Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.502
- Likes
- 31.397
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα κομμάτι γης πάνω σε μια λίμνη, ιδρύθηκε μια πόλη, η Καστοριά, από τον Ορέστη προς τιμήν της αδερφής του Ηλέκτρας και οι κάτοικοί της για να τον τιμήσουν, έδωσαν το όνομά του στην πανέμορφη λίμνη που μετρά 10.000.000 έτη ζωής.
Άλλοι πάλι λένε, ότι η πόλη πήρε το όνομά της από τους κάστορες που ζούσαν σε αφθονία στην συγκεκριμένη περιοχή, ενώ άλλη εκδοχή είναι, ότι ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του γιου του Δία, του Μυθικού Διόσκουρου, Κάστορα.
Άλλη μια φήμη συνδέει τη λίμνη, με ένα παράξενο φαινόμενο που συμβαίνει κάθε Αύγουστο. Οι κάτοικοι το αποκαλούν “αρρώστησε το νερό”. Για 8 μέρες μέχρι τις 15 Αυγούστου, το νερό κρυώνει και αποκτά χρώμα σαν μελάνι, τα ψάρια ανεβαίνουν στην επιφάνεια και είναι τόσο ζαλισμένα, που οι κάτοικοι τα μαζεύουν με τα χέρια.

ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ Ή ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
Είναι και αυτή μια από τις ομορφότερες λίμνες της χώρας μας, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φυσιογνωμία της πόλης, ένας υδάτινος παράδεισος μοναδικής ομορφιάς, που αποτελεί καταφύγιο σημαντικού αριθμού πουλιών και ψαριών. Σχεδόν κάθε χειμώνα τα νερά παγώνουν και περιβάλλεται από παραλίμνιο δάσος, λιβάδια, καλαμιώνες και πλατάνια μέχρι τις όχθες της. Απλώνεται στη λεκάνη που σχηματίζουν πανύψηλα βουνά, όπως το Βίτσι και ο Γράμμος. Έχει χαρακτηριστεί μνημείο φυσικού κάλλους και είναι επίσημα ενταγμένη στο Ευρωπαϊκό δίκτυο, Natura 2000. Η έκτασή της ξεπερνά τα 28 τετραγωνικά χιλιόμετρα, βρίσκεται 630 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και το μέγιστο βάθος της φτάνει τα 10 μέτρα. Τροφοδοτείται με ύδατα από εννέα ρέματα και από αρκετές υπολίμνιες πηγές, ενώ θεωρείται η δεύτερη πιο παραγωγική σε αλιεύματα λίμνη της χώρας. Φιλοξενεί σημαντικό αριθμό υδρόβιων θηλαστικών, αλλά και περισσότερα από 150 είδη πτηνών, μερικά από τα οποία ξεχειμωνιάζουν εδώ. Στην Ορεστιάδα γίνονται διάφορες δραστηριότητες, όπως κωπηλασία, ιστιοπλοΐα, σέρφινγκ και σκι.
4η μέρα
Θέλοντας να αποχαιρετήσουμε τους Ψαράδες, κρατώντας μερικές ακόμα ζωντανές εικόνες του οικισμού, αλλά και της λίμνης από ψηλά, ανεβήκαμε στο σημείο που είναι χτισμένος ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου του 19ου αι. με το πέτρινο Καμπαναριό.



Έχοντας πλέον ολοκληρώσει την επίσκεψή μας στη Μεγάλη και στη Μικρή Πρέσπα, γεμάτοι με φανταστικές εικόνες, καινούριες γνώσεις και εμπειρίες, ξεκινήσαμε για τον επόμενο προορισμό μας, ο οποίος δεν μπορούσε να μην έχει και αυτός λίμνη, αφού αυτό το ταξίδι ήταν, το “Ταξίδι των Λιμνών”.
Έτσι ορίσαμε στο gps Καστοριά και ξεκινήσαμε….
ΚΑΣΤΟΡΙΑ
Είναι μια πόλη που έχει χτιστεί αμφιθεατρικά, σε υψόμετρο 620 μέτρων, στον λαιμό μιας μικρής χερσονήσου, που μπαίνει μέσα στη λίμνη και τα σπίτια της είναι σκαρφαλωμένα στους γύρω λόφους. Προστατεύεται από τα βουνά Βίτσι και Γράμμο και λόγω της στρατηγικής της θέσης, υπήρξε μήλον της Έριδος για πολλούς κατακτητές.
Επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το 550 μ.Χ ο Ιουστινιανός, μετονόμασε την πόλη της Καστοριάς σε Ιουστινιανούπολη, περιτειχίζοντάς την με διπλό Κάστρο, υπολείμματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, κατέληξε υπό την κατοχή των Τούρκων, για πέντε αιώνες, διατηρώντας ωστόσο πάντα τον εμπορικό και πνευματικό της χαρακτήρα.
Η Καστοριά ήταν η περιοχή απ΄ όπου πυροδοτήθηκε ο Απελευθερωτικός Μακεδονικός Αγώνας. Η αντιστασιακή δράση εναντίον των Βουλγάρων οργανώθηκε εδώ, με πρωτεργάτη τον Παύλο Μελά, ο οποίος σκοτώθηκε το 1904 στο χωριό Μελάς. Η πόλη διαθέτει 80 ναούς, οι οποίοι χρονολογούνται από τον 9ο μέχρι τον 14ο αιώνα και βρίσκονται εντός και εκτός του Τείχους, αποτελώντας αριστουργήματα της Βυζαντινής τέχνης. Η ημέρα της απελευθέρωσης από Τούρκους, Σέρβους και Βούλγαρους ήρθε την 11η Νοεμβρίου του 1912.
Μετά από περίπου μιας ώρας διαδρομή συναντήσαμε τα “προάστεια” της πόλης, όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο στο οποίο θα διανυκτερεύαμε.
Στον επαρχιακό δρόμο Καστοριάς-Νεστωρίου, στον οικισμό Μανιάκοι, 3,5 Κm από το κέντρο της πόλης, παρκάραμε το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του Νόστος Hotel.
Επιλέξαμε αυτό το τετράστερο ξενοδοχείο, γιατί είχε δικό του χώρο στάθμευσης, ήταν οικονομικό για τις παροχές που προσέφερε, πεντακάθαρο και είχε πρωινό μπουφέ με μεγάλη ποικιλία. Τακτοποιηθήκαμε στο δωμάτιο και γρήγορα φύγαμε για το κέντρο της Καστοριάς, χωρίς κάποιο ιδιαίτερα πιεστικό πρόγραμμα. Αναλόγως πως θα ήταν η κίνηση στην πόλη και αν θα βρίσκαμε εύκολα να αφήσουμε κάπου το αυτοκίνητο, θα καθορίζαμε από που θα ξεκινούσαμε τις βόλτες μας. Ένα γενικό πλάνο εννοείται ότι υπήρχε, με τα αξιοθέατα και τις γειτονιές της πόλης που θέλαμε να δούμε, αλλά όχι με κάποια συγκεκριμένη σειρά.
Στο κέντρο γινόταν ο κακός χαμός από κίνηση, αυτοκίνητα και κόσμο. Στο Πάρκο Ολυμπιακής Φλόγας ήταν στημένοι πάγκοι λαϊκής και πανηγυριού, ένα λούνα παρκ, με ρόδα και συγκρουόμενα αυτοκινητάκια και γινόταν το αδιαχώρητο. Στις παραλίμνιες καφετέριες δεν έπεφτε καρφίτσα. Μποτιλιάρισμα και κορναρίσματα στον παραλιακό δρόμο, μας έκαναν να αποφασίσουμε αμέσως, ότι για την ώρα, έπρεπε να εξαφανιστούμε από εδώ και να προτιμήσουμε το ξεκίνημα γνωριμίας της πόλης με κάτι πιο ήσυχο, όπως ο μικρός γύρος της λίμνης, το Σπήλαιο του Δράκου, το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και την Παναγία την Μαυριώτισσα. Όλα αυτά βρίσκονται στον παραλιακό δρόμο, μετά το νοσοκομείο, όπου πλέον η διαδρομή δίπλα στη λίμνη είναι φανταστική.
Αυτή η διαδρομή είναι από τις πιο κλασικές που κάνει όποιος έρχεται για πρώτη φορά στην πόλη. Αυτός ο δενδροσκέπαστος δρόμος είναι γεμάτος με πλατάνια, που γέρνουν πάνω από τα νερά της λίμνης, ψαράδες με καλάμια στη σειρά να ψαρεύουν, ποδηλάτες και περιπατητές που απολαμβάνουν την πόλη τους, δίπλα στην ηρεμία της λίμνης, μακριά από το θορυβώδες και πολύβουο κέντρο. Η θέα στις απέναντι όχθες, οι βάρκες και τα καραβάκια που διασχίζουν τα νερά είναι εικόνες και στιγμιότυπα, που αποτυπώνονται στο μυαλό του κάθε επισκέπτη, μένοντας ζωντανά όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ
Το Σπήλαιο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πόλης, στο 2ο χιλιόμετρο της παραλίμνιας οδού και λίγο πριν από τη Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας. Η είσοδος απέχει περίπου 20 μέτρα από τις όχθες της λίμνης και 14 μέτρα από τον δρόμο. Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα, με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο, καθώς περιλαμβάνει επτά υπόγειες λίμνες, δέκα αίθουσες και πέντε διαδρόμους-σήραγγες. Η μεγαλύτερη αίθουσα του Σπηλαίου έχει διαστάσεις 45X17 μέτρα, με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες. Η μεγάλη λίμνη του Σπηλαίου που είναι και η βαθύτερη, βρίσκεται δυτικά. Η θερμοκρασία εντός του Σπηλαίου είναι σταθερή όλες τις εποχές του χρόνου, στους 16 έως 18 βαθμούς Κελσίου, ενώ η υγρασία φτάνει στο 90%.



Στο εσωτερικό του Σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων (Ursus Speleaus). Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Το όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της, εντοπίστηκαν σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα, η οποία χρησιμοποιούσε τα σπήλαια μόνο κατά τη διάρκεια της χειμερίας νάρκης. Υπολογίζεται ότι το βάρος των αρσενικών ζώων έφτανε τα 400 έως 500 κιλά και των θηλυκών τα 200 έως 250 κιλά. Ήταν κατά βάση φυτοφάγο και περιστασιακά σαρκοφάγο ζώο.
Το Σπήλαιο έχει μήκος 300 μέτρα φυσικής διαδρομής, ενώ η έξοδος του επισκέπτη γίνεται μέσω τεχνητής σήραγγας 35 μέτρων. Η φυσική ομορφιά της διαδρομής οφείλεται στον πλούσιο σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο και στις τέσσερις λίμνες που συναντάμε. Ο επισκέπτης περνάει όμορφα κατασκευασμένες γέφυρες, δύο συμπαγείς και μια πλωτή.


Καστοριανοί ερασιτέχνες εξερευνητές, τη δεκαετία του 1940, εποχή που διανοίχτηκε και ο παραλίμνιος δρόμος ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν και περιέγραψαν το απαράμιλλης ομορφιάς Σπήλαιο και έριξαν την πρώτη ιδέα για την αξιοποίησή του.
Και επειδή παραμύθι χωρίς δράκο δεν γίνεται, ορίστε και ο μύθος, όπως μας τον περιέγραψε ο ξεναγός του Σπηλαίου:
«Πριν από πολλούς αιώνες η μεγάλη σπηλιά ήταν χρυσορυχείο και το φύλαγε ένας δράκος που ανέπνεε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριασμένους ατμούς. Ύστερα από το χτίσιμο της Καστοριάς, ο πρώτος βασιλιάς ο Κάστωρ, θέλοντας να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενο αδελφό του Πολυδεύκη και τον πεθερό του Κέλι, ιερέα του θεού, αποκάλυψε το τεράστιο αυτό Σπήλαιο. Η παρουσία όμως του δράκου τους εμπόδιζε την είσοδο στη σπηλιά. Τότε ο βασιλιάς υποσχέθηκε μεγάλα δώρα σ’ αυτόν, που θα σκότωνε τον δράκο. Ένας νέος δυνατός εμφανίστηκε. Ακολούθησε άγρια πάλη με τον δράκο. Χτυπώντας τον με το κοντάρι του έτρεμαν οι γύρω βράχοι και αναταράζονταν τα νερά της λίμνης. Το τέρας κτυπήθηκε και έπλεε νεκρό πάνω στα νερά της λίμνης. Πανηγύρισαν το γεγονός και ευχαρίστησαν τον Θεό Πάνα. Και κατόπιν με αναμμένους δαυλούς, προχώρησαν στη σπηλιά με σκυφτά τα κεφάλια τους, για να μην χτυπήσουν στους σταλακτίτες. Το βάθος εκτεινόταν σε χιλιόμετρα και η ατμόσφαιρα γινόταν πνιγηρή από έλλειψη οξυγόνου. Σε ένα μέρος που η σήραγγα στενεύει έσβησαν τα δαδιά και πηχτό σκοτάδι τους τύλιξε όλους. Τότε άκουσαν μια απόκοσμη φωνή να λέει : «Εκείνος που θα σκύψει να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει, θα μετανιώσει». Οι πιο θαρραλέοι έσκυψαν, πήραν λάσπη και γέμισαν τους κόρφους τους. Οι άλλοι φοβήθηκαν και δεν τόλμησαν να πάρουν. Όταν βγήκαν στο φως του ηλίου εκείνοι που κρατούσαν τη λάσπη είδαν με έκπληξη πως κρατούσαν υγρή χρυσόσκονη…»
Λίγα μέτρα μετά το Σπήλαιο του Δράκου, συναντήσαμε το γραφικό ξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου πάνω στον βράχο.
Η διαδρομή μέχρι την εκκλησία της Παναγίας Μαυριώτισσας γίνεται ακόμα ομορφότερη, με τεράστια πλατάνια, βλάστηση, θάμνους ανθισμένους, πελεκάνους να κολυμπούν νωχελικά και βάρκες να λικνίζονται αγναντεύοντας τα σπίτια στον απέναντι καταπράσινο λόφο.




ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΥΡΙΩΤΙΣΣΑ
Χτισμένη στα χρόνια του Αλεξίου Α’ Κομνηνού προσέλκυσε το θρησκευτικό ενδιαφέρον πολλών αξιωματούχων του Βυζαντίου. Βρίσκεται σε σημείο που υπάρχει εύκολη πρόσβαση, τόσο από τη λίμνη όσο και από τη στεριά. Ήταν τόπος στρατηγικός με ουσιαστικό ρόλο σε όλες τις φάσεις της ιστορίας της Καστοριάς. Ο ζωγραφικός διάκοσμος του ναού φαίνεται πως είναι επηρεασμένος από τις τεχνικές της ανατολικής μεσογειακής λεκάνης. Οι σημαντικότερες αναπαραστάσεις της Μονής είναι: η Σταύρωση, η Κοίμηση της Θεοτόκου και η Δευτέρα Παρουσία.


Πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι η Μονή μετά το πέρας της Τουρκοκρατίας είναι λεηλατημένη, με έντονα σημάδια, κυρίως στα πρόσωπα και τα μάτια των Αγίων. Η περίοδος ακμής του μοναστηριού, ταυτίζεται με τη χρυσή περίοδο της Καστοριανής γουνοποιίας. Ο πλάτανος 900 ετών, έξω από την εκκλησία, έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο της φύσης.







Ο παραλίμνιος δρόμος συνεχίζει μετά την Παναγία Μαυριώτισσα για 3,5 ακόμα χιλιόμετρα και τελειώνει στον Ναυτικό Όμιλλο Καστοριάς.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΟΥΜΠΕΛΙΔΙΚΗ
Γυρίσαμε πάλι προς το κέντρο και παίρνοντας την οδό Μητροπόλεως (τον κεντρικό εμπορικό δρόμο της πόλης), ο οποίος ξεκινάει από την πλατεία Δαβάκη, φτάσαμε στην πλατεία Ομονοίας. Κάπου εκεί παρκάραμε το αυτοκίνητο για να επισκεφθούμε τη διάσημη εκκλησία της πόλης, την Παναγία Κουμπελίδικη.
Είναι η μοναδική εκκλησία της Καστοριάς που έχει τρούλο και από αυτό το χαρακτηριστικό, προκύπτει το προσωνύμιο “κουμπέ”, καθώς στα τουρκικά σημαίνει τρούλος. Η ανέγερσή της τοποθετείται γύρω στον 11ο αιώνα και ταυτίζεται με το ιστορικό γεγονός της λήξης των επιχειρήσεων, για την εκδίωξη των Βουλγάρων της ευρύτερης περιοχής, από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο. Είναι μια από τις 80 εκκλησίες της πόλης που διασώζουν τη Βυζαντινή μνήμη, περισσότερο από 10 αιώνες.


Η ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΝΤΟΛΤΣΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΠΟΖΑΡΙ
Στις γειτονιές αυτές αποτυπώνεται το λαμπρό παρελθόν της πόλης και εδώ στέκονται μεγαλόπρεπα τα Καστοριανά αρχοντικά που χτίστηκαν τον 17ο και 18ο αιώνα και είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της οικονομικής άνθησης και των καλλιτεχνικών αναζητήσεων της εποχής.
Μεγάλο μέρος της παλιάς Καστοριάς που σώζεται ανέπαφο στο διάβα του χρόνου βρίσκεται στην περιοχή Ντολτσό. Αποτελείται από στενά πλακόστρωτα καλντερίμια, με πολλά αδιέξοδα που καταλήγουν στις αυλόπορτες κάποιων αρχοντικών. Η περιοχή βρίσκεται στη νότια πλευρά της πόλης και τα παραδοσιακά αρχοντικά σε ταξιδεύουν στο παρελθόν.
Περιπλανηθήκαμε στα στενά δρομάκια, τις πέτρινες σκάλες, τα αδιέξοδα και είδαμε ανακαινισμένα αρχοντικά με ξύλινες πόρτες και πολλά παράθυρα, αυλές και περιποιημένους κήπους, αλλά και σπίτια αφημένα στο έλεος του χρόνου, να θυμίζουν τις παλιές καλές εποχές της δόξας και της ευρωστίας της Καστοριανής γουνοποιΐας.











Στο Ντολτσό βρίσκεται το αρχοντικό Εμμανουήλ, που στεγάζει το Μουσείο Ενδυματολογίας και λίγο πιο πέρα, υπάρχει το Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο στεγάζεται στο αρχοντικό των Νεράτζη-Αϊβάζη.



ΑΠΟΖΑΡΙ



ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ
Τα περισσότερα αρχοντικά ήταν παραλίμνια και στις αυλές τους αποθέτονταν οι βάρκες που ήταν απαραίτητες για τις μετακινήσεις. Είχαν κήπους και εσωτερικές αυλές και στέκονται ακόμη και σήμερα αγέρωχα στο πέρασμα του χρόνου, αυτόπτες μάρτυρες της οικονομικής ανάπτυξης των γουνοποιών, όταν οι εμπορικές τους δραστηριότητες είχαν ξεπεράσει τα σύνορα με εξαγωγές στο εξωτερικό. Ήταν εναρμονισμένα με το περιβάλλον της περιοχής, αποτελώντας δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.

Είναι διώροφα, στο ισόγειο υπήρχαν αποθηκευτικοί χώροι, στον μεσαίο όροφο, δωμάτια χειμερινής διαμονής και ένας εσωτερικός ξύλινος εξώστης, ενώ στον επάνω όροφο, ο οποίος είναι κατασκευασμένος με ελαφρότερα υλικά και διευρύνεται με στεγασμένες επιπλέον εξοχές, βρίσκονταν οι χώροι υποδοχής. Σε αρκετές περιπτώσεις ανάλογα με την κλίση του εδάφους, μπορεί να είναι τριώροφα ή τετραώροφα. Διαθέτουν κήπους, εσωτερική αυλή και περιτριγυρίζονται από ψηλό φράχτη. Το ισόγειο και το μεσοπάτωμα είναι πετρόχτιστα, με λίγα και μικρά ανοίγματα, ενώ οι επάνω όροφοι διαθέτουν περισσότερα παράθυρα. Η κατασκευή τους είχε ανατεθεί σε Μακεδόνες και Ηπειρώτες μάστορες, που φημίζονταν για την τέχνη τους.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΟΥΝΑΣ
Γυρνάμε πίσω στον 16ο αιώνα. Από τότε και μέχρι το 1980, η πόλη πλουτίζει από την παραγωγή και εκμετάλλευση της γούνας. Καραβάνια φορτωμένα ξεκινούσαν από την Καστοριά και διέσχιζαν ολόκληρη την Ευρώπη πουλώντας το πολύτιμο εμπόρευμα. Οι Καστοριανοί έμποροι πλούτιζαν και η φήμη της γούνας εξαπλωνόταν σε όλο τον κόσμο. Τότε ήταν που άρχισαν να χτίζονται τα πλούσια αρχοντικά που χαρακτηρίζουν σήμερα την πόλη. Το αποκορύφωμα ήταν τη δεκαετία του 1970, όταν λειτουργούσαν 6.000 μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις και απασχολούσαν περίπου 15.000 εργάτες. Η παρακμή άρχισε τη δεκαετία του 1980. Η παγκόσμια κρίση, η άνοδος της κινεζικής αγοράς, αλλά και τα οικολογικά κινήματα εναντίον της γούνας, έφεραν την πτώση της ζήτησης. Σήμερα η αγορά έχει συρρικνωθεί αρκετά.
Αναζητήσαμε το εστιατόριο “Ντολτσό”, στην μικρή πλατεία της συνοικίας, αλλά το βρήκαμε κλειστό, λόγω Μεγάλης Εβδομάδας, οπότε καταλήξαμε για φαγητό στο εστιατόριο “Παλιά Πόλη”, στην παραλιακή οδό Ορεστιάδος.


ΒΟΛΤΑ ΣΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
Μια άλλη υπέροχη διαδρομή είναι αυτή που καταλήγει στον Προφήτη Ηλία. Ανεβαίνοντας την οδό Μητροπόλεως και φτάνοντας στην πλατεία Ομονοίας, ο δρόμος συνεχίζει να ανηφορίζει, ως το σημείο που βρίσκεται ο ναός του Προφήτη Ηλία. Από την αυλή του ναού και τον λόφο, η θέα είναι μοναδική. Στο απέναντι ύψωμα βρίσκεται η Καλλιθέα και ακριβώς από κάτω, ο δρόμος που ενώνει την πόλη με την περιοχή της Χλόης. Από εκεί ψηλά φαίνεται και η βόρεια πλευρά της πόλης, η συνοικία που ονομάζεται Απόζαρι.




Συνεχίζοντας την ανάβαση, κάπου στη μέση της διαδρομής, μέσα στα δέντρα υπάρχει ένας δρόμος και μια πινακίδα που σε οδηγεί προς το θεατράκι. Είναι αμφιθεατρικά χτισμένο και τα καλοκαίρια φιλοξενεί θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες. Από αυτό το σημείο απολαμβάνουμε τη θέα της νότιας πλευράς της πόλης.
Ανεβαίνοντας λίγο ακόμη, η διαδρομή αυτή καταλήγει στο ύψωμα του Αη Θανάση. Από εδώ μπορούμε να θαυμάσουμε την πόλη, τα γύρω χωριά και τις αντανακλάσεις όλων αυτών στα νερά της λίμνης.


Η κατάβαση είναι εξίσου όμορφη, καθώς μπροστά μας ανοίγεται ο ορίζοντας με καταπληκτική θέα στη λίμνη.

Κάναμε κάποιες ακόμα βολτίτσες σε διάφορα σημεία της πόλης με ψιλόβροχο, που μόλις είχε ξεκινήσει




και καταλήξαμε στον παραλιακό δρόμο, που πλέον είχε ηρεμήσει αισθητά, σε σχέση με την πρωινή παράνοια που αντιμετωπίσαμε φτάνοντας στην πόλη.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, τα πουλιά στη λίμνη έψαχναν καταφύγιο για να βγάλουν τη νύχτα και οι ψαράδες με τα καλάμια τους είχαν πολλαπλασιαστεί, συζητώντας μεγαλόφωνα με πειράγματα ο ένας προς τον άλλο.



Η νυχτερινή ζωή της πόλης δεν μας ενθουσίασε. Ελάχιστα καφέ είχαν κόσμο στην παραλιακή και τα μεζεδοπωλεία και τα εστιατόρια ήταν άδεια. Μια εντελώς αντίθετη εικόνα, απ’ αυτήν που είχαμε δει το πρωί. Όταν ρωτήσαμε τον ξενοδόχο να μας πει, πού μπορούμε να κινηθούμε το βράδυ και πού μπορούμε να πάρουμε μια γεύση, για το πού βγαίνει και διασκεδάζει ο κόσμος, μας είχε πει ότι κυρίως στην παραλιακή είναι όλα τα μαγαζιά εξόδου των κατοίκων.
Κάναμε βόλτα και στα δρομάκια του κέντρου, αλλά και εκεί επικρατούσε ησυχία και η κίνηση ήταν υποτονική, οπότε είχε έρθει η ώρα για επιστροφή στο ξενοδοχείο, μετά απ’ όλη την κούραση της ημέρας.
Πριν επιστρέψουμε όμως δεν γινόταν να μην πούμε μια καληνύχτα στη λίμνη και στους υπέροχους κατοίκους της!



Last edited: