psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.104
- Likes
- 56.171
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προετοιμασία και σχεδιασμός
- Ήρθε η μέρα
- Απ’ τα χαμηλά στα ψηλά
- Παλάτια και σπηλιές
- Sacromonte, Albaicín, Miradores και άλλα ωραία της πόλης!
- Κυριακή στη Γρανάδα, ή αλλιώς όπως πρέπει να 'ναι οι Κυριακές
- Αυτό ήταν όλο κι όλο;
- Ξανά από πόλη σε πόλη
- Τα τελευταία βήματα στη Βαρκελώνη
- Απολογισμός & συμπεράσματα
Ξανά από πόλη σε πόλη
Έφτασε κιόλας η Δευτέρα 10 του Φλεβάρη, αυτή της αναχώρησης, με την εκδρομή όμως να έχει ακόμα μέλλον.
Μετά από ένα ωραίο πρωινό κι αφού ετοιμάστηκα, άφησα τα πράγματα μου στην υποδοχή ξεκίνησα μια μικρή βόλτα προκειμένου να σκοτώσω τις 1-2 ώρες που είχα στη διάθεση μου. Θέλοντας να δω και υπό συνθήκες φωτός κάποια αξιοθέατα, πετάχτηκα από την «Puerta de Elvira» περνώντας από το διπλανό γυμνάσιο IES Padre Suárez:
Δεν είχα σκοπό να απομακρυνθώ πολύ, έτσι αφού τσέκαρα προσεχτικά τα δρομολόγια του λεωφορείου για το αεροδρόμιο και βρήκα τη στάση του προχώρησα προς το πάρκο Los Jardines del Triunfo ξεκινώντας από το μνημείο San Juan de Dios
Τίποτα βέβαια σήμερα δε μαρτυράει τη σκοτεινή πλευρά του πάρκου, μιας και αρχικά επρόκειτο για εκτεταμένο νεκροταφείο από τον 13ο αιώνα που ιδρύθηκε κατά την αραβική περίοδο, κι έπειτα για έναν τόπο δημοσίων εκτελέσεων κατά τη Γαλλική κυριαρχία.
Στα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να παίρνει τη σημερινή του μορφή, αλλάζοντας βέβαια αρκετά κατά το πέρασμα των ετών, με τον οβελίσκο «a la Inmaculada Concepción del Triunfo» και τα εντυπωσιακά του σιντριβάνια να ξεχωρίζουν:
Ένα ακόμα ιδιαίτερο σημείο που συγκεντρώνει πολύ κόσμο όλες τις ώρες της ημέρας και ήθελα να επισκεφτώ, ήταν ο πεζόδρομος ανάμεσα στη λεωφόρο de la Constitución, με τα μπρούτζινα αγάλματα σημαντικών φυσιογνωμιών της πόλης κι όχι μόνο. Να τος πάλι μπροστά μου ο Γκόγια:
Μια φανταστική διαδρομή με φόντο την άνω πόλη και στο βάθος τα χιονισμένα βουνά της Σιέρρα Νεβάδα. Βρήκα την ευκαιρία να καθίσω κι εγώ σ’ ένα παγκάκι για λίγο αναλογιζόμενος τις τελευταίες μου στιγμές στη Γρανάδα:
Καθώς η ώρα πλησίαζε πήρα κι εγώ την άγουσα της επιστροφής, προκειμένου να παραλάβω τα πράγματα μου και να βρεθώ στη στάση:
Το λεωφορείο με το χαρακτηριστικό λευκό χρώμα ήταν συνεπέστατο, οδηγώντας με μετά από μια συγκεκριμένη διαδρομή περίπου 40 λεπτών στο μικρό αεροδρόμιο «Frederico Garcia Lorca» της Γρανάδας, που όπως καλά φαντάζεστε δεν έχει και πολλά να κάνεις:
Μια 45λεπτη καθυστέρηση της Vueling μου έδωσε το χρόνο για έναν καφέ που πλήρωσα φυσιολογικά και πολύ φθηνότερα απ’ το πανάκριβο μπουκαλάκι νερού, πιάνοντας ένα τραπέζι προκειμένου να ανοίξω το laptop να δουλέψω για λίγο γιατί χτύπησε τηλέφωνο, κι έλειπα ήδη μια μέρα, μη ξεχνιόμαστε κιόλας:
Η επιβίβαση έγινε με τα πόδια και για ακόμα μια φορά στην εκδρομή μου έκανε εντύπωση αυτό με τη συνεννόηση, κάτι που δε περίμενα να συναντήσω. Όχι πως έχω την απαίτηση να μου μιλάει ο άλλος Αγγλικά προς θεού, αλλά μέχρι και η αεροσυνοδός μου απάντησε στα ισπανικά όταν τη ρώτησα αν κάθομαι σε έξοδο κινδύνου, σαλίδα εμερτζένσια και τα σχετικά.
Για να το θυμάμαι τόσο χαρακτηριστικά σημαίνει ότι συνέβη πολλές φορές στη διάρκεια του τριημέρου. Νο άμπλο εσπανιόλ ρε γαβ-γαβ, πως αλλιώς να σας το πώ; Φτάνει
Τουλάχιστον η θέση μου ήταν ακριβώς αυτή που έπρεπε και αυτή που θα πρέπει να κάθονται όλοι οι ψηλοί άνθρωποι εξ’ ορισμού (μη δίνετε σημασία, τον πόνο μου λέω) και όχι αυτές που μας δίνουν οι εταιρείες κι απευθύνονται σε Γιαπωνέζους, όπου αν εξαιρέσεις ένα αρχικό μπουγέλωμα λόγω υγροποίησης ήταν μια πολύ ωραία πτήση με αρκετά καλή θέα στην αρχή της:
Τι συνέβη δύο ώρες μετά; Μα το συνηθισμένο μπορώ να πω δρομολόγιο. Προσγείωση στο El Prat, Aerobus και άφιξη στην Plaça de Catalunya, δυο βήματα δηλαδή από την Carrer de Pelai όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο μου. Με λίγα λόγια, πατούσα ξανά Βαρκελώνη, ούτε χρόνο μετά από την πρώτη μου επίσκεψη σ' αυτήν:
Δε ξέρω, το ανέλυσα και στην περυσινή μου ιστορία που είχε ακριβώς τον ίδιο παρονομαστή (Ανδαλουσία->Βαρκελώνη), το συναίσθημα να πηγαίνεις δηλαδή μετά από μέρες σε μια πιο ήσυχη, ατμοσφαιρική, ονειρική πόλη σε μία μεγαλούπολη που μεν είναι καλή, αλλά. Υπό αυτό το πρίσμα δεν έχω δει τη Βαρκελώνη με τη ζέση που θα έπρεπε ίσως, μπορεί και να την αδικώ, ωστόσο αυτό μου βγάζει δύο χρόνια τώρα, το ίσως πιο απόμακρο στυλ που είναι κι αναπόφευκτο εδώ που τα λέμε όταν πηγαίνεις για τόσο λίγο και δεν έχεις κάποιον να σε γυρίσει εκεί που πρέπει.
Στα της ιστορίας τώρα και συγκεκριμένα στο ξενοδοχείο, επιτρέψτε μου να βγάλω λίγο ακόμη καημό όπως πριν και να απευθυνθώ σε όσους με καταλαβαίνουν μέσω αυτής:
Φίλοι Ισπανοί. Δε σχολιάζω το δωμάτιο που μια χαρά το πλήρωσα, καθαρό ήταν και σε κεντρικό σημείο, οπότε δε μου πέφτει λόγος κριτικής. Θα πρέπει να ξέρετε όμως πως σε αυτή την κοινωνία υπάρχουν και άνθρωποι άνω του 1.80, της απόστασης δηλαδή που αποφασίσατε να διαθέτει το κρεβάτι σας από τον τοίχο ως τη ντουλάπα. Ειδικά εσείς θα πρέπει να το γνωρίζετε, έχετε και μια εθνική μπάσκετ που μας έχει πριονίσει την τελευταία 20ετία, έ, εκεί υπάρχουν κάτι άνθρωποι που τους λένε ψηλούς και δε χωράνε στα κρεβάτια σας, ούτε είναι λύση να κοιμούνται διαγώνια για τέταρτη μέρα σερί…

