Action
Member
- Μηνύματα
- 117
- Likes
- 411
- Ταξίδι-Όνειρο
- Γαλλική Πολυνησία
Η ώρα ήταν περασμένη και πεινούσαμε σα λύκοι! Το πιο κοντινό προτεινόμενο εστιατόριο στη περιοχή, το Soultanahmet Kofteci. Πολύ καλή επιλογή για κεφτεδάκια και ευχαριστούμε πολύ όλα τα μέλη για τη πρότασή τους (καλά μη το δένετε και κόμπο ότι μπορούσαμε να αξιολογήσουμε 100% το φαγητό, θα μπορούσαμε να είχαμε φάει ο ένας τον άλλο μέχρι να φτάσουμε). Αν και είχε αρκετό κόσμο όταν μπήκαμε, στη πλειοψηφία τους μουσουλμάνοι, το φαγητό ήρθε σχετικά γρήγορα και δεν έμεινε ψιχουλάκι. Δε μπορώ να πω το ίδιο όμως για το σιμιγδαλένιο τους χαλβά (και αυτό είναι αντικειμενικό που σας λέω και όχι γιατί είχαμε χορτάσει, εντάξει; ). Ήταν ξανθός και άγλυκος. Καμία σχέση δηλαδή με του μπαμπά μου, που χρησιμοποιεί και λίγο αλεύρι, βάζει ότι σιροπάκι από γλυκό του κουταλιού μας έχει μείνει για να πάρει το αντίστοιχο άρωμα, γαρύφαλο κανέλα και λοιπά μπαχαρικά και τον καίει μέχρι που παίρνει βαθύ σοκολατιένιο χρώμα (εντάξει εντάξει σταματάω, αλλά ο χαλβάς που φτιάχνει ο μπαμπάς μου είναι ο καλύτερος του κόσμου και απλά το αντιπαραθέτω για να σας αποδείξω πόσο αντικειμενική είναι η κρίση μου). ‘’Ο μπαμπάς σου;;; και όοοοοχι η μαμά σου;;;’’ ρωτάει η Μαρίνα και εγώ της κλείνω το μάτι καταφατικά, παίρνοντας ύφος χιλίων καρδιναλίων, ενόσω εγκαταλείπαμε το τραπέζι.
-Τι έχει το πρόγραμμα μπαρμπαστρούμφ;
- Μα τον περίπατο Νο3
- Νο 3;
- Από το Μπεγιαζίτ στον Πύργο του Γαλατά
- Και είναι πολύ αυτό;
- Μιάμιση ώρα … λέει εδώ
- Κατάλαβα , και ανασήκωσε το φρύδι.
Είχαμε αποφασίσει να εφαρμόσουμε τους περιπάτους του οδηγού το απόγευμα. Αυτό σημαίνει ότι θα χάναμε εκ των πραγμάτων μουσεία και άλλα ενδιαφέροντα αξιοθέατα που θα βρίσκαμε στο δρόμο μας (θα ήταν εις γνώσιν μας κλειστά, όχι όπως τα πρωινά), μα πιστέψτε με, πρώτη φορά στη πόλη, απλά βλέπεις τα κύρια και βασικά. Και ύστερα περπατάς και παίρνεις μία γεύση και μόνο για τις περιοχές και το τι άλλο θα μπορούσες να επισκεφτείς αν είχες περισσότερο χρόνο, αφήνοντας ως άλλος κοντορεβυθούλης σημαδάκια για να σου δείχνουν το δρόμο της επιστροφής.
Ενδιαφέρουσα η βόλτα στις γειτονιές του Μπεγιαζίτ … ενδιαφέρουσα και η ανηφόρα! Ένας κόσμος εντελώς διαφορετικός μέσα στα μικρά στενάκια, στα μαγαζάκια και στην υπαίθρια αγορά. Και όμως τόσο κοντά μας, μόλις μια ανάσα απόσταση. Άνθρωποι όλων των ηλικιών τελείωναν τις βάρδιες τους και μάζευαν τη πραμάτεια τους. Στενά γεμάτα με βιοτεχνίες επεξεργασίας δέρματος, επίπλων, ρούχων, σκευών οικιακής χρήσεως. Οι παραξενεμένες ματιές των ντόπιων στα τρία όντα με τις τεράστιες φωτογραφικές μηχανές μας έκαναν να σκεφτούμε ότι δε διαλέγουν τη συγκεκριμένη περιοχή τουρίστες για περπάτημα. Η διαπεραστική παραπονεμένη ματιά ενός γεροδεμένου αγοριού που χειριζόταν ένα είδος πρέσας στο ισόγειο μιας τέτοιας βιοτεχνίας είναι ο λόγος που κατέβασα τη μηχανή μου και την έκλεισα. Άρα λοιπόν δε θα δείτε φωτογραφίες σε αυτή τη φάση, μα ούτε και τα παιδιά είχαν κλικ εδώ, παράξενο! Και ούτε μιλούσαμε μεταξύ μας ιδιαίτερα! Σίγουρα ο καθένας για τους δικούς του λόγους!
Η ματιά του… τόσο πονεμένη! Που μου θύμισε δύο άλλα ζευγάρια μάτια στη Σμύρνη το 2010, όταν περάσαμε απέναντι, ενώ συμμετείχαμε σε μια διήμερη οργανωμένη εκδρομή από τη Χίο. Ο Ταχίρ (συμμαθητής και γείτονας της μαμάς μου) ήρθε να μας παραλάβει από το ξενοδοχείο όπου μέναμε, μας ξενάγησε στο τοπικό παζάρι και έπειτα πήγαμε στο Κορδελιό να βρούμε σε πρώτη φάση τη γυναίκα του και έπειτα τους συγγενείς του, που όλοι μαζί είχαν σπίτια σε μια γειτονιά, όντας σε όλους γνωστή ως η γειτονιά των Παργινών. Με τα γεγονότα των Σεπτεμβριανών οι χριστιανοί Παργινοί άρχισαν έναν αγώνα καταδίωξης και σφαγής όλων των μουσουλμάνων Παργινών που είχαν μείνει στη περιοχή από την εποχή της τουρκοκρατίας. Φίλοι και γείτονες, μεγαλωμένοι για γενεές μαζί, έβρισκαν διάφορους τρόπους για να τους πάρουν τη ζωή και εν συνεχεία τη περιουσία, ανεβάζοντας τους π.χ. στα δέντρα για να τους βοηθήσουν να κόψουν τους καρπούς, ενώ εκείνοι τους πυροβολούσαν σκοτώνοντάς τους από κάτω. Εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους με τη βία και φυγαδεύτηκαν υπό το φόβο του θανάτου, βρίσκοντας οποιοδήποτε μέσο για να γυρίσουν υποτίθεται στη ‘’μαμά’’ πατρίδα. Τούρκοι για τους Έλληνες και Έλληνες για τους Τούρκους. Έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή και όταν η κυβέρνηση τους το επέτρεψε, άρχισαν οι νεότεροι να ταξιδεύουν προς τη (γι’αυτούς) πατρίδα. Για τη φιλοξενία τους δεν έχω λόγια. Η δε μητέρα του Ταχίρ μόλις έμαθε ότι θα πηγαίναμε, του είχε πει να μη μας αφήσει να φύγουμε αν δεν μας έβλεπε. Μια γιαγιά χωρίς χαρτιά (ανύπαρκτη για τον επίγειο κόσμο) που δε μιλούσε γρι Τουρκικά. Η συννενόηση με τα εγγόνια της αδύνατη, εκτός και προσφερόταν η νύφη ή ο γιος της να κάνει τη μετάφραση. Άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, άνθρωποι χωρίς πατρίδα. Συνέχεια με ρωτούσε για τη γιαγιά μου, τη καλή παιδική της φίλη και το παππού μου και δε παρέλειπε να αναφέρει συχνά πυκνά την εγγονή της που έγινε μοντέλο και τώρα πια ζει στην Ελλάδα φουσκώνοντας με περηφάνεια.
Δε ξέρω τι περίεργος συνειρμός ήταν αυτός που έκανα, μα τα μάτια του είχαν την ίδια μελαγχολία, το ίδιο παράπονο, την ίδια λαχτάρα, την ίδια λύπη.
