travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ρουμανία 1981. Περιπέτειες για ένα μονόκλινο.
- Λίγες μέρες στην Ισπανία, 1984.
- Μαρόκο. Δε θέλουμε χασίσι ρε φίλε!
- Ο αθώος Μάικ στο Ισραήλ, 1985
- Οι γιαπωνέζοι όρθιοι, εμείς καθιστοί, Βιέννη 1989
- Οι σπαστικοί Κινέζοι, Πεκίνο 1998
- Αίγυπτος, οι περιπέτειες ενός πατέρα με τα δυο του παιδιά, 2002.
- Κάποιες κυρίες στην Ινδία, 2001.
Πρώτη Ιστορία
2/1/1982. Ναι, γύρισα στην Ελλάδα και μόλις μπήκα στο άδειο σπίτι γέμισα λύπη. Λύπη για εκείνο το παιδί στο Βουκουρέστι στην Γκαλέα Βικτωρία που με συνάντησε πριν 5-6 μέρες και μου ζητούσε να του αλλάξω δολάρια ή μάρκα Δυτικής Γερμανίας με λέι (το τοπικό νόμισμα της Ρουμανίας). Κι εγώ προσπαθούσα να το πείσω ότι το να αγοράσει ένα μπλου τζιν δεν είναι τόσο σπουδαίο. Αν μάζευε πολύ συνάλλαγμα θα έφευγε για τη Δύση.
Κι όταν μου έλεγε ότι εμείς στη Δύση περνούμε καλύτερα από αυτούς στην Ανατολή, εγώ προσπαθούσα να το πείσω πως όχι δεν είναι αλήθεια. Πως μόνο οι πλούσιοι περνούν καλά. Κι αυτός έμεινε σκεφτικός. Και εγώ μένω σκεφτικός. Περνάμε καλύτερα ή όχι; Δεν πιστεύω να τον έπεισα. Αν και φάνηκε ότι με πίστευε. Κι όταν με ρώτησε αν εγώ που κάνω τουρισμό στη χώρα του είμαι από τους πλούσιους Έλληνες, εγώ του είπα ψέματα λέγοντάς του ναι. Αν του έλεγα όχι, θα ήμουν πιο κοντά στην αλήθεια. Μα θα ήταν σα να του έλεγα: φίλε, ο καπιταλισμός είναι ωραίος. Και κάτι τέτοιο ούτε είναι αλήθεια, ούτε ήθελα να του δώσω να το καταλάβει.
Για να του το εξηγήσω βέβαια χρειαζόμουν αρκετή ώρα και με τη συζήτηση ίσως και να τον έπειθα στο ότι οι Ρουμάνοι είναι καλύτερα από εμάς, όχι όμως και από εμένα. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι έχουν ένα κωλοσύστημα, που μόνο ίχνη σοσιαλισμού έχει.
Τα προηγούμενα λόγια τα έχω αντιγράψει από το ημερολόγιο που κρατούσα πριν σαράντα χρόνια που επισκέφτηκα τη Ρουμανία. Ευτυχώς είχα αυτή τη συνήθεια, και την έχω ως τώρα, και έτσι μπορώ να σας διηγηθώ κάποια μικρά γεγονότα που έγιναν. Βασικά ξεκινώντας είχα σκοπό να περιγράψω μόνο ένα γεγονός από την εκδρομή, που πιστεύω θα σας έκανε να γελάσετε λίγο αυτές τις δύσκολες ώρες του κορωνοϊού. Διαβάζοντας όμως το μικρό μου ημερολόγιο στάθηκα στην αναφορά μου σε αυτό το νέο παιδί που ζητούσε να του αλλάξω χρήματα. Θα τα πούμε όλα.
Ένα άλλο που θα μου άρεσε είναι να βρω κάποιον από εκείνο το γκρουπ του ταξιδιού, αν τύχει και διαβάσει εδώ την ιστορία μου. Μερικοί βέβαια θα είναι δύσκολο, γιατί βλέπω στο ημερολόγιο ότι ήταν τότε γύρω στα πενήντα. Μπορεί τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Όμως ήταν και παιδιά στα 25 και ίσως είναι μέλη του φόρουμ. Λέω λοιπόν ότι η εκδρομή έγινε τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά του 1981-1982 αεροπορικώς με το τότε αριστερό πρακτορείο Lev Tours.
Βλέπω εδώ τον Βίλη και το Φάνη, τον Γιώργο και την Αγγέλα από Θεσσαλονίκη, την Δήμητρα, που ήταν αρχηγός της εκδρομής, τον Τίτο και το Σωτήρη από Πάτρα, τον Δημήτρη και τη Μαριλένα. Έχω και τους υπόλοιπους βέβαια.
Η πρώτη γνωριμία.
Είκοσι δύο ετών ελεύθερο πουλί. Για τα Χριστούγεννα του 1981 κλείνω οδική εκδρομή για Βουλγαρία και Ρουμανία σε ένα πρακτορείο στην Κάνιγγος. Λίγες μέρες πριν την αναχώρηση το γνωστό: δε θα γίνει η εκδρομή γιατί δε συμπληρώθηκε το γκρουπ. Ευτυχώς πάω κάπου στη Σταδίου που ήταν το Lev Tours και κλείνω αεροπορική με τον ίδιο προορισμό. Μάλιστα αναγκαστικά πήρα μονόκλινο γιατί κανένας άλλος από τους ταξιδιώτες δεν ήθελε την καλή παρέα μου. Δε με ήξεραν άλλωστε. Κι εγώ δεν τους ήξερα, γιατί αλλιώς δε θα ήθελα για 3.800 δραχμές κανένα άλλον, από αυτούς που είχαν μονόκλινο.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μεσημεράκι, νάμαι στο Ελληνικό και βρίσκω τους συνταξιδιώτες μου. Δεύτερη φορά στο εξωτερικό και πρώτη με πρακτορείο. Πάμε για τσεκιν και συμπλήρωση των εγγράφων για την είσοδο αρχικά στη Βουλγαρία. Εγώ αέρα-πατέρα σιγά μην έχω στυλό μαζί μου. Κοιτώ το διπλανό μου στην ουρά και του ζητώ το δικό του. Τον ρωτώ και τι να γράφω, φαινόταν ταξιδεμένος. Ευγενικότατος με βοηθά και παίρνουμε και διπλανές θέσεις στο αεροπλάνο. Μια χαρά ο τύπος, Θανάση τον έλεγαν (ψευδώνυμο είναι!).
Φτάνουμε βράδυ στη Σόφια και παίρνουμε διπλανά δωμάτια, μονόκλινο κι αυτός. Παραμονή Χριστουγέννων ήτανε, πάμε αμέσως και στο ρεβεγιόν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Εκεί βρήκαμε και τους υπόλοιπους, 17 άτομα είχε το γκρουπ. Πέρασε η βραδιά μας με λίγη κουβέντα και κάτω από τους ήχους μιας γλυκανάλατης μουσικής δήθεν ποπ.
Κοντά μου στο τραπέζι καθόταν εκτός από το Θανάση ένα σωρό γερόντια, από σαράντα κι επάνω. Ο Θανάσης ήταν ο καλύτερος μιας και δεν τον έκανα πάνω από τριάντα. Πιο πέρα αλλά και στο άλλο τραπέζι καθόταν τύποι που θα τους έκανα παρέα. Βέβαια ο μικρότερος ήμουν εγώ, μαζί με την αρχηγό μας. Μαζί της ήταν και ο φίλος της που ακολουθούσε εμάς τους υπόλοιπους σαν ταξιδιώτης άνευ χαρτοφυλακίου. Όταν μοιραζόταν τα δωμάτια χανόταν, αλλά ήξερε τα βράδια που την κεφαλήν κλίναι.
Τέλος πάντων, τώρα βρισκόμαστε στην Σόφια που δε μου άρεσε καθόλου. Καλά που είχα και το Θανάση για παρέα γιατί οι άλλοι από το γκρουπ δε φαινόταν να έχουν όρεξη για γνωριμίες. Αυτό βέβαια την επομένη είδα ότι δεν ίσχυε, γιατί είχαν δημιουργηθεί γνωριμίες.
Η δεύτερη γνωριμία
Την άλλη μέρα το απόγευμα προσγειωθήκαμε στο ωραίο Βουκουρέστι. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι, όταν φαινόταν ότι ετοιμαζόμασταν για προσγείωση και εγώ κοιτούσα από το παράθυρο είχε μόνο πυκνή ομίχλη. Ξαφνικά στα πέντε μέτρα από κάτω βλέπω τον αεροδιάδρομο και παθαίνω σοκ. Μια χαρά όμως η προσγείωση.
Πήγαμε στο ξενοδοχείο μας, πήραμε τα μονόκλινά μας και δώσαμε ραντεβού στις οκτώ για φαγητό. Είχαμε 2-3 ώρες για βόλτα και κανονίσαμε να πάμε με το Θανάση. Δεν είχα γνωρίσει κι άλλους τόσο καλά. Μου έρχεται με ένα παλτό γούνα πολύ ζεστό. Εγώ μπουφανάκι από το Μοναστηράκι. Λέω, Παλιό Ψυχικό ξηγιέται ο τύπος, τι να τα κάνει τα λεφτά του; Ό,τι θέλει φορά. Όπως κάναμε τη βόλτα εγώ του έδειχνα τις ωραίες Ρουμάνες αλλά αυτός ήθελε να δει βιτρίνες. Τι βιτρίνες ρε Θανάση; Τι περιμένεις να δεις στον υπαρκτό γιαλαντζί σοσιαλισμό;
─ Στάσου, μου κάνει, να δω τούτη τη βιτρίνα. Κοιτάζω και βλέπω κάτι κανάτες και ποτήρια γυάλινα.
─ Τι κοιτάς Θανάση;
─ Έχει υπέροχα κρύσταλλα Βοημίας.
Αμάν! Κρύσταλλα, γούνες, Ψυχικό! Το αθώο Κρητικόπουλο μόλις μπήκε στο νόημα. Αλλά τι να κάνω; Ψυχή έχει κι αυτός. Κι εγώ βέβαια. Μου αρέσει που έψαχνα μαζί του και για κορίτσια!
Πάμε στο ξενοδοχείο για φαγητό και με κάποια προσπάθεια κατάφερα και χωρίς να καθίσω μακριά του έκανα γνωριμίες και με άλλους από το γκρουπ. Ευτυχώς που τα τραπέζια ήταν μεγάλα και καθόμασταν σε ένα ή σε δυο όλο το γκρουπ. Λίγο πριν τελειώσει το φαγητό αντιλαμβάνομαι μερικούς να μιλούν για after dinner, στο Hilton νομίζω. Μόλις τους βλέπω να σηκώνονται τους πλησιάζω και τους ρωτώ αν μπορώ να πάω μαζί τους. Δεν είχαν αντίρρηση οι άνθρωποι και σε μισή ώρα θα φεύγαμε όλοι μαζί.
Δε μπορούσα να μην το πω στο Θανάση, αλλά είπε ότι είναι κουρασμένος και θα ξαπλώσει, προς μεγάλη μου χαρά. Πιστεύω ότι κατάλαβε ότι ήθελα άλλες παρέες και δεν θα τον έκανα άλλο συντροφιά. Πολύ ευγενικό εκ μέρους του. Κατεβαίνω στη ρεσεψιόν, μάλλον τελευταίος, αλλά δεν ήξερα και ποιοι θα ερχόταν μαζί μας. Αφού περιμέναμε κανένα δεκάλεπτο και δεν ερχόταν κανένας άλλος, με ρωτάνε οι άνθρωποι: θα αργήσει ο Θανάσης; Όχι, λέω, δε θα έρθει, εκτός αν το είπε σε σας.
Φύγαμε λοιπόν και πήγαμε για κρασί και τυρί στο Hilton. Ήμασταν 6-7 άτομα. Εκεί γνωριστήκαμε καλύτερα και φαίνεται κάποιος είχε απορία γιατί κάτι δεν του κόλλαγε καλά και με ρωτά: δεν είστε γνωστοί με το Θανάση από την Αθήνα; Με πιάνουν τα γέλια. Όχι, τους λέω, στο αεροδρόμιο γνωριστήκαμε. Τότε τους έπιασαν τα γέλια κι εκείνους.
Συνεχίζεται....
Γκρίζο φόντο στη διασκέδαση.
Περάσαμε τέσσερις μέρες στο Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, εμείς αξιοποιώντας τον τουριστικό χρόνο μας στα εντός κι εκτός πόλης αξιοθέατα. Μετά από τόσα χρόνια λίγα θυμάμαι. Ήμουν, τρομάρα μου, και τόσο επαναστάτης που δεν κρατούσα τη φωτογραφική μου μηχανή. Εκεί εξάντλησα την επαναστατικότητά μου. Κάτι ελάχιστες φωτογραφίες μου έστειλαν ορισμένοι από εκείνους που γνώρισα. Σε όλη την πόλη όμως θυμάμαι μόνο γκρίζες εικόνες και σκυθρωπά πρόσωπα. Όπου και αν πηγαίναμε μας ζητούσαν να ανταλλάξουμε οτιδήποτε δυτικό με όσα χρήματα θέλαμε. Ζητούσαν οι άνθρωποι τσιγάρα, καραμέλες, παντελόνια και φυσικά δολάρια. Την τσάντα που κρατούσες (αγορασμένη ίσως από τη λαϊκή) ή το χρυσαφικό σου, αληθινό ή ψεύτικο. Μα τι τα γράφω, είναι γνωστά σε όλους πια. Εμένα με λυπούσε όλο αυτό, γιατί ένιωθα την όποια αριστεροσύνη μου να καταρρακώνεται. Όσα και να είχα ακούσει όταν έβλεπα τους ανθρώπους αυτούς στις ουρές για ν αγοράσουν πορτοκάλια και λουλούδια, μου φαινόταν τελείως παράλογο και απίστευτο. Σε όλο το Βουκουρέστι, μας έλεγαν, υπήρχαν μόνο τέσσερα μαγαζιά που πουλούσαν πορτοκάλια ή μπανάνες. Δε μπορούσα να το καταλάβω. Δεν ήθελε το σύστημα να ξοδεύει συνάλλαγμα, για αυτό τα εισαγόμενα ήταν λίγα και τα προϊόντα προς εξαγωγή επίσης. Για να εξάγουν περισσότερο από το παραγόμενο πετρέλαιο απαγορευόταν στα σπίτια να υπάρχει θερμοκρασία πάνω από 14 βαθμούς. Μπρρρ!! Ρε Τσαουσέσκου, εσύ τι θερμοκρασία έχεις στο παλάτι σου;
Φυσικά στα ξενοδοχεία οι τουρίστες περνούσαν μια χαρά. Εμείς τα βράδια διασκεδάζαμε με ορχήστρες και καλλίγραμμες χορεύτριες. Όμως για να πω την αλήθεια έβλεπα και αρκετούς ντόπιους να διασκεδάζουν, ειδικά στα εστιατόρια των ξενοδοχείων. Εκεί που τα έσπασαν όλα ήταν στα ρεβεγιόν των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Μόνο οι τουρίστες έφυγαν από τα τραπέζια πριν τις τέσσερις τα ξημερώματα. Οι ντόπιοι έφυγαν με το χάραμα. Όλα μας φαινόταν τσάμπα κάνοντας και μαύρη αγορά στην αλλαγή των δολαρίων, παίρνοντας τριπλάσια χρήματα από όσα σου έδινε η τράπεζα. Έχω σίγουρο ότι αυτή τη μαύρη αγορά την επέτρεπε ίσως και αν την προέτρεπε το σύστημα για συγκομιδή περισσότερου συναλλάγματος. Ε πως θα πήγαιναν στο εξωτερικό τα μεγαλοστελέχη; Με τα φτωχά λέι; Όχι βέβαια.
Τα πάντα ήταν 5-10 φορές φτηνότερα από τη φτηνή χώρα μας. Ένα βράδυ πήγαμε να δούμε μια θεατρική μουσική παράσταση. Εκεί η τιμή ήταν σχεδόν τσάμπα. Στο διάλειμμα αγόρασα ένα αναψυκτικό, μια μηλόπιτα και ένα κουτί μπισκότα και έδωσα 10 λέι και πήρα και ρέστα. Τα 10 λέι ήταν ακριβώς το ένα τρίτο του δολαρίου. Ένα άλλο που είδα και δε μου άρεσε καθόλου ήταν δεκάχρονα παιδιά (και ακόμα μικρότερα!) να καπνίζουν στη μέση του δρόμου και κανείς να μη ενδιαφέρεται για αυτά. Εμείς τους είπαμε με αυστηρό ύφος κάτι και γελώντας μας πρόσφεραν τσιγάρο.
Όσο ήμουν εκεί αλλά και για καιρό αφού γύρισα με απασχολούσε το θέμα του σοσιαλιστικού συστήματος. Όλοι εμείς οι συμπαθούντες παρηγορούμασταν με το να λέμε ότι έχουν ένα καλό σύστημα υγείας, ένα σπίτι να κοιμηθούν και μια ευπρεπή δουλειά. Είναι όμως αρκετά;
Μπρασόβ.
Μια ωραία πρωία μπήκαμε στο γνωστό μας πούλμαν με τον ξεναγό μας, τον Φλωρίν και την γκόμενά του τη Σάντα. Εύρισκαν ευκαιρία να κάνουν βόλτα τα παιδιά. Εμείς όμως δε φταίγαμε σε τίποτα να χάνουμε ξενάγηση για να «ξεκουραστούν» το πρωί λίγο παραπάνω.
Φτάνουμε κουρασμένοι στο ξενοδοχείο και περιμένουμε να παραλάβουμε κλειδιά για τα δωμάτια. Εμείς μέσα στην καλή χαρά περιμένουμε να δούμε την πολυτέλεια του ξενοδοχείου μας. Και τότε η αρχηγός μας η Δήμητρα μας σκάει το νέο: δεν έχουν κρατήσει μονόκλινα δωμάτια. Όλα είναι δίκλινα και τα κρεβάτια είναι ίσα-ίσα για να κοιμηθεί σε ένα κρεβάτι ένα άτομο. Το τελευταίο μη σας φαίνεται και τόσο αστείο και θα καταλάβετε γιατί. Τα μονόκλινα ήταν τέσσερα: ένα εγώ, ένα ο Θανάσης, ένα η Δήμητρα (που είπαμε ήταν μαζί με τον γκόμενό της) και το τέταρτο το είχε ο Τίτος νομίζω, ένας τύπος ο οποίος ήταν ωραίος μεν, αλλά μην του πεις ότι θα κοιμηθεί με άλλον στο δωμάτιο. Θα σε έσκιζε. Βάζει λοιπόν τις φωνές, γιατί ως γνωστόν η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Τι να κάνει η Δήμητρα, του δίνει το ένα κλειδί.
Έμενε ακόμα ένα κλειδί για τέσσερα άτομα. Μου λέει, Νίκο θα μείνεις με το Θανάση. Δαγκώνομαι, αλλά έλπιζα ο Θανάσης να μη δεχτεί.
─ Θανάση;
─ No problem.
Μη σου πω τίποτα. Εμένα φυσικά οι αναρχοαυτόνομες ιδέες δε μου επέτρεπαν να έχω αντίρρηση. Ήμουν και καλό παιδί!
─ Τα κρεβάτια είναι δυο μονά ή ένα διπλό; Ρωτώ.
─ Εντάξει θα τα χωρίσουμε.
─ Να βάλετε κι ένα κομοδίνο ανάμεσα. Να ακουμπώ τη μασέλα.
Η Δήμητρα με το Μάνο της που θα κοιμόταν; Τους παρακάλεσε να τους βάλουν με τις καθαρίστριες, αλλά δεν γινόταν. Φοβόταν μην έχει κορωναϊό (δικαιολογίες).
Απεγνωσμένα κοιτά τον Βίλη και το Φάνη.
─ Ρε παιδιά, έχετε ξανακοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι;
─ Δεν έχει τύχει και ούτε το σκεφτόμαστε.
─ Μήπως θέλετε να δοκιμάσετε για τέσσερις μερούλες εδώ στο Μπράσόβ;
─ Που το πας;
─Ε, να κοιμηθώ εγώ με το Μάνο στο άλλο κρεβάτι.
─ Εσείς το έχετε δοκιμάσει; ρωτά ο Βίλη.
─ Ναι ρε, καλά είναι.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, σκέφτομαι εγώ. Τουλάχιστον εγώ θα ήμουν μόνος στο κρεβάτι μου.
─ Σίγουρα;
Εγώ το έχω ξαναπεί: Αυτή η κοινωνία στηρίζεται στα καλά παιδιά. Και αυτά βρίσκονται είτε στη Ρουμανία πριν σαράντα χρόνια, είτε είναι δημόσιοι υπάλληλοι, είτε καλοί μαθητές που δίνουν το γραπτό τους για να αντιγράψει το φιλαράκι τους. Ακόμα και μεταξύ των υπουργών έχουμε τέτοιε περιπτώσεις. Παράδειγμα ο Άδωνις: βγάζει όλη την σκατοδουλειά της κυβέρνησης. Το ίδιο έκανε παλιά και ο Κυριάκος.
Οι επόμενες καρτ ποστάλ της εποχής είναι από το διάσημο χιονοδρομικό κέντρο Poiana Brasov, ΄πως αναφέρεται και στο πίσω μέρος της κάρτας:
Μουδιασμένος εγώ, δεν ξέρω για το Θανάση, πάω στο δωμάτιο. Πολύ ωραίο. Πήρα το κρεβάτι προς την πόρτα εισόδου. Κάτι με έκανε να είμαι προσεκτικός σε κάθε λεπτομέρεια. Του είπα ότι εγώ ξενυχτώ και για να μην τον ενοχλώ, ας είμαι πιο κοντά στην τουαλέτα.
Πολύ ελαφρύ ύπνο είχε ο Θανάσης. Κάθε βράδυ που γυρνούσα από τα σοσιαλιστικά μας γλέντια, εκείνος ήταν ξύπνιος. Μάλιστα σηκωνόταν για τουαλέτα φορώντας μια ρόμπα, στυλ Δήμητρας Ματσούκα στο «Κάτι τρέχει με τους δίπλα». Εγώ ούτε δόντια δεν έπλενα. Καληνύχτα και κουκούλωμα στα σκεπάσματα.
Το πρωινό ήταν πιο δύσκολο. Την πρώτη φορά περίμενα να σηκωθεί πρώτος, αλλά εκείνος δεν κουνιόταν, μόνο στριφογύριζε. Στο τέλος τον ρωτώ:
─ Θα σηκωθείς πρώτος ή εγώ, γιατί θα αργήσουμε.
─ Σήκω εσύ.
Πες το ρε παιδάκι μου. Την πρώτη νύχτα της εκδρομής η Δήμητρα είχε πει ότι θα μας βάζει αφύπνιση μισή ώρα πριν την ώρα του πρωινού. Τότε ο Θανάσης είχε δηλώσει να τον ξυπνούν εκείνον μία ώρα πριν. Για αυτό τον περίμενα τον άνθρωπο το πρώτο πρωί στο Μπρασόβ. Δεν το ξανάκανα. Σηκωνόμουν εγώ 45 λεπτά πριν για να τελειώνω γρήγορα, γιατί αν δεν έφευγα από το δωμάτιο εκείνος δε σηκωνόταν.
Κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία μου στο δωμάτιο με το Θανάση. Δεν τον ξανάδα τον άνθρωπο και αν κάποιος με ρωτήσει αν είμαι σίγουρος ότι είχε μια διαφορετικότητα, εγώ θα απαντήσω ναι. Δεν έχω όμως αποδείξεις. Ίσα-ίσα στο δωμάτιο που μείναμε μαζί, μόνο εκείνη το ρόμπα να μη φόραγε και όλα θα ήταν φυσιολογικά.
Από το ταξίδι στη Ρουμανία συνάντησα μόνο μια φορά το Γιώργο και την Αγγέλα στη Θεσσαλονίκη. Γιατροί ήταν, τους ξέρει κανείς; Τους άλλους είναι κρίμα αλλά τους έχασα, αν και κάναμε πολλή παρέα στο ταξίδι. Ειδικά με κάτι τύπους από την Πάτρα.
Ένα χρόνο μετά πήγα στην Αίγυπτο, πάλι μόνος μου. Ζήτησα από το πρακτορείο δίκλινο και μου έβαλαν τον κύριο Δημοσθένη. Ένα αξιοπρεπή συνταξιούχο που περάσαμε μια χαρά. Και από εκείνο το ταξίδι αν υπάρχει κανείς εδώ ας το πει. Ήταν Χριστούγεννα του 1982 με το Pyramis Travel. Μάλιστα τότε γνώρισα και κάποιους νέους από την Καλλιθέα που έμενα και βρεθήκαμε μερικές φορές.
Ρουμανία 1981. Περιπέτειες για ένα μονόκλινο.
2/1/1982. Ναι, γύρισα στην Ελλάδα και μόλις μπήκα στο άδειο σπίτι γέμισα λύπη. Λύπη για εκείνο το παιδί στο Βουκουρέστι στην Γκαλέα Βικτωρία που με συνάντησε πριν 5-6 μέρες και μου ζητούσε να του αλλάξω δολάρια ή μάρκα Δυτικής Γερμανίας με λέι (το τοπικό νόμισμα της Ρουμανίας). Κι εγώ προσπαθούσα να το πείσω ότι το να αγοράσει ένα μπλου τζιν δεν είναι τόσο σπουδαίο. Αν μάζευε πολύ συνάλλαγμα θα έφευγε για τη Δύση.
Κι όταν μου έλεγε ότι εμείς στη Δύση περνούμε καλύτερα από αυτούς στην Ανατολή, εγώ προσπαθούσα να το πείσω πως όχι δεν είναι αλήθεια. Πως μόνο οι πλούσιοι περνούν καλά. Κι αυτός έμεινε σκεφτικός. Και εγώ μένω σκεφτικός. Περνάμε καλύτερα ή όχι; Δεν πιστεύω να τον έπεισα. Αν και φάνηκε ότι με πίστευε. Κι όταν με ρώτησε αν εγώ που κάνω τουρισμό στη χώρα του είμαι από τους πλούσιους Έλληνες, εγώ του είπα ψέματα λέγοντάς του ναι. Αν του έλεγα όχι, θα ήμουν πιο κοντά στην αλήθεια. Μα θα ήταν σα να του έλεγα: φίλε, ο καπιταλισμός είναι ωραίος. Και κάτι τέτοιο ούτε είναι αλήθεια, ούτε ήθελα να του δώσω να το καταλάβει.
Για να του το εξηγήσω βέβαια χρειαζόμουν αρκετή ώρα και με τη συζήτηση ίσως και να τον έπειθα στο ότι οι Ρουμάνοι είναι καλύτερα από εμάς, όχι όμως και από εμένα. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι έχουν ένα κωλοσύστημα, που μόνο ίχνη σοσιαλισμού έχει.
Τα προηγούμενα λόγια τα έχω αντιγράψει από το ημερολόγιο που κρατούσα πριν σαράντα χρόνια που επισκέφτηκα τη Ρουμανία. Ευτυχώς είχα αυτή τη συνήθεια, και την έχω ως τώρα, και έτσι μπορώ να σας διηγηθώ κάποια μικρά γεγονότα που έγιναν. Βασικά ξεκινώντας είχα σκοπό να περιγράψω μόνο ένα γεγονός από την εκδρομή, που πιστεύω θα σας έκανε να γελάσετε λίγο αυτές τις δύσκολες ώρες του κορωνοϊού. Διαβάζοντας όμως το μικρό μου ημερολόγιο στάθηκα στην αναφορά μου σε αυτό το νέο παιδί που ζητούσε να του αλλάξω χρήματα. Θα τα πούμε όλα.
Ένα άλλο που θα μου άρεσε είναι να βρω κάποιον από εκείνο το γκρουπ του ταξιδιού, αν τύχει και διαβάσει εδώ την ιστορία μου. Μερικοί βέβαια θα είναι δύσκολο, γιατί βλέπω στο ημερολόγιο ότι ήταν τότε γύρω στα πενήντα. Μπορεί τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Όμως ήταν και παιδιά στα 25 και ίσως είναι μέλη του φόρουμ. Λέω λοιπόν ότι η εκδρομή έγινε τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά του 1981-1982 αεροπορικώς με το τότε αριστερό πρακτορείο Lev Tours.
Βλέπω εδώ τον Βίλη και το Φάνη, τον Γιώργο και την Αγγέλα από Θεσσαλονίκη, την Δήμητρα, που ήταν αρχηγός της εκδρομής, τον Τίτο και το Σωτήρη από Πάτρα, τον Δημήτρη και τη Μαριλένα. Έχω και τους υπόλοιπους βέβαια.
Η πρώτη γνωριμία.
Είκοσι δύο ετών ελεύθερο πουλί. Για τα Χριστούγεννα του 1981 κλείνω οδική εκδρομή για Βουλγαρία και Ρουμανία σε ένα πρακτορείο στην Κάνιγγος. Λίγες μέρες πριν την αναχώρηση το γνωστό: δε θα γίνει η εκδρομή γιατί δε συμπληρώθηκε το γκρουπ. Ευτυχώς πάω κάπου στη Σταδίου που ήταν το Lev Tours και κλείνω αεροπορική με τον ίδιο προορισμό. Μάλιστα αναγκαστικά πήρα μονόκλινο γιατί κανένας άλλος από τους ταξιδιώτες δεν ήθελε την καλή παρέα μου. Δε με ήξεραν άλλωστε. Κι εγώ δεν τους ήξερα, γιατί αλλιώς δε θα ήθελα για 3.800 δραχμές κανένα άλλον, από αυτούς που είχαν μονόκλινο.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μεσημεράκι, νάμαι στο Ελληνικό και βρίσκω τους συνταξιδιώτες μου. Δεύτερη φορά στο εξωτερικό και πρώτη με πρακτορείο. Πάμε για τσεκιν και συμπλήρωση των εγγράφων για την είσοδο αρχικά στη Βουλγαρία. Εγώ αέρα-πατέρα σιγά μην έχω στυλό μαζί μου. Κοιτώ το διπλανό μου στην ουρά και του ζητώ το δικό του. Τον ρωτώ και τι να γράφω, φαινόταν ταξιδεμένος. Ευγενικότατος με βοηθά και παίρνουμε και διπλανές θέσεις στο αεροπλάνο. Μια χαρά ο τύπος, Θανάση τον έλεγαν (ψευδώνυμο είναι!).
Φτάνουμε βράδυ στη Σόφια και παίρνουμε διπλανά δωμάτια, μονόκλινο κι αυτός. Παραμονή Χριστουγέννων ήτανε, πάμε αμέσως και στο ρεβεγιόν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Εκεί βρήκαμε και τους υπόλοιπους, 17 άτομα είχε το γκρουπ. Πέρασε η βραδιά μας με λίγη κουβέντα και κάτω από τους ήχους μιας γλυκανάλατης μουσικής δήθεν ποπ.
Κοντά μου στο τραπέζι καθόταν εκτός από το Θανάση ένα σωρό γερόντια, από σαράντα κι επάνω. Ο Θανάσης ήταν ο καλύτερος μιας και δεν τον έκανα πάνω από τριάντα. Πιο πέρα αλλά και στο άλλο τραπέζι καθόταν τύποι που θα τους έκανα παρέα. Βέβαια ο μικρότερος ήμουν εγώ, μαζί με την αρχηγό μας. Μαζί της ήταν και ο φίλος της που ακολουθούσε εμάς τους υπόλοιπους σαν ταξιδιώτης άνευ χαρτοφυλακίου. Όταν μοιραζόταν τα δωμάτια χανόταν, αλλά ήξερε τα βράδια που την κεφαλήν κλίναι.
Τέλος πάντων, τώρα βρισκόμαστε στην Σόφια που δε μου άρεσε καθόλου. Καλά που είχα και το Θανάση για παρέα γιατί οι άλλοι από το γκρουπ δε φαινόταν να έχουν όρεξη για γνωριμίες. Αυτό βέβαια την επομένη είδα ότι δεν ίσχυε, γιατί είχαν δημιουργηθεί γνωριμίες.
Η δεύτερη γνωριμία
Την άλλη μέρα το απόγευμα προσγειωθήκαμε στο ωραίο Βουκουρέστι. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι, όταν φαινόταν ότι ετοιμαζόμασταν για προσγείωση και εγώ κοιτούσα από το παράθυρο είχε μόνο πυκνή ομίχλη. Ξαφνικά στα πέντε μέτρα από κάτω βλέπω τον αεροδιάδρομο και παθαίνω σοκ. Μια χαρά όμως η προσγείωση.

Πήγαμε στο ξενοδοχείο μας, πήραμε τα μονόκλινά μας και δώσαμε ραντεβού στις οκτώ για φαγητό. Είχαμε 2-3 ώρες για βόλτα και κανονίσαμε να πάμε με το Θανάση. Δεν είχα γνωρίσει κι άλλους τόσο καλά. Μου έρχεται με ένα παλτό γούνα πολύ ζεστό. Εγώ μπουφανάκι από το Μοναστηράκι. Λέω, Παλιό Ψυχικό ξηγιέται ο τύπος, τι να τα κάνει τα λεφτά του; Ό,τι θέλει φορά. Όπως κάναμε τη βόλτα εγώ του έδειχνα τις ωραίες Ρουμάνες αλλά αυτός ήθελε να δει βιτρίνες. Τι βιτρίνες ρε Θανάση; Τι περιμένεις να δεις στον υπαρκτό γιαλαντζί σοσιαλισμό;
─ Στάσου, μου κάνει, να δω τούτη τη βιτρίνα. Κοιτάζω και βλέπω κάτι κανάτες και ποτήρια γυάλινα.
─ Τι κοιτάς Θανάση;
─ Έχει υπέροχα κρύσταλλα Βοημίας.
Αμάν! Κρύσταλλα, γούνες, Ψυχικό! Το αθώο Κρητικόπουλο μόλις μπήκε στο νόημα. Αλλά τι να κάνω; Ψυχή έχει κι αυτός. Κι εγώ βέβαια. Μου αρέσει που έψαχνα μαζί του και για κορίτσια!

Πάμε στο ξενοδοχείο για φαγητό και με κάποια προσπάθεια κατάφερα και χωρίς να καθίσω μακριά του έκανα γνωριμίες και με άλλους από το γκρουπ. Ευτυχώς που τα τραπέζια ήταν μεγάλα και καθόμασταν σε ένα ή σε δυο όλο το γκρουπ. Λίγο πριν τελειώσει το φαγητό αντιλαμβάνομαι μερικούς να μιλούν για after dinner, στο Hilton νομίζω. Μόλις τους βλέπω να σηκώνονται τους πλησιάζω και τους ρωτώ αν μπορώ να πάω μαζί τους. Δεν είχαν αντίρρηση οι άνθρωποι και σε μισή ώρα θα φεύγαμε όλοι μαζί.
Δε μπορούσα να μην το πω στο Θανάση, αλλά είπε ότι είναι κουρασμένος και θα ξαπλώσει, προς μεγάλη μου χαρά. Πιστεύω ότι κατάλαβε ότι ήθελα άλλες παρέες και δεν θα τον έκανα άλλο συντροφιά. Πολύ ευγενικό εκ μέρους του. Κατεβαίνω στη ρεσεψιόν, μάλλον τελευταίος, αλλά δεν ήξερα και ποιοι θα ερχόταν μαζί μας. Αφού περιμέναμε κανένα δεκάλεπτο και δεν ερχόταν κανένας άλλος, με ρωτάνε οι άνθρωποι: θα αργήσει ο Θανάσης; Όχι, λέω, δε θα έρθει, εκτός αν το είπε σε σας.
Φύγαμε λοιπόν και πήγαμε για κρασί και τυρί στο Hilton. Ήμασταν 6-7 άτομα. Εκεί γνωριστήκαμε καλύτερα και φαίνεται κάποιος είχε απορία γιατί κάτι δεν του κόλλαγε καλά και με ρωτά: δεν είστε γνωστοί με το Θανάση από την Αθήνα; Με πιάνουν τα γέλια. Όχι, τους λέω, στο αεροδρόμιο γνωριστήκαμε. Τότε τους έπιασαν τα γέλια κι εκείνους.
Συνεχίζεται....
Γκρίζο φόντο στη διασκέδαση.
Περάσαμε τέσσερις μέρες στο Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, εμείς αξιοποιώντας τον τουριστικό χρόνο μας στα εντός κι εκτός πόλης αξιοθέατα. Μετά από τόσα χρόνια λίγα θυμάμαι. Ήμουν, τρομάρα μου, και τόσο επαναστάτης που δεν κρατούσα τη φωτογραφική μου μηχανή. Εκεί εξάντλησα την επαναστατικότητά μου. Κάτι ελάχιστες φωτογραφίες μου έστειλαν ορισμένοι από εκείνους που γνώρισα. Σε όλη την πόλη όμως θυμάμαι μόνο γκρίζες εικόνες και σκυθρωπά πρόσωπα. Όπου και αν πηγαίναμε μας ζητούσαν να ανταλλάξουμε οτιδήποτε δυτικό με όσα χρήματα θέλαμε. Ζητούσαν οι άνθρωποι τσιγάρα, καραμέλες, παντελόνια και φυσικά δολάρια. Την τσάντα που κρατούσες (αγορασμένη ίσως από τη λαϊκή) ή το χρυσαφικό σου, αληθινό ή ψεύτικο. Μα τι τα γράφω, είναι γνωστά σε όλους πια. Εμένα με λυπούσε όλο αυτό, γιατί ένιωθα την όποια αριστεροσύνη μου να καταρρακώνεται. Όσα και να είχα ακούσει όταν έβλεπα τους ανθρώπους αυτούς στις ουρές για ν αγοράσουν πορτοκάλια και λουλούδια, μου φαινόταν τελείως παράλογο και απίστευτο. Σε όλο το Βουκουρέστι, μας έλεγαν, υπήρχαν μόνο τέσσερα μαγαζιά που πουλούσαν πορτοκάλια ή μπανάνες. Δε μπορούσα να το καταλάβω. Δεν ήθελε το σύστημα να ξοδεύει συνάλλαγμα, για αυτό τα εισαγόμενα ήταν λίγα και τα προϊόντα προς εξαγωγή επίσης. Για να εξάγουν περισσότερο από το παραγόμενο πετρέλαιο απαγορευόταν στα σπίτια να υπάρχει θερμοκρασία πάνω από 14 βαθμούς. Μπρρρ!! Ρε Τσαουσέσκου, εσύ τι θερμοκρασία έχεις στο παλάτι σου;
Φυσικά στα ξενοδοχεία οι τουρίστες περνούσαν μια χαρά. Εμείς τα βράδια διασκεδάζαμε με ορχήστρες και καλλίγραμμες χορεύτριες. Όμως για να πω την αλήθεια έβλεπα και αρκετούς ντόπιους να διασκεδάζουν, ειδικά στα εστιατόρια των ξενοδοχείων. Εκεί που τα έσπασαν όλα ήταν στα ρεβεγιόν των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Μόνο οι τουρίστες έφυγαν από τα τραπέζια πριν τις τέσσερις τα ξημερώματα. Οι ντόπιοι έφυγαν με το χάραμα. Όλα μας φαινόταν τσάμπα κάνοντας και μαύρη αγορά στην αλλαγή των δολαρίων, παίρνοντας τριπλάσια χρήματα από όσα σου έδινε η τράπεζα. Έχω σίγουρο ότι αυτή τη μαύρη αγορά την επέτρεπε ίσως και αν την προέτρεπε το σύστημα για συγκομιδή περισσότερου συναλλάγματος. Ε πως θα πήγαιναν στο εξωτερικό τα μεγαλοστελέχη; Με τα φτωχά λέι; Όχι βέβαια.
Τα πάντα ήταν 5-10 φορές φτηνότερα από τη φτηνή χώρα μας. Ένα βράδυ πήγαμε να δούμε μια θεατρική μουσική παράσταση. Εκεί η τιμή ήταν σχεδόν τσάμπα. Στο διάλειμμα αγόρασα ένα αναψυκτικό, μια μηλόπιτα και ένα κουτί μπισκότα και έδωσα 10 λέι και πήρα και ρέστα. Τα 10 λέι ήταν ακριβώς το ένα τρίτο του δολαρίου. Ένα άλλο που είδα και δε μου άρεσε καθόλου ήταν δεκάχρονα παιδιά (και ακόμα μικρότερα!) να καπνίζουν στη μέση του δρόμου και κανείς να μη ενδιαφέρεται για αυτά. Εμείς τους είπαμε με αυστηρό ύφος κάτι και γελώντας μας πρόσφεραν τσιγάρο.
Όσο ήμουν εκεί αλλά και για καιρό αφού γύρισα με απασχολούσε το θέμα του σοσιαλιστικού συστήματος. Όλοι εμείς οι συμπαθούντες παρηγορούμασταν με το να λέμε ότι έχουν ένα καλό σύστημα υγείας, ένα σπίτι να κοιμηθούν και μια ευπρεπή δουλειά. Είναι όμως αρκετά;
Μπρασόβ.
Μια ωραία πρωία μπήκαμε στο γνωστό μας πούλμαν με τον ξεναγό μας, τον Φλωρίν και την γκόμενά του τη Σάντα. Εύρισκαν ευκαιρία να κάνουν βόλτα τα παιδιά. Εμείς όμως δε φταίγαμε σε τίποτα να χάνουμε ξενάγηση για να «ξεκουραστούν» το πρωί λίγο παραπάνω.

Φτάνουμε κουρασμένοι στο ξενοδοχείο και περιμένουμε να παραλάβουμε κλειδιά για τα δωμάτια. Εμείς μέσα στην καλή χαρά περιμένουμε να δούμε την πολυτέλεια του ξενοδοχείου μας. Και τότε η αρχηγός μας η Δήμητρα μας σκάει το νέο: δεν έχουν κρατήσει μονόκλινα δωμάτια. Όλα είναι δίκλινα και τα κρεβάτια είναι ίσα-ίσα για να κοιμηθεί σε ένα κρεβάτι ένα άτομο. Το τελευταίο μη σας φαίνεται και τόσο αστείο και θα καταλάβετε γιατί. Τα μονόκλινα ήταν τέσσερα: ένα εγώ, ένα ο Θανάσης, ένα η Δήμητρα (που είπαμε ήταν μαζί με τον γκόμενό της) και το τέταρτο το είχε ο Τίτος νομίζω, ένας τύπος ο οποίος ήταν ωραίος μεν, αλλά μην του πεις ότι θα κοιμηθεί με άλλον στο δωμάτιο. Θα σε έσκιζε. Βάζει λοιπόν τις φωνές, γιατί ως γνωστόν η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Τι να κάνει η Δήμητρα, του δίνει το ένα κλειδί.
Έμενε ακόμα ένα κλειδί για τέσσερα άτομα. Μου λέει, Νίκο θα μείνεις με το Θανάση. Δαγκώνομαι, αλλά έλπιζα ο Θανάσης να μη δεχτεί.
─ Θανάση;
─ No problem.
Μη σου πω τίποτα. Εμένα φυσικά οι αναρχοαυτόνομες ιδέες δε μου επέτρεπαν να έχω αντίρρηση. Ήμουν και καλό παιδί!
─ Τα κρεβάτια είναι δυο μονά ή ένα διπλό; Ρωτώ.
─ Εντάξει θα τα χωρίσουμε.
─ Να βάλετε κι ένα κομοδίνο ανάμεσα. Να ακουμπώ τη μασέλα.
Η Δήμητρα με το Μάνο της που θα κοιμόταν; Τους παρακάλεσε να τους βάλουν με τις καθαρίστριες, αλλά δεν γινόταν. Φοβόταν μην έχει κορωναϊό (δικαιολογίες).
Απεγνωσμένα κοιτά τον Βίλη και το Φάνη.
─ Ρε παιδιά, έχετε ξανακοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι;
─ Δεν έχει τύχει και ούτε το σκεφτόμαστε.
─ Μήπως θέλετε να δοκιμάσετε για τέσσερις μερούλες εδώ στο Μπράσόβ;
─ Που το πας;
─Ε, να κοιμηθώ εγώ με το Μάνο στο άλλο κρεβάτι.
─ Εσείς το έχετε δοκιμάσει; ρωτά ο Βίλη.
─ Ναι ρε, καλά είναι.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, σκέφτομαι εγώ. Τουλάχιστον εγώ θα ήμουν μόνος στο κρεβάτι μου.
─ Σίγουρα;
Εγώ το έχω ξαναπεί: Αυτή η κοινωνία στηρίζεται στα καλά παιδιά. Και αυτά βρίσκονται είτε στη Ρουμανία πριν σαράντα χρόνια, είτε είναι δημόσιοι υπάλληλοι, είτε καλοί μαθητές που δίνουν το γραπτό τους για να αντιγράψει το φιλαράκι τους. Ακόμα και μεταξύ των υπουργών έχουμε τέτοιε περιπτώσεις. Παράδειγμα ο Άδωνις: βγάζει όλη την σκατοδουλειά της κυβέρνησης. Το ίδιο έκανε παλιά και ο Κυριάκος.
Οι επόμενες καρτ ποστάλ της εποχής είναι από το διάσημο χιονοδρομικό κέντρο Poiana Brasov, ΄πως αναφέρεται και στο πίσω μέρος της κάρτας:



Μουδιασμένος εγώ, δεν ξέρω για το Θανάση, πάω στο δωμάτιο. Πολύ ωραίο. Πήρα το κρεβάτι προς την πόρτα εισόδου. Κάτι με έκανε να είμαι προσεκτικός σε κάθε λεπτομέρεια. Του είπα ότι εγώ ξενυχτώ και για να μην τον ενοχλώ, ας είμαι πιο κοντά στην τουαλέτα.
Πολύ ελαφρύ ύπνο είχε ο Θανάσης. Κάθε βράδυ που γυρνούσα από τα σοσιαλιστικά μας γλέντια, εκείνος ήταν ξύπνιος. Μάλιστα σηκωνόταν για τουαλέτα φορώντας μια ρόμπα, στυλ Δήμητρας Ματσούκα στο «Κάτι τρέχει με τους δίπλα». Εγώ ούτε δόντια δεν έπλενα. Καληνύχτα και κουκούλωμα στα σκεπάσματα.
Το πρωινό ήταν πιο δύσκολο. Την πρώτη φορά περίμενα να σηκωθεί πρώτος, αλλά εκείνος δεν κουνιόταν, μόνο στριφογύριζε. Στο τέλος τον ρωτώ:
─ Θα σηκωθείς πρώτος ή εγώ, γιατί θα αργήσουμε.
─ Σήκω εσύ.
Πες το ρε παιδάκι μου. Την πρώτη νύχτα της εκδρομής η Δήμητρα είχε πει ότι θα μας βάζει αφύπνιση μισή ώρα πριν την ώρα του πρωινού. Τότε ο Θανάσης είχε δηλώσει να τον ξυπνούν εκείνον μία ώρα πριν. Για αυτό τον περίμενα τον άνθρωπο το πρώτο πρωί στο Μπρασόβ. Δεν το ξανάκανα. Σηκωνόμουν εγώ 45 λεπτά πριν για να τελειώνω γρήγορα, γιατί αν δεν έφευγα από το δωμάτιο εκείνος δε σηκωνόταν.
Κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία μου στο δωμάτιο με το Θανάση. Δεν τον ξανάδα τον άνθρωπο και αν κάποιος με ρωτήσει αν είμαι σίγουρος ότι είχε μια διαφορετικότητα, εγώ θα απαντήσω ναι. Δεν έχω όμως αποδείξεις. Ίσα-ίσα στο δωμάτιο που μείναμε μαζί, μόνο εκείνη το ρόμπα να μη φόραγε και όλα θα ήταν φυσιολογικά.
Από το ταξίδι στη Ρουμανία συνάντησα μόνο μια φορά το Γιώργο και την Αγγέλα στη Θεσσαλονίκη. Γιατροί ήταν, τους ξέρει κανείς; Τους άλλους είναι κρίμα αλλά τους έχασα, αν και κάναμε πολλή παρέα στο ταξίδι. Ειδικά με κάτι τύπους από την Πάτρα.
Ένα χρόνο μετά πήγα στην Αίγυπτο, πάλι μόνος μου. Ζήτησα από το πρακτορείο δίκλινο και μου έβαλαν τον κύριο Δημοσθένη. Ένα αξιοπρεπή συνταξιούχο που περάσαμε μια χαρά. Και από εκείνο το ταξίδι αν υπάρχει κανείς εδώ ας το πει. Ήταν Χριστούγεννα του 1982 με το Pyramis Travel. Μάλιστα τότε γνώρισα και κάποιους νέους από την Καλλιθέα που έμενα και βρεθήκαμε μερικές φορές.