taver
Member
- Μηνύματα
- 12.468
- Likes
- 28.825
- Ονειρεμένο Ταξίδι
- Iles Kerguelen
Στην πρώτη ουσιαστικά επαφή μου με την πόλη, δύο εκπλήξεις με περιμένουν.
Η πρώτη, ένα φεστιβάλ που γίνεται στην πόλη αυτή την εποχή. Λέγεται Abres et Lumieres. Έχουν πάρει 10 σημεία στην πόλη, ένα δέντρο (η περισσότερα) στο κάθε σημείο και έχουν κάνει assign στο καθένα από ένα καλλιτέχνη της σύγχρονης τέχνης όπου έχουν σχεδιάσει και υλοποιήσει τις δημιουργίες τους, πάντα σε σχέση με τα δέντρα και το φωτισμό. Ένα φεστιβάλ που ξεκίνησε από τη Γενεύη, και μεταφέρθηκε φέτος και στο Λουξεμβούργο. Τα 9 από τα 10 έργα που είδα (το 10ο στο Grund δεν το βρήκα…), ήταν πολύ ενδιαφέροντα.
Η Δεύτερη έκπληξη, ήταν ο κόσμος στην πόλη. Μιλάμε για την απόλυτη ερημιά. Πουθενά δεν υπήρχε ψυχή. Κυριακή απόγευμα ώρα 7 παρά, και η πόλη έρημη. Τίποτα δεν κινείται, πουθενά.
Η πόλη του Λουξεμβούργου, είναι μια πόλη με 80.000 κάτοικους, αλλά με περί τις 120.000 θέσεις εργασίας (σύμφωνα με μια επιγραφή που διάβασα στο μουσείο της ιστορίας της πόλης). Το αποτέλεσμα είναι τη μέρα να έρχονται όλοι στην πόλη, από την επαρχία της χώρας ή από τις γύρω χώρες, να δουλεύουν στη δουλειά τους (λογικά, σε κάποια τράπεζα), και το απόγευμα όλοι να φεύγουν. Το κέντρο της πόλης επίσης είναι ένα σημαντικό (για τα μεγέθη της χώρας και της πόλης) εμπορικό κέντρο. Όταν είναι ανοικτά τα μαγαζιά, οι κεντρικοί πεζόδρομοι σφύζουν από διερχόμενους περαστικούς. Το βράδυ, ερημώνουν.
Δυο μεγάλες πλατείες κυριαρχούν στο κέντρο. Η Place d’ Armes είναι το κεντρικό hub, περιτριγυρισμένη από καφέ, δημόσια κτήρια, δέντρα, κλπ. Πιο κάτω, κρυμμένη πίσω από κτήρια και προσβάσιμη μέσα από στοές, η Place Guillaume II. Στην πλατεία αυτή βρίσκεται το δημαρχείο της πόλης (Hotel de Ville), το παλάτι του Δούκα (και δίπλα σ’ αυτό, το κοινοβούλιο), το tourist information της πόλης και κάνα δυο ακόμα όμορφα κτήρια του 19ου αιώνα. Λίγο πιο κάτω, πίσω από το δημαρχείο, βρίσκεται κι ο καθεδρικός της Notre Dame de Luxembourg.
Προχωρώντας λίγο περισσότερο στα στενά, αρχίζω και αντιλαμβάνομαι την πολύ συχνή παρουσία των access points ενός ασύρματου δικτύου HOTCITY. Βλέπω ένα σε κάθε τετράγωνο, περίπου. Περίεργη συχνότητα για εμπορικό δίκτυο, σκέφτομαι. Βγάζω το pda από την τσέπη και δοκιμάζω να συνδεθώ. Bingo! Ναι, η πόλη προσφέρει δωρεάν ασύρματο internet σε όλους τους κατοίκους και τους επισκέπτες της, σε όλη την πόλη. Εκείνη την ώρα όποιος έτυχε να περάσει από την πίσω γωνία του παλατιού, θα έβλεπε ένα αλλόφρονα Έλληνα να προσπαθεί μανιωδώς να συνδεθεί και να σιχτιρίζει τη μπαταρία του pda του.
Μετά το σοκ της ερημιάς, και με internet, αρχίζω και σκέφτομαι σοβαρά ακόμα και να φύγω την επόμενη μέρα. Έχω κλείσει 2 μέρες σ’ αυτή την πόλη, αλλά τι θα κάνω 2 μέρες σε τόση ερημιά? Προς στιγμήν ψάχνω για εναλλακτικούς προορισμούς για καμιά ημερήσια εκδρομή, ωστόσο πέφτει το μάτι μου στην πρόγνωση του καιρού και αποθαρρύνομαι – θα έχω βροχερό καιρό και τις 2 επόμενες μέρες, και αποφασίζω να μείνω και να το πάρω χαλαρά το πράμα.
Βγάζω το Lonely planet από το τσαντάκι μου, και αρχίζω να ψάχνω εστιατόρια. Ο τύπος που έχει γράψει το κομμάτι του Λουξεμβούργου, μάλλον είχε έρθει καλοκαίρι στην πόλη. Έτσι μόνο εξηγείται ότι αναφέρει σχεδόν αποκλειστικά «θερινά» μαγαζιά, με τραπεζάκια έξω κλπ. Κι από τα υπόλοιπα, κάποια είναι black tie, κάποια μόνο μεσημέρι, κάποια κλειστά τις Κυριακές, κάποια με ασιατική κουζίνα (δεν ήρθα δα στις παρυφές της Γαλλίας για να φάω κινέζικο… Θα ήταν τουλάχιστον ιεροσυλία)!…. Απομένει μόνο ένα, από το οποίο πέρασα απ’ έξω και δε μου γέμισε το μάτι. Οπότε, ψάχνω να βρω κάτι άλλο μόνος μου. Αλλά όλα είναι έρημα. Ώρα 20:00, κατ’ εξοχήν ώρα φαγητού, και παρ’ όλ’ αυτά, όλα τα εστιατόρια που βλέπω είναι άδεια. Σε ένα μόνο υπάρχει ένας ακόμα πελάτης – μάλλον κάποιος business traveler που ξέμεινε. Κοιτάω το μενού, μοιάζει Γαλλικό, good enough λέω, δε θα είμαι και μόνος μου, και μπαίνω μέσα.
Παρότι στο κέντρο πολύγλωσσης υποτίθεται ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, η σερβιτόρα μιλάει μόνο Γαλλικά. Με το ζόρι παραγγέλνω ένα Kir για απεριτίφ. Οπότε κι εγώ λέω να μην το παραζαλίζω, το παίρνω απόφαση ότι τα Γαλλικά μου δεν είναι και τόσο καλά, και παραγγέλλω το μενού της ημέρας (που προέκυψε να είναι μια σαλάτα, μια μπριζόλα Αργεντίνικου στυλ και μια κρεμ καραμελέ. Δεν είναι δα και οι παραδοσιακότερες επιλογές, αλλά τι να κάνουμε…). Συν, επιπλέον, ένα πιάτο με escargots (σαλιγκάρια), που τα δοκίμασα μια φορά στο Παρίσι σαν καλός Κρητικός, κι από τότε τα λάτρεψα και τα παραγγέλλω όπου τα βρω, και ένα carafon (όπως έμαθα ότι λέγεται η ατομική καραφούλα που χωράει ¼ του λίτρου) από λευκό κρασί (αταίριαστο, αλλά σιγά μην ήξερα όταν το παράγγελνα τι ήταν το κυρίως που είχα παραγγείλειJ).
Μετά το φαγητό, ξανά βόλτα για χώνεψη και για φωτογραφίες, στις πλατείες του κέντρου και κατά μήκος της λεωφόρου μπροστά από το ξενοδοχείο. Έχει πια πάει αργά όταν μαζεύομαι στο ξενοδοχείο. Φόρτισμα τις μπαταρίες της μηχανής, αλλαγή μπαταρίας στο GPS, και νανάκια.
(συνεχίζεται)
Η πρώτη, ένα φεστιβάλ που γίνεται στην πόλη αυτή την εποχή. Λέγεται Abres et Lumieres. Έχουν πάρει 10 σημεία στην πόλη, ένα δέντρο (η περισσότερα) στο κάθε σημείο και έχουν κάνει assign στο καθένα από ένα καλλιτέχνη της σύγχρονης τέχνης όπου έχουν σχεδιάσει και υλοποιήσει τις δημιουργίες τους, πάντα σε σχέση με τα δέντρα και το φωτισμό. Ένα φεστιβάλ που ξεκίνησε από τη Γενεύη, και μεταφέρθηκε φέτος και στο Λουξεμβούργο. Τα 9 από τα 10 έργα που είδα (το 10ο στο Grund δεν το βρήκα…), ήταν πολύ ενδιαφέροντα.
Η Δεύτερη έκπληξη, ήταν ο κόσμος στην πόλη. Μιλάμε για την απόλυτη ερημιά. Πουθενά δεν υπήρχε ψυχή. Κυριακή απόγευμα ώρα 7 παρά, και η πόλη έρημη. Τίποτα δεν κινείται, πουθενά.
Η πόλη του Λουξεμβούργου, είναι μια πόλη με 80.000 κάτοικους, αλλά με περί τις 120.000 θέσεις εργασίας (σύμφωνα με μια επιγραφή που διάβασα στο μουσείο της ιστορίας της πόλης). Το αποτέλεσμα είναι τη μέρα να έρχονται όλοι στην πόλη, από την επαρχία της χώρας ή από τις γύρω χώρες, να δουλεύουν στη δουλειά τους (λογικά, σε κάποια τράπεζα), και το απόγευμα όλοι να φεύγουν. Το κέντρο της πόλης επίσης είναι ένα σημαντικό (για τα μεγέθη της χώρας και της πόλης) εμπορικό κέντρο. Όταν είναι ανοικτά τα μαγαζιά, οι κεντρικοί πεζόδρομοι σφύζουν από διερχόμενους περαστικούς. Το βράδυ, ερημώνουν.
Δυο μεγάλες πλατείες κυριαρχούν στο κέντρο. Η Place d’ Armes είναι το κεντρικό hub, περιτριγυρισμένη από καφέ, δημόσια κτήρια, δέντρα, κλπ. Πιο κάτω, κρυμμένη πίσω από κτήρια και προσβάσιμη μέσα από στοές, η Place Guillaume II. Στην πλατεία αυτή βρίσκεται το δημαρχείο της πόλης (Hotel de Ville), το παλάτι του Δούκα (και δίπλα σ’ αυτό, το κοινοβούλιο), το tourist information της πόλης και κάνα δυο ακόμα όμορφα κτήρια του 19ου αιώνα. Λίγο πιο κάτω, πίσω από το δημαρχείο, βρίσκεται κι ο καθεδρικός της Notre Dame de Luxembourg.
Προχωρώντας λίγο περισσότερο στα στενά, αρχίζω και αντιλαμβάνομαι την πολύ συχνή παρουσία των access points ενός ασύρματου δικτύου HOTCITY. Βλέπω ένα σε κάθε τετράγωνο, περίπου. Περίεργη συχνότητα για εμπορικό δίκτυο, σκέφτομαι. Βγάζω το pda από την τσέπη και δοκιμάζω να συνδεθώ. Bingo! Ναι, η πόλη προσφέρει δωρεάν ασύρματο internet σε όλους τους κατοίκους και τους επισκέπτες της, σε όλη την πόλη. Εκείνη την ώρα όποιος έτυχε να περάσει από την πίσω γωνία του παλατιού, θα έβλεπε ένα αλλόφρονα Έλληνα να προσπαθεί μανιωδώς να συνδεθεί και να σιχτιρίζει τη μπαταρία του pda του.
Μετά το σοκ της ερημιάς, και με internet, αρχίζω και σκέφτομαι σοβαρά ακόμα και να φύγω την επόμενη μέρα. Έχω κλείσει 2 μέρες σ’ αυτή την πόλη, αλλά τι θα κάνω 2 μέρες σε τόση ερημιά? Προς στιγμήν ψάχνω για εναλλακτικούς προορισμούς για καμιά ημερήσια εκδρομή, ωστόσο πέφτει το μάτι μου στην πρόγνωση του καιρού και αποθαρρύνομαι – θα έχω βροχερό καιρό και τις 2 επόμενες μέρες, και αποφασίζω να μείνω και να το πάρω χαλαρά το πράμα.
Βγάζω το Lonely planet από το τσαντάκι μου, και αρχίζω να ψάχνω εστιατόρια. Ο τύπος που έχει γράψει το κομμάτι του Λουξεμβούργου, μάλλον είχε έρθει καλοκαίρι στην πόλη. Έτσι μόνο εξηγείται ότι αναφέρει σχεδόν αποκλειστικά «θερινά» μαγαζιά, με τραπεζάκια έξω κλπ. Κι από τα υπόλοιπα, κάποια είναι black tie, κάποια μόνο μεσημέρι, κάποια κλειστά τις Κυριακές, κάποια με ασιατική κουζίνα (δεν ήρθα δα στις παρυφές της Γαλλίας για να φάω κινέζικο… Θα ήταν τουλάχιστον ιεροσυλία)!…. Απομένει μόνο ένα, από το οποίο πέρασα απ’ έξω και δε μου γέμισε το μάτι. Οπότε, ψάχνω να βρω κάτι άλλο μόνος μου. Αλλά όλα είναι έρημα. Ώρα 20:00, κατ’ εξοχήν ώρα φαγητού, και παρ’ όλ’ αυτά, όλα τα εστιατόρια που βλέπω είναι άδεια. Σε ένα μόνο υπάρχει ένας ακόμα πελάτης – μάλλον κάποιος business traveler που ξέμεινε. Κοιτάω το μενού, μοιάζει Γαλλικό, good enough λέω, δε θα είμαι και μόνος μου, και μπαίνω μέσα.
Παρότι στο κέντρο πολύγλωσσης υποτίθεται ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, η σερβιτόρα μιλάει μόνο Γαλλικά. Με το ζόρι παραγγέλνω ένα Kir για απεριτίφ. Οπότε κι εγώ λέω να μην το παραζαλίζω, το παίρνω απόφαση ότι τα Γαλλικά μου δεν είναι και τόσο καλά, και παραγγέλλω το μενού της ημέρας (που προέκυψε να είναι μια σαλάτα, μια μπριζόλα Αργεντίνικου στυλ και μια κρεμ καραμελέ. Δεν είναι δα και οι παραδοσιακότερες επιλογές, αλλά τι να κάνουμε…). Συν, επιπλέον, ένα πιάτο με escargots (σαλιγκάρια), που τα δοκίμασα μια φορά στο Παρίσι σαν καλός Κρητικός, κι από τότε τα λάτρεψα και τα παραγγέλλω όπου τα βρω, και ένα carafon (όπως έμαθα ότι λέγεται η ατομική καραφούλα που χωράει ¼ του λίτρου) από λευκό κρασί (αταίριαστο, αλλά σιγά μην ήξερα όταν το παράγγελνα τι ήταν το κυρίως που είχα παραγγείλειJ).
Μετά το φαγητό, ξανά βόλτα για χώνεψη και για φωτογραφίες, στις πλατείες του κέντρου και κατά μήκος της λεωφόρου μπροστά από το ξενοδοχείο. Έχει πια πάει αργά όταν μαζεύομαι στο ξενοδοχείο. Φόρτισμα τις μπαταρίες της μηχανής, αλλαγή μπαταρίας στο GPS, και νανάκια.
(συνεχίζεται)
Attachments
-
20,1 KB Προβολές: 573