taver
Member
- Μηνύματα
- 12.691
- Likes
- 30.254
- Ταξίδι-Όνειρο
- Iles Kerguelen
Κάνω τον κύκλο του γηροκομείου και βγαίνω στη γέφυρα. Μετά από ένα μνημείο για τον Schuman (σε ομολογουμένως ταιριαστό σημείο, εκεί που το ιστορικό Λουξεμβούργο ανοίγεται και προσεγγίζει το Ευρωπαϊκό και εξωστρεφές) η ψηλή κοιλαδογέφυρα ξεκινάει. Προχωράω, και φτάνω σε ένα ζεύγος δίδυμων πύργων, δεξιά κι αριστερά του δρόμου, που σηματοδοτούν την είσοδο στο Kirchberg Plateau. Δεν θα το περπατήσω μέχρι τέρμα, γιατί η ώρα έχει περάσει, ωστόσο φτάνω μέχρι τη Φιλαρμονική, κι από κει στρίβω για το μουσείο (Mudam).
To Mudam είναι ένα μουσείο που στεγάζεται σε ένα τεράστιο κτήριο του Pei, αλλά η μόνιμη συλλογή του είναι πολύ μικρή, ίσα ίσα ένα δείγμα από την τρέχουσα καλλιτεχνική σκηνή του Λουξεμβούργου – που είναι πολύ ζωντανή και πολύ πλούσια, έχοντας προσελκύσει καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος του μουσείου είναι αφιερωμένο κατά καιρούς σε διάφορες περιοδικές εκθέσεις. Δε μπορώ εδώ να περιγράψω ένα-ένα τα εκθέματα, ωστόσο να πω ότι μια από τις περιοδικές εκθέσεις, ήταν από την Ελλάδα (όπου εδώ φυσικά δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί της), και οι άνθρωποι έχουν κλεισμένη την παρουσίασή της στα καλύτερα Ευρωπαϊκά μουσεία για τα επόμενα χρόνια. Ο τίτλος της έκθεσης ήταν «RRRIPP!! Paper Fashion» και έχει να κάνει με τη χρήση του υλικού που λέγεται χαρτί (τυπωμένο, λευκό, χρωματιστό, όλων των ειδών) στη δημιουργία ρούχων.
Βλέπω και τις υπόλοιπες εκθέσεις, σταματάω και για ένα καφέ στο καφέ του Μουσείου, να ξεπιαστούν τα πόδια μου από την ορθοστασία του Μουσείου, και βγαίνω έξω. Είναι πλέον απόγευμα, έχω γύρω στη μια ώρα φως ημέρας ακόμα, κι έχει αρχίσει πάλι το ψιλόβροχο. Ξεκινάω το δρόμο της επιστροφής στην παλιά πόλη. Περνάω πάλι από το πάρκο, πάλι από τις πλατείες και τη Grand Rue, και φτάνω τελικά στο ξενοδοχείο. Σταματάω και για φωτογραφίες στη διαδρομή, οπότε τα βήματα είναι αργά, και έχει πια νυχτώσει ώσπου να φτάσω. Μια σύντομη ξεκούραση στον καναπέ του δωματίου με το Lonely Planet για να σχεδιάσω την επόμενη μέρα, και είναι πια ώρα για φαγητό.
Μετά από την απαλοιφή όλων των προτάσεων του Lonely planet ήδη από την προηγούμενη μέρα, έχω μείνει από επιλογές φαγητού. Κοιτάω το χάρτη του Tourist information, κι έχει κι εκεί προτάσεις φαγητού. Πολλές είναι ίδιες με αυτές του LP, ωστόσο υπάρχει και μια ξεχωριστή: Το εστιατόριο του ξενοδοχείου μου, που θεωρείται ένα από τα καλύτερα Γαλλικά της πόλης, με Λουξεμβουργέζικες σπεσιαλιτέ. Ωραία λέω, βολεύει κιόλας, θα πάω εκεί. Όταν φτάνω χαίρομαι – υπάρχουν 3-4 ακόμα τραπέζια με μοναχικούς ταξιδιώτες που δειπνούν μόνοι τους. Ωραία σκέφτομαι, τουλάχιστον δε είμαι πάλι ο μόνος, να με κοιτάνε περίεργα οι τριγύρω. Μεγάλο πρόβλημα το βραδινό φαγητό όταν είσαι μόνος σου ταξίδι. Ακόμα κι αν εξαιρέσεις τις «πόρτες» που ρίχνουν πολλά εστιατόρια, το γεγονός ότι το τραπέζι που θα σου δώσουν θα είναι μάλλον αυτό δίπλα στην τουαλέτα, και τις περίεργες στιγμές που δεν έχεις τι να κάνεις, το βραδινό φαγητό σε εστιατόριο είναι εκτός από γαστριμαργική και μια κοινωνική εμπειρία. Όταν είσαι μόνος σου, το κοινωνικό κομμάτι εξαφανίζεται, και κάπως πρέπει να καλυφθεί η έλλειψη, αλλά πως?
Παραγγέλνω κι εδώ, τη σούπα της ημέρας, ένα ορεκτικό ακόμα και το παραδοσιακό Λουξεμβουργέζικο της ημέρας χωρίς να έχω καταλάβει περί τίνος πρόκειται ακριβώς, αλλά κρεατικό φαίνεται. Μπορεί να είναι ακριβό ξενοδοχείο, αλλά τα Γαλλικά στο μενού είναι πάντα Γαλλικά… Εν πάση περιπτώσει, στην Ευρώπη βρίσκομαι, πόσο στραβά μπορεί να μου βγει? Επίσης, παίρνω ένα κρασί, και μια σούπερ φοβερή crème Brule.). Όταν είχα τελειώσει τα πρώτα, βλέπω το σερβιτόρο να βγαίνει από την κουζίνα με ένα όμορφα σερβιρισμένο πιάτο με άψητο κιμά. Ένα αίσθημα τρόμου με κυριεύει. Αυτή είναι η σπεσιαλιτέ που παράγγειλα με τόση χαρά που θα έτρωγα κάτι αυθεντικά ντόπιο? Ευτυχώς, τελικά το πιάτο προορίζεται για άλλο τραπέζι, και νιώθω ένα αίσθημα ανακούφισης. Εντάξει, και τη μπριζόλα medium την τρώω, αλλά άλλο το medium και άλλο ΑΥΤΟ. Τελικά το φαγητό ήταν μια χαρά, το κρασί που πήρα όμως ήταν συσκευασία 0,5l (un petite bottille είχα ζητήσει…). Να το αφήσω να πάει χαμένο?
Μετά το – χικ – φαγητό – χικ – βγαίνω για μια – χικ – βραδινή βόλτα στην πόλη, για να καθαρίσει κι ο οργανισμός μου απ’ το οινόπνευμα, και για να την ξαναδώ βράδυ τώρα που έχω μια καλύτερη εικόνα για το τι περίπου κρύβεται πίσω από το σκοτάδι. Πάνω – κάτω, δεξιά αριστερά, γυρνάω πάλι στα ίδια μέρη που περπάτησα το πρωί. Η ώρα είναι 10, αλλά στο δρόμο δεν υπάρχει κανείς. Απόλυτη ερημιά, σαν να κάνεις βόλτα στα στενά της Πλάκας στην Αθήνα στις 4 το πρωί. Ξεκινάει πάλι το ψιλόβροχο, και διαπιστώνω ότι έχω ξεχάσει την ομπρέλα στο ξενοδοχείο. Οπότε δε με παίρνει και για πολλά. Γυρνάω στο ξενοδοχείο και πέφτω για ύπνο. Κοιμάμαι νωρίς, οπότε θα ξυπνήσω νωρίς, και θα έχω χρόνο να δω κι άλλο την πόλη το πρωί, πριν μπω στο δρόμο της επιστροφής.
(συνεχίζεται)
To Mudam είναι ένα μουσείο που στεγάζεται σε ένα τεράστιο κτήριο του Pei, αλλά η μόνιμη συλλογή του είναι πολύ μικρή, ίσα ίσα ένα δείγμα από την τρέχουσα καλλιτεχνική σκηνή του Λουξεμβούργου – που είναι πολύ ζωντανή και πολύ πλούσια, έχοντας προσελκύσει καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος του μουσείου είναι αφιερωμένο κατά καιρούς σε διάφορες περιοδικές εκθέσεις. Δε μπορώ εδώ να περιγράψω ένα-ένα τα εκθέματα, ωστόσο να πω ότι μια από τις περιοδικές εκθέσεις, ήταν από την Ελλάδα (όπου εδώ φυσικά δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί της), και οι άνθρωποι έχουν κλεισμένη την παρουσίασή της στα καλύτερα Ευρωπαϊκά μουσεία για τα επόμενα χρόνια. Ο τίτλος της έκθεσης ήταν «RRRIPP!! Paper Fashion» και έχει να κάνει με τη χρήση του υλικού που λέγεται χαρτί (τυπωμένο, λευκό, χρωματιστό, όλων των ειδών) στη δημιουργία ρούχων.
Βλέπω και τις υπόλοιπες εκθέσεις, σταματάω και για ένα καφέ στο καφέ του Μουσείου, να ξεπιαστούν τα πόδια μου από την ορθοστασία του Μουσείου, και βγαίνω έξω. Είναι πλέον απόγευμα, έχω γύρω στη μια ώρα φως ημέρας ακόμα, κι έχει αρχίσει πάλι το ψιλόβροχο. Ξεκινάω το δρόμο της επιστροφής στην παλιά πόλη. Περνάω πάλι από το πάρκο, πάλι από τις πλατείες και τη Grand Rue, και φτάνω τελικά στο ξενοδοχείο. Σταματάω και για φωτογραφίες στη διαδρομή, οπότε τα βήματα είναι αργά, και έχει πια νυχτώσει ώσπου να φτάσω. Μια σύντομη ξεκούραση στον καναπέ του δωματίου με το Lonely Planet για να σχεδιάσω την επόμενη μέρα, και είναι πια ώρα για φαγητό.
Μετά από την απαλοιφή όλων των προτάσεων του Lonely planet ήδη από την προηγούμενη μέρα, έχω μείνει από επιλογές φαγητού. Κοιτάω το χάρτη του Tourist information, κι έχει κι εκεί προτάσεις φαγητού. Πολλές είναι ίδιες με αυτές του LP, ωστόσο υπάρχει και μια ξεχωριστή: Το εστιατόριο του ξενοδοχείου μου, που θεωρείται ένα από τα καλύτερα Γαλλικά της πόλης, με Λουξεμβουργέζικες σπεσιαλιτέ. Ωραία λέω, βολεύει κιόλας, θα πάω εκεί. Όταν φτάνω χαίρομαι – υπάρχουν 3-4 ακόμα τραπέζια με μοναχικούς ταξιδιώτες που δειπνούν μόνοι τους. Ωραία σκέφτομαι, τουλάχιστον δε είμαι πάλι ο μόνος, να με κοιτάνε περίεργα οι τριγύρω. Μεγάλο πρόβλημα το βραδινό φαγητό όταν είσαι μόνος σου ταξίδι. Ακόμα κι αν εξαιρέσεις τις «πόρτες» που ρίχνουν πολλά εστιατόρια, το γεγονός ότι το τραπέζι που θα σου δώσουν θα είναι μάλλον αυτό δίπλα στην τουαλέτα, και τις περίεργες στιγμές που δεν έχεις τι να κάνεις, το βραδινό φαγητό σε εστιατόριο είναι εκτός από γαστριμαργική και μια κοινωνική εμπειρία. Όταν είσαι μόνος σου, το κοινωνικό κομμάτι εξαφανίζεται, και κάπως πρέπει να καλυφθεί η έλλειψη, αλλά πως?
Παραγγέλνω κι εδώ, τη σούπα της ημέρας, ένα ορεκτικό ακόμα και το παραδοσιακό Λουξεμβουργέζικο της ημέρας χωρίς να έχω καταλάβει περί τίνος πρόκειται ακριβώς, αλλά κρεατικό φαίνεται. Μπορεί να είναι ακριβό ξενοδοχείο, αλλά τα Γαλλικά στο μενού είναι πάντα Γαλλικά… Εν πάση περιπτώσει, στην Ευρώπη βρίσκομαι, πόσο στραβά μπορεί να μου βγει? Επίσης, παίρνω ένα κρασί, και μια σούπερ φοβερή crème Brule.). Όταν είχα τελειώσει τα πρώτα, βλέπω το σερβιτόρο να βγαίνει από την κουζίνα με ένα όμορφα σερβιρισμένο πιάτο με άψητο κιμά. Ένα αίσθημα τρόμου με κυριεύει. Αυτή είναι η σπεσιαλιτέ που παράγγειλα με τόση χαρά που θα έτρωγα κάτι αυθεντικά ντόπιο? Ευτυχώς, τελικά το πιάτο προορίζεται για άλλο τραπέζι, και νιώθω ένα αίσθημα ανακούφισης. Εντάξει, και τη μπριζόλα medium την τρώω, αλλά άλλο το medium και άλλο ΑΥΤΟ. Τελικά το φαγητό ήταν μια χαρά, το κρασί που πήρα όμως ήταν συσκευασία 0,5l (un petite bottille είχα ζητήσει…). Να το αφήσω να πάει χαμένο?
Μετά το – χικ – φαγητό – χικ – βγαίνω για μια – χικ – βραδινή βόλτα στην πόλη, για να καθαρίσει κι ο οργανισμός μου απ’ το οινόπνευμα, και για να την ξαναδώ βράδυ τώρα που έχω μια καλύτερη εικόνα για το τι περίπου κρύβεται πίσω από το σκοτάδι. Πάνω – κάτω, δεξιά αριστερά, γυρνάω πάλι στα ίδια μέρη που περπάτησα το πρωί. Η ώρα είναι 10, αλλά στο δρόμο δεν υπάρχει κανείς. Απόλυτη ερημιά, σαν να κάνεις βόλτα στα στενά της Πλάκας στην Αθήνα στις 4 το πρωί. Ξεκινάει πάλι το ψιλόβροχο, και διαπιστώνω ότι έχω ξεχάσει την ομπρέλα στο ξενοδοχείο. Οπότε δε με παίρνει και για πολλά. Γυρνάω στο ξενοδοχείο και πέφτω για ύπνο. Κοιμάμαι νωρίς, οπότε θα ξυπνήσω νωρίς, και θα έχω χρόνο να δω κι άλλο την πόλη το πρωί, πριν μπω στο δρόμο της επιστροφής.
(συνεχίζεται)
Attachments
-
20,1 KB Προβολές: 573