Υπερβολές ρε ψηλέ θα μου πείτε, σιγά μη μένεις και στο ίδιο ξενοδοχείο με τον Pau Gasol. Θα μετρούσε πολύ κάτι τέτοιο αλλά δυστυχώς όχι, οπότε συνεχίζω το πρόγραμμα μου και την αφήγηση μου από την πολυσύχναστη La Rambla όπου βρισκόμουν λίγο πριν τις οκτώ, αρχικά για να τιμήσω ένα παραδοσιακό Ισπανικό (λέμε τώρα) μπέργκερ γιατί πείνασα, που μου θύμισε μεταξύ άλλων τα νιάτα μου στα States δύο χρόνια πριν. Παίζει να έχω να φάω από τότε βασικά:
Στη συνέχεια ακολούθησα σχεδόν από ένστικτο μια κάθετη στον πεζόδρομο οδό, θέλοντας να κάνω αρχικά μια βόλτα για τη χώνεψη, αλλά και να ανακαλύψω εξαιτίας αυτής της έμπνευσης κάτι υπέροχο, όπως τα δύο καταστήματα με δίσκους βινυλίου και CD, που αποτελούν μεγάλο μου χόμπι –κάπως ξεχασμένο τα τελευταία χρόνια- και με χαρά χάθηκα στο εσωτερικό τους ψάχνοντας για κανένα μισάωρο. Πόσο μου έχει λείψει αυτή η διαδικασία!
Αφού πήρα τη δόση μου συνέχισα το περπάτημα περνώντας από την εκκλησία «Santa Maria de Montalegre» και την πλατεία «de Terenci Moix» ,ώσπου ένας γνώριμος ήχος έφτασε στ’ αυτιά μου. Ένας ήχος αγαπημένος, που με μετέφερε επίσης αρκετά χρόνια πίσω, σε όλη την παιδική & εφηβική μου ηλικία, αυτός του χτυπήματος της μπάλας στην πίσσα, αντικρύζοντας ένα υπέροχο γηπεδάκι στο αστικό τοπίο λίγα βήματα πιο κάτω:
Κοντοστάθηκα όχι μόνο για τη φωτογραφία αλλά και για τη νοσταλγία που μου έβγαλε όλο αυτό, βλέποντας τα παιδιά να παίζουν διπλό και να τρέχουν πάνω – κάτω. Ένα λεπτό έμεινα, δύο φορές μου ήρθε η μπάλα στα χέρια και τη γύρισα πίσω για να συνεχιστεί το παιχνίδι, λες και ήταν σημάδι από τη μοίρα. Σήκω φύγε ψηλέ γιατί τρίτη φορά δεν έχει, βγάζεις το μπουφάν και μπαίνεις σκέφτηκα… Ρε για δες τελικά πόσο ωραίες και ανθρώπινες εικόνες βγάζει αυτή η πόλη λίγα βήματα απ’ το απρόσωπο κέντρο της. Δε μένουν μόνο τουρίστες εδώ αλλά και μόνιμοι κάτοικοι, φαίνεται κι απ' τις μπουγάδες τους:
Είχα συγκινηθεί ομολογουμένως με όλα αυτά τα περιστατικά τη τελευταία ώρα, οπότε και μου δινόταν η ευκαιρία να τα σκεφτώ και να τα φιλοσοφήσω όπως έπρεπε, σ΄ έναν εξαιρετικό χώρο που είχα ως στόχο να επισκεφτώ από καιρό, μπαίνοντας αμέσως και παραγγέλνοντας την πρώτη βαρελίσια δίχως δεύτερη σκέψη:
Η «Fàbrica Moritz» δεν είναι βλέπετε απλά μια μπυραρία, αλλά ένα ζυθοποιείο-εστιατόριο γευσιγνωσίας όπως υποστηρίζουν και οι ίδιοι, που παράγει παραδοσιακή μπύρα από το 1864 και φιλοξενεί στους υπέροχης αισθητικής χώρους του διάφορες εκδηλώσεις όπως συναυλίες, παρουσιάσεις κτλ. Ναός, με μια και μόνο λέξη:
Φεύγει κανείς εύκολα από τέτοιο μέρος; Δε νομίζω, πίνοντας τις μπυρίτσες μου ευχάριστα έως αργά, προτού αποφασίσω να πάρω το δρόμο της επιστροφής περνώντας από τη μικρή πλατεία «Goya» (νάτος πάλι ο Γκόγια) και τη σαφώς μεγαλύτερη «Universitat» που βρισκόταν στο πέρασμα μου:
Κάπου εκεί ήταν που ανακάλυψα και την Ιρλανδική «Scobies» με το μάτι να πέφτει αμέσως πάνω της και το συνειρμό με το αστείο ιστορικό όνομα να γίνεται απευθείας:
Ε τι να έκανα ρε παιδιά, να μην έπινα μία τελευταία για το καλό; Εξάλλου η πόλη το ζούσε ακόμα και το νυχτερινό Aerobus ξεκινούσε το δρομολόγιο του.
Εκεί θα βρισκόμουν κι εγώ λίγες ώρες αργότερα…
Έφτασε κιόλας η Δευτέρα 10 του Φλεβάρη, αυτή της αναχώρησης, με την εκδρομή όμως να έχει ακόμα μέλλον.
Μετά από ένα ωραίο πρωινό κι αφού ετοιμάστηκα, άφησα τα πράγματα μου στην υποδοχή ξεκίνησα μια μικρή βόλτα προκειμένου να σκοτώσω τις 1-2 ώρες που είχα στη διάθεση μου. Θέλοντας να δω και υπό συνθήκες φωτός κάποια αξιοθέατα, πετάχτηκα από την «Puerta de Elvira» περνώντας από το διπλανό γυμνάσιο IES Padre Suárez:


Δεν είχα σκοπό να απομακρυνθώ πολύ, έτσι αφού τσέκαρα προσεχτικά τα δρομολόγια του λεωφορείου για το αεροδρόμιο και βρήκα τη στάση του προχώρησα προς το πάρκο Los Jardines del Triunfo ξεκινώντας από το μνημείο San Juan de Dios


Τίποτα βέβαια σήμερα δε μαρτυράει τη σκοτεινή πλευρά του πάρκου, μιας και αρχικά επρόκειτο για εκτεταμένο νεκροταφείο από τον 13ο αιώνα που ιδρύθηκε κατά την αραβική περίοδο, κι έπειτα για έναν τόπο δημοσίων εκτελέσεων κατά τη Γαλλική κυριαρχία.

Στα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να παίρνει τη σημερινή του μορφή, αλλάζοντας βέβαια αρκετά κατά το πέρασμα των ετών, με τον οβελίσκο «a la Inmaculada Concepción del Triunfo» και τα εντυπωσιακά του σιντριβάνια να ξεχωρίζουν:

Ένα ακόμα ιδιαίτερο σημείο που συγκεντρώνει πολύ κόσμο όλες τις ώρες της ημέρας και ήθελα να επισκεφτώ, ήταν ο πεζόδρομος ανάμεσα στη λεωφόρο de la Constitución, με τα μπρούτζινα αγάλματα σημαντικών φυσιογνωμιών της πόλης κι όχι μόνο. Να τος πάλι μπροστά μου ο Γκόγια:


Μια φανταστική διαδρομή με φόντο την άνω πόλη και στο βάθος τα χιονισμένα βουνά της Σιέρρα Νεβάδα. Βρήκα την ευκαιρία να καθίσω κι εγώ σ’ ένα παγκάκι για λίγο αναλογιζόμενος τις τελευταίες μου στιγμές στη Γρανάδα:


Καθώς η ώρα πλησίαζε πήρα κι εγώ την άγουσα της επιστροφής, προκειμένου να παραλάβω τα πράγματα μου και να βρεθώ στη στάση:


Το λεωφορείο με το χαρακτηριστικό λευκό χρώμα ήταν συνεπέστατο, οδηγώντας με μετά από μια συγκεκριμένη διαδρομή περίπου 40 λεπτών στο μικρό αεροδρόμιο «Frederico Garcia Lorca» της Γρανάδας, που όπως καλά φαντάζεστε δεν έχει και πολλά να κάνεις:


Μια 45λεπτη καθυστέρηση της Vueling μου έδωσε το χρόνο για έναν καφέ που πλήρωσα φυσιολογικά και πολύ φθηνότερα απ’ το πανάκριβο μπουκαλάκι νερού, πιάνοντας ένα τραπέζι προκειμένου να ανοίξω το laptop να δουλέψω για λίγο γιατί χτύπησε τηλέφωνο, κι έλειπα ήδη μια μέρα, μη ξεχνιόμαστε κιόλας:

Η επιβίβαση έγινε με τα πόδια και για ακόμα μια φορά στην εκδρομή μου έκανε εντύπωση αυτό με τη συνεννόηση, κάτι που δε περίμενα να συναντήσω. Όχι πως έχω την απαίτηση να μου μιλάει ο άλλος Αγγλικά προς θεού, αλλά μέχρι και η αεροσυνοδός μου απάντησε στα ισπανικά όταν τη ρώτησα αν κάθομαι σε έξοδο κινδύνου, σαλίδα εμερτζένσια και τα σχετικά.
Για να το θυμάμαι τόσο χαρακτηριστικά σημαίνει ότι συνέβη πολλές φορές στη διάρκεια του τριημέρου. Νο άμπλο εσπανιόλ ρε γαβ-γαβ, πως αλλιώς να σας το πώ; Φτάνει
Τουλάχιστον η θέση μου ήταν ακριβώς αυτή που έπρεπε και αυτή που θα πρέπει να κάθονται όλοι οι ψηλοί άνθρωποι εξ’ ορισμού (μη δίνετε σημασία, τον πόνο μου λέω) και όχι αυτές που μας δίνουν οι εταιρείες κι απευθύνονται σε Γιαπωνέζους, όπου αν εξαιρέσεις ένα αρχικό μπουγέλωμα λόγω υγροποίησης ήταν μια πολύ ωραία πτήση με αρκετά καλή θέα στην αρχή της:


Τι συνέβη δύο ώρες μετά; Μα το συνηθισμένο μπορώ να πω δρομολόγιο. Προσγείωση στο El Prat, Aerobus και άφιξη στην Plaça de Catalunya, δυο βήματα δηλαδή από την Carrer de Pelai όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο μου. Με λίγα λόγια, πατούσα ξανά Βαρκελώνη, ούτε χρόνο μετά από την πρώτη μου επίσκεψη σ' αυτήν:


Δε ξέρω, το ανέλυσα και στην περυσινή μου ιστορία που είχε ακριβώς τον ίδιο παρονομαστή (Ανδαλουσία->Βαρκελώνη), το συναίσθημα να πηγαίνεις δηλαδή μετά από μέρες σε μια πιο ήσυχη, ατμοσφαιρική, ονειρική πόλη σε μία μεγαλούπολη που μεν είναι καλή, αλλά. Υπό αυτό το πρίσμα δεν έχω δει τη Βαρκελώνη με τη ζέση που θα έπρεπε ίσως, μπορεί και να την αδικώ, ωστόσο αυτό μου βγάζει δύο χρόνια τώρα, το ίσως πιο απόμακρο στυλ που είναι κι αναπόφευκτο εδώ που τα λέμε όταν πηγαίνεις για τόσο λίγο και δεν έχεις κάποιον να σε γυρίσει εκεί που πρέπει.
Στα της ιστορίας τώρα και συγκεκριμένα στο ξενοδοχείο, επιτρέψτε μου να βγάλω λίγο ακόμη καημό όπως πριν και να απευθυνθώ σε όσους με καταλαβαίνουν μέσω αυτής:
Φίλοι Ισπανοί. Δε σχολιάζω το δωμάτιο που μια χαρά το πλήρωσα, καθαρό ήταν και σε κεντρικό σημείο, οπότε δε μου πέφτει λόγος κριτικής. Θα πρέπει να ξέρετε όμως πως σε αυτή την κοινωνία υπάρχουν και άνθρωποι άνω του 1.80, της απόστασης δηλαδή που αποφασίσατε να διαθέτει το κρεβάτι σας από τον τοίχο ως τη ντουλάπα. Ειδικά εσείς θα πρέπει να το γνωρίζετε, έχετε και μια εθνική μπάσκετ που μας έχει πριονίσει την τελευταία 20ετία, έ, εκεί υπάρχουν κάτι άνθρωποι που τους λένε ψηλούς και δε χωράνε στα κρεβάτια σας, ούτε είναι λύση να κοιμούνται διαγώνια για τέταρτη μέρα σερί…

Υπερβολές ρε ψηλέ θα μου πείτε, σιγά μη μένεις και στο ίδιο ξενοδοχείο με τον Pau Gasol. Θα μετρούσε πολύ κάτι τέτοιο αλλά δυστυχώς όχι, οπότε συνεχίζω το πρόγραμμα μου και την αφήγηση μου από την πολυσύχναστη La Rambla όπου βρισκόμουν λίγο πριν τις οκτώ, αρχικά για να τιμήσω ένα παραδοσιακό Ισπανικό (λέμε τώρα) μπέργκερ γιατί πείνασα, που μου θύμισε μεταξύ άλλων τα νιάτα μου στα States δύο χρόνια πριν. Παίζει να έχω να φάω από τότε βασικά:

Στη συνέχεια ακολούθησα σχεδόν από ένστικτο μια κάθετη στον πεζόδρομο οδό, θέλοντας να κάνω αρχικά μια βόλτα για τη χώνεψη, αλλά και να ανακαλύψω εξαιτίας αυτής της έμπνευσης κάτι υπέροχο, όπως τα δύο καταστήματα με δίσκους βινυλίου και CD, που αποτελούν μεγάλο μου χόμπι –κάπως ξεχασμένο τα τελευταία χρόνια- και με χαρά χάθηκα στο εσωτερικό τους ψάχνοντας για κανένα μισάωρο. Πόσο μου έχει λείψει αυτή η διαδικασία!


Αφού πήρα τη δόση μου συνέχισα το περπάτημα περνώντας από την εκκλησία «Santa Maria de Montalegre» και την πλατεία «de Terenci Moix» ,ώσπου ένας γνώριμος ήχος έφτασε στ’ αυτιά μου. Ένας ήχος αγαπημένος, που με μετέφερε επίσης αρκετά χρόνια πίσω, σε όλη την παιδική & εφηβική μου ηλικία, αυτός του χτυπήματος της μπάλας στην πίσσα, αντικρύζοντας ένα υπέροχο γηπεδάκι στο αστικό τοπίο λίγα βήματα πιο κάτω:


Κοντοστάθηκα όχι μόνο για τη φωτογραφία αλλά και για τη νοσταλγία που μου έβγαλε όλο αυτό, βλέποντας τα παιδιά να παίζουν διπλό και να τρέχουν πάνω – κάτω. Ένα λεπτό έμεινα, δύο φορές μου ήρθε η μπάλα στα χέρια και τη γύρισα πίσω για να συνεχιστεί το παιχνίδι, λες και ήταν σημάδι από τη μοίρα. Σήκω φύγε ψηλέ γιατί τρίτη φορά δεν έχει, βγάζεις το μπουφάν και μπαίνεις σκέφτηκα… Ρε για δες τελικά πόσο ωραίες και ανθρώπινες εικόνες βγάζει αυτή η πόλη λίγα βήματα απ’ το απρόσωπο κέντρο της. Δε μένουν μόνο τουρίστες εδώ αλλά και μόνιμοι κάτοικοι, φαίνεται κι απ' τις μπουγάδες τους:

Είχα συγκινηθεί ομολογουμένως με όλα αυτά τα περιστατικά τη τελευταία ώρα, οπότε και μου δινόταν η ευκαιρία να τα σκεφτώ και να τα φιλοσοφήσω όπως έπρεπε, σ΄ έναν εξαιρετικό χώρο που είχα ως στόχο να επισκεφτώ από καιρό, μπαίνοντας αμέσως και παραγγέλνοντας την πρώτη βαρελίσια δίχως δεύτερη σκέψη:


Η «Fàbrica Moritz» δεν είναι βλέπετε απλά μια μπυραρία, αλλά ένα ζυθοποιείο-εστιατόριο γευσιγνωσίας όπως υποστηρίζουν και οι ίδιοι, που παράγει παραδοσιακή μπύρα από το 1864 και φιλοξενεί στους υπέροχης αισθητικής χώρους του διάφορες εκδηλώσεις όπως συναυλίες, παρουσιάσεις κτλ. Ναός, με μια και μόνο λέξη:

Φεύγει κανείς εύκολα από τέτοιο μέρος; Δε νομίζω, πίνοντας τις μπυρίτσες μου ευχάριστα έως αργά, προτού αποφασίσω να πάρω το δρόμο της επιστροφής περνώντας από τη μικρή πλατεία «Goya» (νάτος πάλι ο Γκόγια) και τη σαφώς μεγαλύτερη «Universitat» που βρισκόταν στο πέρασμα μου:


Κάπου εκεί ήταν που ανακάλυψα και την Ιρλανδική «Scobies» με το μάτι να πέφτει αμέσως πάνω της και το συνειρμό με το αστείο ιστορικό όνομα να γίνεται απευθείας:

Ε τι να έκανα ρε παιδιά, να μην έπινα μία τελευταία για το καλό; Εξάλλου η πόλη το ζούσε ακόμα και το νυχτερινό Aerobus ξεκινούσε το δρομολόγιο του.

Εκεί θα βρισκόμουν κι εγώ λίγες ώρες αργότερα…