Περιπλανηθήκαμε μέχρι τη στάση του τράμ στο Μπεγιαζίτ
το μουσείο καλλιγραφίας και το πανεπιστήμιο
και πήραμε το δρόμο για το Σουλειμάνιγε Τζαμί
η θέα στο Πύργο του Γαλατά εξαιρετική από εδώ επάνω
τα στενά γύρω από τη μεγάλη αγορά έσφυζαν από ζωή καθότι εδώ ψωνίζουν οι ντόπιοι (μη ρωτάτε για τη καθαριότητα! )
περάσαμε την υπόγεια διάβαση, όπου με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι διαθέτει κλιματισμό και μάλιστα τελευταίας τεχνολογίας
η γέφυρα του γαλατά εμπρός μας
δε το λες και καθαρό το νερό αυτό
που είναι ο καλόγηρος με το ψάρι είπαμε; κανείς μας δεν ήταν διατεθειμένος να τον ψάξει, ανεβήκαμε από πάνω για να έχουμε μερικές λήψεις εδώ
και να το Μπέγιογλου
παρακάμψαμε τη ψαραγορά και περάσαμε απέναντι παίρνοντας το υπόγειο τρένο με κατεύθυνση τη πλατεία Τούνελ ( ο υπόγειος ήταν ο τρίτος στο κόσμο που λειτούργησε το 1876 μετά από αυτούς του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης)
το τέλος (ή η αρχή ) της Ιστικλάλ
για να γυρίσουμε πίσω στη λεωφόρο Γκαλίπ Ντέντε και να αρχίζουμε να κατηφορίζουμε για το Πύργο του Γαλατά
και όταν φτάσαμε διαπιστώσαμε ότι και εκεί ήταν κλειστά! Έεεεεεελλλλλααααααααααα! Ας πρωτοτυπήσουμε για μια φορά σήμερα!!!
o πολύ ευγενικός φύλακας μας έδωσε μία κάρτα, σημειώσαμε πάνω τα τηλέφωνα για να κάνουμε κράτηση σε περίπτωση που θα θέλαμε να έρθουμε την επόμενη. Και γιατί κράτηση; Γιατί η ουρά αναμονής για τραπέζι αγγίζει τη μία ώρα. Μας διαβεβαίωσε ότι αν ανεβαίναμε στην ώρα μας, ο πύργος παραμένει ανοικτός ΜΟΝΟ για όσους είναι ήδη μέσα μέχρι τις δώδεκα, άρα θα μπορούσαμε να απολαύσουμε τη θέα για ώρες. Τον ευχαριστήσαμε και πήραμε το δρόμο της της επιστροφής
Το σχέδιο ήταν να φτάσουμε πάλι στη γέφυρα και από εκεί να παίρναμε ένα ταξί για να μεταφέρει τα κουφάρια μας στο ξενοδοχείο. Και επειδή τα σχέδια φτιάχνονται για να χαλάνε, ένα ''and nothing else matters'' λειτούργησε ως φλογέρα και εμείς ως υπνωτισμένοι προσγειωθήκαμε στις καρέκλες ενός ξενοδοχείου μέσα σε ένα στενό (ο Θεός να το κάνει μπαράκι) με μια γιγαντοοθόνη για αθλητικά στο βάθος, φλοράλ μαξιλάρια, κεράκια στα τραπεζάκια και ένα ηχείο να κρέμεται από αυτή εδώ τη σκάλα
Το είδαμε παρακμιακό αλλά λέμε δε βαριέσαι, έχει τη τελειότερη μουσική. Μπύρες θέλουμε είπαμε και μία πίτσα.
Και μας φέρνει τις πιο παγωμένες μπύρες που ήπιαμε σε όλο το ταξίδι με ποτήρια που άχνιζαν και τη πιο υπέροχη πίτσα, ψημένη σε ξυλόφουρνο. Η ανταμοιβή του γκαντέμη. Yeeeeeeeeeessssssssss!!!!!!!!!!!!
Σηκωθήκαμε να φύγουμε κατά τη μία, αφού είχαμε μείνει τελευταίοι και ο μακρυμάλλης ιδιοκτήτης τυπάς άρχισε να παίζει disco, μπας και πάμε σπίτια μας καμιά φορά και εκείνοι επιτέλους για ύπνο!
-Τι έχει το πρόγραμμα μπαρμπαστρούμφ;
- Μα τον περίπατο Νο3
- Νο 3;
- Από το Μπεγιαζίτ στον Πύργο του Γαλατά
- Και είναι πολύ αυτό;
- Μιάμιση ώρα … λέει εδώ
- Κατάλαβα , και ανασήκωσε το φρύδι.
Είχαμε αποφασίσει να εφαρμόσουμε τους περιπάτους του οδηγού το απόγευμα. Αυτό σημαίνει ότι θα χάναμε εκ των πραγμάτων μουσεία και άλλα ενδιαφέροντα αξιοθέατα που θα βρίσκαμε στο δρόμο μας (θα ήταν εις γνώσιν μας κλειστά, όχι όπως τα πρωινά), μα πιστέψτε με, πρώτη φορά στη πόλη, απλά βλέπεις τα κύρια και βασικά. Και ύστερα περπατάς και παίρνεις μία γεύση και μόνο για τις περιοχές και το τι άλλο θα μπορούσες να επισκεφτείς αν είχες περισσότερο χρόνο, αφήνοντας ως άλλος κοντορεβυθούλης σημαδάκια για να σου δείχνουν το δρόμο της επιστροφής.
Ενδιαφέρουσα η βόλτα στις γειτονιές του Μπεγιαζίτ … ενδιαφέρουσα και η ανηφόρα! Ένας κόσμος εντελώς διαφορετικός μέσα στα μικρά στενάκια, στα μαγαζάκια και στην υπαίθρια αγορά. Και όμως τόσο κοντά μας, μόλις μια ανάσα απόσταση. Άνθρωποι όλων των ηλικιών τελείωναν τις βάρδιες τους και μάζευαν τη πραμάτεια τους. Στενά γεμάτα με βιοτεχνίες επεξεργασίας δέρματος, επίπλων, ρούχων, σκευών οικιακής χρήσεως. Οι παραξενεμένες ματιές των ντόπιων στα τρία όντα με τις τεράστιες φωτογραφικές μηχανές μας έκαναν να σκεφτούμε ότι δε διαλέγουν τη συγκεκριμένη περιοχή τουρίστες για περπάτημα. Η διαπεραστική παραπονεμένη ματιά ενός γεροδεμένου αγοριού που χειριζόταν ένα είδος πρέσας στο ισόγειο μιας τέτοιας βιοτεχνίας είναι ο λόγος που κατέβασα τη μηχανή μου και την έκλεισα. Άρα λοιπόν δε θα δείτε φωτογραφίες σε αυτή τη φάση, μα ούτε και τα παιδιά είχαν κλικ εδώ, παράξενο! Και ούτε μιλούσαμε μεταξύ μας ιδιαίτερα! Σίγουρα ο καθένας για τους δικούς του λόγους!
Η ματιά του… τόσο πονεμένη! Που μου θύμισε δύο άλλα ζευγάρια μάτια στη Σμύρνη το 2010, όταν περάσαμε απέναντι, ενώ συμμετείχαμε σε μια διήμερη οργανωμένη εκδρομή από τη Χίο. Ο Ταχίρ (συμμαθητής και γείτονας της μαμάς μου) ήρθε να μας παραλάβει από το ξενοδοχείο όπου μέναμε, μας ξενάγησε στο τοπικό παζάρι και έπειτα πήγαμε στο Κορδελιό να βρούμε σε πρώτη φάση τη γυναίκα του και έπειτα τους συγγενείς του, που όλοι μαζί είχαν σπίτια σε μια γειτονιά, όντας σε όλους γνωστή ως η γειτονιά των Παργινών. Με τα γεγονότα των Σεπτεμβριανών οι χριστιανοί Παργινοί άρχισαν έναν αγώνα καταδίωξης και σφαγής όλων των μουσουλμάνων Παργινών που είχαν μείνει στη περιοχή από την εποχή της τουρκοκρατίας. Φίλοι και γείτονες, μεγαλωμένοι για γενεές μαζί, έβρισκαν διάφορους τρόπους για να τους πάρουν τη ζωή και εν συνεχεία τη περιουσία, ανεβάζοντας τους π.χ. στα δέντρα για να τους βοηθήσουν να κόψουν τους καρπούς, ενώ εκείνοι τους πυροβολούσαν σκοτώνοντάς τους από κάτω. Εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους με τη βία και φυγαδεύτηκαν υπό το φόβο του θανάτου, βρίσκοντας οποιοδήποτε μέσο για να γυρίσουν υποτίθεται στη ‘’μαμά’’ πατρίδα. Τούρκοι για τους Έλληνες και Έλληνες για τους Τούρκους. Έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή και όταν η κυβέρνηση τους το επέτρεψε, άρχισαν οι νεότεροι να ταξιδεύουν προς τη (γι’αυτούς) πατρίδα. Για τη φιλοξενία τους δεν έχω λόγια. Η δε μητέρα του Ταχίρ μόλις έμαθε ότι θα πηγαίναμε, του είχε πει να μη μας αφήσει να φύγουμε αν δεν μας έβλεπε. Μια γιαγιά χωρίς χαρτιά (ανύπαρκτη για τον επίγειο κόσμο) που δε μιλούσε γρι Τουρκικά. Η συννενόηση με τα εγγόνια της αδύνατη, εκτός και προσφερόταν η νύφη ή ο γιος της να κάνει τη μετάφραση. Άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, άνθρωποι χωρίς πατρίδα. Συνέχεια με ρωτούσε για τη γιαγιά μου, τη καλή παιδική της φίλη και το παππού μου και δε παρέλειπε να αναφέρει συχνά πυκνά την εγγονή της που έγινε μοντέλο και τώρα πια ζει στην Ελλάδα φουσκώνοντας με περηφάνεια.
Δε ξέρω τι περίεργος συνειρμός ήταν αυτός που έκανα, μα τα μάτια του είχαν την ίδια μελαγχολία, το ίδιο παράπονο, την ίδια λαχτάρα, την ίδια λύπη.
Περιπλανηθήκαμε μέχρι τη στάση του τράμ στο Μπεγιαζίτ
το μουσείο καλλιγραφίας και το πανεπιστήμιο
και πήραμε το δρόμο για το Σουλειμάνιγε Τζαμί
η θέα στο Πύργο του Γαλατά εξαιρετική από εδώ επάνω
τα στενά γύρω από τη μεγάλη αγορά έσφυζαν από ζωή καθότι εδώ ψωνίζουν οι ντόπιοι (μη ρωτάτε για τη καθαριότητα! )
περάσαμε την υπόγεια διάβαση, όπου με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι διαθέτει κλιματισμό και μάλιστα τελευταίας τεχνολογίας
η γέφυρα του γαλατά εμπρός μας
δε το λες και καθαρό το νερό αυτό
που είναι ο καλόγηρος με το ψάρι είπαμε; κανείς μας δεν ήταν διατεθειμένος να τον ψάξει, ανεβήκαμε από πάνω για να έχουμε μερικές λήψεις εδώ
και να το Μπέγιογλου
παρακάμψαμε τη ψαραγορά και περάσαμε απέναντι παίρνοντας το υπόγειο τρένο με κατεύθυνση τη πλατεία Τούνελ ( ο υπόγειος ήταν ο τρίτος στο κόσμο που λειτούργησε το 1876 μετά από αυτούς του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης)
το τέλος (ή η αρχή ) της Ιστικλάλ
για να γυρίσουμε πίσω στη λεωφόρο Γκαλίπ Ντέντε και να αρχίζουμε να κατηφορίζουμε για το Πύργο του Γαλατά
και όταν φτάσαμε διαπιστώσαμε ότι και εκεί ήταν κλειστά! Έεεεεεελλλλλααααααααααα! Ας πρωτοτυπήσουμε για μια φορά σήμερα!!!
o πολύ ευγενικός φύλακας μας έδωσε μία κάρτα, σημειώσαμε πάνω τα τηλέφωνα για να κάνουμε κράτηση σε περίπτωση που θα θέλαμε να έρθουμε την επόμενη. Και γιατί κράτηση; Γιατί η ουρά αναμονής για τραπέζι αγγίζει τη μία ώρα. Μας διαβεβαίωσε ότι αν ανεβαίναμε στην ώρα μας, ο πύργος παραμένει ανοικτός ΜΟΝΟ για όσους είναι ήδη μέσα μέχρι τις δώδεκα, άρα θα μπορούσαμε να απολαύσουμε τη θέα για ώρες. Τον ευχαριστήσαμε και πήραμε το δρόμο της της επιστροφής
Το σχέδιο ήταν να φτάσουμε πάλι στη γέφυρα και από εκεί να παίρναμε ένα ταξί για να μεταφέρει τα κουφάρια μας στο ξενοδοχείο. Και επειδή τα σχέδια φτιάχνονται για να χαλάνε, ένα ''and nothing else matters'' λειτούργησε ως φλογέρα και εμείς ως υπνωτισμένοι προσγειωθήκαμε στις καρέκλες ενός ξενοδοχείου μέσα σε ένα στενό (ο Θεός να το κάνει μπαράκι) με μια γιγαντοοθόνη για αθλητικά στο βάθος, φλοράλ μαξιλάρια, κεράκια στα τραπεζάκια και ένα ηχείο να κρέμεται από αυτή εδώ τη σκάλα

Το είδαμε παρακμιακό αλλά λέμε δε βαριέσαι, έχει τη τελειότερη μουσική. Μπύρες θέλουμε είπαμε και μία πίτσα.
Και μας φέρνει τις πιο παγωμένες μπύρες που ήπιαμε σε όλο το ταξίδι με ποτήρια που άχνιζαν και τη πιο υπέροχη πίτσα, ψημένη σε ξυλόφουρνο. Η ανταμοιβή του γκαντέμη. Yeeeeeeeeeessssssssss!!!!!!!!!!!!
Σηκωθήκαμε να φύγουμε κατά τη μία, αφού είχαμε μείνει τελευταίοι και ο μακρυμάλλης ιδιοκτήτης τυπάς άρχισε να παίζει disco, μπας και πάμε σπίτια μας καμιά φορά και εκείνοι επιτέλους για ύπνο!
Last edited: