Rosa
Member
- Μηνύματα
- 1.635
- Likes
- 1.971
- Ταξίδι-Όνειρο
- Trobriand Islands...
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο - Εβδομάδα 1η (ή, αλλιώς, 'Για ποιο λόγο ο σενιόρ Φρανσίσκο ντε Ορεγιάνα δεν έφτασε ποτέ στο Ελ Ντοράντο…')
- Κεφάλαιο 3ο
- Κεφάλαιο 4ο
- Κεφάλαιο 5ο
- Κεφάλαιο 6ο
- Κεφάλαιο 7ο
- Κεφάλαιο 8ο
- Κεφάλαιο 9ο][B]Δεύτερο Ετάπ: Άνδεις (ή, αλλιώς, 'Τι έγινε και 'καρβούνιασε' το στρούντελ της σκληρόκαρδης φροϊλάιν Βίζελ;')[/B
- Κεφάλαιο 10ο
- Κεφάλαιο 11ο
- Κεφάλαιο 12ο
- Κεφάλαιο 13ο
- Κεφάλαιο 14ο][B]Τρίτο Ετάπ: Γκαλάπαγκος (ή, αλλιώς, ʽΤι καλό σιγοβράζει στο πειρατικό καζάνι, Κάρολε;ʼ)[/B
- Κεφάλαιο 15ο
- Κεφάλαιο 16ο
- Κεφάλαιο 17ο
- Κεφάλαιο 18ο
- Κεφάλαιο 19ο][B]Επίλογος (ή, αλλιώς, ʽ…κι αν βγάζαμε το γιώτα απʼ το αλφάβητο…?)[/B
- Video][media=youtube]xM-o1eesn4M[/media
Έγερση ξημερώματα, έξι το πρωί και πεταγόμαστε όρθιοι, μόλο που ξενυχτήσαμε. Με τους αγκώνες στην κουπαστή μέχρι αργά, απολαμβάναμε τη σιγαλιά και τα αναπάντεχα σκουξίματα του δάσους. Κι όσο να πεις για ύπνο, δε σφαλνάγανε τα βλέφαρα, από τις τεσσεράμισι στριφογυρνάμε με αδημονία στις κουκέτες. Πρωινό στα γρήγορα και τα ‘τουκάν’, δέκα άτομα όλοι κι όλοι στην ομάδα μας, επιβιβαζόμαστε στις βάρκες. Πάμε για tierras coloradas, εξηγεί η Ισαβέλλα, και πλησιάζοντας στην όχθη, αντιλαμβανόμαστε αμέσως το γιατί. Λοξά πλατώματα από αμουδερό, κόκκινο χώμα στεφανώνουν τη βόρεια όχθη του Αγουαρίκο, εκεί απ’ όπου ξεκινά το μονοπάτι που θα διασχίσει αυτό το δάσος της terra firma. Πανύψηλα και ογκώδη δέντρα με τεράστιους κορμούς, κληματσίδες που κρεμιόνται σαν κουρτίνα από ψηλά, στο χώμα ορδές ολάκερες από φιλόπονα, θεόρατα μυρμήγκια σκαρφαλώνουν με ζήλο πάνω από τα λαγούμια που έχουν σκάψει με επιμέλεια οι αρμαδίλλοι. Στο τέρμα του μονοπατιού, κι ύστερα από κάμποση ώρα περπάτημα, φτάνουμε στο Σάτσα Ούκρου, το ‘λόφο με τη ζούγκλα’, όπως είχανε ονομάσει το μέρος οι Κίτσουα. Εδώ η χαμηλή βλάστηση είναι αραιότερη, οι πυκνές φυλλωσιές κρατούν τις ηλιαχτίδες μακριά απ’ το χώμα. Γύρω απ’ το ψηλότερο δέντρο, οι υπεύθυνοι για τις εν Αμαζονίω περιπλανήσεις μας, έχουν χτίσει έναν ψηλό, ξύλινο πύργο, που ορθώνεται περίπου δέκα μέτρα πάνω από το έδαφος. Σκαρφαλώνουμε κι έχουμε μια πρώτη θέα του δάσους από ψηλά, καθώς και μια καμπή του Ρίο Αγουαρίκο παρακάτω. Πέρα από τα γαλακτερά νερά, μια απέραντη έκταση από πράσινο, ως εκεί που φτάνει το μάτι. Παντού τριγύρω πράσινο, ένας μαλακός, δαψιλής τάπητας με αφράτο, ανάερο πέλος. Μπαμπακένια συννεφάκια ακραγγίζουν τις κορφές του, υδρατμοί της ζεστής μέρας που ζυγώνει. Πουθενά κάποιο ορόσημο, ένα σημείο για να προσανατολιστεί κανείς, αν τυχόν και ξεστρατίσει…
Δεύτερη εξόρμηση της μέρας σ’ ένα μέρος απροσπέλαστο. Ιγκαπό, το ντόπιο όνομά του, η ‘πλημμυρισμένη γη’. Ακολουθούμε έναν ξύλινο, υπερυψωμένο διάδρομο που χώνεται δύο χιλιόμετρα στην ενδοχώρα. Διασχίζουμε τις στενές σανίδες με προσοχή, αποφεύγοντας κάθε είδους σερνάμενο ή πετούμενο που απαντούμε στο διάβα μας, ιδιαίτερα αν το πλάσμα συνοδεύεται από φανταχτερά, έντονα χρώματα, που σηματοδοτούν και προειδοποιούν τα αρπακτικά και τους περίεργους πως καλά θα κάνουνε να μείνουν μακριά του. Γύρω μας η γη πλημμυρισμένη, το μονοπάτι άλλοτε αγγίζει γη κι άλλοτε κρέμεται πάνω από τα θολά νερά, μικρά, πορτοκαλόχρωμα μανιτάρια ξεφυτρώνουν πάνω στις ξύλινες σανίδες. Περπατάμε αργά, χαζεύοντας. Ξάφνου ένα αμυδρό, βαθύ, απειλητικό γουργούρισμα. Μένω κάγκελο. Το ίδιο κι ο Σ. Στήνουμε αυτί. Κοιταζόμαστε. Τίποτα. Ανταλλάσουμε ματιές. Του τύπου, ‘τ’ άκουσες κι εσύ; Τι να ‘τανε;’ Οι υπόλοιποι έχουν ξεμακρύνει. Έχουμε μείνει τελευταίοι. Γύρω μας σιωπή. Το γουργούρισμα ακούγεται ξανά. Σα ρονρόνισμα. Σαν κατσαρόλι που μόλις πήρε να βράζει. Σα γατί, μπορείς να πεις. Είναι σαφές. Κάτι, μεγάλο, κρυμμένο, (πεινασμένο;...) γρυλλίζει. Ξανακοιταζόμαστε. Ξανανταλλάσουμε ματιές. Του τύπου ‘τ’ άκουσα κι εγώ. Και δε με ενδιαφέρει να καθίσω να μάθω τι ήτανε’. Ανοίγουμε το βήμα. Προλαβαίνουμε τους υπόλοιπους. Ρωτάμε, θα το ακούσατε κι εσείς, δε μπορεί. Μας κοιτούν με περιέργεια. Είδηση δεν έχουν πάρει. Χρόνια μετά, στη θύμησή του, συνεχίζω να αμφιβάλλω πως ήταν τάπιρος ή βραδύπους αυτό το ον που μας παρατηρούσε…
Κοντά δυο ώρες κρατάει το αργό σουλάτσο στις σανίδες. Στο τέρμα του, η έκπληξη. Σε μια φαρδιά και ξύλινη, υπερυψωμένη επιφάνεια, φιγουράρουνε οι δικές μας, οι προσωπικές μας αχυροκαλύβες. Πακούγια Καμπ. Μια όαση μέσα στη ζούγκλα. Μαλακά στρώματα ριγμένα καταγής, αιώρες κρεμασμένες απ’ τα δέντρα. Εδώ θα φάμε μεσημεριανό, σερβιρισμένο μέσα σε τεράστια, πλατιά και μακρόστενα φύλλα. Ο μάγειρας θα μας παρουσιάσει με ζήλο τις δημιουργίες του. Καλαμπόκια, βουνά από ρύζι, cebiche το λατρεμένο μας, μικρές, πράσινες μπανάνες μαγειρεμένες με τρόπους ων ουκ έστιν αριθμός, νοστιμιές αληθινές, ένα πικ νικ κομμένο και ραμμένο για τα μέτρα μας, βγαλμένο απ’ την τρελή μας φαντασία.
Όσο να ετοιμαστεί το φαγητό, η Σούζαν ενημερώνει άλλη μια φορά για τον φυτικό και το ζωικό κόσμο που μας περιβάλλει. Το Ρίο Πακούγια που αντικρίζετε, εξηγεί, βαφτίστηκε έτσι από τους Κίτσουα. 'Πακού', ένα είδος πιράνια, 'για', σημαίνει ποτάμι. Εδώ τα πιράνια αφθονούν, αλλά τα κοφτερά δοντάκια τους που πασίγνωστα τα έχουν κάνει, τροχίζονται πάνω σε σκληρούς καρπούς κι όχι σε σάρκες ζώων. Κι άλλα πολλά λέει η Σούζαν, που ‘χει περάσει χρόνους επί χρόνων οδηγώντας τους αδαείς σαν και του λόγου μας στη ζούγκλα. Στο τέλος της φυσιολατρικής εισήγησης, η αμερικάνα μας φυλάει έκπληξη κι αμφίβολο ρεγάλο. Προτού ολοκληρώσει καν τη φράση της, πετάει από πάνω της τα ρούχα της και ρίχνεται με το μαγιό στα ολόμαυρα νερά του ποταμού Πακούγια. Καμ ον, ιτς σέιφ, διαβεβαιώνει αρχίζοντας τις απλωτές. Οι υπόλοιποι την κοιτάζουν σαστισμένοι. Κάνα δυο τολμηροί ακολουθούν, μαζί και το αγαπημένο μου ‘τουκάν’, που σπεύδει να βουτήξει άφοβα από την ξύλινη αποβάθρα. ‘Πρόσεχε μη μου βγεις ξεπουπουλιασμένος’, κρώζω εγώ, μα ο Σ. το διασκεδάζει. Η αφεντιά μου ρίχνει κλεφτές ματιές μια στα κατάμαυρα νερά που μου θυμίζουν τσάι Κεϋλάνης, και μια στο ντόπιο παλικάρι που έχει ρίξει την πετονιά και καρτερικά περιμένει να σοδιάσει το πρώτο πιράνια. Ώσπου να βγουν απ’ την τσαγιέρα οι τολμηροί, το έχει πιάσει και καμαρωτά το επιδεικνύει. Ετούτο είναι το φοβερό και τρομερό πλάσμα? Δεν είναι μεγαλύτερο απ’ την παλάμη του, ασημοπράσινο, προγναθικό, είναι η αλήθεια, με μια σειρά από μικρά, τριγωνικά και τροχισμένα δόντια, μα διόλου το καρχαριοειδές που είχα την εντύπωση πως θα ‘βλεπα. Ας είναι, φτηνά τη γλιτώσαμε και σήμερα, ιαγουάροι και πιράνια σας ξεφύγαμε, ας απολαύσουμε τώρα το γεύμα.
Η ώρα κυλά με γευστική μακαριότητα κι έρχεται η στιγμή της αναχώρησης. Η επιστροφή θα είναι πλωτή, οι ξύλινες πιρόγες περιμένουν να μας γυρίσουν στο Ορεγιάνα. Αραδιασμένες δυο δυο, ενωμένες κάθετα με τέσσερις σανίδες, ένα είδος πρωτόγονου καταμαράν, στο πιο στενό του. Ο κύριος Μπόλα, ο σοκολατένιος οδηγός μας, παίρνει θέση, πίσω του ακριβώς κι εμείς, για να μπορούμε να θαυμάζουμε σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής το απιστεύτου κάλλους σώμα του με τις γραμμώσεις και τους μύες που κανένα γυμναστήριο ή συμπλήρωμα διατροφής δεν είναι ικανό να σμιλέψει. Στο Ορεγιάνα για ολιγόωρη ξεκούραση, κι όταν βραδιάζει, βγαίνουμε πάλι με τις βάρκες. Όπου δείτε κάτι να κοκκινίζει, πείτε το, μας εξηγούν, ψάχνουμε πλάσματα νυχτόβια. Δεν έχει νόημα έστω και να αποπειραθώ να περιγράψω τι συναισθήματα βιώσαμε τη νύχτα εκείνη. Παντού τριγύρω μας σκοτάδι βαθύ, η σιγαλιά απερίγραπτη, το γλυκό γλουγλούκισμα του νερού. Καϊμάνους δε βρήκαμε, τα πλάσματα κρατήθηκαν μακριά μας, όμως ακόμα με στοιχειώνει εκείνη η αίσθηση μιας εσχατιάς που όμοια της ακόμα μια φορά στο παρελθόν και μια στο μέλλον έμελλε να νιώσω.
Δεύτερη εξόρμηση της μέρας σ’ ένα μέρος απροσπέλαστο. Ιγκαπό, το ντόπιο όνομά του, η ‘πλημμυρισμένη γη’. Ακολουθούμε έναν ξύλινο, υπερυψωμένο διάδρομο που χώνεται δύο χιλιόμετρα στην ενδοχώρα. Διασχίζουμε τις στενές σανίδες με προσοχή, αποφεύγοντας κάθε είδους σερνάμενο ή πετούμενο που απαντούμε στο διάβα μας, ιδιαίτερα αν το πλάσμα συνοδεύεται από φανταχτερά, έντονα χρώματα, που σηματοδοτούν και προειδοποιούν τα αρπακτικά και τους περίεργους πως καλά θα κάνουνε να μείνουν μακριά του. Γύρω μας η γη πλημμυρισμένη, το μονοπάτι άλλοτε αγγίζει γη κι άλλοτε κρέμεται πάνω από τα θολά νερά, μικρά, πορτοκαλόχρωμα μανιτάρια ξεφυτρώνουν πάνω στις ξύλινες σανίδες. Περπατάμε αργά, χαζεύοντας. Ξάφνου ένα αμυδρό, βαθύ, απειλητικό γουργούρισμα. Μένω κάγκελο. Το ίδιο κι ο Σ. Στήνουμε αυτί. Κοιταζόμαστε. Τίποτα. Ανταλλάσουμε ματιές. Του τύπου, ‘τ’ άκουσες κι εσύ; Τι να ‘τανε;’ Οι υπόλοιποι έχουν ξεμακρύνει. Έχουμε μείνει τελευταίοι. Γύρω μας σιωπή. Το γουργούρισμα ακούγεται ξανά. Σα ρονρόνισμα. Σαν κατσαρόλι που μόλις πήρε να βράζει. Σα γατί, μπορείς να πεις. Είναι σαφές. Κάτι, μεγάλο, κρυμμένο, (πεινασμένο;...) γρυλλίζει. Ξανακοιταζόμαστε. Ξανανταλλάσουμε ματιές. Του τύπου ‘τ’ άκουσα κι εγώ. Και δε με ενδιαφέρει να καθίσω να μάθω τι ήτανε’. Ανοίγουμε το βήμα. Προλαβαίνουμε τους υπόλοιπους. Ρωτάμε, θα το ακούσατε κι εσείς, δε μπορεί. Μας κοιτούν με περιέργεια. Είδηση δεν έχουν πάρει. Χρόνια μετά, στη θύμησή του, συνεχίζω να αμφιβάλλω πως ήταν τάπιρος ή βραδύπους αυτό το ον που μας παρατηρούσε…
Κοντά δυο ώρες κρατάει το αργό σουλάτσο στις σανίδες. Στο τέρμα του, η έκπληξη. Σε μια φαρδιά και ξύλινη, υπερυψωμένη επιφάνεια, φιγουράρουνε οι δικές μας, οι προσωπικές μας αχυροκαλύβες. Πακούγια Καμπ. Μια όαση μέσα στη ζούγκλα. Μαλακά στρώματα ριγμένα καταγής, αιώρες κρεμασμένες απ’ τα δέντρα. Εδώ θα φάμε μεσημεριανό, σερβιρισμένο μέσα σε τεράστια, πλατιά και μακρόστενα φύλλα. Ο μάγειρας θα μας παρουσιάσει με ζήλο τις δημιουργίες του. Καλαμπόκια, βουνά από ρύζι, cebiche το λατρεμένο μας, μικρές, πράσινες μπανάνες μαγειρεμένες με τρόπους ων ουκ έστιν αριθμός, νοστιμιές αληθινές, ένα πικ νικ κομμένο και ραμμένο για τα μέτρα μας, βγαλμένο απ’ την τρελή μας φαντασία.
Όσο να ετοιμαστεί το φαγητό, η Σούζαν ενημερώνει άλλη μια φορά για τον φυτικό και το ζωικό κόσμο που μας περιβάλλει. Το Ρίο Πακούγια που αντικρίζετε, εξηγεί, βαφτίστηκε έτσι από τους Κίτσουα. 'Πακού', ένα είδος πιράνια, 'για', σημαίνει ποτάμι. Εδώ τα πιράνια αφθονούν, αλλά τα κοφτερά δοντάκια τους που πασίγνωστα τα έχουν κάνει, τροχίζονται πάνω σε σκληρούς καρπούς κι όχι σε σάρκες ζώων. Κι άλλα πολλά λέει η Σούζαν, που ‘χει περάσει χρόνους επί χρόνων οδηγώντας τους αδαείς σαν και του λόγου μας στη ζούγκλα. Στο τέλος της φυσιολατρικής εισήγησης, η αμερικάνα μας φυλάει έκπληξη κι αμφίβολο ρεγάλο. Προτού ολοκληρώσει καν τη φράση της, πετάει από πάνω της τα ρούχα της και ρίχνεται με το μαγιό στα ολόμαυρα νερά του ποταμού Πακούγια. Καμ ον, ιτς σέιφ, διαβεβαιώνει αρχίζοντας τις απλωτές. Οι υπόλοιποι την κοιτάζουν σαστισμένοι. Κάνα δυο τολμηροί ακολουθούν, μαζί και το αγαπημένο μου ‘τουκάν’, που σπεύδει να βουτήξει άφοβα από την ξύλινη αποβάθρα. ‘Πρόσεχε μη μου βγεις ξεπουπουλιασμένος’, κρώζω εγώ, μα ο Σ. το διασκεδάζει. Η αφεντιά μου ρίχνει κλεφτές ματιές μια στα κατάμαυρα νερά που μου θυμίζουν τσάι Κεϋλάνης, και μια στο ντόπιο παλικάρι που έχει ρίξει την πετονιά και καρτερικά περιμένει να σοδιάσει το πρώτο πιράνια. Ώσπου να βγουν απ’ την τσαγιέρα οι τολμηροί, το έχει πιάσει και καμαρωτά το επιδεικνύει. Ετούτο είναι το φοβερό και τρομερό πλάσμα? Δεν είναι μεγαλύτερο απ’ την παλάμη του, ασημοπράσινο, προγναθικό, είναι η αλήθεια, με μια σειρά από μικρά, τριγωνικά και τροχισμένα δόντια, μα διόλου το καρχαριοειδές που είχα την εντύπωση πως θα ‘βλεπα. Ας είναι, φτηνά τη γλιτώσαμε και σήμερα, ιαγουάροι και πιράνια σας ξεφύγαμε, ας απολαύσουμε τώρα το γεύμα.
Η ώρα κυλά με γευστική μακαριότητα κι έρχεται η στιγμή της αναχώρησης. Η επιστροφή θα είναι πλωτή, οι ξύλινες πιρόγες περιμένουν να μας γυρίσουν στο Ορεγιάνα. Αραδιασμένες δυο δυο, ενωμένες κάθετα με τέσσερις σανίδες, ένα είδος πρωτόγονου καταμαράν, στο πιο στενό του. Ο κύριος Μπόλα, ο σοκολατένιος οδηγός μας, παίρνει θέση, πίσω του ακριβώς κι εμείς, για να μπορούμε να θαυμάζουμε σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής το απιστεύτου κάλλους σώμα του με τις γραμμώσεις και τους μύες που κανένα γυμναστήριο ή συμπλήρωμα διατροφής δεν είναι ικανό να σμιλέψει. Στο Ορεγιάνα για ολιγόωρη ξεκούραση, κι όταν βραδιάζει, βγαίνουμε πάλι με τις βάρκες. Όπου δείτε κάτι να κοκκινίζει, πείτε το, μας εξηγούν, ψάχνουμε πλάσματα νυχτόβια. Δεν έχει νόημα έστω και να αποπειραθώ να περιγράψω τι συναισθήματα βιώσαμε τη νύχτα εκείνη. Παντού τριγύρω μας σκοτάδι βαθύ, η σιγαλιά απερίγραπτη, το γλυκό γλουγλούκισμα του νερού. Καϊμάνους δε βρήκαμε, τα πλάσματα κρατήθηκαν μακριά μας, όμως ακόμα με στοιχειώνει εκείνη η αίσθηση μιας εσχατιάς που όμοια της ακόμα μια φορά στο παρελθόν και μια στο μέλλον έμελλε να νιώσω.
Attachments
-
9 KB Προβολές: 3.498
Last edited: