soudianos
Member
- Μηνύματα
- 3.781
- Likes
- 6.647
- Ταξίδι-Όνειρο
- Βερακρούζ
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο
- Φωτογραφίες
- Κεφάλαιο 3ο
- Κεφάλαιο 4ο
- Κεφάλαιο 5ο
- Κεφάλαιο 6ο]Η μονή ιδρύθηκε από τον Αγ. Διονύσιο από την Καστοριά στα μέσα το 15 αιώνα. Το καθολικό της μονής είναι αφιερωμένο στην Γέννηση του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η μονή ευεργετήθηκε από τους ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας και πήρε τη σημερινή της μορφή. Η τοιχογραφίες του καθολικού είναι έργο του Κρητικού αγιογράφου Τζωρτζή το 1546. Στον πρόναο δεξιά, υπάρχει το παρεκκλήσι της Παναγίας του Ακάθιστου (Ακάθιστος Ύμνος) που είναι η αρχαιότερη εικόνα του αγίου όρους. Είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά από κερί και μαστίχα. Τα χαρακτηριστικά της δύσκολα διακρίνονται σήμερα εξ’ αιτίας του μύρου που έβγαζε. Είναι η εικόνα με την οποία ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως λιτάνευε το 626 μ.Χ. την Πόλη στην πολιορκία από τους Αβάρους και εμψύχωνε τους υπερασπιστές, όταν ο στρατός με τον Ηράκλειο είχε εκστρατεύσει στην Περσία. Τη εικόνα την δώρισε στο μοναστήρι του Αγ. Διονυσίου ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός το 1375.
Το κρασάκι πρωί – πρωί δεν ήταν ότι καλύτερο, αλλά μιας και είχα πορεία, είπα να το δοκιμάσω. Δεν ήταν όμως το νέκταρ της μονής Ιβήρων. Όμως, κάθε μονή λειτουργεί διαφορετικά ανάλογα με τις δυνατότητες της. Εδώ στην Αγ. Παύλου, η καλλιεργήσιμη γης είναι στα παρτέρια που βλέπεται στην εικόνα, κατόπιν αρχίζει το αμμώδες έδαφος που φτάνει μέχρι την παραλία. Από το άλλο μέρος είναι οι γκρεμοί , κι έτσι ο χώρος για καλλιέργειες είναι περιορισμένος και κρίμα στα νερά των χειμάρρων που χάνονται.
Φορτωμένος ξανά με το σάκο μου ξεκίνησα για το επόμενο μοναστήρι του Αγ. Διονυσίου, που βρίσκεται στη διπλανή παραλία. Το καταπράσινο βουνό που φτάνει απότομα στη θάλασσα εμπόδιζε τη θέα του. Η παραλία της μονής του Α. Παύλου ήταν αρκετά μεγάλη. Στη μια άκρη της ήταν το λιμανάκι, κι εγώ έπρεπε να πάω στην άλλη άκρη της για να βρω το μονοπάτι. Τριάντα μέτρα ήθελα ακόμη να φτάσω μέχρι το τέρμα της, αλλά μονοπάτι δεν έβρισκα. Τα βουνά πέφτανε κάθετα πάνω από τη θάλασσα.. Απογοητευμένος γύρισα πίσω είκοσι λεπτά πορεία μέχρι το λιμανάκι και ρώτησα ξανά τους προσκυνητές που περίμεναν το καραβάκι. Το μονοπάτι τελικά ξεκινούσε ακριβώς εκεί που τέλειωνε η αμμουδιά. Το σκάφος σε πέντε λεπτά θα με πήγαινε στο προορισμό μου, όμως προτίμησα να ξαναδιασχίσω όλη την παραλία. Τελικά στη σχισμή μιας μικρής χαράδρας που έφτανε στη θάλασσα, ξεκινούσε ένα ανηφορικό πετρώδες μονοπάτι κι αρκετές φορές χρησιμοποίησα το χέρι μου για την ανάβαση.

Αυτή η καθυστέρηση, και η επιμονή μου να συνεχίσω πεζοπορώντας με αποζημίωσε στη διαδρομή. Όχι βέβαια με τα σπαράγγια που ήταν ελάχιστα γιατί τα είχαν κόψει άλλοι, ούτε με τη φοβερή θέα, ιδίως από τη στροφή στην κορυφή της ανηφόρας, όπου ένας βράχος δίπλα στο μονοπάτι με προστάτευε από το χάος που κατακόρυφα ανοιγόταν κάτω μου μέχρι τη θάλασσα και μου έφερνε ίλλιγο. Ούτε με τη θέα του καραβιού που χάραζε μια άσπρη γραμμή πάνω στη σκούρα από την πρωινή σκιά του βουνού θάλασσα το οποίο πήγαινε να πάρει τους επιβάτες που περίμεναν υπομονετικά. Αλλά, με ένα καφετί φίδι μήκους πάνω από το ένα μέτρο στη μέση του μονοπατιού.


Η θέα του με ακινητοποίησε. Με ήρεμες κινήσεις έβγαλα από το τσεπάκι την εύχρηστη ψηφιακή μηχανή αυτή τη φορά…του τράβηξα δύο πόζες, αλλά αυτό συνέχιζε να ποζάρει μέχρις ότου, στο επόμενο βήμα μου εξαφανίστηκε στους διπλανούς θάμνους.
Σε όλη την κατηφόρα το δρομάκι ήταν στρωτό όπως φαίνεται και στην εικόνα και το βουνό ήταν κατάφυτο από τους θάμνους. Μικρούς, μεγάλους, σε ένα σημείου μερικά γέρικα ελαιόδεντρα καλυμμένα από αγριάδες που φτάνανε μέχρι την κορυφή τους, σημείωναν την εγκατάλειψη σ΄ αυτά τα δύσβατα μονοπάτια, τις απόκρημνες πλαγιές δύσκολα μέρη για καλλιέργειες, τα οποία όμως ελαιόδεντρα κάποτε σε παλαιότερους καιρούς, τότε που η επικοινωνία ήταν δύσκολη με τον υπόλοιπο κόσμο, έδιναν τον καρπό και το λάδι στους ερημίτες. Κάποια στιγμή στη στροφή μιας πλαγιάς αντίκρισα τη μονή του Αγ. Διονυσίου, κτισμένη στην πλευρά ενός λόφου και πάνω από ένα αρκετά περιποιημένο χώρο που κατέληγε στην παραλία με το απαραίτητο λιμανάκι


Πριν φτάσω στην είσοδο της μονής από την πλευρά του βουνού, (υπάρχει κι΄άλλη είσοδος από το μέρος της θάλασσας), κάτι ψηφιδωτά και οικοδομήματα μέσα σένα μαντρότοιχο μου κίνησαν την περιέργεια. Η πόρτα ήταν ανοικτή, αργότερα κατάλαβα ότι τυχαία ήταν ξεκλείδωτη, και μπήκα στο κοιμητήριο της μονής. Τα ψηφιδωτά ήταν από βότσαλα άσπρα και μαύρα όπως δείχνει η εικόνα. Από ένα σπασμένο είδος παραθύρου ενός μικρού οικοδομήματος, πιθανώς οστεοφυλακίου, ξεχείλιζαν τα οστά πρώην πατέρων.

Φορτωμένος ξανά με το σάκο μου ξεκίνησα για το επόμενο μοναστήρι του Αγ. Διονυσίου, που βρίσκεται στη διπλανή παραλία. Το καταπράσινο βουνό που φτάνει απότομα στη θάλασσα εμπόδιζε τη θέα του. Η παραλία της μονής του Α. Παύλου ήταν αρκετά μεγάλη. Στη μια άκρη της ήταν το λιμανάκι, κι εγώ έπρεπε να πάω στην άλλη άκρη της για να βρω το μονοπάτι. Τριάντα μέτρα ήθελα ακόμη να φτάσω μέχρι το τέρμα της, αλλά μονοπάτι δεν έβρισκα. Τα βουνά πέφτανε κάθετα πάνω από τη θάλασσα.. Απογοητευμένος γύρισα πίσω είκοσι λεπτά πορεία μέχρι το λιμανάκι και ρώτησα ξανά τους προσκυνητές που περίμεναν το καραβάκι. Το μονοπάτι τελικά ξεκινούσε ακριβώς εκεί που τέλειωνε η αμμουδιά. Το σκάφος σε πέντε λεπτά θα με πήγαινε στο προορισμό μου, όμως προτίμησα να ξαναδιασχίσω όλη την παραλία. Τελικά στη σχισμή μιας μικρής χαράδρας που έφτανε στη θάλασσα, ξεκινούσε ένα ανηφορικό πετρώδες μονοπάτι κι αρκετές φορές χρησιμοποίησα το χέρι μου για την ανάβαση.

Αυτή η καθυστέρηση, και η επιμονή μου να συνεχίσω πεζοπορώντας με αποζημίωσε στη διαδρομή. Όχι βέβαια με τα σπαράγγια που ήταν ελάχιστα γιατί τα είχαν κόψει άλλοι, ούτε με τη φοβερή θέα, ιδίως από τη στροφή στην κορυφή της ανηφόρας, όπου ένας βράχος δίπλα στο μονοπάτι με προστάτευε από το χάος που κατακόρυφα ανοιγόταν κάτω μου μέχρι τη θάλασσα και μου έφερνε ίλλιγο. Ούτε με τη θέα του καραβιού που χάραζε μια άσπρη γραμμή πάνω στη σκούρα από την πρωινή σκιά του βουνού θάλασσα το οποίο πήγαινε να πάρει τους επιβάτες που περίμεναν υπομονετικά. Αλλά, με ένα καφετί φίδι μήκους πάνω από το ένα μέτρο στη μέση του μονοπατιού.


Η θέα του με ακινητοποίησε. Με ήρεμες κινήσεις έβγαλα από το τσεπάκι την εύχρηστη ψηφιακή μηχανή αυτή τη φορά…του τράβηξα δύο πόζες, αλλά αυτό συνέχιζε να ποζάρει μέχρις ότου, στο επόμενο βήμα μου εξαφανίστηκε στους διπλανούς θάμνους.
Σε όλη την κατηφόρα το δρομάκι ήταν στρωτό όπως φαίνεται και στην εικόνα και το βουνό ήταν κατάφυτο από τους θάμνους. Μικρούς, μεγάλους, σε ένα σημείου μερικά γέρικα ελαιόδεντρα καλυμμένα από αγριάδες που φτάνανε μέχρι την κορυφή τους, σημείωναν την εγκατάλειψη σ΄ αυτά τα δύσβατα μονοπάτια, τις απόκρημνες πλαγιές δύσκολα μέρη για καλλιέργειες, τα οποία όμως ελαιόδεντρα κάποτε σε παλαιότερους καιρούς, τότε που η επικοινωνία ήταν δύσκολη με τον υπόλοιπο κόσμο, έδιναν τον καρπό και το λάδι στους ερημίτες. Κάποια στιγμή στη στροφή μιας πλαγιάς αντίκρισα τη μονή του Αγ. Διονυσίου, κτισμένη στην πλευρά ενός λόφου και πάνω από ένα αρκετά περιποιημένο χώρο που κατέληγε στην παραλία με το απαραίτητο λιμανάκι


Πριν φτάσω στην είσοδο της μονής από την πλευρά του βουνού, (υπάρχει κι΄άλλη είσοδος από το μέρος της θάλασσας), κάτι ψηφιδωτά και οικοδομήματα μέσα σένα μαντρότοιχο μου κίνησαν την περιέργεια. Η πόρτα ήταν ανοικτή, αργότερα κατάλαβα ότι τυχαία ήταν ξεκλείδωτη, και μπήκα στο κοιμητήριο της μονής. Τα ψηφιδωτά ήταν από βότσαλα άσπρα και μαύρα όπως δείχνει η εικόνα. Από ένα σπασμένο είδος παραθύρου ενός μικρού οικοδομήματος, πιθανώς οστεοφυλακίου, ξεχείλιζαν τα οστά πρώην πατέρων.

Attachments
-
42,2 KB Προβολές: 112