Βιετνάμ Μια κορώνα για την τύχη μου

Μηνύματα
239
Likes
2.650
Ha Giang Loop – Ταξίδι μες στο ταξίδι (Ι)

«Είστε καλά;» ρώτησα το ζευγάρι που ήταν σταματημένο στην άκρη του δρόμου. Από το χόστελ είχα ξεκινήσει με ένα γκρουπ μιας ντουζίνας μοτοσυκλετιστών, αλλά δεν ήθελα να περιορίζομαι από τον δικό τους ρυθμό οπότε απομακρύνθηκα.

«Πέσαμε με το μηχανάκι», μου εξήγησε η κοπέλα. Ονομαζόταν Κ. (κι αυτή, λες και δεν υπάρχουν άλλα αρχικά γυναικείων ονομάτων στον κόσμο), ήταν από το Γκέτινγκεν και σπούδαζε στο Μόναχο.

«Δεν το νιώθω πολύ σταθερό», συμπλήρωσε ο τύπος, ο Ι., που ήταν από το Ισραήλ κι είχε πάει για Εράσμους στη Γερμανία, όπου γνωρίστηκαν κι ερωτεύτηκαν. Εκείνος, πρακτικά χωρίς καμία οδηγική εμπειρία πριν το ταξίδι, οδηγούσε «βλέποντας και κάνοντας».

Προσφέρθηκα να κάνουμε μαζί τη διαδρομή, να έχω κι εγώ μια παρέα, να νιώθουν κι αυτοί μια ασφάλεια, ότι δεν θα πέσουν σε κάναν γκρεμό και θα τους βρουν λίγες μέρες αργότερα από τη μυρωδιά.
1.jpg

Δεν είχα ξαναοδηγήσει με τόση ομίχλη στη ζωή μου, οι στροφές ξεπρόβαλλαν ξαφνικά μέσα από την αχλή. Διαδρομές δίπλα σε ποτάμια, στάσεις σε περίφημα viewpoints που προσπαθούσες να διακρίνεις κάτι άλλο πέρα από το «Άσπρη είν’ η νύχτα στα βουνά», μάταια. Φάγαμε στη μέση της διαδρομής, παρέα με το motorcycle gang που είχα παρατήσει στην αρχή της μέρας.

Στο Yen Minh φτάσαμε λίγο πριν νυχτώσει· άτυχοι όσους τους έπιασε το σκοτάδι, που με την ομίχλη και το ψιλόβροχο έκαναν ένα combo τρομακτικό.

Αναζητήσαμε μέρος για διαμονή, όπου πέσαμε σε μια πολύ φιλόξενη Βιετναμέζα ιδιοκτήτρια, που κάποια στιγμή της ζήτησα να επαναλάβει κάτι (τύπου αν περιλαμβάνεται και πρωινό) και με ρώτησε χαζογελώντας αν έχει πρόβλημα η ακοή μου. Εγώ είμαι γνωστό κουφάλογο, αλλά επειδή πέρα από ζαβή προφορά μπορεί να είχε κι εκείνη θέμα με την ακοή, φρόντισα να προφέρω πολύ καθαρά στην συνταξιδιώτισσά μου «Δεν μου αρέσει καθόλου, πάμε αλλού», η οποία συμφώνησε χωρίς δισταγμό.

Σε κάθε περίπτωση, βρήκαμε καλύτερο μέρος, όπου φάγαμε, παρέα με άλλους καβαλάρηδες.

Το επόμενο πρωινό ξυπνήσαμε νωρίς από τα κοκόρια που πιάσαν από τις 6 δουλειά. Καταβροχθίσαμε το πρωινό με άλλους συνταξιδιώτες και μοιραστήκαμε ιστορίες μας από το ταξίδι ή από προγενέστερα, με αποκορύφωμα τις εξιστορήσεις μιας Ιταλίδας που ταξίδευε με την κόρη της και είχε ξεκινήσει τα ταξίδια από μια εποχή που ο τουρισμός ήταν περιπέτεια στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Ή με βάρκα δίχως ελπίδα καμιά, για να είμαι πιο ακριβής.
2.jpg

Η δεύτερη μέρα ήταν η πιο γεμάτη του ταξιδιού και η μόνη χωρίς βροχές κι ομίχλη. Βόλτες στην αγορά της πόλης που μας είχε φιλοξενήσει για να προμηθευτούμε προμήθειες για τη σημερινή εκδρομή, αν μας έπιανε μια ξαφνική πείνα ή μια αιφνίδια υπογλυκαιμία, καθώς και μπόλικο νερό.

Η διαδρομή ήταν πολύ όμορφη, η οδήγηση απόλαυση, το μάτι χανόταν σε μια θάλασσα από λόφους, που τους χάιδευε απαλά το φως και οι πράσινες κορυφές έπαιρναν μια χρυσαφιά απόχρωση.

Κάναμε μια παράκαμψη σ’ ένα χωριό Τάο (φυλή του Βορρά του Βιετνάμ) που η Κ. ήθελε να σταματήσουμε γιατί την πίεζε η φούσκα της και καταλήξαμε να ψάχνουμε τουαλέτα μέσα σε ένα νοσοκομείο που έμοιαζε εγκαταλελειμμένο, στην αυλή του οποίου ένα σκυλί μας γάβγιζε με μανία, πιθανόν από υπερπροστατευτικότητα για τα κουτάβια του. Όποτε το πλησιάζαμε –καθότι έμπαινε στον δρόμο μας– έφευγε τρομοκρατημένο, παρατώντας τα μικρά του στο έλεός μας.

Το χωριό δεν έλεγε τίποτα, είχε μια σπηλιά που τους άλλους του εντυπωσίασε αλλά εμένα μου φάνηκε αδιάφορη μετά το Phong Nha. Γυναίκες πλέναν ρούχα και πλένονταν πλάι στον δρόμο, με λεκάνες.
3.jpg

Αφότου ξαλάφρωσε η Κ. συνεχίσαμε τη διαδρομή μας, όπου μια ορεσίβια γιαγιούλα, με ένα καλάθι στην πλάτη, κρατημένο με τρίχες (βουβαλιού, ενδεχομένως) στους ώμους της, με σταμάτησε. Άρχισε να μου μιλά, είδε και το κινητό μου και με τη γλώσσα του σώματος κατάλαβα ότι ήθελε να βγάλουμε σέλφι. Εδώ κολλάει το έρχονται οι ξένοι και μας αλλοιώνουν τον πολιτισμό. Σε κάθε περίπτωση, δεν της χάλασα το χατίρι.
4.jpg

Καταλάβαμε ότι μας έλεγε πως αυτή ήταν η διαδρομή που έκανε κάθε μέρα, με τα χόρτα στην πλάτη. Δεν ήθελε κάτι από εμάς, απλώς να κάνει μια στάση και να μας πει τον πόνο της. Μου θύμισε λίγο χωριάτισσες γιαγιάδες της χώρας μου, που δουλεύουν ακούραστα μέχρι τα βαθιά γεράματα. Την αποχαιρετίσαμε, γιατί είχαμε πολλά χιλιόμετρα ακόμη, και συνεχίσαμε την πορεία μας.

Κάναμε άλλη μια στάση σε ένα χωριό Χμονγκ, στο οποίο είχε γυριστεί, διαβάσαμε, η –γνωστή στο Βιετνάμ– ταινία «Το σπίτι του Πάι» και πλέον λειτουργούσε ως τουριστική ατραξιόν με είσοδο. Γυναίκες με παραδοσιακές φορεσιές, κοριτσάκια με καλάθια γεμάτα λουλούδια που περίμεναν -με κάποιο αντίτιμο, φαντάζομαι- να φωτογραφηθούν μαζί σου ή μόνα τους σε αυθόρμητες βουκολικές πόζες.
5.jpg

Φάγαμε, πήραμε δυνάμεις και συνεχίσαμε για τα σύνορα με την Κίνα αλλά και τη γιγάντια σημαία που δεσπόζει σε έναν από τους βορειότερους οικισμούς της χώρας. Αφού προηγουμένως κάναμε στάση στο γεωπάρκο Van Dang, που το έδαφός του ήταν πετρώδες, προσδίδοντας έτσι μέσα σε μια μέρα τόσες εναλλαγές: βουνά, λαγκάδια, σπηλιές, απόκρυμνα βράχια, εντυπωσιακούς ορυζώνες.
6.jpg

Στον δρόμο προς τα σύνορα πετύχαμε μια παρέα μοτοσυκλετιστών που είχαμε συναντήσει στην αρχή της μέρας και κατευθύνονταν προς το τελευταίο κομμάτι της προβλεπόμενης διαδρομής. Μια κοπέλα ήταν μες στις λάσπες, έχοντας πέσει σε κάποιον χωματόδρομο. Γενικά ήθελε προσοχή γιατί λόγω των βροχών υπήρχε λάσπη στο έδαφος κι η οδήγηση πάνω της με δίκυκλο δεν είναι εύκολη, ιδίως αν δεν είσαι μαθημένος (σαν την ατρόμητη αφεντιά μου, καλή ώρα). Της είχε φύγει κι ο αριστερός καθρέφτης κι αμέσως ο Ι. έπιασε δουλειά και τον τοποθέτησε στη θέση του.

