω από γαλάζιους ουρανούς, επιβιβαζόμαστε στο λεωφορείο που θα μας μπάσει στα ενδότερα. Μιάμιση ώρα διαρκεί η διαδρομή. Οι δρόμοι στενοί, στριφτεροί, καταλασπωμένοι. Η βλάστηση γύρω μας πυκνή, ζούγκλα, λέω μέσα μου, χωρίς να έχω ιδέα πως μπροστά στον αληθινό Αμαζόνιο ετούτα εδώ λογίζονται χαμόδεντρα, χωρίς να έχω καταλάβει πως μπροστά στις μπερδεμένες ‘λιάνες’, τις κληματσίδες, δηλαδή, που ανερυθρίαστα αναρριχώνται και κρέμονται σεινάμενες λυγάμενες από τα πανύψηλα κι ογκώδη δέντρα, ετούτα εδώ φαντάζουν περιποιημένοι κήποι και μποστάνια. Κατά διαστήματα διακρίνουμε τον περιβόητο αγωγό, κρυμμένο πια μέσα στη βλάστηση που δε χαρίζεται με τίποτα σε κυβερνήσεις κι εταιρίες. Το λεωφορείο φτάνει στην όχθη ενός ποταμού –του Αγουαρίκο, με πληροφορεί ο χάρτης μου. Αποβιβαζόμαστε από το λεωφορείο κι επιβιβαζόμαστε στο σκάφος που μας περιμένει. Μακρόστενη η βάρκα, πράσινη, πράσινο και το τεντάκι από πάνω, σε αγαστή αρμονία με τα γύρω της, ανά δύο τα καθίσματα, στενή στο φάρδος, μόλις που χωράει να περάσει ένας όρθιος ανάμεσα, σε μήκος γενναιόδωρη, άμα προσθέσεις όλα τα καθίσματα μαζί χωράμε άνετα είκοσι τέσσερις, η μηχανή πίσω, εμείς στρογγυλοκαθισμένοι μπροστά και με τις κάμερες έτοιμες σαν αρπακτικά, άντε, φύγαμε, το εθνικό πάρκο του Κουγιαμπένο μας περιμένει...
Attachments
-
9 KB Προβολές: 3.498
Last edited: