travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
Την επομένη ξημέρωσε η Κυριακή, που είχαμε την επίσκεψη στη νήσο Σπιτσβέργη, του αρχιπελάγους Σβάλμπαρντ που έχει πρωτεύουσα τη Longyearbyen. Σύμφωνα με τη Wikipedia πρόκειται για κωμόπολη με λιγότερους από 3,000 κατοίκους. Όμως έχει, απ’ ό,τι είδαμε εκεί, και τμήμα Πανεπιστημίου σχετικό με πολικές έρευνες. Και το κτήριο που στεγάζεται ήταν τεράστιο, όπως και το σχολείο.
Ο λόγος που αποφασίσαμε να πάμε εκεί ήταν καθαρά από περιέργεια και από το να νιώσουμε ότι βρισκόμαστε στις 78 μοίρες και 13’. Τόσο ψηλά είναι δύσκολο να ξαναπάμε. Στο κάτω, κάτω δεν υπάρχουν και κατοικήσιμα μέρη στον κόσμο πέρα από τον 78ο παράλληλο. Βλέπω τώρα στο Google Earth ότι είναι ένα μικρό κομμάτι της Γροιλανδίας, το βορειότερο νησί του Καναδά και κάτι λίγα παγωμένα νησιά πάνω από τη Σιβηρία. Για σύγκριση αναφέρω ότι το βορειότερο μέρος της Αλάσκα είναι στις 71 μοίρς και 25’.
Η πτήση μας ήταν το μεσημέρι στις 12:25, οπότε είχαμε χρόνο για βόλτα με τα πόδια ή το αυτοκίνητο. Αρχικά περπατήσαμε στα ίδια μέρη που είχαμε πάει το προηγούμενο βράδυ να τα δούμε και με το φως και μετά περάσαμε τη μεγάλη γέφυρα και πήγαμε στη πλευρά του καθεδρικού. Εκεί σκεφτόμασταν να ανέβουμε στο λόφο Fjellheisen. Το κόστος με την τηλεκαμπίνα ήταν σχεδόν είκοσι ευρώ, αλλά υποθέσαμε ότι με το αυτοκίνητο θα μπορούσαμε να πάμε κάπου να δούμε εξίσου ενδιαφέροντα πράγματα. Και αυτό κάναμε. Οι επόμενες φωτογραφίες είναι από το πρωινό πριν την πτήση μας.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και με το αυτοκίνητο ξαναπεράσαμε τη γέφυρα του καθεδρικού και πήγαμε βόρεια προς το χωριό Oldervik. Λόγω όμως του περιορισμού της ταχύτητας φτάσαμε μέχρι το κάμπινγκ Skittenelv Camping, που δεν ήταν πάνω από 30 χιλιόμετρα, ενώ το Oldervik ήταν στα 70. Τι να κάνουμε; Ωραία ήταν πάντως. Επιστρέψαμε και φτάσαμε στο ερημικό πια αεροδρόμιο του Τρόμσο μια ώρα πριν την πτήση μας και περιμέναμε κιόλας. Το λέω ερημικό γιατί όταν φτάσαμε ήταν Παρασκευή και υπήρχε άπειρος κόσμος εκεί και 5-10 αερπλάνα πηγαινοέρχονταν την κάθε ώρα. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο πάρκιν της Hertz. Μέσα αφήσαμε και τη μεγάλη μας βαλίτσα, αφού δε χρειαζόμασταν πολλά πράγματα για μια μέρα στο νησί. Πάλι οι φωτογραφίες είναι από την πρωινή βόλτα κοντά στο Τρόμσο.
Για να πω την αλήθεια δεν περίμενα με αγωνία ή λαχτάρα την επίσκεψη εκεί στη Σπιτσβέργη, αλλά μάλλον με χαρά. Είχα δει φωτογραφίες και ήξερα ότι αφού δε θα τα ακουμπήσω χοντρά, δε θα δω ούτε πολική αρκούδα, ούτε φάλαινες, ούτε παγόβουνα. Έχω ευτυχήσει να μη με συναρπάζουν πλέον τέτοιου είδους θεάματα αφού έχω δει τόσα και τόσα. Βέβαια την πολική αρκούδα ήθελα να τη δω και να τη φωτογραφήσω, αλλά όχι και να δώσω 150 ευρώ για να το κάνω σε ένα ταξίδι έξι ημερών. Για παράδειγμα το 2016 στην Αλάσκα έδωσα στο Ντενάλι κάπου 100 δολάρια για να δούμε τις γκρίζλις και διάφορα άλλα. Είδαμε διάφορα, αλλά με τόσα χρήματα ήμασταν 12 ώρες στο πάρκο και κάναμε σχεδόν διακόσια χιλιόμετρα. Αλλά και με την αρκούδα τι έγινε; Έχουμε και στη Φλώρινα. Πήγα να τις δω; Όλα ένα παιγνίδι είναι για να έχουν τουρισμό και να τα παίρνουν από τους επισκέπτες. Στο Longyearbyen περιοριστήκαμε λοιπόν στους ποδαρόδρομους και στη θέα των υδάτων που πήγαιναν και ερχόταν.
Επανέρχομαι στο αεροδρόμιο του Τρόμσο. Όπως περιμέναμε είχα ένα προβληματισμό για το πώς θα μετακινηθούμε εκεί και αν θα παίρνουν πιστωτική ή χρεωστική κάρτα στη μετακίνηση από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο και αντίστροφα. Σκέφτηκα για κάθε ενδεχόμενο να αλλάξω εκατό ευρώ και να τα κάνω κορώνες, και το έκανα σε ένα μηχάνημα εκεί. Κακώς! Δεν χρειαζόταν. Παντού παίρνουν κάρτες. Έτσι τα ντόπια λεφτά μου έμεναν τις επόμενες μέρες και προσπαθούσα να τα χαλάσω. Τα κατάφερα πάντως. Αεροπλάνα, ξενοδοχεία και αυτοκίνητο τα είχα πληρώσει με την πιστωτική αλλά για οποιαδήποτε αγορά εκεί αλλά και γενικά, χρησιμοποιώ την χρεωστική και είναι μια χαρά.
Στο αεροπλάνο για το Svalbard δυστυχώς δεν είχαμε παράθυρο γιατί δεν είχα προνοήσει να κάνω ηλεκτρονικό check in και έτσι δεν απολαύσαμε την θέα. Όμως έμαθα από το λάθος μου, και σε όλες τις επόμενες πτήσεις είχαμε παράθυρο. Το κακό είναι ότι σε αυτές τις επόμενες ο καιρός ήταν αρκετά συννεφιασμένος και δεν είδαμε και πολλά πράγματα.
Φτάσαμε στην ώρα μας, απομεσήμερο, στο Longyearbyen και εκεί περίμεναν δυο λεωφορεία για να μεταφέρουν τους επιβάτες που ήθελαν έξω από το ξενοδοχείο του καθενός. Πληρώνοντας και την επιστροφή το κόστος κάθε εισιτηρίου ήταν κάπου 12 ευρώ. Η απόσταση είναι μικρή, το πολύ τέσσερα χιλιόμετρα. Το δικό μας ξενοδοχείο ήταν στο πάνω μέρος του χωριού, που απείχε από το κέντρο σχεδόν δύο χιλιόμετρα.
Με το λεωφορείο όταν μπήκαμε στο χωριό εγώ ενθουσιάστηκα γιατί είδα κάτι παγετώνες κοντά και υπέθεσα ότι με καμία ώρα περπάτημα θα τους φτάναμε. Ειδικά ο ένας ήταν πιο κοντά.
Και έτσι ήταν, αφού μάλιστα το ξενοδοχείο μας ήταν προς την κατεύθυνσή του. Αφού ταχτοποιηθήκαμε στο δωμάτιο, που ήταν αρκετά καλό, δεν κάναμε τίποτε εκτός ίσως από το να αλλάξουμε κανένα ρούχο, και ξεκινήσαμε για την πρώτη βόλτα στο μέρος. Είπαμε να πάμε προς το κέντρο. Όπως προχωρούσαμε βλέπω ένα τύπο που ερχόταν από τον παγετώνα. Αυτός πήγαινε χωρίς να σταματά, αλλά εμείς που τραβούσαμε φωτογραφίες πηγαίναμε πιο αργά και μας έφτασε προς τα κάτω. Τον χαιρέτησα και τον ρώτησα αν πήγε στον παγετώνα. Μου απάντησε ότι δεν είχε μαζί του όπλο οπότε δεν μπορούσε να πάει. Τι εννοείς; Του λέω. Είναι επικίνδυνο γιατί έχει εκεί έξω πολικές αρκούδες και αν θες να πας πρέπει να προμηθευτείς καραμπίνα. Δεν έκανε πλάκα ο τύπος! Ιδού η απόδειξη:
Όσο μείναμε στο μέρος είδαμε πολλές φορές παρέες ή και μόνους ανθρώπους, που πήγαιναν προς τα επάνω (προς τον παγετώνα ή αλλού) και πάντα ο ένας κρατούσε καραμπίνα. Μετά είδα ένα χάρτη που είχε τα επικίνδυνα μέρη για αρκούδες: παντού ήταν επικίνδυνα εκτός από το κατοικημένο μέρος του χωριού. Κάπως έτσι χάσαμε τον παγετώνα. Δεν ήξερα από πού θα προμηθευόμουν το όπλο, αλλά ήθελε λέει και εκπαίδευση λίγου χρόνου. Παγετώνες έχουμε δει πολλές φορές και δεν είχα και μεγάλη ανάγκη να ξαναδώ, αλλά επειδή θα είχαμε χρόνο δε θα ήταν άσχημα. Το μέρος ήταν γεμάτο σνόου-μομπίλ. Ήταν παρκαρισμένα φυσικά εδώ και εκεί, κατά δεκάδες μερικές φορές, περιμένοντας τα χιόνια για να χρησιμοποιηθούν. Τα περισσότερα από αυτά τα οχήματα είχαν μια θήκη στο πλάι για να μπαίνει το όπλο.
Το χωριό διαβάσαμε ότι είχε ανθρακωρυχεία κάποτε αλλά και τώρα. Ψάχνοντας τώρα στο Google για τα σημερινά ορυχεία, βρήκα ένα χάρτη με τα ονόματα των θαλασσών που περιβάλλουν τα νησιά: Arctic Ocean, Greenland Sea, Barents Sea και Norwegian Sea. Τρομερά και ηχηρά ονόματα.
Παντού στο μέρος βλέπεις τα απομεινάρια από τα ανθρακωρυχεία. Ας πω ότι το χωριό είναι ανάμεσα σε δυο βουνά και πρέπει να υπήρχαν ορυχεία και στα δύο και μάλιστα ψηλά, οπότε φαίνονται τα ικριώματα που μετέφεραν το κάρβουνο εναερίως προς το λιμάνι. Στη φωτογραφία επάνω φαίνεται πιο πολύ η μια πλευρά του χωριού και οι χαρακτηριστικές ξύλινες κατασκευές για τη μεταφορά του κάρβουνου. Το κέντρο του χωριού βρίσκεται στα αριστερά της φωτογραφίας και δεν φαίνεται.
Φυσικά όλο το χωριό χαρακτηρίζεται από το επάγγελμα του ανθρακωρύχου. Μάλιστα το ξενοδοχείο που μέναμε, όπως και πολλά άλλα, ήταν παλιές κατοικίες αυτών των εργατών που διαμορφώθηκαν σε ξενοδοχεία με κοινά μπάνια κυρίως. Όλα αυτά τώρα είναι παρατημένα λίγο στη μοίρα τους αν και λίγα συντηρούνται για να μη χαθούνε τελείως σε μερικά χρόνια. Πάντως αρκετά είναι υπό διάλυση.
Οι επόμενες δυο φωτογραφίες είναι από το ίδιο σημείο τραβηγμένες με διαφορά κάποιων ωρών, για να δούμε την παλιρροια.
Η πρώτη μας βόλτα έγινε υπό καλές καιρικές συνθήκες. Ακόμα και ο ήλιος φαινόταν συχνά. Το πρόβλημα είναι ότι η κλίση που έχει ως προς τον ορίζοντα είναι πολύ μικρή και μας τον έκρυβαν τα γύρω βουνά. Το καλό είναι ότι πηγαίνοντας προς τη δύση του προχωρούσε σχεδόν οριζόντια και ενώ κρυβόταν, μετά από λίγο τον έβλεπες να εμφανίζεται στο πλάι του βουνού. Αυτή την εποχή το υψηλότερο σημείο που πηγαίνει (το μεσημέρι ας πούμε), υπεράνω του ορίζοντα, δεν είναι πάνω από 13 μοίρες. Κάτι τέτοιο συνέβαινε και στο Τρόμσο. Μόνο που εκεί οι μοίρες ήταν 21. Αντίστοιχα στην Ελλάδα ήταν στο τέλος του Σεπτεμβρίου 67 μοίρες.
Το Πανεπιστήμιο:
Το ξενοδοχείο μας με το καταπληκτικό όνομα 102 (ήταν παλιό κτήριο με διαμερίσματα ανθρακορύχων, όπως και πολλά άλλα κτήρια της περιοχής):
Η θερμοκρασία ήταν 6-7 βαθμοί, φυσικά πάνω από το μηδέν. Στο περιβάλλον όχι δένδρο δεν υπήρχε αλλά ούτε και χόρτο με ύψος πάνω από είκοσι πόντους. Και τα περισσότερα ήταν ξερά. Και κάτι λουλούδια που είδαμε σε εσωτερικούς χώρους ήταν όλα πλαστικά. Εμείς φωτογραφίζαμε τους παγετώνες στο βάθος του χωριού και τους ξύλινους πυλώνες των παλιών ορυχείων. Μας άρεσε πολύ το όλο θέαμα και η αίσθηση του που βρισκόμασταν. Ευτυχώς πάντως δε μας είχε έρθει καμιά έμπνευση να μείνουμε πάνω από μια μέρα. Θα αναγκαζόμασταν να κάνομε δραστηριότητες που είπα ότι κόστιζαν ουκ ολίγα. Ένα γραφείο τέτοιου είδους διαφήμιζε εκπτώσεις τελευταίας στιγμής για όσους ήθελαν να εγγραφούν για φάλαινες ή για παγετώνες την επομένη, αλλά η έκπτωση, αν και γενναία, της τάξης του 25%, δεν έκανε ελκυστική την τιμή για μας.
Κατευθυνθήκαμε προς την παραλία που η θάλασσα φαινόταν υπέροχη με τη γαλήνη της και το γκρίζο της χρώμα. Η παλίρροια είχε ανεβάσει τα νερά στο υψηλότερο σημείο τους. Την επομένη το πρωί, που κάναμε την ίδια σχεδόν βόλτα, τα νερά ήταν τραβηγμένα από τη λειτουργία της άμπωτης και επειδή το μέρος ήταν πολύ ρηχό φαινόταν ο αμμώδης βυθός για εκατοντάδες μέτρα μέσα. Όλες οι περιοχές εκεί στο βορρά με τα φιόρδ και τους κόλπους, έχουν μεγάλες παλίρροιες και μας άρεσε να βλέπουμε την τραβηγμένη θάλασσα. Όταν είχε την πλημμυρίδα δεν καταλαβαίναμε τίποτα.
Προς το τέλος της βόλτας και ενώ ήμασταν κουρασμένοι, είπαμε να πάμε στο σούπερ μάρκετ να πάρουμε καμιά μπύρα για το βράδυ. Επειδή στο αεροπλάνο είχαμε μόνο χειραποσκευές, δεν μπορούσαμε να πάρουμε μαζί τη ρακή. Αλλά φυσικά το αλκοόλ σε αυτά τα μέρη πουλιέται μόνο σε κάβες και ήταν κλειστή λόγω Κυριακής. Δεν καταδεχτήκαμε να υποβιβάσουμε τις απαιτήσεις μας σε μπύρα χωρίς αλκοόλ, που υπήρχε άφθονη στο μαγαζί. Ευτυχώς είχε, αν και ακριβή, κανονική μπύρα στο ξενοδοχείο και πήραμε από εκεί.
Το αγαπημένο μας σήμα για το μέρος αυτό:
Επιστρέψαμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μετά από τέσσερις ώρες βόλτα, αλλά ήταν ακόμα νωρίς, ούτε καν οκτώ. Καθίσαμε και φάγαμε κάτι από σαλάμι, τυρί και ψωμί που κρατούσαμε από το Τρόμσο. Είχε εκεί μια τραπεζαρία αλλά δεν είχε κόσμο αν και στο ξενοδοχείο υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι γενικά. Ίσως είχαν βγει για βραδινή βόλτα. Εμείς πλέον δεν είχαμε διάθεση να κατέβουμε ξανά στο κέντρο αλλά ήμασταν και πολύ κουρασμένοι για οτιδήποτε εκτός από ύπνο. Πρέπει να κοιμηθήκαμε λίγο πριν τις έντεκα. Αν και οι προοπτικές για σέλας δεν ήταν καλές, εγώ έβγαινα κάθε τόσο να δω μήπως είχαν φύγει τα σύννεφα και φανεί κάτι, αλλά τίποτα. Έτσι κι αλλιώς στο Svalbard το σέλας δεν φαίνεται συχνά γιατί εμφανίζεται κυρίως σε νοτιότερες περιοχές.
Την επομένη, μετά από ένα υπέροχο πρωινό στο ξενοδοχείο, λόγω της ποικιλίας αλλά και της ποσότητας, ξεκινήσαμε μια παρόμοια βόλτα, στην οποία προσθέσαμε ορισμένες γωνιές της περιοχής που δεν είχαμε δει την προηγούμενη μέρα. Από το σούπερ μάρκετ πήραμε μερικά ενθύμια, που ήταν φυσικά πανάκριβα, αλλά τι να κάνουμε! Και η δεύτερη μέρα ήταν πολύ όμορφη για μας, κυρίως επειδή δεν έβρεξε. Στην αρχή της βόλτας ψιχάλιζε και ανοίγαμε ενίοτε τις μικρές ομπρέλες μας, αλλά μετά από καμιά ωρίτσα σταμάτησε οριστικά.
Το σχολείο, εν ώρα μαθήματος:
Με τον οδηγό του λεωφορείου για το αεροδρόμιο είχαμε ραντεβού στο ξενοδοχείο στις 12:45 οπότε γυρίσαμε νωρίς. Η επιστροφή δεν είχε κάτι αξιόλογο.
Ο λόγος που αποφασίσαμε να πάμε εκεί ήταν καθαρά από περιέργεια και από το να νιώσουμε ότι βρισκόμαστε στις 78 μοίρες και 13’. Τόσο ψηλά είναι δύσκολο να ξαναπάμε. Στο κάτω, κάτω δεν υπάρχουν και κατοικήσιμα μέρη στον κόσμο πέρα από τον 78ο παράλληλο. Βλέπω τώρα στο Google Earth ότι είναι ένα μικρό κομμάτι της Γροιλανδίας, το βορειότερο νησί του Καναδά και κάτι λίγα παγωμένα νησιά πάνω από τη Σιβηρία. Για σύγκριση αναφέρω ότι το βορειότερο μέρος της Αλάσκα είναι στις 71 μοίρς και 25’.
Η πτήση μας ήταν το μεσημέρι στις 12:25, οπότε είχαμε χρόνο για βόλτα με τα πόδια ή το αυτοκίνητο. Αρχικά περπατήσαμε στα ίδια μέρη που είχαμε πάει το προηγούμενο βράδυ να τα δούμε και με το φως και μετά περάσαμε τη μεγάλη γέφυρα και πήγαμε στη πλευρά του καθεδρικού. Εκεί σκεφτόμασταν να ανέβουμε στο λόφο Fjellheisen. Το κόστος με την τηλεκαμπίνα ήταν σχεδόν είκοσι ευρώ, αλλά υποθέσαμε ότι με το αυτοκίνητο θα μπορούσαμε να πάμε κάπου να δούμε εξίσου ενδιαφέροντα πράγματα. Και αυτό κάναμε. Οι επόμενες φωτογραφίες είναι από το πρωινό πριν την πτήση μας.





Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και με το αυτοκίνητο ξαναπεράσαμε τη γέφυρα του καθεδρικού και πήγαμε βόρεια προς το χωριό Oldervik. Λόγω όμως του περιορισμού της ταχύτητας φτάσαμε μέχρι το κάμπινγκ Skittenelv Camping, που δεν ήταν πάνω από 30 χιλιόμετρα, ενώ το Oldervik ήταν στα 70. Τι να κάνουμε; Ωραία ήταν πάντως. Επιστρέψαμε και φτάσαμε στο ερημικό πια αεροδρόμιο του Τρόμσο μια ώρα πριν την πτήση μας και περιμέναμε κιόλας. Το λέω ερημικό γιατί όταν φτάσαμε ήταν Παρασκευή και υπήρχε άπειρος κόσμος εκεί και 5-10 αερπλάνα πηγαινοέρχονταν την κάθε ώρα. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο πάρκιν της Hertz. Μέσα αφήσαμε και τη μεγάλη μας βαλίτσα, αφού δε χρειαζόμασταν πολλά πράγματα για μια μέρα στο νησί. Πάλι οι φωτογραφίες είναι από την πρωινή βόλτα κοντά στο Τρόμσο.


Για να πω την αλήθεια δεν περίμενα με αγωνία ή λαχτάρα την επίσκεψη εκεί στη Σπιτσβέργη, αλλά μάλλον με χαρά. Είχα δει φωτογραφίες και ήξερα ότι αφού δε θα τα ακουμπήσω χοντρά, δε θα δω ούτε πολική αρκούδα, ούτε φάλαινες, ούτε παγόβουνα. Έχω ευτυχήσει να μη με συναρπάζουν πλέον τέτοιου είδους θεάματα αφού έχω δει τόσα και τόσα. Βέβαια την πολική αρκούδα ήθελα να τη δω και να τη φωτογραφήσω, αλλά όχι και να δώσω 150 ευρώ για να το κάνω σε ένα ταξίδι έξι ημερών. Για παράδειγμα το 2016 στην Αλάσκα έδωσα στο Ντενάλι κάπου 100 δολάρια για να δούμε τις γκρίζλις και διάφορα άλλα. Είδαμε διάφορα, αλλά με τόσα χρήματα ήμασταν 12 ώρες στο πάρκο και κάναμε σχεδόν διακόσια χιλιόμετρα. Αλλά και με την αρκούδα τι έγινε; Έχουμε και στη Φλώρινα. Πήγα να τις δω; Όλα ένα παιγνίδι είναι για να έχουν τουρισμό και να τα παίρνουν από τους επισκέπτες. Στο Longyearbyen περιοριστήκαμε λοιπόν στους ποδαρόδρομους και στη θέα των υδάτων που πήγαιναν και ερχόταν.
Επανέρχομαι στο αεροδρόμιο του Τρόμσο. Όπως περιμέναμε είχα ένα προβληματισμό για το πώς θα μετακινηθούμε εκεί και αν θα παίρνουν πιστωτική ή χρεωστική κάρτα στη μετακίνηση από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο και αντίστροφα. Σκέφτηκα για κάθε ενδεχόμενο να αλλάξω εκατό ευρώ και να τα κάνω κορώνες, και το έκανα σε ένα μηχάνημα εκεί. Κακώς! Δεν χρειαζόταν. Παντού παίρνουν κάρτες. Έτσι τα ντόπια λεφτά μου έμεναν τις επόμενες μέρες και προσπαθούσα να τα χαλάσω. Τα κατάφερα πάντως. Αεροπλάνα, ξενοδοχεία και αυτοκίνητο τα είχα πληρώσει με την πιστωτική αλλά για οποιαδήποτε αγορά εκεί αλλά και γενικά, χρησιμοποιώ την χρεωστική και είναι μια χαρά.
Στο αεροπλάνο για το Svalbard δυστυχώς δεν είχαμε παράθυρο γιατί δεν είχα προνοήσει να κάνω ηλεκτρονικό check in και έτσι δεν απολαύσαμε την θέα. Όμως έμαθα από το λάθος μου, και σε όλες τις επόμενες πτήσεις είχαμε παράθυρο. Το κακό είναι ότι σε αυτές τις επόμενες ο καιρός ήταν αρκετά συννεφιασμένος και δεν είδαμε και πολλά πράγματα.


Φτάσαμε στην ώρα μας, απομεσήμερο, στο Longyearbyen και εκεί περίμεναν δυο λεωφορεία για να μεταφέρουν τους επιβάτες που ήθελαν έξω από το ξενοδοχείο του καθενός. Πληρώνοντας και την επιστροφή το κόστος κάθε εισιτηρίου ήταν κάπου 12 ευρώ. Η απόσταση είναι μικρή, το πολύ τέσσερα χιλιόμετρα. Το δικό μας ξενοδοχείο ήταν στο πάνω μέρος του χωριού, που απείχε από το κέντρο σχεδόν δύο χιλιόμετρα.

Με το λεωφορείο όταν μπήκαμε στο χωριό εγώ ενθουσιάστηκα γιατί είδα κάτι παγετώνες κοντά και υπέθεσα ότι με καμία ώρα περπάτημα θα τους φτάναμε. Ειδικά ο ένας ήταν πιο κοντά.

Και έτσι ήταν, αφού μάλιστα το ξενοδοχείο μας ήταν προς την κατεύθυνσή του. Αφού ταχτοποιηθήκαμε στο δωμάτιο, που ήταν αρκετά καλό, δεν κάναμε τίποτε εκτός ίσως από το να αλλάξουμε κανένα ρούχο, και ξεκινήσαμε για την πρώτη βόλτα στο μέρος. Είπαμε να πάμε προς το κέντρο. Όπως προχωρούσαμε βλέπω ένα τύπο που ερχόταν από τον παγετώνα. Αυτός πήγαινε χωρίς να σταματά, αλλά εμείς που τραβούσαμε φωτογραφίες πηγαίναμε πιο αργά και μας έφτασε προς τα κάτω. Τον χαιρέτησα και τον ρώτησα αν πήγε στον παγετώνα. Μου απάντησε ότι δεν είχε μαζί του όπλο οπότε δεν μπορούσε να πάει. Τι εννοείς; Του λέω. Είναι επικίνδυνο γιατί έχει εκεί έξω πολικές αρκούδες και αν θες να πας πρέπει να προμηθευτείς καραμπίνα. Δεν έκανε πλάκα ο τύπος! Ιδού η απόδειξη:



Όσο μείναμε στο μέρος είδαμε πολλές φορές παρέες ή και μόνους ανθρώπους, που πήγαιναν προς τα επάνω (προς τον παγετώνα ή αλλού) και πάντα ο ένας κρατούσε καραμπίνα. Μετά είδα ένα χάρτη που είχε τα επικίνδυνα μέρη για αρκούδες: παντού ήταν επικίνδυνα εκτός από το κατοικημένο μέρος του χωριού. Κάπως έτσι χάσαμε τον παγετώνα. Δεν ήξερα από πού θα προμηθευόμουν το όπλο, αλλά ήθελε λέει και εκπαίδευση λίγου χρόνου. Παγετώνες έχουμε δει πολλές φορές και δεν είχα και μεγάλη ανάγκη να ξαναδώ, αλλά επειδή θα είχαμε χρόνο δε θα ήταν άσχημα. Το μέρος ήταν γεμάτο σνόου-μομπίλ. Ήταν παρκαρισμένα φυσικά εδώ και εκεί, κατά δεκάδες μερικές φορές, περιμένοντας τα χιόνια για να χρησιμοποιηθούν. Τα περισσότερα από αυτά τα οχήματα είχαν μια θήκη στο πλάι για να μπαίνει το όπλο.



Το χωριό διαβάσαμε ότι είχε ανθρακωρυχεία κάποτε αλλά και τώρα. Ψάχνοντας τώρα στο Google για τα σημερινά ορυχεία, βρήκα ένα χάρτη με τα ονόματα των θαλασσών που περιβάλλουν τα νησιά: Arctic Ocean, Greenland Sea, Barents Sea και Norwegian Sea. Τρομερά και ηχηρά ονόματα.

Παντού στο μέρος βλέπεις τα απομεινάρια από τα ανθρακωρυχεία. Ας πω ότι το χωριό είναι ανάμεσα σε δυο βουνά και πρέπει να υπήρχαν ορυχεία και στα δύο και μάλιστα ψηλά, οπότε φαίνονται τα ικριώματα που μετέφεραν το κάρβουνο εναερίως προς το λιμάνι. Στη φωτογραφία επάνω φαίνεται πιο πολύ η μια πλευρά του χωριού και οι χαρακτηριστικές ξύλινες κατασκευές για τη μεταφορά του κάρβουνου. Το κέντρο του χωριού βρίσκεται στα αριστερά της φωτογραφίας και δεν φαίνεται.

Φυσικά όλο το χωριό χαρακτηρίζεται από το επάγγελμα του ανθρακωρύχου. Μάλιστα το ξενοδοχείο που μέναμε, όπως και πολλά άλλα, ήταν παλιές κατοικίες αυτών των εργατών που διαμορφώθηκαν σε ξενοδοχεία με κοινά μπάνια κυρίως. Όλα αυτά τώρα είναι παρατημένα λίγο στη μοίρα τους αν και λίγα συντηρούνται για να μη χαθούνε τελείως σε μερικά χρόνια. Πάντως αρκετά είναι υπό διάλυση.
Οι επόμενες δυο φωτογραφίες είναι από το ίδιο σημείο τραβηγμένες με διαφορά κάποιων ωρών, για να δούμε την παλιρροια.


Η πρώτη μας βόλτα έγινε υπό καλές καιρικές συνθήκες. Ακόμα και ο ήλιος φαινόταν συχνά. Το πρόβλημα είναι ότι η κλίση που έχει ως προς τον ορίζοντα είναι πολύ μικρή και μας τον έκρυβαν τα γύρω βουνά. Το καλό είναι ότι πηγαίνοντας προς τη δύση του προχωρούσε σχεδόν οριζόντια και ενώ κρυβόταν, μετά από λίγο τον έβλεπες να εμφανίζεται στο πλάι του βουνού. Αυτή την εποχή το υψηλότερο σημείο που πηγαίνει (το μεσημέρι ας πούμε), υπεράνω του ορίζοντα, δεν είναι πάνω από 13 μοίρες. Κάτι τέτοιο συνέβαινε και στο Τρόμσο. Μόνο που εκεί οι μοίρες ήταν 21. Αντίστοιχα στην Ελλάδα ήταν στο τέλος του Σεπτεμβρίου 67 μοίρες.
Το Πανεπιστήμιο:


Το ξενοδοχείο μας με το καταπληκτικό όνομα 102 (ήταν παλιό κτήριο με διαμερίσματα ανθρακορύχων, όπως και πολλά άλλα κτήρια της περιοχής):


Η θερμοκρασία ήταν 6-7 βαθμοί, φυσικά πάνω από το μηδέν. Στο περιβάλλον όχι δένδρο δεν υπήρχε αλλά ούτε και χόρτο με ύψος πάνω από είκοσι πόντους. Και τα περισσότερα ήταν ξερά. Και κάτι λουλούδια που είδαμε σε εσωτερικούς χώρους ήταν όλα πλαστικά. Εμείς φωτογραφίζαμε τους παγετώνες στο βάθος του χωριού και τους ξύλινους πυλώνες των παλιών ορυχείων. Μας άρεσε πολύ το όλο θέαμα και η αίσθηση του που βρισκόμασταν. Ευτυχώς πάντως δε μας είχε έρθει καμιά έμπνευση να μείνουμε πάνω από μια μέρα. Θα αναγκαζόμασταν να κάνομε δραστηριότητες που είπα ότι κόστιζαν ουκ ολίγα. Ένα γραφείο τέτοιου είδους διαφήμιζε εκπτώσεις τελευταίας στιγμής για όσους ήθελαν να εγγραφούν για φάλαινες ή για παγετώνες την επομένη, αλλά η έκπτωση, αν και γενναία, της τάξης του 25%, δεν έκανε ελκυστική την τιμή για μας.


Κατευθυνθήκαμε προς την παραλία που η θάλασσα φαινόταν υπέροχη με τη γαλήνη της και το γκρίζο της χρώμα. Η παλίρροια είχε ανεβάσει τα νερά στο υψηλότερο σημείο τους. Την επομένη το πρωί, που κάναμε την ίδια σχεδόν βόλτα, τα νερά ήταν τραβηγμένα από τη λειτουργία της άμπωτης και επειδή το μέρος ήταν πολύ ρηχό φαινόταν ο αμμώδης βυθός για εκατοντάδες μέτρα μέσα. Όλες οι περιοχές εκεί στο βορρά με τα φιόρδ και τους κόλπους, έχουν μεγάλες παλίρροιες και μας άρεσε να βλέπουμε την τραβηγμένη θάλασσα. Όταν είχε την πλημμυρίδα δεν καταλαβαίναμε τίποτα.

Προς το τέλος της βόλτας και ενώ ήμασταν κουρασμένοι, είπαμε να πάμε στο σούπερ μάρκετ να πάρουμε καμιά μπύρα για το βράδυ. Επειδή στο αεροπλάνο είχαμε μόνο χειραποσκευές, δεν μπορούσαμε να πάρουμε μαζί τη ρακή. Αλλά φυσικά το αλκοόλ σε αυτά τα μέρη πουλιέται μόνο σε κάβες και ήταν κλειστή λόγω Κυριακής. Δεν καταδεχτήκαμε να υποβιβάσουμε τις απαιτήσεις μας σε μπύρα χωρίς αλκοόλ, που υπήρχε άφθονη στο μαγαζί. Ευτυχώς είχε, αν και ακριβή, κανονική μπύρα στο ξενοδοχείο και πήραμε από εκεί.
Το αγαπημένο μας σήμα για το μέρος αυτό:

Επιστρέψαμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μετά από τέσσερις ώρες βόλτα, αλλά ήταν ακόμα νωρίς, ούτε καν οκτώ. Καθίσαμε και φάγαμε κάτι από σαλάμι, τυρί και ψωμί που κρατούσαμε από το Τρόμσο. Είχε εκεί μια τραπεζαρία αλλά δεν είχε κόσμο αν και στο ξενοδοχείο υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι γενικά. Ίσως είχαν βγει για βραδινή βόλτα. Εμείς πλέον δεν είχαμε διάθεση να κατέβουμε ξανά στο κέντρο αλλά ήμασταν και πολύ κουρασμένοι για οτιδήποτε εκτός από ύπνο. Πρέπει να κοιμηθήκαμε λίγο πριν τις έντεκα. Αν και οι προοπτικές για σέλας δεν ήταν καλές, εγώ έβγαινα κάθε τόσο να δω μήπως είχαν φύγει τα σύννεφα και φανεί κάτι, αλλά τίποτα. Έτσι κι αλλιώς στο Svalbard το σέλας δεν φαίνεται συχνά γιατί εμφανίζεται κυρίως σε νοτιότερες περιοχές.


Την επομένη, μετά από ένα υπέροχο πρωινό στο ξενοδοχείο, λόγω της ποικιλίας αλλά και της ποσότητας, ξεκινήσαμε μια παρόμοια βόλτα, στην οποία προσθέσαμε ορισμένες γωνιές της περιοχής που δεν είχαμε δει την προηγούμενη μέρα. Από το σούπερ μάρκετ πήραμε μερικά ενθύμια, που ήταν φυσικά πανάκριβα, αλλά τι να κάνουμε! Και η δεύτερη μέρα ήταν πολύ όμορφη για μας, κυρίως επειδή δεν έβρεξε. Στην αρχή της βόλτας ψιχάλιζε και ανοίγαμε ενίοτε τις μικρές ομπρέλες μας, αλλά μετά από καμιά ωρίτσα σταμάτησε οριστικά.


Το σχολείο, εν ώρα μαθήματος:

Με τον οδηγό του λεωφορείου για το αεροδρόμιο είχαμε ραντεβού στο ξενοδοχείο στις 12:45 οπότε γυρίσαμε νωρίς. Η επιστροφή δεν είχε κάτι αξιόλογο.