Είχαν επιχειρήσει να περάσουν τα σύνορα (ήταν ένα από τα αξιοθέατα του loop), όπως μας είπαν, αλλά υπήρχε φυλάκιο κι ο φύλακας δεν τους επέτρεψε να πλησιάσουν. Οπότε τώρα είχαν κάνει στάση σε ένα σημείο σχετικά κοντά στα σύνορα κι ορισμένοι από την παρέα τους αποφάσισαν να το πάνε ποδαρόδρομο, καθώς βάσει χάρτη δεν φαινόταν και μεγάλη απόσταση. Λίγο πριν αναχωρήσουμε για τη συνέχεια της διαδρομής μας, επέστρεψαν κι οι πεζοπόροι θριαμβευτές.

Ως συνήθως προπορεύτηκα και κάποια στιγμή το μάτι μου πρόσεξε κάτι στην άκρη του δρόμου. Σταμάτησα, έσβησα τη μηχανή κι έκανα νόημα και στους άλλους να κάνουν το ίδιο. Κοίταξα τον χάρτη: είχαμε φτάσει στα σύνορα και λογικά το σπιτάκι που ξεπρόβαλλε στα πενήντα μέτρα ήταν το περίφημο φυλάκιο.

Εγώ αποφασισμένος να το δω, τους προτείνω να κινηθούμε αθόρυβα. Περνάμε τον δρόμο από σημείο που δεν έχει ορατότητα το φυλάκιο και συνεχίζουμε σκυμμένοι, με τη συνοδεία του soundtrack του Mission Impossible να παίζει στο κεφάλι μου, μέχρι που φτάνουμε στον φράχτη.
7.jpg

Δεν ήταν κάτι εντυπωσιακό, σκουπίδια κι από τις δυο πλευρές που κανείς δεν ενδιαφερόταν να μαζέψει. Βρήκαμε ένα σημείο που το συρματόπλεγμα είχε πέσει και κάπως έτσι βρεθήκαμε στην Κίνα. Εκείνη την ώρα, ήταν η δική μου ώρα για κατούρημα κι επειδή η διάνοιά μου πρέπει να μελετηθεί από κάποιον ανθρωπολόγο (ή ψυχίατρο), αποφάσισα να χαρίσω ένα μέρος του υδάτινού μου κόσμου στη στέρφα γη των Χαν. Ναι, κατούρα τους και λίγο, καθόλου προσβλητική κίνηση σε μια χώρα που καταγράφουν και το ρέψιμό σου, θα σε υποδεχτούν με ανοιχτές αγκάλες μόλις αποφασίσεις να την επισκεφτείς και κανονικά.

Βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες συνοδεία μπύρας Corona, γιατί είμαστε κι άνιωθοι κάφροι άμα θέλουμε, που συνήθως δεν, μα κανείς δεν είναι τέλειος και σ’ αυτό το ταξίδι είμεθα τρόπον τινά το ακριβώς αντίθετο.

Αφού, λοιπόν, βάλαμε άλλο ένα σημαιάκι στον προσωπικό μας χάρτη, κινήσαμε πίσω στα μηχανάκια μας. Στην επιστροφή χαλαρώσαμε και δεν ήμασταν εξίσου προσεκτικοί. Μέγα σφάλμα.

Ακούμε αγριεμένες φωνές από το φυλάκιο.
Εγώ κρατάω το βλέμμα σταθερό, κάνω ότι δεν ακούω (που δεν είναι και τόσο δύσκολο, σύμφωνα και με την παρ’ ολίγον οικοδέσποινα Βιετναμέζα της χθεσινής βραδιάς) και περπατάω ανένδοτος προς το μηχανάκι. Μα ο τύπος δεν χαμπαριάζει και φωνάζει με μεγαλύτερη ένταση. Τα παιδιά πίσω μου σταματούν.

Το παιχνίδι είχε τελειώσει, δεν μπορούσα να τους αφήσω στο έλεος του Βιετ Κονγκ, μας έδεναν και 30 ώρες φιλίας.
 
Μηνύματα
239
Likes
2.650
Ha Giang Loop – Ταξίδι μες στο ταξίδι (ΙΙ)

Μια μικρή περίληψη:
Ο ταλαίπωρος ήρωάς μας, που καθόλου δεν προκαλεί την τύχη του, έχασε το διαβατήριό του, το ακύρωσε κι έβγαλε προσωρινό, που το παρέδωσε σε πρεσβεία χώρας στην οποία θα μετέβαινε λίγες μέρες αργότερα, αφήνοντάς το στο έλεος μιας άγνωστης καλής Σαμαρείτισσας, κι αποφάσισε να πάει να ζήσει ντόλτσε βίτα σε μια από τις πιο απομονωμένες περιοχές της χώρας, χωρίς ουσιαστικά κάποιο επίσημο έγγραφο ταυτότητας πέρα από ένα διεθνές δίπλωμα οδήγησης. Τίποτα χειροπιαστό που να αποδεικνύει ότι δεν μπήκε παράνομα στη χώρα ξέρωγω. Εκεί, αποφασίζει να κρατήσει χαμηλό προφίλ, για να μην τραβήξει τα βλέμματα των αρχών, μέρος του οποίου είναι να περάσει και τα σύνορα άλλης χώρας, έτσι για τη σέλφι, για ένα κατούρημα ρε παιδί μου, πιο επείγουσα φυσική ανάγκη από αυτήν υπάρχει; Κι αν υπάρχει, ικανός ήταν να την έχει κάνει κι αυτή, οπότε ας μην δίνουμε ιδέες. Οι αρχές τον σταματούν, επιχειρεί να τις αποφύγει, μα χωρίς επιτυχία.
Θα πείτε, τι πιο σύνηθες να συμβεί;


Οκ, ψυχραιμία. Πριν γυρίσω, περνάνε διάφορα σενάρια από το κεφάλι μου, καμιά δικαιολογία που μπορεί να με γλιτώσει από τα γκούλαγκ του Phu Quoc. «Κύριε πολισμάνε μου, σύνορα ήταν αυτά; Ούτε που το καταλάβαμε, viewpoint νομίζαμε ότι ήταν. Και μάλιστα απογοητευτικό, σιγά τη θέα, κάτι σκουπίδια και κάτι φράχτες όλα κι όλα».

Ίσως οι σκέψεις μου να ήταν φωναχτές γιατί τώρα τους ακούω να γελάνε. Γυρνάω το βλέμμα κι ο τύπος αντί για πιστόλι κρατά αντισηπτικό. Από τη στιγμή που περάσαμε τα σύνορα ήταν υποχρεωτική η απολύμανση των χεριών μας, μιας και ο κορωνοϊός ήταν κινεζικής προέλευσης και σταματούσε στον φράχτη, γιατί αν μη τι άλλο, οι μικροοργανισμοί σέβονται τα ανθρώπινα σύνορα. Καλοδεχούμενο, σε κάθε περίπτωση. Αποχαιρετίσαμε τον φύλακα που ήταν όλος χαμόγελο πίσω από τη μάσκα του, καβαλήσαμε τα μηχανάκια μας και συνεχίσαμε για το βορειότερο σημείο του ταξιδιού, καθώς και (σχεδόν) γενικώς της χώρας.
8.JPG

Το χωριό μάς υποδέχτηκε με απολύμανση, πράγμα που έδεσε πολύ όμορφα με την παρ’ ολίγον περιπέτειά μας με τον φύλακα. «Μάλλον κάποιος Κινέζος θα πέρασε», αστειεύτηκε ο Ι.

Δεν γέλασα και σ’ εκείνο το σημείο είχα μετανιώσει και για τις κορωνοσέλφι μας, αισθάνθηκα λίγο σαν ο μαλάκας τουρίστας που βγαίνει σέλφι με φόντο ένα φλεγόμενο σπίτι ή τα συντρίμμια ενός αμαξιού. Προφανώς κι είναι τραβηγμένη η αναλογία, αλλά για κάποιους ο κορωνοϊός δεν ήταν αφορμή για αστειάκια και λογοπαίγνια μπύρας, από τα απλά κι ασήμαντα ενδεχομένως, σαν τις δυσκολίες που είχε η Αμερικανίδα Κ. να επιστρέψει στη χώρα προέλευσής της (Αμερική) ή διαμονής της (Κίνα), μέχρι και τα σοβαρότερα, τους θανάτους ή τα βίαια λοκντάουν σε πόλεις της Κίνας. Γενικά αντιμετωπίζαμε τον κορωνοϊό ως κάτι μακρινό, κι ας ήταν δίπλα μας, ως κάτι που δεν θα μας αγγίξει, όπως όταν ακούμε για ανίατες ασθένειες ή τραγικά ατυχήματα. Μπόρα είναι, θα περάσει.

Στο Βιετνάμ ούτως ή άλλως δεν υπήρχαν πολλά κρούσματα, οπότε αρκούμασταν στο να απολαμβάνουμε πολλά αξιοθέατα χωρίς Κινέζους τουρίστες, ένα σχόλιο πιθανόν εσωτερικευμένου ρατσισμού. Άλλωστε συνήθως ήταν λιγότερο εσωτερικευμένος, αν κρίνουμε από τις ιστορίες που διαβάζαμε να διώχνουν Κινέζους από μαγαζιά ή να μην τους δέχονται σε ξενοδοχεία. Οπότε μήπως το αστειάκι του φύλακα με το απολυμαντικό δεν ήταν και τόσο αθώο;
9.JPG

Το αξιοθέατο εδώ ήταν ο πύργος του Lung Cu, στη βάση του οποίου φάγαμε κάτι τριχωτές φράουλες που είχα πάρει από την αγορά το πρωί (που οι συνταξιδιώτες μου μου είπαν πως ήταν lychee μα έπειτα βλέποντας φωτογραφίες μάλλον επρόκειτο για rambutan), μπήκαμε στο εσωτερικό του, ανεβήκαμε καμιά τριανταριά μέτρα σκαλοπάτια και θαυμάσαμε τη θέα των λόφων περιμετρικά γύρω μας, σε Βιετνάμ και Κίνα, στο θαμπό φως του δειλινού.
10.jpg

Μετά από λίγη ώρα κατεβήκαμε, ενώ ήδη είχε αρχίσει να νυχτώνει. Αφού έριξα ένα ακόμη κατούρημα στον δρόμο, για να μην αφήσω και τους Βιετναμέζους παραπονεμένους, μιας κι οι δημόσιες τουαλέτες ήταν κλειστές, συζητήσαμε για τα πλάνα μας. Ήμασταν πίσω στο πρόγραμμα, καθώς ο στόχος ήταν να φτάναμε το ίδιο βράδυ στο Dong Van, ώστε να ξεκινήσουμε το πρωί για το πιο ονομαστό κομμάτι της διαδρομής. Αυτό σήμαινε καμιά 25αριά χιλιόμετρα στο σκοτάδι, δηλαδή περίπου μια ώρα. Η εναλλακτική ήταν να μείνουμε στον πλησιέστερο οικισμό, να ψάξουμε για κάποιο homestay εκεί και να καλύψουμε τα έξτρα χιλιόμετρα την επομένη.

Ο Ι. δεν αισθανόταν άνετα να οδηγήσει βράδυ, δεν ήθελα να επιμείνω, αλλά δεδομένου ότι ήταν γλυκιά η βραδιά και χωρίς ομίχλη, είπα να το επιχειρήσουμε (πάει να πει επέμεινα), του πούλησα ότι θα έχει κι αυτό τη γοητεία του, η βραδινή περιπλάνηση με μηχανάκι, θα έχεις να το διηγείσαι στα εγγόνια σου και τέτοια.

Δεν ήθελε και πολύ. Η διαδρομή ήταν όντως απολαυστική, το φεγγάρι είχε δυνατό φως κι έβλεπες καλά τα περιγράμματα. Κάποια στιγμή σβήσαμε τις μηχανές και καθίσαμε στην άκρη του δρόμου, απολαμβάνοντας τη σκοτεινή θέα που αποκτά όλο και περισσότερο βάθος όσο τα μάτια σου συνηθίζουν το σκοτάδι, υπό τους ήχους των βατράχων και την ηχώ του ποταμιού που έρεε κάπου στο βάθος της κοιλάδας. Κι αφού μοιραστήκαμε τη σιωπή, μια σιωπή παρόμοια μ’ εκείνη στα έγκατα της σπηλιάς του Hang Tien, συνεχίσαμε αναζωογονημένοι για τον τελευταίο προορισμό της μέρας, γνωρίζοντας ότι είχαμε κάνει τη σωστή επιλογή.
1.jpg

Φτάσαμε με μεγάλη καθυστέρηση στο Dong Van, κουρασμένοι και πεινασμένοι (και κάποιοι από εμάς με φούσκα που ακόμη είχε περιθώρια ξεφουσκώματος, δηλαδή πραγματικά απορώ πού το έβρισκα τόσο νερό), σε ένα χόστελ ζητήσαμε προτάσεις για φαγητό, μας κέρασαν κι από λίγη τούρτα γενεθλίων. Κάτι Ολλανδοί τουρίστες μας πρότειναν ένα ιταλικό κι η Κ. που ήταν χορτοφάγος ήθελε να δοκιμάσει μακαρόνια με Γκοργκοντζόλα που υπήρχε στο μενού, σε μια χώρα που το τυρί το βλέπεις μόνο σε φωτογραφίες.

Πήγαμε στο μαγαζί, ένα ζευγάρι Βιετναμέζων μας είπαν ότι το φαγητό δεν είναι καλό, οπότε δεν κάτσαμε. Τους πετύχαμε και σε μια αγορά, έπειτα, όπου πιάσαμε και την κουβέντα. Η κοπέλα ήταν από το Ανόι, ο νεαρός από το Χο Τσι Μιν, τους ένωσε το Ίντερνετ ως σύγχρονος θεός Έρωτας. Η κοπέλα μάς έλεγε πόσο πολύ έχει τουριστικοποιηθεί η Σάπα μέσα σε 10 χρόνια και πώς ακόμη κι η ίδια η περιοχή Ha Giang έχει αρχίσει να εμπορευματοποιείται, να χαλά.

Αφού φάγαμε σε ένα βιετναμέζικο οι δυο άνδρες του γκρουπ (η Κ. θα έμενε νηστική, μέχρι την επομένη που θα έτρωγε τη μακαρονάδα που της είχε γυαλίσει για πρωινό), βρήκαμε ένα χόστελ που μας είχε προταθεί από το Ha Giang και αποθέσαμε σε δυο διπλά κρεβάτια τα κουρασμένα μας σαρκία.
11.jpg

Από τις πιο γεμάτες μέρες του ταξιδιού.
 
Last edited:
Μηνύματα
239
Likes
2.650
Ha Giang Loop – Ταξίδι μες στο ταξίδι (III)

Την επόμενη μέρα τρώμε πρωινό, κάνουμε μια βόλτα στην πόλη Dong Van και τον αρχαίο της δρόμο, που πλέον αποτελούνταν μόνο από homestays, και ξεκινάμε για τη γνωστό πέρασμα Ma Pi Leng που θεωρητικά είναι το πιο εντυπωσιακό του loop. Ο καιρός δεν μας ευνόησε, οπότε δεν καταφέραμε να το απολαύσουμε στο μέγιστο δυνατό. Πολλή ομίχλη, σχετικό κρύο για τα δεδομένα της χώρας· με καθαρή ατμόσφαιρα θα ήταν εντυπωσιακά.
b1.jpg

Αφού περάσαμε ένα άγαλμα σοβιετικής αισθητικής, επιχειρούμε να ακολουθήσουμε το sky pass, που ήταν διαδρομή μονής λωρίδας (για μηχανάκια μιλάμε πάντα), στο χείλος του γκρεμού. Ακολουθώ τον Ι. που κινήθηκε μπροστά, σε διάφορα σημεία σταματούσε κι έψαχνε στο κινητό του να δει αν πηγαίναμε καλά. Στο στενό ασφαλτοστρωμένο δρόμο έβλεπες ντόπιους να κάνουν τη μπουγάδα τους, δίπλα στα σπίτια τους ή δίπλα σε χωράφια. Το μηχανάκι των παιδιών έσκουζε στην απότομη ανηφόρα κι ο Ι. με άφησε να προπορευτώ, αλλά και πάλι έπρεπε συχνά πυκνά να σταματάω ώστε να περιμένω να με φτάσουν. Κάποια στιγμή κοιτάζω τον χάρτη και συνειδητοποιώ ότι δεν κάνουμε το ονομαστό πέρασμα από τους ουρανούς, αλλά απλώς τον γύρο του βουνού που θα μας βγάλει κοντά στο άγαλμα πάλι.

Μιας κι ήμασταν στα μισά της διαδρομής λέμε να συνεχίσουμε μπας και δούμε διαφορετικά τοπία. Κινούμαστε άλλα δέκα μέτρα και φτάνουμε σε χωματόδρομο. Καλά πήγε κι αυτό. Αναστροφή και πάλι πίσω.
b2.jpg

Το Sky Pass τελικά ήταν πολύ στενό όπως είδαμε στα πρώτα μέτρα και δεδομένης της μη καλής ορατότητας είπαμε να μην το ρισκάρουμε. Για πεζοπορία θα άξιζε αλλά δεν θέλαμε να μας βρει πάλι η νύχτα. Οπότε συνεχίσαμε στον κεντρικό δρόμο, χωρίς άλλες παρακάμψεις, πέρα από το ονομαστό viewpoint προς την κοιλάδα και τον ποταμό Nho Que.
b3.jpg

Μες στην ομίχλη δεν ήταν τόσο εκθαμβωτική η θέα, αλλά και πάλι αξιόλογη στάση, όπως έβλεπες το νερό και τις βαρκούλες από ψηλά.

Κάναμε μια στάση στο Meo Vac, όπου ο Ι. είδε κάποιο πιτσιρίκι να τρώει παγωτό και φαγώθηκε να βρει παγωτό εκεί χειμωνιάτικα, λες και δεν του έφτανε η μουντάδα της μέρας. Χατίρι σε πεινασμένους –ή λιχουδιάρηδες– εμείς δεν χαλάμε, οπότε το βρήκε το παγωτό του (από ψιλικατζίδικο, τύπου ΕΒΓΑ), πήρε και κάτι παστέλια που όμως δεν ήταν τόσο γευστικά όσα τα δικά μας, πολύ ξερά (να τα λέμε κι αυτά, θάλασσες και παστέλια σαν της Ελλάδας δεν υπάρχουν). Πήρα κι εγώ κάτι γλυκές ρυζογκοφρέτες από μια κλειστή αγορά, που ήταν αναπάντεχα μεγάλη για το μέγεθος της πόλης, και συνεχίσαμε την πορεία μας μέσα από στενά φιδογυριστά δρομάκια. Σε σημεία πετυχαίναμε ντόπιους ή παιδιά που στη θέα μας παραξενεύονταν και μας πλησίαζαν ντροπαλά ή ξεκαρδισμένα.
b4.jpg

Στη διαδρομή πετύχαμε κι ένα ερείπιο γαλλικού φρουρίου, όπου κάναμε την εξερεύνησή μας μοναχοί μας, με συντροφιά τις πρώτες ψιχάλες της μέρας.
b5.jpg

Η βροχή άρχισε να δυναμώνει οπότε δεν κάναμε περαιτέρω στάσεις. Η ομίχλη ήταν πλέον πυκνή και φτάσαμε στο Meo Vac λίγο πριν πέσει η νύχτα. Μείναμε στο πρώτο χόστελ της πόλης που είχε και την περισσότερη κίνηση· παρόλο που ήταν κοιτώνας, το κρεβάτι μου ήταν στο πάτωμα στη γωνία με πόρτα που κλείδωνε, οπότε έδινε την αίσθηση της ιδιωτικότητας, ακόμη κι αν από πάνω ήταν ανοιχτά.

Στο δείπνο γνώρισα και τρεις Αμερικανίδες που ασχολούνταν με τις επιστήμες υγείας. Η μία εξ αυτών, ήταν κατά το ήμισυ Ελληνίδα από το DC, όπου ήξερε λίγα ελληνικά κιόλας.
«Α, ναι; Τι ελληνικά ξέρεις;» κλασική ερώτηση που απλώς ελπίζεις να μην φέρεις τον άλλον σε δύσκολη θέση.
«Ε να, Χριστός Ανέστη, αληθώς…» μιας και μικρή πήγαινε κάθε βδομάδα εκκλησία στο DC. Εντυπωσιάστηκα από τη χρησιμότητα των φράσεων που γνώριζε, θα έχει πολύ μεγάλη αυτονομία μ’ αυτά σ’ ένα ταξίδι στη Μύκονο.

Στο μεταξύ, έρχονται και οι 4 καβαλάρηδες της Αποκάλυψης όπως τους αποκαλούσα. Ήταν τέσσερις τύποι που είχαν έρθει με το ίδιο λεωφορείο μαζί μου στη Ha Giang, στο οποίο είχαν ζητήσει να κοιμηθούν στα καθίσματα μέχρι να ξημερώσει και τους πετύχαινα καθημερινά τα βράδια, συνήθως να επιστρέφουν αργοπορημένοι και καταπονημένοι.

Ο ένας εξ αυτών, ένας Πορτογάλος με μάτια λαμπραντόρ και με φωνή βραχνή –μέρος της βραχνάδας φυσικό, το υπόλοιπο λόγω κακουχιών– που ήταν σαν να είχε γεράσει δυο χρόνια στις τελευταίες τρεις μέρες, μου περιέγραψε πώς χάθηκαν στην εξοχή μετά από μια λάθος στροφή, πώς διέσχισαν δυο ποτάμια με τα μηχανάκια τους, πώς τους έβλεπαν οι ντόπιοι σαν εξωγήινους, που «δεν είχαν δει ποτέ λευκό δέρμα μέχρι σήμερα», κι όλα αυτά ενώ οι μισοί εξ αυτών ήταν τραυματισμένοι από τις περιπέτειές τους της περασμένης μέρας.
b6.jpg

«Τουλάχιστον θα έχεις ιστορίες να διηγείσαι».
 
Μηνύματα
239
Likes
2.650
Ha Giang Loop – Ταξίδι μες στο ταξίδι (ΙV)
Ξύπνησα κι έκανα μια βόλτα στον οικισμό, που μου άφησε την καλύτερη εντύπωση στην περιοχή, με την υπαίθρια αγορά του και την προικισμένη του τοποθεσία, με ποτάμι να τον διασχίζει. Άνθρωποι με τις πραμάτειες τους, γυναίκες με τις παραδοσιακές τους φορεσιές, μικρά παιδιά στην εργατιά, γουρουνάκια που τα σέρνανε μάλλον στη σφαγή τους και διαισθανόμενα τη μοίρα τους πρόβαλλαν αντίσταση κι έσκουζαν πανικοβλημένα.
c1.jpg

Ενώ είχα φάει πρωινό στο χόστελ, έφαγα και κάτι πάμφθηνες τηγανίτες (4 λεπτά η μία) στην αγορά. Συνάντησα τους συνταξιδιώτες μου, που αισθάνονταν κουρασμένοι και ψιλοάρρωστοι μετά τη χθεσινό μουσκίδι, αλλά φτάσαμε μέχρι την άκρη του οικισμού, όπου αγρότες δούλευαν στη γη ή διέσχιζαν ποτάμια με τους νεροβούβαλούς τους.
c2.jpg

Φορτωθήκαμε κι εμείς τη δική μας πραμάτεια για τελευταία φορά και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, με μια κάποια μελαγχολία μιας και το ταξίδι έφτανε στο τέλος του. Προτού μπούμε στον κεντρικό δρόμο, όμως, είπαμε να κάνουμε μια τελευταία παράκαμψη σε κάτι καταρράκτες που ήταν δίπλα στο Meo Vac.

Η διαδρομή περιλάμβανε χωματόδρομο, που ήταν σκατόδρομος, πολύ ανηφορικός (κι άρα κατηφορικός στην επιστροφή), με γλιστερή λάσπη από τη βροχόπτωση της προηγούμενης μέρας. Όπως ανεβαίναμε, πετύχαμε κάτι νέους που επέστρεφαν ηττημένοι, καθώς ο δρόμος χειροτέρευε στη συνέχεια και κόσμος έπεφτε. Εμένα δεν με τρόμαζε τόσο η ανηφόρα, αλλά το γεγονός ότι μετά θα έπρεπε να επιστρέψουμε, μέσα από μια λασπώδη τσουλήθρα.

Η απόφαση ελήφθη και κινήσαμε πίσω. Εγώ σχεδόν σημειωτόν, με το πόδι μόνιμα στο πίσω φρένο, αφήνοντας τις ρόδες να ολισθαίνουν το ελάχιστο δυνατό, χαζεύοντας τα σαλιγκάρια που με προσπερνούσαν. Δεν ήταν αρκετό, το μηχανάκι γλίστρησε κι έπεσα σχεδόν κατακόρυφα, παρασέρνοντάς με γιατί είχα ακολουθήσει τη φαεινή ιδέα της ενοικιάστριας να περάσω το αδιάβροχο πόντσο μου από τους καθρέφτες, για να μην τρώω τη βροχή στον κορμό. Με είχε γλιτώσει από τη βροχή, τώρα έπαιρνε το αίμα του πίσω.

Βέβαια, μην υπερβάλλω, αυτό την πλήρωσε που σκίστηκε στα δύο, εγώ ούτε γρατζουνιά, καθώς κρατήθηκα όρθιος. Αλλά ήταν ανοησία να μην έχω προστατευτικά, αν η ταχύτητα ήταν μεγαλύτερη θα μπορούσα να είχα χτυπήσει. «Τελικά να που άξιζε η έξτρα ασφάλεια», σκέφτηκα σηκώνοντας το μηχανάκι. Έσφιξα λίγο τον δεξί καθρέφτη που είχε χαλαρώσει από το πέσιμο.

Στο μεταξύ μικρά Βιετναμεζάκια με μηχανάκια περνούσαν δίπλα μας με ταχύτητα, χωρίς να πτοούνται από τη γλιστερή κατηφόρα, δείχνοντας πώς πραγματικά γίνεται. Έτσι είναι, πρέπει να κοιτάς τον φόβο κατάματα κι όχι να σκύβεις το κεφάλι.
c3.jpg

Συνεχίσαμε με προσοχή, διασχίζοντας οικισμούς στη μέση του πουθενά και ακολουθώντας διαδρομές μέσα από ορυζώνες με εντυπωσιακή θέα, παρά την ομίχλη.
c4.jpg

Ο Ι. κινήθηκε μπροστά, σε ένα σημείο που είχαμε θέα το ποτάμι. Γενικά η περιοχή ήταν εύφορη, μες στο πράσινο και στο γαλάζιο. Περάσαμε από άλλο ένα χωριό κι ο δρόμος ξαφνικά έγινε κακοτράχηλος. Ήμασταν προετοιμασμένοι για τρία χιλιόμετρα βραχώδη δρόμου, οπότε δεν δώσαμε σημασία.
c5.jpg

Το έδαφος νεροφαγωμένο, το μηχανάκι γλιστρούσε πλάι στο χείλος των λακουβών, μα αυτή τη φορά δεν ήταν η σειρά μου να πέσω. Οι συνταξιδιώτες μου βρέθηκαν στον αέρα, με το παπί να συγκρατείται από τα μπαγκάζια τους. Τους βοήθησα να το ανεβάσουν κι από εκείνο το σημείο προπορεύτηκα, ακολουθώντας τις οδηγίες τους. Στο τέλος του χωματόδρομου, μου είπαν να στρίψουμε αριστερά.

Έκανα μια στάση, κοίταξα τον χάρτη και συνειδητοποίησα ότι είχαμε ακολουθήσει λάθος διαδρομή, έπρεπε να είχαμε στρίψει νωρίτερα, πριν το χωριό και τον σκατόδρομο. Μικρό το κακό, αφού ευτυχώς κανείς δεν είχε τραυματιστεί κι η στροφή αυτή πάλι μας έβγαζε στον προορισμό μας, μέσα από μια γέφυρα που έτριζε στο πέρασμά μας.
c6.jpg

Από εκεί κι ύστερα βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο που είχαμε πάρει την πρώτη μέρα του ταξιδιού, όπου φάγαμε στην πρώτη στάση του οδοιπορικού, έβαλα την τελευταία μου δόση βενζίνης ίσα για να με βγάλει μέχρι τον προορισμό μου (γενικά στο Βιετνάμ ο κανόνας ήταν το παίρνεις άδειο, το επιστρέφεις άδειο – ή όπως έρθει, δεν θα σε χρέωναν για την έξτρα βενζίνη που έφερνες) και συνεχίσαμε χωρίς άλλα απρόοπτα μέχρι την πόλη Ha Giang.

Αφήσαμε την Κ. σε ένα homestay, καθώς δεν αισθανόταν πολύ καλά, από το κρύο, τη βροχή και την κούραση μάλλον την είχε αρπάξει, έπειτα με τον Ι. πήγαμε να παραδώσει το μηχανάκι στο χόστελ από το οποίο το είχε προμηθευτεί και τον επέστρεψα γρήγορα στην αγαπημένη του, γιατί είχα κι ένα night bus να προλάβω και δεν είχα μεγάλο περιθώριο χρόνου. Ή τουλάχιστον προσπάθησα, μιας κι είχε ξεχάσει στο χόστελ και την τσάντα της Κ. όπως συνειδητοποιήσαμε λίγο πριν φτάσουμε, οπότε να σου οι κύκλοι στην πόλη. Στη διαδρομή το πάτησα λιγάκι, για παν ενδεχόμενο, και τελικά δεν καθυστερήσαμε ιδιαίτερα.

Αποχαιρετιστήκαμε εγκάρδια, καθώς ήταν ένα όμορφο ταξίδι κι η συνύπαρξη έκανε την εμπειρία ακόμη πιο αξιομνημόνευτη, και δώσαμε ραντεβού για ένα μοτοτρίπ στην Ευρώπη, πράγμα που δύσκολα το βλέπω να γίνεται έτσι όπως εξελίχθηκαν οι ζωές μας, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Επιστροφή στο δικό μου homestay, για να παραδώσω το μηχανάκι (η γιαγιούλα του χόστελ όταν πήγε να το επιθεωρήσει είδε το κουρελιασμένο πόντσο κι αδυνατούσε να καταλάβει τι ήταν ή πώς ακριβώς είχε προκύψει) και να υπενθυμίσω στη νεαρή ιδιοκτήτρια για το limousine car που θα με πήγαινε σε λίγη ώρα στην πρωτεύουσα και το είχα προπληρώσει από την πρώτη μέρα του roadtrip. Αρχικά έδειχνε να μην θυμάται, αλλά μετά τάχα μου βρήκε την κράτηση, την οποία δεν έχω ιδέα αν πραγματικά είχε κάνει εξαρχής ή έτσι στο χαλαρό θα τα έβρισκε με τον οδηγό.

Μόλις το βανάκι ήρθε, μπήκα μαζί με λίγους ακόμη συνταξιδιώτες, κάποιοι εκ των οποίων από το αρχικό γκρουπ που τελικά δεν είχα ακολουθήσει. Λίγο πριν το λεωφορείο ξεκινήσει, έρχεται ένας τύπος από το χόστελ, δείχνοντάς με και ζητώντας μου να πληρώσω το δείπνο.
«Ποιο δείπνο;»
«Πρέπει να πληρώσεις το δείπνο».
«Μα δεν έφαγα».
«Δεν πλήρωσες το δείπνο», επιμένει με τα βιεταγγλικά του.

Ευτυχώς κάποιος Ολλανδός του είπε ότι δεν ήμουν στο δείπνο και πείστηκε χωρίς δυσκολία. Δεν ξέρω γιατί η αθώα μου φατσούλα δεν ήταν αρκετή. Έτοιμοι να φύγουμε πια. Μέχρι που ήρθε η κοπέλα του χόστελ και ζήτησε από τον Ολλανδό αυτή τη φορά να πληρώσει, πήγε δηλαδή ο άνθρωπος να βρει και τον μπελά του.
«Πλήρωσα τον άλλον», της απαντά.
«Α, οκ»
Τόσο εύκολα. Ξανά. Συνεννόηση μπουζούκι.

Κάναμε κάμποσες στάσεις με τη «λιμουζίνα», που δεν ήταν παρά ένα κοινό βανάκι με πιο φανταχτερό όνομα, μία να φάει κάτι ο οδηγός, μία να κατουρήσει, μία να πάρει κάποιο πακέτο από κάποιους που τον περίμεναν στη μέση του πουθενά, και φτάσαμε κατά τη μιάμιση στο χόστελ, έχοντας κοιμηθεί μια ωρίτσα στο ενδιάμεσο.

Η Αγγλίδα Κ. στο μεταξύ είχε παραλάβει το διαβατήριό μου και το είχε παραδώσει στο χόστελ ώστε να το έβρισκα όταν θα ερχόμουν (στη μέση του ταξιδιού είχα ζητήσει και φωτογραφικά ντοκουμέντα για να είμαι σίγουρος και ξαλαφρωμένος, δεν ήξερε πού έμπλεκε η καλή Σαμαρείτισσα). Του ζητάω το διαβατήριο. Δεν καταλάβαινε. Του εξηγώ ότι μια κοπέλα άφησε το διαβατήριό μου, που είναι απλώς ένα χαρτί Α4, και θεωρητικά κάπου έπρεπε να το είχε, σε κάποιον φάκελο ενδεχομένως, έτοιμος ήμουν να του προτείνω να ανοίξει το συρτάρι στο οποίο πιθανολογούσα ότι βρισκόταν. Κρατήθηκα.
Αυτή τη φορά δεν με έζωσαν τα φίδια. Ψαχούλεψε λίγο κάτι συρτάρια και ντουλάπια κι ευτυχώς δεν άργησε να το βρει, μου το έδειξε κι όλα καλά.

Ζήτησα ένα κρεβάτι. 8 δολάρια, μου ζητά. 5 είχα κλείσει τις προηγούμενες φορές, του λέω. Δεν είχε.
«Οκ, ευχαριστώ, δώστε μου το διαβατήριο και θα πάω αλλού».

Ναι, είχα όρεξη να διαπραγματευτώ και για τα τρία ευρώ, παρά την κούραση. Στην τελική, μετά από τόση ταλαιπωρία, πόση κακοπέραση να είχε ένα βράδυ στους άδειους δρόμους του Ανόι; Αστέγους δεν είχαν σε κοινή θέα σαν τον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο, ας κάλυπτα εγώ αυτό το κενό. Έλα όμως που έριξε άλλη μια ματιά και τελικά βρέθηκε και κρεβάτι των 6 δολαρίων. Πάντα τα φθηνά δωμάτια καταχωνιάζονται στα συστήματά τους όταν τα ζητάς τελευταία στιγμή.

Έκανα ένα μπάνιο και κοιμήθηκα για δυο τρεις ωρίτσες, καθώς την επομένη είχα πρωινή πτήση στην συμπρωτεύουσα της χώρας. Έκλεινα τα μάτια μου κι έβλεπα μοτοπορείες σε ομιχλώδη τοπία, με εξαιρετικές θέες μα κυρίως τον ενθουσιασμό της εξερεύνησης, τη λαχτάρα της περιπλάνησης που με είχε συντροφεύσει τις τελευταίες μέρες.
c7.jpg
 
Μηνύματα
239
Likes
2.650
Ha Giang Loop – Video από το μέτωπο

Καθόλη τη διάρκεια του loop, πέρα από φωτογραφίες, τράβηξα κι ορισμένα βίντεο, μέσω της μέτριας κάμερας του κινητού μου, κρατώντας το στο χέρι, για να ευχαριστηθούν τρεμάμενη λήψη οι θαυμαστές μου και να τεστάρω τις αντοχές τους στη ναυτία.

Ομολογώ πως δεν είχα ξανασχοληθεί με κάτι παρόμοιο, πλάκα είχε η κοπτοραπτική, η μουσική έδεσε με έναν κωμικοτραγικό τρόπο που πλησιάζει τα όρια του καλτ, οπότε ακόμη κι αν δεν ταιριάζει απόλυτα στα γούστα μου, μου φαίνεται αδιανόητο να μην το μοιραστώ με επίδοξα θύματα του φόρουμ.

Συγγνώμη εκ των προτέρων, μα από την άλλη για να έχετε φτάσει μέχρι εδώ, έναν άλφα μαζοχισμό τον έχετε. :p
 

gkalla

Member
Μηνύματα
1.228
Likes
6.649
Επόμενο Ταξίδι
Γερμανία
Ονειρεμένο Ταξίδι
Κούβα, Περού, Ν. Ζηλανδία
Η μουσική, ασιατική διασκευή του Ροχάιντ. Για όσους «αρχαίους» την θυμούνται !
 
Μηνύματα
239
Likes
2.650
Η μουσική, ασιατική διασκευή του Ροχάιντ. Για όσους «αρχαίους» την θυμούνται !
Δεν ξέρω για το Rawhide, αλλά η συγκεκριμένη μουσική είναι η βιετναμέζικη βερσιόν του Ghost Riders in the Sky, ένα καουμπόικο/γούεστερν άσμα.

Σ' αυτή τη βερσιόν θα μπορούσε σε μια πολεμική ταινία για τον πόλεμο του Βιετνάμ άνετα να ντύσει τις προσπάθειες των Βιετκόνγκ να αμυνθούν στον ξένο κατακτητή, που στην αρχετυπική του μορφή δεν είναι παρά ένας καουμπόης. Ασχέτως αν στο δικό μου βίντεο όλοι οι πυροβολισμοί πέφτουν όποτε διασταυρώνομαι με έναν περαστικό διαβάτη ή αναβάτη. :lol:
 

gkalla

Member
Μηνύματα
1.228
Likes
6.649
Επόμενο Ταξίδι
Γερμανία
Ονειρεμένο Ταξίδι
Κούβα, Περού, Ν. Ζηλανδία
Δεν ξέρω για το Rawhide, αλλά η συγκεκριμένη μουσική είναι η βιετναμέζικη βερσιόν του Ghost Riders in the Sky, ένα καουμπόικο/γούεστερν άσμα.

Σ' αυτή τη βερσιόν θα μπορούσε σε μια πολεμική ταινία για τον πόλεμο του Βιετνάμ άνετα να ντύσει τις προσπάθειες των Βιετκόνγκ να αμυνθούν στον ξένο κατακτητή, που στην αρχετυπική του μορφή δεν είναι παρά ένας καουμπόης. Ασχέτως αν στο δικό μου βίντεο όλοι οι πυροβολισμοί πέφτουν όποτε διασταυρώνομαι με έναν περαστικό διαβάτη ή αναβάτη. :lol:
Δίκιο έχεις! Τα μπέρδεψα…
Αλλά η μνήμη μου πάει όλο και χειρότερα τελευταία.:eek:
 

Dr Snoopy

Member
Μηνύματα
797
Likes
10.008
Ονειρεμένο Ταξίδι
Ν.Ζηλανδία
Μηνύματα
239
Likes
2.650
HCMC – Η πόλη της Ακολασίας

Ξύπνησα νωρίς, σχετικά ανήσυχος, λόγω πτήσης, έφαγα ένα μετριότατο πρωινό, ομελέτα (γενικά πολύ αυγό παίζει συνήθως) και ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Δεν πειράζει, θεωρητικά σύντομα θα έφτανα στον Νότο, που η γαλλική επιρροή ήταν μεγαλύτερη και θα ξέραν να φτιάχνουν μια σωστή μπαγκέτα, καθώς ορισμένοι μεγαλώσαμε με κγουασά και παν ο σοκολά. Κατά φωνή, έπιασα κουβέντα και με μια Παριζιάνα που έδειχνε ταλαιπωρημένη, γιατί και το βράδυ και το πρωί κάποιοι βγάζαν τα μάτια τους στον κοιτώνα της, παρά τα επιδεικτικά ξεφυσήματά της.
«Ευτυχώς εγώ δεν είχα πρόβλημα», της είπα, «ο κοιτώνας μου πολύ ήσυχος».

Εντέλει αποδείχτηκε ότι μιλούσαμε για τον ίδιο κοιτώνα, αλλά εγώ είχα κοιμηθεί σαν μοσχάρι, απ’ ό,τι φαίνεται.

Παίρνω την πραμάτειά μου και κατευθύνομαι προς τη στάση του λεωφορείου που φτάνει αεροδρόμιο. Στη μέση του δρόμου βλέπω ένα λεωφορείο της αεροπορικής Jetstar, δεν χρειάστηκε καν να κάνω νόημα, ο τύπος με είδε με τα μπαγκάζια μου και σταμάτησε να με μαζέψει, όπως στις ταινίες που πάντα ένα ταξί περιμένει έξω από το μαγαζί μετά από έναν χωρισμό, με τη μηχανή αναμμένη. Ρε λες η τύχη μου να έχει γυρίσει;

Στο αεροδρόμιο άφησα τη βαλίτσα μου και περίμενα στην καρεκλίτσα μου, βρήκα λίγο χρόνο μπήκα μέχρι και στο φόρουμ, όπου έγραψα κι ένα σχόλιο για τους ιστορικούς του μέλλοντος. Στο μεταξύ μια γιαγιούλα μοίραζε μάσκες, μου έδωσε μία και στάθηκε μπροστά μου περιμένοντας να τη φορέσω, δεν θα το κούναγε αν δεν υπάκουγα την προτροπή της, «να, γιαγιούλα, ευχαριστώ πολύ, να, τη φόρεσα, μπορείς να πηγαίνεις τώρα».

Με την εσωτερική πτήση και το διαβατήριό μου ευτυχώς δεν είχα θέμα, Σαϊγκόν σου έρχομαι.
d1.jpg

Αφού τακτοποιήθηκα στο χόστελ, γνώρισα και την Μ. μια Φλαμανδή που μου υπενθύμισε ότι πάντα υπάρχουν χειρότερα.

Είχε λοιπόν κανονίσει ένα ταξίδι για 35 μέρες στη χώρα (Βορρά προς Νότο), είχε κλείσει visa για 35 μέρες μέσω πρακτορείου, πράγμα που μου έκανε εντύπωση γιατί δεν είχα βρει τέτοια επιλογή κατά τη δική μου έρευνα, κι ορθώς μου έκανε εντύπωση γιατί ήταν φόλα, καθώς πρακτικά της είχαν κλείσει 30ήμερη visa. Εκείνη ούτε που σκέφτηκε να κοιτάξει λίγο τα έγγραφά της, 35 μέρες τους είπε, οκ της απάντησαν, γιατί να είναι καχύποπτη; Πάει λοιπόν στο αεροδρόμιο να πάρει την πτήση επιστροφής της προς Βέλγιο, εκεί βλέπουν οι αρχές ότι η visa της έχει ήδη λήξει κι ότι είναι τόσες μέρες παράνομη στη χώρα, οπότε της έσκισαν μπροστά της το εισιτήριο (σχεδόν ακούω το συμβολικό κρατς) κι έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο και να βγάλει καινούρια visa. Και μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα, έπρεπε να μείνει σε μια πόλη που δεν της άρεσε, τη χειρότερη του ταξιδιού για εκείνη.

«Είμαι πολύ στενοχωρημένη. Υποτίθεται ότι ήταν ένα ταξίδι που ήθελα να βγει φθηνό και μες στις τελευταίες μέρες έχω πληρώσει σχεδόν όσα είχα πληρώσει τον υπόλοιπο μήνα του ταξιδιού», έλεγε με την πολύ ένρινη φωνή της.
d2.jpg

Έπειτα έκανα την πρώτη βόλτα στην πόλη, σε κάποια αξιοθέατα, κάποια ωραία κτίρια από τη γαλλική αποικιοκρατία, κάποια πάρκα που σκιουράκια σουλάτσαραν ανενόχλητα ή γιαγιάδες δίδασκαν σε νεαρούς χειρισμό του ξίφους (δεν ξέρω πώς αλλιώς να το αποκαλέσω, καθώς έμοιαζε περισσότερο με μαθήματα αυτοσυγκέντρωσης παρά με ασκήσεις ξιφομαχίας που έχουν σκοπό να χρησιμοποιηθούν σε μάχη, κάτι σαν χορογραφία).
d3.jpg

Αφού περιπλανήθηκα στην πόλη (σε κάποιο σημείο το αυτί μου έπιασε κάτι που θα μπορούσε να είναι ελληνικά, σε μια χώρα που πλην πρεσβείας και της Ελληνοαμερικανίδας από το DC, δεν τα άκουσα καθόλου στον δρόμο) και δοκίμασα τις γεύσεις της (η κουζίνα εδώ μου φάνηκε πιο πικάντικη από του Βορρά), το βράδυ βγήκαμε με τη Μ. για να δούμε και τη HCMC by night. Αρχικά πήγαμε στο telephone bar, όπου η Μ. ήθελε να το επισκεφτεί γιατί είχε ακούσει καλά λόγια από κάποια γνωριμία της.

Γενικά η πόλη έχει τη φήμη της μη ασφαλούς, όπου πρέπει να προσέχεις συνεχώς γιατί μηχανάκια έρχονται και βουτάνε το κινητό από το χέρι σου αν δεν το κρατάς προφυλαγμένο. Άσχετο, αλλά ήταν και το μόνο μέρος στο Βιετνάμ που είδα αστέγους. Δεν ξέρω αν έτυχε ή έχει να κάνει με διαφορές μεταξύ των Βορείων και των Νοτίων, π.χ. οι Βόρειοι Βιετναμέζοι θεωρούνται πιο περήφανοι και πιο κλειστοί ενώ οι Νότιοι πιο προσιτοί και χαμογελαστοί, οι πρώτοι σαν καρύδα (σκληροί στην αρχή, μαλακοί αφότου σπάσεις τις πρώτες αντιστάσεις), οι δεύτεροι σαν ροδάκινο (πρόσχαροι και καλόβολοι στην αρχή μα δεν χτίζουν εύκολα σχέσεις), που ίσως να οφείλονται στην κατάκτηση των δεύτερων από τους Αμερικάνους.

Η Μ. λοιπόν κυκλοφορούσε με το ακουστικό στο αυτί να της υπαγορεύει οδηγίες από το google maps ώστε να μην χρειάζεται να κυκλοφορεί με το κινητό στο χέρι.
d4.jpg

Φτάσαμε στο μαγαζί, γενικά η πόλη μου φάνηκε ότι έχει αρκετά γουστόζικα μπαράκια, πιο χίπστερ απ’ ό,τι θα ανέμενα, λογικό βέβαια λόγω του ότι έχει μεγαλύτερο πληθυσμό από expats και μου φάνηκε πιο φιλική στους ξένους.

Εξωτερικά το μαγαζί θύμιζε τηλεφωνικό θάλαμο κι είχε μια τσαχπινιά στο να καταφέρεις να ανοίξεις την πόρτα. Το εσωτερικό του κι αυτό όμορφο, να ψευτοθυμίζει άλλες εποχές, αλλά στην Αθήνα έχουμε πολλά αντίστοιχα, οπότε δεν μπορώ να πω πως με συγκίνησε. Ήταν και άδειο, πράγμα που σπάνια λειτουργεί καλά σε μπαρ, αν κι εδώ έδινε μια αίσθηση ιδιωτικότητας, σαν το μαγαζί να είχε ανοίξει για πάρτη μας. Με διαφορετική παρέα πιθανόν να το είχα απολαύσει και περισσότερο, αλλά οι συζητήσεις μας δεν ξέφυγαν ιδιαίτερα από τα τετριμμένα.

«Δεν υπάρχει μενού, πείτε μου τι θέλετε».
Η Μ. ενθουσιάστηκε, σαν μικρό παιδί που την πήγαν πρώτη φορά σε λούνα παρκ. Εγώ δεν εντυπωσιάζομαι με τέτοια τρικ, απεναντίας ξενερώνω, αλλά έχει χάρη που είμαστε στο Βιετνάμ κι όχι στη Ζυρίχη, οπότε είπα τι θέλω κι έλαβα κοκτέιλ με βάση το ρούμι με γκουάβα. Ωραίο, δεν μπορώ να πω.

Στο μεταξύ η Μ. επικοινωνούσε και με τον γνωστό της που της είχε προτείνει αυτό το μαγαζί.
«Τελικά ίσως είναι λίγο ακριβό», μου είπε με τη φωνή βατράχου της. «Είχε δώσει 1 εκατομμύριο τριακόσια βιετναμέζικα ντονγκ(περίπου 50 ευρώ) για ένα κοκτέιλ και κάτι σφηνάκια». Γέλασα, καθώς γενικά έβρισκα ξεκαρδιστικό τον τρόπο που το έλεγε θλιμμένη, πόσο μετά από την πρωινή της δήλωση ότι της είχαν φύγει πολλά χρήματα τις τελευταίες μέρες κι έπρεπε να κάνει κράτει. Τα έκλαιγα λίγο τα λεφτουδάκια μου, αλλά τώρα ήταν αργά για μετάνοιες.

Μου διηγήθηκε και την εμπειρία της από τους καταρράχτες του Ban Gioc, που ήταν και στα δικά μου σχέδια αν δεν είχα την ατυχία με το διαβατήριο. Ήθελε πολύ να τους δει, οπότε έκανε ταξίδι μέχρι τον βορρά μόνο γι’ αυτούς. Επισκέπτεται λοιπόν το μέρος και τα νερά ήταν λιγοστά, καμία σχέση με τις φωτογραφίες που λίγο πολύ ήταν και ο λόγος που αποφάσισε να κάνει ολόκληρο ταξίδι στα πέρατα του κόσμου. Ήθελε να βάλει τα κλάματα, όπως μου εκμυστηρεύτηκε. Τελικά τα έβαλε λίγο αργότερα, αλλά για άλλον λόγο. Ξέσπασε ξαφνικά μια μπόρα και το ποτάμι φούσκωσε, προσφέροντάς της τις εικόνες που τόσο ποθούσε.
Κάποιες φορές, παρά τις δυσκολίες ή τις κακουχίες, τα πράγματα βαίνουν καλώς.

Ζητήσαμε λογαριασμό και τελικά ήταν 250k το ποτό, τιπ και φόρου συμπεριλαμβανομένων, οπότε τιμές Αθήνας, συνεπώς και λίγα μας φάνηκαν από τη στιγμή που είχαμε αποδεχτεί ότι θα τη φάμε τη λυπητερή.
d5.jpg

Η συνέχεια περιλάμβανε βόλτα στον δρόμο της ακολασίας, την Pham Ngu Lao, όπου σύχναζαν οι backpackers, με μπαρ και κλαμπ με νέον επιγραφές, γενικά φάση Λαγανά στο ασιάτικό του, αξίζει για (drunk) people watching. Γενικά μια παρακμή, τσακωμοί στον δρόμο, μεθυσμένα Αυστραλάκια (a.k.a. τα Αγγλάκια του Ειρηνικού), αλκοόλ και ναρκωτικά σε κοινή θέα.

Κατά φωνή, η Μ. πήρε και ένα μπαλόνι γέλιου για να φτιαχτεί (κατά τα άλλα ήτανε σε tight budget). Μου έδωσε να δοκιμάσω. Πρώτη ρουφηξιά τίποτα, μιας κι ίσα που πήρα μισή ανάσα. Δεύτερη, κάπως καλύτερα, αλλά και πάλι δεν ήθελα να της το χαλάσω όλο. Όταν το μπαλόνι είχε συρρικνωθεί αρκετά είπα να κάνω την προσπάθειά μου, στα τελειώματα, όπου ανέπνεα κι εξέπνεα στο μπαλόνι, κάποια στιγμή κράτησα τον αέρα στα πνευμόνια μου κι όταν εξέπνευσα την άκουσα. Οι ήχοι δυνάμωσαν για λίγα δευτερόλεπτα και με κατέκλυσε μια παράξενη ευφορία που μου γαργάλησε τον λαιμό, από αμηχανία ή έκπληξη, όπως αιτιολόγησα εκείνη τη στιγμή.

Ούτε μισό λεπτό δεν κράτησε. Μια χαρά, αν και η Μ. νομίζω έκανε καθημερινά. Γι’ αυτή βέβαια παραήταν ελαφρύ, όντας μαθημένη από τα τέκνο κλαμπ του Βελγίου.

Επιστρέψαμε στο χόστελ, καληνυχτιστήκαμε κι αναπλήρωσα τον ύπνο που μου είχε λείψει από τις τελευταίες μέρες.
 
Μηνύματα
239
Likes
2.650
Πόλεμος και Ειρήνη

Το πρωινό της τελευταίας μου (ήλπιζα) μέρας στο Βιετνάμ, αφού έφαγα μπαν μι κοτόπουλο στο χόστελ, επισκέφτηκα το War Remnants Museum, που επιδεικνύει τη βαρβαρότητα του Αμερικάνικου Πολέμου, τα εγκλήματα πολέμου που ακόμη παρέμειναν ατιμώρητα. Πολύ δυνατή εμπειρία, που το σοκ για τις σφαγές αμάχων και τον χημικό πόλεμο του Agent Orange και τις επιπτώσεις του ακολουθούσε η περηφάνεια για όσα υπέμενε ο λαός του Βιετνάμ και παρ’ όλα αυτά κατάφερε να κερδίσει έναν πόλεμο που βάσει αναλογίας δυνάμεων έμοιαζε χαμένος, καθώς και μια κάποια συγκίνηση γι’ αυτούς που προσπάθησαν να σταματήσουν τον πόλεμο εκ των έσω, Αμερικάνοι στρατιώτες που σήκωσαν ανάστημα απέναντι σε έναν άδικο (όπως και κάθε, βέβαια) πόλεμο. Υπήρχαν στιγμές που μπήκαν σκουπιδάκια στα μάτια μου, δεν θα το κρύψω.
1.jpg

Βέβαια το πραγματικό πλάνταγμα με βρήκε αφότου αποχώρησα για το χόστελ. Είπα να φάω μπαν μι με χοιρινό αυτή τη φορά, αναλογία ψαχνό προς λίπος 1:5. Δεν πτοήθηκα, το καταβρόχθισα. Μα δεν ξέρω τι είχαν βάλει μέσα και μετά την τελευταία μπουκιά με έπιασε ένα κάψιμο, που δεν θυμάμαι να το έχω ξαναβιώσει, έπινα νερό ο έξυπνος και χειροτέρευε, η φλόγα φούντωνε σαν να έριχνα λάδι, η γλώσσα μου είχε μουδιάσει.

Το κάψιμο κράτησε κάνα τέταρτο, αλλά μπορεί να διήρκησε οσοδήποτε ανάμεσα σε δέκα λεπτά και δυο ώρες. Όταν έφτασα στο χόστελ είχε απλώς αφήσει ένα μετείκασμα του πρότερου σοκ. Ετοίμασα το μπάκπακ για την εκδρομή που είχα κλείσει για τα Cu Chi Tunnels.

Όσο περίμενα γνώρισα τον Χ. από τη Χιλή. Δεν θυμάμαι πώς έφτασε η κουβέντα εκεί, πιθανότατα από κάποια αναφορά στην Καμπότζη που μου πρότεινε να επισκεφτώ, ξύνοντας την πληγή που ακόμη δεν είχε κλείσει, και του είπα για το χαμένο μου διαβατήριο.
«Α, κι εγώ πέρσι είχα χάσει το δικό μου».
Τι στο καλό, όλος ο κόσμος έχει ζήσει περιπέτειες με το διαβατήριό του;

Στην Ταϊλάνδη είχε ξεχάσει την τσάντα του μες στο λεωφορείο και το συνειδητοποίησε πολλή ώρα αργότερα. Τελικά, κάποιος με τον οποίον είχαν πιάσει κουβέντα στη διαδρομή βρήκε την τσάντα του, κι έχοντας συγκρατήσει το πού θα έμενε, την έφερε στο χόστελ του Χ. λίγες ώρες αργότερα. Κρίμα που ο Καλός Σαμαρείτης-στόκερ δεν είχε ψάξει να βρει κάποιον συνονόματο στο φέισμπουκ να τον ρωτήσει αν σ’ εκείνον ανήκει το χαμένο διαβατήριο, μπορεί αντί για ευχαριστώ να είχε πάρει κάνα λάηκ ή καμιά καρδούλα.
Η τύχη ορισμένες φορές ευνοεί και τους απερίσκεπτους.

Στο μεταξύ έρχεται και το λεωφορείο για την εκδρομή στα γνωστότερα τούνελ του Βιετνάμ.
2.jpg

Εδώ βλέπετε την αφεντιά μου στην κλασική φωτογραφία πριν την έξοδο από τη σήραγγα.

Η διαδρομή ήταν σε αυτοκινητόδρομο που ο ξεναγός μας έδωσε κάποιες πληροφορίες για τα τούνελ καθώς και γενικότερες πληροφορίες για το Βιετνάμ, όπως το ότι τα αμάξια είναι ακριβά εξ ου και όλοι σχεδόν κυκλοφορούν με μηχανάκια, ή έβαλε κουίζ πόση ώρα συνήθως απαιτείται για να διανύσει κανείς σαράντα χιλιόμετρα με όχημα στις χώρες μας, καταλήγοντας ότι το Βιετνάμ μας τρώει όλους λάχανο, αν και δεν θυμάμαι αν τελικά τα πήρε κάποιος άλλος τα πρωτεία. Γενικά το κάψιμο του χοιρινού έφτασε μέχρι εγκέφαλο οπότε οι αναμνήσεις μου από εκείνη τη μέρα είναι θολές.

Μετά από την απαραίτητη στάση για κατούρημα δίπλα από μαγαζί με χειροποίητα κεραμικά, που ίσως να έδινε και ποσοστό επί των κερδών στο τουριστικό γραφείο, αφήσαμε τις τσάντες μας στο λεωφορείο και μπήκαμε στο μνημείο. Η ξενάγηση ήταν πολύ ενδιαφέρουσα.

Θαύμασα την επινοητικότητα και την προσαρμοστικότητα των Βιετκόνγκ. Για παράδειγμα, το περίπου 120 χιλιομέτρων τούνελ χρησίμευε ως οδικό σύστημα για να μετακινούνται οι αντάρτες σε διάφορες περιοχές, ενώ επιπλέον λειτουργούσε και ως εξαερισμός για τα καταφύγιά της. Ανέπνεαν από τρύπες που έσκαβαν ποντικοί. Μαγείρευαν μόνο μια φορά τη μέρα, τα πρωινά, ώστε οι ατμοί της μαγειρικής να μπλέκονται με την πρωινή πάχνη και να μην εντοπίζονται από τον εχθρό. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που γίνονταν ορατοί οι υδρατμοί, ο εξαερισμός απείχε αρκετά από τα καταφύγιά τους, οπότε δεν κινδύνευαν άμεσα και το εκτεταμένο δίκτυο σηράγγων τους επέτρεπε να ξεφύγουν είτε προς το ποτάμι είτε μέχρι και την Καμπότζη.

Τα τούνελ ήταν πολύ στενά, τα μικρόσωμα σκαριά τους τους προσέφεραν πλεονέκτημα. Πέρα από την κλασική τρύπα από την οποία βγαίνεις, μπήκαμε και σε ένα κλειστοφοβικό τούνελ 100 μέτρων, που είχε φαρδύνει για τουριστικούς λόγους αλλά και πάλι, έπρεπε να συρθείς λίγο για να βγεις· αρκετοί τα παράτησαν στην προτελευταία έξοδο.
3.jpg

Δοκίμασα και ταπιόκα, που βγαίνει από την κασάβα, ένα φυτό της Νότιας Αμερικής, πλούσιο σε άμιλο, που καλλιεργούνταν και στην Ινδοκίνα από εκείνη την εποχή, κι είχε υπάρξει τροφικός σύμμαχος των ανταρτών. Νόστιμο.

Επιστρέψαμε στο πούλμαν κι εκεί βρήκα την τσάντα μου σε λίγο διαφορετική θέση απ’ ό,τι την είχα αφήσει, με το ένα λουρί διαφορετικά κουμπωμένο απ’ ό,τι συνήθιζα. Δεν είχε πράγματα αξίας μέσα και τίποτα δεν έλειπε, απλώς μου έκανε εντύπωση ότι κάποιος μπορεί να ψαχούλεψε περιμένοντας να σταθεί τυχερός.

Στο μεταξύ η Μ. είχε φύγει από το χόστελ κι είχε πάει να μείνει στην District 4 (πιο καλή περιοχή), σε ένα ακριβό airbnb για τα δεδομένα του Βιετνάμ, με πισίνα, γιατί το πήρε απόφαση ότι το ταξίδι αυτό θα ξεπερνούσε κατά πολύ το μπάτζετ της, οπότε τουλάχιστον ας το απολάμβανε. Ενδιαφέρουσα τροπή μέσα σε λιγότερες από 24 ώρες. #Ζωάρα

Τελικά βέβαια το χάσταγκ δεν ήταν ιδιαίτερα αρμόζον, μιας και το δωμάτιο «φαινόταν καλύτερο στις φωτογραφίες» καθώς και «η πισίνα, ο βασικός λόγος που πλήρωσα αυτό το σπίτι, είναι κλειστή λόγω κόβιντ». Διάβαζα τα μηνύματα με τη βατραχίσια φωνή της και δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω με την κακοτυχία της και το εικονικό FML που διαγραφόταν στο μέτωπό της.

Επιστροφή στο χόστελ, όπου δοκίμασα νουντλς από κασάβα με γαρίδες (ήταν να μην κάνω την αρχή με την αμυλούχα ρίζα) και στο τέλος ο λογαριασμός ήταν 10k πάνω από το αναμενόμενο. Στο μεταξύ πήγα να κοιτάξω και τον κατάλογο, όπως συνήθιζα για να κρατήσω το όνομα του πιάτου στις σημειώσεις μου (shrimp with cassava noodles) και με το που τον άνοιξα, ο σερβιτόρος τελείως τυχαία συνειδητοποίησε από μόνος του ότι έκανε λάθος την τιμή. Ίσως και οι διαφορές Βορρά και Νότου να μην είναι απλά στερεότυπα, τελικά.

Με τον Χιλιανό πήγαμε σε ένα rooftop bar, όπου συζητήσαμε για διάφορα, μεταξύ των οποίων και για την πολιτική κατάσταση στη Χιλή, μιας κι ο ίδιος ήταν καθηγητής (ή λέκτορας, ενδεχομένως, δεδομένης της νιότης του) στο Πανεπιστήμιο κι έβλεπε πώς οι αυξήσεις των τιμών έβαλλαν τις κατώτερες κοινωνικά τάξεις και τους φοιτητές· οι διαμαρτυρίες είχαν ξεκινήσει το φθινόπωρο του 2019 με αφορμή την αύξηση στο εισιτήριο του μετρό και κλιμακώθηκαν σε όλη τη χώρα.

Είναι ενδιαφέρον πώς ένα ταξίδι στο Βιετνάμ σε ταξιδεύει στη Χιλή, στο Βέλγιο, στις ΗΠΑ, στην Ισπανία, στη Σουηδία, στη Γερμανία, στο Ισραήλ, στην Αργεντινή, στη Ρόδο.
4.jpg

Όμορφο κλείσιμο στις περιπέτειές μου στη χώρα.
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.113
Μηνύματα
880.786
Μέλη
38.839
Νεότερο μέλος
mgian

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom